Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παναγιώτης Μελάς: Το όνειρο

Αφιε­ρω­μέ­νο
Στον Έλλη­να ανώ­νυ­μο μηχα­νι­κό του εμπο­ρι­κού ναυ­τι­κού και σε όλο το προ­σω­πι­κό των μηχανοστασίων

Το όνειρο

Ο Αχιλ­λέ­ας ξύπνη­σε κακό­κε­φος κεί­νο το πρωί. Όταν το καμα­ρω­τά­κι χτύ­πη­σε απα­λά την πόρ­τα της καμπί­νας, μ’ εκεί­νο το στε­ρε­ό­τυ­πο: «Μάστο­ρα, σκάν­τζα…» , τον έβγα­λε ξαφ­νι­κά μέσα από ένα περί­ερ­γο όνει­ρο, που του φαι­νό­ταν ότι τον βασά­νι­ζε όλη νύχτα. Ήτα­νε, λέει, ανε­βα­σμέ­νος στην κόντρα-γέφυ­ρα κάποιου άλλου βαπο­ριού, όχι του “Prosperity” που ήταν μπαρ­κα­ρι­σμέ­νος, αλλά κάποιου άλλου χωρίς όνο­μα και συγκε­κρι­μέ­νη ταυ­τό­τη­τα. Και το βαπό­ρι δεν γλι­στρού­σε πάνω στο κύμα, αλλά πέτα­γε ψηλά, τόσο που να βλέ­πει τη θάλασ­σα κάτω χαμη­λά πολύ, σαν νά’ ταν στα σύν­νε­φα. Σαν αερο­πλά­νο. Κάτι έφτια­χνε κει πάνω, για­τί βαστού­σε, λέει, την τσι­μπί­δα της ηλε­κτρο­συ­γκόλ­λη­σης, χωρίς ακρι­βώς να θυμά­ται τι έφτια­χνε. Και πιο ψηλά, η Αφρο­δί­τη του, του χαμο­γε­λού­σε και του’ λεγε να προ­σέ­χει. Το «σκάν­τζα..» του καμα­ρώ­του τον έβγα­λε από­το­μα από τον κόσμο του ονεί­ρου του.

Ήταν κι αυτό το ρημά­δι το όνο­μα, που κου­βα­λού­σε. Πως διά­ο­λο το δια­λέ­ξα­νε οι δικοί του, Αχιλ­λέα δεν είχε κανέ­ναν, ούτε το σόι του πατέ­ρα του, ούτε της μάνας του. Λες και ήταν υπο­χρε­ω­μέ­νος να κάνει ηρω­ι­κές πρά­ξεις και παλι­κα­ριές κάθε τόσο και λιγά­κι. Την προη­γού­με­νη, όταν είχε κατέ­βει στο μηχα­νο­στά­σιο να μοι­ρά­σει δου­λειά στο προ­σω­πι­κό, σαν δεύ­τε­ρος που ήταν, έπε­σε πάνω στον μαστρο-Χαρί­λαο, τον πρώ­το, που πρωί-πρωί είχε κατέ­βει στο μηχα­νο­στά­σιο – δεν το συνή­θι­ζε, τον βλέ­παν την ώρα του καφέ, στις 10 – και του μίλη­σε λίγο από­το­μα, απαι­τώ­ντας εδώ και τώρα να αλλα­χτούν τα φίλ­τρα του αέρα στα τουρ­μπο­τσάρ­τζερ της μηχα­νής. Αυτός όμως είχε ήδη δώσει δου­λειά στου τρί­τους που είχαν κατέ­βει για οβερ­τάιμ και τώρα θα’ πρε­πε να τους πάρει από εκεί για ν’ αλλά­ξουν τα φίλτρα.
Δεν ήταν του χαρα­κτή­ρα του να τσα­κώ­νε­ται κι ο μαστρο-Χαρί­λα­ος ήταν 25 χρό­νια μεγα­λύ­τε­ρός του, χώρια που ήταν κι ο πρώ­τος μηχα­νι­κός, στον οποίο έπρε­πε να δεί­χνει και τον «αρμό­ζο­ντα σεβασμό».

Δυσα­να­σχε­τώ­ντας, χωρίς να το δεί­ξει, μπή­κε στο μηχα­νουρ­γείο, στην πάνω γρα­δε­λά­δα του μηχα­νο­στα­σί­ου και ζήτη­σε από τους τρί­τους να αφή­σουν τη δου­λειά που τους είχε ανα­θέ­σει και να τον βοη­θή­σουν να αλλά­ξει τα φίλ­τρα. Η δου­λειά έγι­νε γρή­γο­ρα και καλά και ο μαστρο-Χαρί­λα­ος ηρέ­μη­σε. Στον καφέ, έμει­νε στο καπνι­στή­ριο, λίγο πίσω από τους άλλους, και ζήτη­σε από τον πρώ­το να μην τον προ­σβάλ­λει μπρο­στά στους άλλους μηχα­νι­κούς. Ο μαστρο-Χαρί­λα­ος ήταν άνθρω­πος με κατα­νό­η­ση και κατά­λα­βε πως έκα­νε λάθος. Συζη­τή­σα­νε λίγο ακό­μα για το Stand-By της επό­με­νης μέρας, που θα φτά­να­νε στο Kobe και η ημέ­ρα κύλι­σε ομα­λά, μέχρι το σκόλασμα.

Τού­το το ταξί­δι ήταν βάσα­νο. Όχι ότι δεν είχε ξανα­τα­ξι­δέ­ψει τον Ατλα­ντι­κό και τον Ινδι­κό, κάθε άλλο. Αλλά τις τελευ­ταί­ες 20 μέρες του ταξι­διού, μέχρι να περά­σουν το Malacca Strait και να βγουν στον Ειρη­νι­κό, είχαν πέσει πάνω στους μου­σώ­νες και ο Ινδι­κός ήταν σ’ όλη τη δια­δρο­μή φουρ­του­νια­σμέ­νος. Κι όταν έπε­φτε ο και­ρός για λίγες μέρες ή ώρες, ήταν κι αυτό το κατα­ρα­μέ­νο το σου­έλ που δε σ’ άφη­νε να στα­θείς όρθιος που­θε­νά. Μόνο όταν πέρα­σαν στη Θάλασ­σα της Κίνας, στον Ειρη­νι­κό, ησύ­χα­σε λίγο η θάλασ­σα και μπό­ρε­σαν να κοι­μη­θούν φυσιο­λο­γι­κά. Τώρα που πλη­σί­α­ζαν στο Kobe, είχα­νε ευτυ­χώς ήρε­μη θάλασσα.

Ο Αχιλ­λέ­ας σηκώ­θη­κε από το κρε­βά­τι, μπή­κε στην τουα­λέ­τα, έπλυ­νε τη μού­ρη του, βούρ­τσι­σε τα δόντια του, φόρε­σε τη φόρ­μα της δου­λειάς, έβα­λε και τον φακό στην τσέ­πη και κατευ­θύν­θη­κε προς την τρα­πε­ζα­ρία. Μπή­κε μέσα, με τα καθιε­ρω­μέ­να «καλη­μέ­ρα» και «καλή όρε­ξη» και κάθι­σε στη θέση του. Με απο­γο­ή­τευ­ση συνει­δη­το­ποί­η­σε πως άλλη μια μέρα θα ξεκι­νού­σε με το ίδιο άνο­στο πρω­ι­νό, που το είχαν βαφτί­σει «μπρέκ­φαστ», με τα ίδια άνο­στα και πολυ­και­ρι­σμέ­να αυγά, ξερο­τη­γα­νι­σμέ­να σε κακής ποιό­τη­τας μαρ­γα­ρί­νη, με το ίδιο άνο­στο μπέι­κον και με το ίδιο άνο­στο ψωμί, που ζυμώ­θη­κε πριν δυο βδο­μά­δες και φυλά­χτη­κε στον «χορ­τα­ρά» του ψυγεί­ου, για να σερ­βι­ρι­στεί μπα­γιά­τι­κο εκεί­νο το πρωί. Δίπλα του καθό­ταν ο καπε­τάν-Δημή­τρης, ο γραμ­μα­τι­κός, έτοι­μος κι αυτός για δου­λειά. Συζη­τή­σα­νε τα τετριμ­μέ­να και ο γραμ­μα­τι­κός του είπε ότι το σού­ρου­πο, κατά τις 8, θα φτά­να­νε στο Kobe να πάρου­νε τον πιλό­το. Χαι­ρε­τη­θή­κα­νε και κατέ­βη­κε στο μηχανοστάσιο.

Βρή­κε τον Αντώ­νη, τον τρί­το της 8–12 και του έδω­σε οδη­γί­ες για τράν­σφερ πετρε­λαί­ου από το δεξί storage στο settling της μηχα­νής. Μετά, τσε­κά­ρι­σε και το service του ντί­ζελ, βεβαιώ­θη­κε ότι ήταν γεμά­το και ξεκί­νη­σε να μοι­ρά­σει δου­λειά στο προ­σω­πι­κό. Είπε του Παύ­λου, του 17χρονου καθα­ρι­στή, ενός πρω­τό­μπαρ­κου έφη­βου από κάποιο χωριό της βόρειας Ελλά­δας, να πάει στο τιμο­νά­κι και να το καθα­ρί­σει καλά από τα λάδια που είχαν μαζευ­τεί στην πλατ­φόρ­μα. Ζήτη­σε από τους δόκι­μους, τον Μήτσο και τον Παντε­λή να συμ­μα­ζέ­ψουν λίγο την απο­θή­κη με τα ανταλ­λα­κτι­κά και το μηχα­νουρ­γείο και ο ίδιος πήγε να βάλει μπρο­στά τη Νο. 3 ηλε­κτρο­μη­χα­νή, λέγο­ντας του μαστρο-Τάσου, του ηλε­κτρο­λό­γου να είναι έτοι­μος σε 5–10 λεπτά να την παραλ­λη­λί­σει, για να την δοκιμάσει.

Λίγο μετά τη δοκι­μή της ηλε­κτρο­μη­χα­νής, πήρε τον πρώ­το στην καμπί­να του και τον ενη­μέ­ρω­σε ότι όλα είναι εντά­ξει για το βρα­δι­νό Stand-By. Τον ρώτη­σε αν υπάρ­χει στο πλά­νο των εργα­σιών επι­θε­ώ­ρη­ση για κανέ­να έμβο­λο, όταν πέσουν δίπλα κι αυτός του είπε ότι έχει σει­ρά το Νο. 6 της μηχα­νής, για­τί έχει συμπλη­ρώ­σει τις ώρες του.

Στον καφέ, καλα­μπου­ρί­σα­νε λίγο με το υπό­λοι­πο πλή­ρω­μα. Όλοι αδη­μο­νού­σαν να δέσει το βαπό­ρι στον ντό­κο και να βγουν έξω το βρά­δυ στα μπαρ του Kobe. Νέα παι­διά, χωρίς ιδιαί­τε­ρες οικο­γε­νεια­κές υπο­χρε­ώ­σεις οι περισ­σό­τε­ροι, με το μάτι τους να γυα­λί­ζει από την κλει­σού­ρα και το μακρύ ταξί­δι, είχαν όλοι το μυα­λό τους στις «παστρι­κές» Για­πω­νε­ζού­λες του λιμα­νιού, που ήξε­ραν ότι κι αυτές είχαν ιδιαί­τε­ρη προ­τί­μη­ση στους Έλλη­νες. Ο Αχιλ­λέ­ας ήταν σκε­φτι­κός και λιγο­μί­λη­τος. Το μυα­λό του τρι­γύρ­να­γε πότε στην Αφρο­δί­τη του και πότε στη δου­λειά, κάνο­ντας ανα­πά­ντε­χα άλμα­τα στη σκέ­ψη, από τη μιαν έγνοια στην άλλη. Πριν κατέ­βουν πάλι για δου­λειά, ενη­μέ­ρω­σε τον Πέτρο, τον τρί­το της 12–4 που είχε σηκω­θεί, ότι την επό­με­νη θα είχαν έμβο­λο, να φρο­ντί­σει να μην ξενυ­χτή­σει όταν θα βγει εξό­δου το βρά­δυ. Στους δοκί­μους είπε, μόλις κατέ­βουν, να αρχί­σουν να μαζεύ­ουν τα εργα­λεία για την επι­θε­ώ­ρη­ση του εμβό­λου, να είναι έτοι­μα για την άλλη μέρα. Ο ίδιος πήγε στην απο­θή­κη με τα ανταλ­λα­κτι­κά να ελέγ­ξει τα χρεια­ζού­με­να για την επιθεώρηση.

Η μέρα κύλη­σε ομα­λά και στις 4 η ώρα το από­γευ­μα ο Αχιλ­λέ­ας έδιω­ξε όλο το προ­σω­πι­κό από το μηχα­νο­στά­σιο να κάνουν ένα μπά­νιο και να ξεκου­ρα­στούν. Ο ίδιος ανέ­βη­κε μετά από λίγο στην καμπί­να του, πλύ­θη­κε, έβα­λε τη φόρ­μα στο λώντρυ και ανέ­βη­κε στην καμπί­να του πρώ­του. Χτύ­πη­σε τη μισά­νοι­χτη πόρ­τα και ακού­γο­ντας το «εμπρός» του μαστρο-Χαρί­λα­ου, την άνοι­ξε και μπή­κε. Τον βρή­κε στο γρα­φείο του να ψάχνει κάτι στο βιβλίο οδη­γιών της μηχανής.
— Καλη­σπέ­ρα, τσιφ. Να περάσω;
— Καλώς τον. Πέρ­να μέσα. Κάτσε.
Ο Αχιλ­λέ­ας έκα­τσε στην καρέ­κλα, δίπλα στο γραφείο.
— Τι ψάχνε­τε, τσιφ, αν επιτρέπεται;
— Μου έστει­λαν από το γρα­φείο τις τελευ­ταί­ες τεχνι­κές οδη­γί­ες της Sulzer. Λένε ότι σε κάθε επι­θε­ώ­ρη­ση εμβό­λου, πρέ­πει να ελέγ­χε­ται και το fire ring, που είναι στο πάνω μέρος του χιτωνίου.
— Τι είδους έλεγ­χο να κάνου­με, δηλαδή;
— Να, λένε να το κοι­τά­με αν έχει σημά­δια φθο­ράς, κανέ­να κρακ και τέτοια. Μάλι­στα, λένε ότι σε κάποιες περι­πτώ­σεις αυτό έσπα­σε και έπε­σε μέσα στον κύλιν­δρο, όταν δού­λευε η μηχα­νή και τα έκα­νε όλα λίμπα. Χιτώ­νιο, έμβο­λο, καπά­κι, ελα­τή­ρια, όλα διαλύθηκαν.
— Τσιφ, αυτό είναι πολύ σοβα­ρό. Πριν λίγο που κοί­τα­γα στα σπερ, είδα ότι έχου­με δυο και­νούρ­για δαχτυλίδια.
— Εμείς θα το ελέγ­ξου­με πάντως, όταν βγά­λου­με το πιστόνι.
— Εγώ, τσιφ, προ­τεί­νω να το αλλά­ξου­με προ­λη­πτι­κά. Έτσι κι αλλιώς σαν ανταλ­λα­κτι­κό δε στοι­χί­ζει πολ­λά. Και να παραγ­γεί­λου­με άμε­σα να μας στεί­λουν μερι­κά να έχου­με, ώστε κάθε φορά που βγά­ζου­με έμβο­λο, να τα αλλά­ζου­με προ­λη­πτι­κά. Σκέ­φτε­στε τι κατα­στρο­φή μπο­ρεί να υπάρ­ξει αν σπά­σει κάποιο, ειδι­κά αν σπά­σει αυτό, στο έμβο­λο που θα βγά­λου­με αύριο; Δεν μας ξεπλέ­νει ούτε ο Ιορ­δά­νης ποτα­μός μετά!
— Εντά­ξει, Αχιλ­λέα να το αλλά­ξου­με προ­λη­πτι­κά, όπως λες.
— Μας είπαν πόσες μέρες υπο­λο­γί­ζουν ότι θα μείνουμε;
— Όχι, αλλά πιστεύω ότι καμιά 10αριά μέρες θα τις φάμε σίγουρα.
— Θέλε­τε κάτι άλλο να μου πεί­τε. Σε λίγη ώρα πρέ­πει να κατέ­βου­με για το Stand-By. Φτάνουμε.
— Όχι, δεν θέλω κάτι άλλο. Όταν μας ειδο­ποι­ή­σου­νε, ειδο­ποί­η­σε και τον ηλε­κτρο­λό­γο, κατέ­βα και πάρε μαζί σου και τον Πέτρο. Έτσι κι αλλιώς, όταν δέσου­με, οι βάρ­διες θα σπάσουν.
— Εντά­ξει, τσιφ. Πάω να ετοι­μα­στώ και θα κατέ­βω όταν μας ειδοποιήσουν.
— Πήγαι­νε και θα κατέ­βω κι εγώ μετά από λίγο στο Stand-By.

Ο Αχιλ­λέ­ας βγή­κε απ’ του πρώ­του και πήγε κατευ­θεί­αν στη καμπί­να του. Είχε λίγη ώρα ακό­μα και έκα­τσε να γρά­ψει ένα γράμ­μα για την Αφρο­δί­τη. Άνοι­ξε την κόλ­λα και …κόλ­λη­σε. Δεν ήξε­ρε πως να ξεκι­νή­σει και τι να πρω­το­γρά­ψει. Ακού­μπη­σε το κεφά­λι ανά­με­σα στα χέρια του και έμει­νε αρκε­τή ώρα έτσι. Στο μυα­λό του τρι­γύ­ρι­ζαν σκέ­ψεις – πόσο ταλαι­πω­ρεί­ται ο ίδιος για να ζήσει η οικο­γέ­νειά του, τι τρα­βά­νε οι ναυ­τι­κοί για να αυγα­ταί­νουν τα κέρ­δη των εφο­πλι­στών, πως δεν αντέ­χο­νται οι ατέ­λειω­τες περα­τζά­δες που για βδο­μά­δες πολ­λές βλέ­πεις μόνο ουρα­νό και θάλασ­σα, πόσο αβά­στα­χτη είναι η μονα­ξιά, πόσο … Αλλά – σκέ­φτη­κε – τι φταί­ει η γυναί­κα του να τη φορ­τώ­σει κι αυτήν με τι έγνοιες του; Μετά, το πήρε από­φα­ση και πήρε το στυλό.

«Αγα­πη­μέ­νη μου και λατρευ­τή μου γυναι­κού­λα. Φτά­νου­με από­ψε στο Kobe και σε λίγο θα μας φωνά­ξουν για το Stand-By. Τού­το το ταξί­δι ήταν δύσκο­λο, είχα­με συνέ­χεια και­ρό και μας κού­ρα­σε. Όμως ελπί­ζω τώρα που θα φτά­σου­με να ξεκου­ρα­στού­με λίγες μέρες. Εγώ καλά είμαι στη υγεία μου, αλλά κου­ρά­στη­κα, δεν αντέ­χω τη μονα­ξιά. Θέλω να πιστέ­ψω ότι το δάνειο τελειώ­νει όπου να’ ναι και έτσι κι εγώ να μπο­ρέ­σω να ξεμπαρ­κά­ρω. 13 μήνες ο και­ρός είναι πολύς. Και όσο περ­νά­ει ο και­ρός, τόσο πιο πολύ μένεις καρ­φω­μέ­νη συνέ­χεια στη σκέ­ψη μου. Να, χτες το βρά­δυ, σε ονει­ρεύ­τη­κα πάλι, να με βλέ­πεις από ψηλά και να μου λες να προσέχω…»

Ντρι­ι­ι­ιν!

Το μαγνη­τι­κό τηλέ­φω­νο τον ξανά­βα­λε στο περι­βάλ­λον της καμπί­νας του.
— Εμπρός
— Καλη­σπέ­ρα, δεύ­τε­ρε, ο ανθυ­πο­πλοί­αρ­χος από τη γέφυ­ρα είμαι.
— Ναι, Διο­νύ­ση, σ’ ακούω. Φτάσαμε;
— Σε μια ώρα παίρ­νου­με πιλό­το, μάστορα.
— Εντά­ξει, σ΄ ευχα­ρι­στώ. Κατε­βαί­νω να ετοιμαστούμε.

Σηκώ­θη­κε, έβα­λε μια καθα­ρή φόρ­μα, έβα­λε το φακό στην κωλό­τσε­πη και βγή­κε από την καμπί­να. Δίπλα, χτύ­πη­σε την καμπί­να του Πέτρου, άνοι­ξε την πόρ­τα και του είπε: «Πέτρο, σήκω και κατέ­βα σε λίγο στο στα­μπάι. Φτάνουμε»
Έκα­νε το ίδιο και στην καμπί­να του ηλε­κτρο­λό­γου και πήρε το δρό­μο για το μηχα­νο­στά­σιο. Στον διά­δρο­μο, συνά­ντη­σε τον δόκι­μο, τον Παντελή.
— Καλη­σπέ­ρα, μάστο­ρα, που πας;
— Φτά­νου­με, Παντε­λή, στο στα­μπάι πάω.
— Να κατέ­βω κι εγώ, μάστορα;
— Δεν σε χρειά­ζο­μαι, αλλά αν θέλεις να μαθαί­νεις, κατέβα.
— Πάω ν’ αλλά­ξω κι έρχομαι.

Προ­χώ­ρη­σε λίγο ακό­μα στον αλουέ, άνοι­ξε την πόρ­τα του μηχα­νο­στα­σί­ου και μπή­κε μέσα, στην πάνω-πάνω πλατ­φόρ­μα. Κατέ­βη­κε τη σκά­λα προ­σε­χτι­κά και στα­μά­τη­σε στα καπά­κια της μηχα­νής. Έβγα­λε τον φακό απ’ την κωλό­τσε­πη, τον άνα­ψε και έκα­νε μια γρή­γο­ρη βόλ­τα γύρω-γύρω, επι­θε­ω­ρώ­ντας τα καπά­κια και τα τουρ­μπο­τσάρ­τζερ. Ικα­νο­ποι­η­μέ­νος από την επι­θε­ώ­ρη­ση, κατέ­βη­κε τη σκά­λα, μέχρι την τελευ­ταία πλατ­φόρ­μα, στα χει­ρι­στή­ρια της μηχα­νής. Ο Αντώ­νης της 8–12, είχε μόλις παρα­λά­βει βάρδια.
— Τι έγι­νε, μάστο­ρα, φτάνουμε;
— Δε σε πήρα­νε τηλέ­φω­νο από τη γέφυρα;
— Όχι, όσο είμαι εδώ, όχι.
— Καλά, θα πάρου­νε όπου νά’ ναι. Ναι, φτά­νου­με. Πάω να βάλω μπρο­στά την ηλε­κτρο­μη­χα­νή. Έχε το νου σου στο τηλέ­φω­νο και στο χειριστήριο.
— Εντά­ξει, μάστορα.

Στη σκά­λα φάνη­κε να κατε­βαί­νει, σχε­δόν κου­τρου­βα­λώ­ντας, ο Παντε­λής. Πίσω του οι φιγού­ρες του τρί­του, του Πέτρου και του μαστρο-Τάσου, του ηλε­κτρο­λό­γου. Ο Παντε­λής έφτα­σε πρώ­τος στην κάτω πλατ­φόρ­μα. Ο Αχιλ­λέ­ας τον είδε και του έγνεψε.
— Παντε­λή, έλα μαζί μου, πάμε να βάλου­με ηλεκτρομηχανή.

Μέχρι να φτά­σουν εκεί, από πίσω ερχό­ταν κι ο Πέτρος.
— Άσε, μαστρο-Αχιλ­λέα, θα τη βάλω εγώ μπρο­στά. Παντε­λή, έλα μαζί μου.
— Καλά, Πέτρο, πρό­σε­χε μόνο αργά-αργά να σηκώ­σεις στρο­φές, για να ζεσταθεί.
— Εντά­ξει, μάστορα.

Σε λίγο ακού­στη­κε ο χαρα­κτη­ρι­στι­κός ήχος της ηλε­κτρο­μη­χα­νής, να δου­λεύ­ει σαν μια καλο­κουρ­δι­σμέ­νη ραπτο­μη­χα­νή. Ο Αχιλ­λέ­ας γύρι­σε στον Αντώ­νη της βάρδιας:
— Ρίξε μια ματιά στις μπου­κά­λες του αέρα και στο κομπρε­σέρ. Μόλις βάλου­με και τη δεύ­τε­ρη ηλε­κτρο­μη­χα­νή, να ξεκι­νή­σεις και το άλλο κομπρε­σέρ για το στα­μπάι. Με τους Για­πω­νέ­ζους πιλό­τους ποτέ δεν ξέρεις, Μερι­κοί απ’ αυτούς νομί­ζουν ότι η μηχα­νή είναι σαν του αυτο­κι­νή­του τους. Κάθε τόσο και λιγά­κι “Πρό­σω-Ανά­πο­δα” βαρά­νε. Λες και η μηχα­νή στρί­βει μόνο με τον αέρα.
— Πάω αμέ­σως, μάστορα.
Ο Πέτρος είχε γυρί­σει, μαζί με τον Παντε­λή. «Όλα στον αυτό­μα­το, μάστο­ρα» είπε του Αχιλ­λέα. Αυτός γύρι­σε στον ηλεκτρολόγο:
— Ανέ­βα στον πίνα­κα και κάνε παραλ­λη­λι­σμό, Τάσο. Πες μας, μόλις μοι­ρά­σεις τα φορ­τία, να βάλου­με και το δεύ­τε­ρο κομπρεσέρ.
— Εντά­ξει, δεύ­τε­ρε, πάω.
Ψηλά, στη σκά­λα φάνη­κε η φιγού­ρα του πρώ­του. Κατέ­βαι­νε αργά-αργά, χωρίς να βιά­ζε­ται, με τη σιγου­ριά του προϊ­στα­μέ­νου, που ξέρει ότι οι υφι­στά­με­νοί του κάνουν τη δου­λειά τους σωστά και με την προ­σο­χή του παλιού ναυ­τι­κού, που γνω­ρί­ζει τον κίν­δυ­νο των σκα­λιών του μηχα­νο­στα­σί­ου των πλοί­ων. Έκρυ­βε προ­σε­χτι­κά από όλους το ελα­φρύ χώλαι­μα, «δώρο» από ένα απρό­σε­κτο κατέ­βα­σμα σε παλιό μηχα­νο­στά­σιο, που του είχε στοι­χί­σει μακρό­χρο­νη παρα­μο­νή σε νοσο­κο­μείο και του κλη­ρο­δό­τη­σε το κου­τσό βημα­τά­κι στο δεξί πόδι.
— Καλη­σπέ­ρα, παι­διά. Τι γίνε­ται, είμα­στε έτοιμοι;
— (Όλοι μαζί) Καλη­σπέ­ρα, τσιφ.
— (Αχιλ­λέ­ας) Ετοι­μα­ζό­μα­στε. Σε πέντε λεπτά θα σκαν­τζά­ρω τα πετρέ­λαια, να γυρί­σω στο ντίζελ.
— Δεν έχου­με ακό­μα σκαντζάρει;
— Όχι, τσιφ, έχου­με χρό­νο. Η μηχα­νή σε 20 λεπτά το πολύ θα καί­ει ντί­ζελ. Θέλου­με ακό­μα του­λά­χι­στον τρία τέταρ­τα μέχρι τον πιλό­το. Για­τί να καί­με ντί­ζελ από τώρα;
— Καλά, κανονίστε.
— (Αχιλ­λέ­ας, προς τον τρί­το της βάρ­διας) Αντώ­νη, πάρε τον λαδά σου και τον Παντε­λή για να μαθαί­νει και πηγαί­νε­τε να σκαν­τζά­ρε­τε πετρέ­λαια. Και βάλε και το De-Laval του ντί­ζελ μπρο­στά να τρα­βά­ει από το δεξί settling του ντί­ζελ, που είναι γεμά­το. Θα χρεια­στεί να κρα­τά­με γεμά­το το service του ντί­ζελ, για­τί δεν ξέρου­με πόσο θα κρα­τή­σει το στα­μπάι. Προ­σο­χή, μόνο στο ξεκί­νη­μα του De-Laval. Θέλει του­λά­χι­στον 5 λεπτά να πιά­σει φουλ στρο­φές. Μην ανοί­ξεις παρο­χές, πριν πιά­σει τις στρο­φές του.
— (Αντώ­νης) Έννοια σου, μάστο­ρα, ξέρω.
……………
Ντρι­ι­ι­ιν! Βουουουμ!

Το τηλέ­φω­νο του μηχα­νο­στα­σί­ου, μαζί με την κόρ­να του, ακού­στη­κε δυνατά.

- (Πέτρος) Μηχα­νο­στά­σιο, λέγετε.
— (Γέφυ­ρα) Μαστρο-Πέτρο, σε 20 περί­που λεπτά φτά­νει η πιλο­τί­να, παίρ­νου­με πιλό­το. Θα βαρέ­σου­με στα­μπάι σε λίγο.
— Να χαμη­λώ­σου­με στρο­φές με το σταμπάι;
— Ναι, κατε­βεί­τε σε στρο­φές Full Ahead για μανούβρες.
— Εντάξει.
— (Αχιλ­λέ­ας – στον Πέτρο που βγαί­νει απ’ τον θάλα­μο) Τι είπα­νε Πέτρο;
— Όπου να’ ναι, θα βαρέ­σου­νε στα­μπάι, να κατέ­βου­με σε στρο­φές μανούβρας.

Γκλιν-γκλαν, γκλιν-γκλαν, ο τηλέγραφος!

Το χέρι του Αχιλ­λέα, απα­ντά στην κλή­ση, ανε­βο­κα­τε­βά­ζο­ντας το μοχλό του τηλέ­γρα­φου. Αμέ­σως, πιά­νει το χει­ρι­στή­ριο της Sulzer και αρχί­ζει να κατε­βά­ζει στρο­φές. Σε τρία λεπτά, η μηχα­νή δου­λεύ­ει με στρο­φές μανού­βρας. Μια ματιά στην πίε­ση της μπου­κά­λας του αέρα, να βεβαιω­θεί ότι είναι γεμά­τη, άλλη μια στη θερ­μο­κρα­σία του πετρε­λαί­ου, να βεβαιω­θεί ότι η μηχα­νή δου­λεύ­ει σίγου­ρα στο ντί­ζελ και μετά στέ­κε­ται καρ­τε­ρι­κά στο χει­ρι­στή­ριο, με την προ­σο­χή στραμ­μέ­νη στον τηλέγραφο.

- (Αχιλ­λέ­ας προς τον Πέτρο) Πέτρο, το νου σου στις ηλε­κτρο­μη­χα­νές. Στεί­λε τον Παντε­λή να τσε­κά­ρει τα κομπρε­σέρ. Και τα δύο!
— (Πέτρος) Εντά­ξει, μάστο­ρα, πάω.
— (Αχιλ­λέ­ας προς τον Αντώ­νη) Αντώ­νη, τι κάνει το De-Laval του ντίζελ;
— (Αντώ­νης) Δου­λεύ­ει μια χαρά, μάστο­ρα. Όμως βγά­ζει πολύ πρά­μα από την υπερχείλιση.
— (Αχιλ­λέ­ας) Νερό ή λάσπη;
— (Αντώ­νης) Και τα δύο. Αλλά η λάσπη είναι πολλή.
— (Αχιλ­λέ­ας προς τον πρώ­το) Τσιφ, το τελευ­ταίο ντί­ζελ που πήρα­με απ’ το Cape Town, είναι σκέ­τη μούρ­γα. Το φοβό­μου­να, όταν είδα τα δείγ­μα­τα. Απλά φοβά­μαι μη μας δημιουρ­γή­σει προ­βλή­μα­τα με τις ηλεκτρομηχανές.
— (Πρώ­τος) Να αφή­σου­με το De-Laval να κάνει τη δου­λειά του. Να μην αλλά­ξεις δίσκο προς το παρόν, για να δού­με πόσο γρή­γο­ρα θα γεμί­ζει το sludge tank. Για την κύρια μηχα­νή δε μας νοιά­ζει, έτσι κι αλλιώς είναι φτιαγ­μέ­νη να καί­ει βαριά πετρέ­λαια. Οι ηλε­κτρι­κές μας ενδιαφέρουν.
— (Αχιλ­λέ­ας) Εντά­ξει, τσιφ, θα το παρακολουθήσουμε.

Γκλιν-γκλαν, γκλιν-γκλαν
Half Ahead
………….

Το Stand-By τελεί­ω­σε κάποια στιγ­μή, γύρω στα μεσά­νυ­χτα. Το βαπό­ρι έδε­σε με τη αρι­στε­ρή πλευ­ρά στον ντό­κο και η γέφυ­ρα έδω­σε το σινιά­λο του Finished With Engines.

Ο Αχιλ­λέ­ας, μαζί με τους άλλους βγή­καν από το μηχα­νο­στά­σιο, αφή­νο­ντας τον λαδά της βάρ­διας μόνο του και είπε στους υπό­λοι­πους να πάνε να ξεκου­ρα­στούν. Οι νεό­τε­ροι όμως, Πέτρος, Αντώ­νης και Παντε­λής, μαζί με κάποια άλλα παλι­κά­ρια του πλη­ρώ­μα­τος, θεώ­ρη­σαν ότι θα ήταν αμαρ­τία να μην επι­σκε­φθούν τα μπαρ με τις κοπέ­λες, και να περά­σουν τη νύχτα μαζί τους. Μερι­κοί από αυτούς είχαν και τις «γνω­ρι­μί­ες» τους κιό­λας με κάποιες, από προη­γού­με­να ταξί­δια, που τους περί­με­ναν με ανοι­χτές αγκά­λες. Στα γρή­γο­ρα, πλύ­θη­καν, άλλα­ξαν και που τους βρί­σκεις, όλο και σε κάποιο από τα γνω­στά μπαρ του Kobe, με τη Χιρό­μι, τη Μίκι, την Κέι­κο, τη Μιτσού­κι και κάθε λογής δια­φο­ρε­τι­κή εξω­τι­κή Ασιά­τισ­σα, που με τη σει­ρά της περι­μέ­νει τον Έλλη­να ναυ­τι­κό, από τη μια μεριά να τον ξεπου­που­λιά­σει οικο­νο­μι­κά και από την άλλη να τον εξου­θε­νώ­σει εντε­λώς σε μια παρα­τε­τα­μέ­νη ερω­τι­κή βρα­διά, συν­δυά­ζο­ντας για τον εαυ­τό της «το τερ­πνόν μετά του ωφελίμου».

Την άλλη μέρα ήταν όλοι στη δου­λειά τους. Οι νεα­ροί, γεμά­τοι χαμό­γε­λα, αλλά και όλοι τους με έντο­να τα σημά­δια του ξενυ­χτιού – μαύ­ροι κύκλοι γύρω από τα μάτια, αστα­θές περ­πά­τη­μα, άλλα­ζαν μετα­ξύ τους με πει­ράγ­μα­τα τις εμπει­ρί­ες της νύχτας. Κανέ­νας τους όμως δεν έδει­ξε να βαρυ­γκω­μά­ει, όταν ξεκί­νη­σε η δου­λειά για να βγει το έμβο­λο από τη μηχανή.

Ο Αχιλ­λέ­ας συντό­νι­σε τη δου­λειά με προ­σο­χή και με την ανά­λο­γη επαγ­γελ­μα­τι­κή σοβα­ρό­τη­τα. Λύθη­κε το καπά­κι και βγή­κε από τη θέση του, ενώ ένα άλλο συνερ­γείο είχε ανα­λά­βει να απε­λευ­θε­ρώ­σει το βάκτρο από τον σταυ­ρό. Σηκώ­θη­κε το έμβο­λο, μπή­κε στη θέση για καθα­ρι­σμό και συντή­ρη­ση, ξύστη­κε από τις καπνιές και τα υπο­λείμ­μα­τα λαδιών και καμέ­νων πετρε­λαιοει­δών, αλλά­χτη­καν τα ελα­τή­ρια του και ήταν έτοι­μο να μπει πάλι στη θέση του, μέσα στο χιτώ­νιο της μηχα­νής. Οι δόκι­μοι είχαν ανα­λά­βει να καθα­ρί­σουν καλά τις θυρί­δες σάρω­σης και εξα­γω­γής του χιτω­νί­ου, ενώ ο Πέτρος μαζί με τον Αντώ­νη είχαν λύσει το stuffing box του βάκτρου, το καθά­ρι­σαν και άλλα­ξαν όλες τις ξύστρες του.

Στο τέλος της μέρας, το έμβο­λο είχε μπει στη θέση του, αφού είχε αλλα­χτεί και το fire ring στο εσω­τε­ρι­κό του χιτω­νί­ου, είχε τοπο­θε­τη­θεί και το καπά­κι και η δου­λειά έκλει­σε με επι­τυ­χία. Ο Αχιλ­λέ­ας ήταν ευχα­ρι­στη­μέ­νος και το έδει­χνε. Από την άλλη, ο πρώ­τος που παρα­κο­λου­θού­σε τη δου­λειά από από­στα­ση, έδει­ξε κι αυτός την ικα­νο­ποί­η­σή του.

Με το σκό­λα­σμα, ο Αχιλ­λέ­ας ανέ­βη­κε στην καμπί­να του και έκα­νε ένα ζεστό και ανα­ζω­ο­γο­νη­τι­κό μπά­νιο που τον ανα­κού­φι­σε από την κού­ρα­ση της ημέ­ρας. Μετά, έκα­τσε στο γρα­φειά­κι της καμπί­νας κι έπια­σε πάλι το στυ­λό να τελειώ­σει το αρχι­νη­μέ­νο γράμ­μα, που είχε μεί­νει στη μέση από την προηγούμενη.

Τώρα, η γρα­φή έγι­νε πιο εύκο­λη. Το τέλος του μακρι­νού ταξι­διού, η ικα­νο­ποί­η­ση για το αίσιο τέλος της δου­λειάς και τα χαρού­με­να πρό­σω­πα των συνα­δέλ­φων του, μετά τη βρα­δι­νή τους έξο­δο, όλα είχαν φέρει μιαν αλλα­γή στην ψυχο­λο­γία του, που τον βοη­θού­σε πολύ να βάλει σε τάξη τις σκέ­ψεις του και να τελειώ­σει το γράμ­μα με αισιό­δο­ξο τρό­πο. Σκέ­φτη­κε μάλι­στα τι του έφται­γε και η Αφρο­δί­τη του, να λάβαι­νε ένα γράμ­μα γιο­μά­το λύπη­σες και απο­γο­ή­τευ­ση. Άλλω­στε, τι έμε­νε, ένα ταξί­δι του γυρι­σμού, Ευρώ­πη ή Αμε­ρι­κή, όπου και να’ ταν, θα είχε συμπλη­ρώ­σει πάνω από 15 μήνες και θα ξεμπαρκάριζε.

Μ’ αυτή τη σκέ­ψη, τέλειω­σε το γράμ­μα όμορφα:

«Αφρο­δί­τη μου, ο και­ρός πέρα­σε σχε­δόν. Σε λίγες βδο­μά­δες θα είμα­στε πάλι μαζί. Κρά­τα για λίγο ακό­μα την καρ­διά σου, όπως θα την κρα­τή­σω κι εγώ. Σε φιλώ γλυ­κά. Ο Αχιλ­λέ­ας σου».

Και έπε­σε στο κρε­βά­τι να κοι­μη­θεί. Αυτή τη φορά, ο ύπνος ήταν ανά­λα­φρος, πραγ­μα­τι­κή ξεκού­ρα­ση. Στο όνει­ρό του ξανάρ­θε η Αφρο­δί­τη του. Όχι όμως από ψηλά να του γνέ­φει, αλλά δίπλα του, με το χέρι της περα­σμέ­νο στη μέση του. Να περ­πα­τά­νε μαζί σε έναν ολάν­θι­στο κάμπο, με χρυ­σά στά­χυα, μαρ­γα­ρί­τες και παπα­ρού­νες και έναν ήλιο να τους ζεσταί­νει γλυ­κά και να τους χαμο­γε­λά από ψηλά.

Πανα­γιώ­της Μελάς
Συντα­ξιού­χος ναυ­τερ­γά­της (Α’ Μηχανικός)

Το διή­γη­μα «Το όνει­ρο» είναι μυθο­πλα­σία, βασι­σμέ­νη σε πραγ­μα­τι­κά γεγο­νό­τα και δικές μου προ­σω­πι­κές εμπει­ρί­ες, από τον και­ρό που ταξί­δευα σαν τρί­τος και δεύ­τε­ρος μηχα­νι­κός με τα φορ­τη­γά του Ωνά­ση Αμε­ρι­κή-Ευρώ­πη-Ασία (Ιαπω­νία κυρί­ως). Τα πρό­σω­πα και τα ονό­μα­τα είναι φαντα­στι­κά, αλλά προ­έρ­χο­νται από θύμι­σες ονο­μά­των παλιών συνα­δέλ­φων. Η εξι­στό­ρη­ση των επι­μέ­ρους γεγο­νό­των είναι κομ­μά­τια από πραγ­μα­τι­κές ιστο­ρί­ες που έζη­σα, αλλά φυσι­κά όλη η «πλο­κή» του διη­γή­μα­τος είναι συρ­ρα­φή αυτών των επι­μέ­ρους πραγ­μα­τι­κών γεγο­νό­των, χρο­νι­κά άσχε­των μετα­ξύ τους, ώστε να στοι­χειο­θε­τη­θεί ολό­κλη­ρο το διή­γη­μα, σαν ενιαίο σύνο­λο, χωρίς βέβαια να λεί­πει και το φαντα­στι­κό στοιχείο.

Το διή­γη­μα φτιά­χτη­κε σε μια μέρα, μετά από μια νυχτε­ρι­νή έμπνευ­ση. Είναι αφιε­ρω­μέ­νο στους συνα­δέλ­φους μηχα­νι­κούς και συνο­λι­κά στο προ­σω­πι­κό των μηχα­νο­στα­σί­ων των βαπο­ριών, για το οποίο κανέ­νας μέχρι σήμε­ρα – από αυτούς που εγώ γνω­ρί­ζω – δεν έχει γρά­ψει κάτι. Χρη­σι­μο­ποιεί την ιδιαί­τε­ρη γλώσ­σα των μηχα­νο­στα­σί­ων, με τους όρους και τους ιδιω­μα­τι­σμούς που έχουν καθιε­ρω­θεί στη δου­λειά μας, ίσως με κάποιες περισ­σό­τε­ρο του δέο­ντος λεπτο­μέ­ρειες, αλλά σαν τέτοιο θεώ­ρη­σα ανα­γκαίο να γραφτεί.

Ακο­λου­θεί ένα ανα­γκαίο Μικρό Γλωσ­σά­ρι, απα­ραί­τη­το για την κατα­νό­η­ση άγνω­στων ή δυσ­νό­η­των όρων του κει­μέ­νου, που πρέ­πει, κατά την άπο­ψή μου, να συνο­δέ­ψει το κείμενο.

Ένα μικρό γλωσσάρι

  • Σκάν­τζα, σκαν­τζά­ρω = Αλλα­γή, αλλά­ζω. Ειδο­ποί­η­ση για ξύπνη­μα ή αλλα­γή βάρδιας.
  • Κόντρα-γέφυ­ρα = το πάνω μέρος της γέφυ­ρας του πλοί­ου, όπου συνή­θως είναι τοπο­θε­τη­μέ­νες οι κεραί­ες του ασυρ­μά­του και των άλλων μέσων επι­κοι­νω­νί­ας, τα scanner των ραντάρ, κλπ.
  • Τουρ­μπο­τσάρ­τζερ = Ο στρο­βι­λο­κί­νη­τος με καυ­σα­έ­ρια υπερ­τρο­φο­δό­της αέρα της μηχα­νής, ίδιο πράγ­μα με το γνω­στό τούρ­μπο των μηχα­νών των αυτο­κι­νή­των, μόνο πολύ πιο μεγά­λο φυσικά.
  • Οβερ­τάιμ = Υπερωρία.
  • Γρα­δε­λά­δα = Λαμα­ρι­νέ­νια πλατ­φόρ­μα-επί­πε­δο σε ορι­σμέ­νο ύψος στο μηχα­νο­στά­σιο. Τα μηχα­νο­στά­σια δια­θέ­τουν διά­φο­ρα επί­πε­δα-πλατ­φόρ­μες, που ενώ­νο­νται μετα­ξύ τους με εσω­τε­ρι­κές σκά­λες, στα οποία υπάρ­χουν δια­τε­ταγ­μέ­να μηχα­νή­μα­τα, επι­στό­μια, μοχλοί και άλλα αντι­κεί­με­να, για τα οποία απαι­τεί­ται πρό­σβα­ση από το προ­σω­πι­κό, η οποία θα ήταν αδύ­να­τη αν δεν υπήρ­χαν αυτά τα επί­πε­δα. Η προ­έ­λευ­σή της είναι, είτε από την αγγλι­κή λέξη grading, που σημαί­νει λαμα­ρί­να με πλέγ­μα ή με αντιο­λι­σθη­τι­κές προ­ε­ξο­χές, είτε από τις ιτα­λι­κές λέξεις grande landa, που σημαί­νουν μεγά­λη ατσά­λι­νη πλά­κα (επι­φά­νεια που πατά­με). Και οι δυο προ­ε­λεύ­σεις είναι φυσι­κά αμφιλεγόμενες.
  • Stand-By – στα­μπάι = Όρος που υπο­δη­λώ­νει κατά­στα­ση ετοι­μό­τη­τας με την υπο­χρε­ω­τι­κή παρου­σία του πλη­ρώ­μα­τος σε διά­φο­ρες θέσεις του πλοί­ου, όπως είναι και το μηχα­νο­στά­σιο, προ­κει­μέ­νου να φέρουν σε πέρας μανού­βρες (χει­ρι­σμούς) άφι­ξης σε λιμά­νι και πρόσ­δε­σης σε προ­κυ­μαία ή αγκυ­ρο­βό­λιο, ή ανα­χώ­ρη­σης από τέτοιο σημείο ή διέ­λευ­σης από στε­νά περά­σμα­τα (όπως διώ­ρυ­γες, ποτά­μια, λίμνες κλπ.). Η λέξη «στα­μπάι» είναι φυσι­κά η πρό­χει­ρη και απλοϊ­κή «ελλη­νο­ποί­η­ση», παρά­φρα­ση του αγγλι­κού όρου stand-by, όπως έχει γίνει και για πάρα πολ­λούς ξενό­φερ­τους όρους, π.χ. «ιβι­λάι» από τον όρο Irwin Line, «μπό­μπα» από τον όρο pump (αντλία), «πιστό­νι» από τον όρο piston (έμβο­λο), «κου­ζι­νέ­το» από τον (ιτα­λι­κό) όρο cuscinetto (τρι­βέ­ας), κλπ.
  • Malacca Strait = Στε­νό πέρα­σμα στην περιο­χή της Ινδο­κί­νας, ανά­με­σα στη νήσο Σου­μά­τρα και στη χερ­σό­νη­σο της Μαλαι­σί­ας, όπου βρί­σκε­ται η Σιγκαπούρη.
  • Μου­σώ­νες = Ισχυ­ροί επο­χι­κοί άνε­μοι που δημιουρ­γού­νται κυρί­ως στον Ινδι­κό Ωκε­α­νό και στη Νότια Σινι­κή θάλασ­σα και δια­κρί­νο­νται σε θερι­νούς και χειμερινούς.
  • Σου­έλ = Φου­σκο­θα­λασ­σιά ή, όπως λέγε­ται επι­στη­μο­νι­κά, απο­θα­λασ­σία. Από την αγγλι­κή λέξη swell. Είναι η κατά­στα­ση της θάλασ­σας που παρου­σιά­ζει βου­βό και ενί­ο­τε και αρκε­τά μεγά­λο κυμα­τι­σμό, χωρίς να φυσά­ει ισχυ­ρός άνε­μος για να τον δημιουρ­γή­σει. Είναι κατά­στα­ση που προ­έρ­χε­ται από προη­γού­με­νη τρι­κυ­μία λόγω θύελ­λας και έχει αφή­σει πίσω της τον κυματισμό.
  • Χορ­τα­ράς = Ο θάλα­μος της ψυκτι­κής εγκα­τά­στα­σης του πλοί­ου, στον οποίο φυλάσ­σο­νται και συντη­ρού­νται τα λαχα­νι­κά και τα φρού­τα. Η συνη­θι­σμέ­νη διά­τα­ξη μιας μεγά­λης ναυ­τι­κής ψυκτι­κής εγκα­τά­στα­σης έχει κατ’ ελά­χι­στο, έναν θάλα­μο για τα λαχα­νι­κά, έναν υψη­λής κατά­ψυ­ξης για τα κρέ­α­τα και άλλον έναν ίδιο για τα ψάρια. Κάποιες πιο σύγ­χρο­νες δια­θέ­τουν και προ­θά­λα­μο, όπου φυλάσ­σο­νται τα ξερά ζυμα­ρι­κά, και άλλες τρο­φές, που δεν απαι­τούν ιδιαί­τε­ρη ψύξη να συντη­ρη­θούν, αλλά αν μεί­νουν εκτός ψυγεί­ου, θα καταστραφούν.
  • Γραμ­μα­τι­κός = Ο υποπλοίαρχος
  • Τράν­σφερ = Από την αγγλι­κή λέξη transfer (μετα­φέ­ρω, μεταγ­γί­ζω). Κατά λέξη σημαί­νει μετάγ­γι­ση πετρε­λαί­ου από μια δεξα­με­νή σε μιαν άλλη.
  • Storage–Settling-Service = Ονο­μα­σί­ες των δεξα­με­νών καυ­σί­μων (πετρε­λαί­ου) του πλοί­ου, με δια­φο­ρε­τι­κό προ­ο­ρι­σμό η κάθε μία (απο­θή­κευ­σης, καθί­ζη­σης, εξυπηρέτησης).
  • Τιμο­νά­κι = Ο ξεχω­ρι­στός χώρος (δια­μέ­ρι­σμα) του μηχα­νή­μα­τος πηδα­λί­ου, συνή­θως τοπο­θε­τη­μέ­νος στην πρυ­μναία μεριά του πλοί­ου, πίσω από το μηχανοστάσιο.
  • Παραλ­λη­λί­ζω-παραλ­λη­λι­σμός (ηλε­κτρο­μη­χα­νών) = Η κατάλ­λη­λη διερ­γα­σία σύν­δε­σης δυο ή περισ­σο­τέ­ρων ηλε­κτρο­γεν­νη­τριών στον ηλε­κτρο­λο­γι­κό πίνα­κα ελέγ­χου στο μηχα­νο­στά­σιο, προ­κει­μέ­νου να δια­μοι­ρα­στούν τα ηλε­κτρι­κά φορ­τία από μία σε δύο ή περισ­σό­τε­ρες ηλε­κτρο­γεν­νή­τριες, για την αντι­με­τώ­πι­ση έκτα­κτων κατα­στά­σε­ων, όπως είναι οι μανού­βρες του πλοίου.
  • Ντό­κος = Η προ­κυ­μαία πρόσ­δε­σης του πλοί­ου στο λιμάνι.
  • Λώντρυ = Το πλυ­ντή­ριο επαγ­γελ­μα­τι­κού τύπου στο πλοίο, όπου το πλή­ρω­μα πλέ­νει τα ρού­χα του, συνή­θως της δου­λειάς. Από την αγγλι­κή λέξη
  • Τσιφ = Προ­σφώ­νη­ση για τον πρώ­το μηχα­νι­κό – πρω­τί­στως — και τον υπο­πλοί­αρ­χο, προ­ερ­χό­με­νη από την αγγλι­κή λέξη chief, ως η μία από τον συν­θε­τι­κό τίτλο Chief Engineer ή Chief Officer. Επί­σης και για τον αρχι­κα­μα­ρώ­το (Chief Stewart). Στην ποντο­πό­ρο ναυ­τι­λία κυρί­ως συνη­θί­ζε­ται να απο­κα­λεί­ται «τσιφ» από όλους πάνω στο πλοίο ο πρώ­τος μηχα­νι­κός, ενώ με την ίδια προ­σφώ­νη­ση απο­κα­λούν τον υπο­πλοί­αρ­χο μόνο οι υφι­στά­με­νοί του και τον αρχι­κα­μα­ρώ­το οι δικοί του υφιστάμενοι.
  • Sulzer = Μεγά­λος οίκος κατα­σκευ­ής ναυ­τι­κών μηχα­νών ντί­ζελ και όχι μόνο. Σήμε­ρα κάτω από τον οίκο Wartsila, που τον αγόρασε.
  • Fire Ring = Ειδι­κό μεταλ­λι­κό δαχτυ­λί­δι, που τοπο­θε­τεί­το παλιό­τε­ρα στο πάνω μέρος του κυλίν­δρου (χιτω­νί­ου) των κύριων μηχα­νών ντί­ζελ της Sulzer.
  • Χιτώ­νιο = Το εσω­τε­ρι­κό μέρος του κυλίν­δρου της μηχα­νής, μέσα στο οποίο παλιν­δρο­μεί το έμβο­λο. Στις μεγά­λες ναυ­τι­κές μηχα­νές, οι κύλιν­δροι δια­θέ­τουν χιτώ­νια στο εσω­τε­ρι­κό τους, σε αντί­θε­ση με τις μικρές μηχα­νές εσω­τε­ρι­κής καύ­σης (βεν­ζι­νο­μη­χα­νές ή ντι­ζε­λο­μη­χα­νές) των αυτο­κι­νή­των, στις οποί­ες το εσω­τε­ρι­κό του κυλίν­δρου είναι ανα­πό­σπα­στο στοι­χείο του σώμα­τος της μηχανής.
  • Σπερ = Ανταλ­λα­κτι­κό. Από την αγγλι­κή λέξη spare.
  • Μαγνη­τι­κό τηλέ­φω­νο = Τηλε­φω­νι­κή συσκευή (και εγκα­τά­στα­ση) πάνω σε πλοίο, με την οποία δια­σφα­λί­ζε­ται η επι­κοι­νω­νία μετα­ξύ σημα­ντι­κών σημεί­ων (γέφυ­ρα, μηχα­νο­στά­σιο, δια­μέ­ρι­σμα πηδα­λί­ου, αντλιο­στά­σιο, καμπί­νες καπε­τά­νιου, πρώ­του μηχα­νι­κού, υπο­πλοιάρ­χου, δεύ­τε­ρου μηχα­νι­κού κ.α.), ακό­μα κι αν δεν υπάρ­χει παρο­χή ρεύ­μα­τος σε ολό­κλη­ρο το πλοίο (περί­πτω­ση μπλακάουτ).
  • Αλου­ές = Ο διά­δρο­μος στους χώρους ενδιαι­τή­σε­ων. Από την αγγλι­κή λέξη Alleyway.
  • Κομπρε­σέρ = Ο αεροσυμπιεστής
  • De-Laval (ή Delaval) = Φυγο­κε­ντρι­κός δια­χω­ρι­στή­ρας. Ειδι­κό μηχά­νη­μα, που περι­στρέ­φε­ται με μεγά­λη ταχύ­τη­τα και χρη­σι­μο­ποιώ­ντας την ιδιό­τη­τα της φυγό­κε­ντρης δύνα­μης, δια­χω­ρί­ζει το νερό και τα βαριά κατά­λοι­πα, από τα ελαιοει­δή ή τα πετρε­λαιοει­δή υγρά, προ­κει­μέ­νου αυτά να χρη­σι­μο­ποιού­νται καθα­ρά και απαλ­λαγ­μέ­να από προ­σμεί­ξεις. Τέτοιου είδους μηχα­νή­μα­τα χρη­σι­μο­ποιού­νται σήμε­ρα και σε εγκα­τα­στά­σεις ξηράς, όπως π.χ. σε βιο­μη­χα­νί­ες τυπο­ποί­η­σης και συσκευα­σί­ας ελαιό­λα­δου και άλλων ελαιοει­δών για τρό­φι­μα. Χρω­στά­ει το όνο­μά του στον αρχι­κό κατα­σκευα­στή, Σου­η­δι­κής προ­έ­λευ­σης, αλλά σήμε­ρα υπάρ­χουν πολ­λοί δια­φο­ρε­τι­κοί κατα­σκευα­στές που φτιά­χνουν τέτοια μηχα­νή­μα­τα. Όμως για τα πλη­ρώ­μα­τα των ελλη­νι­κών πλοί­ων, αυτός ο όρος έχει επι­κρα­τή­σει, ανε­ξάρ­τη­τα από τον κατασκευαστή.
  • Full Ahead = Πρό­σω ολο­τα­χώς. Είναι μια από τις θέσεις-εντο­λές του τηλε­γρά­φου, που υπο­δη­λούν την εκτέ­λε­ση μανού­βρας, σε περι­πτώ­σεις χει­ρι­σμών. Οι συνη­θι­σμέ­νες εντο­λές-θέσεις είναι οι παρακάτω:

Α. Για το Πρόσω

Full Ahead (Πρό­σω ολοταχώς)

Half Ahead (Πρό­σω ημιταχώς)

Slow Ahead (Πρό­σω αργά)

Dead Slow Ahead (Πρό­σω πολύ αργά)

Β. Για το Ανάποδα

Full Astern (Ανά­πο­δα ολοταχώς)

Half Astern (Ανά­πο­δα ημιταχώς)

Slow Astern (Ανά­πο­δα αργά)

Dead Slow Astern (Ανά­πο­δα πολύ αργά)

Και οι κοινές

Stand-By (Κατά­στα­ση ετοι­μό­τη­τας, έτοι­μοι για μανού­βρες – Σε κάποιους τηλέ­γρα­φους αυτή η θέση δεν υπάρχει)

Stop (Κρά­τει)

Finished With Engines (Τέλος με τις μηχα­νές – Τέλος χειρισμών).

  • Sludge Tank = Δεξα­με­νή υπο­δο­χής βαριών κατα­λοί­πων (λάσπης) ελαιοει­δών και πετρε­λαιοει­δών. Είναι η δεξα­με­νή στην οποία κατα­λή­γουν τα κατά­λοι­πα, μετά τον φυγο­κε­ντρι­κό καθα­ρι­σμό του λαδιού ή του πετρελαίου.
  • Βάκτρο, σταυ­ρός, θυρί­δες σάρω­σης και εξα­γω­γής, stuffing box = Μέρη του εμβό­λου, των εξαρ­τη­μά­των του και του κυλίν­δρου της μηχα­νής, που απο­κα­λύ­πτο­νται και χρειά­ζο­νται καθα­ρι­σμό ή εργα­σία συναρμολόγησης/αποσυναρμολόγησης ή συντή­ρη­ση, όταν επι­θε­ω­ρεί­ται ένα έμβολο.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο