Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Σκασμός λοιπόν, μιλάει ο υπουργός»*

Γρά­φει η Λήδα Ροδα­νού //

«Ποιον ορί­ζω εγώ ως πλού­σιο; Τι να σου πώ; Είναι σαν την ομορ­φιά. Ορί­ζε­ται η ομορ­φιά; Εγώ θεω­ρώ ότι ο πιο πλού­σιος άνθρω­πος είναι αυτός που έχει αρκε­τό χρό­νο και ησυ­χία αρκε­τή για να μπο­ρεί να σκέ­φτε­ται και να γρά­φει ποίηση».
Γιάν­νης Βαρου­φά­κης, 16/3/2015

Μας ενη­μέ­ρω­σε ο κύριος υπουρ­γός Οικο­νο­μι­κών της Κυβέρ­νη­σης της Αρι­στε­ράς (με ολί­γη Αρκο­δε­ξιά) για το ποιος είναι, ή μάλ­λον ποιον θεω­ρεί ο ίδιος πλού­σιο. Δεν θεω­ρεί ο κύριος υπουρ­γός ότι πλού­σιος είναι όποιος αμεί­βε­ται με παρα­πά­νω από 700 ευρώ. Τι θεω­ρεί; Θεω­ρεί ότι πλού­σιος είναι αυτός που έχει αρκε­τό χρό­νο και ησυ­χία για να μπο­ρεί να σκέ­φτε­ται και να γρά­φει ποίηση.

Και ναι, η ποί­η­ση μπο­ρεί να είναι πλού­τος ανε­κτί­μη­τος, ειδι­κά όταν η ποί­η­ση αυτή είναι ποί­η­ση ριζο­σπα­στι­κή και κατα­πιά­νε­ται με τον ανθρώ­πι­νο μόχθο, με τη μάνα που μοι­ρο­λο­γεί τον σκο­τω­μέ­νο γιό της μέρα μαγιού ματω­βα­μέ­νη, με τον ξερι­ζω­μέ­νο απ’ τον τόπο του πρό­σφυ­γα και μετα­νά­στη, με το δίκιο του καταπιεσμένου….

Μα αυτή ακρι­βώς η ποί­η­ση δεν υπήρ­ξε ποτέ προ­ϊ­όν αργό­σχο­λων ανθρώ­πων – πως θα μπο­ρού­σε; – που από τις ανέ­σεις τους, από τα πλού­σια σαλό­νια, πάνω σε παχυ­λά χαλιά κι απο­λαμ­βά­νο­ντας την ησυ­χία και ηρε­μία τους, γρά­φα­νε… όπως ο κ. Βαρου­φά­κης τολ­μά να πει αστειολογώντας.

Δεν ήταν τέτοιες οι συν­θή­κες μες στις οποί­ες έγρα­φε ο Γιάν­νης Ρίτσος στα ξερο­νή­σια, στα Ημε­ρο­λό­για Εξορίας:

Κοντεύ­ου­με να συνη­θί­σου­με το συρ­μα­τό­πλεγ­μα τα πρό­σω­πα τ’ αγκάθια

ή περι­γρά­φο­ντας την «ηρε­μία» που απο­λάμ­βα­νε με τους συγκρα­τού­με­νούς του:

Το βρά­δυ οι σκοτωμένοι
συνά­ζο­νται κάτου απ’ τις πέτρες
με κάτι σημειώ­σεις στα πακέ­τα των τσι­γά­ρων τους
με κάτι πυκνο­γραμ­μέ­να χαρ­τά­κια στα παπού­τσια τους
με κάτι παρά­νο­μα αστέ­ρια στα μάτια τους.

Δεν ήταν αντί­στοι­χα «ειδυλ­λια­κές» κατα­στά­σεις «ησυ­χί­ας» και «άνε­σης χρό­νου» μες στις οποί­ες ο Τάσος Λει­βα­δί­της έγραφε:

Έτσι χόρ­τα­σα στη ζωή μου:
με νεκρούς, ταπει­νώ­σεις, ποι­ή­μα­τα, χρο­νο­λο­γί­ες από παλιές
κατα­στρο­φές κι ορά­μα­τα απά αυρια­νές επαναστάσεις.

Δεν περι­γρά­φει «ησυ­χία» ο Μίλ­τος Σαχτού­ρης στους στί­χους του στον «Στρα­τιώ­τη Ποιητή»:

Δεν έχω γρά­ψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλη­σε η ζωή μου

Δεν γνω­ρί­ζου­με ποιους ποι­η­τές είχε κατά νου ο υπουρ­γός Οικο­νο­μι­κών Γ. Βαρου­φά­κης όταν έκα­νε την παρα­πά­νω δήλω­ση αλλά γνω­ρί­ζου­με πολύ καλά ότι ο Γιάν­νης Ρίτσος, ο Τάσος Λει­βα­δί­της, ο Κώστας Βάρ­να­λης, ο Νίκος Καρού­ζος, ο Μίλ­τος Σαχτού­ρης, ο Πάμπλο Νερού­δα, ο Ναζίμ Χικ­μέτ, ο Μπέρ­τολντ Μπρεχτ, ο Βλα­ντι­μίρ Μαγια­κόφ­σκι, ο Ευγέ­νιος Ποτιέ, ο Πώλ Ελυάρ, ο Λουί Αρα­γκόν και οι τόσοι και τόσοι άλλοι ποι­η­τές που δώσαν ό,τι είχαν για να μπο­ρούν να λέγο­νται άνθρω­ποι, όλοι αυτοί δεν απο­λάμ­βα­ναν τον πλού­το και την άνε­ση να γρά­φουν ποι­ή­μα­τα, κατά πώς ευφυο­λο­γεί ο κ. Βαρου­φά­κης. Διωγ­μέ­νοι, εξό­ρι­στοι, βασα­νι­σμέ­νοι, ταλαι­πω­ρη­μέ­νοι, γρά­φα­νε για να αλα­φρύ­νει ο ανθρώ­πι­νος πόνος και για να ανα­δει­χθεί η διέ­ξο­δος από δαύ­τον, για να πάει μπρο­στά η ιστο­ρία, για να πάρει ο λαός την υπό­θε­σή του στα χέρια του, για να υπάρ­ξει κάπο­τε Ειρή­νη και για­τί θέλαν να λέγο­νται Άνθρωποι…

Και επει­δή εμείς γνω­ρί­ζου­με πολύ καλά ποιος είναι πλού­σιος και ποια ησυ­χία, ποια ηρε­μία και ποιος χρό­νος οπλί­ζει το χέρι ενός ποι­η­τή, να ξεκα­θα­ρί­σου­με ότι γνω­ρί­ζου­με καλά και το ποια είναι η φτώχια.

Και είναι φτώ­χια, ένδεια πολι­τι­κή, ηθι­κή και αισθη­τι­κή, να δηλώ­νει ο υπουρ­γός Οικο­νο­μι­κών ότι δεν γνω­ρί­ζει ποιος είναι πλού­σιος για­τί ο ορι­σμός του πλού­του είναι αόρι­στος και υπο­κει­με­νι­κός σαν την ομορφιά.

Είναι ένδεια πολι­τι­κή, ηθι­κή και αισθη­τι­κή, να δηλώ­νει ο υπουρ­γός Οικο­νο­μι­κών ότι οι ποι­η­τές έχουν χρό­νο και ησυ­χία να σκε­φτούν και να γρά­ψουν ποίηση.

Είναι ένδεια πολι­τι­κή, ηθι­κή και αισθη­τι­κή να δηλώ­νει ο υπουρ­γός Οικο­νο­μι­κών πως ο δρό­μος για την ανά­πτυ­ξη της Ελλά­δας περ­νά από «μπου­τίκ μπύρας».

Είναι ένδεια πολι­τι­κή, ηθι­κή και αισθη­τι­κή να δηλώ­νει ο υπουρ­γός Οικο­νο­μι­κών πως η φορο­δια­φυ­γή θα κατα­πο­λε­μη­θεί φτιά­χνο­ντας στρα­τιές χαφιέδων.

Είναι ένδεια πολι­τι­κή, ηθι­κή και αισθη­τι­κή να ονο­μά­ζει ο υπουρ­γός Οικο­νο­μι­κών το κρέ­ας ψάρι και την «τρόι­κα» «ομά­δα Βρυ­ξελ­λών» και να ευφραίνεται.

Είναι ένδεια πολι­τι­κή, ηθι­κή και αισθη­τι­κή να ονο­μά­ζει ο υπουρ­γός Οικο­νο­μι­κών την καπι­τα­λι­στι­κή κρί­ση και την κατα­στρο­φή που αυτή επι­φέ­ρει στο λαό ως «ανθρω­πι­στι­κή κρί­ση» λες και μας έπε­σε απ’ τον ουρα­νό. Ένα και­ρι­κό φαι­νό­με­νο δίχως ενόχους…

Επει­δή τους υπό­λοι­πους δεν μας δια­κρί­νει αυτή η ένδεια, η πολι­τι­κή, η ηθι­κή και η αισθη­τι­κή (παρό­λο που τον πλού­το μονά­χα τον παρά­γου­με αλλά καθό­λου δεν τον καρ­πω­νό­μα­στε), μπο­ρού­με να αφιε­ρώ­σου­με στον κ. υπουρ­γό Οικο­νο­μι­κών τους στί­χους από το ποί­η­μα «Φόροι» του Γιώρ­γου Σουρή:

Βάλ­τε φόρους, βάλε­τε εις την πτω­χήν μας ράχη,
ποτί­στε με το αίμα μας την άρρω­στη πατρίδα
σεις το κρα­σί και τον καπνό που πίνε­τε μονάχοι
κι εμείς να σας κοι­τά­ζου­με με μάτι σαν γαρίδα
Βαριά φορο­λο­γή­σε­τε και το νερό που τρέχει
βάλε­τε φόρους, βάλε­τε, η πλά­τη μας αντέχει.

και να υπεν­θυ­μί­σου­με ακό­μη στον κ. υπουρ­γό Οικο­νο­μι­κών, μέσα από τους στί­χους του Μπρεχτ από το «Γερ­μα­νι­κό εγχει­ρί­διο πολέ­μου» πως:

Στρα­τη­γέ ο άνθρω­πος είναι χρή­σι­μος πολύ
Ξέρει να πετάει
Ξέρει να σκοτώνει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
ξέρει να σκέφτεται.

* Τάσος Λει­βα­δί­της, «Φυσά­ει στα σταυ­ρο­δρό­μια του κόσμου»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο