Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σοβιετικοί Ιστορικοί για την Αρχαία Ελλάδα: Οικονομία – Κοινωνία – Πολιτική

Ευθύς εξαρ­χής χωρίς δεύ­τε­ρη σκέ­ψη: προ­μη­θευ­τεί­τε το –από κάθε πλευ­ρά, εξαι­ρε­τι­κό βιβλίο (392 σελ) και μελε­τή­στε το!!

Υπεν­θυ­μί­ζου­με πως 

Η «Σύγ­χρο­νη Επο­χή» και ο Σύλ­λο­γος «Εμείς που σπου­δά­σα­με στο Σοσια­λι­σμό» διορ­γα­νώ­νουν εκδή­λω­ση παρου­σί­α­σης του βιβλί­ου «Σοβιε­τι­κοί Ιστο­ρι­κοί για την Αρχαία Ελλά­δα: Οικο­νο­μία – Κοι­νω­νία – Πολι­τι­κή», την Τετάρ­τη 25 Οκτώ­βρη, στις 7 μμ. στο Café-Βιβλιο­πω­λείο της «Σύγ­χρο­νης Εποχής».

Θα μιλή­σουν:

  • Τηλέ­μα­χος Λουγ­γής, ιστο­ρι­κός μεσαιω­νο­λό­γος, ομό­τι­μος διευ­θυ­ντής Ερευ­νών του Εθνι­κού Ιδρύ­μα­τος Ερευ­νών (ΕΙΕ).
  • Από­στο­λος Χαρί­σης, δρ. Φιλο­σο­φί­ας, από­φοι­τος της Φιλο­σο­φι­κής Σχο­λής του Κιέ­βου, πρό­ε­δρος του Συλ­λό­γου «Εμείς που σπου­δά­σα­με στο Σοσια­λι­σμό».
  • Μάνος Δημη­τρί­ου, ιστο­ρι­κός αρχαιο­λό­γος, από­φοι­τος του Πανε­πι­στη­μί­ου του Λένιν­γκραντ, μέλος του Συλ­λό­γου «Εμείς που σπου­δά­σα­με στο Σοσια­λι­σμό».

Για να πάρου­με μια πρώ­τη ιδέα (ανα­φέ­ρε­ται στο προ­λο­γι­κό σημεί­ω­μα της έκδο­σης) _…ο σύλ­λο­γος «Εμείς που σπου­δά­σα­με στο σοσια­λι­σμό», θέλο­ντας να πα­ρουσιάσει στο ελλη­νι­κό κοι­νό μέρος της έρευ­νας της σοβιε­τι­κής επι­στήμης για την αρχαιο­ελ­λη­νι­κή ιστο­ρία, μετέ­φρα­σε από τα ρωσι­κά ένα μεγά­λο μέρος του δίτο­μου έργου Αρχαία Ελλά­δα[1]. Πρό­κει­ται για ένα συλ­λο­γι­κό έργο, απο­τε­λού­με­νο από δεκα­έ­ξι μελέ­τες, από τις οποί­ες ο ανά χεί­ρας τόμος περι­λαμ­βά­νει το Εισα­γω­γι­κό Σημεί­ω­μα και εφτά από αυτές.

Κίνη­τρο για την παρού­σα έκδο­ση είναι η παρου­σία λιγο­στών σοβιε­τι­κών επι­στη­μο­νι­κών εργα­σιών μετα­φρα­σμέ­νων στα ελλη­νι­κά για την περί­ο­δο του 12ου — 4ου  αιώ­να. Οι λίγες υπάρ­χου­σες παλιό­τε­ρες μετα­φρά­σεις είναι πεπα­λαιωμένες και μη χρη­στι­κές στο μεγα­λύ­τε­ρο βαθ­μό για τις σύγ­χρο­νες ανά­γκες μας.

Αυτή η συστη­μα­τι­κή και συλ­λο­γι­κή σοβιε­τι­κή προ­σπά­θεια της δεκα­ε­τί­ας του 1980 ήταν η τελευ­ταία προ­σέγ­γι­ση και ουσια­στι­κό­τε­ρη στην ιστο­ρία της Αρχαί­ας Ελλά­δας λίγο πριν την ανα­τρο­πή των σοσια­λι­στι­κών σχέ­σε­ων στην ΕΣΣΔ. Η συγ­γρα­φι­κή ομά­δα απο­τε­λεί­ται από κορυ­φαία μέλη της ακαδημαϊ­κής κοι­νό­τη­τας της ΕΣΣΔ.

Οι μελέ­τες δια­πραγ­μα­τεύ­ο­νται μέσα από τις τελευ­ταί­ες επι­γρα­φι­κές, αρ­χαιολογικές και φιλο­λο­γι­κές πηγές, καθώς και με βάση τις σύγ­χρο­νες ιστορι­ογραφικές από­ψεις, τα ακό­λου­θα θέματα:

  • Στην Εισα­γω­γή, ο Γ. Κοσι­λέν­κο διε­ρευ­νά με συστη­μα­τι­κό τρό­πο την ίδρυ­ση και ανά­πτυ­ξη της Πόλε­ως[2] και τις δια­φο­ρές των όρων «Πόλις» και «κρά­τος».
    • Ο ίδιος (στο Κεφά­λαιο 3) εξε­τά­ζει την Πόλιν ως κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κή οργά­νωση των πολι­τών και την αλλη­λε­πί­δρα­σή της στο κρά­τος, ως κοινωνικοοι­κονομικό οργανισμό.
  • Στο Κεφά­λαιο 1, η Γ. Πολια­κό­βα μελε­τά τις βαθιές εσω­τε­ρι­κές κι εξωτερι­κές αλλα­γές που συντε­λέ­στη­καν κατά το 12ο — 8ο αιώνα.
  • Η Σπάρ­τη, ως τύπος Πόλε­ως (Κεφά­λαιο 2), με τις αρχαϊ­κές δομές στην κοι­νωνική οργά­νω­ση ανα­λύ­ε­ται σε βάθος από τον Γ. Αντρέγιεφ.
  • Στο Κεφά­λαιο 4, ο Β. Αντρέ­γιεφ παρου­σιά­ζει το βασι­κό­τε­ρο παραγωγι­κό τομέα της οικο­νο­μί­ας της Αρχαί­ας Αθή­νας στον 5ο-4ο αιώ­να, τη γεωργία.
  • Στο Κεφά­λαιο 5, ο Μ. Κοντρα­τιούκ αξιο­λο­γεί τον καθο­ρι­στι­κό ρόλο που δια­δρα­μά­τι­σε η αθη­ναϊ­κή ηγε­μο­νία (Αρχή) στην οικο­νο­μία και δημο­κρα­τία της Αθή­νας, αλλά και των συμ­μά­χων της.
  • Στο Κεφά­λαιο 6, η Λ. Γκλού­σκι­να απο­σα­φη­νί­ζει τα βαθύ­τε­ρα αίτια της κοι­νωνικοοικονομικής κρί­σης τον 4ο αιώ­να για την Πόλιν-κράτος.
  • Στο Κεφά­λαιο 7, ο Ε. Φρο­λόφ ερευ­νά την ιδέα του «πανελ­λη­νι­σμού», που κυριαρ­χεί τον 4ο αιώ­να, σε αντί­θε­ση με τις συμ­μα­χί­ες ή ηγε­μο­νί­ες, που επι­κρατούσαν τον 5 ο αιώνα.
  • Η παρού­σα έκδο­ση παρου­σιά­ζει στο ελλη­νι­κό κοι­νό νέο ιστο­ριο­γρα­φι­κό υλι­κό για την εμφά­νι­ση, ανά­πτυ­ξη και κρί­ση της πόλης-κρά­τους, αποτελώ­ντας ταυ­τό­χρο­να μια κρι­τι­κή της αστι­κής ιστο­ριο­γρα­φί­ας από τη μεριά των Σοβιε­τι­κών ιστο­ρι­κών. Οι μελέ­τες της συλ­λο­γής στη­ρί­ζο­νται και αναπτύσ­σουν τη σοβιε­τι­κή μαρ­ξι­στι­κή μεθο­δο­λο­γία έρευ­νας της δου­λο­κτη­τι­κής κοι­νωνίας και οικονομίας.

Η συλ­λο­γή μπο­ρεί να είναι μια σημα­ντι­κή πηγή γνώ­σης για το ευρύ κοι­νό και ταυ­τό­χρο­να ένα σημα­ντι­κό εργα­λείο έρευ­νας για ιστο­ρι­κούς, αρχαιολό­γους, φιλο­λό­γους, φοιτητές.

Στη μετά­φρα­ση και τελι­κή δια­τύ­πω­ση των κει­μέ­νων της παρού­σας έκδο­σης συνέ­βα­λαν τα μέλη της μετα­φρα­στι­κής ομά­δας: Μάνο­ςΔη­μη­τρί­ου, Χρυ­σού­λα Κάρ­τσα­κα, Βού­λα Κοντού­λη, Γιώρ­γος Μαγ­γα­νάς, Κατι­φέ­νεια Παρα­σκευά και Απο­στο­λής Χαρίσης.
_      Το Γενι­κό Συμ­βού­λιο του Συλ­λό­γου «Εμείς που σπου­δά­σα­με στο σοσιαλισμό»

(επί­λο­γος ‑σελ 372–375)

Συμπέ­ρα­σμα _
Το ιστο­ρι­κό παρά­δο­ξο του πανελληνισμού

Η ιδε­ο­λο­γία και η πολι­τι­κή του πανελ­λη­νι­σμού στην αλλη­λε­ξάρ­τη­σή τους απο­τε­λούν αναμ­φί­βο­λα μια από τις πιο χαρα­κτη­ρι­στι­κές και, μπο­ρού­με να πού­με, τις πιο κύριες πλευ­ρές της ιστο­ρι­κής ανά­πτυ­ξης της Ελλά­δας στον αι­ώνα της ύστε­ρης Κλα­σι­κής Επο­χής και των πρώ­ι­μων ελλη­νι­στι­κών χρό­νων. Ως ιδε­ο­λο­γι­κό φαι­νό­με­νο, υπήρ­ξε ένα καθα­ρά ελλη­νι­κό δη­μιούρ­γη­μα- συνι­στού­σε απά­ντη­ση στην κατά­στα­ση κρί­σης του 4ου αιώ­να, μια απά­ντη­ση καθο­λι­κή, που πρό­τει­νε τη λύση τόσο των εσω­τε­ρι­κών κοι­νω­νι­κο-πολι­τι­κών προ­βλη­μά­των, τα οποία αντι­με­τώ­πι­ζε κάθε πόλη-κρά­τος, όσο και των δυσκο­λιών της εξω­τε­ρι­κής πολι­τι­κής, που αφο­ρού­σαν τις σχέ­σεις του ελλη­νι­κού κόσμου και του βαρ­βα­ρι­κού περι­βάλ­λο­ντος. Επε­ξερ­γα­σμέ­νη από στο­χα­στές και συγ­γρα­φείς της υστε­ρο­κλα­σι­κής περιό­δου σε μια μορφο­ποιημένη θεω­ρία, η πανελ­λή­νια ιδέα προ­ϋ­πέ­θε­τε την εγκα­θί­δρυ­ση συναί­νε­σης και ειρή­νης μετα­ξύ των Ελλή­νων, τη συνέ­νω­ση των μέχρι τότε εχθρι­κών πόλε­ων λέων και τη διε­ξα­γω­γή από κοι­νού μιας κατα­κτη­τι­κής εκστρα­τεί­ας στην Ανα­το­λή, με στό­χους αφε­νός την απαλ­λα­γή μια για πάντα από το «βαρ­βα­ρι­κό» κίν­δυ­νο και, αφε­τέ­ρου, ακό­μα περισ­σό­τε­ρο, την επί­λυ­ση, σε βάρος των ασια­τι­κών χωρών των προ­βλη­μά­των της Ελλά­δας (εξα­σφά­λι­ση απα­σχό­λη­σης & εισο­δή­μα­τος για τις μάζες των μισθο­φό­ρων, εξα­γω­γή του πλε­ο­νά­ζο­ντος αγρο­τι­κού πλη­θυ­σμού σε νέα καλ­λιερ­γή­σι­μα εδά­φη και επί­τευ­ξη με αυτόν τον τρό­πο κοι­νω­νι­κής ειρή­νης και ευη­με­ρί­ας στην Ελλάδα).

Ερχό­με­νη σε αλλη­λε­πί­δρα­ση με μια άλλη ιδέα, η γένε­ση της οποί­ας εεπί­σης απο­τέ­λε­σμα ανα­ζη­τή­σε­ων διε­ξό­δου από την κατά­στα­ση δηλα­δή με τη μοναρ­χι­κή ιδέα, η πανελ­λή­νια ιδέα ενσω­μά­τω­σε τελι­κά ως στοι­χείο της τη σκέ­ψη για τον ηγε­τι­κό ρόλο κάποιου από τους Έλλη­νες τυράν­νους ή, τελι­κά, του Μακε­δό­να βασι­λιά. Στο πλαί­σιο αυτό, ωστό­σο, οι ιδε­ο­λό­γοι του πανελ­λη­νι­σμού, έχο­ντας ζήσει και δια­παι­δα­γω­γη­θεί στο κοι­νο­νι­κο­πο­λι­τι­κό περι­βάλ­λον της Πόλε­ως και γι’ αυτό μη ικα­νοί να απο­κο­πούν από τον παρα­δο­σια­κό τρό­πο σκέ­ψης της Πόλε­ως, δεν κου­ρά­ζο­νταν να τονί­ζουν ότι ένας τέτοιος μονάρ­χης θα ανα­λά­βει το ρόλο του πρω­τερ­γά­τη ηγέ­τη και ευ­εργέτη των Ελλή­νων, οι οποί­οι, υπό την ηγε­σία του, θα δια­τη­ρή­σουν τη διάρ­θρωση της Πόλε­ως και τον τρό­πο ζωής της.

Έτσι, το πρό­γραμ­μα του πανελ­λη­νι­σμού χαρα­κτη­ρι­ζό­ταν όχι μόνο από τη φυσι­κή επί­λυ­ση όλων των οδυ­νη­ρών προ­βλη­μά­των σε συν­δυα­σμό ‑των εσω­τερικών, όπως και των εξω­τε­ρι­κών προ­βλη­μά­των και της επί­λυ­σης των πρώ­των δια­μέ­σου της επί­λυ­σης των δεύ­τε­ρων- αλλά και από μια αλλό­κο­τη σύμπλε­ξη εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κών επι­διώ­ξε­ων: Επι­διώ­ξε­ων του συνό­λου των πο­λιτών και εκεί­νων των κοι­νω­νι­κών ελίτ, δημο­κρα­τι­κών και μοναρ­χι­κών. Σε αυτήν την περί­πλο­κη, αμαλ­γα­μα­τι­κή φύση του πανελ­λη­νι­σμού, οφει­λό­ταν αναμ­φί­βο­λα η υπε­ρο­χή του ως θεώ­ρη­σης ένα­ντι άλλων, πιο μερι­κών και πε­ριορισμένων μέσα στις αρχές τους θεω­ρή­σε­ων. Σε αυτήν όμως οφει­λό­ταν και η ριζι­κή απο­ρία112 του πανελ­λή­νιου προ­γράμ­μα­τος που έθε­τε υπό αίρε­ση τη δυνα­τό­τη­τα της πρα­κτι­κής του υλο­ποί­η­σης. Το πρό­βλη­μα συνί­στα­το ακρι­βώς στο πώς μπο­ρού­σαν να συνε­νω­θούν πράγ­μα­τα που είναι δύσκο­λο ή και γενι­κώς αδύ­να­το να συνε­νω­θούν: Η τοπι­κή αυτο­τέ­λεια και το αυτε­ξού­σιο της πόλης-κρά­τους με την εγκα­θί­δρυ­ση μιας καθο­λι­κής στα­θε­ρής τάξης πραγ­μά­των· η ελευ­θε­ρία και αυτο­νο­μία των δημο­κρα­τιών των πόλε­ων με την ηγε­μο­νία του μοναρ­χι­κού κρά­τους. Σε αυτά πρέ­πει να προ­σθέ­σου­με και μια κύρια εξωτερι­κή συν­θή­κη, δηλα­δή το νικη­φό­ρο πόλε­μο με τους «βάρ­βα­ρους». Αν και η κα­τάσταση των πραγ­μά­των στην Περ­σία, όπως και η εμπει­ρία κάποιων τυχο­διω­κτι­κών περι­πε­τειών (των Μυρί­ων, του Αγη­σι­λά­ου), ενέ­πνε­αν ισχυ­ρές ελπί­δες επι­τυ­χί­ας, εν τού­τοις το ρίσκο μιας οικου­με­νι­κής κλί­μα­κας σύγκρου­σης ήταν μεγά­λο και η επι­τυ­χία δεν ήταν εξα­σφα­λι­σμέ­νη από τα πριν.

Όπως και να ’χει, αυτήν τη θεώ­ρη­ση κήρυτ­ταν τον 4ο αιώ­να πολ­λοί Έλλη­νες, που εκπρο­σω­πού­σαν ποι­κί­λα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα και πολι­τι­κές ομά­δες· συνε­πείς δημο­κρά­τες και πατριώ­τες της ιδιαί­τε­ρης Πόλε­ως-πατρί­δας τους, όπως κι εκεί­νοι που συμπα­θού­σαν την αρι­στο­κρα­τία ή τη μοναρ­χία και εί­χαν μολυν­θεί με τον κοσμο­πο­λι­τι­σμό. Αν θέλου­με, μπο­ρού­με να φέρου­με πα­ραδείγματα εκφρά­σε­ων υπέρ του πανελ­λη­νι­σμού ακό­μα και από έναν τέτοιο Αθη­ναίο πατριώ­τη όπως ο Δημο­σθέ­νης.113 Εν τού­τοις είναι γεγο­νός ότι εκεί­νοι που επε­ξερ­γά­στη­καν πιο επί­μο­να κι εμπε­ρι­στα­τω­μέ­να την πανελ­λή­νια ιδέα ήταν ον πνευ­μα­τι­κοί εκπρό­σω­ποι της ελίτ των Πόλε­ων, της εύπο­ρης και ευγε­νούς αρι­στο­κρα­τί­ας της ελλη­νι­κής κοι­νω­νί­ας η οποία, σε αντί­θε­ση με τους δημο­κρά­τες, ήταν λιγό­τε­ρο δεσμευ­μέ­νη με τις αντι­λή­ψεις περί της ελευθερί­ας και ανε­ξαρ­τη­σί­ας της Πόλε­ως και πιο ανοι­χτή στις νέες, κοσμο­πο­λι­τι­στι­κές και μοναρ­χι­κές αντι­λή­ψεις, που με φυσι­κό τρό­πο έτει­ναν να προσεγγί­ζουν τον πανελ­λη­νι­σμό. Άλλω­στε, αυτή η ανοι­χτή διά­θε­ση της ελίτ της Πόλε­ως για την πρό­σλη­ψη και­νούρ­γιων ιδε­ών που ήταν σε αντί­θε­ση με τις κλασι­κές παρα­δο­σια­κές ιδέ­ες ποτέ δεν ανα­πτυσ­σό­ταν σε από­λυ­το βαθ­μό σε ανθρώ­πους που έζη­σαν και μεγά­λω­σαν στο πλαί­σιο της Πόλε­ως. Απε­να­ντί­ας, συν­δυαζόταν με τη δια­τή­ρη­ση μιας σει­ράς παλιών στά­σε­ων και να πώς αυτό το αμάλ­γα­μα παλιού και και­νούρ­γιου, που βρή­κε σε έναν ορι­σμέ­νο βαθ­μό αντα­νάκλαση στη θεώ­ρη­ση του πανελ­λη­νι­σμού, έκα­νε δυνα­τή την κατά περίπτω­ση απο­δο­χής της, ακό­μη και από κάποιους πολύ θερ­μούς ζηλω­τές των παρα­δόσεων της Πόλεως.

Ωστό­σο η υπό­θε­ση δεν περιο­ρι­ζό­ταν στη δια­κή­ρυ­ξη και στην προ­πα­γάν­δα μιας ιδέ­ας. Στην ύστε­ρη κλα­σι­κή περί­ο­δο, ο πανελ­λη­νι­σμός, λόγω της ιδιαί­τερης δημο­φι­λί­ας του, μετα­τρέ­πε­ται σε ένα ιδιό­μορ­φο ύφος που χαρα­κτη­ρί­ζει πλή­θος ενερ­γειών σε πανελ­λή­νια κλί­μα­κα, γίνε­ται ιδιό­τη­τα της κρα­τι­κής πολι­τικής κάθε κρά­τους που κατα­φέρ­νει να έχει επι­τυ­χί­ες στην πανελ­λή­νια αρέ­να. Ήδη ο Περι­κλής, ο ηγέ­της της αθη­ναϊ­κής δημο­κρα­τί­ας του 5ου αιώ­να, προ­σπάθησε να ενι­σχύ­σει τις αξιώ­σεις της Πόλε­ως του για ηγε­μο­νία στην Ελλά­δα με την ανα­φο­ρά σε κάποιου είδους πανελ­λή­νιο πρό­γραμ­μα. Αργό­τε­ρα αυ­τή η γραμ­μή συνε­χί­στη­κε από τη Σπάρ­τη, και στη διάρ­κεια του Πελο­πον­νη­σια­κού Πολέ­μου και μετά από αυτόν, στη δύσκο­λη περί­ο­δο της υπε­ρά­σπι­σης της κατα­κτη­μέ­νης ηγε­τι­κής θέσης της, στον αγώ­να ενά­ντια στην Περ­σία και τους Έλλη­νες αντα­γω­νι­στές που την υπο­στή­ρι­ζαν. Με την απο­δυ­νά­μω­ση των ηγε­τι­κών Πόλε­ων της Ελλά­δας η σκυ­τά­λη του πανελ­λη­νι­σμού πέρα­σε στα χέ­ρια των νεα­ρών και πιο ισχυ­ρών αρι­στο­κρα­τι­κών κρα­τών, δηλα­δή των νεότε­ρων τυραν­νιών και, τελι­κά, στη μακε­δο­νι­κή μοναρ­χία. Σε αυτήν τη διαδικα­σία είναι προ­φα­νές ότι ο βαθ­μός ανά­πτυ­ξης της πανελ­λή­νιας πολι­τι­κής ήταν σε ευθεία ανα­ντι­στοι­χία με τις παρα­δό­σεις της Πόλε­ως. Σε κάθε περί­πτω­ση, οι φορείς της αυταρ­χι­κής εξου­σί­ας και δημιουρ­γοί των νέων μοναρ­χι­κών κρα­τών είχαν μεγα­λύ­τε­ρη επι­τυ­χία στην εφαρ­μο­γή στην πρά­ξη αυτού του προ­γράμματος, σε σύγκρι­ση με τις κυβερ­νή­σεις των δημο­κρα­τιών των Πόλεων.

Από το εύρος των χρή­σε­ων του πανελ­λη­νι­σμού στην κρα­τι­κή πολι­τι­κή χρει­άζεται όμως να δια­κρί­νου­με το βαθ­μό απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τάς του στην κρατι­κή οικο­δό­μη­ση. Εδώ συνα­ντά­με ένα φαι­νο­με­νι­κό παρά­δο­ξο: Πλα­τύ­τε­ρα από κάθε άλλον ‑στην κλί­μα­κα όλης της Ελλά­δας και με την επε­ξερ­γα­σία εντυ­πωσιακών εξω­τε­ρι­κών μορ­φών- η πολι­τι­κή του πανελ­λη­νι­σμού χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε από τους Μακε­δό­νες βασι­λιά­δες. Αυτό εξη­γεί­ται λόγω της ανεξαρτη­σίας τους από τις παρα­δό­σεις της Πόλε­ως, επει­δή οι Μακε­δό­νες βασι­λιά­δες, παρά τη συγ­γέ­νειά τους με τους Έλλη­νες, βρί­σκο­νταν έξω από το παραδοσι­ακό ελλη­νι­κό πολι­τι­κό σύστη­μα και, επο­μέ­νως, ήταν πιο ελεύ­θε­ροι να χρησι­μοποιήσουν μια νέου ύφους πολι­τι­κή. Κορύ­φω­ση αυτής της πολι­τι­κής απο­τέ­λε­σαν η συγκρό­τη­ση της Συμ­μα­χί­ας της Κορίν­θου ‑μιας δομής πιο επεξεργα­σμένης απ’ όλες τις παλιές συμ­μα­χί­ες- και η οργά­νω­ση της κοι­νής κατακτητι­κής εκστρα­τεί­ας στην Ανα­το­λή, που ολο­κλη­ρώ­θη­κε με την πλή­ρη καθυ­πό­τα­ξη της ασια­τι­κής ηπεί­ρου. Όμως όλες αυτές οι επι­τυ­χί­ες, κατά το μέρος εκεί­νο που αφο­ρού­σε ειδι­κά τους Έλλη­νες, ήταν απελ­πι­στι­κά σημα­δε­μέ­νες από τον εγω­ι­σμό και τη βία των Μακε­δό­νων βασι­λιά­δων, για τους οποί­ους ο πανελ­λη­νι­σμός, όπως απο­δεί­χτη­κε, ήταν απλώς ένα βοη­θη­τι­κό μέσο, ένα διπλω­ματικό “tour de force“4 για την επί­τευ­ξη των δικών τους κρα­τι­κών στό­χων. Η ίδια η έλλει­ψη δέσμευ­σης με τις παρα­δό­σεις της Πόλε­ως, η οποία επέ­τρε­ψε την πλα­τιά χρή­ση των συν­θη­μά­των και των μορ­φών του πανελ­λη­νι­σμού από τους Μακε­δό­νες βασι­λιά­δες, απο­δεί­χτη­κε ταυ­τό­χρο­να και η αιτία του εγγε­νώς ασύμ­βα­του χαρα­κτή­ρα της μακε­δο­νι­κής μοναρ­χί­ας με τον κόσμο των ελ­ληνικών Πόλε­ων ‑ενός ασύμ­βα­του που οδή­γη­σε σε κατάρ­ρευ­ση115 ολό­κλη­ρο το φτιαγ­μέ­νο με τόση τέχνη οικο­δό­μη­μα, αμέ­σως μόλις έφυ­γαν από τη ζωή οι ισχυ­ροί άμε­σοι δημιουρ­γοί του. Το παρά­δο­ξο και ταυ­τό­χρο­να η τρα­γω­δία της ελλη­νι­κής ιστο­ρί­ας συνί­στα­το στο ότι ήταν αδύ­να­το να υπερ­νι­κη­θούν, να ξεπε­ρα­στούν οι παρα­δό­σεις της Πόλε­ως, σε ένα πλαί­σιο αμι­γώς ελλη­νι­κό· από την άλλη μεριά, το διά της ξένης θέλη­σης και των ξένων δυνά­με­ων ξεπέ­ρα­σμα του παλιού, που είχε τη μορ­φή μιας πλή­ρους ρήξης με τα θεμε­λια­κά στοι­χεία της Πόλε­ως, ήταν κατα­δι­κα­σμέ­νο σε σύντο­μη κατάρ­ρευ­ση ‑του­λά­χι­στον μέ­χρι την επέμ­βα­ση της Ρώμης στα ελλη­νι­κά πράγ­μα­τα, μια επέμ­βα­ση που ήταν πιο ισχυ­ρή και, ίσως, και πιο ευέ­λι­κτη σε σχέ­ση με τις ελλη­νι­κές κοι­νό­τη­τες που βρέ­θη­καν υπό την εξου­σία της.

  1. Σ.τ.Μ.: Με την αρχαία ελλη­νι­κή έννοια, δηλα­δή έλλει­ψη πόρου, αδιέξοδο.
  2. Για μια κρί­ση περί του πανελ­λη­νι­σμού ‑αρκε­τά προ­βλη­μα­τι­κού- του Δημο­σθέ­νη, βλ. Η. Β. Dunkel, «Was Demosthenes a Panhellenist?», CIPh, 1938, XXXIII, σελ. 291–305. W. Jaeger, Demosthenes, der Staatsmann und sein Werden, B., 1939. J. Luccioni, Demosthene et le panhellenisme, P., 1961. G. Bockisch, «Der Panhellenismus bei Isokrates und Demosthenes», στο Actes de la Xlle Conference Internationale d’etudes classiques «Eirene» (1972), Bucure ti, Amsterdam, 1975, σελ. 239–246..
  3. Σ.τ.Μ.: Στα γαλ­λι­κά στο πρωτότυπο.
  4. Σ.τ.Μ.: Κραχ, κατά λέξη στο πρωτότυπο.

[1] ο ξενό­γλωσ­σος τίτλος… Μόσχα 1983.
[2] Στο ρωσι­κό πρω­τό­τυ­πο χρη­σι­μο­ποιού­νται οι όροι «Πόλις» στα ελλη­νι­κά με την έννοια της μορ­φής πολι­τι­κής οργά­νω­σης και «Πόλη» με την έννοια των οικι­στι­κών λει­τουρ­γιών. Στη μετά­φρα­ση διατηρή­σαμε για την πρώ­τη περί­πτω­ση τη λέξη «Πόλις» και για τη δεύ­τε­ρη περί­πτω­ση τη λέξη «πόλη».

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο