Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο πρώτος Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας στην Ελλάδα

Στις 24 Ιανουα­ρί­ου 1837 στην Ελλά­δα ψηφί­στη­κε ο πρώ­τος Κώδι­κας Οδι­κής Κυκλο­φο­ρί­ας για τις μετα­κι­νή­σεις με ζώα.  Το Διά­ταγ­μα αυτό καθό­ρι­ζε τα «περί των κατά τις οδούς συνα­ντώ­με­νων αμα­ξών και εφίπ­πων» θέλο­ντας μ’ αυτόν τον τρό­πο να απο­φευ­χθούν οι συγκρού­σεις σε μία επο­χή που τα ζώα και οι άμα­ξες ήταν τα μόνα μετα­φο­ρι­κά μέσα.

Να σημειώ­σου­με ότι προη­γή­θη­κε ένα άλλο Διά­ταγ­μα στα 1936– το πρώ­το- που όρι­ζε την οδι­κή συμπε­ρι­φο­ρά και ονο­μα­ζό­ταν «περί επι­τη­ρή­σε­ως των δημο­σί­ων οδών» και εκδό­θη­κε το μακρι­νό 1836. Σ’ αυτό ορί­στη­κε η λει­τουρ­γία της Τρο­χαί­ας, η οποία είχε ως βασι­κό ρόλο τη δια­τή­ρη­ση των δημο­σί­ων δρό­μων σε καλή κατά­στα­ση και την αδια­τά­ρα­κτη συγκοι­νω­νία μετα­ξύ των πόλε­ων. Επί­σης στο άρθρο 5 σημειώ­νο­νταν ότι τα πεζο­δρό­μια είναι για τους πεζούς και άρα: Απα­γο­ρεύ­ε­ται να πηγαί­νη έφιπ­πος, με αμά­ξας και με χει­ρα­μά­ξας ή να διέρ­χε­ται τις εις τα παρα­πά­τια, ή να περ­νά εκεί­θεν ζώα.Ταυτόχρονα το Διά­ταγ­μα απα­γό­ρευε στους πεζούς να περ­πα­τά­νε στο οδό­στρω­μα, απα­γό­ρευε την πρό­κλη­ση φθο­ρών στα κάγκε­λα του δρό­μου, της σημάν­σεις και άλλα δημό­σια μνη­μεία με τους παρα­βά­τες να πρέ­πει να πλη­ρώ­νουν πρό­στι­μο, το οποίο έφτα­νε κατά περί­πτω­ση τις 20 ή 50 δραχ­μές. Αξί­ζει να ανα­φερ­θεί ότι εκτός από την χρη­μα­τι­κή ποι­νή, οι παρα­βά­τες ήταν υπο­χρε­ω­μέ­νοι να διορ­θώ­σουν με προ­σω­πι­κή εργα­σία τη βλά­βη που έκα­ναν ή να πλη­ρώ­σουν απο­ζη­μί­ω­ση στο Δημόσιο.

Τι προέβλεπε το Διάταγμα του 1837

fek 1857Σύμ­φω­να με το Διά­ταγ­μα αν συνα­ντού­σε ο πεζός άμα­ξες ή έφιπ­πους στον δρό­μο έπρε­πε ο καθέ­νας να υπο­χω­ρή­σει προς τα δεξιά για να παρα­μεί­νει ο δρό­μος ελεύ­θε­ρος. Επί­σης, όταν περ­νού­σαν ταχυ­δρό­μοι, όλοι έπρε­πε να παρα­με­ρί­σουν στα δεξιά των ταχυ­δρο­μι­κών αμα­ξών ή των ίππων. Σημειώ­νε­ται ότι ήταν υπο­χρε­ω­τι­κή η πλη­ρω­μή διο­δί­ων ακό­μη και για τα άλο­γα ή τα γαϊ­δου­ρά­κια είτε μετέ­φε­ραν φορ­τία είτε ήταν ξεφόρ­τω­τα. Επί­σης δεν υπήρ­χαν τρο­χο­νό­μοι, αλλά οδο­φύ­λα­κες, οι οποί­οι φρό­ντι­ζαν για την τήρη­ση του νόμου και στο αρι­στε­ρό μπρά­τσο είχαν μια ται­νία που έγρα­φε «Βασι­λι­κός οδοφύλαξ».

Το Διά­ταγ­μα:

«Περί της καθ’ οδόν απα­ντή­σε­ως των αμα­ξών, εφίπ­πων κλπ»
Ο Θ Ω Ν
Ελέω Θεού Βασι­λεύς της Ελλάδος

Προς απο­φυ­γήν συγκρού­σε­ων ως εκ της καθ’ οδόν συνα­ντή­σε­ως των αμα­ξών, εφίπ­πων κλπ. και δια να κατα­στα­θή ούτως η διά­βα­σις εύκο­λος και μάλι­στα ακίνδυνος.
Επί τη προ­τά­σει της επί των Εσω­τε­ρι­κών Γραμ­μα­τεί­ας, απε­φα­σί­σα­μεν και διατάττομεν:

1) Οσά­κις επί των δημο­σί­ων οδών είτε εντός των πόλε­ων, είτε επί των κατα­σκευα­σθέ­ντων μεγά­λων δρό­μων του Βασι­λεί­ου μας, συνα­ντώ­νται άμα­ξαι, έφιπ­ποι κλπ., οφεί­λει έκα­στος να υπο­χω­ρή εις τα δεξιά, και να μένη ούτως η δίο­δος ελευ­θέ­ρα απ’ αμφό­τε­ρα τα δια­βαί­νο­ντα μέρη.

2) Όταν οι καθ’ οδόν απα­ντώ­με­νοι ταχυ­δρό­μοι σαλ­πί­ζουν τον της υπο­χω­ρή­σε­ως σαλ­πι­σμόν, όλοι οι καθ’ οδόν χρε­ω­στούν να υπο­χω­ρούν και να περ­νούν εις τα δεξιά των ταχυ­δρο­μι­κών αμα­ξών ή ίππων. Εις την αυτήν υπο­χρέ­ω­σιν υπό­κει­νται, όταν το ταχυ­δρο­μεί­ον φθά­νη άμα­ξαν τρέ­χου­σαν έμπρο­σθεν εφίπ­πους κλπ. και θέλει να περά­ση εμπρός.

3) Οι παρα­βά­ται τιμω­ρού­νται με πρό­στι­μον πέντε δραχ­μών προς όφε­λος των Ταχυ­δρο­μι­κών Ταμείων.

4) Εν περι­πτώ­σει παρα­βά­σε­ως, η κατα­μή­νυ­σις γίνε­ται από μέρους του ηνιό­χου και ταχυ­δρό­μου προς τον αρμό­διον Δήμαρ­χον, δια να ενερ­γη­θή παρ’ αυτού η ανή­κου­σα κατα­δί­ω­ξις του Ειρηνοδίκου.

5) Ο επί των Εσω­τε­ρι­κών Γραμ­μα­τεύς επι­φορ­τί­ζει με την εκτέ­λε­σιν και δημο­σί­ευ­σιν του παρό­ντος δια­τάγ­μα­τος, το οποί­ον θέλει γνω­στο­ποι­η­θή και δια κήρυ­κος εις όσα μέρη ήθε­λεν είσθαι αναγκαίον.

Εν Αθή­ναις την 2 (24) Ιανουα­ρί­ου 1837

Εν ονό­μα­τι και κατ’ ιδιαι­τέ­ραν δια­τα­γήν της Αυτού Μεγα­λειό­τη­τος του Βασιλέως

Το Υπουρ­γι­κόν Συμβούλιον
Άρμαν­σμπεργκ, Ι. Ρίζος, Σμάλτς, Δρ. Μαν­δό­λας, Α.Γ. Κρεζής.”

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο