Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο κατά φαντασία “Μικρός Ήρως” και οι πραγματικοί ΗΡΩΕΣ της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Ο Μικρός Ήρως Γιώρ­γος Θαλάσ­σης _προσοχή !! όχι Ήρω­ας, ήταν εβδο­μα­διαίο περιο­δι­κό που συνέ­γρα­φε ο Στέ­λιος Ανε­μο­δου­ράς το1953 (κατά δήλω­σή του, μέλος της ΟΚΝΕ…) με το ψευ­δώ­νυ­μο “Θάνος Αστρί­της” (σχέ­δια Βύρων Απτό­σο­γλου). Ξεκί­νη­σε τη θητεία του στον χώρο των περιο­δι­κών εκδό­σε­ων με το περιο­δι­κό Μάσκα (του Από­στο­λο Μαγ­γα­νά­ρη) και συνέ­χι­σε με τις καθα­ρά δικές του δημιουρ­γί­ες _Υπεράνθρωπο κ.ά.
Κατά τους δημιουρ­γούς κλπ. “πρό­θυ­μους” «Πρό­κει­ται για τις περι­πέ­τειες τριών ηρω­ι­κών Ελλη­νό­που­λων (του Γιώρ­γου Θαλάσ­ση, της Κατε­ρί­νας και του “Σπί­θα”) κατά τη διάρ­κεια της κατο­χής και του αγώ­να τους απέ­να­ντι σε Γερ­μα­νούς, Ιτα­λούς και Βούλ­γα­ρους φασί­στες»

Από τη μια οι ιτα­λοί κι οι γερμανοί
Για να σε βρουν ανα­στα­τώ­νουν την Αθήνα
Κι από την άλλη του πατέ­ρα μου η φωνή
Νομί­ζω πως τον κρύ­βεις στην κουζίνα

Εσύ να παί­ζεις με τον θάνα­το κρυφτό
Κι αυτοί να σκί­ζου­νε τα τεύ­χη τα κρυμμένα
Μη σε τρο­μά­ζει το διπλό κυνηγητό
Εσύ τους γερ­μα­νούς κι αυτοί εμένα

Που είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει
Καλέ μου φίλε Γιώρ­γο Θαλάσση
Που είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει
Μικρέ μου ήρωα Γιώρ­γο Θαλάσση

Εγώ δεν ξεκου­ρά­ζο­μαι ποτέ
Είμαι παντού όπου το χρέ­ος με προστάζει
Κι όσο θα υπάρ­χου­νε στη γη κατακτητές
Θα τους συντρί­βω και το αίμα τους θα στάζει

Πίσω απ’ τον τοί­χο ο ασύρ­μα­τος καλεί
Είναι απ’ τη μέση ανα­το­λή απ’ το αρχηγείο
Θα σου ανα­θέ­σουν μια και­νούρ­για αποστολή
Μ’ ευχές για καλή τύχη απ’ το αρχηγείο

Η Κατε­ρί­να σ’ αγα­πού­σε σιωπηλά
Αλλά κι εσύ το ίδιο αγνά την αγαπούσες
Χωρίς το Σπί­θα ίσως να ‘ταν πιο καλά
Παρ’ όλ’ αυτά εσύ τον συγχωρούσες

Όταν ακούω να μιλά­νε γι’ Αφρική
Για Βερο­λί­νο Βενε­τία και Παρίσι
Σκέ­φτο­μαι λέω πού να ξέραν μερικοί
Πως σε όλα αυτά τα μέρη εγώ έχω ζήσει

Πως όταν ήταν στην Ελλά­δα κατοχή
Μέσα στις σφαί­ρες μες στο κρύο μεσ’ στην πείνα
Με τους εγγλέ­ζους να εξο­πλί­ζου­νε τη xi
Μου έδει­χνες μια ξένοια­στη Αθήνα

Που είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει
Καλέ μου φίλε Γιώρ­γο Θαλάσση
Που είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει
Μικρέ μου ήρωα Γιώρ­γο Θαλάσση

Εγώ δεν ξεκου­ρά­ζο­μαι ποτέ
Είμαι παντού όπου το χρέ­ος με προστάζει
Κι όσο θα υπάρ­χου­νε στη γη κατακτητές
Θα τους θερί­ζω και το αίμα τους θα στάζει

Εσύ μπο­ρού­σες να οδη­γή­σεις φορτηγό
Μοτο­σι­κλέ­τα οτο­μο­τρίς κι αεροπλάνο
Κι όπου κι αν ήσουν πάντα δίπλα ήμουν κι εγώ
Μαζί σου ή να ζήσω ή να πεθάνω

Ήσου­να πάντα εκδι­κη­τής και τιμωρός
Γι αυτόν που γέμι­σε τον τόπο με στρα­τό του
Και μ’ ένα χτύ­πη­μά σου έπε­φτε ο φρουρός
Με μια στρο­φή γύρω απ’ τον εαυ­τό του
Μπο­ρού­σες πάλι να ημε­ρεύ­εις τα σκυλιά
Με κάποιο σφύ­ριγ­μα που σου ‘μαθε τσομπάνος

Κι έτσι που πέτα­γες με κόλ­πο τη θηλιά
Θα έπρε­πε να είσαι αμερικάνος
Τι να σου πω τι να σου πω τι να σου πω
Που να μην το ‘χει πει κανέ­νας για κανέναν
Εγώ μονά­χα ένα πράγ­μα θα σου πω
Μου φτά­νει πως μεγά­λω­σα με σένα

Που είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει
Καλέ μου φίλε Γιώρ­γο Θαλάσση
Όπου κι αν είσαι θα ‘χεις γεράσει
Μικρέ μου ήρωα Γιώρ­γο Θαλάσση

Μικρός Ήρω­ας” λοι­πόν, ο κατά κόσμον Γ. Θαλάσ­σης _υπε­ράν­θρω­πος και άτρω­τος, “ικα­νός” να κάνει όλα τα παρα­πά­νω που με αρκε­τή δόση ειρω­νεί­ας _πχ. εσύ μπο­ρού­σες να οδη­γή­σεις φορ­τη­γό — Μοτο­σι­κλέ­τα οτο­μο­τρίς κι αερο­πλά­νο _αναφέρονται από τον Λου­κια­νό και πολ­λά περισ­σό­τε­ρα, το βδο­μα­διά­τι­κο περιο­δι­κό για νέους των 10ετιών ‘50_’60-’70: για ορι­σμέ­νες ηλι­κί­ες — των πενη­ντά­ρη­δων 60ρηδων, ακό­μη και για μας, που καβα­τζά­ρα­με τα 70 υπάρ­χει το συναι­σθη­μα­τι­κό φορ­τίο, ανά­κα­το με θυμό. Από τη μια ένα σήμα κατα­τε­θέν για την επο­χή του, μία επο­χή “αθώα” αν τη συγκρί­νου­με με τη σημε­ρι­νή, που ξανα­γρά­φε­ται η ιστο­ρία ταυ­τί­ζο­ντας τον κομ­μου­νι­σμό με το φασι­σμό _ναζισμό.
Στον “Μικρό Ήρωα” λεί­πουν οι πραγ­μα­τι­κοί ΗΡΩΕΣ της ΕΑΜι­κής Εθνι­κής Αντί­στα­σης μετα­ξύ αυτών (μιλώ­ντας για το “σπί­τι” μας) η Και­σα­ρια­νή _το μικρό Στά­λιν­γκραντ, με το μαρ­τυ­ρι­κό Σκο­πευ­τή­ριο και τους 200 εκτε­λε­σμέ­νους κομ­μου­νι­στές, το Κάστρο του Υμητ­τού με τους ηρω­ι­κούς ΕΠΟ­Νί­τες, το Χαϊ­δά­ρι όλα αυτά λεί­πουν εντε­λώς. Δε θα συνα­ντή­σου­με επί­σης τις θρυ­λι­κές μορ­φές του πρω­το­κα­πε­τά­νιου του ΕΛΑΣ (που τόσα κρο­κο­δεί­λια δάκρυα χύνο­νται στις μέρες μας), ούτε του Στ. Σαρά­φη και τόσων άλλων ηρω­ι­κών μορ­φών, που έγρα­ψαν την ανε­πα­νά­λη­πτη επο­ποι­ία της πραγ­μα­τι­κής Αντί­στα­σης _ της ΕΑΜι­κής με αιμο­δό­τη της το ΚΚΕ

Το περιο­δι­κό κυκλο­φό­ρη­σε σε μία επο­χή όπου η Ελλά­δα μόλις λίγα χρό­νια πριν είχε βγει από έναν αιμα­τη­ρό και κατα­στρε­πτι­κό εμφύ­λιο πόλε­μο, όπου οι νικη­τές (οι αστι­κές δυνά­μεις της χώρας που είχαν συμ­μα­χή­σει ανοι­χτά με τους ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες και τις ιμπε­ρια­λι­στι­κές δυνά­μεις) επέ­βα­λαν ένα καθε­στώς διώ­ξε­ων κατά των αλύ­γι­στων της ταξι­κής πάλης και του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος. Τα όσα τρα­γι­κά έλα­βαν χώρα εκεί­νη την επο­χή των εκτά­κτων στρα­το­δι­κεί­ων και των “νέων Παρ­θε­νώ­νων” είναι λίγο — πολύ γνω­στά και απλώς υπεν­θυ­μί­ζο­νται ώστε να προσ­διο­ρι­στούν οι οικο­νο­μι­κοί — κοι­νω­νι­κοί και πολι­τι­κοί παρά­γο­ντες της επο­χής. Και ναι μεν στον οικο­νο­μι­κό τομέα, με την είσο­δο και του ξένου κεφα­λαί­ου, το μετεμ­φυ­λια­κό καθε­στώς ένιω­θε να στη­ρί­ζε­ται στα πόδια του _Ήταν η επο­χή που άρχι­ζε η “χρυ­σή 30ετία” του ελλη­νι­κού καπι­τα­λι­σμού, με τους νικη­τές του εμφυ­λί­ου να ξεκα­θα­ρί­ζουν τους λογα­ρια­σμούς τους με το προη­γού­με­νο ΕΑΜι­κό παρελ­θόν και με ό,τι είχε σχέ­ση με τη θρυ­λι­κή αυτή επο­ποι­ία του ελλη­νι­κού λαού κατά των γερ­μα­νι­κών χιτλε­ρι­κών ορδών. Η αντί­φα­ση της επο­χής αυτής ήταν ότι οι συνερ­γά­τες των κατο­χι­κών στρα­τευ­μά­των, οι οποί­οι στη διάρ­κεια του εμφυ­λί­ου πέρα­σαν με τις “εθνι­κό­φρο­νες δυνά­μεις”, έπρε­πε να δικαιο­λο­γή­σουν πλέ­ον την ιστο­ρία της κατο­χής από τη σκο­πιά των “νικη­τών συμ­μά­χων” και όχι από τη σκο­πιά του ηττη­μέ­νου γερ­μα­νοϊ­τα­λι­κού άξο­να, τον οποίο είχαν υπη­ρε­τή­σει. Αν ήθε­λαν όμως να ερμή­νευαν σωστά την ιστο­ρία, θα έπρε­πε να εξυ­μνού­σαν το ΕΑΜι­κό κίνη­μα και να κατη­γο­ρού­σαν τον ίδιο τους τον εαυ­τό. Ούτε η επο­χή όμως στη χώρα μας (ήττα του κινή­μα­τος), αλλά ούτε και οι διε­θνείς εξε­λί­ξεις (αρχή ψυχρού πολέ­μου) επέ­τρε­παν τη σωστή κατα­γρα­φή των ιστο­ρι­κών γεγο­νό­των. Και επει­δή κάτι έπρε­πε να πουν για την περί­ο­δο αυτή και να δικαιο­λο­γή­σουν πρό­σω­πα και κατα­στά­σεις, άρχι­σαν να δημιουρ­γούν τη δική τους — φαντα­στι­κή και πέρα για πέρα ψευ­δή — ιστο­ρία για την περί­ο­δο της κατοχής.

Όπου σύμ­φω­να με την ιστο­ρία αυτή, την περί­ο­δο 1940–1944 δεν υπήρ­ξε ούτε ΕΑΜ — ΕΛΑΣ, ούτε ΚΚΕ, αλλά ούτε και οι συνερ­γά­τες των Γερ­μα­νών, ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες κου­κου­λο­φό­ροι. Όπου έπρε­πε να μνη­μο­νευ­τούν οι κομ­μου­νι­στές τούς φόρ­τω­ναν με ένα σωρό συκο­φα­ντί­ες (έλε­γαν π. χ. ότι αν οι αντάρ­τες δεν είχαν σκο­τώ­σει Γερ­μα­νούς στρα­τιώ­τες, οι τελευ­ταί­οι δε θα έκαι­γαν το Δίστο­μο). Όπου ανα­γκά­ζο­νταν να μιλή­σουν για κίνη­μα του βου­νού, έκα­ναν λόγο γενι­κώς και αορί­στως για αντάρ­τες, που ούτε χρώ­μα είχαν, ούτε γεύ­ση… Η προ­σφι­λής όμως τακτι­κή ήταν η πλή­ρης απα­γό­ρευ­ση των συζη­τή­σε­ων για την περί­ο­δο 1940-’44. Όποιος τολ­μού­σε να ανα­φερ­θεί στην περί­ο­δο αυτή θεω­ρού­νταν του­λά­χι­στον ύπο­πτος. Αν το καλο­σκε­φτεί κανείς, αυτό που επι­χεί­ρη­σαν να κάνουν οι μετεμ­φυ­λια­κές κυβερ­νή­σεις άγγι­ζε τα όρια της παρα­φρο­σύ­νης, καθώς οι μνή­μες από τους 600 χιλ. νεκρούς της γερ­μα­νι­κής κατο­χής και οι χιλιά­δες τοπο­θε­σί­ες — σύμ­βο­λα της Αντί­στα­σης είχαν ακό­μα νωπά τα σημά­δια του θριάμ­βου και της τρα­γω­δί­ας. Και όμως αυτοί τόλμησαν!Στα γενι­κά αυτά πλαί­σια της “άλλης ιστο­ρί­ας”, αυτής που δεν υπήρ­ξε ποτέ, κινή­θη­καν και οι ήρω­ες του Σ. Ανε­μο­δου­ρά. Η Αθή­να, όπου κυρί­ως έδρα­σαν, δεν ήταν η Αθή­να των συλ­λα­λη­τη­ρί­ων κατά της επι­στρά­τευ­σης και των ηρω­ι­κών ανα­το­λι­κών συνοι­κιών. Λεί­πουν όμως και πολ­λοί άλλοι. Όπως οι κου­κου­λο­φό­ροι ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες του Μπου­ρα­ντά, που λίγα χρό­νια μετά έγι­ναν τιμη­τές της νέας κατά­στα­σης. Στη φαντα­στι­κή Αθή­να, που περι­γρά­φει ο Ανε­μο­δού­ρας στα βιβλία του, η αντί­στα­ση κατά των Γερ­μα­νών έγι­νε από τρία νεα­ρά παι­διά, που όπως όμως θέλουν τα παρα­μύ­θια είχαν υπερ­φυ­σι­κές ιδιό­τη­τες. Οι τρεις τους μόνο, οι “καλοί”, τα έβα­ζαν και νικού­σαν χιλιά­δες Γερ­μα­νούς, οι οποί­οι ήταν οι “κακοί” της ιστο­ρί­ας. Έτσι η ιστο­ρία της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, απο­χρω­μα­τι­σμέ­νη και απο­νευ­ρω­μέ­νη από τις ιδε­ο­λο­γι­κές και πολι­τι­κές ανα­φο­ρές της επο­χής, παρου­σιά­ζε­ται σαν η πάλη του “καλού” με το “κακό” και όπως είναι φυσι­κό το “καλό” βγαί­νει νικη­τής! Συμπα­ρα­στά­της στην πάλη αυτή το εγγλέ­ζι­κο στρα­τη­γείο της Μ. Ανα­το­λής, με το οποίο οι ήρω­ές μας έχουν όλη την περί­ο­δο ανοι­χτή γραμ­μή και από το οποίο παίρ­νουν κατευ­θύν­σεις μέσω ασυρ­μά­του. Ο ρόλος του εγγλέ­ζι­κου ιμπε­ρια­λι­σμού, που τόσα δει­νά επέ­φε­ρε στον τόπο, όχι μόνο δεν κρι­τι­κά­ρε­ται, αλλά αγιο­ποιεί­ται και παρου­σιά­ζε­ται σαν προ­στά­της της Ελλη­νι­κής Αντίστασης.

Αυτή η εικό­να βγαί­νει από τα περιο­δι­κά του “Μικρού Ηρωα”, που δεν είχαν σκο­πό την ψυχα­γω­γία των μικρών ανα­γνω­στών, αλλά κυρί­ως επι­δί­ω­καν να προ­ω­θή­σουν τα κυρί­αρ­χα ιδε­ο­λο­γι­κά μηνύ­μα­τα της επο­χής _όπως εξάλ­λου το άλλο “διά­ση­μου” περιο­δι­κό, του “Μικρού Καου­μπόϊ”, όπου τέσ­σε­ρα νεα­ρά παι­διά, με αρχη­γό μάλι­στα ένα Ελλη­νό­που­λο, πάλευαν κατά των ληστών και των παρα­νό­μων …στην Άγρια αμε­ρι­κα­νι­κή Δύση. Και βέβαια δε χρειά­ζε­ται και μεγά­λη θεω­ρη­τι­κή ανά­λυ­ση για να απο­δεί­ξου­με ότι η έκδο­ση του κινού­νταν στα πλαί­σια της “ελλη­νο­α­με­ρι­κα­νι­κής φιλί­ας”, που εδραιώ­θη­κε πάνω στις στά­χτες του εμφυ­λί­ου πολέ­μου, σε μια επο­χή όπου ο αγγλι­κός ιμπε­ρια­λι­σμός παρέ­δω­σε τα σκή­πτρα και εμπι­στεύ­τη­κε την προ­στα­σία της χώρας στον ανερ­χό­με­νο αμε­ρι­κα­νι­κό ιέρακα.

(ενδει­κτι­κό απόσπασμα)
Ξεχω­ρί­ζει ανά­με­σα στα βρά­χια μερι­κούς ίσκιους, αλλά δεν πη¬γαίνει γραμ­μή προς το μέρος τους.
Απε­να­ντί­ας, γλι­στρώ­ντας μέσα στο σκο­τά­δι, πηγαί­νει και αρά­ζει τη βαρ­κού­λα τριά­ντα μέτρα πιο πέρα σε μια μικρή αμμου­διά κι από εκεί περ­πα­τώ­ντας σαν γάτα πλη­σιά­ζει προς τους ίσκιους.
Όταν φτά­νει σε από­στα­ση δέκα βημά­των, συσπει­ρώ­νε­ται ανά¬μεσα σε δυο βρά­χους και μένει ακί­νη­τος με το αυτί στημένο.
—Το μήνυ­μα λέει κάποιος στην αγγλι­κή γλώσ­σα έλε­γε ότι εδώ θα συνα­ντή­σου­με δικούς μας, που θα μας πάρουν και θα μας μετα­φέ­ρουν στην Αίγυ­πτο! Δε βλέ­πω όμως κανένα!
—Ίσως να μην έρθουν!, λέει ένας άλλος. Θα τους συνέ­βει κάτι! Προ­τεί­νω να φύγου­με. Είναι επι­κίν­δυ­νο να μεί­νου­με περισ­σό­τε­ρο εδώ!

“Πετάξ­τε τα όπλα!”

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ετοι­μά­ζε­ται να σηκω­θεί και να πάει κοντά τους, όταν μια δυνα­τή κραυ­γή δίνει μια ξερή δια­τα­γή στη γερ­μα­νι­κή γλώσσα:
—Ακί­νη­τοι! Είστε αιχ­μά­λω­τοι του γερ­μα­νι­κού στρα­τού! Ο πρώ¬τος, που θα δοκι­μά­σει να δρα­πε­τεύ­σει, θα πεθάνει!
Οι σύμ­μα­χοι πρά­κτο­ρες μαρ­μα­ρώ­νουν. Μένουν ασά­λευ­τοι ση¬κώνοντας αργά τα χέρια τους.
—Μας πρό­δω­σαν! μουρ­μου­ρί­ζει κάποιος.
Μέσα από το σκο­τά­δι προ­βάλ­λουν τέσ­σε­ρις ίσκοι.
Είναι τέσ­σε­ρις Γερ­μα­νοί με αυτό­μα­τα στα χέρια. Ένας απ’ αυ¬τούς κρα­τά­ει ένα ηλε­κτρι­κό φανά­ρι και φωτί­ζει τους συμ­μά­χους πράκτορες.
—Είναι μόνο πέντε!, λέει κάπως απο­γοη­τευ­μέ­νος. Ψάξε τους, Χανς!
Ένας άλλος πηγαί­νει κοντά στους Βρε­τα­νούς και τους ψάχνει γοργά.
—Είναι άοπλοι!, λέει. Καλά κάνα­με και δεν πήρα­με περισσότε¬ρους άντρες μαζί μας, όταν ο σκο­πός μας είπε ότι είδε μερι­κούς ύ¬ποπτους ίσκιους να προ­χω­ρούν προς την κατεύ­θυν­ση αυτή! Να τους δέσω;
—Δεν είναι ανά­γκη! λέει αυτός που κρα­τά­ει το φανά­ρι. Θα τους «δέσουν» οι σφαί­ρες μας αν δοκι­μά­σουν να φύγουν!
Ο Γιώρ­γος βρί­σκει ότι έφτα­σε η ώρα της δρά­σης. Χωρίς να βγει από το μέρος όπου είναι κρυμ­μέ­νος, φωνάζει.
— Πετάξ­τε χάμω τα όπλα! Δεκα­πέ­ντε άνθρω­ποι με αυτό­μα­τα βρί­σκο­νται γύρω σας! Πετάξ­τε αμέ­σως τα όπλα πριν σας γαζώ¬σουμε!
Οι Γερ­μα­νοί γυρί­ζουν από­το­μα με τα όπλα τους προ­τε­τα­μέ­να, πιέ­ζο­ντας τη σκαν­δά­λη. Η γαλή­νη της νύχτας κομ­μα­τιά­ζε­ται από το άγριο και βου­ε­ρό τερά­τι­σμα των αυτο­μά­των και οι σφαί­ρες πη-γαί­νουν και σφυ­ρο­κο­πούν τα βρά­χια και τα δέντρα που φυτρώ¬νουν πιο πέρα.
Οι Βρε­τα­νοί πρά­κτο­ρες δε χάνουν την ευκαι­ρία. Με μια ταυτό¬χρονη κίνη­ση, ρίχνο­νται πάνω στους Γερ­μα­νούς και μέσα σε λίγες στιγ­μές, οι στρα­τιώ­τες του Χίτλερ είναι πεσμέ­νοι χάμω αναί­σθη­τοι και αφοπλισμένοι.
Ο Γιώρ­γος κάνει την εμφά­νι­σή του, λέγοντας:

—Ελευ­θε­ρία!

—Θάνα­τος!, απα­ντούν οι Βρετανοί.
Και κοι­τά­ζουν κατά­πλη­κτοι τον μικρό ήρωα.
—    Ένα παι­δί έστει­λαν στο ραντε­βού! μουρ­μου­ρί­ζει κάποιος.
—    Είμαι ο Πρά­κτο­ρας — Ελλάς, απα­ντά­ει ο Γιώργος.
Οι Βρε­τα­νοί γουρ­λώ­νουν τα μάτια τους.
—Το Παι­δί — Φάντα­σμα! λένε με δέος.
Και βάζουν τα γέλια.
—Είσαι εκεί­νος που έκλε­ψε ένα γερ­μα­νι­κό υποβρύχιο!
—    Ναι! λέει ο Γιώρ­γος γελώ­ντας κι αυτός. Το υπο­βρύ­χιο μας πε¬ριμένει για να μας μετα­φέ­ρει στην Αίγυ­πτο. Ακο­λου­θεί­στε με!
Τους οδη­γεί στη βάρ­κα. Με τα αυτό­μα­τα των αναί­σθη­των Γερ¬μανών στα χέρια οι Βρε­τα­νοί μπαί­νουν μαζί με το παι­δί στη λαστι¬χένια βάρ­κα και προ­χω­ρούν προς το υπο­βρύ­χιο. Φτά­νουν εκεί, σκαρ­φα­λώ­νουν στο κατά­στρω­μα και… άγριες κραυ­γές φτά­νουν ως τ’ αυτιά τους από το εσω­τε­ρι­κό του υποβρυχίου:
—Αν δεν πετά­ξε­τε αμέ­σως τα όπλα σας, θα σκο­τώ­σου­με το κοριτσάκι!
Με την καρ­διά στα­μα­τη­μέ­νη από φρί­κη και αγω­νία, ο Γιώρ­γος πηδά­ει από το άνοιγ­μα, που οδη­γεί μέσα στο υποβρύχιο.
Προ­σγειώ­νε­ται μέσα στο διά­δρο­μο και αντι­κρί­ζει ένα θέα­μα, που κάνει το αίμα να παγώ­σει μέσα στις φλέ­βες του.
Ένας Γερ­μα­νός κρα­τά­ει μπρο­στά του την Κατε­ρί­να και έχει υψώ­σει πάνω από το κεφά­λι της ένα μεγά­λο εργα­λείο μηχα­νής. Εί¬ναι στραμ­μέ­νος προς την πόρ­τα της καμπί­νας του διοι­κη­τή του υ‑ποβρυχίου, όπου σίγου­ρα βρί­σκο­νται ο «Κεραυ­νός» και ο Σπίθας.
Πιο πέρα στέ­κο­νται οι υπό­λοι­ποι Γερ­μα­νοί με τα πόδια λυμέ­να, οπλι­σμέ­νοι όλοι τους με μεγά­λα μετάλ­λι­να εργαλεία.
Έτσι όπως στέ­κε­ται ο Γερ­μα­νός που κρα­τά­ει την Κατε­ρί­να είναι ασφα­λής. Δεν μπο­ρούν να τον πυρο­βο­λή­σουν μέσα από την καμπί¬να. για­τί υπάρ­χει ο κίν­δυ­νος να σκο­τώ­σουν και το κορι­τσά­κι μαζί του!
Από το μέρος όμως του Παι­διού — Φάντα­σμα δεν υπάρ­χει αυτός ο κίν­δυ­νος για­τί ο Γιώρ­γος τους βλέ­πει από τα πλάγια.
Με μια ταχύ­τα­τη κίνη­ση, ο Πρά­κτο­ρας — Ελλάς σηκώ­νει το αυτό¬ματό του και πιέ­ζει τη σκανδάλη.
Πέντε σφαί­ρες η μια πίσω από την άλλη, χτυ­πούν το Γερ­μα­νό. Ένα μέρος του κεφα­λιού του εξα­φα­νί­ζε­ται και το κορ­μί του σωριά¬ζεται χάμω, παρα­σύ­ρο­ντας στο πέσι­μό του και την Κατερίνα.
Αυτό δίνει στους Βρε­τα­νούς πρά­κτο­ρες, που είχαν στο μετα­ξύ πηδή­σει κι αυτοί δίπλα στο Γιώρ­γο, την ευκαι­ρία να δράσουν.

Τα αυτό­μα­τά τους γαζώ­νουν το πλή­ρω­μα του υπο­βρυ­χί­ου. Πολ­λοί Γερ­μα­νοί πεθαί­νουν πριν απο­φα­σί­σουν να πετά­ξουν τα εργα­λεία και να παραδοθούν!
Ο Γιώρ­γος τρέ­χει κοντά στην Κατε­ρί­να που έχει λιπο­θυ­μή­σει από τον τρό­μο που δοκί­μα­σε. Τη σηκώ­νει στην αγκα­λιά του μουρμουρίζοντας:
—Κατε­ρί­να μου! Κορι­τσά­κι μου! Ευχα­ρι­στώ, Θεέ μου, που μου την έσωσες!

Λίγες μέρες αργό­τε­ρα σε μια κεντρι­κή πλα­τεία του Κάι­ρου, στρα­τεύ­μα­τα είναι παρα­τε­ταγ­μέ­να Ελλη­νι­κά, Βρε­τα­νι­κά και Αμερικανικά.
Είναι παρα­τε­ταγ­μέ­να για να απο­δώ­σουν τιμές σε δυο Ελλη­νό­που­λα, δυο ηρω­ι­κά παι­διά, που έχουν κατα­πλή­ξει τον κόσμο με την ανδρεία τους, την τόλ­μη τους και τα κατορ­θώ­μα­τά τους.
Τα δυο αυτά παι­διά είναι ο Γιώρ­γος Θαλάσ­σης και ο Σπί­θας ή Νίκος Κατσα­νί­κος του Γεωρ­γί­ου και της Πηνελόπης.
Στέ­κο­νται στο κέντρο της πλα­τεί­ας, μπρο­στά στον αρχι­στρά­τη­γο των Συμ­μα­χι­κών Δυνά­με­ων της Μέσης Ανα­το­λής, που τους λέει:
—Είστε δύο αξιο­θαύ­μα­στα παι­διά! Έχε­τε προ­κα­λέ­σει στον εχθρό κατα­στρο­φές μεγα­λύ­τε­ρες από δέκα μηχα­νο­κί­νη­τες μεραρ­χί­ες ή πεντα­κό­σια αερο­πλά­να! Αν οι Σύμ­μα­χοι είχαν χίλιους ακό­μα πρά­κτο­ρες σαν εσάς, θα κέρ­δι­ζαν τον πόλε­μο πολύ πιο σύντο­μα και με λιγό­τε­ρες απώ­λειες! Γι’ αυτό οι κυβερ­νή­σεις της Ελλά­δας, Μεγά­λης Βρε­τα­νί­ας, Αμε­ρι­κής, Γαλ­λί­ας και Ρωσί­ας (σσ. sic!!)  μου ανέ­θε­σαν να σας απο­νεί­μω τα μεγα­λύ­τε­ρα πολε­μι­κά παρά­ση­μα, που διαθέτουν!
Και ο αρχι­στρά­τη­γος καρ­φι­τσώ­νει από πέντε παρά­ση­μα στο στή­θος του Παι­διού — Φάντα­σμα και του Σπίθα.

Μια στρα­τιω­τι­κή ορχή­στρα αρχί­ζει να παί­ζει ένα εμβα­τή­ριο, ενώ οι στρα­τιώ­τες παρου­σιά­ζουν όπλα.
Τα μάτια του Γιώρ­γου είναι υγρά από τη συγκί­νη­ση. Πιο πέρα, η μικρή Κατε­ρί­να κλαί­ει από χαρά δίπλα στον πατέ­ρα της, που με κόπο κι αυτός συγκρα­τεί τη συγκί­νη­σή του.
Ο μόνος που φαί­νε­ται να μη δίνει καμιά σημα­σία στην τελε­τή εί¬ναι ο Σπί­θας. Το καθυ­στε­ρη­μέ­νο στο μυα­λό παι­δί σκύ­βει προς το μέρος του Γιώρ­γου και μουρμουρίζει:
—Δε θα τελειώ­σουν καμιά φορά αυτές οι παρά­τες και οι μου­σι­κές; Ξελι­γώ­θη­κα της πεί­νας! Και μούρ­χο­νται κάτι μυρου­διές ψητού κρέ­α­τος από ένα εστια­τό­ριο, που είναι εκεί, στο βάθος της πλα­τεί­ας! Μανού­λα μου!

Κυκλο­φό­ρη­σε για μία 15ετία, από το 1953 (τίτλος 1ου τεύ­χους “Ελεύ­θε­ρος Σκλά­βος”) έως τέτοιες μέρες του 1968 επί χού­ντας (τ. 798!! “Ένας Μικρός, Μικρός, Μικρός Ήρως”) για να συνε­χι­σθεί επι­χει­ρη­μα­τι­κά βλ. επί­ση­μη ιστο­σε­λί­δα, με πλή­ρη εικο­νο­γρά­φη­ση. Πάνω από 30.000 σελί­δες ως το 1995 _μέχρι και το “Αντί” προ­σέ­φε­ρε στους ανα­γνώ­στες του (ανέκ­δο­τα τεύ­χη του) “Μικρού “Ηρωα” ‑έχει δια­σκευα­σθεί και για το θέα­τρο (ΚΘΒΕ + 2001 _Ο «Μικρός Ήρως» σαλ­τά­ρει στον Λυκαβηττό

Σήμε­ρα, κυκλο­φο­ρούν τόμοι ολό­κλη­ροι (εκδό­σεις “Μικρός Ήρως” — πρώ­ην “Comics & Crosswords Puplications L.P.”) με επα­νεκ­δό­σεις, είτε υπό μορ­φή κόμικς πλή­ρους εικο­νο­γρά­φη­σης (1968–71), είτε με εικό­νες, είτε συλ­λε­κτι­κών τόμων (1986) ή με μορ­φή μόνο κει­μέ­νου (2003 στην εφη­με­ρί­δα Καθη­με­ρι­νή με τόμους των 8) ή με τόμους της πρω­τό­τυ­πης εικο­νο­γρά­φη­σης (2013 στο Πρώ­το Θέμα με τόμους των 5). Τη δεκα­ε­τία του ’70, το ανά­γνω­σμα φιλο­ξε­νή­θη­κε στο περιο­δι­κό Μπλεκ με τη μορ­φή κειμένου

Πηγή _Περισσότερα

🔴 Δεί­τε _Ριζοσπάστης:
«Ορφά­νε­ψε» ο «Μικρός Ηρωας»
Ο «Μικρός Ηρω­ας»… ζωντανεύει
Ο «Μικρός Ηρως» του και­ρού μας

Επί­σης _Αρχείο ντο­κι­μα­ντέρ της ΕΡΤ
Μικροί χάρ­τι­νοι ήρωες
Όταν υπήρ­χαν Ήρω­ες — Ανε­μο­δου­ράς (Νυχτε­ρι­νός Επι­σκέ­πτης)

ℹ️ Τόμους του “Μικρού Ήρωα” μπο­ρεί­τε να προ­μη­θευ­τεί­τε και από τις εκδό­σεις “Ατέ­χνως

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο