Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέθανε μια από τις τελευταίες επιζήσασες της γυναικείας ορχήστρας του Άουσβιτς

Η Έσθερ Μπε­ζα­ρά­νο, μια από τις τελευ­ταί­ες επι­ζή­σα­σες της γυναι­κεί­ας ορχή­στρας του Άου­σβιτς, πέθα­νε σε ηλι­κία 96 ετών, έγρα­ψε σήμε­ρα στο Twitter ο επι­κε­φα­λής του “Εκπαι­δευ­τι­κού Κέντρου Άννα Φρανκ”.

Η Μπε­ζα­ρά­νο, η οποία έπαι­ζε ακορ­ντε­όν στην ορχή­στρα του Άου­σβιτς, πέθα­νε την νύχτα της Παρα­σκευ­ής προς Σάβ­βα­το, σύμ­φω­να με τον Μέρον Μέντελ, τον επι­κε­φα­λής του οργα­νι­σμού αυτού που εδρεύ­ει στη Φρανκφούρτη.

Η Έσθερ Μπε­ζα­ρά­νο επέ­ζη­σε στο Άου­σβιτς επει­δή έπαι­ζε ακορ­ντε­όν στην ορχή­στρα του στρα­το­πέ­δου. Αφιέ­ρω­σε τη ζωή της στη μου­σι­κή και στον αγώ­να κατά του ρατσι­σμού και του αντι­ση­μι­τι­σμού”, έγρα­ψε ο ίδιος.

 

Γεν­νη­μέ­νη το 1924 στο Σαρε­λού­ις η Μπε­ζα­ρά­νο στάλ­θη­κε στο ναζι­στι­κό στρα­τό­πε­δο συγκέ­ντρω­σης τον Απρί­λιο του 1943 προ­τού μετα­φερ­θεί σε άλλο στρα­τό­πε­δο στο Ράβεν­σμπρικ, τον Νοέμ­βριο της ίδια χρονιάς.

Οι γονείς της και η αδελ­φή της δολο­φο­νή­θη­καν από τους Ναζί.

Μετά τον Δεύ­τε­ρο Παγκό­σμιο Πόλε­μο η Μπε­ζα­ρά­νο πήγε στην Παλαι­στί­νη και έζη­σε στο Ισρα­ήλ για σχε­δόν 15 χρό­νια προ­τού επι­στρέ­ψει στη Γερ­μα­νία, όπου τα τελευ­ταία χρό­νια είχε προει­δο­ποι­ή­σει για την άνο­δο της ακροδεξιάς.

Η Μπε­ζα­ρά­νο έγρα­ψε επί­σης μια σει­ρά από αυτο­βιο­γρα­φί­ες και εργά­στη­κε για την Διε­θνή Επι­τρο­πή του Άουσβιτς.

Είχε επι­στρα­τευ­θεί για να συμ­με­τά­σχει στην γυναι­κεία ορχή­στρα του Άου­σβιτς, τα μέλη της οποί­ας έπαι­ζαν πιά­νο και όχι ακορντεόν.

Η ορχή­στρα έπαι­ζε για τους κρα­τού­με­νους στο στρα­τό­πε­δο και για τους απε­λα­θέ­ντες που έφθα­ναν εκεί με τρένα.

Η Μπε­ζα­ρά­νο είχε πει το 2014 στο ραδιό­φω­νο της Deutsche Welle: “Γνώ­ρι­ζες ότι θα τους εξο­ντώ­σουν στους θαλά­μους αερί­ων και το μόνο που μπο­ρού­σες να κάνεις είναι να μεί­νεις εκεί και να παίζεις”.

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο