Γράφει ο Πάνος Αλεπλιώτης //
Το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, κάποιοι άνθρωποι ορίστηκαν κατώτερα όντα στην Σουηδία. Στην πραγματικότητα ορίστηκαν τόσο άχρηστοι — βιολογικά και κοινωνικά — ώστε για αυτούς, και τα γονίδιά τους, δεν υπήρχε κάποιο μέλλον. Ήταν «προϊόντα αποσύνθεσης του έθνους» οι φτωχοί και άνεργοι, οι ανύπαντρες μητέρες, άνθρωποι εξαθλιωμένοι από τις στερήσεις, αναρχικοί, «Τάταροι», ομοφυλόφιλοι, καθυστερημένοι, μη «υγιώς» σκεπτόμενοι και έπρεπε αυτοί και τα γονιδιά τους να εκλείψουν.
Όταν οι παλαιοί νόμοι στείρωσης, άμβλωσης και γάμου ακυρώθηκαν την δεκαετία του ’60 και του ’70, κατ’ εκτίμηση 63.000 άνθρωποι ήταν λίγο πολύ με την βία στειρωμένοι, για ευγονικούς λόγους ή για λόγους υγιεινής της κληρονομικότητας, όπως ειπώθηκε μετά από την πτώση του τρίτου Ράιχ.
Αποσιώπηση
Η μνήμη της μαύρης αυτής σελίδας της Σουηδικής ιστορίας αποσιωπάται τώρα όλο και περισσότερο. Αλλά η επιδίωξη της «βελτίωσης» και της αλλαγής του ανθρώπου ζει στα μυαλά κάποιων ρατσιστικών και φασιστικών κύκλων ακόμη και σήμερα. Υποστηρίζουν την ανωτερότητα της φυλής των Σουηδών και Σκανδιναβών έναντι των άλλων εθνικοτήτων και φυλών. Σκορπίζουν το μίσος και την ανισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους.
Ισχυρίζονται πως μπορείς να κάνεις μια καλύτερη κοινωνία προβαίνοντας σε εκκαθαρίσεις των μη υγειών αλλά και μη «υγιώς σκεπτόμενων». Συνήθως αυτοί δεν έχουν την ίδια καταγωγή με αυτούς που είναι υγιείς ή υγιώς σκεπτόμενοι.
Η Φυλετική Βιολογία εφαρμόζεται στους ανθρώπους
Ήταν πρώτος ο Σουηδός βιολόγος, «πατέρας της βιολογίας» όπως αποκαλείται, Carl von Linné που άρχισε να χωρίζει τους ανθρώπους σε βιολογικά καθορισμένες φυλές. Άλλοι Σουηδοί επιστήμονες τον 19ο αιώνα θεμελίωσαν την φυλετική βιολογία — μία από τις επιστημονικές προσπάθειες της εποχής να μελετήσει την ανθρώπινη γενετική. Μέτρησαν κρανία και διεξήγαγαν έρευνα γενεαλογίας και καταγωγής. Ο Herman Lundborg, ένας από τους πιο επιφανείς διερεύνησε την ιστορία μιας κληρονομικής ασθένειας σε συγγενικές οικογένειες της Δυτικής Σουηδίας. Στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι η φτώχεια και οι κοινωνικές δυσκολίες των σημερινών μελών της οικογένειας οφείλονταν σε αρκετές εκατοντάδες χρόνια «εκφυλισμού» – σωματικού, οικονομικού, ψυχικού και κοινωνικού – που προκλήθηκαν από «άρρωστη» γενετική κληρονομικότητα.
Προιόντα αποσύνθεσης του έθνους
Ο Lundborg και πολλοί από τους διανοούμενους της εποχής ανησυχούσαν στο ότι η “κακή” γενετική κληρονομικότητα κατέστρεφε τη βόρεια ευρωπαϊκή “φυλή”. Θεωρήθηκε ότι η φυσική επιλογή είχε εξαλειφθεί, από τις νέες κοινωνικές αλλαγές. Ένας από τους «ενόχους» θεωρήθηκε ότι ήταν η εκβιομηχάνιση που έδωσε θέσεις εργασίας και επιρροή σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, και επέτρεψε σε περισσότερους από τους ανεπιθύμητους της κοινωνίας να επιβιώσουν.
Ο Lundborg και άλλοι αποκαλούσαν «προϊόντα αποσύνθεσης του έθνους» τους φτωχούς και άνεργους, ανύπαντρες μητέρες, ανθρώπους εξαθλιωμένους από τις στερήσεις, αναρχικούς, «Τάταρους», ομοφυλόφιλους, ΑΜΕΑ, καθυστερημένους. Επισήμαναν με τρόμο ψυχής ότι το ποσοστό γεννήσεων των προνομιούχων της κοινωνίας μειώθηκε περισσότερο παρά μεταξύ των φτωχών της κοινωνίας.
Αυτό το σενάριο θεωρήθηκε ως άκρως τρομακτικό, επειδή εύποροι και επιτυχημένοι άνθρωποι, όπως οι ίδιοι οι ευγονικά ενδιαφερόμενοι κύριοι, θεωρήθηκαν στατιστικά ότι έχουν αποκτήσει περισσότερες γενετικές προδιαθέσεις για νοημοσύνη, δράση και ούτω καθεξής, από τα οικονομικά και κοινωνικά μειονεκτούντα άτομα.
Τι έπρεπε λοιπόν να γίνει, για να αποτραπεί η επιδείνωση των φυλετικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού; Οι οπαδοί της ευγονικής κατέληξαν πως οι άνθρωποι με “καλή” κληρονομικότητα θα πρέπει να ενθαρρύνονται να έχουν παιδιά, ενώ εκείνοι με “χειρότερη” κληρονομικότητα θα πρέπει να αποθαρρύνονται ή ακόμη και να παρεμποδίζονται.
Αν και δεν υπήρχαν επιστημονικά στοιχεία –τότε δεν είχε ανακαλυφθεί κάποιο ανθρώπινο γονίδιο – η υποστήριξη για αυτές τις θεωρίες βρέθηκε μεταξύ των Σουηδικών ερευνών στην αναπαραγωγή φυτών και ζώων. Τα πειράματα με τα δημητριακά και τις αγελάδες λειτούργησαν φαινομενικά άριστα, με αυξανόμενα στοιχεία παραγωγής κατά συνέπεια. Γιατί να μην δοκιμαστούν και στον άνθρωπο;
Το 1922, η Σουηδική Βουλή, υπό την ηγεσία του Σοσιαλδημοκράτη και από τους ηγέτες της Β. Διεθνούς Hjalmar Branting, ίδρυσε το πρώτο κρατικό Ινστιτούτο φυλετικής βιολογίας στον κόσμο. Το Αγροτικό κόμμα (σημερινό Κέντρο) και οι Σοσιαλδημοκράτες πρωτοστάτησαν για την αλλαγή της νομοθεσίας, έτσι ώστε να μην μπορούν να κάνουν παιδιά οι ανεπιθύμητοι άνθρωποι.
Ανεπιθύμητη κληρονομικότητα
Οι Gunnar και Alva Myrdal, επιφανείς Σοσιαλδημοκράτες, η Alva πήρε και βραβείο Ειρήνης, υποστήριξαν στο βιβλίο τους «Κρίση στο θέμα του πληθυσμού» (Kris i befolkningsfrågan),1934, ένα ριζικό ξεκαθάρισμα των εξαιρετικά άχρηστων ατόμων «μέσα από μια μάλλον ανελέητη διαδικασία στείρωσης». Επισημαίνουν ακόμη και τα οικονομικά κίνητρα και οφέλη για τις προτάσεις τους.
Στο παρελθόν, “οι αργόστροφοι” — ένας ασαφής όρος που περιλάμβανε το μεταξύ 5 και 10 % του πληθυσμού — θα μπορούσε για παράδειγμα, να κερδίσει τα προς το ζην σαν «βοηθητικό» προσωπικό. Στην βιομηχανοποιημένη όμως κοινωνία δεν υπήρχε πλέον χώρος για “αυτούς τους ατυχείς καθυστερημένους» οι οποίοι τώρα δεν είχαν πλέον την ευκαιρία “πόσο μάλλον με χαμηλότερους μισθούς, να έχουν τέτοια συμμετοχή που να υπερασπίζεται ηθικά τη ζωή τους.”
Μεταξύ 1934 και 1941, ψηφίστηκαν αρκετοί νόμοι που επέτρεψαν την στείρωση ατόμων με ανεπιθύμητες γενετικές προδιαθέσεις.
Οι περισσότεροι από αυτούς που στειρώθηκαν ήταν γυναίκες της εργατικής τάξης με χαμηλή εκπαίδευση. Πολλοί ήταν έφηβοι ή νεαροί ενήλικες. Κάποιοι από αυτούς θα μπορούσαν να ήταν αυτό που θα αποκαλούσαμε σήμερα «καθυστερημένοι». Οι πιο πολλοί, ωστόσο, και αυτό προκαλεί αποτροπιασμό, ήταν αρκετά συνηθισμένοι νέοι από φτωχά σπίτια, όπου για κάποιο λόγο οι γονείς δεν μπορούσαν να φροντίσουν τα παιδιά τους.
Εκβιασμός και εκφοβισμός
Τα «ιατρικά» επιχειρήματα ήταν λίγο διαφορετικά ανάλογα το φύλο. Τα αγόρια που υποβλήθηκαν σε αναγκαστική στείρωση περιγράφονται μάλλον σαν «αναξιόπιστα», «ψεύτες» και «άτακτοι». Τα κορίτσια ήταν «θρασείς», «κοκέτες» και «επιθετικές».
Τα μεγαλύτερα θύματα στείρωσης αποτέλεσαν οι Ρομά, τότε αποκαλούμενοι Τσιγγάνοι, και οι λεγόμενοι «Τάταροι»– όρος που περιελάμβανε «αλήτες» και ελεύθερους στοχαστές, καθώς και περιπλανόμενους – οι οποίοι υποβλήθηκαν τόσο σε στειρώσεις χρησιμοποιώντας περισσότερο ή λιγότερο εκβιασμό, απειλές για φυλάκιση, εγκλεισμό σε αναμορφωτήρια και εξαναγκασμό.
Εθελοτυφλούσαν στο Τρίτο Ράιχ
Το εκπληκτικό είναι ότι ο σουηδικός ζήλος στείρωσης δεν μειώθηκε όταν οι Ναζιστικές ευγονικές δραστηριότητες έγιναν ευρέως γνωστές μετά τον πόλεμο. Αντίθετα στην Σουηδία, οι στειρώσεις κορυφώθηκαν λίγα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, και κάπως ξεθώριασαν στη δεκαετία του 1960.
Δεν υπήρξε ποτέ ένας πραγματικός απολογισμός για την περίοδο στείρωσης. Καμία αυτοκριτική, καμία απόδοση ευθυνών, καμία αποκατάσταση.Το Κρατικό Ινστιτούτο Φυλετικής Βιολογίας δεν έκλεισε ποτέ, αλλά άλλαξε το όνομά του σε Τμήμα Ιατρικής Γενετικής και απορροφήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα το 1959. Υπάρχουν ακόμη όλα τα αρχεία με σχολαστικές λεπτομέρειες για κάθε περίπτωση και περιέχουν και τους εκβιασμούς και τον εκφοβισμό των θυμάτων με απειλές φυλάκισης για να δεχτούν την στείρωση.
Δεν δέχθηκε ποτέ η επίσημη Σουηδία πως έκανε ακριβώς τα ίδια όπως οι Ναζί γιατί στείρωνε μόνο «άτομα» και όχι ολόκληρες «φυλές». Αυτό όμως το ξέρουν καλύτερα οι Ρομά που ακόμη και σήμερα απαιτούν αποκατάσταση και αποζημείωση για όλους χωρίς να εισακούγονται από καμία κυβέρνηση αστική ή Σοσιαλδημοκρατική.
Ο ρατσισμός υποβόσκει και μερικές φορές ενισχύεται ακόμη και στις κοινωνίες που θεωρούνται πρότυπα. Περιμένει τις ευκαιρίες να ξαναφουντώσει. Βρίσκεται στην μήτρα του συστήματος. Δεν μπορεί να καταπολεμηθεί από την ρίζα αν δεν κατεδαφιστεί αυτό το ίδιο το σύστημα.
Εργάστηκε σαν γεωλόγος, περιβαλλοντολόγος και χωροτάκτης στην Ελλάδα και στην Σουηδία. Δημοτικός σύμβουλος Πυλαίας Θεσσαλονίκης 87/90 και 99/2002. Αντιδήμαρχος Πυλαίας από το 1987 έως και το 1990 και από το 1999 έως και το 2000.