Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ποταμέ μου όταν γεμίζεις, κι αρχινάς και κυματίζεις

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Βάβω-Γιώρ­γαι­να

Είχε στα­θεί στην πόρ­τα, με τα χέρια στους παρα­στά­τες, ο δάσκα­λος και η σκιά του μαζί. Δεν μπή­κε μέσα, όχι που δεν το κατα­δέ­χο­νταν, όχι, τού ’ρχο­νταν κάπως ντρο­πή, νεο­φερ­μέ­νος στον τόπο.
«Τη Δευ­τέ­ρα να στεί­λεις το παι­δί στο σχο­λείο, τέτοια υπο­χρέ­ω­ση έχεις» , αυτό είπε στη μάνα, τη Γιώρ­γαι­να, τού ’δωκε αυτή οχτώ αυγά για τα έξο­δα, μελά­νι, πένα, χαρ­τί, κοντύλι.

Ο Λάκης ίσα που πρό­λα­βε να τον δει ένα βλέ­φα­ρο, — ψηλός, με ριγέ σκού­ρο κοστού­μι και μαύ­ρη ρεπού­μπλι­κα, γερο­δε­μέ­νος, ένα ντε­ρέ­κι ίσα­με εκεί απά­νω — , σκιά­χτη­κε, σύρ­θη­κε σιγά, πήδη­σε απ’ το παρα­θύ­ρι κρύ­φτη­κε με τ’ αρνιά στο σάχο. Δεν τό ’θελε το σχο­λείο, άκου­γε τα μεγα­λύ­τε­ρα παι­διά που έλε­γαν είχαν φάει σφα­λιά­ρες με το σακί, «να μας κάνει ο πάπ­πους μάθη­μα, εδώ­για στο φρά­ξο απο­κά­τω, ο πάπ­πους ξέρει από την Αμε­ρι­κή πού ’χε πάει» , αντιστέκονταν.

«Μην ακούς παι­δά­κι, μη γένε­σαι σφά­λια­ρο, ο δάσκα­λος είναι­τος όπως εκεί­νος πού ’χε έρθει στο πανη­γύ­ρι κι έπαι­ζε τον καρα­γκιό­ζη, δια­σκε­δα­στής είναι ωρέ γραμ­μέ­νο μου, δια­σκε­δα­στής και καλός άνθρω­πος, απ’ το Συρ­ρά­κο έρθε, δικός μας, Ηπει­ρώ­της μω! Τώρε, και τα παι­διά κι οι κοπέ­λες, αν δεν φάνε και μια – δυο ξυλιές αλα­φρές, δεν γένο­νται άνθρω­ποι, δε συμ­μορ­φώ­νο­νται. Για κι η μάνα κι ο πατέ­ρας άντα νευ­ρι­γιά­σουν που δεν κάνεις το θέλη­μα σού ρίχνουν μια στα πισι­νά. Τους κακιώ­νεις; Δεν τους κακιώ­νεις… » , ο πάπ­που Μιχά­λης ήβρε τον τρό­πο, μαλά­κω­σε ο φόβος στην ψυχή του κού­τσι­κου, ο πάπ­πους που όντως είχε ξενι­τευ­τεί στην Αμε­ρι­κή με το πρώ­το κύμα μετα­νά­στευ­σης σιμά με άλλους Τσα­μα­ντιώ­τες, μα όπως είχε πάει, έτσι και γύρι­σε, μ’ ένα σβίγ­γο για χερού­λι, προ­κο­πή ίτσιου, «καλή καρ­διά…» , ήλε­γε, «καλή καρδιά…»

Πάντως, ότι κι αν έλε­γε ο πάπ­πους, του παι­διού του είχε κακο­φα­νεί. Θά ’χανε ανε­με­λιά και παι­γνί­δι,  και  στον ύπνο, όλο μια βέρ­γα έβλε­πε στα χέρια του δασκά­λου. Έκα­νε σκέ­ψεις, από μέσα του: «Για­τί ήτα­ντο χρή­σι­μο να σηκώ­νε­ται απ’ την τσέρ­γα αχά­ρα­γα και ν’ αρε­ντεύ­ει μια ώρα δρό­μο, ποδα­ρά­το απ’ τις ερη­μιές και τα ρέμα­τα; Κι αν ήταν τυχε­ρός και γλί­τω­νε το ξύλο, μπο­ρεί να μην είχε την ίδια τύχη στο δάσος και να τον έτρω­γε λύκος; Τόσους είχε ιδεί στο λόγ­γο. Κι αν έπε­φτε στο ποτά­μι όταν φού­σκω­νε και κατέ­βα­ζε τόσο θολό νερό και τον έπαιρ­νε όπως είχε πάρει την ξαδέρ­φη της βάβως, την Τσα­βο­μή­τσαι­να; Κι αν, κι αν…» ‚τελειω­μό δεν είχαν τα «αν…» , τα ρημάδια.

Γιώρ­γαι­να

Μια βδο­μά­δα είχε περά­σει από την επί­σκε­ψη του δασκά­λου. Παι­διά και κοπέ­λες κίνη­σαν μαζί απ’ τα Μπα­ντιά­τι­κα. Το πάνι­νο σακού­λι στον ώμο. Ο Πίπης κι ο Χίλ­λης μπρο­στά, ήταν οι μεγα­λύ­τε­ροι. Πίσω ο Τέλης, κάπου ανά­με­σά τους γαβγί­ζο­ντας η Μπα­ντού­νω. Η Λόπη και η Φτύ­χω βάστα­γαν το Λάκη που ήταν ο πιο μικρός από τα χέρια, είχαν το φόβο μη γυρί­σει πίσω.

Πανή­δρο­μα απ’ τα σπί­τια μισή ώρα δια­δρο­μή πριν μπουν στο ξέφω­το για να κόψουν δρό­μο, φανε­ρώ­νο­νταν το ποτά­μι. Μετά το γιο­φύ­ρι, έσμι­ξαν με τα παι­διά και τις κοπέ­λες απ’ τα Μπα­λά­τι­κα , — Νάσιος, Γιώ­ρης, Κώτσης, Φωτού­λα, Αγγέ­λω -, λίγο πιο πέρα κατέ­βαι­ναν κι άλλα απ’ τα Ντα­τσά­τι­κα, — Αντρί­κος, Αντώ­νης, Παντε­λής, Πολυ­ξέ­νη, Φώτω — , και πριν το σχο­λείο, από τα δυτι­κά ανέ­βαι­ναν στο χωμα­τό­δρο­μο ο Νικό­λας κι ο Αλέ­κος απ’ τα Ζωτά­τι­κα, ο Σπυ­ρού­σης κι η αδερ­φή του η Γιωρ­γί­τσα απ’ τα Κεντρά­τι­κα. Βού­ι­ζε ο τόπος φωνές και γέλια στ’ αντά­μω­μα, κι ούι τι ζου­λά­πια, τι φίδια, τι γκου­στε­ρί­σες, τι κου­νά­βια και τι αλου­πού­δες έφευ­γαν στο διά­βα τους.

Εκεί­νη η πρώ­τη μέρα αξέ­χα­στη θα έμε­νε. Στη δια­δρο­μή, την ώρα που χτυ­πού­σε η καμπά­να τ’ άη Γιώ­ρη για να μαζευ­τούν τα παι­δό­που­λα, είχε ανταλ­λά­ξει ένα αινιγ­μα­τι­κό βλέμ­μα με τον ξάδερ­φο, τον Τέλη, κι αυτός με τα μάτια τού ’γνε­ψε «καί­κνως Λάκη, αγά­ντα και φτά­κα­μαν, καί­κνως μω φού­λη, καίκνως…»

Ο παπ­πά Στο­λά­κης με το θυμια­τό κρε­μα­σμέ­νο στο αρι­στε­ρό χέρι σε μια χρυ­σή αλυ­σί­δα φορ­τω­μέ­νη κου­δού­νια, την αγια­στού­ρα στο δεξί και το πετρα­χή­λι περα­σμέ­νο στο λαι­μό στε­κό­ταν δίπλα στο δάσκα­λο. Το λιβά­νι που έκαι­γε ανέ­βαι­νε στον αέρα. Μια αλλιώ­τι­κη αση­μέ­νια κορ­δέ­λα ψήλω­νε και ψήλω­νε κι όλο αραί­ω­νε και πλά­ται­νε, παρα­σύ­ρο­ντας τα βλέμ­μα­τα ώσπου ξαφ­νι­κά,  «στοι­χη­θεί­τε» , ακού­στη­κε.  Σφύ­ρι­ξε ο δάσκα­λος, «δεξιά τα παι­διά, αρι­στε­ρά οι κοπέ­λες». Μηχα­νι­κά συντά­χτη­καν το ένα πίσω από τ’ άλλο. Ούτε ψίθυ­ρος, ούτε βηχα­λά­κι ακου­γό­ταν, τίπο­τα, εξόν τα ακα­τα­λα­βί­στι­κα πού ’λεγε ο παπ­πάς, κι όμως αυτά τα ακα­τα­λα­βί­στι­κα λόγια είχαν πέσει σαν στα­γό­νες βάλ­σα­μο στην ψυχή, είχαν ανα­πτε­ρώ­σει τις ελπί­δες. Παι­διά και κοπέ­λες με τα κεφά­λια σκυμ­μέ­να κου­νιό­ταν αμή­χα­να μπρος πίσω, πότε δαγκώ­νο­ντας τα χεί­λη και πότε σφίγ­γο­ντας τους καρ­πούς των χεριών, ενώ περιερ­γά­ζο­νταν το ένα, την ξυπο­λυ­σιά του άλλου όσο  περί­με­ναν να περά­σει με την αγια­στού­ρα και να τα ραντί­σει αγια­σμό, ο παππάς.

Σύρι­ζα στον τοί­χο του σχο­λεί­ου από την πίσω πλευ­ρά, δάφ­νες, μυρ­τιές κι ένα χιλιό­χρο­νο πλα­τά­νι, κεντού­σαν πρά­σι­νες φυλ­λω­σιές ως τον ουρα­νό. Κι απά­νω στο πανώ­ριο ξόμπλι κελαη­δι­σμοί λογιών – λογιών, και παρα­πί­σω ίσα που ακου­γό­ταν ένα κλα­ρί­νο, αγέ­ρας τό ’φερ­νε μαζί με το τρα­γού­δι. Κάτω στον όχτο, ανθι­σμέ­νη ακό­μη η αγρά­μπε­λη, τυλιγ­μέ­νη σε μια σει­ρά χοντρό­κορ­μες κλη­μα­τα­ριές φορ­τω­μέ­νες στα­φύ­λια. Εκεί στην περ­γου­λιά, τους είπε και κρέ­μα­σαν τα μπρα­γκά­τσια με το φαγη­τό που θα κολά­τσι­ζαν στο διά­λειμ­μα.  Πιο μακριά απλω­νό­ταν ένα δάσος όλο πουρ­νά­ρια και παλιού­ρια στα ριζά του βουνού.

Είχαν μπει στην ίδια αίθου­σα,  — δεν είχε κι άλλη — , όλα μαζί, μικρά και μεγά­λα, παι­διά και κοπέ­λες. Ο δάσκα­λος στην έδρα, και πάνω σ’ αυτή, τέσ­σε­ρα ρόδια, μια χεριά καρύ­δια, ένα ματσά­κι στά­χυα, ένα χοντρό βιβλίο, και  μια λεπτή βέρ­γα φάτσα φόρα, κι ως να είχε μιλιά, «κατσεί­τε ήσυ­χα άγου­ρα, κατσεί­τε θα σας πελε­κή­σει με τ’ εμένα… »

Από την πρώ­τη μέρα είχαν αρχί­σει κιό­λας τα βάσα­να. Κοί­τα­ξαν την υδρό­γειο σφαί­ρα στο γεί­σο του παρα­θυ­ριού και πίσω της, έξω από το τζά­μι το τσι­ρο­πού­λι που φτε­ρού­γι­ζε. Κάποιος τόλ­μη­σε την άγγι­ξε με τις άκριες των δαχτύ­λων, την έφε­ρε μια σβού­ρα. Δώρο απελ­πι­σιάς τους φάνη­κε εκεί­νο το τόσο σύντο­μο ταξί­δι της φαντα­σί­ας στον κόσμο, ένα αθώο πλα­νώ­με­νο όνει­ρο από βλέμ­μα σε βλέμ­μα. Ένα δυνα­τό χτύ­πη­μα και από­το­μα, γύρι­σαν προς το δάσκαλο.

Διά­βα­ζε ένα — ένα τα ονό­μα­τα. Τα παι­διά έλε­γαν «παρών», οι κοπέ­λες «παρού­σα» , έτσι τα είχε ορμη­νέ­ψει. Μετά πέρα­σε από τα θρα­νία, μοί­ρα­σε κάτι κοντά σκό­πια, άλλα από κρα­νιά, άλλα από οξιά, κι είπε να τα περά­σουν στον πλά­τη, μέσα απ’ τα σκου­τιά κατάι­σια στη ραχο­κο­κα­λιά, κατά­σαρ­κα, για να μάθουν να κάθο­νται σωστά, χωρίς να καμπου­ριά­ζουν ντό­τι. Είχε γυρί­σει στην έδρα, «ως το γιό­μα που θά ’στε εδώ, πρώ­τη μέρα, έχου­με να μάθου­με απ’ έξω κι ανα­κα­τω­τά ένα ποί­η­μα. Αυτό μόνο για σήμε­ρα, λέω πρώ­τος και μετά από εμέ­να εσείς, μ’ ένα στό­μα μια φωνή, και …»

« Ἤθε­λα νἄμουν σταυ­ραη­τός, νὰ πέτα­γα τ᾿ ἀψήλου,
ν᾿ ἀνέ­βαι­να στὴ Λιά­κου­ρα, κατά­κορ­φα στὴ ράχη,
νἄρι­χνα ἐκε­ῖθε μία ματιά, ν᾿ ἀγνά­ντευα τὸν Πίνδο,
νὰ ἰδῶ πῶς μοῦ τὸν ἔκα­μαν τὰ χρό­νια κ᾿ ἡ σκλα­βιά του.
Ποι­ὸς λέει δὲν κλα­ῖνε τὰ βου­νά; Ποι­ὸς λέει πὼς δὲν γεράζουν;
Χιό­νια καὶ κρού­σταλ­λα παλιά, γερά­μα­τα γιομάτα,
σκε­πά­ζου­νε τὸν Πίν­δο μου, καὶ κατα­χνι­ὲς τὸν πνίγουν·
κι ἀκού­γω, ἀκού­γω ἀπὸ μακρυά, ἀκού­γω ἀπὸ τὰ ξένα
τῆς γερα­τει­ᾶς του τὸ σκου­σμό, τὸ κλάμ­μα τῆς σκλα­βι­ᾶς του.
Ἄχ! πότε αὐτὸ τὸ σκού­ξι­μο, τρα­νὴ κραυ­γὴ θὰ γίνει,
κραυ­γὴ ἀνή­με­ρου θεριοῦ, ἐκδί­κη­ση γιομάτη,
νὰ μάσει ἀπὸ τὴν ξενι­τιὰ τὰ ἔρμα τὰ παι­διά σου,
τ᾿ ἀστρο­πε­λέ­κια σου ἄρμα­τα, Πίν­δε, νὰ μᾶς μοιράσεις,
μία μέρα, ν᾿ ἀνα­στή­σου­με τὴ δόλια μας πατρίδα!
Ἄχ! πότε ἡ κατα­χνιά σου αὐτὴ κ᾿ ἡ τόση σου θολούρα,
ποὺ τώρα στὸ ἀτέ­λειω­το σάβα­νο σὲ τυλίγει,
πότε νὰ γίνει θὰ τὴν δῶ καπνού­ρα ἀπὸ ντουφέκια!…
Καὶ πότε αὐτὸς ὁ ἥλιος σου, ποὖναι νεκρὸς καὶ κρύος,
πότε μία μέρα θὲ νὰ βγεῖ ζεστὸς μέσ᾿ στὲς κορ­φές σου,
νὰ λυώ­σου­νε τὰ κρού­σταλ­λα καὶ τὰ πολ­λά σου χιόνια,
καὶ φυτρώ­σουν, μία ἄνοι­ξη, μαζὶ μὲ τὰ λουλούδια,
ἀρμα­τω­μέ­να, Πίν­δε μου, τὰ νιά­τα τὰ παλιά σου! »

Κοντά βασι­λέ­μα­τα ήλιου, ώρα που η πλά­ση βάφε­ται χρυ­σο­κόκ­κι­νη, κεί­νη την καλή την ώρα, από­λυ­κε πρώ­τα τού­τα τα κού­τσι­κα απ’ τα Μπα­ντιά­τι­κα που ήταν από πιο μακριά, να γυρί­σουν πίσω μια ώρα και κάτι ποδα­ρό­δρο­μο, κι αυτά, ωσάν να είχαν φτε­ρά τ’ άπλω­σαν δυο πήχες κι έλε­γες πέτα­ξαν κι όχι έφυγαν.

Βασι­λέ­μα­τα ήλιου, ο δάσκα­λος, ο Χρή­στος Παπα­δη­μη­τρί­ου από το Συρ­ρά­κο, είχε καθί­σει στο πεζού­λι της εξώ­πορ­τας, κι αγνα­ντεύ­ο­ντας τα κρά­κου­ρα ως πέρα στη Μουρ­γκά­να, άκου­γε την άγρια κραυ­γή του αετού και το ουρ­λια­χτό του λύκου, κι έκλαιγε…

Χρό­νια μετά, κάθε φορά που τό ’φερ­νε η κου­βέ­ντα, έλε­γαν πως τού­τος ο δάσκα­λος, όπου κι αν πήγε, την πρώ­τη μέρα στο σχο­λείο, πάντα αυτό το ποί­η­μα δίδα­σκε, στη μνή­μη του συμπα­τριώ­τη του ποι­η­τή Κώστα Κρυ­στάλ­λη, εκεί­νου που ήξε­ρε τον τρό­πο να κλώ­θει λέξεις και να υφαί­νει πατρί­δα, τη μέσα πατρί­δα, μια Ελλά­δα λιο­γέν­νη­τη κι ωριό­πλου­μη, γεμά­τη κορ­φο­βού­νια, ακρο­γιά­λια και καλο­σύ­νη, εκεί­νη που μύρι­ζε φασκό­μη­λο και δυό­σμο ίσα­με τα τρί­σβα­θα της ψυχής.

Το χινό­πω­ρο, καλού­τσι­κα τα είχαν πορέ­ψει, ως τα μέσα του Νοέμ­βρη πηγαι­νο­ερ­χό­ταν κάπως εύκο­λα. Απέ­κει κι ύστε­ρα άρχι­σε να ξεθω­ριά­ζει ο ουρα­νός, πήρε κι έσφι­ξε το κρύ­γιο, αγρί­ευε ο άγο­νος τόπος, μπό­ρες,  τσάφ­νες,  χιό­νια, κάποιες μέρες με την ομί­χλη έλε­γες χάνο­νταν ο ήλιος πίσω απ’ τον κόσμο, κι ο αέρας στο πέρα­σμά του φοβέ­ρι­ζε. Το ποτά­μι ολο­έ­να φού­σκω­νε, ξεχεί­λι­ζε δίχως να λογα­ριά­ζει στο πέρα­σμά του ζωντα­νά κι ανθρώ­πους. Βρο­χές, χιό­νια, δάκρυα, ρέμα­τα, το ποτά­μι το μεγά­λο, κι αυτά, παι­διά και κοπέ­λες, εκεί­για, στον αγώ­να να μάθουν γράμματα.

Πάντως στις δια­δρο­μές τους, — εκεί που στα­μα­τού­σαν και ρίχνο­νταν στις βατιές να μάσουν βατό­μου­ρα, ή στις κου­μα­ριές για κάνα κού­μα­ρο να ξεγε­λά­σουν την πεί­να τους- , συνή­θι­ζαν να μιλούν για όσα ο δάσκα­λος τους μάθαι­νε. Από τις δικές του περι­γρα­φές, ένιω­θαν τις πλη­γές της μετα­πο­λε­μι­κής Ελλά­δας, τα μαύ­ρα χάλια που περ­νού­σε κάθε φαμί­λια από φτώ­χεια, αρρώ­στια, ξενι­τιά και θάνα­το. Τα βάτα τους μάτω­ναν τα χέρια, οι σκέ­ψεις την καρ­διά. Ανέ­βαι­νε ένας κόμπος από το στο­μά­χι, τά ’πνι­γε. Μαζί με τα δικά τους βάσα­να συλ­λο­γιό­ταν, και τα αβά­στα­χτα βάσα­να που τρα­βού­σε η σταυ­ρω­μέ­νη ακό­μη πατρί­δα για να περι­σώ­σει ό,τι από­με­νε από το παλιό της μεγαλείο.
«Μια μάνα και η Ελλά­δα», έτσι τους έλε­γε πως πάλευε με νύχια και με δόντια να για­τρέ­ψει τις πλη­γές της, να ζήσει, όπως και οι δικές τους μανάδες.
«Μια μάνα και η Ελλά­δα με μάτια βουρ­κω­μέ­να, μια μάνα που πριν προ­λά­βει να κου­να­ρή­σει τις γέν­νες της, πιά­νει ζερ­βά τα μνή­μα­τα κι απ’ τα δεξιά κιβού­ρια… Σπλα­χνί­ζε­ται, ίσκιος στ’ όνει­ρο, κινά­ει το μοι­ρο­λόι…» , έλε­γε ο Χρή­στος Παπα­δη­μη­τρί­ου, δάσκα­λος στα Μουρ­γκα­νο­χώ­ρια, από το ξακου­στό Συρ­ρά­κο του Κρυ­στάλ­λη και του Ζαλοκώστα.

Όπως η Φώται­να, έβα­ζαν με το μυα­λό τους, έτσι τη φαντά­ζο­νταν αυτά, μια Ελλά­δα σαν τη θειά­κω τη μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νη και μαντι­λο­δε­μέ­νη, που πάσκι­ζε να μεγα­λώ­σει ολο­μό­να­χη τα παι­διά της, και για να τα βγά­λει πέρα έσπερ­νε, θέρι­ζε, αλώ­νι­ζε μονα­χή, και ζαλώ­νο­νταν αγόγ­γυ­στα ξύλα και κλα­ρί και τα κου­βά­λα­γε απ’ τον λόγ­γο δυο ώρες δρό­μο, αυτή που βοή­θα­γε όλους και βοή­θεια δε ζήτη­σε ποτέ από κανέ­να. Η Ελλά­δα στη σκέ­ψη τους, σαν η Φώται­να, που είχε βρε­θεί στην ανά­γκη και είχε που­λή­σει τα καλά χαλ­κώ­μα­τα όλα, για να πάρει ένα σακί καλα­μπό­κι να κάμει ψωμί στην κατο­χή, τα καλά χαλ­κώ­μα­τα, δηλα­δή όλα της τα υπάρχοντα.

Όλγα και Κατέρω

Έκλει­ναν τα μάτια και πίσω τους περ­νού­σε η Ελλά­δα, στο πρό­σω­πο της Φώται­νας, της Γιώρ­γαι­νας, της Θωμαί­σιας, της Πέτραι­νας, της Τσά­βαι­νας, της Μιχα­λι­βά­βαι­νας, της Γαρού­φως και όλων εκεί­νων των γυναι­κών που πολε­μού­σαν μέχρι το τέλος για την τιμή της φαμε­λιάς τους κι ας τις έζω­νε η πεί­να. Παι­διά και κοπέ­λες, κατα­λά­βαι­ναν το κακό που είχε πάθει η Ελλά­δα, από το κακό που είχε συμ­βεί στα δικά τους τα μέρη, έτσι συμπέ­ραι­ναν πως και η δική τους κατά­στα­ση και αυτή της έρη­μης Ελλά­δας, το ίδιο απελ­πι­στι­κή ήταν, και με την ίδια ξυπο­λυ­σιά την είχαν ζωγρα­φί­σει τη μάνα πατρί­δα, κι απ’ το χέρι της κρα­τιό­ταν μια άλλη μάνα, πιο κοντι­νή τους, η μάνα Μουρ­γκά­να ξεκλη­ρι­σμέ­νη από άντρες, ρακέν­δυ­τη, μ’ ανοι­χτές πλη­γές και στέρ­φα καμέ­να χωρά­φια, γιο­μά­τη τσέ­πια, γκρε­μί­νες, κρά­κου­ρα, μα περή­φα­νη, τόσο περή­φα­νη στα μάτια που έβλε­παν μέσα και πέρα από τα σύνορα.

Κόντευαν Χρι­στού­γεν­να. Ο και­ρός μέρα με τη μέρα βάραι­νε περισ­σό­τε­ρο. Το ίδιο και η κυρία Κού­λα, η γυναί­κα του δασκά­λου, είχε μπει στο μήνα της. Αγιά­ζι και των γονέ­ων. Στοί­βα­ξαν τα ξύλα που είχαν κου­βα­λή­σει σιμά στη σόμπα, μια με τρύ­πιες σκου­ρια­σμέ­νες λαμα­ρί­νες, που τις πιο πολ­λές φορές όταν φυσού­σε ανά­πο­δα ο αέρας έβγα­ζε τον καπνό απ’ τα μπου­ριά κι έσκα­γαν στο βήχα. Ζέστα­ναν κάπως τα χέρια, κάθι­σαν στα θρανία.
Η Λόπη, με εντο­λή του δασκά­λου, είχε ανοί­ξει το ανα­γνω­στι­κό της πέμ­πτης τάξης και διά­βα­ζε δυνατά:

Ἦτον νύχτα, εἰς τὴν στέ­γη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορει­ᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπε­φτε χιόνι.
Τί μεγά­λο κακὸ νὰ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορει­ᾶς ποῦ τ’ ἀρνά­κια παγώνει;
Στοῦ σπι­τιοῦ μου τὴ στέ­γη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορει­ᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπε­φτε χιόνι.
Ἄχ, μεγά­λο κακὸ μοῦ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορει­ᾶς ποῦ τ’ ἀρνά­κια παγώνει.

«Μπρά­βο Λόπη, Πηνε­λό­πη δηλα­δή, όπως η σύντρο­φος του Οδυσ­σέα» , του άρε­σε να λέει τα ονό­μα­τα ολό­κλη­ρα, «και ποιος έγρα­ψε το ποίημα;»
«Ο Γεώρ­γιος Ζαλο­κώ­στας από το Συρ­ρά­κο της λεβε­ντο­γέν­νας  Ηπεί­ρου μας» , όλα μαζί. Χαι­ρό­ταν ο δάσκα­λος να τ’ ακού­ει, κι έβλε­πες μια ικμά­δα θρεμ­μέ­νη με την περη­φά­νια του γενέ­θλιου τόπου, ίσως και κάποια νοσταλ­γία, να φωτί­ζει με ζωντά­νια τα σκού­ρα του μάτια.

Ποτα­μιά

Λίγο αργό­τε­ρα, είχε περά­σει το μεση­μέ­ρι και βλέ­πο­ντας πως θα ξέσπα­γε σύντο­μα η μπό­ρα, τα είχε αφή­σει να φύγουν, νωρί­τε­ρα εκεί­νη την ημέ­ρα, κι αυτά χωρίς προ­βλέ­ψεις για το τι θα συνέ­βαι­νε έβα­λαν τα χέρια στις τσέ­πες να προ­φυ­λα­χτούν απ’ το κρύ­γιο όπως συνή­θι­ζαν, κρέ­μα­σαν τις σάκες στους ώμους και διά­βη­καν κατή­δρο­μα τρέ­χο­ντας. Λαχα­νια­σμέ­να είχαν φτά­σει στο ποτά­μι, στη γέφυ­ρα. Άκου­γαν τον αχό του νερού, σκέ­πτο­νταν πως ήταν απο­κο­τιά, κάλ­λιο να γύρι­ζαν πίσω στο σχο­λειό ζωντα­νά, παρά να τα κλαί­νε στα Μπαντιάτικα.

«Καί­κνως, περά­σα­μαν. Ώβυς, θα μας πάρει ο ποτα­μός, να ψηφί­σου­με» , είπε ο Τέλης.

«Τι λές μωρ’ άγου­ρο, τι λες; Κάλιο σφα­χτά­ρι, παρά ψοφί­μι» , αντι­γύ­ρι­σε η Λόπη, τήρα­ξε την γέφυ­ρα που πήγαι­νε τρε­πε­λιές, έκα­νε πίσω.
Κι ήταν όντως μια πολύ πρό­χει­ρη κατα­σκευή εκεί­νη η πεζο­γέ­φυ­ρα. Σφη­νω­μέ­νοι σ’ ένα πλα­τά­νι από τη μια μεριά και σ’ ένα βρά­χο από την άλλη, δυο χοντροί κάθε­τοι κορ­μοί δέντρων και κάτι ορι­ζό­ντια κλα­διά επά­νω, δεμέ­να με τρι­χιά. Σχε­δόν έπλεε στα ορμη­τι­κά νερά.

Λυσ­σα­σμέ­νο το ξερο­βό­ρι και το νερό­χιο­νο έκα­νε τα μάτια τους να τσού­ζουν και να κλεί­νουν. Ανα­πνοή κοφτή, αν έπαιρ­ναν πιο βαθιά ένιω­θαν τα πνευ­μό­νια τους να σπά­σουν, θαρ­ρείς από γυα­λί. Τα ρου­θού­νια τρε­μό­παι­ζαν, άλλα μελα­νια­σμέ­να κι άλλα ματω­μέ­να. Τ’ οργιό αβά­στα­χτο, τέτοιο που το σάλιο γένε­ται κρού­σταλ­λο και τα χέρια κούτσουρα.

«Αγά­ντα και περά­σα­μαν, μη σκιά­ζε­στε» , ούρ­λια­ξε ο Χίλ­λης, ρίχτη­κε πρώ­τος, τρα­μπα­λί­στη­κε κάμπο­σο, πέρα­σε αντίπερα.
«Αγά­ντα, κρα­τη­θεί­τε, μην το πάθου­με σαν τη θειά­κω Τσά­βαι­να που την πήρε πέρ­σι το ποτά­μι και δεν την ήβρη­καν» , ακο­λού­θη­σε διστα­κτι­κά ο Πίπης, ήτα­ντος ψίχα χλε­μπο­νιά­ρι­κος, πλε­βι­τώ­νο­νταν κι εύκο­λα, μάζε­ψε τους ώμους, ένα βήμα μπρο­στά, δυο πίσω, τού ’δωσε ένα μακρύ κλα­δί ο Χίλ­λης, κρα­τή­θη­κε, τον τρά­βη­σε, βγή­κε σιαπέρα.
«Αγά­ντα, να πάμε σπί­τια μας, καρ­τε­ρούν οι μανά­δες, περά­σα­μαν απέ­κει, σωθή­κα­μαν, καί­κνως, καί­κνως,» , ο Τέλης με σιγου­ριά, έδω­σε το ένα χέρι στο Λάκη, με τ’ άλλο κρα­τιό­ταν από κλα­δί σε κλαδί.

«Μην είναι ώβυς;» , ανα­ρω­τή­θη­κε αυτός, νιώ­θο­ντας το νερό να τον κυκλώ­νει. Δεν ήθε­λε πολύ, γλί­στρη­σε σε κάτι σάπια φύλ­λα, αγκά­λια­σε τα κλα­διά, το νερό πέρα­σε από πάνω του, έπιε κάμπο­σο, μελάνιασε.
«Αγά­ντα Λάκη­ηη» , η Λόπη και η Φτύ­χω με την ψυχή στο στό­μα, τον άρπα­ξαν απ’ τις μασχά­λες, κρα­τή­θη­καν κι αυτές ως μπό­ρε­σαν απ’ το σκοι­νί, ίσα που πρό­λα­βαν την τελευ­ταία στιγμή.
Λίγα μέτρα παρέ­κει τουρ­του­ρί­ζο­ντας απ’ το κρύο αγκα­λιά­στη­καν ξεπνε­μέ­να. Τόσο φόβο δεν είχαν ξανα­νιώ­σει. Η γέφυ­ρα, ξίκι να γένει, ποιος την λογά­ρια­ζε, την είχε πάρει ο ποταμός…

Το βρά­δυ, προ­τού να μάσει η νύχτα τ’ άστρα στη μαύ­ρη ποδιά, όλα που­ντια­σμέ­να και πλα­ντα­μέ­να  στο βήχα, έβρα­ζε το γκιό­ξι, όλα με θερ­μα­σιά. Το τζά­κι αναμ­μέ­νο, αυτά στην τσέρ­γα και να πηγαί­νει το τσα­ού­λι αστα­μά­τη­γο. Τά ’βαλε κάτω η θειά­κω Αθη­νά, τους έκο­ψε βεντού­ζες, τά ’τρι­ψε με τσί­που­ρο και ζεστό λάδι, τρά­βη­σε το κρύο, τα για­τρο­πό­ρε­ψε ως ήξερε.«Αε μωρέ γραμ­μέ­να, τι πάθα­ταν, τι πάθα­ταν, πάλε καλά που δεν σας βρά­ζου­με το στά­ρι από­ψε», συλ­λο­γί­ζο­νταν η βαβου­λέ­τσω καθώς ξεσπύ­ρι­ζε στο σινί τα ψημέ­να καλα­μπό­κια να τους δώσει να φάνε.

Ο πάπ­πους έβα­λε μια τσάφ­κα τσάι, μάζε­ψε την πατα­τού­κα, κάθι­σε στο παρα­γώ­νι, με το κεφά­λι ακου­μπη­μέ­νο στα χέρια, σκε­φτι­κός. Θυμό­ταν καλά μια άλλη νύχτα, τότε στον εμφύ­λιο, τι αγω­νία και τι φόβος…

«Κού­τε ωρέ γραμ­μέ­να; Έχω κάτι να σας πω. Kού­γω να λέτε. Σε τού­τη τη ζωή, καθέ­νας κι η αμά­χη του. Όχι πολ­λά χρό­νια πριν, κάποια παλι­κά­ρια είχε περά­σουν το ίδιο ποτά­μι και με χει­ρό­τε­ρες κακου­χί­ες. Νύχτα σύρ­θη­καν στο δάσος, σκιο­ρή­μα­τα. Νύχτα μαύ­ρη και σκό­τει­νη είχαν συνα­ντη­θεί και με τους άλλους απά­νω στα τσέ­πια  στη Μουρ­γκά­να, πρω­τύ­τε­ρα από εκεί­νη την τελευ­ταία μεγά­λη μάχη είχε γένει τού­το, ορκι­σμέ­νοι οχτροί κι ας έκρε­ναν στην ίδια γλώσ­σα. Το χιό­νι ντού­νες, έσπα­γαν τα κλα­ριά. Σιά­δι ακό­μη πιο πολύ, ίσα­με το γόνα και βάλε κι όλο έρι­νε, ο θεου­λά­κης έρι­νε, ο μεγά­λος σιαϊ­τά­νης έρι­νε, κι οι δυο μαζί; Ποιος είδε και ποιος ήξε­ρε; Ξυλια­σμέ­νοι κεί­νοι που καρ­τέ­ρα­γαν στις γκρε­μί­νες με το δάχτυ­λο στη σκαν­δά­λη, που­ντια­σμέ­νοι χει­ρό­τε­ρα τού­τοι που είχαν περά­σει το ποτά­μι από δυο μεριές κι ήλε­γαν πως τά ’χαν κατα­φέ­ρει και θα τους έπια­ναν στον ύπνο, να τους ξεκά­νουν. Κατά­κο­ποι, με τις χλαί­νες φορ­τω­μέ­νες κρού­σταλ­λα, τσα­κι­σμέ­νοι απ’ την παγω­νιά, κι οι λύκοι όξω αλύ­χτα­γαν. Θα πεθαίνισκαν.

»Εγώ εδώ­για, η γνώ­μη στην κοπέ­λα, την Κατέ­ρω, βρί­σκο­νταν η αγου­ρέ­τσω εκεί­για με τους αντάρ­τες, φορ­τω­μέ­νη νιά­τα η δολιο­κό­πε­λη είχε ανέ­βει στο βου­νό, αντί να κάνει ζέφ­κια όπως έκα­ναν άλλες, αυτή ζωσμέ­νη τ’ οπλο­πο­λυ­βό­λο, ούι! Κι απέ­δω κι απέ­κει, σημεία και τέρα­τα, απο­χο­ντρια­σμά­ρες παι­δά­κια γραμ­μέ­να, κού­σα­μαν τους ξένους, μας έβα­λαν να φαγω­θού­με, βγά­λα­μαν τα μάτια μας!

»Κλέ­βει ο διά­γου­λος ο μεγά­λος ώρες του θεού σε τέτοιες μπό­ρες, αλλά καμιά φορά ξυπνά κι αυτός, έρχε­ται το μυα­λό στη θέση του, μπαί­νει στη μέση, απλώ­νει τό ’να χέρι απ’ έδω, τα’ άλλο απ’ έκει, τηρά­ει μάνα­χα κι είναι σα να λέει, δε ντρέ­πε­στε ωρέ λεβέ­ντες, δε ντρέ­πε­στε, αδερ­φός τον αδερ­φό… Για κεί­νη την ώρα που κου­βα­λού­σαν  το Χάρο γκό­τσι και δεν το παρα­δέ­χο­νταν, έκα­με ο θεου­λά­κης και στά­θη­καν. Ούτε έκρε­ναν, ούτε απά­ντε­χαν ν’ αρχί­σουν το του­φε­κί­δι, παρά τηρά­χτη­καν κατα­με­σής στα μάτια και χίλια ρωτή­μα­τα κρέ­μο­νταν με την αλι­σά­χνη και την τσάφ­νη στα βλέφαρα.

»Ύπαρ­χαν και τέτοιες στιγ­μές, πόνα­γαν και λυπιό­νταν όλοι το ίδιο, κι απέ­δω κι απέ­κει αίμα ρωμαί­ι­κο μωρέ παι­δά­κια, αυτό νερό δε γένε­ται. Έτσι άφη­καν τα όπλα στην άκρη, έθα­ψαν την όχθρη­τα κάτω απ’ το χιό­νι, ανα­κω­χή αδέρ­φια είπαν κι αγκα­λιά­στη­καν μονια­σμέ­να να ζεστα­θούν. Τους καλού­σε  το φιλό­τι­μο από τον πάτο της ψυχής, από κει που δεν φτά­νει η άβυσ­σος να σπεί­ρει διχό­νοια.  Αδέρ­φια, θυμή­θη­καν πως ήταν αυτοί που είχαν πολε­μή­σει μαζί τους Ιτα­λούς στα ίδια βου­νά, και μετά τους Γερ­μα­νούς στα χωριά, χου­χού­λια­σαν στρυ­μωγ­μέ­νοι, απελ­πι­σμέ­νοι, παγω­μέ­νοι ως το κόκ­κα­λο, ο ένας πλάι στον άλλο κι είπαν να μην βρει αιτία κι αφορ­μή ο θάνα­τος να κάμει πανη­γύ­ρι σαν τον λύκο στην κακο­και­ριά. Κατα­ριό­ταν την κακο­τυ­χιά που έλα­χε να χωρί­σει τα σπί­τια και τα αίμα­τα σε δυο στρα­τό­πε­δα, έτσι τά ’μολό­γα­γε η Κατέ­ρω, έτσι σας τα λέω κι εγώ…» , σήκω­σε ο πάπ­που Μιχά­λης το μανί­κι, σκού­πι­σε τα μάτια…

Τζε­ρέ­πης

Παρα­δί­πλα, οι γυναί­κες είχαν βάλει το προ­ζύ­μι, ψια αλά­τι, λίγο λάδι, ένα κλα­ρά­κι δάφ­νη, δυο οκά­δες αλεύ­ρι στη σκά­φη, περί­με­ναν ν’ ανέ­βει, να πιά­κουν τη ζύμη να κάμουν ψωμί, οι τρεις μανά­δες κι οι τρεις αντά­μα, να βρει ζεστό η φαμί­λια το πρωί. Κι όσο να κάψει ο φού­ρος στο κατώι, ούι και τι ρου­μπου­στί­νες έκο­ψαν για να ξελη­σμο­νή­σουν τι πήγαν να πάθουν με τα κού­τσι­κα, ούι η μια, και ούι η άλλη, με ταύ­τα, που δεν τά ’λεγες κι αρού­γκα­τα. «Τα φύλα­ξε ο θεου­λά­κης,  μω αδερ­φού­λες μου» , σταυ­ρο­κο­πιό­ταν η Γιώρ­γαι­να κι έφτυ­νε στον κόρ­φο της. Η Θωμαί­σια γονα­τι­στή, είχε ανά­ψει το καντή­λι, κι η Φώται­να,  «ωρέ γυναι­κού­λες κι αδερ­φού­λες μου, τι κλαί­τε οι δόλιες, τι κλαί­τε, σκα­πέ­τη­σαν τη θερ­μα­σιά,  γλί­τω­σαν κι απ’ το ποτά­μι, γλι­τώ­σα­μαν κι εμείς τα μαύ­ρα τα σκου­τιά…», κίνη­σε πρώ­τη το τρα­γού­δι, τού­το πό ’λεγε ο αδι­κο­χα­μέ­νος ο Νικό­λας, ο άντρας της. Ακο­λού­θη­σαν κι οι άλλες:

Ποτα­μέ, μωρ’, ποτα­μέ μου, τρί­κορ­φε βασι­λι­κέ μου,
ποτα­μέ μ’ όταν γεμί­ζεις, κι αρχι­νάς και κυματίζεις.
Πάρε με, μωρ’ ποτα­μέ μου, και σγου­ρέ βασι­λι­κέ μου.
πάρε με στα κύμα­τά σου, τα στρι­φο­γυ­ρί­σμα­τά σου.
Να με πας, μωρ’ ποτα­μέ μου, τρί­κορ­φε βασι­λι­κέ μου
να με πας στη δύση — δύση, σε μια κρυ­σταλ­λέ­νια βρύση.
Πού ’ρχο­νται, μωρ’ ποτα­μέ μου, και σγου­ρέ βασι­λι­κέ μου.
πού ’ρχο­νται ξαν­θιές και πλέ­νουν, μαυ­ρο­μά­τες και λευκαίνουν.

Ήρθε η μια, μωρ’ ποτα­μέ μου, τρί­κορ­φε βασι­λι­κέ μου.
ήρθε η μια, ήρθε κι η άλλη, ήρθε ένα καλό κορίτσι.
Ήρθε ένα, μωρ’ ποτα­μέ μου, και σγου­ρέ βασι­λι­κέ μου.
ήρθε ένα καλό κορί­τσι, κι έλαμψ’ ο για­λός κι η βρύση.

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Χαρού­λα Βερίγου

Κέρ­κυ­ρα 20 Γενά­ρη του 2022
Από την υπό έκδο­ση συλ­λο­γή διηγημάτων
Σαν παπλα­μού­δες να χορεύ­ουν οι λέξεις Καί­κνως – Ώβυς

Χαρού­λα Βερί­γου [Ζωή Δικταί­ου]

Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

Αισθά­νο­μαι πως η Χαρού­λα Βερί­γου έμει­νε για πάντα στην Κρή­τη, να γοη­τεύ­ε­ται από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια του τόπου…
Στην Κέρ­κυ­ρα, η Ζωή Δικταί­ου κατα­θέ­τει ως δόκι­μη της ποί­η­σης την ευγνω­μο­σύ­νη της στο Ιόνιο Φως. Αντι­λαμ­βά­νο­μαι την δια­κρι­τι­κή του παρου­σία, ιδιαί­τε­ρα όταν φωτί­ζει μέσα μου την ιερή Δίκτη.
Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποίηση.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργο­γρα­φία

Λασί­θι, Τόπος Μέγας – Η κού­πα των θεών, Αφή­γη­μα, Δεκέμ­βριος 2020

Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Νοέμ­βριος 2020

Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Νοέμ­βριος 2019

Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Σεπτέμ­βριος 2018

Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Φεβρουά­ριος 2018

Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα, Μάιος 2017

Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα, Ιού­νιος 2015

Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογο­τε­χνία, Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα

Προ­σω­πι­κές ποι­η­τι­κές συλλογές 

Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Σεπτέμ­βρης 2018

Αύριο, αφή αλμύ­ρας, Νοέμ­βρης 2020 

Συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα

«Γράμ­μα­τα της ποί­η­σης», Ποι­η­τι­κή ανθο­λο­γία – 2020, Αθή­να Εκδό­σεις: Ατέχνως

«Μονό­λο­γοι», Ποι­η­τι­κή ανθο­λο­γία, Εκδό­σεις “το βιβλίο” – 2017, Αθήνα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο