Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πομπηία (Φωτο-Βίντεο): Νέα ευρήματα — Καλά διατηρημένα λείψανα δύο ανδρών

Η Πομπη­ία έχει ιστο­ρία που χρο­νο­λο­γεί­ται από τον 9ο π.Χ. αιώ­να και τελειώ­νει το 79, όταν, μετά έκρη­ξη του Βεζού­βιου, καλύ­πτε­ται από στρώ­μα ηφαι­στεια­κής στά­χτης και λαπί­λια ύψους περί­που έξι μέτρων.

Η ανα­κά­λυ­ψή της και οι σχε­τι­κές ανα­σκα­φές, που ξεκί­νη­σαν το 1748, έφε­ραν στο φως έναν αρχαιο­λο­γι­κό χώρο που το 1997 έγι­νε ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι της παγκό­σμιας πολι­τι­στι­κής κλη­ρο­νο­μιάς της UNESCO ‑το δεύ­τε­ρο ιτα­λι­κό μνη­μείο σε επι­σκέ­ψεις μετά το μου­σείο του Κολοσ­σαί­ου, της Ρωμαϊ­κής Αγο­ράς (Foro Romano) και του Παλα­τί­νου Λόφου (Palatino)

Δεί­τε σύντο­μη παρου­σία στο τέλος του σημειώματος

Τα λεί­ψα­να δυο ανθρώ­πων (ανδρών)  θαμ­μέ­να κάτω από ένα στρώ­μα στά­χτης 2 μέτρων ανα­κα­λύ­φθη­καν στην Πομπη­ία της Ιτα­λί­ας κατά τη διάρ­κεια των εργα­σιών της Civita Giuliana στα ερεί­πια βίλας, στα περί­χω­ρα της Πομπη­ί­ας, που κατα­στρά­φη­κε από την έκρη­ξη του Βεζού­βιου το 79 μ.Χ.

Κρί­νο­ντας από τα οστά των κρα­νί­ων και τα δόντια, οι αρχαιο­λό­γοι εκτι­μούν ότι ο ένας εκ των δυο ήταν νέος, μετα­ξύ 18–25 ετών.

Η σπον­δυ­λι­κή του στή­λη είχε συμπιε­σμέ­νους δίσκους, γεγο­νός που τους οδη­γεί στην υπό­θε­ση ότι έκα­νε χει­ρω­να­κτι­κή εργα­σία, πιθα­νά ήταν σκλά­βος. Ο άλλος είχε ρωμα­λέα δομή οστών και πέθα­νε με τα χέρια στο στή­θος και τα πόδια λυγι­σμέ­να και ανοι­χτά ‑εκτι­μά­ται ότι ήταν 30–40 ετών.

Έχουν δια­τη­ρη­θεί μέρη των κρα­νί­ων και των οστών και των δυο.

Οι αρχαιο­λό­γοι γέμι­σαν με γύψο τις κενές κοι­λό­τη­τες των σορών –με μια τεχνι­κή (ΣΣ |> χρη­σι­μο­ποιεί­ται από το 1800), που δίνει όχι μόνο την εικό­να του σχή­μα­τος και της θέσης, αλλά και την αίσθη­ση ότι τα λεί­ψα­να «μοιά­ζουν με αγάλ­μα­τα», σημειώ­νει σχε­τι­κά ο αρχαιο­λό­γος Massimo Osanna (Μάσι­μο Oσά­να) υπεύ­θυ­νος του αρχαιο­λο­γι­κού πάρ­κου της Πομπηίας.

Τα λεί­ψα­να βρέ­θη­καν σε ένα δωμά­τιο υπό­γειου δια­δρό­μου της βίλας και οι αρχαιο­λό­γοι εικά­ζουν ότι τα θύμα­τα θεώ­ρη­σαν πως εκεί θα είναι πιο προ­στα­τευ­μέ­να από το ηφαί­στειο και εκτι­μούν ότι ξέφυ­γαν μεν από την αρχι­κή βρο­χή στά­χτης από τον Βεζού­βιο, αλλά υπέ­κυ­ψαν από μια ισχυ­ρή πυρο­κλα­στι­κή ροή την επό­με­νη της έκρηξης.

Ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα:

Κατά τις ανα­σκα­φές που βρί­σκο­νται σε εξέ­λι­ξη (περί­που 700 μέτρα ΒΔ από την πόλη, στην περιο­χή της προ­α­στια­κής βίλας όπου βρέ­θη­καν τα λεί­ψα­να των τριών αλό­γων το 2017), βρέ­θη­καν οι σκε­λε­τοί δύο ανθρώ­πων σε ένα δια­μέ­ρι­σμα του cryptoporticus της βίλας, κάτω από ένα παχύ στρώ­μα σκλη­ρυ­μέ­νης τέφρας.

Οι μελε­τη­τές αφού ανέ­λυ­σαν τα οστά και έπει­τα κατα­σκεύ­α­σαν τα γύψι­να ομοιώ­μα­τα, σύμ­φω­να με την τεχνι­κή του διά­ση­μου Giuseppe Fiorelli (Νάπο­λη, 1823 — 1896), ιδρυ­τή της Αρχαιο­λο­γι­κής Σχο­λής της Πομπηίας.

Η τεχνι­κή του καστ-«calco», περι­λαμ­βά­νει την ανα­κα­τα­σκευή των σχη­μά­των των σωμά­των και της θέσης τους τη στιγ­μή του θανά­του, που είναι εφι­κτό  επει­δή τα θύμα­τα της έκρη­ξης καλύ­φθη­καν με πυρο­κλα­στι­κό υλι­κό που στη συνέ­χεια σκλη­ρύν­θη­κε, δημιουρ­γώ­ντας έτσι κενά γύρω από τα θύμα­τα, λόγω της απο­σύν­θε­σης της οργα­νι­κής ύλης.

Ο Fiorelli «ταύ­τι­ζε» αυτά τα κενά με «αρνη­τι­κά» των θυμά­των τη στιγ­μή του θανά­του τους και γεμί­ζο­ντας αυτά τα κενά με γύψο ή τσι­μέ­ντο (ΣΣ |> σήμε­ρα χρη­σι­μο­ποιού­νται πιο σύγ­χρο­να υλι­κά) ήταν δυνα­τό να ανα­κα­τα­σκευα­στούν τα σχή­μα­τα και οι θέσεις των θυμά­των της έκρη­ξης, λαμ­βά­νο­ντας πολ­λές πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κά με την ίδια την έκρη­ξη και τη ζωή στην Πομπη­ία εκεί­νη την εποχή.

Εν ολί­γοις, τα λεί­ψα­να που φαί­νο­νται στην Πομπη­ία δεν είναι μου­μιο­ποι­η­μέ­να, αλλά κατα­σκευά­ζο­νται χρη­σι­μο­ποιώ­ντας αυτήν τη μέθο­δο και –σε κάθε περί­πτω­ση δεν έχει νόη­μα να μιλά­με για την ανα­κά­λυ­ψη «άθι­κτων σωμάτων».

Τα δύο πρό­σφα­τα ανα­κα­λυ­φθέ­ντα θύμα­τα χτυ­πή­θη­καν κατά τη διάρ­κεια του επο­νο­μα­ζό­με­νου δεύ­τε­ρου πυρο­κλα­στι­κού ρεύ­μα­τος, που χαρά­μα­τα 25ης Οκτω­βρί­ου του 79 μ.Χ. κάλυ­ψε την Πομπη­ία και τη γύρω περιο­χή, οδη­γώ­ντας στο θάνα­το τους επι­ζώ­ντες που εξα­κο­λου­θού­σαν να υπάρ­χουν στην πόλη και στην ύπαι­θρο κατά τη διάρ­κεια εκεί­νου του «ήσυ­χου» μισά­ω­ρου με πολ­λούς επι­ζώ­ντες τόσο στην Πομπη­ία όσο και πιθα­νά στη Civita, όταν άφη­σαν τα σπί­τια τους σε μια μάταια προ­σπά­θεια να σωθούν. Στην περί­πτω­ση του συγκει­μέ­νου χώρου εκσκα­φής, είναι πιθα­νό ότι το πυρο­κλα­στι­κό ρεύ­μα είχε εισβά­λει στο περι­βάλ­λον από πολ­λά σημεία, κατα­πί­νο­ντάς το και θάβο­ντας στην τέφρα ολό­κλη­ρο το οικοδόμημα.

Το πρώ­το θύμα, που βρέ­θη­κε με το κεφά­λι λυγι­σμέ­νο, και με τα δόντια και τα οστά του κρα­νί­ου ορα­τά, από τις πρώ­τες μελέ­τες φαί­νε­ται να είναι ένας νεα­ρός άνδρας μετα­ξύ 18 και 23–25 ετών, ύψους περί­που 156 cm.

Η παρου­σία μιας σει­ράς σπον­δυ­λι­κών συν­θλί­ψε­ων, ασυ­νή­θι­στη για τη νεα­ρή ηλι­κία του ατό­μου, υπο­δη­λώ­νει ότι το αγό­ρι πραγ­μα­το­ποί­η­σε βαριά δου­λειά, και ως εκ τού­του –όπως ήδη ειπώ­θη­κε θα μπο­ρού­σε να είναι σκλάβος.

Βρέ­θη­καν ίχνη ενδυ­μά­των — φορού­σε κοντό χιτώ­να, από τα οποία το απο­τύ­πω­μα της χλα­μύ­δας στο κάτω μέρος της κοι­λιάς είναι σαφώς ορα­τό, με πλού­σιες και χοντρές πτυ­χές, η κρου­στό­τη­τα  του οποί­ου μαζί με τα ίχνη βαριού υφά­σμα­τος, δεί­χνουν ότι ήταν μάλλινο.

Το δεύ­τε­ρο θύμα, από την άλλη πλευ­ρά, έχει εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή θέση σε σύγκρι­ση με το πρώ­το, που επι­βε­βαιώ­νε­ται και σε άλλες περι­πτώ­σεις της Πομπη­ί­ας: το πρό­σω­πο έχει δια­χυ­θεί σε cinerite (ΣΣ |> κινε­ρί­της — ο βρά­χος που δημιουρ­γή­θη­κε με ηφαι­στεια­κή τέφρα), σε χαμη­λό­τε­ρο επί­πε­δο από το σώμα και ο γύψος οριο­θέ­τη­σε με ακρί­βεια το πηγού­νι, τα χεί­λη και τη μύτη, ενώ δια­τη­ρού­νται τα οστά του κρανίου.

Τα χέρια είναι διπλω­μέ­να ‑ακου­μπώ­ντας στο στή­θος, σύμ­φω­να με μια θέση που επι­βε­βαιώ­νε­ται σε άλλα καλού­πια, ενώ τα πόδια απλώ­νο­νται χωρι­στά και με τα γόνα­τα λυγισμένα.

Η ανθε­κτι­κό­τη­τα του θύμα­τος, ειδι­κά στο στή­θος, υπο­δη­λώ­νει ότι επί­σης σε αυτή την περί­πτω­ση είναι ένας άντρας, μεγα­λύ­τε­ρος από το άλλο θύμα, με ηλι­κία 30 έως 40 ετών και ύψος περί­που 162 cm.

Σε αυτό το θύμα παρου­σιά­ζε­ται ένα πιο αρθρω­τό ρού­χο από το άλλο, καθώς φορά­ει χιτώ­να και μαν­δύα (κάτω από το λαι­μό του θύμα­τος και κοντά στο στέρ­νο, όπου το ύφα­σμα δημιουρ­γεί εμφα­νείς και βαριές πτυ­χές, δια­τη­ρού­νται τα απο­τυ­πώ­μα­τα των υφα­σμά­των) σαφώς ορα­τό με ένα μάλ­λι­νο μαν­δύα που ξεκι­νά­ει από τον αρι­στε­ρό ώμο).

Σε αντι­στοι­χία με το άνω μέρος του αρι­στε­ρού βρα­χί­ο­να, εντο­πί­στη­κε επί­σης ένα απο­τύ­πω­μα δια­φο­ρε­τι­κού υφά­σμα­τος που σχε­τί­ζε­ται με χιτώ­να, το οποίο φαί­νε­ται να ήταν μακρύ μέχρι την πυε­λι­κή περιοχή.

Η ανα­σκα­φή της Civita Giuliana», είναι πολύ σημα­ντι­κή λέει ο διευ­θυ­ντής του Αρχαιο­λο­γι­κού Πάρ­κου της Πομπη­ί­ας, Massimo Osanna, «επει­δή διε­ξά­γε­ται μαζί με την Procura di Torre Annunziata (ΣΣ |> εισαγ­γε­λία της περιο­χής) για την απο­τρο­πή των παρά­νο­μων ανα­σκα­φών και απο­κα­λύ­πτει σημα­ντι­κά ευρή­μα­τα. Αυτά τα δύο θύμα­τα ανα­ζη­τού­σαν ίσως κατα­φύ­γιο στο criptoportico, όπου κατα­κλύ­ζο­νται από το πυρο­κλα­στι­κό ρεύ­μα στις 9 το πρωί. Ένας θάνα­τος από θερ­μι­κό σοκ, όπως απο­δει­κνύ­ε­ται επί­σης από τα άκρα ‑τα πόδια και τα χέρια συρρικνώθηκαν.
Ένας θάνα­τος που για μας σήμε­ρα είναι μια απί­στευ­τη πηγή γνώ­σης
».

Σε ποια στιγ­μή της έκρη­ξης πέθαναν;

Για να το κατα­λά­βε­τε, είναι απα­ραί­τη­το να επα­να­λά­βε­τε τις φάσεις του: από τις 13:00 στις 24 Οκτω­βρί­ου (πιθα­νώς για­τί η ακρι­βής ημέ­ρα της έκρη­ξης δεν είναι γνω­στή) έως τις 7 πμ. την επό­με­νη μέρα, η Πομπη­ία απο­τέ­λε­σε αντι­κεί­με­νο λου­τρού ελα­φρό­πε­τρας που ‑από την εκρη­κτι­κή στή­λη έπλη­ξε την πόλη.

Η καθί­ζη­ση των λευ­κών σωμα­τι­δί­ων (ΣΣ |> εν είδει ελα­φρό­πε­τρας)  διήρ­κε­σε επτά ώρες (από 13 έως 20), ενώ εκεί­νη των γκρί­ζων (ΣΣ |> μορ­φή ελα­φρό­πε­τρας κι αυτά) 12 ώρες (από 20 έως 7), οπό­τε σε όλη τη διάρ­κεια της βρο­χής μια αέριας ηφαι­στεια­κής στά­χτης είναι ~18–19 ώρες. Μετά την «ελα­φρό­πε­τρα», οι επι­ζώ­ντες χτυ­πή­θη­καν από το πρώ­το πυρο­κλα­στι­κό ρεύ­μα, περί­που στις 7 το πρωί της 25ης Οκτωβρίου.

Οι περισ­σό­τε­ροι από τους Πομπηούς, που επέ­ζη­σαν από την πρώ­τη φάση της έκρη­ξης, σίγου­ρα επέ­ζη­σαν από αυτό το πρώ­το ρεύ­μα, το οποίο δεν προ­κά­λε­σε σοβα­ρή ζημιά στις δομές.

Τα άλλα κύμα­τα, ξεκι­νώ­ντας από το δεύ­τε­ρο, ήταν πιο βίαια και προ­κά­λε­σαν τον μεγα­λύ­τε­ρο αριθ­μό θυμά­των στην περι­χή, ακο­λου­θώ­ντας τις πρώ­τες πρω­ι­νές ώρες το ένα το άλλο.

Το δεύ­τε­ρο, ειδι­κό­τε­ρα, μπό­ρε­σε να σπά­σει τα τοι­χώ­μα­τα εγκάρ­σια προς την κατεύ­θυν­ση ροής. Τα απο­θέ­μα­τα από αυτό το ρεύ­μα είναι μια πολύ συμπα­γής και καλά στρω­μα­το­ποι­η­μέ­νη γκρί­ζα τέφρα που περιέ­χει διε­σπαρ­μέ­νες ελα­φρό­πε­τρες. Οι ενα­πο­θέ­σεις που γέμι­σαν το περι­βάλ­λον στο οποίο έγι­ναν τα δύο καστ στο χώρο της Civita Giuliana αντι­προ­σω­πεύ­ο­νται εξ ολο­κλή­ρου από γκρί­ζα τέφρα που έχουν τα ίδια χαρα­κτη­ρι­στι­κά με τις απο­θέ­σεις cinerite στις οποί­ες τα περισ­σό­τε­ρα από τα θύμα­τα βρέ­θη­καν μέσα στα τεί­χη της Πομπη­ί­ας (του 2ου πυρο­κλα­στι­κού ρεύματος).

Είναι πιθα­νό ότι το πυρο­κλα­στι­κό ρεύ­μα εισέ­βα­λε στο περι­βάλ­λον από πολ­λά σημεία, κατα­κλύ­ζο­ντας και θάβο­ντας τα θύμα­τα σε στάχτη.

Το πάχος (πάνω από 2 m) είναι επί­σης συμ­βα­τό με το μέγι­στο πάχος στα κτί­ρια της Πομπη­ί­ας. Τα λεί­ψα­να ενσω­μα­τώ­θη­καν πλή­ρως στην τέφρα, επο­μέ­νως τα θύμα­τα σκο­τώ­θη­καν και θάφτη­καν –σίγου­ρα από το δεύ­τε­ρο πυρο­κλα­στι­κό ρεύμα.

Προς το παρόν, σύμ­φω­να με τους τεχνι­κούς που εργά­ζο­νται στην ανα­σκα­φή, δεν είναι δυνα­τόν να πού­με αν κάτω από αυτήν την από­θε­ση υπάρ­χουν άλλες στρα­το­γρα­φι­κές μονά­δες που σχε­τί­ζο­νται με άλλες φάσεις της έκρη­ξης ή αν η τέφρα στη­ρί­ζε­ται απευ­θεί­ας στο κάτω μέρος του περι­βάλ­λο­ντος (δάπε­δο, σκά­λες ή ράμπες).

Η συνέ­χι­ση της ανα­σκα­φής θα διευ­κρι­νί­σει λεπτο­με­ρώς τη στρατηγική.

Η Ιστορία της Πομπηίας

Περί­ο­δος Οσκα­νών (Oschi- Opici), Ελλή­νων και Ετρού­σκων

Οι πρώ­τες μαρ­τυ­ρί­ες της ζωής, αν και σπά­νιες, στην επι­κρά­τεια της Πομπη­ί­ας, το όνο­μα της οποί­ας προ­έρ­χε­ται είτε από την ελλη­νι­κή, είτε από την osco pompe (ΣΣ |>οι Όσκοι (Osci) ήταν αρχαί­ος λαός της Ιτα­λί­ας, που κατοι­κού­σαν μετα­ξύ της σημε­ρι­νής Καμπα­νί­ας και του Λατί­ου- σε πόλε­μο με τους Ετρού­σκους για την κατο­χή της περιοχής).

Στα τέλη του 9ου αιώ­να π.Χ., οι Opici, αν και ακό­μη νομά­δες, κατα­λαμ­βά­νουν την περιο­χή ως στρα­τη­γι­κή θέση σε ένα ορο­πέ­διο ύψους τριά­ντα μέτρων, σχη­μα­τι­σμέ­νο μετά από μια ροή λάβας του Βεζού­βιου, με από­το­μα φυσι­κά τεί­χη με θέα στη θάλασ­σα ‑σε ολό­κλη­ρο τον κόλ­πο της Νάπο­λης και κοντά στις εκβο­λές του ποτα­μού Sarno, ένα εξαι­ρε­τι­κό υδά­τι­νο από­θε­μα, δεδο­μέ­νης της έλλει­ψης πηγών στην περιοχή.

Οι πρώ­τοι μόνι­μοι οικι­σμοί χρο­νο­λο­γού­νται από τον 8ο αιώ­να π.Χ.

Με την άφι­ξη των Ελλή­νων στην Καμπα­νία, οι οποί­οι ίδρυ­σαν την αποι­κία της Pithecusa στο νησί Ischia (Ίσκια), μετα­ξύ 780 και 770 π.Χ., και την Cuma (Κού­μα), περί­που το 740 π.Χ., επί­σης και της Πομπη­ί­ας, αν και ποτέ δεν κατα­κτή­θη­κε στρα­τιω­τι­κά, μπαί­νει στην επιρ­ροή τους.

Η πιο σημα­ντι­κή κατα­σκευή αυτής της περιό­δου το Tempio Dorico (Δωρι­κός Ναός), δεν χτί­ζε­ται κοντά στο κέντρο, αλλά σε πιο απο­μο­νω­μέ­νη θέση, εκεί που θα γίνει αργό­τε­ρα κατα­σκευά­στη­κε το Foro Triangolare (Τρι­γω­νι­κό Φόρουμ), αφού η πρό­θε­ση των Ελλή­νων δεν είναι να εγκα­τα­στα­θούν μόνι­μα, αλλά απλά ο έλεγ­χος των δρό­μων και το λιμάνι.
Την ίδια περί­ο­δο εισά­γε­ται και η λατρεία του Απόλλωνα.

Το 524 π.Χ., στην Πεδιά­δα της Καμπα­νί­ας, είμα­στε μάρ­τυ­ρες της άφι­ξης των Ετρού­σκων, που ίδρυ­σαν την Κάπουα

Κατά τον τρί­το και δεύ­τε­ρο αιώ­να π.Χ. η Πομπη­ία απο­λαμ­βά­νει μια ορι­σμέ­νη αυτο­νο­μία: η πόλη βιώ­νει την περί­ο­δο της μέγι­στης άνθη­σης και της τελι­κής επέ­κτα­σής της, με φόρουμ και πολ­λά κτί­ρια, δημό­σια και ιδιω­τι­κά, υψη­λής αρχι­τε­κτο­νι­κής ποιό­τη­τας, καθώς επί­σης τεί­χη ενι­σχυ­μέ­να με πέτρα μεγά­λης αντο­χής από το ποτα­μό Σάρ­νο, με την εγκα­τά­λει­ψη του συστή­μα­τος doppio recinto (διπλού περιβλήματος).

Παρά την πολι­τι­κή αβε­βαιό­τη­τα (άφι­ξη του Αννί­βα — έκρη­ξη του 2ου Καρ­χη­δο­νια­κού πολέ­μου κλπ) και την προ­ο­δευ­τι­κή μετα­νά­στευ­ση των πλού­σιων σε πιο ήσυ­χες πόλεις της ανα­το­λι­κής Μεσο­γεί­ου, η Πομπη­ία συνε­χί­ζει να να ευη­με­ρεί λόγω της παρα­γω­γής και του εμπο­ρί­ου κρα­σιού και λαδιού, με το εμπό­ριο που φτά­νει μέχρι την Προ­βη­γκία και την Ισπα­νία, καθώς και μια εντα­τι­κή γεωρ­γι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα στα εύφο­ρα αγρο­κτή­μα­τα που ξεφύ­τρω­ναν συνε­χώς  γύρω από την πόλη.

Η Ρωμαϊκή περίοδος

Οι Ρωμαί­οι, «γοη­τευ­μέ­νοι» από το εύφο­ρο έδα­φος και το ήπιο κλί­μα, αρχί­ζουν να χωρί­ζουν τα εδά­φη γύρω από την πόλη ‑γεγο­νός, που συν­δέ­ε­ται με τον απο­κλει­σμό του δικαιώ­μα­τος να γίνουν Ρωμαί­οι πολί­τες και οδη­γεί τους Πομπηούς να αντι­τα­χθούν στη Ρώμη κατά τη διάρ­κεια της guerra sociale (κοι­νω­νι­κού πολέ­μου) και οχυ­ρώ­νο­νται με νέα τεί­χη και πύρ­γους δημιουρ­γώ­ντας πύλες προς Nola, Sarno και Capua και εκπαι­δεύ­ο­ντας στρατός.

Η Ρωμαϊ­κή απά­ντη­ση δεν άργη­σε: αφού κατέ­κτη­σαν Stabia και Ercolano, οι λεγε­ώ­νες με επι­κε­γα­λής το στρα­τη­γό Lucio Cornelio Silla (πιθα­νά και με τη συμ­με­το­χή του Marco Tullio Cicerone), άρχι­σε την επί­θε­ση ενά­ντια στα τεί­χη του πόλη κοντά στην Porta Ercolano και Porta Vesuvio, με κατα­πέλ­τες που πετού­σαν μεγά­λες πέτρι­νες μπά­λες (ορα­τά ακό­μη σήμε­ρα ίχνη) και πιθα­νά με τη βοή­θεια του στόλου.

Η άμυ­να των Πομπη­ί­ων κρα­τά­ει, βοη­θού­με­νη από τους Κέλ­τες με επι­κε­φα­λής τον Lucio Cluenzio, που έστει­λε ο Papio Mutilio, οι Ρωμαί­οι προ­χω­ρούν σε τακτι­κή υπο­χώ­ρη­ση –λια­νί­ζο­ντας κυριο­λε­κτι­κά τους   Κέλ­τες κοντά στη Nola, μια μάχη όπου πάνω από 18.000 χιλιά­δες άντρες έχα­σαν τη ζωή τους.

Η παρά­δο­ση των Πομπη­ί­ων είναι πλέ­ον κοντά και το καλο­καί­ρι ή το φθι­νό­πω­ρο του 89 π.Χ. η πόλη κατα­κτά­ται, σχε­δόν ειρη­νι­κά και μετα­τρέ­πε­ται σε ρωμαϊ­κή επαρ­χία και έτσι «τέλος καλό όλα καλά», οι κάτοι­κοι (ΣΣ |> η λιγο­στή άρχου­σα τάξη και οι υπη­ρέ­τες της, όχι οι χιλιά­δες δού­λοι) γίνο­νται Ρωμαί­οι πολί­τες και η πόλη, εγγε­γραμ­μέ­νη στη φυλή Menenia, λαμ­βά­νει το καθε­στώς του δήμου, σύμ­φω­να με το τότε ρωμαϊ­κό διοι­κη­τι­κό δίκαιο το οποίο δια­χει­ρί­ζε­ται ένα Quadrumviro (εκλεγ­μέ­νο σώμα από τέσ­σε­ρις πολί­τες με δικαιο­δο­τι­κές εξου­σί­ες και αστυ­νο­μι­κές λει­τουρ­γί­ες, με πεντα­ε­τή εντολή).

Ο σεισμός του 62 και η έκρηξη του 79

Στις 5‑Φεβ-62 (μ.Χ.), ένας βίαιος σει­σμός, με έντα­ση V‑VI της κλί­μα­κας Mercalli, με το επί­κε­ντρό του στην κοντι­νή (4–5km) Stabiae, έπλη­ξε την Πομπη­ία και τη γύρω πεδιά­δα προ­κα­λώ­ντας πολ­λές ζημιές και καταρρεύσεις:

Υπάρ­χει σχε­τι­κή μαρ­τυ­ρία στις τοι­χο­γρα­φί­ες του σπι­τιού του Lucio Cecilio Giocondo, ιδί­ως της ζημιάς στην πύλη του Βεζού­βιου, στο Castellum Aquae, στο φόρουμ και στο ναό του Δία.

Ο σει­σμός –με τα σημε­ρι­νά δεδο­μέ­να απλώς οδο­ντό­κρε­μα, έχει αρνη­τι­κό αντί­κτυ­πο στη ζωή της πόλης για­τί οι πλού­σιοι –έχο­ντας και την πολυ­τέ­λεια φοβού­με­νοι για την ασφά­λειά τους, μετα­κι­νού­νται σε άλλες περιο­χές, ενώ το εμπό­ριο πέφτει απότομα.

Η Πομπη­ία γίνε­ται εργο­τά­ξιο όπου η κύρια δρα­στη­ριό­τη­τα είναι αυτή της ανοι­κο­δό­μη­σης, με ιστο­ρι­κή την κερ­δο­σκο­πία (μισθώ­μα­τα σε αστρο­νο­μι­κά ποσά, εργο­λα­βι­κές συμ­βά­σεις για εργα­σί­ες απο­κα­τά­στα­σης κλπ) με μεγά­λο συσ­σω­ρευ­μέ­νο πλού­το που ευνό­η­σε την κατα­σκευή πολυ­τε­λών κτι­ρί­ων, συχνά με μάρ­μα­ρο –υλι­κό πανά­κρι­βο για­τί δεν υπήρ­χε τριγύρω.

Ο Βεσπα­σια­νός μάλι­στα ανα­γκά­στη­κε στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα να στεί­λει τον ειδι­κό δικα­στι­κό επι­με­λη­τή Titus Suedis Clemens στην Πομπη­ία, για να επι­λύ­σει κατα­στά­σεις που σχε­τί­ζο­νταν με την παρά­νο­μη κατο­χή δημο­τι­κής γης από πρού­χο­ντες ιδιώτες.

Οι ανα­και­νί­σεις δεν έχουν ακό­μη ολο­κλη­ρω­θεί, όταν το πρωί της 24ης Αυγού­στου (η ημε­ρο­μη­νία δεν είναι με ακρί­βεια γνω­στή — σε κάθε περί­πτω­ση σε μια περί­ο­δο μετα­ξύ Αυγού­στου και Νοεμ­βρί­ου 79), μια βίαιη έκρη­ξη του Βεζού­βιου τερ­μα­τί­ζει τη ζωή και κατα­στρέ­φει την Πομπηία.

Από τις προη­γού­με­νες μέρες υπήρ­χαν μικρο­σει­σμοί, ένα σύν­νε­φο σε σχή­μα πεύ­κου υψώ­νο­νταν από την κορυ­φή του ηφαι­στεί­ου, μέχρι που, το μεση­μέ­ρι γύρω στις 13:00, ένας βρυ­χηθ­μός συνο­δεύ­ει το σπά­σι­μο του στε­ρε­ο­ποι­η­μέ­νου μάγ­μα­τος που καλύ­πτι τον κρα­τή­ρα, σε μια αδιά­κο­πη βρο­χή στά­χτης και lapilli στην πόλη, η οποία σε πέντε ώρες φτά­νει σε ύψος ενός μέτρου, προ­κα­λώ­ντας τις πρώ­τες καταρ­ρεύ­σεις των στεγών

Στις 6 πμ. την επό­με­νη μέρα, όταν το ύψος του ηφαι­στεια­κού υλι­κού είναι δύο μέτρα, μια πυρο­κλα­στι­κή ροή φτά­νει στην Πομπη­ί­ας, που ακο­λου­θεί­ται από μια άλλη και από μια ακό­μη …4–5 συνο­λι­κά προ­κα­λώ­ντας ορι­στι­κά το θάνα­το όλων εκεί­νων που είχαν επι­ζή­σει. Στις 10 η ώρα, η εκρη­κτι­κή μανία αρχί­ζει να εξα­σθε­νεί, αλλά η βρο­χή της στά­χτης συνε­χί­ζε­ται για άλλες τέσ­σε­ρις ημέ­ρες και η Πομπη­ία μένει θαμ­μέ­νη κάτω από μια κου­βέρ­τα έξι μέτρων ηφαι­στεια­κού υλι­κού, από την οποία μόνο τα ερεί­πια των στη­λών και κάποιες κορυ­φές ψηλών κτι­ρί­ων αναδύονται

Ο ακρι­βής αριθ­μός κατοί­κων της πόλης το 79 δεν είναι γνω­στός. Σύμ­φω­να με ορι­σμέ­νες εκτι­μή­σεις, κυμαί­νο­νται από έξι χιλιά­δες έως είκο­σι χιλιά­δες και ο αριθ­μός των θυμά­των που βρέ­θη­καν είναι περί­που 1.150 μόνο

Μετά τις αρχαιο­λο­γι­κές ανα­σκα­φές και με τη χρή­ση της τεχνι­κής των εκμα­γεί­ων ήταν δυνα­τή η ανα­σύν­θε­ση των τελευ­ταί­ων στιγ­μών της ζωής ορι­σμέ­νων ανθρώ­πων, όπως εκεί­νων μιας γυναί­κας που μετέ­φε­ρε πολ­λά κοσμή­μα­τα μαζί της, συνο­δευό­με­νη από ένα 14χρονο κορί­τσι με τυλιγ­μέ­νο σε ένα σεντό­νι κεφά­λι, ενός ζητιά­νου με ραβδί και μια σακού­λα γεμά­τη τρό­φι­μα, ενός παντρε­μέ­νου ζευ­γα­ριού που κρα­τιού­νται χέρι-χέρι, εκεί­να ενός άνδρα, ίσως ενός αθλη­τή με ένα μπου­κά­λι λάδι, μιας ομά­δας δεκα­τριών ανθρώ­πων, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου ενός σκλά­βου, δύο παι­διών και μιας άρρω­στης γυναί­κας, των ιερέ­ων του ναού της Ίσι­δας, ένας από τους οποί­ους βρέ­θη­κε με ένα φορ­τίο χρυ­σού ‑πιθα­νώς ο θησαυ­ρός του ναού και εκεί­νοι μιας ομά­δας σκλά­βων που βρέ­θη­καν σε ένα δωμά­τιο 4μ2 με σπα­σμέ­να κόκα­λα, προ­σπα­θώ­ντας να ξεφύ­γουν από μια σκά­λα από την οροφή.

Εκτός από ανθρώ­πους πολ­λά ζώα βρή­καν το θάνα­το ‑μετα­ξύ των πιο εντυ­πω­σια­κών αυτό ενός σκύ­λου, που προ­σπα­θεί να απε­λευ­θε­ρω­θεί από το λου­ρί του.

Μετά την έκρη­ξη, ο Βεζού­βιος έχει ένα νέο σχή­μα, δηλα­δή δύο κορυ­φές και έναν νέο κώνο ολό­κλη­ρη η περιο­χή γύρω από την Πομπη­ία καλύ­πτε­ται από μια λευ­κή κου­βέρ­τα, ο ποτα­μός Sarno μόλις κατα­φέρ­νει να ρέει

Ο αυτο­κρά­το­ρας Τίτος στέλ­νει «αντι­προ­σω­πεία διά­σω­σης» δημεύ­ο­ντας όλες τις περιου­σί­ες ακό­μη και υλι­κά (μάρ­μα­ρο, σωλή­νες μολύ­βδου, αγάλ­μα­τα και κάθε είδος πλούτου)

Γύρω στο 120, ο δρό­μος προς Stabiae και Nocera απο­κα­τα­στά­θη­κε κοντά στην Πομπη­ία με εντο­λή του Αδρια­νού, αλλά η πόλη δεν ξανα­χτί­στη­κε ποτέ, αντί­θε­τα το έδα­φος όπου βρι­σκό­ταν άρχι­σε να καλύ­πτε­ται με βλά­στη­ση, εξα­φα­νι­ζό­με­νο οριστικά.


Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο