Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παναγιώτης Μελάς: Ένα παλιό ραδιόφωνο και μια μικρή παιδική εξέγερση

Το συγκε­κρι­μέ­νο διή­γη­μα απο­τε­λεί από­σπα­σμα, κατάλ­λη­λα όμως δια­σκευα­σμέ­νο και προ­σαρ­μο­σμέ­νο στις ανά­γκες της αυτο­τε­λούς διή­γη­σης, από την συγ­γρα­φι­κή μου δου­λειά που είναι σε εξέ­λι­ξη, ένα αυτο­βιο­γρα­φι­κό-κοι­νω­νι­κό-λαο­γρα­φι­κό οδοι­πο­ρι­κό, που το έχω ονο­μα­τί­σει: -Μάνα, θα πάω στα καρά­βια”, τίτλος εμπνευ­σμέ­νος από το εμβλη­μα­τι­κό και πανέ­μορ­φο ποί­η­μα του Νίκου Καβ­βα­δία: “Οι 7 νάνοι στο s/s Cyrenia” από τη συλ­λο­γή “Τρα­βέρ­σο”.

 Αφορ­μή γι’ αυτή τη διή­γη­ση στά­θη­κε το εξαι­ρε­τι­κό διή­γη­μα του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα: “Το ραδιό­φω­νο… των εκλο­γών”, που ξύπνη­σε τις δικές μου μνή­μες, όπως τις διη­γού­μαι στο εν λόγω οδοι­πο­ρι­κό, αλλά και μερι­κές πραγ­μα­τι­κά συγκλο­νι­στι­κές ομοιό­τη­τες της διή­γη­σης του Αλέ­κου με τη δική μου διήγηση.

Το 29ο Δημο­τι­κό Σχο­λείο Πει­ραιά στε­γα­ζό­ταν στο παλιό κτή­ριο του ΠΡΟΜΗΘΕΑ, στην Πλα­τεία Δελη­γιάν­νη στον Πει­ραιά, λίγο πιο πάνω από το Πασα­λι­μά­νι.  Το 1954 εγώ ήμουν μαθη­τής στην τρί­τη τάξη του. Η οικο­γέ­νειά μας ζού­σε τότε σε ένα άθλιο υπό­γειο στην οδό Πρα­ξι­τέ­λους, πέντε σκα­λιά κάτω απ’ τη γη. Τέσ­σε­ρα άτο­μα σ’ ένα δωμά­τιο τρία επί τρία, που ήταν η κρε­βα­το­κά­μα­ρα, το σαλό­νι και η τρα­πε­ζα­ρία μας. Το φαγη­τό λιγο­στό και εκ των πραγ­μά­των λιτό. Η μάχη για την επι­βί­ω­ση καθη­με­ρι­νός βρα­χνάς και αγώ­νας συνά­μα. Ο πατέ­ρας να βολο­δέρ­νει για το μερο­κά­μα­το από εργο­στά­σιο σε εργο­στά­σιο και από το ένα χυτή­ριο ή επι­νι­κε­λω­τή­ριο στο άλλο.

Τη μετεμ­φυ­λια­κή περί­ο­δο των μέσων της δεκα­ε­τί­ας του ’50 τη διέ­κρι­νε, ανά­με­σα στα άλλα, και η μεγά­λη ασθε­νι­κό­τη­τα των παι­διών της ηλι­κί­ας μου, ιδιαί­τε­ρα των παι­διών των μεγά­λων πόλε­ων. Παι­διά υπο­σι­τι­ζό­με­να, που ζού­σαν σε άθλιες συν­θή­κες και σε άθλια σπί­τια ή απλά κατα­λύ­μα­τα, με γονείς που πάλευαν καθη­με­ρι­νά για το ξερο­κόμ­μα­το, όπως στη δική μου οικο­γέ­νεια, ήταν συχνό φαι­νό­με­νο. Η πιο συχνή πάθη­ση ήταν η αδε­νο­πά­θεια, προ­θά­λα­μος για τη φυμα­τί­ω­ση. Αν μάλι­στα στην εξί­σω­ση μπουν η περιο­ρι­σμέ­νη μέχρι τότε πρό­ο­δος της ιατρι­κής επι­στή­μης (τα αντι­βιο­τι­κά και τα εμβό­λια μόλις είχαν αρχί­σει να κάνουν την εμφά­νι­σή τους) και η άθλια κατά­στα­ση της δημό­σιας υγεί­ας, που οδη­γού­σε στην επι­λε­κτι­κή περί­θαλ­ψη των ασθε­νι­κών παι­διών, μπο­ρεί να εξη­γη­θεί το για­τί. Αυτή η πλη­θώ­ρα ασθε­νι­κών παι­διών ανά­γκα­σε το κρά­τος να ανοί­ξει κάποιες μονά­δες, που σε αυτές οδη­γού­σαν όσα από τα παι­διά κατά­φερ­ναν να μπουν στο σύστη­μα περί­θαλ­ψης, χαρα­κτη­ρι­στι­κές των οποί­ων υπήρ­ξαν το Πρε­βα­ντό­ριο και οι κατα­σκη­νώ­σεις του ΠΙΚΠΑ στην Πεντέ­λη και στη Βού­λα, κάποιες στην Αίγι­να και αλλού.

Κάπου εκεί στη μέση της σχο­λι­κής χρο­νιάς, απο­δεί­χτη­κα πολύ φιλά­σθε­νος και αδύ­να­μος· η κακή και φτω­χι­κή δια­τρο­φή, η ζωή στο υπό­γειο και η ίδια η κρά­ση μου, με οδή­γη­σαν σε αδε­νο­πά­θεια. Η μάνα μου, βλέ­πο­ντάς με να χει­ρο­τε­ρεύω και να λιώ­νω, μέσα στην απελ­πι­σία της όργω­σε κυριο­λε­κτι­κά κάθε υπάρ­χου­σα δημό­σια υπη­ρε­σία, προ­κει­μέ­νου να κατα­φέ­ρει να εντα­χθώ κι εγώ σε κάποιο πρό­γραμ­μα περί­θαλ­ψης. Και τελι­κά κατέ­λη­ξα στο Πρε­βα­ντό­ριο της Πεντέ­λης, όπου τελεί­ω­σα και το υπό­λοι­πο της τρί­της τάξης. Η επό­με­νη σχο­λι­κή χρο­νιά με βρή­κε πάλι στο παλιό μου δημο­τι­κό, στην τετάρ­τη τάξη.

Εκεί­νη τη σχο­λι­κή περί­ο­δο και συγκε­κρι­μέ­να τον Οκτώ­βρη του 1955, αρρώ­στη­σε και πέθα­νε ο πρω­θυ­πουρ­γός και αρχη­γός του “Ελλη­νι­κού Συνα­γερ­μού” Αλέ­ξαν­δρος Παπά­γος. Η επι­δεί­νω­ση της υγεί­ας του είχε δρο­μο­λο­γή­σει από τα πράγ­μα­τα, θέμα δια­δο­χής του. Λίγες ώρες πριν πεθά­νει, ο Παπά­γος όρι­σε ανα­πλη­ρω­τή του τον Στέ­φα­νο Στε­φα­νό­που­λο. Ωστό­σο, την επο­μέ­νη, στις πέντε του Οκτώ­βρη, ο βασι­λιάς έδω­σε αιφ­νι­δια­στι­κά την εντο­λή σχη­μα­τι­σμού κυβέρ­νη­σης και το δικαί­ω­μα να δια­λύ­σει τη Βου­λή στον Κων­στα­ντί­νο Καρα­μαν­λή, τον μέχρι τότε υπουρ­γό Δημό­σιων Έργων στην κυβέρ­νη­ση Παπάγου.

Μετά από την ανά­λη­ψη της πρω­θυ­πουρ­γί­ας, ο Καρα­μαν­λής διέ­λυ­σε τον Συνα­γερ­μό και ίδρυ­σε νέο κόμ­μα, την Εθνι­κή Ριζο­σπα­στι­κή Ένω­ση” (ΕΡΕ). Παράλ­λη­λα, ανα­κοι­νώ­θη­κε η δημιουρ­γία εκλο­γι­κού συνα­σπι­σμού με τον τίτλο “Δημο­κρα­τι­κή Ένω­σις” (ΔΕ), στην οποία συμ­με­τεί­χε και η ΕΔΑ, με περιο­ρι­στι­κούς όρους, πράγ­μα που λαθε­μέ­να είχε επι­διώ­ξει η ίδια η ηγε­σία της.

Στις δεκα­εν­νιά του Φλε­βά­ρη του 1956, έγι­ναν οι βου­λευ­τι­κές εκλο­γές, που μνη­μο­νεύ­ο­νται σήμε­ρα ως οι πρώ­τες βου­λευ­τι­κές εκλο­γές της χώρας μας που πήραν μέρος και οι γυναί­κες. Ο στό­χος της “Δημο­κρα­τι­κής Ένω­σης” με την τόσο ετε­ρο­γε­νή σύστα­ση, ήταν να κατα­λά­βει την κυβερ­νη­τι­κή εξου­σία και να διε­ξα­γά­γει εκ νέου εκλο­γές με ανα­λο­γι­κό σύστη­μα. Μ’ όλα ταύ­τα όμως, η ΕΡΕ θα κερ­δί­σει τις εκλο­γές, μολο­νό­τι δεύ­τε­ρη σε ψήφους, μέσα από ένα πρω­το­φα­νές και ανή­κου­στο ως τα τότε καλ­πο­νο­θευ­τι­κό εκλο­γι­κό σύστη­μα, το λεγό­με­νο «τρι­φα­σι­κό».

Εκεί, στην τετάρ­τη του δημο­τι­κού θυμά­μαι και την πρώ­τη μου πολι­τι­κή συνει­δη­το­ποί­η­ση. Ασφα­λώς, η φλό­γα είχε ανά­ψει από το σπί­τι, όταν τότε, άβγαλ­το παι­δί, που αγνο­ού­σα τι γίνε­ται γύρω μου, ιδιαί­τε­ρα στο ευρύ­τε­ρο κοι­νω­νι­κό και πολι­τι­κό περι­βάλ­λον, πήρα το θάρ­ρος να ρωτή­σω τον πατέ­ρα μου τι ψήφι­σε στις εκλο­γές του ’56. Έχο­ντας κυριο­λε­κτι­κά βομ­βαρ­δι­στεί από τον θόρυ­βο που είχε ξεση­κώ­σει στη γει­το­νιά ο από­η­χος της νίκης της ΕΡΕ, τον ρώτη­σα αφε­λώς αν είχε ψηφί­σει κι αυτός ΕΡΕ.

Τότε, με κοί­τα­ξε σοβα­ρά και μου είπε:

- Εμείς, παι­δί μου, δεν ψηφί­ζου­με ΕΡΕ. Ψηφί­ζου­με Ενιαία Δημο­κρα­τι­κή Αριστερά.

- Τι είναι αυτό, μπαμπά;

- Είναι η ΕΔΑ, παι­δί μου.

Αυτό ήταν! Κατά­λα­βα τότε – για πρώ­τη φορά στη ζωή μου – ότι οι εκλο­γές δεν ήταν ένα πανη­γύ­ρι, όπου όλοι έπαιρ­ναν μέρος και φώνα­ζαν, γελού­σαν, χόρευαν και τρα­γου­δού­σαν και εμείς τα παι­διά δεν είχα­με σχο­λείο επει­δή ήταν γιορ­τή, αλλά ότι ήταν ένα σημα­ντι­κό κοι­νω­νι­κό γεγο­νός, από το οποίο εξαρ­τά­ται η ζωή μας.

Αργό­τε­ρα, όχι σε μεγά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα πάντως, ήλθαν να το επι­βε­βαιώ­σουν διά­φο­ρα γεγονότα:

- Η συχνή παρου­σία αστυ­νο­μι­κών, με ή χωρίς στο­λή, στην πόρ­τα του σπι­τιού μας και η σχε­δόν στε­ρε­ό­τυ­πη φρά­ση στη μάνα μου, να πάει ο πατέ­ρας μου στο τμή­μα «δι’ ὑπό­θε­σὶν του».

- Οι πυκνές επι­σκέ­ψεις των αδελ­φών της μάνας μου στο σπί­τι, ειδι­κά του μεγά­λου αδελ­φού της, που μόλις είχε γυρί­σει από τη εξο­ρία (πράγ­μα που εμείς τα παι­διά τότε αγνο­ού­σα­με).

- Η περι­φο­ρά του Γιάν­νη, τοπι­κού παγο­πώ­λη της γει­το­νιάς, ενός έφη­βου, εγγο­νού του απέ­να­ντι μπα­κά­λη, ο οποί­ος πού­λα­γε τον πάγο σε κολώ­νες μέσα σε ένα ξύλι­νο καρό­τσι, σαν αυτά που είχαν οι αχθο­φό­ροι στο λιμά­νι, και δια­λα­λού­σε το εμπό­ρευ­μά του με μια χαρα­κτη­ρι­στι­κή κοροϊ­δευ­τι­κή φωνή: «Πάα­α­γο­ο­οι­ι­ις – πέθα­νε ο Παπά­γος!»

- Το περί­ερ­γο βλέμ­μα κάποιων γει­τό­νων, ειδι­κά κάποιων κυριών της Πει­ραιώ­τι­κης «Υψη­λής Κοι­νω­νί­ας» στη μάνα μου, στον πατέ­ρα μου και σε εμάς τα παιδιά.

Στην τετάρ­τη λοι­πόν, έκα­να και την πρώ­τη μου «μικρο­ε­ξέ­γερ­ση». Την επό­με­νη των εκλο­γών, και ενώ μετα­ξύ των παι­διών της τάξης υπήρ­χε έντο­νη συζή­τη­ση για το απο­τέ­λε­σμα των εκλο­γών, φυσι­κά με απλοϊ­κό και μάλ­λον “ποδο­σφαι­ρι­κό” τρό­πο, με πλη­σί­α­σαν στο διά­λειμ­μα στην αυλή, δυο συμ­μα­θη­τές μου και με ρώτη­σαν τι ψηφί­σα­με. Πριν τους απα­ντή­σω, τους ρώτη­σα έναν-έναν, τι ψήφι­σαν οι δικοί τους. Ο ένας, ο Μίμης, δήλω­σε ευθαρ­σώς και μάλ­λον με υπε­ρη­φά­νεια: «ΕΡΕ!». Ο άλλος, που ήταν από τους καλούς μου φίλους στο δημο­τι­κό, ο Νίκος, δήλω­σε: «Παπα­πο­λί­τη». Όταν ήλθε η σει­ρά μου, κρα­τή­θη­κα λίγο, αλλά μετά δεν άντε­ξα και είπα κι εγώ με πεί­σμα: «ΕΔΑ!». Ο Μίμης με κοί­τα­ξε με περι­φρό­νη­ση και μου είπε: «Άντε ρε, κομ­μου­νι­στές!!». Ο άλλος δε μίλησε.

Τη συζή­τη­ση παρα­κο­λου­θού­σε κι ένας άλλος συμ­μα­θη­τής μας, ο Σπύ­ρος, που μετά το «Άντε ρε, κομ­μου­νι­στές» του Μίμη, δήλω­σε κι αυτός «ΕΔΑ». Όλα αυτά βέβαια συνέ­βαι­ναν μέσα στο γενι­κό κλί­μα της παι­δι­κής αφέ­λειας και διε­πό­ταν από μιαν αντι­πα­ρά­θε­ση οπα­δι­σμού, ποδο­σφαι­ρι­κού τύπου, χωρίς βασι­κές γνώ­σεις του πολι­τι­κού γίγνε­σθαι. Μέσα σ’ αυτό το κλί­μα λοι­πόν, αφού βρή­κα απο­κού­μπι τον Σπύ­ρο (και πιθα­νόν κι αυτός εμέ­να), πια­στή­κα­με ώμο με ώμο και αρχί­σα­με να φωνά­ζου­με ρυθ­μι­κά: «ΕΔΑ-ΕΔΑ!».

Από αντί­δρα­ση, ο Μίμης, βρή­κε κάποιον συμ­μα­θη­τή μας, «ομοϊ­δε­ά­τη» του, πια­στή­κα­νε κι αυτοί ώμο με ώμο και φωνά­ζα­νε ρυθ­μι­κά: «ΕΡΕ-ΕΡΕ!». Τα δυο ζευ­γά­ρια των «δια­δη­λω­τών» σκε­πά­σα­με σε λίγο όλες τις υπό­λοι­πες παι­δι­κές φωνές στην αυλή και μάλ­λον κατα­λή­ξα­με να γίνου­με το κέντρο της προ­σο­χής των υπο­λοί­πων συμ­μα­θη­τών μας, αλλά και των παι­διών των άλλων τάξε­ων, αφού προ­σπα­θού­σα­με να υπερ­κα­λύ­ψου­με, ο ένας τον άλλο, με τη δύνα­μη της φωνής μας. Ούτε που θυμά­μαι τι έγι­νε στη συνέ­χεια, αλλά μάλ­λον δεν υπήρ­ξε τέτοια, μέχρι που χτύ­πη­σε το κου­δού­νι να μπού­με στις τάξεις.

Εκεί­νη την επο­χή, ο πατέ­ρας μου έκα­νε μια ακό­μα σημα­ντι­κή πρά­ξη, που τον χαρα­κτή­ρι­ζε ως προ­ο­δευ­τι­κό άτο­μο και ως έντο­νη πολι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή οντό­τη­τα. Ένα βρά­δυ μπή­κε στο δωμά­τιο του υπο­γεί­ου της Πρα­ξι­τέ­λους, κρα­τώ­ντας ένα κου­τί στη μασχά­λη του. Το άνοι­ξε και από μέσα έβγα­λε ένα ραδιό­φω­νο. Ήταν ένα μοντέ­λο της WEGA, με λάμπες και με δυνα­τό­τη­τα λήψης στα μεσαία, τα βρα­χέα και τα μακρά. Ψάχνο­ντας σήμε­ρα στο δια­δί­κτυο, ανα­κά­λυ­ψα ότι ήταν ένα μοντέ­λο της σει­ράς Bambino, ποιο ακρι­βώς δεν μπο­ρώ με σιγου­ριά να πω, μάλ­λον κάποιο από τα μοντέ­λα του 1956 Bambino B ή Bambino BL-1048. Άλλω­στε, αυτή η σει­ρά μοντέ­λων κυκλο­φό­ρη­σε τη δεκα­ε­τία του ’50 και οι εικό­νες που υπάρ­χουν στη μνή­μη μου εκεί το κατατάσσουν.

Η μάνα μου, μόλις το αντί­κρι­σε, δεν έκρυ­ψε τη χαρά της, αλλά από την άλλη μεριά γκρί­νια­ξε λίγο στον πατέ­ρα μου για το έξο­δο της αγο­ράς του. Η φτώ­χεια δεν μας επέ­τρε­πε τέτοιου είδους «ανοίγ­μα­τα» και για τη μάνα μου, που ήταν και η δια­χει­ρί­στρια των οικο­νο­μι­κών της οικο­γέ­νειας, σε πρώ­τη φάση αυτό το έξο­δο εκφρα­ζό­ταν σε έλλει­ψη κάποιων βασι­κών αγα­θών επι­βί­ω­σης της οικογένειας.

Ο πατέ­ρας μου αντέ­δρα­σε με την ανα­με­νό­με­νη σοβα­ρό­τη­τα. Της εξή­γη­σε ότι δεν ήταν δυνα­τόν να μένα­με απλη­ρο­φό­ρη­τοι από τα όσα συνέ­βαι­ναν γύρω μας και θεώ­ρη­σε ότι ένα ραδιό­φω­νο ήταν ανα­γκαία πηγή πλη­ρο­φό­ρη­σης. Φυσι­κά, για τον πατέ­ρα μου, η πλη­ρο­φό­ρη­ση δεν στα­μα­τού­σε στις εκπο­μπές των κρα­τι­κών σταθ­μών. Η επι­λο­γή του να πάρει ραδιό­φω­νο με δέκτη βρα­χέ­ων, μεσαί­ων και μακρών πήγαι­νε και παρα­πέ­ρα. Έτσι, σε χρο­νι­κές στιγ­μές που επέ­λε­γε, ώστε να μη μας παίρ­νουν χαμπά­ρι άλλοι, συνή­θως τις βρα­δι­νές ώρες, με ερμη­τι­κά κλει­στή την πόρ­τα του δωμα­τί­ου και τον φεγ­γί­τη που έβλε­πε στο πεζο­δρό­μιο, έψα­χνε στα βρα­χέα και έβρι­σκε το ραδιο­φω­νι­κό σταθ­μό του ΚΚΕ, την «Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα» (που αργό­τε­ρα ονο­μά­στη­κε «Φωνή της Αλή­θειας»), ο οποί­ος εξέ­πε­μπε από το Βου­κου­ρέ­στι, για να ακού­σει τη φωνή του κόμ­μα­τος της εργα­τι­κής τάξης. Και κοντά σ’ αυτόν και τις ελλη­νι­κές εκπο­μπές της Μόσχας και κάπου-κάπου, πιο σπά­νια, και την ελλη­νι­κή εκπο­μπή της Deutsche Welle.

Από όλη την ιστο­ρία αυτού του ραδιο­φώ­νου, δυο-τρεις χαρα­κτη­ρι­στι­κές στιγ­μές έχουν μεί­νει ανε­ξί­τη­λες στη μνή­μη μου, για δια­φο­ρε­τι­κούς λόγους η κάθε μία. Η πρώ­τη ήταν τότε που η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση εκτό­ξευ­σε τον πρώ­το Σπούτ­νικ στο διά­στη­μα, τον Οκτώ­βρη του 1957. Ο πατέ­ρας μου, που εν τω μετα­ξύ είχε μπαρ­κά­ρει, είχε γυρί­σει από μπάρ­κο του και όταν η είδη­ση έγι­νε γνω­στή στο πανελ­λή­νιο, δεν μπο­ρού­σε πλέ­ον να κρυ­φτεί ούτε από το κρα­τι­κό ραδιό­φω­νο. Εκεί­νες τις ημέ­ρες, ο σταθ­μός των Ενό­πλων Δυνά­με­ων έκα­νε και ένα σχό­λιο για το γεγο­νός. Θα προ­σπα­θή­σω να το κατα­γρά­ψω όσο καλύ­τε­ρα το επι­τρέ­πει η μνή­μη μου, στη γλώσ­σα της εποχής:

- Μας λέγουν ότι εξε­τό­ξευ­σαν έναν δορυ­φό­ρον. Ας τους πιστεύ­σω­μεν. Τους ερω­τώ­μεν, όμως, και ζητού­με να μας απα­ντή­σουν: Ημπο­ρούν να κατα­σκευά­σουν μίαν ραπτομηχανήν;

Με αυτού του είδους τα σχό­λια και τις ειδή­σεις ζού­σα­με εκεί­νη την επο­χή. Ευτυ­χώς του­λά­χι­στον οι μεγα­λύ­τε­ροι είχαν τη δυνα­τό­τη­τα να φιλ­τρά­ρουν ότι άκου­γαν, ώστε να βγά­ζουν και τα ανά­λο­γα συμπεράσματα.

Η δεύ­τε­ρη στιγ­μή ήταν η βρα­διά της ανα­κοί­νω­σης των απο­τε­λε­σμά­των των εκλο­γών του 1958, όταν πια εγώ τελεί­ω­να την έκτη τάξη — και το δημο­τι­κό, βέβαια — και σίγου­ρα πιο «πολι­τι­κο­ποι­η­μέ­νος» και ωρι­μό­τε­ρος. Δε θα ξεχά­σω τη λάμ­ψη στο βλέμ­μα του πατέ­ρα μου, που περιεί­χε κάτι από θρί­αμ­βο, αλλά και συστο­λή μαζί με περί­σκε­ψη και προ­βλη­μα­τι­σμό. Σχο­λί­α­σε το εκλο­γι­κό απο­τέ­λε­σμα μόνο με μια φράση:

- Η ΕΔΑ πέτυ­χε τον βασι­κό της αντι­κει­με­νι­κό στό­χο. Έγι­νε αξιω­μα­τι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση. Όμως οι δυσκο­λί­ες για τη ζωή μας ούτε εξα­φα­νι­στή­κα­νε ούτε θα σταματήσουν.

Με ένα ανα­γκαίο χρο­νι­κό άλμα, μετα­φε­ρό­μα­στε στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ’60. Ήμουν ήδη σπου­δα­στής στη ΔΣΕΝ Ασπρο­πύρ­γου. Τότε χαρά­χθη­κε στη μνή­μη μου η τρί­τη ανε­ξί­τη­λη στιγ­μή, που σχε­τί­ζε­ται με το ραδιο­φω­νά­κι της WEGA. Εκεί­νη την επο­χή, για πρώ­τη φορά μετα­δό­θη­κε από το κρα­τι­κό ραδιό­φω­νο ολό­κλη­ρο το “Άξιον Εστί” του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, εκεί­νη η ανε­πα­νά­λη­πτη ηχο­γρά­φη­ση με τον Μπι­θι­κώ­τση, τη Χορω­δία της Θάλειας Βυζα­ντί­ου, τη Μικρή Ορχή­στρα Αθη­νών και βέβαια με τον Μάνο Κατρά­κη σαν Αφη­γη­τή και τον Θόδω­ρο Δημή­τριεφ σαν Ψάλ­τη. Ήταν κάπου γύρω στο ‘65 ή ’66 και σίγου­ρα πριν τη χού­ντα, ενώ είχε προη­γη­θεί η πρώ­τη ζωντα­νή παρου­σί­α­ση του έργου στο REX το ’64.

Δεν θυμά­μαι πως, αλλά είχα πλη­ρο­φο­ρη­θεί ότι ολό­κλη­ρο το έργο θα το μετέ­δι­δε το Τρί­το Πρό­γραμ­μα. Ήταν από­γευ­μα εκεί­νη την ημέ­ρα και πρέ­πει να ήταν Σάβ­βα­το ή Κυρια­κή αφού ήμουν έξω από τη Σχο­λή, όταν έβγα­λα το WEGA έξω από την κου­ζί­να του σπι­τιού μας στην Καλ­λι­θέα, στην αυλή, ακου­μπι­σμέ­νο πάνω σε κάποιο τρα­πέ­ζι ή ίσως στο περ­βά­ζι του παρά­θυ­ρου της κου­ζί­νας μας και το άνοι­ξα στο φουλ. Σε λίγο, όταν άρχι­σε η μετά­δο­ση, προς μεγά­λη μου ευχα­ρί­στη­ση και με ένα αίσθη­μα δικαί­ω­σης, η μου­σι­κή του Θεο­δω­ρά­κη απλώ­θη­κε σε όλη τη γει­το­νιά. Αισθα­νό­μουν σαν να την είχα κατα­κτή­σει, αφού η γει­το­νιά μας ήταν κατοι­κη­μέ­νη στην πλειο­ψη­φία της από παρα­δο­σια­κά συντη­ρη­τι­κούς κατοί­κους, που απε­χθά­νο­νταν τη μου­σι­κή του Θεο­δω­ρά­κη και ότι είχε σχέ­ση με την προ­ο­δευ­τι­κή σκέ­ψη και κουλτούρα.

Όπως έγι­νε αντι­λη­πτό, το ραδιό­φω­νο αυτό το πήρα­με μαζί μας, όταν μετα­κο­μί­σα­με από τον Πει­ραιά στην Καλ­λι­θέα. Παρέ­μει­νε πλή­ρως λει­τουρ­γι­κό για μεγά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα και ήταν η μονα­δι­κή πηγή ζωντα­νής ηχη­τι­κής πλη­ρο­φό­ρη­σης και μου­σι­κής δια­σκέ­δα­σης της οικο­γέ­νειάς μας, πριν αντι­κα­τα­στα­θεί ορι­στι­κά από μιαν ασπρό­μαυ­ρη τηλε­ό­ρα­ση-έπι­πλο, μάρ­κας Grundig, που αγο­ρά­στη­κε από τον πατέ­ρα μου πολύ αργό­τε­ρα, περί τα μέσα με τέλη της δεκα­ε­τί­ας του ’60. Μετά, “κατέ­βη­κε” στην απο­θή­κη του ημιώ­ρο­φου, στο και­νούρ­γιο κτή­ριο και από εκεί πρέ­πει να κατέ­λη­ξε κάποια στιγ­μή στα σκουπίδια.

Ωστό­σο, πριν γίνει αυτό, κάποια στιγ­μή πέρα­σε και από τα χέρια μου και μαστο­ρεύ­τη­κε ανά­λο­γα. Ξηλώ­θη­κε το οβάλ μεγα­φω­νά­κι του, που ήταν πολύ μου­σι­κό, μπή­κε σε ένα ηχείο, ιδιο­κα­τα­σκευή δική μου. Όταν εγώ έφε­ρα από το δεύ­τε­ρό μου μπάρ­κο για πρώ­τη φορά ραδιο­ε­νι­σχυ­τή με ηχεία, αυτό το ιδιο­κα­τα­σκεύ­α­σμα έπαι­ζε τρο­φο­δο­τού­με­νο από την έξο­δο των ηχεί­ων του ενι­σχυ­τή, με έναν ιδιαί­τε­ρο και μου­σι­κό ήχο, που με γοήτευε.

Μέχρι που κάποια στιγ­μή, προ­σπα­θώ­ντας να το επα­να­συν­δέ­σω στην έξο­δο των ηχεί­ων, στο πίσω μέρος του ενι­σχυ­τή, μη βλέ­πο­ντας καλά, έκα­να το λάθος να το συν­δέ­σω στην υπο­δο­χή ρεύ­μα­τος που αυτός διέ­θε­τε. Αυτό ήταν! Ακού­στη­κε ένα ισχυ­ρό “ΠΑΦ” και το μεγα­φω­νά­κι «παρέ­δω­σε το πνεύ­μα». Έκτο­τε, εξα­φα­νί­στη­καν και τα ίχνη του ραδιο­φώ­νου, που μάλ­λον πρέ­πει να πετά­χτη­κε μαζί με την υπό­λοι­πη σαβού­ρα, όταν πια απο­φα­σί­σα­με να ξεκα­θα­ρί­σου­με την απο­θή­κη του ημιώ­ρο­φου.

Πανα­γιώ­της Μελάς
Συντα­ξιού­χος ναυ­τερ­γά­της (Α’ Μηχανικός)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο