«Το πιο ακριβό στον άνθρωπο είναι η ζωή. Αυτή του δίνεται μια φορά και πρέπει να τη ζήσει κανείς έτσι, που να μη τον βασανίζει ο πόνος για τα χρόνια που τα ‘ζησε άσκοπα, για να μην τον καίει η ντροπή για το πρόστυχο και το τιποτένιο παρελθόν και να μπορέσει πεθαίνοντας να πει: Ολη μου τη ζωή, όλες μου τις δυνάμεις τις έδωσα στο πιο ωραίο ιδανικό του κόσμου — στον αγώνα για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας»…
Έτσι, όπως ο ίδιος γράφει, έζησε τη ζωή του ο Νικολάι Οστρόφσκι. Έγινε σύμβολο ηρωισμού και ακλόνητης πίστης στα ιδανικά της λευτεριάς και της δικαιοσύνης, αγαπήθηκε απ’ όλο τον κόσμο και πέρασε στην αθανασία. Ο ήρωάς του, ο Πάβελ Κορτσάγκιν, προσωποποιεί τα καλύτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γενιάς που πραγματοποίησε τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία. Η μοίρα του ήταν και μοίρα του συγγραφέα, που καρφωμένος στο κρεβάτι συνέχισε να υπηρετεί το κόμμα και το λαό. Το βιβλίο του Νικολάι Οστρόφσκι «Πώς δενότανε τ’ ατσάλι» είναι το χρονικό μιας εποχής, σελίδες από την ιστορία ενός λαού, αφιέρωμα στους απλούς ανθρώπους, εργάτες και αγρότες, που άλλαξαν την όψη του κόσμου κι άνοιξαν το δρόμο για το φωτεινό μέλλον ολόκληρης της ανθρωπότητας.
«Το ατσάλι δένεται στη μεγάλη φωτιά και στο δυνατό ψύχος.
Τότε γίνεται δυνατό και τίποτα δε φοβάται.
Έτσι ατσαλώθηκε και η δική μας γενιά και έμαθε να μην παραδίνεται…».
Μέσα από την δράση του κεντρικού νεαρού κομσομόλου Πάβελ Κορτσάγκιν, ο οποίος υπερασπίστηκε στα πεδία των μαχών την επανάσταση, στη διάρκεια του αιματηρού εμφυλίου 1919–1921, παρακολουθεί κανείς το πάθος και την έξαρση ενός ολόκληρου λαού να απαλλαγεί από τα δεσμά της εκμετάλλευσης, την αποφασιστικότητα για την οργάνωση και εδραίωση της νέας κοινωνίας. Ο τύπος του ανθρώπου-αγωνιστή, που ενσάρκωσε ο Κορτσάγκιν, αποτέλεσε για πολλές γενιές ηθικό πρότυπο. Δεν είναι τυχαίο ότι το έργο γυρίστηκε και βγήκε στην οθόνη το 1942, στη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου για το σοβιετικό λαό (1941–1945). Εξέχουσα θέση κατείχε το έργο και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια της ανοικοδόμησης της σοβιετικής κοινωνίας (ξαναγυρίστηκε το 1957, πάλι σε σκηνοθεσία του μεγάλου Μαρκ Ντονσκόι).
Ο συγγραφέας Νικολάι Αλεξέγεβιτς Οστρόφσκι (1904–1936) ήταν γόνος φτωχής εργατικής οικογένειας και φοίτησε σε ιερατική σχολή. Ο Οστρόφσκι έζησε από κοντά τη γέννηση του σοβιετικού κράτους και δούλεψε με πάθος για το στέριωμά του. Mε την έκρηξη της Οκτωβριανής Επανάστασης βρέθηκε στην Ουκρανία, όπου πολέμησε εθελοντικά, από τα 15 του χρόνια, στον εμφύλιο με τη μεριά του Κόκκινου Στρατού, πρώτα στις γραμμές της ταξιαρχίας ιππικού του Γκριγκόρι Κοτόφσκι (1881–1925) και στη συνέχεια στη θρυλική 1η στρατιά ιππικού (Κονάρμια) του μετέπειτα στρατάρχη Μπουντιόνι (1883–1973) και πριν καν κλείσει τα 16 του χρόνια τραυματίστηκε βαριά τον Αύγουστο του 1920 στη μάχη του Λβιβ. Ταυτόχρονα προσχώρησε στην κομουνιστική νεολαία, στην οποία αναδείχτηκε ηγετικό στέλεχος την περίοδο ’23-’24 στην Ουκρανία.
Η ταλαιπωρημένη υγεία του τον καθήλωσε από το 1927 στο κρεβάτι και το 1928 έχασε το φως του. Παρά την αναπηρία του, ρίχνεται στον αγώνα της αυτομόρφωσης, αγώνα ουσιαστικά για τη ζωή, και συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στις κομματικές οργανώσεις. Αργότερα το 1932 ασχολήθηκε με τη συγγραφή του μυθιστορήματος «Πώς δενότανε τ’ ατσάλι» έως το 1935 που το ολοκλήρωσε κατάκοιτος πια. Λίγο αργότερα έγραψε άλλο ένα μυθιστόρημα, το «Γεννημένοι στη θύελλα» (1934) στο οποίο περιέγραψε τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στη Δυτική Ουκρανία της περιόδου ’19-’20, αλλά έμεινε ημιτελές, λόγω του πρόωρου θανάτου του. Το «Πώς δενότανε τ’ ατσάλι» έγινε ένα από τα πιο αγαπημένα μυθιστορήματα του σοβιετικού λαού και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, ενώ έγινε και ταινία δύο φορές (1942 και 1957). Το 1935 απονεμήθηκε στον Οστρόφσκι ο τίτλος του επιτρόπου ταξιαρχίας — τιμητικά, αφού ήταν ήδη τυφλός και παράλυτος — ενώ το 1966 τιμήθηκε μετά θάνατο με το παράσημο Λένιν και το βραβείο της λενινιστικής Κομσομόλ.
Ο ήρωας του πλέον γνωστού έργου του, του εν πολλοίς αυτοβιογραφικού «Πώς δενότανε τ’ ατσάλι», ο Πάβελ Κορτσάγκιν, αποτέλεσε κεντρικό σημείο αναφοράς στη διαπαιδαγώγηση της σοβιετικής νεολαίας της εποχής. Με τα έργα αυτά, ο Οστρόφσκι έγινε γνωστός και πέρα από τα σύνορα της χώρας του. Και στα δύο μυθιστορήματα, τα μοναδικά του άλλωστε, περιγράφει με λιτότητα και ρεαλισμό απαράμιλλες εικόνες και καταστάσεις από τους αγώνες του λαού της Ουκρανίας και τις συνθήκες υπό τις οποίες άρχισε να διαμορφώνεται η νέα κοινωνία και να διαπλάθεται η νεολαία της. Και τα δύο έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, καθώς και στα ελληνικά, και έχουν διασκευαστεί για το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Στην τελευταία του συνέντευξη, ο Οστρόφσκι θα πει στον δημοσιογράφο ότι η πραγματική απελευθέρωση των αγροτών του νέου κράτους, αυτών που «το μόνο βιβλίο που γνώριζαν ήταν το ευαγγέλιο και τα παραμύθια για το διάβολο» θα έρθει μόνο μέσα από τη μόρφωση. Και στην ερώτηση, γιατί διάλεξε αυτόν τον τίτλο για το βιβλίο του απάντησε: «Το ατσάλι δένεται στη μεγάλη φωτιά και στο δυνατό ψύχος. Τότε γίνεται δυνατό και τίποτα δε φοβάται. Έτσι ατσαλώθηκε και η δική μας γενιά και έμαθε να μην παραδίνεται…».
Ο μεγάλος Ούγγρος κριτικός τέχνης και φιλόσοφος Γκέοργκ Λούκατς (1885–1971) στο βιβλίο του για τη σοβιετική λογοτεχνία, γράφει για τον Κορτσάγκιν:
«Ο Παύλος Κορτσάγκιν, ο πρωταγωνιστής του “Πώς δενότανε τ’ ατσάλι” είναι το πρωτότυπο του νέου κομμουνιστή ήρωα, του ανθρώπου της νέας κοινωνίας. Εκτός από το κομμουνιστικό του πάθος, δεν υπάρχει σ’ αυτόν τίποτα το διονυσιακό. Περιφρονεί την “παιδική ασθένεια” του αριστερισμού και υποτάσσει τα προσωπικά του αισθήματα στη θέλησή του. Ενώ μπορεί να δουλέψει σκληρότερα απ’ όλους, δε σπαταλά χωρίς λόγο την ενέργειά του και συμβουλεύει τους νέους κομμουνιστές ότι το να παραμελείς την υγεία σου δεν αποτελεί ηρωισμό. Για να πετύχει το στόχο που έθεσε ο ίδιος στον εαυτό του, να συγγράψει ένα εμψυχωτικό μυθιστόρημα, ο Παύλος υπερβαίνει πόνο, παράλυση και έλλειψη όρασης από τα τραύματα του Εμφυλίου, με ακατανίκητη δύναμη θέλησης. Σε μια στιγμή φαίνεται να σπάει, σκέφτεται την αυτοκτονία, αλλά αμέσως λέει στον εαυτό του: “Ψευτοηρωισμοί, αγόρι μου! Ο κάθε ηλίθιος σε κάθε στιγμή μπορεί ν’ αυτοκτονήσει! Είν’ η πιο εύκολη κι η πιο δειλή απόδραση. Άσε κάτω το πιστόλι και μην αφήσεις κανέναν να ξέρει ότι το σκέφτηκες. Βρες τρόπους να ζήσεις, ακόμα κι όταν η ζωή γίνεται αβάσταχτη. Κάνε τη ζωή σου χρήσιμη!” (σελ. 416). Αυτή του η απόφαση είναι στην πράξη η απόρριψη του νιτσεϊκού “διάλεξε να πεθάνεις τη σωστή στιγμή”. Ακόμα και τυφλός και παράλυτος, ο Παύλος αντιλαμβάνεται ότι όσο είναι χρήσιμος για τους γύρω του, η αυτοκτονία δεν είναι παρά μια πράξη αντικοινωνικού κακώς νοούμενου ατομικισμού.
Η εσωτερική ανάπτυξη του χαρακτήρα του Κορτσάγκιν είναι μια ορθολογική διαδικασία, ακόμα και στις στιγμές εκείνες που αυτή περιγράφεται με “αγιογραφικούς” όρους: η τύφλωση και η παράλυση είναι η δοκιμασία, και η επίτευξη της συγγραφής του μυθιστορήματος μια ηρωική πράξη, ένα πόντβιγκ (подвиг) κατά τη ρωσική παράδοση. Ο Παύλος πιστεύει ειλικρινά στη ρήση του Στάλιν “δεν υπάρχουν φρούρια που να μην μπορούν να κυριεύσουν οι Μπολσεβίκοι”. Παλεύει και καταφέρνει να γίνει αυθεντία στη ρωσική γραμματική και να γράφει σωστά ενώ δεν είχε ποτέ το προνόμιο της τυπικής σχολικής εκπαίδευσης, όντως από τα δέκα του χρόνια στη δουλειά και από τα δεκατέσσερα στον πόλεμο. Η μικρή του βιβλιοθήκη περιέχει τη Σιδερένια Φτέρνα του Τζακ Λόντον, το Κεφάλαιο του Μαρξ, τον Σπάρτακο του Τζιοβανόλι και τη Μάνα του Μαξίμ Γκόρκι. Κι ενώ ο Παύλος δεν μπορεί να συμμετάσχει ενεργά στη σοσιαλιστική οικοδόμηση σαν προλετάριος, επιχαίρει με τις “μεγάλες νίκες στη μάχη με τα στοιχεία της φύσης” των κομσομόλων που χτίζουν το μεγάλο υδροηλεκτρικό φράγμα στο Δνείπερο (σελ. 432). Όταν πια δεν μπορεί να δει το μολύβι, εφευρίσκει έναν πίνακα γραφής με σχισμές για να κρατά τις γραμμές ευθείες, και μελετά μέσω του ραδιοφώνου, μερικές φορές θυμώνοντας με τον εαυτό του που έμεινε τυφλός, ποτέ όμως δε σκέφτεται να τα παρατήσει. Όταν φτάνει κοντά στο να ολοκληρώσει το έργο του, “απαγορευμένα αισθήματα κυνηγούν να διασπάσουν την άγρυπνη θέλησή του, λύπη κι άλλα τόσα απλά, ανθρώπινα αισθήματα, φλογερά αλλά και τρυφερά, που σε κάθε άλλο άνθρωπο έχουν δικαίωμα να εμφανίζονται, αλλά όχι σε αυτόν. Αν ενδώσει σε ένα μόνο απ’ αυτά, όλα θα τελειώσουν σαν τραγωδία” (σελ. 438–39). Τελικά ο Παύλος υπερνικά και αυτούς τους τελευταίους ενδοιασμούς και τελειώνει το βιβλίο του το οποίο γίνεται δεκτό για έκδοση. Αυτό που φάνταζε στην αρχή σαν ένα άπιαστο όνειρο, γίνεται πραγματικότητα με τη θέληση ενός ανθρώπου, και — κατά το συμβολισμό — ενός ολόκληρου λαού, “να κινήσει βουνά” προς τα εμπρός. Οι αγρότες της Ουκρανίας, οι κομσομόλοι του Δνείπερου και οι σταχανοβίτες του Ντονμπάς είναι όλοι τους ζωντανοί Κορτσάγκιν, ο καθένας στο δικό του πεδίο, οι νίκες τους είναι νίκες του ανθρώπινου είδους.
Όπως και ο Ραχμέτωφ του Τσερνισέφσκι*, ο Κορτσάγκιν ακολουθεί ασκητική ζωή, όχι όμως τόσο ριζικά όσο ο ήρωας του Τσερνισέφσκι, γιατί ο Παύλος είναι παντρεμένος. Η Τάγια — σύζυγος, μαθήτρια και αληθινή σύντροφός του — διαφέρει από την Ντάσα του Γκλαντκόφ** στο ότι ενώ η Ντάσα μορφώνει τον σύντροφό της, η Τάγια μορφώνεται από αυτόν: και οι δύο όμως απεικονίζουν τη γυναίκα για την οποία ο αγώνας για την κοινωνική απελευθέρωση και η ειλικρινής αγάπη για το σύντροφο της ζωής της, αποτελούν αδιάσπαστη διαλεκτική ενότητα.»
(Georg Lukacs, La letteratura sovietica, 1955)
*Ραχμέτωφ: ήρωας του κλασικού προεπαναστατικού μυθιστορήματος του Νικολάι Τσερνισέφσκι «Τι να κάνουμε» (1863)
**Ντάσα: χαρακτήρας του σοβιετικού μυθιστορήματος «Το τσιμέντο» του Φιοντόρ Γκλαντκόφ (1925), σύζυγος του πρωταγωνιστή
Αντ. Π.