Αφιερωμένο
Στον Έλληνα ανώνυμο μηχανικό του εμπορικού ναυτικού και σε όλο το προσωπικό των μηχανοστασίων
Το όνειρο
Ο Αχιλλέας ξύπνησε κακόκεφος κείνο το πρωί. Όταν το καμαρωτάκι χτύπησε απαλά την πόρτα της καμπίνας, μ’ εκείνο το στερεότυπο: «Μάστορα, σκάντζα…» , τον έβγαλε ξαφνικά μέσα από ένα περίεργο όνειρο, που του φαινόταν ότι τον βασάνιζε όλη νύχτα. Ήτανε, λέει, ανεβασμένος στην κόντρα-γέφυρα κάποιου άλλου βαποριού, όχι του “Prosperity” που ήταν μπαρκαρισμένος, αλλά κάποιου άλλου χωρίς όνομα και συγκεκριμένη ταυτότητα. Και το βαπόρι δεν γλιστρούσε πάνω στο κύμα, αλλά πέταγε ψηλά, τόσο που να βλέπει τη θάλασσα κάτω χαμηλά πολύ, σαν νά’ ταν στα σύννεφα. Σαν αεροπλάνο. Κάτι έφτιαχνε κει πάνω, γιατί βαστούσε, λέει, την τσιμπίδα της ηλεκτροσυγκόλλησης, χωρίς ακριβώς να θυμάται τι έφτιαχνε. Και πιο ψηλά, η Αφροδίτη του, του χαμογελούσε και του’ λεγε να προσέχει. Το «σκάντζα..» του καμαρώτου τον έβγαλε απότομα από τον κόσμο του ονείρου του.
Ήταν κι αυτό το ρημάδι το όνομα, που κουβαλούσε. Πως διάολο το διαλέξανε οι δικοί του, Αχιλλέα δεν είχε κανέναν, ούτε το σόι του πατέρα του, ούτε της μάνας του. Λες και ήταν υποχρεωμένος να κάνει ηρωικές πράξεις και παλικαριές κάθε τόσο και λιγάκι. Την προηγούμενη, όταν είχε κατέβει στο μηχανοστάσιο να μοιράσει δουλειά στο προσωπικό, σαν δεύτερος που ήταν, έπεσε πάνω στον μαστρο-Χαρίλαο, τον πρώτο, που πρωί-πρωί είχε κατέβει στο μηχανοστάσιο – δεν το συνήθιζε, τον βλέπαν την ώρα του καφέ, στις 10 – και του μίλησε λίγο απότομα, απαιτώντας εδώ και τώρα να αλλαχτούν τα φίλτρα του αέρα στα τουρμποτσάρτζερ της μηχανής. Αυτός όμως είχε ήδη δώσει δουλειά στου τρίτους που είχαν κατέβει για οβερτάιμ και τώρα θα’ πρεπε να τους πάρει από εκεί για ν’ αλλάξουν τα φίλτρα.
Δεν ήταν του χαρακτήρα του να τσακώνεται κι ο μαστρο-Χαρίλαος ήταν 25 χρόνια μεγαλύτερός του, χώρια που ήταν κι ο πρώτος μηχανικός, στον οποίο έπρεπε να δείχνει και τον «αρμόζοντα σεβασμό».
Δυσανασχετώντας, χωρίς να το δείξει, μπήκε στο μηχανουργείο, στην πάνω γραδελάδα του μηχανοστασίου και ζήτησε από τους τρίτους να αφήσουν τη δουλειά που τους είχε αναθέσει και να τον βοηθήσουν να αλλάξει τα φίλτρα. Η δουλειά έγινε γρήγορα και καλά και ο μαστρο-Χαρίλαος ηρέμησε. Στον καφέ, έμεινε στο καπνιστήριο, λίγο πίσω από τους άλλους, και ζήτησε από τον πρώτο να μην τον προσβάλλει μπροστά στους άλλους μηχανικούς. Ο μαστρο-Χαρίλαος ήταν άνθρωπος με κατανόηση και κατάλαβε πως έκανε λάθος. Συζητήσανε λίγο ακόμα για το Stand-By της επόμενης μέρας, που θα φτάνανε στο Kobe και η ημέρα κύλισε ομαλά, μέχρι το σκόλασμα.
Τούτο το ταξίδι ήταν βάσανο. Όχι ότι δεν είχε ξαναταξιδέψει τον Ατλαντικό και τον Ινδικό, κάθε άλλο. Αλλά τις τελευταίες 20 μέρες του ταξιδιού, μέχρι να περάσουν το Malacca Strait και να βγουν στον Ειρηνικό, είχαν πέσει πάνω στους μουσώνες και ο Ινδικός ήταν σ’ όλη τη διαδρομή φουρτουνιασμένος. Κι όταν έπεφτε ο καιρός για λίγες μέρες ή ώρες, ήταν κι αυτό το καταραμένο το σουέλ που δε σ’ άφηνε να σταθείς όρθιος πουθενά. Μόνο όταν πέρασαν στη Θάλασσα της Κίνας, στον Ειρηνικό, ησύχασε λίγο η θάλασσα και μπόρεσαν να κοιμηθούν φυσιολογικά. Τώρα που πλησίαζαν στο Kobe, είχανε ευτυχώς ήρεμη θάλασσα.
Ο Αχιλλέας σηκώθηκε από το κρεβάτι, μπήκε στην τουαλέτα, έπλυνε τη μούρη του, βούρτσισε τα δόντια του, φόρεσε τη φόρμα της δουλειάς, έβαλε και τον φακό στην τσέπη και κατευθύνθηκε προς την τραπεζαρία. Μπήκε μέσα, με τα καθιερωμένα «καλημέρα» και «καλή όρεξη» και κάθισε στη θέση του. Με απογοήτευση συνειδητοποίησε πως άλλη μια μέρα θα ξεκινούσε με το ίδιο άνοστο πρωινό, που το είχαν βαφτίσει «μπρέκφαστ», με τα ίδια άνοστα και πολυκαιρισμένα αυγά, ξεροτηγανισμένα σε κακής ποιότητας μαργαρίνη, με το ίδιο άνοστο μπέικον και με το ίδιο άνοστο ψωμί, που ζυμώθηκε πριν δυο βδομάδες και φυλάχτηκε στον «χορταρά» του ψυγείου, για να σερβιριστεί μπαγιάτικο εκείνο το πρωί. Δίπλα του καθόταν ο καπετάν-Δημήτρης, ο γραμματικός, έτοιμος κι αυτός για δουλειά. Συζητήσανε τα τετριμμένα και ο γραμματικός του είπε ότι το σούρουπο, κατά τις 8, θα φτάνανε στο Kobe να πάρουνε τον πιλότο. Χαιρετηθήκανε και κατέβηκε στο μηχανοστάσιο.
Βρήκε τον Αντώνη, τον τρίτο της 8–12 και του έδωσε οδηγίες για τράνσφερ πετρελαίου από το δεξί storage στο settling της μηχανής. Μετά, τσεκάρισε και το service του ντίζελ, βεβαιώθηκε ότι ήταν γεμάτο και ξεκίνησε να μοιράσει δουλειά στο προσωπικό. Είπε του Παύλου, του 17χρονου καθαριστή, ενός πρωτόμπαρκου έφηβου από κάποιο χωριό της βόρειας Ελλάδας, να πάει στο τιμονάκι και να το καθαρίσει καλά από τα λάδια που είχαν μαζευτεί στην πλατφόρμα. Ζήτησε από τους δόκιμους, τον Μήτσο και τον Παντελή να συμμαζέψουν λίγο την αποθήκη με τα ανταλλακτικά και το μηχανουργείο και ο ίδιος πήγε να βάλει μπροστά τη Νο. 3 ηλεκτρομηχανή, λέγοντας του μαστρο-Τάσου, του ηλεκτρολόγου να είναι έτοιμος σε 5–10 λεπτά να την παραλληλίσει, για να την δοκιμάσει.
Λίγο μετά τη δοκιμή της ηλεκτρομηχανής, πήρε τον πρώτο στην καμπίνα του και τον ενημέρωσε ότι όλα είναι εντάξει για το βραδινό Stand-By. Τον ρώτησε αν υπάρχει στο πλάνο των εργασιών επιθεώρηση για κανένα έμβολο, όταν πέσουν δίπλα κι αυτός του είπε ότι έχει σειρά το Νο. 6 της μηχανής, γιατί έχει συμπληρώσει τις ώρες του.
Στον καφέ, καλαμπουρίσανε λίγο με το υπόλοιπο πλήρωμα. Όλοι αδημονούσαν να δέσει το βαπόρι στον ντόκο και να βγουν έξω το βράδυ στα μπαρ του Kobe. Νέα παιδιά, χωρίς ιδιαίτερες οικογενειακές υποχρεώσεις οι περισσότεροι, με το μάτι τους να γυαλίζει από την κλεισούρα και το μακρύ ταξίδι, είχαν όλοι το μυαλό τους στις «παστρικές» Γιαπωνεζούλες του λιμανιού, που ήξεραν ότι κι αυτές είχαν ιδιαίτερη προτίμηση στους Έλληνες. Ο Αχιλλέας ήταν σκεφτικός και λιγομίλητος. Το μυαλό του τριγύρναγε πότε στην Αφροδίτη του και πότε στη δουλειά, κάνοντας αναπάντεχα άλματα στη σκέψη, από τη μιαν έγνοια στην άλλη. Πριν κατέβουν πάλι για δουλειά, ενημέρωσε τον Πέτρο, τον τρίτο της 12–4 που είχε σηκωθεί, ότι την επόμενη θα είχαν έμβολο, να φροντίσει να μην ξενυχτήσει όταν θα βγει εξόδου το βράδυ. Στους δοκίμους είπε, μόλις κατέβουν, να αρχίσουν να μαζεύουν τα εργαλεία για την επιθεώρηση του εμβόλου, να είναι έτοιμα για την άλλη μέρα. Ο ίδιος πήγε στην αποθήκη με τα ανταλλακτικά να ελέγξει τα χρειαζούμενα για την επιθεώρηση.
Η μέρα κύλησε ομαλά και στις 4 η ώρα το απόγευμα ο Αχιλλέας έδιωξε όλο το προσωπικό από το μηχανοστάσιο να κάνουν ένα μπάνιο και να ξεκουραστούν. Ο ίδιος ανέβηκε μετά από λίγο στην καμπίνα του, πλύθηκε, έβαλε τη φόρμα στο λώντρυ και ανέβηκε στην καμπίνα του πρώτου. Χτύπησε τη μισάνοιχτη πόρτα και ακούγοντας το «εμπρός» του μαστρο-Χαρίλαου, την άνοιξε και μπήκε. Τον βρήκε στο γραφείο του να ψάχνει κάτι στο βιβλίο οδηγιών της μηχανής.
— Καλησπέρα, τσιφ. Να περάσω;
— Καλώς τον. Πέρνα μέσα. Κάτσε.
Ο Αχιλλέας έκατσε στην καρέκλα, δίπλα στο γραφείο.
— Τι ψάχνετε, τσιφ, αν επιτρέπεται;
— Μου έστειλαν από το γραφείο τις τελευταίες τεχνικές οδηγίες της Sulzer. Λένε ότι σε κάθε επιθεώρηση εμβόλου, πρέπει να ελέγχεται και το fire ring, που είναι στο πάνω μέρος του χιτωνίου.
— Τι είδους έλεγχο να κάνουμε, δηλαδή;
— Να, λένε να το κοιτάμε αν έχει σημάδια φθοράς, κανένα κρακ και τέτοια. Μάλιστα, λένε ότι σε κάποιες περιπτώσεις αυτό έσπασε και έπεσε μέσα στον κύλινδρο, όταν δούλευε η μηχανή και τα έκανε όλα λίμπα. Χιτώνιο, έμβολο, καπάκι, ελατήρια, όλα διαλύθηκαν.
— Τσιφ, αυτό είναι πολύ σοβαρό. Πριν λίγο που κοίταγα στα σπερ, είδα ότι έχουμε δυο καινούργια δαχτυλίδια.
— Εμείς θα το ελέγξουμε πάντως, όταν βγάλουμε το πιστόνι.
— Εγώ, τσιφ, προτείνω να το αλλάξουμε προληπτικά. Έτσι κι αλλιώς σαν ανταλλακτικό δε στοιχίζει πολλά. Και να παραγγείλουμε άμεσα να μας στείλουν μερικά να έχουμε, ώστε κάθε φορά που βγάζουμε έμβολο, να τα αλλάζουμε προληπτικά. Σκέφτεστε τι καταστροφή μπορεί να υπάρξει αν σπάσει κάποιο, ειδικά αν σπάσει αυτό, στο έμβολο που θα βγάλουμε αύριο; Δεν μας ξεπλένει ούτε ο Ιορδάνης ποταμός μετά!
— Εντάξει, Αχιλλέα να το αλλάξουμε προληπτικά, όπως λες.
— Μας είπαν πόσες μέρες υπολογίζουν ότι θα μείνουμε;
— Όχι, αλλά πιστεύω ότι καμιά 10αριά μέρες θα τις φάμε σίγουρα.
— Θέλετε κάτι άλλο να μου πείτε. Σε λίγη ώρα πρέπει να κατέβουμε για το Stand-By. Φτάνουμε.
— Όχι, δεν θέλω κάτι άλλο. Όταν μας ειδοποιήσουνε, ειδοποίησε και τον ηλεκτρολόγο, κατέβα και πάρε μαζί σου και τον Πέτρο. Έτσι κι αλλιώς, όταν δέσουμε, οι βάρδιες θα σπάσουν.
— Εντάξει, τσιφ. Πάω να ετοιμαστώ και θα κατέβω όταν μας ειδοποιήσουν.
— Πήγαινε και θα κατέβω κι εγώ μετά από λίγο στο Stand-By.
Ο Αχιλλέας βγήκε απ’ του πρώτου και πήγε κατευθείαν στη καμπίνα του. Είχε λίγη ώρα ακόμα και έκατσε να γράψει ένα γράμμα για την Αφροδίτη. Άνοιξε την κόλλα και …κόλλησε. Δεν ήξερε πως να ξεκινήσει και τι να πρωτογράψει. Ακούμπησε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του και έμεινε αρκετή ώρα έτσι. Στο μυαλό του τριγύριζαν σκέψεις – πόσο ταλαιπωρείται ο ίδιος για να ζήσει η οικογένειά του, τι τραβάνε οι ναυτικοί για να αυγαταίνουν τα κέρδη των εφοπλιστών, πως δεν αντέχονται οι ατέλειωτες περατζάδες που για βδομάδες πολλές βλέπεις μόνο ουρανό και θάλασσα, πόσο αβάσταχτη είναι η μοναξιά, πόσο … Αλλά – σκέφτηκε – τι φταίει η γυναίκα του να τη φορτώσει κι αυτήν με τι έγνοιες του; Μετά, το πήρε απόφαση και πήρε το στυλό.
«Αγαπημένη μου και λατρευτή μου γυναικούλα. Φτάνουμε απόψε στο Kobe και σε λίγο θα μας φωνάξουν για το Stand-By. Τούτο το ταξίδι ήταν δύσκολο, είχαμε συνέχεια καιρό και μας κούρασε. Όμως ελπίζω τώρα που θα φτάσουμε να ξεκουραστούμε λίγες μέρες. Εγώ καλά είμαι στη υγεία μου, αλλά κουράστηκα, δεν αντέχω τη μοναξιά. Θέλω να πιστέψω ότι το δάνειο τελειώνει όπου να’ ναι και έτσι κι εγώ να μπορέσω να ξεμπαρκάρω. 13 μήνες ο καιρός είναι πολύς. Και όσο περνάει ο καιρός, τόσο πιο πολύ μένεις καρφωμένη συνέχεια στη σκέψη μου. Να, χτες το βράδυ, σε ονειρεύτηκα πάλι, να με βλέπεις από ψηλά και να μου λες να προσέχω…»
Ντριιιιν!
Το μαγνητικό τηλέφωνο τον ξανάβαλε στο περιβάλλον της καμπίνας του.
— Εμπρός
— Καλησπέρα, δεύτερε, ο ανθυποπλοίαρχος από τη γέφυρα είμαι.
— Ναι, Διονύση, σ’ ακούω. Φτάσαμε;
— Σε μια ώρα παίρνουμε πιλότο, μάστορα.
— Εντάξει, σ΄ ευχαριστώ. Κατεβαίνω να ετοιμαστούμε.
Σηκώθηκε, έβαλε μια καθαρή φόρμα, έβαλε το φακό στην κωλότσεπη και βγήκε από την καμπίνα. Δίπλα, χτύπησε την καμπίνα του Πέτρου, άνοιξε την πόρτα και του είπε: «Πέτρο, σήκω και κατέβα σε λίγο στο σταμπάι. Φτάνουμε»
Έκανε το ίδιο και στην καμπίνα του ηλεκτρολόγου και πήρε το δρόμο για το μηχανοστάσιο. Στον διάδρομο, συνάντησε τον δόκιμο, τον Παντελή.
— Καλησπέρα, μάστορα, που πας;
— Φτάνουμε, Παντελή, στο σταμπάι πάω.
— Να κατέβω κι εγώ, μάστορα;
— Δεν σε χρειάζομαι, αλλά αν θέλεις να μαθαίνεις, κατέβα.
— Πάω ν’ αλλάξω κι έρχομαι.
Προχώρησε λίγο ακόμα στον αλουέ, άνοιξε την πόρτα του μηχανοστασίου και μπήκε μέσα, στην πάνω-πάνω πλατφόρμα. Κατέβηκε τη σκάλα προσεχτικά και σταμάτησε στα καπάκια της μηχανής. Έβγαλε τον φακό απ’ την κωλότσεπη, τον άναψε και έκανε μια γρήγορη βόλτα γύρω-γύρω, επιθεωρώντας τα καπάκια και τα τουρμποτσάρτζερ. Ικανοποιημένος από την επιθεώρηση, κατέβηκε τη σκάλα, μέχρι την τελευταία πλατφόρμα, στα χειριστήρια της μηχανής. Ο Αντώνης της 8–12, είχε μόλις παραλάβει βάρδια.
— Τι έγινε, μάστορα, φτάνουμε;
— Δε σε πήρανε τηλέφωνο από τη γέφυρα;
— Όχι, όσο είμαι εδώ, όχι.
— Καλά, θα πάρουνε όπου νά’ ναι. Ναι, φτάνουμε. Πάω να βάλω μπροστά την ηλεκτρομηχανή. Έχε το νου σου στο τηλέφωνο και στο χειριστήριο.
— Εντάξει, μάστορα.
Στη σκάλα φάνηκε να κατεβαίνει, σχεδόν κουτρουβαλώντας, ο Παντελής. Πίσω του οι φιγούρες του τρίτου, του Πέτρου και του μαστρο-Τάσου, του ηλεκτρολόγου. Ο Παντελής έφτασε πρώτος στην κάτω πλατφόρμα. Ο Αχιλλέας τον είδε και του έγνεψε.
— Παντελή, έλα μαζί μου, πάμε να βάλουμε ηλεκτρομηχανή.
Μέχρι να φτάσουν εκεί, από πίσω ερχόταν κι ο Πέτρος.
— Άσε, μαστρο-Αχιλλέα, θα τη βάλω εγώ μπροστά. Παντελή, έλα μαζί μου.
— Καλά, Πέτρο, πρόσεχε μόνο αργά-αργά να σηκώσεις στροφές, για να ζεσταθεί.
— Εντάξει, μάστορα.
Σε λίγο ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος της ηλεκτρομηχανής, να δουλεύει σαν μια καλοκουρδισμένη ραπτομηχανή. Ο Αχιλλέας γύρισε στον Αντώνη της βάρδιας:
— Ρίξε μια ματιά στις μπουκάλες του αέρα και στο κομπρεσέρ. Μόλις βάλουμε και τη δεύτερη ηλεκτρομηχανή, να ξεκινήσεις και το άλλο κομπρεσέρ για το σταμπάι. Με τους Γιαπωνέζους πιλότους ποτέ δεν ξέρεις, Μερικοί απ’ αυτούς νομίζουν ότι η μηχανή είναι σαν του αυτοκινήτου τους. Κάθε τόσο και λιγάκι “Πρόσω-Ανάποδα” βαράνε. Λες και η μηχανή στρίβει μόνο με τον αέρα.
— Πάω αμέσως, μάστορα.
Ο Πέτρος είχε γυρίσει, μαζί με τον Παντελή. «Όλα στον αυτόματο, μάστορα» είπε του Αχιλλέα. Αυτός γύρισε στον ηλεκτρολόγο:
— Ανέβα στον πίνακα και κάνε παραλληλισμό, Τάσο. Πες μας, μόλις μοιράσεις τα φορτία, να βάλουμε και το δεύτερο κομπρεσέρ.
— Εντάξει, δεύτερε, πάω.
Ψηλά, στη σκάλα φάνηκε η φιγούρα του πρώτου. Κατέβαινε αργά-αργά, χωρίς να βιάζεται, με τη σιγουριά του προϊσταμένου, που ξέρει ότι οι υφιστάμενοί του κάνουν τη δουλειά τους σωστά και με την προσοχή του παλιού ναυτικού, που γνωρίζει τον κίνδυνο των σκαλιών του μηχανοστασίου των πλοίων. Έκρυβε προσεχτικά από όλους το ελαφρύ χώλαιμα, «δώρο» από ένα απρόσεκτο κατέβασμα σε παλιό μηχανοστάσιο, που του είχε στοιχίσει μακρόχρονη παραμονή σε νοσοκομείο και του κληροδότησε το κουτσό βηματάκι στο δεξί πόδι.
— Καλησπέρα, παιδιά. Τι γίνεται, είμαστε έτοιμοι;
— (Όλοι μαζί) Καλησπέρα, τσιφ.
— (Αχιλλέας) Ετοιμαζόμαστε. Σε πέντε λεπτά θα σκαντζάρω τα πετρέλαια, να γυρίσω στο ντίζελ.
— Δεν έχουμε ακόμα σκαντζάρει;
— Όχι, τσιφ, έχουμε χρόνο. Η μηχανή σε 20 λεπτά το πολύ θα καίει ντίζελ. Θέλουμε ακόμα τουλάχιστον τρία τέταρτα μέχρι τον πιλότο. Γιατί να καίμε ντίζελ από τώρα;
— Καλά, κανονίστε.
— (Αχιλλέας, προς τον τρίτο της βάρδιας) Αντώνη, πάρε τον λαδά σου και τον Παντελή για να μαθαίνει και πηγαίνετε να σκαντζάρετε πετρέλαια. Και βάλε και το De-Laval του ντίζελ μπροστά να τραβάει από το δεξί settling του ντίζελ, που είναι γεμάτο. Θα χρειαστεί να κρατάμε γεμάτο το service του ντίζελ, γιατί δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει το σταμπάι. Προσοχή, μόνο στο ξεκίνημα του De-Laval. Θέλει τουλάχιστον 5 λεπτά να πιάσει φουλ στροφές. Μην ανοίξεις παροχές, πριν πιάσει τις στροφές του.
— (Αντώνης) Έννοια σου, μάστορα, ξέρω.
……………
Ντριιιιν! Βουουουμ!
Το τηλέφωνο του μηχανοστασίου, μαζί με την κόρνα του, ακούστηκε δυνατά.
- (Πέτρος) Μηχανοστάσιο, λέγετε.
— (Γέφυρα) Μαστρο-Πέτρο, σε 20 περίπου λεπτά φτάνει η πιλοτίνα, παίρνουμε πιλότο. Θα βαρέσουμε σταμπάι σε λίγο.
— Να χαμηλώσουμε στροφές με το σταμπάι;
— Ναι, κατεβείτε σε στροφές Full Ahead για μανούβρες.
— Εντάξει.
— (Αχιλλέας – στον Πέτρο που βγαίνει απ’ τον θάλαμο) Τι είπανε Πέτρο;
— Όπου να’ ναι, θα βαρέσουνε σταμπάι, να κατέβουμε σε στροφές μανούβρας.
Γκλιν-γκλαν, γκλιν-γκλαν, ο τηλέγραφος!
Το χέρι του Αχιλλέα, απαντά στην κλήση, ανεβοκατεβάζοντας το μοχλό του τηλέγραφου. Αμέσως, πιάνει το χειριστήριο της Sulzer και αρχίζει να κατεβάζει στροφές. Σε τρία λεπτά, η μηχανή δουλεύει με στροφές μανούβρας. Μια ματιά στην πίεση της μπουκάλας του αέρα, να βεβαιωθεί ότι είναι γεμάτη, άλλη μια στη θερμοκρασία του πετρελαίου, να βεβαιωθεί ότι η μηχανή δουλεύει σίγουρα στο ντίζελ και μετά στέκεται καρτερικά στο χειριστήριο, με την προσοχή στραμμένη στον τηλέγραφο.
- (Αχιλλέας προς τον Πέτρο) Πέτρο, το νου σου στις ηλεκτρομηχανές. Στείλε τον Παντελή να τσεκάρει τα κομπρεσέρ. Και τα δύο!
— (Πέτρος) Εντάξει, μάστορα, πάω.
— (Αχιλλέας προς τον Αντώνη) Αντώνη, τι κάνει το De-Laval του ντίζελ;
— (Αντώνης) Δουλεύει μια χαρά, μάστορα. Όμως βγάζει πολύ πράμα από την υπερχείλιση.
— (Αχιλλέας) Νερό ή λάσπη;
— (Αντώνης) Και τα δύο. Αλλά η λάσπη είναι πολλή.
— (Αχιλλέας προς τον πρώτο) Τσιφ, το τελευταίο ντίζελ που πήραμε απ’ το Cape Town, είναι σκέτη μούργα. Το φοβόμουνα, όταν είδα τα δείγματα. Απλά φοβάμαι μη μας δημιουργήσει προβλήματα με τις ηλεκτρομηχανές.
— (Πρώτος) Να αφήσουμε το De-Laval να κάνει τη δουλειά του. Να μην αλλάξεις δίσκο προς το παρόν, για να δούμε πόσο γρήγορα θα γεμίζει το sludge tank. Για την κύρια μηχανή δε μας νοιάζει, έτσι κι αλλιώς είναι φτιαγμένη να καίει βαριά πετρέλαια. Οι ηλεκτρικές μας ενδιαφέρουν.
— (Αχιλλέας) Εντάξει, τσιφ, θα το παρακολουθήσουμε.
Γκλιν-γκλαν, γκλιν-γκλαν
Half Ahead
………….
Το Stand-By τελείωσε κάποια στιγμή, γύρω στα μεσάνυχτα. Το βαπόρι έδεσε με τη αριστερή πλευρά στον ντόκο και η γέφυρα έδωσε το σινιάλο του Finished With Engines.
Ο Αχιλλέας, μαζί με τους άλλους βγήκαν από το μηχανοστάσιο, αφήνοντας τον λαδά της βάρδιας μόνο του και είπε στους υπόλοιπους να πάνε να ξεκουραστούν. Οι νεότεροι όμως, Πέτρος, Αντώνης και Παντελής, μαζί με κάποια άλλα παλικάρια του πληρώματος, θεώρησαν ότι θα ήταν αμαρτία να μην επισκεφθούν τα μπαρ με τις κοπέλες, και να περάσουν τη νύχτα μαζί τους. Μερικοί από αυτούς είχαν και τις «γνωριμίες» τους κιόλας με κάποιες, από προηγούμενα ταξίδια, που τους περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες. Στα γρήγορα, πλύθηκαν, άλλαξαν και που τους βρίσκεις, όλο και σε κάποιο από τα γνωστά μπαρ του Kobe, με τη Χιρόμι, τη Μίκι, την Κέικο, τη Μιτσούκι και κάθε λογής διαφορετική εξωτική Ασιάτισσα, που με τη σειρά της περιμένει τον Έλληνα ναυτικό, από τη μια μεριά να τον ξεπουπουλιάσει οικονομικά και από την άλλη να τον εξουθενώσει εντελώς σε μια παρατεταμένη ερωτική βραδιά, συνδυάζοντας για τον εαυτό της «το τερπνόν μετά του ωφελίμου».
Την άλλη μέρα ήταν όλοι στη δουλειά τους. Οι νεαροί, γεμάτοι χαμόγελα, αλλά και όλοι τους με έντονα τα σημάδια του ξενυχτιού – μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια, ασταθές περπάτημα, άλλαζαν μεταξύ τους με πειράγματα τις εμπειρίες της νύχτας. Κανένας τους όμως δεν έδειξε να βαρυγκωμάει, όταν ξεκίνησε η δουλειά για να βγει το έμβολο από τη μηχανή.
Ο Αχιλλέας συντόνισε τη δουλειά με προσοχή και με την ανάλογη επαγγελματική σοβαρότητα. Λύθηκε το καπάκι και βγήκε από τη θέση του, ενώ ένα άλλο συνεργείο είχε αναλάβει να απελευθερώσει το βάκτρο από τον σταυρό. Σηκώθηκε το έμβολο, μπήκε στη θέση για καθαρισμό και συντήρηση, ξύστηκε από τις καπνιές και τα υπολείμματα λαδιών και καμένων πετρελαιοειδών, αλλάχτηκαν τα ελατήρια του και ήταν έτοιμο να μπει πάλι στη θέση του, μέσα στο χιτώνιο της μηχανής. Οι δόκιμοι είχαν αναλάβει να καθαρίσουν καλά τις θυρίδες σάρωσης και εξαγωγής του χιτωνίου, ενώ ο Πέτρος μαζί με τον Αντώνη είχαν λύσει το stuffing box του βάκτρου, το καθάρισαν και άλλαξαν όλες τις ξύστρες του.
Στο τέλος της μέρας, το έμβολο είχε μπει στη θέση του, αφού είχε αλλαχτεί και το fire ring στο εσωτερικό του χιτωνίου, είχε τοποθετηθεί και το καπάκι και η δουλειά έκλεισε με επιτυχία. Ο Αχιλλέας ήταν ευχαριστημένος και το έδειχνε. Από την άλλη, ο πρώτος που παρακολουθούσε τη δουλειά από απόσταση, έδειξε κι αυτός την ικανοποίησή του.
Με το σκόλασμα, ο Αχιλλέας ανέβηκε στην καμπίνα του και έκανε ένα ζεστό και αναζωογονητικό μπάνιο που τον ανακούφισε από την κούραση της ημέρας. Μετά, έκατσε στο γραφειάκι της καμπίνας κι έπιασε πάλι το στυλό να τελειώσει το αρχινημένο γράμμα, που είχε μείνει στη μέση από την προηγούμενη.
Τώρα, η γραφή έγινε πιο εύκολη. Το τέλος του μακρινού ταξιδιού, η ικανοποίηση για το αίσιο τέλος της δουλειάς και τα χαρούμενα πρόσωπα των συναδέλφων του, μετά τη βραδινή τους έξοδο, όλα είχαν φέρει μιαν αλλαγή στην ψυχολογία του, που τον βοηθούσε πολύ να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του και να τελειώσει το γράμμα με αισιόδοξο τρόπο. Σκέφτηκε μάλιστα τι του έφταιγε και η Αφροδίτη του, να λάβαινε ένα γράμμα γιομάτο λύπησες και απογοήτευση. Άλλωστε, τι έμενε, ένα ταξίδι του γυρισμού, Ευρώπη ή Αμερική, όπου και να’ ταν, θα είχε συμπληρώσει πάνω από 15 μήνες και θα ξεμπαρκάριζε.
Μ’ αυτή τη σκέψη, τέλειωσε το γράμμα όμορφα:
«Αφροδίτη μου, ο καιρός πέρασε σχεδόν. Σε λίγες βδομάδες θα είμαστε πάλι μαζί. Κράτα για λίγο ακόμα την καρδιά σου, όπως θα την κρατήσω κι εγώ. Σε φιλώ γλυκά. Ο Αχιλλέας σου».
Και έπεσε στο κρεβάτι να κοιμηθεί. Αυτή τη φορά, ο ύπνος ήταν ανάλαφρος, πραγματική ξεκούραση. Στο όνειρό του ξανάρθε η Αφροδίτη του. Όχι όμως από ψηλά να του γνέφει, αλλά δίπλα του, με το χέρι της περασμένο στη μέση του. Να περπατάνε μαζί σε έναν ολάνθιστο κάμπο, με χρυσά στάχυα, μαργαρίτες και παπαρούνες και έναν ήλιο να τους ζεσταίνει γλυκά και να τους χαμογελά από ψηλά.
Παναγιώτης Μελάς
Συνταξιούχος ναυτεργάτης (Α’ Μηχανικός)
Το διήγημα «Το όνειρο» είναι μυθοπλασία, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα και δικές μου προσωπικές εμπειρίες, από τον καιρό που ταξίδευα σαν τρίτος και δεύτερος μηχανικός με τα φορτηγά του Ωνάση Αμερική-Ευρώπη-Ασία (Ιαπωνία κυρίως). Τα πρόσωπα και τα ονόματα είναι φανταστικά, αλλά προέρχονται από θύμισες ονομάτων παλιών συναδέλφων. Η εξιστόρηση των επιμέρους γεγονότων είναι κομμάτια από πραγματικές ιστορίες που έζησα, αλλά φυσικά όλη η «πλοκή» του διηγήματος είναι συρραφή αυτών των επιμέρους πραγματικών γεγονότων, χρονικά άσχετων μεταξύ τους, ώστε να στοιχειοθετηθεί ολόκληρο το διήγημα, σαν ενιαίο σύνολο, χωρίς βέβαια να λείπει και το φανταστικό στοιχείο.
Το διήγημα φτιάχτηκε σε μια μέρα, μετά από μια νυχτερινή έμπνευση. Είναι αφιερωμένο στους συναδέλφους μηχανικούς και συνολικά στο προσωπικό των μηχανοστασίων των βαποριών, για το οποίο κανένας μέχρι σήμερα – από αυτούς που εγώ γνωρίζω – δεν έχει γράψει κάτι. Χρησιμοποιεί την ιδιαίτερη γλώσσα των μηχανοστασίων, με τους όρους και τους ιδιωματισμούς που έχουν καθιερωθεί στη δουλειά μας, ίσως με κάποιες περισσότερο του δέοντος λεπτομέρειες, αλλά σαν τέτοιο θεώρησα αναγκαίο να γραφτεί.
Ακολουθεί ένα αναγκαίο Μικρό Γλωσσάρι, απαραίτητο για την κατανόηση άγνωστων ή δυσνόητων όρων του κειμένου, που πρέπει, κατά την άποψή μου, να συνοδέψει το κείμενο.
Ένα μικρό γλωσσάρι
- Σκάντζα, σκαντζάρω = Αλλαγή, αλλάζω. Ειδοποίηση για ξύπνημα ή αλλαγή βάρδιας.
- Κόντρα-γέφυρα = το πάνω μέρος της γέφυρας του πλοίου, όπου συνήθως είναι τοποθετημένες οι κεραίες του ασυρμάτου και των άλλων μέσων επικοινωνίας, τα scanner των ραντάρ, κλπ.
- Τουρμποτσάρτζερ = Ο στροβιλοκίνητος με καυσαέρια υπερτροφοδότης αέρα της μηχανής, ίδιο πράγμα με το γνωστό τούρμπο των μηχανών των αυτοκινήτων, μόνο πολύ πιο μεγάλο φυσικά.
- Οβερτάιμ = Υπερωρία.
- Γραδελάδα = Λαμαρινένια πλατφόρμα-επίπεδο σε ορισμένο ύψος στο μηχανοστάσιο. Τα μηχανοστάσια διαθέτουν διάφορα επίπεδα-πλατφόρμες, που ενώνονται μεταξύ τους με εσωτερικές σκάλες, στα οποία υπάρχουν διατεταγμένα μηχανήματα, επιστόμια, μοχλοί και άλλα αντικείμενα, για τα οποία απαιτείται πρόσβαση από το προσωπικό, η οποία θα ήταν αδύνατη αν δεν υπήρχαν αυτά τα επίπεδα. Η προέλευσή της είναι, είτε από την αγγλική λέξη grading, που σημαίνει λαμαρίνα με πλέγμα ή με αντιολισθητικές προεξοχές, είτε από τις ιταλικές λέξεις grande landa, που σημαίνουν μεγάλη ατσάλινη πλάκα (επιφάνεια που πατάμε). Και οι δυο προελεύσεις είναι φυσικά αμφιλεγόμενες.
- Stand-By – σταμπάι = Όρος που υποδηλώνει κατάσταση ετοιμότητας με την υποχρεωτική παρουσία του πληρώματος σε διάφορες θέσεις του πλοίου, όπως είναι και το μηχανοστάσιο, προκειμένου να φέρουν σε πέρας μανούβρες (χειρισμούς) άφιξης σε λιμάνι και πρόσδεσης σε προκυμαία ή αγκυροβόλιο, ή αναχώρησης από τέτοιο σημείο ή διέλευσης από στενά περάσματα (όπως διώρυγες, ποτάμια, λίμνες κλπ.). Η λέξη «σταμπάι» είναι φυσικά η πρόχειρη και απλοϊκή «ελληνοποίηση», παράφραση του αγγλικού όρου stand-by, όπως έχει γίνει και για πάρα πολλούς ξενόφερτους όρους, π.χ. «ιβιλάι» από τον όρο Irwin Line, «μπόμπα» από τον όρο pump (αντλία), «πιστόνι» από τον όρο piston (έμβολο), «κουζινέτο» από τον (ιταλικό) όρο cuscinetto (τριβέας), κλπ.
- Malacca Strait = Στενό πέρασμα στην περιοχή της Ινδοκίνας, ανάμεσα στη νήσο Σουμάτρα και στη χερσόνησο της Μαλαισίας, όπου βρίσκεται η Σιγκαπούρη.
- Μουσώνες = Ισχυροί εποχικοί άνεμοι που δημιουργούνται κυρίως στον Ινδικό Ωκεανό και στη Νότια Σινική θάλασσα και διακρίνονται σε θερινούς και χειμερινούς.
- Σουέλ = Φουσκοθαλασσιά ή, όπως λέγεται επιστημονικά, αποθαλασσία. Από την αγγλική λέξη swell. Είναι η κατάσταση της θάλασσας που παρουσιάζει βουβό και ενίοτε και αρκετά μεγάλο κυματισμό, χωρίς να φυσάει ισχυρός άνεμος για να τον δημιουργήσει. Είναι κατάσταση που προέρχεται από προηγούμενη τρικυμία λόγω θύελλας και έχει αφήσει πίσω της τον κυματισμό.
- Χορταράς = Ο θάλαμος της ψυκτικής εγκατάστασης του πλοίου, στον οποίο φυλάσσονται και συντηρούνται τα λαχανικά και τα φρούτα. Η συνηθισμένη διάταξη μιας μεγάλης ναυτικής ψυκτικής εγκατάστασης έχει κατ’ ελάχιστο, έναν θάλαμο για τα λαχανικά, έναν υψηλής κατάψυξης για τα κρέατα και άλλον έναν ίδιο για τα ψάρια. Κάποιες πιο σύγχρονες διαθέτουν και προθάλαμο, όπου φυλάσσονται τα ξερά ζυμαρικά, και άλλες τροφές, που δεν απαιτούν ιδιαίτερη ψύξη να συντηρηθούν, αλλά αν μείνουν εκτός ψυγείου, θα καταστραφούν.
- Γραμματικός = Ο υποπλοίαρχος
- Τράνσφερ = Από την αγγλική λέξη transfer (μεταφέρω, μεταγγίζω). Κατά λέξη σημαίνει μετάγγιση πετρελαίου από μια δεξαμενή σε μιαν άλλη.
- Storage–Settling-Service = Ονομασίες των δεξαμενών καυσίμων (πετρελαίου) του πλοίου, με διαφορετικό προορισμό η κάθε μία (αποθήκευσης, καθίζησης, εξυπηρέτησης).
- Τιμονάκι = Ο ξεχωριστός χώρος (διαμέρισμα) του μηχανήματος πηδαλίου, συνήθως τοποθετημένος στην πρυμναία μεριά του πλοίου, πίσω από το μηχανοστάσιο.
- Παραλληλίζω-παραλληλισμός (ηλεκτρομηχανών) = Η κατάλληλη διεργασία σύνδεσης δυο ή περισσοτέρων ηλεκτρογεννητριών στον ηλεκτρολογικό πίνακα ελέγχου στο μηχανοστάσιο, προκειμένου να διαμοιραστούν τα ηλεκτρικά φορτία από μία σε δύο ή περισσότερες ηλεκτρογεννήτριες, για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων, όπως είναι οι μανούβρες του πλοίου.
- Ντόκος = Η προκυμαία πρόσδεσης του πλοίου στο λιμάνι.
- Λώντρυ = Το πλυντήριο επαγγελματικού τύπου στο πλοίο, όπου το πλήρωμα πλένει τα ρούχα του, συνήθως της δουλειάς. Από την αγγλική λέξη
- Τσιφ = Προσφώνηση για τον πρώτο μηχανικό – πρωτίστως — και τον υποπλοίαρχο, προερχόμενη από την αγγλική λέξη chief, ως η μία από τον συνθετικό τίτλο Chief Engineer ή Chief Officer. Επίσης και για τον αρχικαμαρώτο (Chief Stewart). Στην ποντοπόρο ναυτιλία κυρίως συνηθίζεται να αποκαλείται «τσιφ» από όλους πάνω στο πλοίο ο πρώτος μηχανικός, ενώ με την ίδια προσφώνηση αποκαλούν τον υποπλοίαρχο μόνο οι υφιστάμενοί του και τον αρχικαμαρώτο οι δικοί του υφιστάμενοι.
- Sulzer = Μεγάλος οίκος κατασκευής ναυτικών μηχανών ντίζελ και όχι μόνο. Σήμερα κάτω από τον οίκο Wartsila, που τον αγόρασε.
- Fire Ring = Ειδικό μεταλλικό δαχτυλίδι, που τοποθετείτο παλιότερα στο πάνω μέρος του κυλίνδρου (χιτωνίου) των κύριων μηχανών ντίζελ της Sulzer.
- Χιτώνιο = Το εσωτερικό μέρος του κυλίνδρου της μηχανής, μέσα στο οποίο παλινδρομεί το έμβολο. Στις μεγάλες ναυτικές μηχανές, οι κύλινδροι διαθέτουν χιτώνια στο εσωτερικό τους, σε αντίθεση με τις μικρές μηχανές εσωτερικής καύσης (βενζινομηχανές ή ντιζελομηχανές) των αυτοκινήτων, στις οποίες το εσωτερικό του κυλίνδρου είναι αναπόσπαστο στοιχείο του σώματος της μηχανής.
- Σπερ = Ανταλλακτικό. Από την αγγλική λέξη spare.
- Μαγνητικό τηλέφωνο = Τηλεφωνική συσκευή (και εγκατάσταση) πάνω σε πλοίο, με την οποία διασφαλίζεται η επικοινωνία μεταξύ σημαντικών σημείων (γέφυρα, μηχανοστάσιο, διαμέρισμα πηδαλίου, αντλιοστάσιο, καμπίνες καπετάνιου, πρώτου μηχανικού, υποπλοιάρχου, δεύτερου μηχανικού κ.α.), ακόμα κι αν δεν υπάρχει παροχή ρεύματος σε ολόκληρο το πλοίο (περίπτωση μπλακάουτ).
- Αλουές = Ο διάδρομος στους χώρους ενδιαιτήσεων. Από την αγγλική λέξη Alleyway.
- Κομπρεσέρ = Ο αεροσυμπιεστής
- De-Laval (ή Delaval) = Φυγοκεντρικός διαχωριστήρας. Ειδικό μηχάνημα, που περιστρέφεται με μεγάλη ταχύτητα και χρησιμοποιώντας την ιδιότητα της φυγόκεντρης δύναμης, διαχωρίζει το νερό και τα βαριά κατάλοιπα, από τα ελαιοειδή ή τα πετρελαιοειδή υγρά, προκειμένου αυτά να χρησιμοποιούνται καθαρά και απαλλαγμένα από προσμείξεις. Τέτοιου είδους μηχανήματα χρησιμοποιούνται σήμερα και σε εγκαταστάσεις ξηράς, όπως π.χ. σε βιομηχανίες τυποποίησης και συσκευασίας ελαιόλαδου και άλλων ελαιοειδών για τρόφιμα. Χρωστάει το όνομά του στον αρχικό κατασκευαστή, Σουηδικής προέλευσης, αλλά σήμερα υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί κατασκευαστές που φτιάχνουν τέτοια μηχανήματα. Όμως για τα πληρώματα των ελληνικών πλοίων, αυτός ο όρος έχει επικρατήσει, ανεξάρτητα από τον κατασκευαστή.
- Full Ahead = Πρόσω ολοταχώς. Είναι μια από τις θέσεις-εντολές του τηλεγράφου, που υποδηλούν την εκτέλεση μανούβρας, σε περιπτώσεις χειρισμών. Οι συνηθισμένες εντολές-θέσεις είναι οι παρακάτω:
Α. Για το Πρόσω
Full Ahead (Πρόσω ολοταχώς)
Half Ahead (Πρόσω ημιταχώς)
Slow Ahead (Πρόσω αργά)
Dead Slow Ahead (Πρόσω πολύ αργά)
Β. Για το Ανάποδα
Full Astern (Ανάποδα ολοταχώς)
Half Astern (Ανάποδα ημιταχώς)
Slow Astern (Ανάποδα αργά)
Dead Slow Astern (Ανάποδα πολύ αργά)
Και οι κοινές
Stand-By (Κατάσταση ετοιμότητας, έτοιμοι για μανούβρες – Σε κάποιους τηλέγραφους αυτή η θέση δεν υπάρχει)
Stop (Κράτει)
Finished With Engines (Τέλος με τις μηχανές – Τέλος χειρισμών).
- Sludge Tank = Δεξαμενή υποδοχής βαριών καταλοίπων (λάσπης) ελαιοειδών και πετρελαιοειδών. Είναι η δεξαμενή στην οποία καταλήγουν τα κατάλοιπα, μετά τον φυγοκεντρικό καθαρισμό του λαδιού ή του πετρελαίου.
- Βάκτρο, σταυρός, θυρίδες σάρωσης και εξαγωγής, stuffing box = Μέρη του εμβόλου, των εξαρτημάτων του και του κυλίνδρου της μηχανής, που αποκαλύπτονται και χρειάζονται καθαρισμό ή εργασία συναρμολόγησης/αποσυναρμολόγησης ή συντήρηση, όταν επιθεωρείται ένα έμβολο.