Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στις ηρωίδες μάνες _θύματα των ιμπεριαλιστικών πολέμων των συρματοπλεγμάτων της αναγκαστικής προσφυγιάς, στις μάνες που θρηνούν παιδιά δοσμένα στο βωμό του κέρδους…

15Αύγουστος σήμε­ρα, το “Πάσχα του καλο­και­ριού”, με τα μεγά­λα θρη­σκευ­τι­κά «μπαμ» (βλ Μαρξ θρησκεία=όπιο των λαών) από Τήνο μέχρι Κεφα­λο­νιά, με τα γνω­στά καλό­τυ­χα «φιδά­κια» της Πανα­γί­ας, από Πάρο μέχρι Κάρ­πα­θο και Κου­φο­νή­σια …Πανα­γία η Γουρ­λο­μά­τα (Λέρος), Πανα­γία η Κου­φή (Σαμο­θρά­κη, θερα­πεύ­ει προ­βλή­μα­τα ακο­ής), Πανα­γία η Αρκου­διώ­τισ­σα (μαρ­μά­ρω­σε μια αρκού­δα πού πήγαι­νε να πιει το νερό των μονα­χών), Πανα­γία η Αιμα­τού­σα (Κύπρος), Πανα­γία η Καβου­ρια­νή (Λέρος), Πανα­γία η Βλε­φα­ριώ­τισ­σα (Αστυ­πά­λαια), Πανα­γία η Καψο­δε­μα­τού­σα (τιμω­ρεί όσους εργά­ζο­νται την ημέ­ρα της γιορ­τής της), Πανα­γία η Γερό­ντισ­σα (Ιερὰ Μονὴ Παντο­κρά­το­ρος, Άγιον Όρος), Πανα­γία η Γκου­μπε­λί­δι­κη (Καστο­ριά), Πανα­γία η Κακο­πε­ρα­τού (Μαρα­θό­κα­μπος), Πανα­γία η Μισο­σπο­ρί­τισ­σα (Κρή­τη), Πανα­γία η Καλ­λι­γού (Κεφα­λο­νιά ; ), Πανα­γία η Κακα­βιώ­τισ­σα (Λήμνος), Πανα­γία η Μαχαι­ρω­μέ­νη, Πανα­γία η Χελι­δο­νού, Πανα­γία η Αρμε­νο­κρα­τού­σα (προ­στα­τεύ­ει τις λεχώ­νες απὸ το «αρμέ­νι­σμα», τον επι­λό­χειο πυρε­τό), Πανα­γία η Ξενο­πού­λα, Πανα­γία η Συνε­μπά­στρα (Κεφα­λο­νιά), Πανα­γία η Ξεσκλα­βώ­στρα, Πανα­γία η Απεί­ραν­δρη, Πανα­γία η Ταρ­τά­να (Καρ­πε­νή­σι), Πανα­γία η Αχι­βά­δε­να, Πανα­γία η Οικο­νό­μισ­σα (Ιερὰ Μονὴ Μεγί­στης Λαύ­ρας, Άγιον Όρος), Πανα­γία η Τρου­λω­τή (Λέσβος), Πανα­γία η Τσα­μπί­κα (Ρόδος) και καμιά 100ή ακό­μη (Μαρξ θρησκεία=όπιο των λαών)

Χρόνια πολλά σε

  • Δέσποι­νες _ Πανα­γιώ­τη­δες  …Πάνους, Πανού­σους, Πανα­γή­δες, Πανά­γους, Γιώ­τη­δες, Τάκη­δες, Πανί­κους, Πανα­γιώ­τες, Γιώ­τες, Πανα­γιού­λες, Γιού­λες, Πανα­γού­λες, Νάγιες
  • Μαρία, Μαρ­γέ­τα, Μαριέτ­τα, Μαρ­γε­τί­να, Μάρω, Μαριώ, Μαριω­ρή, Μαρί­κα, Μαρι­γώ, Μαρι­γού­λα, Μαρού­λα, Μαρί­τσα, Μανιώ, Μαί­ρη, Μαρι­νί­κη, Μιρέλ­λα, Μυρέλ­λα, Μάνια, Μάρα, Μαρά­κι, Μάριο
  • Δέσπω, Ντέ­πη, Πέπη, Ζέπω Γεσθη­μα­νή, Ιεσθημανή
  • Θεο­τό­κη, Θεο­το­κία _ Μαριάν­τζε­λα ‑Μαρι­νέ­λα
  • Ελώ­να, Ελλώ­να, Ελό­να _ Ηλιο­στά­λα­κτη _Καθολική
  • Κρυ­στάλ­λω, Κρου­στάλ­λω, Κρου­στά­λω, Κρυ­στα­λία, Κρυ­σταλ­λία, Κρουσταλένια
  • Πρέ­σβεια, Πρε­σβεία _Συμέλα, Σιμέ­λα, Σου­με­λά _και σ΄όσες-ους ξέχασα

                            Χρόνια πολλά στη μάνα…

Πανα­γιά μου, enter! _Παναγιά μου, cocial media! Με τόση Πανα­γιά στη συσκευα­σία προ­σφο­ράς των κυρια­κά­τι­κων εφη­με­ρί­δων και των πρό­χει­ρων αφιε­ρω­μά­των στις ιστο­σε­λί­δες (όπου τα τελευ­ταία χρό­νια έχει υπο­χω­ρή­σει κάπως ο τορ­πι­λι­σμός της Ελλης) ανα­ρω­τιέ­ται κανείς, αν υπάρ­χει εδώ και δεκα­ε­τί­ες συναί­σθη­ση ότι ο Δεκα­πε­νταύ­γου­στος αφο­ρά την κοί­μη­ση της Θεοτόκου…
«Το Δεκα­πε­νταύ­γου­στο κηδεύ­ε­ται η μάνα που είδε το παι­δί της να ξεπνοά βασα­νι­σμέ­νο, ό,τι χει­ρό­τε­ρο και πιο «αφύ­σι­κο» φυλά­ει η ζωή σε γονιό. Κι όμως ο ξορ­κι­σμός της οδύ­νης που συνε­πά­γε­ται η …κοί­μη­ση της Θεο­τό­κου, δεν οδη­γεί ούτε κατ’ ιδέα στην ταύ­τι­ση της τρα­γι­κής εικό­νας της Πανα­γιάς με την μαντη­λο­φο­ρε­μέ­νη μάνα — πρό­σφυ­γα που βλέ­πει το παι­δί της να πνί­γε­ται περι­τυ­λιγ­μέ­νο το σάβα­νο ενός φθη­νιά­ρι­κου σωσι­βί­ου σε χρώ­μα σημα­δού­ρας. Δεν γεμί­ζει Πανα­γιές η θάλασ­σα τώρα που πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται ξανά οι ροές των προ­σφύ­γων και δεν φουρ­φού­ρι­σε στην καρ­διά των χρι­στια­νών ούτε μία απ’ τις χίλιες λέξεις που δήθεν συνο­δεύ­ουν τη μία εικό­να του μητρι­κού πόνου. Λες και χιλιά­δες προ­σκυ­νη­τές της Σου­με­λά, της Τήνου, της Εκα­το­ντα­πυ­λια­νής βγά­ζου­νε το μαγιό, πάνε στο παρα­κα­λε­τό για ένα θαύ­μα κι έτσι μένει ακή­δευ­το το τραύ­μα των έργων των ανθρώ­πων που δεν μπο­ρούν να πιουν σε χάπι ή σφη­νά­κι τη μάνα του άλλου».
Λιά­να Κανέλ­λη \ Ριζο­σπά­στης Αυγ_2016 _διαβάστε όλο αξί­ζει τον “κόπο”

15-Αυγ-2023
Φεύ­γουν και οι τελευ­ταί­οι, με τις τσέ­πες λεηλατημένες

Όσοι από τους τελευ­ταί­ους αδειού­χους του Αυγού­στου έχουν τη δυνα­τό­τη­τα, απο­χω­ρούν αυτές τις μέρες προς τον τόπο δια­κο­πών τους, με αφορ­μή την αργία του Δεκα­πε­νταύ­γου­στου. Σε κάθε περί­πτω­ση, ειδι­κά για όσους θα ταξι­δέ­ψουν προς τα νησιά του Αιγαί­ου και έχουν κλεί­σει ή θα κλεί­σουν τα ακτο­πλοϊ­κά τους εισι­τή­ρια, το χέρι θα μπει βαθιά στην τσέ­πη, αφού θα ξοδευ­τεί σχε­δόν ένας μισθός μόνο για το πηγαι­νέ­λα, την ίδια στιγ­μή που η ακρί­βεια σε τρό­φι­μα και καύ­σι­μα έχει εκτοξευτεί.

Μια 4μελής οικο­γέ­νεια που θέλει να ταξι­δέ­ψει στην οικο­νο­μι­κή θέση για Σύρο με το αυτο­κί­νη­τό της, θα πρέ­πει να πλη­ρώ­σει συνο­λι­κά 609 ευρώ με επιστροφή!
Από Πει­ραιά για Ικα­ρία μετ’ επι­στρο­φής, για το 8ωρο ταξί­δι στο κατά­στρω­μα (βλ. πλα­στι­κή καρέ­κλα) μια 4μελής οικο­γέ­νεια χωρίς αυτο­κί­νη­το θα πρέ­πει να δώσει 468 ευρώ.
Για Σάμο, μια 4μελής οικο­γέ­νεια για πηγαι­νέ­λα χωρίς αυτο­κί­νη­το θα πρέ­πει να κατα­βά­λει 565 ευρώ, ενώ με αυτο­κί­νη­το, του οποί­ου το ναύ­λο έχει εκτι­να­χτεί στα 122,50 ευρώ, θα πρέ­πει να κατα­βά­λει συνο­λι­κά 810 ευρώ!
Και για τα νησιά του Ιονί­ου, επί­σης, το ταξί­δι θα είναι παρα­πά­νω από τσου­χτε­ρό. Χωρίς να υπο­λο­γί­ζου­με τη μετα­κί­νη­ση οδι­κώς μέχρι τα λιμά­νια ανα­χώ­ρη­σης, έχου­με τα εξής:

Για να πάει στο νησί της Ιθά­κης (λιμά­νι Πισα­ε­τού) από την Πάτρα και να επι­στρέ­ψει στην πόλη, μια 4μελής οικο­γέ­νεια με ΙΧ χρειά­ζε­ται να ξοδέ­ψει κοντά 200 ευρώ με παι­διά 5 έως 7 ετών, ενώ αν αυτά είναι μεγα­λύ­τε­ρης ηλι­κί­ας το κόστος αγγί­ζει τα 230 ευρώ.
Για την Κεφα­λο­νιά, το δρο­μο­λό­γιο Πάτρα — Σάμη — Πάτρα, επί­σης για τετρα­με­λή οικο­γέ­νεια με παι­διά 5 έως 7 ετών, αγγί­ζει τα 200 ευρώ, ενώ με τέσ­σε­ρις ενή­λι­κες εκτο­ξεύ­ε­ται στα 230. Οσο για τη Ζάκυν­θο, το ταξί­δι από και προς το λιμά­νι της Κυλ­λή­νης για μια τετρα­με­λή οικο­γέ­νεια ενη­λί­κων με ΙΧ κοστί­ζει σχε­δόν 177 ευρώ.

Ατέχνως Καλές Διακοπές

Απέ­να­ντι στο μάτω­μα του λαϊ­κού εισο­δή­μα­τος και την κοροϊ­δία κυβέρ­νη­σης — ακτο­πλοϊ­κών εται­ρειών, το ΚΚΕ απευ­θύ­νει κάλε­σμα αγώ­να στον λαό, στους ναυ­τερ­γά­τες, σε όλους τους εργα­ζό­με­νους στη ναυ­τι­λία, στους νησιώ­τες, διεκ­δι­κώ­ντας:

Να μειω­θούν τώρα όλα τα ακτο­πλοϊ­κά εισι­τή­ρια και τα ναύ­λα (οχη­μά­των — εμπο­ρευ­μά­των) κατά 50% για όλους, χωρίς να δοθούν νέες επι­δο­τή­σεις και προ­νό­μια στους εφοπλιστές.
Να επι­στρα­φούν τα χρή­μα­τα σε όσους έχουν ήδη πλη­ρώ­σει τα πανά­κρι­βα εισι­τή­ρια. Δωρε­άν μετα­κι­νή­σεις για ανέρ­γους, φοι­τη­τές και στρα­τευ­μέ­νους, για ΑμεΑ, χρο­νί­ως πάσχοντες.
Μειω­μέ­να εισι­τή­ρια για συντα­ξιού­χους, ανα­πλη­ρω­τές, πολύ­τε­κνους κ.ά.
Εξα­σφά­λι­ση συχνής σύν­δε­σης των νησιών με την ηπει­ρω­τι­κή χώρα και μετα­ξύ τους, με πλοία σύγ­χρο­να και ασφα­λή, με βελ­τί­ω­ση και δια­μόρ­φω­ση σύγ­χρο­νων λιμε­νι­κών εγκα­τα­στά­σε­ων, απο­κλει­στι­κά δημόσιων.
Να δια­σφα­λι­στεί η δου­λειά των ναυ­τερ­γα­τών, με αύξη­ση των μισθών, βελ­τί­ω­ση των συν­θη­κών εργα­σί­ας, κατο­χυ­ρω­μέ­να με Συλ­λο­γι­κή Σύμ­βα­ση Εργα­σί­ας, Κοι­νω­νι­κή Ασφά­λι­ση, συν­δι­κα­λι­στι­κή οργάνωση.
Να επα­νέλ­θει ο μειω­μέ­νος συντε­λε­στής ΦΠΑ για όλα τα νησιά, κατά 50%.

Οι πόνοι της Παναγιάς
(Κώστας Βάρ­να­λης)

Μια λιό­λου­στη μέρα του χει­μώ­να η Πανα­γιά, στε­νε­μέ­νη από τους πόνους, αφή­νει το σπι­τι­κό της και βγαί­νει στον κάμπο τρε­κλί­ζο­ντας κι αγκομαχώντας.
Κάθε­ται χάμου στο πρά­σι­νο χορ­τά­ρι, που το φωτί­ζου­νε δω κι εκεί άγριες βιο­λέ­τες, κυκλά­μι­να, κρό­κοι· και σφίγ­γο­ντας την κοι­λιά της με τα δυο της χέρια κλαί­ει και δέρ­νε­ται, κου­νώ­ντας τ’ άμα­θο κορ­μί της δεξιά κι αρι­στε­ρά, όπως οι μοι­ρο­λο­γί­στρες της Ανατολής.

Σπι­τά­κι μου στα­νά­χω­ρο, και κάμα­ρά μου χαμηλή!
Πόνοι μού σφά­ζουν το κορ­μί, μα την ψυχή μου πιο πολλοί.
Πήρα το δρό­μο το δρο­μί στον κάμπο να καθίσω.
Αντρού­λη μου, σα δε με βρεις με την καρ­διά σου την καλή,
ο πόνος, που με κυνη­γά, θενά με φέρει πίσω.

Ω χώμα, που τρα­γου­δι­στά σε πίνει ο πέφ­κος ο βαθύς,
όσο που μπάρ­σα­μο πικρό στα φύλ­λα του να σουρωθείς,
μέσα σου χώνο­μαι κι εγώ, τα σπλά­χνα γλύ­κα­νέ μου.
Αχ, χάη­δε­ψέ μου τα μαλ­λιά της κεφα­λής μου της ξανθής,
πάρε τη σκέ­ψη μου πολύ μακριά, πνοή του ανέμου!

Σαν καρ­δε­ρί­να του Μαρ­τιού με τα φτε­ρά τ’ αστραφτερά,
που σε βαθιά τρια­ντα­φυλ­λιά, πλάι σε τρε­χά­με­να νερά,
μ’ άχε­ρα, λάσπη και μαλ­λί ζεστή φωλιά κρεμάει,
την κού­νια σου, παι­δά­κι μου, με ξύλα φκιά­νω εβωδερά
και βάνω προ­σκε­φά­λι σου τον ήλιο του Ανθομάη.

Ονεί­ρα­τα, που γαλα­νά στο μισο­ξύ­πνι τ’ αυγινό
από τα μάτια τα γλα­ρά σαν τον αφρό, σαν τον αχνό
περ­νά­τε μια και χάνε­στε, σκή­μα χωρίς και θώρι,
ελά­τε κι άλλη μια φορά, πεί­τε μου να μην το ξεχνώ,
πως το παι­δί, που καρ­τε­ρώ, το πρώ­το, θα ν’ αγόρι.

Κάνε ψαρά, πεζό­βο­λο στ’ ακρο­θα­λάσ­σι να πετάς·
κάνε σε κάδο τρυ­γη­τή γλυ­κά στα­φύ­λια να πατάς·
κάνε γκα­μή­λες να ποτί­ζεις σ’ έρη­μο πηγάδι·
καν’ ανα­γνώ­στη στο Ναό να ψέλ­νεις και να θυμιατάς —
πού σ’ είδα, γνώ­ρι­μη αστρα­ψιά στου νου μου το σκοτάδι;

Είσουν ωραί­ος σαν άγγε­λος με δυο φτε­ρού­γες ανοιχτές,
η μια βυθού­σε στ’ αύριο, η άλλη χανό­τα­νε στο χτες·
κάτι στο χέρι κρά­τα­γες, γιά φλά­μπου­ρο γιά κρίνο
—χορός, που ζεστο­κό­πη­σε τις φλέ­βες μου τις τιναχτές!—
ό, τι ποθώ με πότι­σες κι ως αγια­σμό το πίνω.

Μα για­τί μου ’δει­ξες, καλέ, δόξα πολ­λή για το παιδί;
Αχ, η καρ­διά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος ναν το δει!
Δεν τον αφή­νω η Μάνα του μιαν πιθα­μή να φύγει!
Μη μεγα­λώ­σει μου ποτές κι όλα τα χρό­νια, αβγή – βραδύ,
πάντα μωρό να σφίγ­γε­ται στου κόρ­φου μου τα ρίγη.

…………………………………………………………………..

Πού να σε κρύ­ψω, γιό­κα μου, να μη σε φτά­νουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκε­α­νού, σε ποια κορ­φήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδι­κο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρ­διά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρό­χια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θα ‘χεις μάτια γαλα­νά, θα ‘χεις κορ­μά­κι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό,
από το πρώ­το ξάφ­νια­σμα της ξυπνη­μέ­νης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχη­τες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοι­κο­κε­ρό­που­λο, όχι σκλά­βος, όχι σκλά­βος ή προδότης

Τη νύχτα θα σηκώ­νο­μαι κι αγά­λια θα νυχοπατώ,
να σκύ­βω την ανά­σα σου ν’ ακώ, που­λά­κι μου ζεστό
να σου τοι­μά­ζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ υστέ­ρα απ’ το παρά­θυ­ρο με καρ­διο­χτύ­πι να κοιτώ
που θα πηγαί­νεις στο σκο­λιό με πλά­κα και κοντύλι…

Κι αν κάπο­τε τα φρέ­να σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλή­θεια σου χτυ­πή­σου­νε, παι­δά­κι μου, να μη την πεις.
Θεριά οι ανθρώ­ποι, δεν μπο­ρούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλή­θεια πιο χρυ­σή σαν την αλή­θεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεν­νη­θείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Ώχου, μου μπή­γεις στην καρ­διά, χίλια μαχαί­ρια και σπαθιά.
στη γλώσ­σα μου ξεραί­νε­ται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
- Ω! πώς βελα­ζεις ήσυ­χα, κοπά­δι εσύ βουνίσιο…-
Βοη­θά­τε, ουρά­νιες δύνα­μες, κι ανοί­χτε μου την πιο βαθιά
την άβυσ­σο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!

Γιάν­νης Ρίτσος
Από Το Όνει­ρο Καλο­και­ρι­νού Μεσημεριού

Όταν περ­νού­σε η Πανα­γία σιω­πη­λή κάτου απ’ τα δέντρα
κανέ­νας δεν την άκουσε
Τα σκυ­λιά δε γαυ­γί­σαν στις αυλόπορτες.
Μονά­χα τα τρι­ζό­νια τη χαιρέτισαν,
κι ένα μεγά­λο αστέ­ρι χτύπησε
σε μια χορ­δή κάποιο άγνω­στο τραγούδι
που τ’ ακού­σαν μόνο τα παι­διά στον ύπνο τους
και γύρι­σαν απ’ τα’ άλλο τους πλευ­ρό χαμογελώντας.

Νικη­φό­ρος Βρεττάκος
Η χαρά της Παναγιάς

Η Πανα­γιά χτε­νί­ζει τα χρυ­σά της μαλλιά
στο μικρό της παράθυρο
μια
θαλασ­σιά πετα­λού­δα πετά γύρω απ’ τη μια της
πλε­ξού­δα που κρέμεται.
Βασι­λεύ­ει ο ήλιος,
Ο Ιωσήφ ανε­βαί­νει πιο ψηλά να της κόψει
ένα κόκ­κι­νο άνθος.

Γεώρ­γιος Δροσίνης
Το εικο­νο­στά­σι

Κυνη­γη­μέ­νο από το γέρακα
φτε­ρού­γι­σε να ξαποστάση
το περι­στέ­ρι το χιονόφτερο
στης Πανα­γιάς το εικονοστάσι.
Της Πανα­γιάς η όψη ρόδισε:
θυμά­ται εν’ άλλο περιστέρι,
που του Θεού το πρώ­το μήνυμα
στη Ναζα­ρέτ της είχε φέρει..

Οδυσσέας Ελύτης

1. “Τα ονό­μα­τα της Πανα­γί­ας

«Λίγο για μια στιγ­μή να παί­ξεις πάνω στην κιθά­ρα σου
Ε, ε, Χρυσομαλλούσα/ ε, ε, Χρυσοσκαλίτισσα
Να ξεπε­τιέ­ται πάλι το βου­νό με τ’ άσπρο σπί­τι στην πλαγιά
τ’ άλο­γο με τα δύο φτερά/ και η άγρια φρά­ου­λα της θάλασσας
Λάμπου­σα και Κανά­λα μου και Παρα­πόρ­τια­νή μου
θα δεις την πρά­σι­νη ψαρό­βαρ­κα σκα­μπα­νε­βά­ζο­ντας να χάνεται
μέσα στ’ αραποσίτια
τον Μήτσο με τις τρί­χες και με τ’ αλυ­σι­δά­κι στο λαιμό
Ε, Πανα­γιά Τα Μάγκανα/ ε, Πανα­γιά Τόσο Νερό
Να βλα­στη­μά­ει και ν’ ανε­βά­ζει ανί­δε­ος μες στα δίχτυα του
τέσ­σε­ρα – πέντε αρχαία ελληνικά
το τέλ­λε­σθε και το νηυ­σί, το μέλεα και το κρί­ναι σα
Καρυ­στια­νή κι Ακλειδιανή/ Δαφ­νιώ­τισ­σα κι Αργιώτισσα
Που μια στιγ­μή τα παί­ζεις πάνω στην κιθά­ρα σου
κι απ’ τ’ αναμ­μέ­νο πέλα­γο αντι­κρύ σου ακούς
Έι, Κρου­σταλ­λέ­νια, έι Δροσιανή/ έι Πανα­γιά του Νίκους
Να σχί­ζε­ται στα δύο τ’ ουρα­νού το καταπέτασμα
κι ένας παμπά­λαιος έφη­βος απα­ράλ­λα­χτος εσύ
να κατε­βαί­νει- κοίτα:
Στα κύμα­τα μ’ ένα καμά­κι ορθός και στους αφρούς να πλέει
Σπη­λιώ­τισ­σα και Μερ­σι­νιά και Θαλασ­σί­στρα μου έι!»

2. “Άνε­μος της Πανα­γί­ας

Σε μια παλά­μη θάλασ­σας γεύ­τη­κες τα πικρά χαλίκια
Δύο η ώρα το πρωί περι­δια­βά­ζο­ντας τον έρη­μο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγ­γα­ριού να περ­πα­τεί μαζί σου
Βήμα χαμέ­νο. Ή αν δεν ήτα­νε η καρ­διά στη θέση της
Ήταν η θύμη­ση της γης με την ωραία γυναίκα
Η ευχή που λαχτά­ρη­σε μεσ’ απ’ τους κόρ­φους του βασιλικού
Να τη φυσή­ξει ο άνε­μος της Παναγίας!
Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημ­μυ­ρι­σμέ­νος δάκρυα
Μόλις ερί­γη­σε η καρ­διά στο σφί­ξι­μο της γης
Γυμνή κάτω από τους αστε­ρι­σμούς των σιω­πη­λών της δέντρων
Γεύ­τη­κες τα πικρά χαλί­κια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύν­νε­φα λύσα­νε τα πανιά
Και δίχως ήμαρ­τον κανέν’ από την αμαρ­τία χαράχτηκε
Στα πρώ­τα σπλά­χνα του ο και­ρός. Μπο­ρείς να δεις ακόμη
Πριν από την αρχι­κή φωτιά την ομορ­φιά της άμμου
Όπου έπαι­ζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκα­τό­φυλ­λη ανοι­χτή στον άνε­μο της Παναγίας!

3. “Ο μικρός ναυτίλος”

 «Η Πανα­γία χαί­ρε­ται η Πανα­γία χαμογελά
το πέλα­γο έτσι που κυλά­ει βαθιά πόσο της μοιάζει!…
Ετοι­μα­σί­ες της Παναγίας/ που για να γιορ­τά­σει ελπίζει
άσπρα πανιά και γαλα­νές σημαιούλες»

4.“Η Πανα­γία των Κοιμητηρίων”

Πέτρες επή­ρα και κλαδιά
τα φύτε­ψα στην αμμουδιά
Και μια ψυχή μελέτησα
το λόγο δεν αθέτησα
Με τον και­ρό με τον καιρό
έγι­νε αλή­θεια τ’ όνειρο
Οι πέτρες μεγαλώσανε
και τα κλα­διά φυτρώσανε
Τα κυπα­ρίσ­σια τα κελιά
σου τα ‘κανα παραγγελιά
Τις πόρ­τες τις αμπά­ρες σου
και τις οχτώ καμά­ρες σου
Στο μέρος το πιο δροσερό
έστη­σα το καμπαναριό
Και κύμα­τα και κύματα
γύρω σου τ’ άσπρα μνήματα
Έλα Κυρά και Παναγιά
με τ’ αναμ­μέ­να σου κεριά
Δώσε το φως το δυνατό
στον Ήλιο και στο Θάνατο.

 Νίκος Καρού­ζος “Ora Et Labora”

Βουρ στα ζωύ­φια λατινικά.
Πανα­γία θεο­τό­κε νοι­κο­κυ­ρά μου
μη μ’ αφή­νεις ανυ­πε­ρά­σπι­στο στα σκυλιά
με τόσες όμορ­φες εικό­νες σου
σ’ αυτό το σκου­πι­δό­το­πο (στο ύψος Παρθενώνας).
Θα συνε­χί­σω την ποί­η­ση μονά­χα για πλάκα
θα την κάνω κουρμπάνι
στα γοε­ρά μου πεύ­κα κρεμαντούλα
ενά­ντια στου χρό­νου την εφεύρεση
δοξά­ζο­ντας το πλη­γω­μέ­νο μάλα­μα: τη μονα­ξιά μου
στα νόστι­μα ερέ­βη που με περιμένουν
εκεί­θε απ’ τα κωμι­κά σας έαρα
προς τα ερεί­πια του σύμπα­ντος μονήρη
προς του νερού την κρέ­μα­ση στα βάραθρα
– μιαν ασώ­μα­τη ρητορεία.
Τι τα ‘θελε και τα ‘φερ­νε τα γράμματα
ο Δανα­ός στην Αργολίδα.
Μόνον αυτοί που τρέ­φουν όνει­ρα απολαμβάνουν
την πραγματικότητα.
___                                      (Νίκος Καρού­ζος, Τα ποι­ή­μα­τα, τ. Β’)

Κωστής Παλα­μάς “Η Πανα­γιά στην κόλαση”

Το άρμα ξεκι­νά­ει, το σέρνουν/ πνεύ­μα­τα χερουβικά,
λάμπει η Πανα­γιά στην Κόλαση./ ” Έλε­ος, Λιό­κα­λη Κυρά!”
Ω οι δαρ­μοί των κολασμένων/ μες στην αβυσ­σό­θρε­φτη φωτιά…
Κι έξαφ­να γρι­κιέτ’ ένα παράπονο/ και περή­φα­να ξεσπά:
“Ειμ’ εγώ που λάτρε­ψα τον ήλιο, / γι’ αυτό μ’ άρπα­ξε και η Νύχτα;
Πες μου Λιό­κα­λη Κυρά!/ Της ζωής το φως που βύζαξα
μου ’γινε αγκα­λιά της Κόλασης/ και φιλί του Σατανά;”.
(Κωστής Παλα­μάς, Η ασά­λευ­τη ζωή)

Κων­στα­ντί­νος Καβά­φης “Δέη­σις

Η θάλασ­σα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη-
Η μάνα του, ανή­ξε­ρη, πιαί­νει κι ανάφτει
Στην Πανα­γία μπρο­στά ένα υψη­λό κερί
για να επι­στρέ­ψει γρή­γο­ρα και ναν’ καλοί οι καιροί-
Και όλο προς τον άνε­μο στή­νει τ’ αυτί.
Αλλ’ ενώ προ­σεύ­χε­ται και δέε­ται αυτή
Η εικών ακού­ει, σοβα­ρή και λυπημένη,
ξεύ­ρο­ντας πως δεν θάλ­θει πια ο υιός που περιμένει.

Νίκος Καζαν­τζά­κης “Ύμνος στην Παναγία”

- Παρ­θέ­να Μάνα, που σαν πνέ­μα επιά­στη ο σπόρος
στο αφί­λη­το κορ­μί, κι’ ο Λόγος εσαρκώθη
το αμό­λευ­το τρυ­γώ­ντας σπλά­χνο σου σα βρέφος!
Ω Δέσποι­νά μου Υπο­τα­γή, τον πόνο δέξου τον
και συ, σαν το σταυ­ρό, και γεί­ρε το κεφάλι
με υπο­μο­νή, κατά γης χαμογελώντας –
να μην πνι­γεί, Κυρά, στα κλά­μα­τά σου ο κόσμος!
Εσύ ‘σαι η κιβω­τός, που σαν αυγό στην άβυσσο
λάμπεις και στου Θεού τη σκο­τει­νιά αρμενίζεις,
βαθιά τα σπέρ­μα­τα όλα μέσα σου φρουρώντας,
Το πρά­σι­νο δρε­πα­νω­τό πατάς φεγγάρι,
κι όλες στα χέρια σου κρα­τώ­ντας τις ελπί­δες μας
στον άγριον ουρα­νό κατά­φορ­τη ανεβαίνεις.
κι αχνο­γε­λώ­ντας στέ­κε­σαι δεξά στο γιό σου,
Εσύ ‘σαι το ανθι­σμέ­νο κλα­ρί στην άβυσσο
της δύνα­μής του. εσύ ‘σαι ο στο­χα­σμός ο πράος
μες στο φλε­γό­με­νο καμί­νι της οργής του.
Ανα­με­σός στης Ζωής το δέντρο και της γνώσης,
στον κήπο του Θεού συ φύτε­ψες, Κυρά μου,
το αφρά­το, της Καλο­σύ­νης δέντρο.
κι ως πότι­ζές το με το κλά­μα, επή­ρε μπόι,
πετά­ει κλα­ριά, σκε­πά­ζει τ’ άλλα δέντρα, ανθίζει
ρίχνει καρ­πό, σαν την καλή ελιά, και φέγγει-
Κι ο Παντο­δύ­να­μος στον ίσκιο του αναπαύεται.
Κι η Δεύ­τε­ρη φρι­χτή σαν έρθει Παρουσία
κι οι αρχάγ­γε­λοι άσπλα­χνα τα ερί­φια θα χωρίζουν
απ’ τ’ αρνιά, θα σκύ­ψεις τότε εσύ στο γιό σου,
παρα­κλη­τι­κά, να μεσι­τέ­ψεις, Ελεούσα!
Τ’ αδά­μα­στα μεμιάς θα του μερώ­σουν φρένα
Κι οι τάξες θα χαλά­σουν οι διπλές, και δίκαιοι
θ’ αγκα­λια­στούν με αμαρ­τω­λούς, κι αγνές παρθένες
με τις γυναί­κες που πολύ στη γη αγάπησαν.
Νικάς τη Δικαιο­σύ­νη Εσύ με την αγάπη.
κι όλοι μαζί θα σύρου­με χορό, και θα’ σαι
στον κάβο του χορού, Κυρά, και θα χορεύεις
στον αβα­σί­λευ­το ήλιο του Θεού χαρούμενη
και ταπει­νή πολύ, σαν την καρ­διά του ανθρώπου!

Άγγε­λος Σικε­λια­νός “Δεκα­πε­νταύ­γου­στος του 1940”

Ω, Εσύ των Ουρα­νών η πλατυτέρα,
που αγκά­λια­σες τα έθνη και τους λαούς,
των λαών και των εθνών η θεία Μητέρα,
π’ όλους της γης ξεχεί­λι­σες τους ναούς.

Μάνα, π’ αγνά­ντια μου είσαι ως θερισμένη
απ’ αστά­χυα χλω­μό­τα­τη πλαγιά,
κ’ είσαι κ’ η Ελλά­δα, κ’ είσαι η Κοιμωμένη
με σταυ­ρω­τά τα χέρια Παναγιά

Μάνα, που ο νους Σου μονα­χά το ξέρει
αν, αντί­κρυ στην αγία Σου εντολή,
η καρ­διά μου δεν είναι ως περιστέρι
αθώα, δοκι­μα­σμέ­νη και καλή.

δώσε την ώρα τού­τη (κ’ είναι τώρα
π’ αγγί­ζου­με τον ύστε­ρο βυθό
κι αργο­ση­μαί­νει η προ­αιώ­νια ώρα)
στην άγια εντο­λή Σου να σταθώ

ανύ­στα­χτος, στην άκρη γινώμενος
αγρύ­πνια μιαν απέ­ρα­ντη ματιά,
σαν ο Ιησούς Χρι­στός Εσταυρωμένος,
σαν οι Άγιοι Παί­δες μέσα στη φωτιά!

Κική Δημου­λά

Το τοπίο ομα­λά κυλά­ει απ’ τις γύρω κορφές
κι εκβάλ­λει στο παρά­θυ­ρό μου.
Οι πιο ψηλές κορ­φές ων πεύ­κων εξέχουν
κι είναι σαν τα παι­διά που παίρ­νου­νε στον ώμο
στις παρε­λά­σεις για να βλέπουν:
Η Πανα­γιά η Ελευθερώτρια
τρα­βά­ει κου­πί μέσα στην πάχνη,
κι η καμπά­να ξεχνά­ει να πει άφες αυτοίς.
Τα που­λιά ωραία σκορπίζονται
στην απλή των φτε­ρών τους θρησκεία,
κι ο Υμητ­τός στο μισο­μπλέ μυστι­κι­σμό του
απω­θεί την χωμέ­νη στα πόδια του
Μαγδα­λη­νή ομίχλη.

Ζωή Καρέλ­λη “H στε­νή πύλη”

Μακριά δεν είναι η εκκλη­σία, όπου
η θεο­σε­βής μητέ­ρα μου πήγαι­νε τακτικά,
στη Γορ­γο­ε­πή­κοο ή την ελπι­δο­φό­ρο Δεξιά.

Παλιά κι άλλη εκκλη­σία, γλυ­κειά η Γρηγορήτρα
«η Πανα­γού­δα» ως την αποκαλούσαν
η μάμ­μη, η προ­μάμ­μη, όλες γυναίκες
φιλό­θρη­σκες, σεμνές και σοβαρές,
στέ­κο­νταν στα στα­σί­δια και προσεύχονταν
τις κατα­νυ­κτι­κές τους επικλήσεις,
αγνές, συνε­σταλ­μέ­νες έψαλλαν
παρα­κλή­σεις μικρές και τις μεγάλες
δεή­σεις, αγια­σμούς και ωραία τροπάρια,
στις αγρυ­πνί­ες ολο­νύ­κτιες κι άνοιγαν
τα κλει­σμέ­να παρεκ­κλή­σια για ευχαριστίες,
υπέρ υγεί­ας αγα­πη­μέ­νων προσώπων,
όταν ασθε­νού­σαν, και διά­βα­ζαν ευχές.

Κι όταν υπέ­φε­ραν, προ­σέ­τρε­χαν, επιμελώς,
εκοί­τα­ζαν και μάθαι­ναν τη σοβαρότητα
της μορ­φής Σου, Υπε­ρα­γία, «των θλι­βό­με­νων η χαρά»,
διδά­σκο­νταν την εγκαρ­τέ­ρη­ση της έκφρα­σής Σου,
την οδυ­νη­ρή χαρά. Τώρα, Σεπτή, είναι
μεγά­λη η επι­βου­λή και η ευλά­βεια μικρή
κι η πίστη παίρ­νει άλλη δύναμη.

                     2002 _Δεκαπενταύγουστος

Κατακαλόκαιρο στην Αθήνα. Η ζέστη έχει φτάσει στο απροχώρητο, η καθημερινότητα κάνει τη ζωή να μοιάζει αβάσταχτη. Όλοι αναζητούν τη φυγή, ψάχνουν ένα θαύμα, κάτι που θα αλλάξει τη ζωή τους. Στο κέντρο της πόλης, μια τριώροφη πολυκατοικία. Τρία διαμερίσματα, τρεις παράλληλες ιστορίες. Τρεις διαφορετικές απόψεις της καθημερινής ζωής. Όλοι έχουν ένα κοινό, προσεύχονται για ένα «θαύμα» που θα αλλάξει τη ζωή τους.

Ένας 17χρονος διαρ­ρή­κτης εισβάλ­λει στα άδεια δια­με­ρί­σμα­τά τους, μαθαί­νει τη σκο­τει­νή πλευ­ρά τους, τις κρυ­φές επι­θυ­μί­ες τους, παρα­βιά­ζει τα μυστι­κά τους…

Με την «Άκρη της πόλης» του Κ. Γιάν­να­ρη άρχι­σε να δια­κρί­νε­ται η δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα, το ανή­συ­χο βλέμ­μα του, η οργι­σμέ­νη του διά­θε­ση να ταρά­ξει τα λιμνά­ζο­ντα νερά του ελλη­νι­κού κινηματογράφου.
Αφού τα κατα­φέ­ρει, τώρα μετα­μορ­φώ­νε­ται σε θαυ­μα­το­ποιό και ψάχνει να βρει τη χαμέ­νη σημα­σία της πίστης και της ανά­γκης για λύτρω­ση. Σκια­γρα­φεί χαρα­κτή­ρες με κρυ­φές επι­θυ­μί­ες και ανεκ­πλή­ρω­τους πόθους. Μια γυναί­κα που θέλει να έχει ένα παι­δί και δεν μπο­ρεί. Μια μάνα, προ­σω­πο­ποί­η­ση της από­λυ­της θυσί­ας, ένας πατέ­ρας στή­ριγ­μα της οικο­γέ­νειας. Όλοι τόσο δια­φο­ρε­τι­κοί, αλλά και τόσο ίδιοι μετα­ξύ τους, ψάχνουν να βρουν την ελπί­δα, να πια­στούν από κάπου για να βρουν τη λύτρωση.

Με τον «Δεκα­πε­νταύ­γου­στο» ο Κων­στα­ντί­νος Γιάν­να­ρης βάζει τη σφρα­γί­δα του σε μια από τις καλύ­τε­ρες ελλη­νι­κές ται­νί­ες των τελευ­ταί­ων χρό­νων. Κατα­φέρ­νει να φτιά­ξει μια ται­νία με τέλεια αισθη­τι­κή, χωρίς να κου­ρά­ζει και να φλυα­ρεί χωρίς λόγο. Είναι το ίδιο τρυ­φε­ρός όσο είναι και σκλη­ρός. Ετσι η ται­νία του ισορ­ρο­πεί αρμο­νι­κά ανά­με­σα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και στο μετα­φυ­σι­κό. Ισως για­τί τα θαύ­μα­τα που μας συμ­βαί­νουν στη ζωή μας, πολ­λές φορές έρχο­νται με έναν πολύ σκλη­ρό τρό­πο. Πώς μπο­ρεί το «θείο» να ανα­τρέ­ψει την καθη­με­ρι­νό­τη­τά μας και να μας φέρει σε μια αλλα­γή πάνω σ’ αυτά που πιστεύουμε.

Αν δεν υπάρχει ελπίδα και πίστη στο μικρό «θεό» που κρύβουμε όλοι μέσα μας, σίγουρα δεν μπορεί να υπάρξει και συνέχεια.

Ελλη­νι­κή παρα­γω­γή 2001.
Σενά­ριο — σκη­νο­θε­σία: Κων­στα­ντί­νος Γιάνναρης.
Πρω­τα­γω­νι­στούν: Ελέ­νη Καστά­νη, Ακύ­λας Καρα­ζή­σης, Αμα­λία Μου­τού­ση, Αιμί­λιος Χει­λά­κης, Θεο­δώ­ρα Τζή­μου, Μιχά­λης Ιατρό­που­λος, Κώστας Κοτσια­νί­δης, Στά­θης Παπαδόπουλος.

Πηγή_περισσότερα+βίντεο

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο