Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ Καισαριανής: Εκδήλωση τιμής και μνήμης στους αγωνιστές, που έπεσαν ηρωικά σε μάχη με τους γερμανοτσολιάδες, στους πρόποδες του Υμηττού, τον Ιούνη του 1944

Οι 7 ηρω­ι­κοί ΕΠΟ­Νί­τες της Και­σα­ρια­νής Στην πρώ­τη σει­ρά (από αρι­στε­ρά): Απόλ­λων Δαυ­λά­κος, Στέ­φα­νος Τσά­φος, Γιώρ­γος Πολε­μαρ­χά­κης. Στη 2η Νίκος Ντα­λιά­νης, Πρό­δρο­μος Αδρα­μί­το­γλου, Σωτή­ρης Βενιέ­ρης, Ανδρέ­ας Κρυσταλλάκος.

Στις 16–17 Ιού­νη 1944, έγι­νε μία από τις πιο αιμα­τη­ρές μάχες στη συνοι­κία μας, στην περιο­χή ανά­με­σα στη Μονή Και­σα­ρια­νής και τους Ταξιάρχες.
Η ανταρ­το­Ε­ΠΟ­Νί­τι­κη ομά­δα του Απόλ­λω­να Δαυ­λά­κου, μέλους του ΚΚΕ, εγκλω­βί­στη­κε και κυκλώ­θη­κε από εκα­το­ντά­δες γερμανοτσολιάδες.

Μαζί με τον Απόλ­λω­να ήταν οι: Πρό­δρο­μος Αδρα­μί­το­γλου, Σωτή­ρης Βενιέ­ρης, Ανδρέ­ας Κρυ­σταλ­λά­κος, Μιχά­λης Μενε­γά­κης, Νίκος Ντα­λιά­νης, Γιώρ­γος Πολε­μαρ­χά­κης και Στέ­φα­νος Τσά­φος. Όλοι τους έπε­σαν ηρω­ι­κά στη μάχη, αφού προ­κά­λε­σαν πολ­λές απώ­λειες στον εχθρό, εκτός από τον Στέ­φα­νο Τσά­φο που τραυ­μα­τί­ας, πιά­στη­κε αιχ­μά­λω­τος και εκτε­λέ­στη­κε αργό­τε­ρα στο Γουδί.

Την ίδια μέρα βρέ­θη­καν στο νεκρο­τα­φείο Και­σα­ρια­νής, κυριο­λε­κτι­κά κομ­μα­τια­σμέ­νοι, ο Κυριά­κος Φερε­ντί­νος και ο Γερ­μα­νός Χατζη­νό­που­λος.

Στην εκδή­λω­ση που διορ­γα­νώ­νου­με τιμά­με τα ηρω­ι­κά αυτά παι­διά της πόλης μας, καθώς και όλους τους Και­σα­ρια­νιώ­τες, που ακο­λού­θη­σαν το παρά­δειγ­μα των χιλιά­δων αγω­νι­στών που βάδι­σαν ως το θάνα­το, στον αγώ­να για μια πατρί­δα λεύ­τε­ρη από τους κατα­κτη­τές και μια ζωή απαλ­λαγ­μέ­νη από τους εκμε­ταλ­λευ­τές του κόπου του λαού.

Η μελέ­τη της ιστο­ρί­ας του λαϊ­κού κινή­μα­τος, η ξεχω­ρι­στή συμ­βο­λή του λαού της συνοι­κί­ας μας – της ηρω­ι­κής Και­σα­ρια­νής- σε αυτό, δεν είναι επο­μέ­νως μια υπό­θε­ση που αφο­ρά το παρελθόν.
Μελε­τά­με την ιστο­ρία μας για να αξιο­ποι­ή­σου­με τα συμπε­ρά­σμα­τα της σήμε­ρα. Να ενι­σχύ­σου­με τα όπλα του κινή­μα­τος, να δώσου­με ώθη­ση στους αγώ­νες που ανα­πτύσ­σο­νται ώστε να μπει φραγ­μός στην πολι­τι­κή που σαν τσου­νά­μι παρα­σύ­ρει εργα­τι­κά δικαιώ­μα­τα και κατα­κτή­σεις που έχουν κερ­δη­θεί με ιδρώ­τα και αίμα.

5‑Σεπ-1944 ο 14χρονος μαθη­τής ΕΠΟ­Νί­της Ανδρέ­ας Λυκου­ρί­νος εκτε­λεί­ται από τους χιτλε­ρι­κούς κατα­χτη­τές στο Σκο­πευ­τή­ριο της Και­σα­ρια­νής, μαζί με την Ηρώ Κων­στα­ντο­πού­λου και άλλους 48 αγω­νι­στές που κρα­τού­νταν στο στρα­τό­πε­δο Χαϊδαρίου

Κοι­τώ­ντας το χθες μπο­ρού­με να βγά­ζου­με συμπε­ρά­σμα­τα για το σήμε­ρα και τρό­πους αντι­με­τώ­πι­σης αντί­στοι­χων κατα­στά­σε­ων. Η άνο­δος φασι­στι­κών οργα­νώ­σε­ων τότε και σήμε­ρα, σε περιό­δους κρί­σης του συστή­μα­τος, μόνο τυχαία δεν είναι. Προ­κει­μέ­νου να επι­βλη­θεί «τάξη», όπου ήταν ανα­γκαίο, μικρο­α­στι­κές και αστι­κές δυνά­μεις έδει­ξαν ανο­χή, ενώ και σε αρκε­τές περι­πτώ­σεις ακό­μη και ενί­σχυ­ση των μορ­φω­μά­των αυτών.

Τυχαίο επί­σης δεν ήταν και το πώς αντι­με­τω­πί­στη­κε τότε ο Φασι­σμός. Μέσα από τον οργα­νω­μέ­νο αγώ­να, συσπει­ρω­μέ­νος ο Λαός γύρω από δυνά­μεις που στό­χευαν τη μήτρα που γεν­νά τον φασι­σμό (ΚΚΕ, ΕΑΜ, ΕΠΟΝ, ΕΛΑΣ), μπό­ρε­σαν να δώσουν τη μάχη και να νική­σουν το θεριό του φασισμού.

Ο καθη­με­ρι­νός ταξι­κός αγώ­νας του τότε ενά­ντια στο σύστη­μα που γεν­νά­ει τον φασι­σμό, τους πολέ­μους και τη φτώ­χεια για τους λαούς, όχι με ωραία συν­θή­μα­τα και ευχές ή εκλο­γι­κά ποσο­στά, αλλά που έφτα­νε ακό­μη και μέχρι την υπέρ­τα­τη θυσία, να απο­τε­λέ­σει παρά­δειγ­μα για το σήμε­ρα. Μόνο έτσι μπο­ρεί η αλλη­λεγ­γύη να έχει το πραγ­μα­τι­κό της νόη­μα, μόνο έτσι μπο­ρού­με να ξεδο­ντιά­σου­με τους σύγ­χρο­νους γερ­μα­νο­τσο­λιά­δες, μόνο έτσι ο Λαός μας μπο­ρεί να οδεύ­σει σε ένα δρό­μο που θα υπο­τάσ­σει τον πλού­το που παρά­γε­ται στα δικά του συμφέροντα.

Δίνου­με στην πάλη αυτή όλες μας τις δυνά­μεις, συστρα­τευό­μα­στε με τις ταξι­κές δυνά­μεις του εργα­τι­κού κινή­μα­τος, το ριζο­σπα­στι­κό κίνη­μα των αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νων, της φτω­χής αγρο­τιάς, του κινή­μα­τος της νεο­λαί­ας και των γυναικών.

Με τους ταξικούς αγώνες του σήμερα
δίνουμε συνέχεια και τιμάμε τις θυσίες του χθες

Κυριακή 19 Ιουνίου 2022 στις 11.30 π.μ.

Το πρό­γραμ­μα της εκδήλωσης

09:00. Μνη­μείο Άρη Βελου­χιώ­τη, Ανα­ξα­γό­ρα & Αδελ­φών Τσάφου.

Έναρ­ξη ιστο­ρι­κού περιπάτου.

Ανα­θη­μα­τι­κή πλά­κα Περί­βο­λος Δημαρχείου

Ανα­θη­μα­τι­κή Οδε­μη­σί­ου 15 …

Κου­ντου­ριώ­του & Αν. Θράκης

Ανα­θη­μα­τι­κή στην είσο­δο του νεκρο­τα­φεί­ου Καισαριανής

Μνη­μείο μάχης πλη­σί­ον μονής.

10:30. Ανα­χώ­ρη­ση λεω­φο­ρεί­ων από την Πλα­τεία Και­σα­ρια­νής προς τον χώρο του μνημείου.

11:30. Έναρ­ξη εκδήλωσης

Με τους ταξικούς αγώνες του σήμερα δίνουμε συνέχεια και τιμάμε τις θυσίες του χθες.

Ο Θέμος Κορ­νά­ρος θα γρά­ψει για τον Ανδρέα Λυκου­ρί­νο στην “Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα” της 6 του Μάη 1945, το παρα­κά­τω κεί­με­νο (από το βιβλίο του για­τρού Αντώ­νη Φλούν­τζη “Χαϊ­δά­ρι, κάστρο και βωμός της Εθνι­κής Αντί­στα­σης”, εκδ. Παπα­ζή­ση, Αθή­να 1986).

***

Ο Ανδρέ­ας Λυκου­ρί­νος γεν­νή­θη­κε στα 1931 κι ο κατα­κλυ­σμός της σκλα­βιάς τον βρί­σκει ένδε­κα χρο­νών. Πήρε ενερ­γό μέρος στην πρώ­τη φάση του αγώ­να. Στην επί­θε­ση πεί­νας. Το Ελλη­νι­κό φρού­ριο κρά­τη­σε άμυ­να γερή ένα χρόνο…

Έπρε­πε να δια­λέ­ξει μετα­ξύ του σχο­λι­κού βαθ­μο­λο­γί­ου και του ανοι­χτού αγώ­να της πατρί­δας του. Ητα­νε ο πρώ­τος μαθη­τής. Αυτό δεν τον εμπό­δι­σε καθό­λου να βρει τα πόστα του παρά­νο­μου τύπου και να ακού­ει απ’ ευθεί­ας τη φωνή και τις εντο­λές του μαχό­με­νου Έθνους: «Κρα­τη­θεί­τε ζωντα­νοί. Η ζωή μας θα είναι το χρη­σι­μό­τε­ρο υλι­κό για τη μάχη, για τη ΝΙΚΗ».

Ο Λυκου­ρί­νος θεω­ρεί τον εαυ­τό του υπεύ­θυ­νο για τη ζωή των δικών του. Για τα τρία αδέρ­φια και τους γονείς του. Αγο­ρά­ζει και που­λά παλιά ρού­χα και παλιά παπού­τσια κι έσω­σε το σπί­τι του. Η δου­λειά του πατέ­ρα του περ­νού­σε κρί­ση. Ήτα­νε μαρα­γκός. Στην ξεγνοια­σιά του παι­δι­κού προ­σώ­που έρχε­ται η ευθύ­νη και η αγω­νία και βάζου­νε σφρα­γί­δα τίμιου άνδρα… Είχε νική­σει την πρώ­τη νίκη για λογα­ρια­σμό της αδού­λω­της πατρί­δας του. Είχε απο­κτή­σει αυτο­πε­ποί­θη­ση. Έχει επι­βλη­θεί και στους μικρούς και στους μεγά­λους. Και στην επι­θε­τι­κή φάση του αγώ­να, όταν το Έθνος γύρευε αρχη­γούς της κάθε ηλι­κί­ας και της κάθε γει­το­νιάς, ο Α. Λυκου­ρί­νος βρι­σκό­τα­νε κιό­λας τοπο­θε­τη­μέ­νος μόνος του, στο ηγε­τι­κό πόστο της νολαί­ας Μακρυγιάννη.

Έχει μπει στα 12 χρό­νια! Και καμα­ρώ­νει για­τί – προ­σθέ­το­ντας μόνος του δύο-τρία χρό­νια παρά πάνω – έφτια­χνε ένα νού­με­ρο που ξέφευ­γε κάπως από τα σύνο­ρα της νηπια­κής ηλικίας.

Είχε γίνει θρύ­λος μετα­ξύ των τσο­λιά­δων, συζη­τιό­νταν μ’ ανη­συ­χία τα κατορ­θώ­μα­τα κάποιου «μωρού», στο Κουκάκι.

Το αντάρ­τι­κο γύρευε όπλα. Οι οργα­νώ­σεις είχα­νε πάντα ανοι­χτό έρα­νο γι’ αυτό το σκο­πό. Ο Α. Λυκου­ρί­νος πήρε πρω­το­βου­λία: Με δεκα­ρο­λο­γή­μα­τα δου­λειά δεν γίνε­ται. Πιο δύσκο­λα βρί­σκο­νται τα όπλα, παρά τα λεπτά. Μ’ ένα ψευ­το­πί­στο­λο, πήλι­νο, παρα­φυ­λά­ει ένα βρά­δυ σε μια γωνιά. Κι αφο­πλί­ζει τον πρώ­το τσο­λιά. Πετά­ει τον πηλό. Και μ’ αλη­θι­νό όπλο πια μαζεύ­ει και πιστό­λια και χει­ρο­βομ­βί­δες και στο­λές ακό­μη. Δεν είναι λίγοι οι τσο­λιά­δες που ανα­γκά­στη­καν να φτά­σουν στη στρα­τώ­να τους, με τα εσώ­ρου­χα μόνο… Η Ειδι­κή Ασφά­λεια ενδια­φέρ­θη­κε. Τα Ες-Ες τα γερ­μα­νι­κά απαι­τού­νε από τους αρχη­γούς των ελλη­νι­κών Ες-Ες την εμπέ­δω­ση της «τάξε­ως» στις δυτι­κές συνοι­κί­ες της Αθή­νας, για­τί οι τσο­λιά­δες ζήτη­σαν… ενίσχυση.

Τίπο­τα δεν μπό­ρε­σαν. Όλα ήταν ήρε­μα. Οι μυστι­κοί που τοπο­θε­τή­θη­καν στη συνοι­κία δεν έβλε­παν καμιά ύπο­πτη κίνη­ση. Οι άνθρω­ποι πήγαι­ναν στις δου­λειές τους, γύρι­ζαν κου­ρα­σμέ­νοι, τα παι­διά παί­ζα­νε στην αυλή του σκο­λειού. Κι αν ρωτού­σαν και για βαθ­μούς, ο Λυκου­ρί­νος είχε τα πρω­τεία. Μπρο­στά τους περ­νού­σε με τα βιβλία στο χέρι. Τους ήξε­ρε. Δεν του ξέφευ­γε κανέ­νας από τους ανθρώ­πους της Ασφά­λειας. Η αυτο­ά­μυ­να του έγι­νε ένστι­κτο. Μαέ­στρος και σ’ αυτή τη δου­λειά. Θα τον ζήλευαν και μεγά­λοι και παλιοί και νέοι αγω­νι­στές για την τάξη και τη συνω­μο­τι­κό­τη­τά του. Μόνο που δεν περιο­ρι­ζό­τα­νε στις νυχτε­ρι­νές εξορ­μή­σεις. Στη μάχη του Μακρυ­γιάν­νη με τους τσο­λιά­δες του 1943, που κρά­τη­σε τέσ­σε­ρις ώρες, πήρε μέρος και ο Λυκουρίνος.

Ένα βρά­δυ το Μάη του 1943, οι Γερ­μα­νοί σήκω­σαν τον κόσμο στο πόδι στη συνοι­κία αυτή, με τους πυρο­βο­λι­σμούς και τις φωνές τους. Κυνη­γού­σαν στους δρό­μους κάτι σκιές. Ήτα­νε η παρέα του Λυκου­ρί­νου. Η δρά­ση του παι­διού γεμί­ζει δυο χρό­νια της σκλα­βιάς. Γίνε­ται παρά­δειγ­μα και θρύ­λος ανά­με­σα στους αγω­νι­στές της Εθνι­κής Αντί­στα­σης. Είναι ο φόβος κι ο τρό­μος των πρα­κτό­ρων του εχθρού.

Στις 4 του Ιού­νη 1944 βρέ­θη­κε ο φρι­κτός προ­δό­της, και στις 5 του Ιού­νη έξι χαφιέ­δες των ελλη­νι­κών Ες-Ες, μπλο­κά­ρου­νε το σπί­τι του Εθνι­κού αγω­νι­στή, στη συνοι­κία Κου­κά­κι (σσ. Γαλη­νού 41). Ζητούν τον Ανδρέα Λυκου­ρί­νο. Ο πατέ­ρας του ζητά­ει εξη­γή­σεις για το παι­δί. Κι αυτοί γυρεύ­ουν, εκτός από το παι­δί και το πιστό­λι που πήρε ψες το βρά­δυ από έναν δικό τους. Μα δε βρή­κα­νε τίπο­τα. Μόνο ένα παι­δά­κι αδύ­να­το, μια στα­λιά, που κοι­μό­τα­νε ξέγνοια­στα στο για­τά­κι του και πλάι στην καρέ­κλα είχε το κοντό του παντε­λο­νά­κι και τα βιβλία του σχο­λεί­ου του. Κάτω βρί­σκο­νταν και τα πεδι­λά­κια του Νο 32.

Αυτός είναι; ρωτού­νε τον πατέρα.
– Αυτός.

Εσύ είσαι; ρωτού­νε το ίδιο το παιδί.
– Ποιος;

– Ο τρομοκράτης!

– Οχι! Είμαι μαθη­τής. Πάω στη δεύ­τε­ρη Γυμνα­σί­ου στο 6ο Γυμνά­σιο, απα­ντά απαθέστατα.

Μα οι πλη­ρο­φο­ρί­ες τους είναι θετι­κές. Αρχί­ζει το ξύλο. Γυρεύ­ουν το πιστό­λι. Μα το πιστό­λι, ποιος ξέρει σε ποια βου­νο­κορ­φή θα ταξί­δευε πια κεί­νη την ώρα. Και πήρα­νε μόνο τον Ανδρέα, με το μαθη­τι­κό του πηλή­κιο στα άντρα τους. Πήρα­νε μέτρα εξαι­ρε­τι­κά ώσπου να φτά­σου­νε στην οδό Παπα­ρη­γο­πού­λου Νο 7. Εκεί ήταν η έδρα των ελλη­νι­κών Ες-Ες. Επι­κε­φα­λής της συνο­δεί­ας ήτα­νε ο Μάκης Μακρο­γιάν­νης, που υπη­ρε­τεί σήμε­ρα στην Εθνο­φυ­λα­κή με το βαθ­μό ανθυ­πα­σπι­στή. Η αλή­θεια είναι πως ζήτη­σε να σώσει το παι­δί. Ζήτη­σε τη βοή­θεια του πατέ­ρα του και δέκα λίρες, μέσω ενός άλλου της συνοδείας.

Το ανέ­κρι­ναν και το ρωτού­σαν, πού έχει κρυμ­μέ­νες τις λίρες; (Είχα­νε πλη­ρο­φο­ρί­ες πως έχει πολ­λές). Αφού δεν βγή­κε τίπο­τε, τον παρέ­δω­σαν την ίδια μέρα στην Ειδι­κή Ασφά­λεια και μετά τέσ­σε­ρις μέρες στα γερ­μα­νι­κά Ες-Ες της οδού Μέρ­λιν. Το κρε­μά­σα­νε, το κάψα­νε, του βάλα­νε στα νύχια καρ­φί­τσες. Μα αυτός εξα­κο­λου­θού­σε να είναι μαθη­τής της 2ης τάξης του 6ου Γυμνα­σί­ου και ο αλύ­γι­στος και παι­νε­μέ­νος αγω­νι­στής του Εθνι­κού Ελλη­νι­κού Αγώ­να της Αντί­στα­σης. Τέτοιος έμει­νε ως το τέλος. Τέτοιον τον γνώ­ρι­σε τον ήρωα Λυκου­ρί­νο και το Χαϊ­δά­ρι. Τώρα ήταν 14 χρο­νών. Στις 5 Σεπτέμ­βρη 1944 τον οδή­γη­σαν στο εκτε­λε­στι­κό. Στο δρό­μο βρή­κε τρό­πο να πετά­ξει ένα σημεί­ω­μα που έγραφε:

«Μπα­μπά με πάνε για εκτέ­λε­ση μαζί με τους (ανα­φέ­ρει ονό­μα­τα). Ειδο­ποί­η­σε παρα­κα­λώ τα σπί­τια τους. Μη στε­νο­χω­ριέ­στε. Ανδρέας».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο