Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέθανε η Χιλιανή κομμουνίστρια αγωνίστρια – σύμβολο ανθρωπίνων δικαιωμάτων Άνα Γκονζάλεζ

Άνα Γκονζάλεζ: Η μάνα που έκανε την οργή της αγώνα

Χιλια­νή. Γυναί­κα. Μάνα. Ηρω­ί­δα με στα­θε­ρές αρχές και προ­σα­να­το­λι­σμό. Φωτει­νό πρό­τυ­πο για τα νιά­τα για την ταπει­νό­τη­τα, αυτα­πάρ­νη­ση, ανι­διο­τέ­λεια και δια­χρο­νι­κή αγω­νι­στι­κή στά­ση ζωής της σε μια καθό­λα κυνι­κή επο­χή όπου κυριαρ­χεί η καπι­τα­λι­στι­κή βαρ­βα­ρό­τη­τα, όπου βασι­λεύ­ει το εφή­με­ρο, η εικό­να και το κυνή­γι της προ­σω­πι­κής προ­βο­λής και βολέ­μα­τος. Ακού­ρα­στη μαχή­τρια των ανθρω­πί­νων δικαιω­μά­των για την υπό­θε­ση των εργα­ζο­μέ­νων και το όρα­μα του σοσια­λι­σμού. Σύμ­βο­λο της ασυμ­βί­βα­στης μάχης κατά της λήθης, ατι­μω­ρη­σί­ας και ιστο­ρι­κής αμνησίας/συγχώρεσης της Δεξιάς ‑παλιάς και «εκσυγ­χρο­νι­σμέ­νης». Περή­φα­νο και πιστό μέλος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος της Χιλής ‑μέχρι και την τελευ­ταία πνοή της. Ένα κόμ­μα που αγά­πη­σε με πάθος, που υπε­ρά­σπι­σε με συνέ­πεια ακό­μα και στις πιο δύσκο­λες στιγ­μές στη μακρά και ηρω­ι­κή 107χρονη ιστο­ρία του.

Η Άνα Γκον­ζά­λεζ Ρεκα­μπά­ρεν, από τις ιστο­ρι­κές και εμβλη­μα­τι­κές μορ­φές, ιδρυ­τές και ηγέ­τες του Συν­δέ­σμου Συγ­γε­νών των Φυλα­κι­σμέ­νων και Εξα­φα­νι­σθέ­ντων, πέθα­νε την Παρα­σκευή 26 του Οκτώ­βρη σε ηλι­κία 93 ετών ‑χωρίς τελι­κά να μάθει την τύχη του συζύ­γου της, των δύο παι­διών της και της εγκύ­ου νύφης της που εξα­φα­νί­στη­καν στο δρό­μο από τους μπρά­βους της μυστι­κής αστυ­νο­μί­ας DINA της αμε­ρι­κα­νό­πνευ­στης φασι­στι­κής δικτατορίας.

Η Γκον­ζά­λες πέρα­σε πάνω από τέσ­σε­ρις δεκα­ε­τί­ες της ζωής της ανα­ζη­τώ­ντας την τύχη τόσο των αγα­πη­μέ­νων προ­σώ­πων της δικής της οικο­γέ­νειας, αλλά και των 3.000 Χιλια­νών που εξα­φα­νί­στη­καν την περί­ο­δο 1973–1990.

Το πρωί του εγκλήματος

Το πρωί της 30ής Απρι­λί­ου 1976, η Ανα Γκον­ζά­λεζ και ο σύζυ­γός της, επί­σης μέλος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος, ο Μανου­έλ Ρεκα­μπά­ρεν, βιά­ζο­νταν να φύγουν από το σπίτι.
Ήταν ο τρί­τος χρό­νος της δικτα­το­ρί­ας. Δύο από τους γιους τους, ο Λουίς Εμί­λιο και Μανου­έλ Γκουι­γέρ­μο, μαζί με την έγκυο σύζυ­γο του Λουίς, τη Νάλ­βια, δεν είχαν επι­στρέ­ψει από τη δου­λειά τους το προη­γού­με­νο βρά­δυ. Οι δήμιοι άφη­σαν το μικρό γιο τους μόλις δυό­μι­σι χρο­νών στο δρό­μο, αφού συνέ­λα­βαν τη μανά του, τον Λουίς και Μανουέλ…

Η Άνα Γκον­ζά­λεζ ήθε­λε να ζητή­σει από τον εργο­δό­τη της μια προ­κα­τα­βο­λή του μισθού της και άδεια για να ψάξει για τα παι­διά και τη νύφη της, αλλά έμει­νε τελι­κά για να φρο­ντί­σει έναν άλλο εγγο­νό της, ενώ ο σύζυ­γός της έψα­χνε για τα παιδιά.

«Πήγαι­νε και θα έρθω αργό­τε­ρα με το παι­δί», του είπε.

Δεν είδε ξανά, ούτε άκου­σε οτι­δή­πο­τε για τις τύχες τους. Και οι τέσ­σε­ρις είχαν «εξα­φα­νι­στεί», όπως πολ­λοί άλλοι.

«Ζεί­τε μέσα μας, σας κου­βα­λά­με στο αίμα μας»

Στα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν, η Γκον­ζά­λεζ μετά­τρε­ψε την οργή και θλί­ψη της σε καθη­με­ρι­νό αγώ­να για απα­ντή­σεις σχε­τι­κά με την τύχη των επί­ση­μα 3.000 Χιλια­νών που δολο­φο­νή­θη­καν ή εξαφανίστηκαν.

Συμ­με­τεί­χε σε απερ­γί­ες πεί­νας και κατα­λή­ψεις. Πίε­ζε τους δικα­στές να διε­ρευ­νή­σουν τις θηριω­δί­ες. Δεν έλει­ψε από καμία κινητοποίηση.

Κρα­τώ­ντας τις φωτο­γρα­φί­ες των αγα­πη­μέ­νων της μετα­τρά­πη­κε σε σύμ­βο­λο του αγώ­να για να λάμ­ψει επι­τέ­λους η αλή­θεια. Αυτό το θάρ­ρος, επι­μο­νή και πιστή της, βοή­θη­σε να σπά­σει η αδια­φο­ρία εκεί­νων που δεν είχαν επη­ρε­α­στεί από τη φασι­στι­κή βία.

«Δεν σκέ­φτη­καν ποτέ ότι μια γυναί­κα, μια απλή νοι­κο­κυ­ρά που δεν γνώ­ρι­ζε τίπο­τα ‑ούτε καν πού βρί­σκο­νταν τα δικα­στή­ρια- θα δήλω­νε παρού­σα στο κάλε­σμα του αγώ­να», είχε δηλώ­σει χαρακτηριστικά.

«Σήμε­ρα, υπάρ­χουν πολ­λά οστά που πρέ­πει να τακτο­ποι­η­θούν, έτσι ώστε μια μέρα οι οικο­γέ­νειες να μπο­ρούν να θρη­νή­σουν το χαμό τους», ανέφερε.

«Ζεί­τε μέσα μας, σας κου­βα­λά­με στο αίμα μας». Έτσι παρό­τρυ­νε τους Χιλια­νούς που έχα­σαν τα αγα­πη­μέ­να τους πρό­σω­πα να υπο­βλη­θούν σε εξέ­τα­ση DNA, ώστε οι εμπει­ρο­γνώ­μο­νες να μπο­ρούν να τακτο­ποιούν οστά αγαπημένων.

Γεν­νή­θη­κε στην μικρή πόλη Tocopilla το 1925. Η μητέ­ρα της, η οποία είχε χηρεύ­σει με έξι παι­διά, παντρεύ­τη­κε έναν εργά­τη σιδη­ρο­δρό­μων. Όταν ήταν 11 χρο­νών πήγε στο Σαντιά­γκο και έμει­νε εκεί, ζώντας με μια θεία και θείο της σε ένα παλιό μικρό σπίτι-καλύβα.

Ο θεί­ος της αγό­ρα­ζε την “Εl Siglo”, την εφη­με­ρί­δα του ΚΚ της Χιλής, και τη διά­βα­ζε τακτι­κά. Στο σχο­λείο ένας συμ­μα­θη­τής της της μίλη­σε για την Ισπα­νία του δικτά­το­ρα Φράν­κο και την ισπα­νι­κή αντι-φασι­στι­κή αντί­στα­ση. «Άρχι­σα να μισώ τον Φράν­κο», είχε πει.

xili

«Ανακάλυψα έναν καινούργιο κόσμο που αγάπησα»

Όταν ήταν 16 ετών, μια νεα­ρή κοπέ­λα την κάλε­σε σε μια συνά­ντη­ση της Κομ­μου­νι­στι­κής Νεο­λαί­ας. «Ανα­κά­λυ­ψα έναν και­νούρ­γιο κόσμο που αγά­πη­σα». είχε πει. Μετα­ξύ των νέων κομ­μου­νι­στών που γνώ­ρι­σε ήταν ο Μανου­έλ Ρεκα­μπά­ρεν. Παντρεύ­τη­καν το 1944. Έκα­ναν έξι παι­διά και παρέ­μει­ναν δρα­στή­ρια μέλη του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμματος.

Μετά την εκλο­γή του Σαλ­βα­ντόρ Αλιέ­ντε με την εκλο­γι­κή νίκη της Λαϊ­κής Ενό­τη­τας της Αρι­στε­ράς το 1970, ο Μανου­έλ ήταν υπεύ­θυ­νος μιας τοπι­κής Επι­τρο­πής Παρο­χής Προ­μη­θειών, που διέ­νει­με τρό­φι­μα στις λαϊ­κές γει­το­νιές. Μετά το πρα­ξι­κό­πη­μα, ο στρα­τός διέ­λυ­σε τις επι­τρο­πές αυτές. Ο Μανου­έλ Ρεκα­μπά­ρεν ήταν «σημα­δε­μέ­νος» και άρα στο στό­χα­στρο, όπως ήταν και όλη η οικογένεια.

Την ημέ­ρα που εξα­φα­νί­στη­κε ο σύζυ­γός της, η Άνα Γκον­ζά­λεζ βρή­κε ένα ανώ­νυ­μο σημεί­ω­μα κάτω από την πόρ­τα του σπι­τιού της, το οποίο μαρ­τυ­ρού­σε ότι είχε συλ­λη­φθεί από το καθεστώς.
«Πήγαι­νε στο Vicaría de la Solidaridad», έγρα­φε το σημεί­ω­μα, ανα­φε­ρό­με­νο σε μια οργά­νω­ση ανθρω­πί­νων δικαιω­μά­των. Εκεί πήγαι­ναν όλοι για βοή­θεια όταν αγα­πη­μέ­να πρό­σω­πά τους εξα­φα­νί­ζο­νταν. Αργό­τε­ρα, κάποιοι επι­ζώ­ντες του φρι­κτού γνω­στού πια στρα­το­πέ­δου απάν­θρω­πων βασα­νι­στη­ρί­ων «Villa Grimaldi» τής είπαν ότι είχαν δει για τελευ­ταία φορά τον Μανου­έλ τον Αύγου­στο του 1976.

Η Άνα Γκον­ζά­λεζ αισθα­νό­ταν ευλο­γη­μέ­νη, αλλά λυπό­ταν καθώς συνει­δη­το­ποιού­σε τι είχε γίνει. «Αν το παι­δί και εγώ είχα­με φύγει από το σπί­τι μαζί με τον σύζυ­γό μου εκεί­νη την ημέ­ρα, θα είχα και εγώ εξα­φα­νι­στεί», είχε δηλώσει.

Η Γκον­ζά­λεζ άρχι­σε να οργα­νώ­νει, μαζί με άλλες οικο­γέ­νειες των εξα­φα­νι­σμέ­νων, στην αρχή μικρές άλλα αργό­τε­ρα ολο­έ­να και πιο μαζι­κές και μαχη­τι­κές δια­δη­λώ­σεις, που οι δυνά­μεις ασφα­λεί­ας του Πινο­σέτ διέ­λυαν με πρω­το­φα­νή αγριότητα.

Δεν φοβή­θη­κε ποτέ, ούτε έκα­νε πίσω. Συνέ­χι­ζε να οργα­νώ­νει κινη­το­ποι­ή­σεις και απερ­γί­ες πεί­νας, έξω π.χ. από πρε­σβεί­ες, τα γρα­φεία του Ερυ­θρού Σταυ­ρού και των Ηνω­μέ­νων Εθνών.

Ήταν κυριο­λε­κτι­κά στην πρώ­τη γραμ­μή με απα­ρά­μιλ­λο θάρ­ρος χωρίς το οποίο περισ­σό­τε­ροι άνθρω­ποι θα είχαν εξαφανιστεί.
Μιλώ­ντας για την εκστρα­τεία της για τους αγνο­ού­με­νους είχε δηλώ­σει ότι «δεν θέλω τα εγγό­νια και δισέγ­γο­νά μου να κλη­ρο­νο­μή­σουν το πλα­κάτ και τη φωτο­γρα­φία που έχω στο στή­θος μου».

«Πώς μπο­ρούν να μας ζητούν να ξεχά­σου­με και να γυρί­σου­με σελί­δα, όταν οι συνέ­πειες για ολό­κλη­ρες οικο­γέ­νειες και γενιές ήταν τόσο φοβερές;»

«Για εκείνη και για όλα τα θύματα της δικτατορίας φωνάζουμε – Όχι στην ατιμωρησία!»

Ο θάνα­τός της Ανα Γκον­ζά­λεζ συγκλό­νι­σε τον δημο­κρα­τι­κό και προ­ο­δευ­τι­κό κόσμο της Χιλής, μα πρώ­τα και κύρια τους απλούς ανθρώ­πους, τα θύμα­τα του φασι­σμού και το προ­ο­δευ­τι­κό και εργα­τι­κό κίνημα.

Ο πρό­ε­δρος του ΚΚ Χιλής, Γκουι­γέρ­μο Τειλ­λιέρ χαρα­κτή­ρι­σε την Ανα Γκον­ζά­λεζ όχι μόνο ένα εθνι­κό, αλλά και παγκό­σμιο σύμ­βο­λο του αγώ­να για τα ανθρώ­πι­να δικαιώ­μα­τα. «Η συντρό­φισ­σά μας Άνα Γκον­ζά­λεζ έχει πεθά­νει. Μια ακού­ρα­στη μαχή­τρια για τα ανθρώ­πι­να δικαιώ­μα­τα και αιώ­νιος ανα­ζη­τη­τής της αλή­θειας και αγω­νί­στρια της δικαιο­σύ­νης. Πέθα­νε χωρίς να βρει τον σύζυ­γό της, τα παι­διά και τη νύφη της, τους οποί­ους η δικτα­το­ρία του Πινο­σέτ εξα­φά­νι­σε. Για εκεί­νη και για όλα τα θύμα­τα της δικτα­το­ρί­ας φωνά­ζου­με – Όχι στην ατιμωρησία!»

Η Λόρε­να Πιζάρ­ρο, πρό­ε­δρος του Συν­δέ­σμου Συγ­γε­νών των Φυλα­κι­σμέ­νων και Εξα­σφα­λι­σθέ­ντων (AFDD), δήλω­σε ότι ήταν βάναυ­σο και άδι­κο το γεγο­νός ότι ούτε οι Αρχές ούτε οι ένο­πλες δυνά­μεις έσπα­σαν τη σιω­πή τους, ώστε να απο­κα­λυ­φθεί τι είχε συμ­βεί ακρι­βώς με την οικο­γέ­νειά της.

«Αφιέ­ρω­σε τη ζωή της στην ανα­ζή­τη­ση της αλή­θειας και την απο­νο­μή της δικαιο­σύ­νης για τα εγκλή­μα­τα που υπέ­στη και η δική της οικο­γέ­νεια», δήλω­σε ο Κον­σου­έ­λο Κοντρέ­ρας, επι­κε­φα­λής του Εθνι­κού Ινστι­τού­του Ανθρω­πί­νων Δικαιω­μά­των της Χιλής.

Η Γκον­ζά­λες παρα­χώ­ρη­σε συνέ­ντευ­ξή τον Σεπτέμ­βρη στην ισπα­νι­κή εφη­με­ρί­δα «El País», όπου δήλω­σε τα εξής: «Η χώρα είναι όπως την σκέ­φτη­κε ο Πινο­τσέτ. Όταν λένε “νική­σα­με τον Πινο­τσέτ”… νομί­ζω ότι δεν είναι αλή­θεια, δεν τον νική­σα­με. Ο σκο­πός της δικτα­το­ρί­ας ήταν αυτός: να σιγή­σουν τη φωνή του λαού που είχε κατα­κτή­σει την ελευ­θε­ρία του. Αλλά εμπι­στεύ­ο­μαι τους νέους και νέες σήμε­ρα. Βγαί­νουν στους δρό­μους για να δια­μαρ­τυ­ρη­θούν και να αγω­νι­στούν, αυτό σημαί­νει ότι πάμε καλά».

Πηγή: Χαραυ­γή

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο