Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στην Ελλάδα το survivor το λέμε ΕΠΙΒΙΩΣΗ! Μια ιστορία για την δύναμη της ψυχής

 Tου Δρ. Ιωάν­νη Γ. Παλάντζα

Ο πολι­τι­κός εξό­ρι­στος Βλα­χού­τσι­κος Χαρά­λα­μπος (ψ. Μπα­μπα­λά­κης), στη διάρ­κεια της εκτό­πι­σής του στα χρό­νια του Εμφυ­λί­ου, κατόρ­θω­νε να εφο­διά­ζει με ψάρια τους συντρό­φους του, χάριν των κατα­πλη­κτι­κών επι­νο­ή­σε­ών του και των ικα­νο­τή­των του στο υπο­βρύ­χιο ψάρε­μα, ενώ ήταν, ίσως, ο μονα­δι­κός δια­σω­θείς από ομά­δα κρα­του­μέ­νων που ανα­γκά­στη­καν να κολυ­μπή­σουν κατα­χεί­μω­νο το πέρα­σμα Λήμνου-Άι Στρά­τη, 18 ν. μ., για να σώσουν τη ζωή τους.

Η μονα­δι­κή παγκο­σμί­ως Διορ­γά­νω­ση Μαρα­θώ­νιας Κολύμ­βη­σης Ανοι­κτής Θαλάσ­σης «ΣΚΥΛΛΙΑΣ» (τιμής ένε­κεν στον πρώ­το επι­βε­βαιω­μέ­νο δύτη και «ύφυ­δρο» πολε­μι­στή της Αρχαιό­τη­τας) τιμώ­ντας κάθε χρό­νο μια τοπι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα, η οποία διέ­πρε­ψε στο χώρο της «Θαλάσ­σιας Αρι­στεί­ας», κοι­νο­ποιεί το ακό­λου­θο αφιέ­ρω­μα ως μνη­μό­συ­νο του δια­κε­κρι­μέ­νου θαλάσ­σιου βίου του και όχι μόνο.

Βλα­χού­τσι­κος Χαρά­λα­μπος (ψ. Μπα­μπα­λά­κης) του Αναρ­γύ­ρου και της Ελέ­νης. Γεν­νή­θη­κε στη Λίμνη Ευβοί­ας στις 10 Φεβρουα­ρί­ου 1921. Είχε τρία ακό­μα αδέρ­φια και μια αδερ­φή. Ήταν ανι­ψιός του Καπε­τάν Ανά­πο­δου (Γιώρ­γου Βλα­χού­τσι­κου)[1]. Μέχρι το 1940 διέ­με­νε στην γενέ­τει­ρά του ασχο­λού­με­νος με την ψαρι­κή και με το «αλι­σβε­ρί­σι» στην περιο­χή της Β. Εύβοιας έχο­ντας μια μικρή κωπή­λα­τη βάρ­κα, με την οποία έφθα­νε μέχρι τον Πύρ­γο της Ιστιαίας.

Στη διάρ­κεια της Κατο­χής μαζί με τον αδερ­φό του Αθα­νά­σιο Βλα­χού­τσι­κο (αγνο­ού­με­νος στο ναυά­γιο Mountain Λυκα­βητ­τός, Ατλα­ντι­κός 1943) περ­νού­σαν απέ­να­ντι κατα­τρεγ­μέ­νους: «περ­νού­σαν κόσμο χωρίς χρή­μα­τα, για­τί όλη η οικο­γέ­νεια δεν το είχε με το οικο­νο­μι­κό ήταν της αυτοθυσίας».

Συμ­με­τεί­χε στη μάχη του Ξηρο­χω­ρί­ου (Ιστιαία) και σε αψι­μα­χία με τους Γερ­μα­νούς στα Κανα­λά­κια: «..και εμέ­να Ελέ­νη μη με βλέ­πεις έτσι  έχω πάρει και εγώ ψυχές στο λαι­μό μου». Αργό­τε­ρα συνε­λή­φθη μαζί με άλλους Λιμνιώ­τες και φυλα­κί­στη­κε για μέρες σε πλημ­μυ­ρι­σμέ­νο υπό­γειο σπι­τιού στην Πλα­τεία Ηρώ­ων. Εκεί δεμέ­νοι από τα «πατε­ρά» (ξύλι­να δοκά­ρια) επι­βί­ω­σαν χάριν στο μικρό «Χαρι­κλά­κι» που τους πετού­σε κομ­μά­τια ψωμιού από το φεγ­γί­τη. Οι Γερ­μα­νοί έκα­ψαν δύο φορές το σπί­τι του και η μητέ­ρα του βασα­νί­στη­κε για να απο­κα­λύ­ψει τη δρά­ση του γιού της. Σε ηλι­κία 19 χρο­νών εισήλ­θε στο Αντάρ­τι­κο και έπαι­ζε το ρόλο του «αγγε­λιο­φό­ρου» μετα­ξύ της Λίμνης και των Πολι­τι­κών, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το κρυ­φό μονο­πά­τι του Κανδηλίου.

Εισήλ­θε στην παρα­νο­μία μετά τη Συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας. Μέλος του Κ.Κ.Ε. συνε­λή­φθη το 1947 και οδη­γή­θη­κε στη Μακρό­νη­σο. Θα παρα­μεί­νει εκεί δύο χρό­νια αντι­με­τω­πί­ζο­ντας τα φρι­κτά βασα­νι­στή­ρια της εξα­γω­γής νυχιών, των βρα­στών αυγών, της στα­γό­νας κ.ά. Εργά­στη­κε στην κατα­σκευή του εκεί θεά­τρου και του υδρα­γω­γεί­ου. Είχε συνα­να­στρο­φές με τον Κατρά­κη, τον Ρίτσο, τον Λαυ­ρέ­ντη Δια­νέ­λο, τον Λου­ντέ­μη, Μυρι­βή­λη[2] κ.ά. Συμ­με­τεί­χε στα γεγο­νό­τα του Αετού[3] και τραυ­μα­τί­στη­κε από σφαί­ρα, ενώ υπέ­στη κάταγ­μα στο πόδι και στο χέρι του. Για τη συμ­με­το­χή του αυτή το στρα­το­δι­κείο απο­φα­σί­ζει νέα εξο­ρία στα Γιού­ρα το 1949. Το 1951 αφή­νε­ται ελεύ­θε­ρος και επα­νέρ­χε­ται για λίγες μέρες στη Λίμνη. Αμέ­σως, συλ­λαμ­βά­νε­ται από την Ασφά­λεια και εξο­ρί­ζε­ται εκ νέου στον Άι Στρά­τη μέχρι το 1960.

Από εκεί μαζί με άλλους εξό­ρι­στους αρκε­τές φορές τους περ­νού­σαν με καΐ­κια στη Λήμνο, για να εργα­στούν στις αλυ­κές. Στην επι­στρο­φή μεσο­πέ­λα­γα και κατα­χεί­μω­νο τους πετού­σαν με τα ρού­χα στη θάλασ­σα και τους έλε­γαν, αν θέλουν να σωθούν, να κολυ­μπή­σουν μέχρι τον Άι Στρά­τη (από­στα­ση νησιών 18 ν.μ.). «Ο Μπα­μπα­λά­κης» ήταν από αυτούς που έφθα­σε στη ακτή, πόσοι δεν τα κατά­φε­ραν, άγνωστο.

Στο νησί «οργί­α­σε» στο υπο­βρύ­χιο ψάρε­μα μαζί με τον συνα­γω­νι­στή του Αντώ­νη Ρακό­που­λο (μετέ­πει­τα νονός του γιού του Άρη και μόνι­μος κατα­να­λω­τής φρού­των. Ερχό­τα­νε αργό­τε­ρα στη Λίμνη με ένα Simca). Μαζί και με τον Αλέ­κο τον Γερ­μα­νό και τον Ρωσο­πό­ντιο Μίσ­σα απο­φά­σι­σαν να κάνουν στο Μηχα­νουρ­γείο του στρα­το­πέ­δου 4 χει­ρο­ποί­η­τα ψαρο­ντού­φε­κα. Μετά κατα­σκευά­στη­καν και άλλα. Η πατέ­ντα ήταν δική τους έμπνευ­σης: σωλή­νας ύδρευ­σης 16 χιλ., μπου­ζί για κεφα­λή, έλα­σμα από ατσα­λό­συρ­μα 2 χιλ., τρί­αι­να με «πρι­τσο­κόλ­λη­ση». Τα όπλα ήταν πολύ δυνα­τά (λει­τουρ­γι­κά μέχρι σήμε­ρα) και «έπρε­πε για να τα οπλί­σεις να είσαι γερός άντρας». Τη μάσκα την φτιά­χνα­νε, επί­σης, μόνοι τους με κρύ­σταλ­λο 4–5 χιλ. που τους το έστελ­ναν οι δικοί τους, με λάστι­χο από σαμπρέ­λες που το στε­ρε­ώ­να­νε στο γυα­λί με τσέρ­κια. Ψαρεύ­α­νε χωρίς βατρα­χο­πέ­δι­λα, ανα­πνευ­στή­ρα και γυμνοί, χει­μώ­να καλοκαίρι:

« Αν έκα­νε κρύο αλει­βό­μα­σταν με γρά­σο αλλά μετά τυραν­νιό­μα­σταν να το βγά­λου­με από πάνω μας. Ο Άι Στρά­της ήταν από τα απί­θα­να μέρη σε βυθό και ψάρια. Τα ψάρια μπό­λι­κα. Φορές γυρί­ζα­με με μια βάρ­κα ψάρια από τη Γαϊ­δου­ρο­σπη­λιά και τον Άι Νικό­λα. Μια φορά βρή­κα σε μια σπη­λιά 2 ροφούς καμιά 20 οκά­δες ο ένας να ερω­το­τρο­πούν. Τους λυπή­θη­κα και τους άφη­σα λέγο­ντας εγώ δε θα σας χαλά­σω το μερά­κι. Τα ψάρια έπαι­ζαν ρόλο στην οργά­νω­ση των συσ­σι­τί­ων χωρίς αυτά θα πεθαί­να­με από την πείνα».

Μετά το 1960 δού­λευε ως Καπε­τά­νιος εμπο­ρι­κού πλοί­ου με δρο­μο­λό­για στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη στον εφο­πλι­στή Λυμπέ­ριο. Επέ­στρε­ψε στη Λίμνη το 1965. Στα μεταλ­λεία της περιο­χής δεν δού­λε­ψε παρά για κάποιο διά­στη­μα στους Άγγλους των Κατου­νί­ων. Οι τελευ­ταί­οι παρό­λο που παρε­νο­χλή­θη­καν από την Αστυ­νο­μία αρνή­θη­καν να τον απο­λύ­σουν. Το 1967, λίγο πριν παντρευ­τεί την Μαρία Ρούσ­σου, άνοι­ξε μαγα­ζί με πλα­στι­κά και είδη λια­νι­κού εμπο­ρί­ου. Είχε και τα αλιευ­τι­κά είδη της επο­χής και καθη­με­ρι­νά μάθαι­νε στα παι­δά­κια να κάνουν κόμπους και να ψαρεύ­ουν στη Σκά­λα της Λίμνης. Το ψάρε­μα δεν το εγκα­τέ­λει­ψε αλλά συχνά πήγαι­νε με την κόρη του Ελέ­νη στο Καντή­λι. Οι φορές που η αυλή του σπι­τιού κοκ­κί­νι­ζε από τα λιθρί­νια ήταν πολ­λές. Τα ψάρια που περίσ­σευαν «τα που­λού­σε σε αυτούς που είχα­νε σε αυτούς που δεν είχα­νε τα χάρι­ζε». Πολ­λές φορές με μεγά­λες παρέ­ες ξεκι­νού­σαν για τις παρα­λί­ες του Άι Γιώρ­γη και του Καντη­λιού παίρ­νο­ντας μαζί τους μόνο σαλα­τι­κά και ψωμί. Τα ψάρια ήταν εξασφαλισμένα.

Σύχνα­ζε στο Καφε­νείο του Καλό­γε­ρου (σημε­ρι­νό Τσα­μπά­νης) και δεν στα­μά­τη­σε ποτέ σε κοι­νή θέα να δια­βά­ζει τον Ριζο­σπά­στη. Απο­ποι­ή­θη­κε του δικαιώ­μα­τος λήψης Σύντα­ξης της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, για­τί, όπως έλε­γε: «πολέ­μη­σα για τα ιδα­νι­κά μου».

Ήταν άνθρω­πος που είχε «πλού­σια καριέ­ρα» και έτρε­χε παντού. Είχε πάθος με τη Θάλασ­σα, την Πολι­τι­κή και το τσι­γά­ρο. Παρό­λο που δεν πήγε σχο­λείο διά­βα­ζε και έγρα­φε. Φορού­σε συνέ­χεια έναν μαύ­ρο μπε­ρέ, ο οποί­ος αντι­κα­τέ­στη­σε τον άσπρο σκού­φο των Συμια­κών σφουγ­γα­ρά­δων από τα χρό­νια της εξο­ρί­ας. Πέθα­νε το 1989 σε ηλι­κία 68 ετών από πνευ­μο­νι­κό οίδη­μα και κηδεύ­τη­κε παρου­σία πολ­λών συντρό­φων του από τα παλιά. Η κόρη του Ελέ­νη, η οποία μας αφη­γή­θη­κε ότι περιέ­σω­σε από τις μνή­μες της, μου εξο­μο­λο­γή­θη­κε: «με τον πατέ­ρα μου ή θα πηγαί­να­με για ψάρε­μα ή σε κάποιο πολι­τι­κό μνη­μό­συ­νο». Σε αυτά που σήμε­ρα πολ­λοί δυσκο­λεύ­ο­νται να πάνε!

Βλα­χού­τσι­κος Χαρά­λα­μπος (ψ. Μπα­μπα­λά­κης), ένας άνθρω­πος που έζη­σε τη μεστή ζωή του όπως ήθε­λε και την ξόδε­ψε όπως «γού­στα­ρε». Σίγου­ρα δεν ήταν ο μόνος..

* Ο Δρ. Ιωάν­νης Γ. Παλάν­τζας είναι δ/ντής Λυκεί­ου στη Λίμνη Ευβοίας.

ΠΗΓΗ: militaire / ΑΠΕ

[1] Πρό­κει­ται για δύο δια­φο­ρε­τι­κά πρό­σω­πα, τον Θύμιο Καψή (Καπε­τάν Ανά­πο­δο) και τον Γιώρ­γη Βλα­χού­τσι­κο (Καπε­τάν Ευβοιω­τη).  Δεν είχαν συγ­γε­νι­κή σχέ­ση. Όπως δια­βά­ζου­με στο Ριζο­σπά­στη «Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση στην Αθή­να, όταν δού­λευε στο αερο­δρό­μιο Χασα­νί­ου, γνω­ρί­στη­κε με τον Θύμιο Καψή (Ανά­πο­δο) που ήταν κρα­τού­με­νος εκεί, στη φυλα­κή υψί­στης ασφα­λεί­ας και τον βοή­θη­σε στη δρα­πέ­τευ­σή του. Οι δυο τους εντά­χθη­καν στο ΔΣΕ στην περιο­χή Φθιω­τι­δο­φω­κί­δας, όπου ανα­δεί­χτη­κε καπε­τά­νιος του 6ου Λόχου του Καλ­λί­δρο­μου. Με εντο­λή του Αρχη­γεί­ου, αργό­τε­ρα, δημιούρ­γη­σαν και καθο­δή­γη­σαν το ανε­ξάρ­τη­το τάγ­μα Εύβοιας του ΔΣΕ. Με αρχη­γό τον Ανά­πο­δο και υπαρ­χη­γό τον Ευβοιώτη»

[2] Ο Μυρι­βή­λης όχι μόνο δεν ήταν στη Μακρό­νη­σο, αλλά υμνη­τής και απο­λο­γη­τής των στρα­το­πέ­δων συγκέντρωσης

[3] Προ­φα­νώς εννο­εί τη σφα­γή στο Α’ Ε.Τ.Ο. στις 29 Φλε­βά­ρη — 1 Μάρ­τη 1948

 

_______________________

Όποιος έχει στοι­χεία για τον Χαρά­λα­μπο Βλα­χού­τσι­κο ή μπο­ρεί να μας υπο­δεί­ξει πηγές, ας επι­κοι­νω­νή­σει με το περιο­δι­κό: [email protected]

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο