Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Σκόρπιοι σε τέσσερις γωνίες», τρία ποιήματα του …Παράταιρου

Σήμε­ρα ο …Παρά­ται­ρος αυτο­συ­στή­νε­ται και και παρου­σιά­ζει τρία ποι­ή­μα­τά του.

Και το ψευ­δώ­νυ­μο εμού…Παράταιρος. Η επι­λο­γή δεν είναι τυχαία. Το σόι μου φρό­ντι­σε να έχει ήδη βγά­λει μαντι­να­δο­λό­γο με το ίδιο ονο­μα­τε­πώ­νυ­μο. Οπό­τε για να μην υπάρ­χουν συγ­χύ­σεις δεν θα επι­θυ­μού­σα να μοι­ρα­στώ την δόξα με τον ξάδερ­φο μου, ανά­με­σα στους χιλιά­δες οπα­δούς της ποί­η­σης που αν κάνεις μια έρευ­να γύρω σου θα ανα­κα­λύ­ψεις κι εσύ πως…απλά δεν υπάρ­χουν. Από την άλλη διά­φο­ρες πτυ­χές της ζωής με οδη­γούν να εμμέ­νω στην δια­τή­ρη­ση αυτής της παρά­δο­σης. Λάτρεις της hip hop μου­σι­κής από μικρό παι­δί ‚όπου κάθε ράπερ έχει ένα ευφά­ντα­στο stage name. Κρη­τι­κός στην κατα­γω­γή , κάθε Κρης που σέβε­ται τον εαυ­τό του έχει κι από ένα παρα­νό­μι. Τέλος , η ροπή μου προς την κομ­μου­νι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία με εξοι­κεί­ω­σε με καπε­τά­νιους και επα­να­στά­τες με παρα­τσού­κλια (κατά­γο­μαι ‚άλλω­στε, από το χωριό του Καπε­τάν Λεμο­νιά ‚αρχη­γού του ΕΛΑΣ Ρεθύ­μνου). Για την ιστο­ρία , γρά­φω ποι­ή­μα­τα με μονα­δι­κό σκο­πό να κρα­τή­σω σε ζωντα­νή λει­τουρ­γία τους νευ­ρο­δια­βι­βα­στές μου, εφό­σον εξά­ντλη­σα όλα τα απο­θέ­μα­τα σερο­το­νί­νης , κάτι που οδη­γεί σε προ­βλή­μα­τα μνή­μης (ξεχνάω ονό­μα­τα) . Το αντι­κεί­με­νο σπου­δών μου παρέ­χει ένα κατάλ­λη­λο περι­βάλ­λον για να παρά­γω ενδορ­φί­νες , εν τού­τοις βαριέ­μαι αρκε­τά για να τις ανα­ζη­τή­σω. Οπό­τε το ρίχνω στην ποί­η­ση για να μην με κατα­βάλ­λει εντε­λώς το λιμνά­ζων άγχος. Προ­σπα­θώ να αντι­στέ­κο­μαι στις ποι­η­τι­κές απει­κο­νί­σεις της μιζέ­ριας με χαμη­λά ποσο­στά επιτυχίας…

Σκόρ­πιοι σε τέσ­σε­ρις γωνίες

Αφή­κα­νε τη λύπη τους στο δρό­μο ακουμπισμένη
Ξοπί­σω τους γυρεύ­α­νε οι ευσε­βείς τους πόθοι
Σε πόλη μιαν αλλό­κο­τη και­ρό ατιμασμένη
Βαρύ στα στε­νο­σό­κα­κα πυκνό το χιό­νι εστρώθη

Δεν έσμι­γαν σαν άλλο­τε χώρια τους όλοι ζούνε
Μέσα στο κατα­χεί­μω­νο προ­σμέ­νουν την Λαμπρή
Ύστε­ρα θ ‘ αντα­μώ­σου­νε το θέρος μιαν αυγή
Δε θα ‘χουν όπως σήμε­ρω και τίπο­τα να πούνε

Όταν θα πιουν οινό­πνευ­μα θ ‘ ανοί­ξου­νε το στόμα
Ποιος ιστο­ρία παλια­κή θ ‘ αρχί­σει να κλωθάει
Ποιοι έφυ­γαν , ποιοι άλλα­ξαν ποιοι έμει­ναν στο Κόμμα
Και ποιος από τα νεύ­ρα του το πάτω­μα κλωτσάει

Τους πιο πολ­λούς στην ξενι­τιά γυναί­κα περιμένει
Ποια είναι αυτή που σ ‘ έχει εκεί πηγαί­νο­ντας σε στράφι
Μια κάποια κόρη ήθε­λαν πολύ συγκεκριμένη
Τα πιο πολ­λά δεν είν’ γρα­φτά κανείς δε θα τα μάθει

Στο πέλα­γο αγέ­ρη­δες φυσά­γα­νε το πλοίο
Παρέα δε φρο­ντί­σα­νε όλοι μαζί να φύγουν
Σερ­σέ­μη­δες θα μεί­νου­νε ως το στερ­νό αντίο
Να θάβου­νε μέλ­λει μαθές αυτά που τους επνίγουν

Ρεα­λι­σμός ή…

Κάνου­με πάντα το εφικτό
με νώτα προς τ ‘αδύ­να­το
Βρί­σκου­με αγά­πης περισσεύματα
μισώ­ντας τους φονιάδες
Θόλω­σαν τα γυαλιά
που έβλε­παν κατευ­θεί­αν απ’ την ψυχή
Ανα­γκα­στή­κα­με ν’ αντι­κρί­σου­με με ψυχρή λογική
την επο­χή της παρακμής
Βλέμ­μα σκυ­φτό στην αρχή
Αργό­τε­ρα τίπο­τα δεν μας έκα­νε εντύπωση
Που είσαι ακό­μα;
Σε ψάχνουν σε μισο­τε­λειω­μέ­νο γεύμα,
αφη­μέ­νο προ­σε­κτι­κά στο πεζούλι
για τον πρώ­το τυχόντα.
Δεν είμα­στε δα και τόσο μακριά
Μας χωρί­ζει μόνο σκέ­ψη και απόφαση
Μας περιέ­λου­σαν ρητά και δόγ­μα­τα για αρχές
Θα ντρο­πια­στείς άμα τα κάνεις πράξη
Κανείς δεν μιλά­ει τη γλώσ­σα μου.
Θα ζήσω μ’ αυτούς
για να γρά­ψω γι’ αυτούς.
Βασι­κά το μόνο που θέλω
είναι ένα δια­μέ­ρι­σμα στην άκρη της πόλης

ΦΟΡΤΈΤΖΑ

Κάτω απ’ το ενε­τι­κό κάστρο
δια­πί­στω­σα πως το παγκάκι
που ξαποσταίναμε
δεν υπάρ­χει πλέον.
Όπως και η αγά­πη μας
Λίγο πιο πέρα δροσίζομαι
στοι­βαγ­μέ­νος σε γρά­δες και μωρά
στη βρα­χώ­δη παραλία
που εισήλ­θα μέσα σου
κάτω από τ’ αστέρια
και τα αλαρ­γι­νά φώτα της πόλης
που καθρέ­φτι­ζαν στο νερό της θάλασσας.
Απ‘ του φρού­ριου τον τρούλο
χαζεύω τον κόσμο ούλο
Κι ας μην υπάρ­χει ανα­κα­λύ­πτω χλεύη
Παύ­ει το μυα­λό δεν ταξιδεύει
Γίνε­ται πλοίο αραγ­μέ­νο αρόδο
Ήθε­λα μήλο συ μου ‘δωσες ρόδο

 

Η στή­λη «Νέοι Δημιουρ­γοί» θα φιλο­ξε­νεί μία φορά τη βδο­μά­δα ποι­ή­μα­τα ή διη­γή­μα­τα νέων δημιουρ­γών και όχι μόνο. Προ­ϋ­πό­θε­ση, να μην έχουν δημο­σιευ­τεί σε έντυ­πο ή ηλε­κτρο­νι­κό μέσο και φυσι­κά σε βιβλίο. 

Φιλο­δο­ξία μας είναι, στις αρχές του 2016 να εκδο­θεί μια συλ­λο­γή ποι­η­μά­των (και αντί­στοι­χη διη­γη­μά­των) που θα ανθο­λο­γη­θούν από αυτά που θα φιλοξενήσουμε.

Μπο­ρεί­τε να στέλ­νε­τε τη συμ­με­το­χή σας, μαζί με ένα μικρό βιο­γρα­φι­κό, στο e‑mail του περιο­δι­κού: [email protected]

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο