Γράφει ο Αλέκος Χατζηκώστας //
Είδα πρόσφατα-μετά από προτροπή των παιδιών μου- την ταινία που απέσπασε στο 77ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας (2–12/9/2020) το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής , το «Dear Comrades» του Αντρέι Κοντσαλόφσκι.
Και μόνο το όνομα του Αντρέι Κοντσαλόφσκι αποτελεί την εγγύηση για τη δημιουργία μιας τεχνικά άψογης ταινίας. Με καταπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία (όχι τυχαία κατά τη γνώμη μου, ίσως για να δείξει την κατ’ αυτόν «γκρίζα» σοβιετική πραγματικότητα), μουσική, ερμηνείες, πλάνα και ενδιαφέρουσα πλοκή που σίγουρα προκαλεί έντονα συναισθήματα.
Τελειώνοντας η ταινία είχα κατά νου, αυτό που είχε πει κάποτε στην Αθήνα αρχές του ‘80 ο γνωστός τότε Σοβιετικός Κοινωνιολόγος Εντουαρντ Ρόζενταλ σε σχέση με την προπαγάνδα. «Να μην φοβάσαι αυτόν που στα 100 πράγματα λέει 99 ψέματα και μία αλήθεια. Αλλά αυτόν που κάνει το αντίθετο».
Η ταινία στηρίζεται σε ένα γεγονός, τον Ιούνη του 1962 στην πόλη του Νοβοτσερκάσκ (περιοχή Ντον) και που έγινε γνωστό στην έκταση του την περίοδο του Γιέλτσιν. Εδώ είναι και η πρώτη ένστασή μου. Είναι γνωστό ότι την περίοδο εκείνη πολλά «ντοκουμέντα» ήλθαν στο φως με μοναδικό στόχο τη συκοφάντηση της προηγούμενης περιόδου. Και επειδή ψάχνοντας δεν βρήκα στοιχεία- εκτός από τα όσα έγραψε για την όλη υπόθεση ο αστικός Τύπος (και της χώρας μας)- δεν μπορώ να κρίνω το πόσο κοντά στην πραγματικότητα είναι τα όσα αναφέρονται ως στοιχεία αυτά της ταινίας.
Όμως υπάρχουν πλευρές που μπορούν κάλλιστα να σχολιαστούν:
-Η περιοχή- ιστορικά-είχε πολλές ιδιομορφίες στη πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ήταν γνωστή ως πολιτιστική πρωτεύουσα των Κοζάκων, υπήρξε κέντρο της αντεπανάστασης κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, μια πόλη που λόγω της θέσης της στην κοιλάδα του Ντον, κοντά στα σύνορα Ρωσίας-Ουκρανίας στη Μαύρη Θάλασσα, έγινε αργότερα βιομηχανικό κέντρο για τους σοβιετικούς σιδηροδρόμους, τομέας κρίσιμο για την σοσιαλιστική οικοδόμηση
-Το παρελθόν αυτό θίγεται ακροθιγώς μέσα από τον τσαρικό-θρήσκο πατέρα της κομμουνίστριας πρωταγωνίστριας του έργου. Όμως το παρελθόν αυτό ρίχνει «βαριά» τη σκιά του στη τότε περίοδο, που αποδεδειγμένα και σε άλλες περιόδους πρόσθετε νέα «βάρη» στις προσπάθειες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης π.χ κολεκτιβοποίηση (με όλα τα αδυναμίες ή λάθη που αυτή «κουβαλούσε»), ενώ οι παραδοσιακές αντικομουνιστικές δυνάμεις είχαν όπως αποδείχθηκε τα χρόνια εκείνα δράση ασταμάτητη αξιοποιώντας το κάθε «ρήγμα»…
-Δεν ερμηνεύεται σε βάθος το γεγονός ότι στις 17 Μαΐου του 1962 το Συμβούλιο Υπουργών εκδίδει το διάταγμα Νο.456 που κηρύττει πανεθνική αύξηση των τιμών διαφόρων προϊόντων που θα ισχύει από την 1η Ιούνη. Η αύξηση αφορά βασικά προϊόντα όπως τα γαλακτοκομικά και το κρέας. Ήταν αποτέλεσμα της στροφής στην αντιμετώπιση των υπαρκτών προβλημάτων όχι με βάθεμα του σοσιαλισμού αλλά τη στροφή προς την «οικονομία της αγοράς». Δηλαδή τα προβλήματα που προκάλεσαν τη δίκαιη οργή του κόσμου δεν ήταν η οικοδόμηση του σοσιαλισμού (στη ταινία ακόμη και τα ζητήματα των κατακτήσεων στη εκπαίδευση εμφανίζονται με αρνητικό πρόσημο μέσω του πατέρα της πρωταγωνίστριας), αλλά η άρνηση του. Και το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι κινητοποιούνται έχοντας όπως δείχνει η ταινία σημαίες με τον ΛΕΝΙΝ δίνει έστω και ανεπαρκώς την πραγματικότητα και την πραγματική πίστη των πολλών στο σοσιαλισμό (όχι όλων φυσικά).
-Η κομματική και συνδικαλιστική ηγεσία εμφανίζεται ως μία ομάδα ανθρώπων φοβισμένων, καιροσκόπων, που παρουσιάζουν ψεύτικη εικόνα «στους από πάνω», ξεκομμένων από το λαό, γραφειοκρατών. Υπήρχαν και τέτοια φαινόμενα. Όμως δεν ήταν ο κανόνας όπως πάει να παρουσιάσει η ταινία.
-Η κομματική και κρατική ηγεσία που έρχεται να αντιμετωπίσει τη κατάσταση καταφεύγει αμέσως (έτσι την παρουσιάζει στη ταινία) στον αυταρχισμό μέσω της χρήσης του στρατού και την KGB . Φυσικά γίνεται αναφορά από μέρους της σε «μεθύστακες και χούλιγκαν» (δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς το γεγονός ότι σε τέτοιες περιόδους δρούσαν και τέτοιες δυνάμεις) ενώ και οι αναφορές από μέρους της σε αχτιφ, στην αντεπανάσταση το 1956 στην Ουγγαρία, έρχεται να δώσει περισσότερη «αληθοφάνεια» στα αντανακλαστικά της μέσω της καταστολής. Και εδώ φυσικά υπάρχει ο διαχωρισμός- όχι τυχαία- μεταξύ του στρατού (αλλά και του ρόλου που έπαιξε στρατηγός που απαλλάχτηκε και μετά το ΄90 αποκαταστάθηκε γιατί αρνήθηκε να πυροβολήσει πολίτες) και της KGB με τη δεύτερη σταθερά στο ρόλο του καχύποπτου και του «κακού».
- Η πρωταγωνίστρια είναι χήρα ήρωα της ΕΣΣΔ, μητέρα μίας νεαρής κόρης (που δεν φαίνεται να είναι πολιτικοποιημένη), στέλεχος του κόμματος και «οπαδός του ΣΤΑΛΙΝ». Συχνές οι αναφορές σ’αυτόν όπως «όλα είχαν νόημα τότε», «αν ζούσε θα είχαμε φτάσει στον κομμουνισμό», «τον διέσυραν-αναφερόμενη στο 20ο συνέδριο- δεν είχαν πει τίποτε όσο ζούσε». Γεγονός φυσικά αντικειμενικό για εκείνη την περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης όμως στηριγμένη η κρίση της όχι σε επιστημονική βάση αλλά περισσότερο ως «προσωπολατρία» (το παράδειγμα των εικόνων του που διατηρεί στο σπίτι) και όχι ως γνώση των νομοτελειών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η πάλη με τη συνείδηση της για τα όσα συμβαίνουν (αλλά και η επίκληση της βοήθειας του θεού για τη σωτηρία της κόρης της) καταλήγουν στην ελπίδα (με την μορφή της ευχής ίσως)-στο τέλος της ταινίας- ότι «θα φτιάξουν τα πράγματα, θα είμαστε καλύτερα».
Τελειώνοντας ο ίδιος ο σκηνοθέτης-μέσω δηλώσεων του- δείχνει και την σκόπευση: «Δεν ξέρω κατά πόσο αυτή η ταινία θα μπορέσει να συγκινήσει εκείνους τους ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τι είναι Σοβιετική Ένωση και Ρωσία. Ας ελπίσουμε ότι θα τους συγκινήσει».
Υ.Γ Όσο δε για αναφορές εγχώριων τροτσκιστών ότι πρόκειται «μια καταπληκτική ταινία η οποία δείχνει όλη την παράνοια και τον τρόμο του γραφειοκρατικού μετασταλινικού καθεστώτος που έφτιαξε «Βουδαπέστες», «Νοβοτσερκάσκ» και αργότερα «Πράγες», απλά να τονίσουμε το γνωστό έργο του Πιραντέλο «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε»