Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πώς Δενότανε τ’ Ατσάλι: Ένα έπος για την αναγκαιότητα του αγώνα, τη νιότη, την αγάπη, την ελπίδα

«Το πιο ακρι­βό στον άνθρω­πο είναι η ζωή. Αυτή του δίνε­ται μια φορά και πρέ­πει να τη ζήσει κανείς έτσι, που να μη τον βασα­νί­ζει ο πόνος για τα χρό­νια που τα ‘ζησε άσκο­πα, για να μην τον καί­ει η ντρο­πή για το πρό­στυ­χο και το τιπο­τέ­νιο παρελ­θόν και να μπο­ρέ­σει πεθαί­νο­ντας να πει: Ολη μου τη ζωή, όλες μου τις δυνά­μεις τις έδω­σα στο πιο ωραίο ιδα­νι­κό του κόσμου — στον αγώ­να για την απε­λευ­θέ­ρω­ση της ανθρωπότητας»…

Έτσι, όπως ο ίδιος γρά­φει, έζη­σε τη ζωή του ο Νικο­λάι Οστρόφ­σκι. Έγι­νε σύμ­βο­λο ηρω­ι­σμού και ακλό­νη­της πίστης στα ιδα­νι­κά της λευ­τε­ριάς και της δικαιο­σύ­νης, αγα­πή­θη­κε απ’ όλο τον κόσμο και πέρα­σε στην αθα­να­σία. Ο ήρω­άς του, ο Πάβελ Κορ­τσά­γκιν, προ­σω­πο­ποιεί τα καλύ­τε­ρα χαρα­κτη­ρι­στι­κά γνω­ρί­σμα­τα της γενιάς που πραγ­μα­το­ποί­η­σε τη Μεγά­λη Οκτω­βρια­νή Σοσια­λι­στι­κή Επα­νά­στα­ση στη Ρωσία. Η μοί­ρα του ήταν και μοί­ρα του συγ­γρα­φέα, που καρ­φω­μέ­νος στο κρε­βά­τι συνέ­χι­σε να υπη­ρε­τεί το κόμ­μα και το λαό. Το βιβλίο του Νικο­λάι Οστρόφ­σκι «Πώς δενό­τα­νε τ’ ατσά­λι» είναι το χρο­νι­κό μιας επο­χής, σελί­δες από την ιστο­ρία ενός λαού, αφιέ­ρω­μα στους απλούς ανθρώ­πους, εργά­τες και αγρό­τες, που άλλα­ξαν την όψη του κόσμου κι άνοι­ξαν το δρό­μο για το φωτει­νό μέλ­λον ολό­κλη­ρης της ανθρωπότητας.

«Το ατσά­λι δένε­ται στη μεγά­λη φωτιά και στο δυνα­τό ψύχος.
Τότε γίνε­ται δυνα­τό και τίπο­τα δε φοβάται.
Έτσι ατσα­λώ­θη­κε και η δική μας γενιά και έμα­θε να μην παραδίνεται…».

Μέσα από την δρά­ση του κεντρι­κού νεα­ρού κομ­σο­μό­λου Πάβελ Κορ­τσά­γκιν, ο οποί­ος υπε­ρα­σπί­στη­κε στα πεδία των μαχών την επα­νά­στα­ση, στη διάρ­κεια του αιμα­τη­ρού εμφυ­λί­ου 1919–1921, παρα­κο­λου­θεί κανείς το πάθος και την έξαρ­ση ενός ολό­κλη­ρου λαού να απαλ­λα­γεί από τα δεσμά της εκμε­τάλ­λευ­σης, την απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα για την οργά­νω­ση και εδραί­ω­ση της νέας κοι­νω­νί­ας. Ο τύπος του ανθρώ­που-αγω­νι­στή, που ενσάρ­κω­σε ο Κορ­τσά­γκιν, απο­τέ­λε­σε για πολ­λές γενιές ηθι­κό πρό­τυ­πο. Δεν είναι τυχαίο ότι το έργο γυρί­στη­κε και βγή­κε στην οθό­νη το 1942, στη διάρ­κεια του Μεγά­λου Πατριω­τι­κού Πολέ­μου για το σοβιε­τι­κό λαό (1941–1945). Εξέ­χου­σα θέση κατεί­χε το έργο και στα πρώ­τα μετα­πο­λε­μι­κά χρό­νια της ανοι­κο­δό­μη­σης της σοβιε­τι­κής κοι­νω­νί­ας (ξανα­γυ­ρί­στη­κε το 1957, πάλι σε σκη­νο­θε­σία του μεγά­λου Μαρκ Ντονσκόι).

Ο συγ­γρα­φέ­ας Νικο­λάι Αλε­ξέ­γε­βιτς Οστρόφ­σκι (1904–1936) ήταν γόνος φτω­χής εργα­τι­κής οικο­γέ­νειας και φοί­τη­σε σε ιερα­τι­κή σχο­λή. Ο Οστρόφ­σκι έζη­σε από κοντά τη γέν­νη­ση του σοβιε­τι­κού κρά­τους και δού­λε­ψε με πάθος για το στέ­ριω­μά του. Mε την έκρη­ξη της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης βρέ­θη­κε στην Ουκρα­νία, όπου πολέ­μη­σε εθε­λο­ντι­κά, από τα 15 του χρό­νια, στον εμφύ­λιο με τη μεριά του Κόκ­κι­νου Στρα­τού, πρώ­τα στις γραμ­μές της ταξιαρ­χί­ας ιππι­κού του Γκρι­γκό­ρι Κοτόφ­σκι (1881–1925) και στη συνέ­χεια στη θρυ­λι­κή 1η στρα­τιά ιππι­κού (Κονάρ­μια) του μετέ­πει­τα στρα­τάρ­χη Μπου­ντιό­νι (1883–1973) και πριν καν κλεί­σει τα 16 του χρό­νια τραυ­μα­τί­στη­κε βαριά τον Αύγου­στο του 1920 στη μάχη του Λβιβ. Ταυ­τό­χρο­να προ­σχώ­ρη­σε στην κομου­νι­στι­κή νεο­λαία, στην οποία ανα­δεί­χτη­κε ηγε­τι­κό στέ­λε­χος την περί­ο­δο ’23-’24 στην Ουκρανία.

Η ταλαι­πω­ρη­μέ­νη υγεία του τον καθή­λω­σε από το 1927 στο κρε­βά­τι και το 1928 έχα­σε το φως του. Παρά την ανα­πη­ρία του, ρίχνε­ται στον αγώ­να της αυτο­μόρ­φω­σης, αγώ­να ουσια­στι­κά για τη ζωή, και συνέ­χι­σε να προ­σφέ­ρει τις υπη­ρε­σί­ες του στις κομ­μα­τι­κές οργα­νώ­σεις. Αργό­τε­ρα το 1932 ασχο­λή­θη­κε με τη συγ­γρα­φή του μυθι­στο­ρή­μα­τος «Πώς δενό­τα­νε τ’ ατσά­λι» έως το 1935 που το ολο­κλή­ρω­σε κατά­κοι­τος πια. Λίγο αργό­τε­ρα έγρα­ψε άλλο ένα μυθι­στό­ρη­μα, το «Γεν­νη­μέ­νοι στη θύελ­λα» (1934) στο οποίο περιέ­γρα­ψε τη σοσια­λι­στι­κή οικο­δό­μη­ση στη Δυτι­κή Ουκρα­νία της περιό­δου ’19-’20, αλλά έμει­νε ημι­τε­λές, λόγω του πρό­ω­ρου θανά­του του. Το «Πώς δενό­τα­νε τ’ ατσά­λι» έγι­νε ένα από τα πιο αγα­πη­μέ­να μυθι­στο­ρή­μα­τα του σοβιε­τι­κού λαού και μετα­φρά­στη­κε σε πολ­λές γλώσ­σες, ενώ έγι­νε και ται­νία δύο φορές (1942 και 1957). Το 1935 απο­νε­μή­θη­κε στον Οστρόφ­σκι ο τίτλος του επι­τρό­που ταξιαρ­χί­ας — τιμη­τι­κά, αφού ήταν ήδη τυφλός και παρά­λυ­τος — ενώ το 1966 τιμή­θη­κε μετά θάνα­το με το παρά­ση­μο Λένιν και το βρα­βείο της λενι­νι­στι­κής Κομσομόλ.

Ο ήρω­ας του πλέ­ον γνω­στού έργου του, του εν πολ­λοίς αυτο­βιο­γρα­φι­κού «Πώς δενό­τα­νε τ’ ατσά­λι», ο Πάβελ Κορ­τσά­γκιν, απο­τέ­λε­σε κεντρι­κό σημείο ανα­φο­ράς στη δια­παι­δα­γώ­γη­ση της σοβιε­τι­κής νεο­λαί­ας της επο­χής. Με τα έργα αυτά, ο Οστρόφ­σκι έγι­νε γνω­στός και πέρα από τα σύνο­ρα της χώρας του. Και στα δύο μυθι­στο­ρή­μα­τα, τα μονα­δι­κά του άλλω­στε, περι­γρά­φει με λιτό­τη­τα και ρεα­λι­σμό απα­ρά­μιλ­λες εικό­νες και κατα­στά­σεις από τους αγώ­νες του λαού της Ουκρα­νί­ας και τις συν­θή­κες υπό τις οποί­ες άρχι­σε να δια­μορ­φώ­νε­ται η νέα κοι­νω­νία και να δια­πλά­θε­ται η νεο­λαία της. Και τα δύο έργα του έχουν μετα­φρα­στεί σε πολ­λές γλώσ­σες, καθώς και στα ελλη­νι­κά, και έχουν δια­σκευα­στεί για το θέα­τρο και τον κινηματογράφο.

Στην τελευ­ταία του συνέ­ντευ­ξη, ο Οστρόφ­σκι θα πει στον δημο­σιο­γρά­φο ότι η πραγ­μα­τι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση των αγρο­τών του νέου κρά­τους, αυτών που «το μόνο βιβλίο που γνώ­ρι­ζαν ήταν το ευαγ­γέ­λιο και τα παρα­μύ­θια για το διά­βο­λο» θα έρθει μόνο μέσα από τη μόρ­φω­ση. Και στην ερώ­τη­ση, για­τί διά­λε­ξε αυτόν τον τίτλο για το βιβλίο του απά­ντη­σε: «Το ατσά­λι δένε­ται στη μεγά­λη φωτιά και στο δυνα­τό ψύχος. Τότε γίνε­ται δυνα­τό και τίπο­τα δε φοβά­ται. Έτσι ατσα­λώ­θη­κε και η δική μας γενιά και έμα­θε να μην παραδίνεται…».

Ο μεγά­λος Ούγ­γρος κρι­τι­κός τέχνης και φιλό­σο­φος Γκέ­οργκ Λού­κατς (1885–1971) στο βιβλίο του για τη σοβιε­τι­κή λογο­τε­χνία, γρά­φει για τον Κορτσάγκιν:

«Ο Παύ­λος Κορ­τσά­γκιν, ο πρω­τα­γω­νι­στής του “Πώς δενό­τα­νε τ’ ατσά­λι” είναι το πρω­τό­τυ­πο του νέου κομ­μου­νι­στή ήρωα, του ανθρώ­που της νέας κοι­νω­νί­ας. Εκτός από το κομ­μου­νι­στι­κό του πάθος, δεν υπάρ­χει σ’ αυτόν τίπο­τα το διο­νυ­σια­κό. Περι­φρο­νεί την “παι­δι­κή ασθέ­νεια” του αρι­στε­ρι­σμού και υπο­τάσ­σει τα προ­σω­πι­κά του αισθή­μα­τα στη θέλη­σή του. Ενώ μπο­ρεί να δου­λέ­ψει σκλη­ρό­τε­ρα απ’ όλους, δε σπα­τα­λά χωρίς λόγο την ενέρ­γειά του και συμ­βου­λεύ­ει τους νέους κομ­μου­νι­στές ότι το να παρα­με­λείς την υγεία σου δεν απο­τε­λεί ηρω­ι­σμό. Για να πετύ­χει το στό­χο που έθε­σε ο ίδιος στον εαυ­τό του, να συγ­γρά­ψει ένα εμψυ­χω­τι­κό μυθι­στό­ρη­μα, ο Παύ­λος υπερ­βαί­νει πόνο, παρά­λυ­ση και έλλει­ψη όρα­σης από τα τραύ­μα­τα του Εμφυ­λί­ου, με ακα­τα­νί­κη­τη δύνα­μη θέλη­σης. Σε μια στιγ­μή φαί­νε­ται να σπά­ει, σκέ­φτε­ται την αυτο­κτο­νία, αλλά αμέ­σως λέει στον εαυ­τό του: “Ψευ­τοη­ρω­ι­σμοί, αγό­ρι μου! Ο κάθε ηλί­θιος σε κάθε στιγ­μή μπο­ρεί ν’ αυτο­κτο­νή­σει! Είν’ η πιο εύκο­λη κι η πιο δει­λή από­δρα­ση. Άσε κάτω το πιστό­λι και μην αφή­σεις κανέ­ναν να ξέρει ότι το σκέ­φτη­κες. Βρες τρό­πους να ζήσεις, ακό­μα κι όταν η ζωή γίνε­ται αβά­στα­χτη. Κάνε τη ζωή σου χρή­σι­μη!” (σελ. 416). Αυτή του η από­φα­ση είναι στην πρά­ξη η απόρ­ρι­ψη του νιτσεϊ­κού “διά­λε­ξε να πεθά­νεις τη σωστή στιγ­μή”. Ακό­μα και τυφλός και παρά­λυ­τος, ο Παύ­λος αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι όσο είναι χρή­σι­μος για τους γύρω του, η αυτο­κτο­νία δεν είναι παρά μια πρά­ξη αντι­κοι­νω­νι­κού κακώς νοού­με­νου ατομικισμού.

Η εσω­τε­ρι­κή ανά­πτυ­ξη του χαρα­κτή­ρα του Κορ­τσά­γκιν είναι μια ορθο­λο­γι­κή δια­δι­κα­σία, ακό­μα και στις στιγ­μές εκεί­νες που αυτή περι­γρά­φε­ται με “αγιο­γρα­φι­κούς” όρους: η τύφλω­ση και η παρά­λυ­ση είναι η δοκι­μα­σία, και η επί­τευ­ξη της συγ­γρα­φής του μυθι­στο­ρή­μα­τος μια ηρω­ι­κή πρά­ξη, ένα πόντ­βιγκ (подвиг) κατά τη ρωσι­κή παρά­δο­ση. Ο Παύ­λος πιστεύ­ει ειλι­κρι­νά στη ρήση του Στά­λιν “δεν υπάρ­χουν φρού­ρια που να μην μπο­ρούν να κυριεύ­σουν οι Μπολ­σε­βί­κοι”. Παλεύ­ει και κατα­φέρ­νει να γίνει αυθε­ντία στη ρωσι­κή γραμ­μα­τι­κή και να γρά­φει σωστά ενώ δεν είχε ποτέ το προ­νό­μιο της τυπι­κής σχο­λι­κής εκπαί­δευ­σης, όντως από τα δέκα του χρό­νια στη δου­λειά και από τα δεκα­τέσ­σε­ρα στον πόλε­μο. Η μικρή του βιβλιο­θή­κη περιέ­χει τη Σιδε­ρέ­νια Φτέρ­να του Τζακ Λόντον, το Κεφά­λαιο του Μαρξ, τον Σπάρ­τα­κο του Τζιο­βα­νό­λι και τη Μάνα του Μαξίμ Γκόρ­κι. Κι ενώ ο Παύ­λος δεν μπο­ρεί να συμ­με­τά­σχει ενερ­γά στη σοσια­λι­στι­κή οικο­δό­μη­ση σαν προ­λε­τά­ριος, επι­χαί­ρει με τις “μεγά­λες νίκες στη μάχη με τα στοι­χεία της φύσης” των κομ­σο­μό­λων που χτί­ζουν το μεγά­λο υδροη­λε­κτρι­κό φράγ­μα στο Δνεί­πε­ρο (σελ. 432). Όταν πια δεν μπο­ρεί να δει το μολύ­βι, εφευ­ρί­σκει έναν πίνα­κα γρα­φής με σχι­σμές για να κρα­τά τις γραμ­μές ευθεί­ες, και μελε­τά μέσω του ραδιο­φώ­νου, μερι­κές φορές θυμώ­νο­ντας με τον εαυ­τό του που έμει­νε τυφλός, ποτέ όμως δε σκέ­φτε­ται να τα παρα­τή­σει. Όταν φτά­νει κοντά στο να ολο­κλη­ρώ­σει το έργο του, “απα­γο­ρευ­μέ­να αισθή­μα­τα κυνη­γούν να δια­σπά­σουν την άγρυ­πνη θέλη­σή του, λύπη κι άλλα τόσα απλά, ανθρώ­πι­να αισθή­μα­τα, φλο­γε­ρά αλλά και τρυ­φε­ρά, που σε κάθε άλλο άνθρω­πο έχουν δικαί­ω­μα να εμφα­νί­ζο­νται, αλλά όχι σε αυτόν. Αν ενδώ­σει σε ένα μόνο απ’ αυτά, όλα θα τελειώ­σουν σαν τρα­γω­δία” (σελ. 438–39). Τελι­κά ο Παύ­λος υπερ­νι­κά και αυτούς τους τελευ­ταί­ους ενδοια­σμούς και τελειώ­νει το βιβλίο του το οποίο γίνε­ται δεκτό για έκδο­ση. Αυτό που φάντα­ζε στην αρχή σαν ένα άπια­στο όνει­ρο, γίνε­ται πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με τη θέλη­ση ενός ανθρώ­που, και — κατά το συμ­βο­λι­σμό — ενός ολό­κλη­ρου λαού, “να κινή­σει βου­νά” προς τα εμπρός. Οι αγρό­τες της Ουκρα­νί­ας, οι κομ­σο­μό­λοι του Δνεί­πε­ρου και οι στα­χα­νο­βί­τες του Ντον­μπάς είναι όλοι τους ζωντα­νοί Κορ­τσά­γκιν, ο καθέ­νας στο δικό του πεδίο, οι νίκες τους είναι νίκες του ανθρώ­πι­νου είδους.

Όπως και ο Ραχ­μέ­τωφ του Τσερ­νι­σέφ­σκι*, ο Κορ­τσά­γκιν ακο­λου­θεί ασκη­τι­κή ζωή, όχι όμως τόσο ριζι­κά όσο ο ήρω­ας του Τσερ­νι­σέφ­σκι, για­τί ο Παύ­λος είναι παντρε­μέ­νος. Η Τάγια — σύζυ­γος, μαθή­τρια και αλη­θι­νή σύντρο­φός του — δια­φέ­ρει από την Ντά­σα του Γκλα­ντ­κόφ** στο ότι ενώ η Ντά­σα μορ­φώ­νει τον σύντρο­φό της, η Τάγια μορ­φώ­νε­ται από αυτόν: και οι δύο όμως απει­κο­νί­ζουν τη γυναί­κα για την οποία ο αγώ­νας για την κοι­νω­νι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση και η ειλι­κρι­νής αγά­πη για το σύντρο­φο της ζωής της, απο­τε­λούν αδιά­σπα­στη δια­λε­κτι­κή ενότητα.»
(Georg Lukacs, La letteratura sovietica, 1955)

*Ραχ­μέ­τωφ: ήρω­ας του κλα­σι­κού προ­ε­πα­να­στα­τι­κού μυθι­στο­ρή­μα­τος του Νικο­λάι Τσερ­νι­σέφ­σκι «Τι να κάνου­με» (1863)
**Ντά­σα: χαρα­κτή­ρας του σοβιε­τι­κού μυθι­στο­ρή­μα­τος «Το τσι­μέ­ντο» του Φιο­ντόρ Γκλα­ντ­κόφ (1925), σύζυ­γος του πρωταγωνιστή

 

Αντ. Π.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο