Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Ανθρώπινες ιστορίες, Flash και αριστουργήματα του παρελθόντος

Το αστυ­νο­μι­κό δρα­μα­τι­κό θρί­λερ «Η Τελευ­ταία Νύχτα του Φράν­κο Αμό­ρε», με τον Πιερ­φραν­σέ­σκο Φαβί­νο, ξεχω­ρί­ζει από τις πέντε νέες ται­νί­ες που βγαί­νουν από­ψε στους κινη­μα­το­γρά­φους. Ωστό­σο, το αρι­στούρ­γη­μα «Η Θεά» του μέγι­στου Σατ­για­ζίτ Ράι, από το μακρι­νό 1960, που προ­βάλ­λε­ται για πρώ­τη στη χώρα μας, απο­τε­λεί ίσως το μεγα­λύ­τε­ρο δώρο στους φανα­τι­κούς του καλού σινε­μά για τη φετι­νή χρο­νιά, ενώ κυκλο­φο­ρεί σε επα­νέκ­δο­ση και το κλα­σι­κό θρί­λερ του Χίτσκοκ «Notorious», με το αθά­να­το πρω­τα­γω­νι­στι­κό ζευ­γά­ρι Ίνγκριντ Μπέρ­γκ­μαν-Κάρι Γκραντ. Στο νεα­νι­κό κοι­νό απευ­θύ­νε­ται η υπε­ρη­ρω­ι­κή περι­πέ­τεια φαντα­σί­ας «The Flash», ενώ το παι­δι­κό ευρύ κοι­νό ανα­μέ­νε­ται να τρα­βή­ξει το animation της Pixar «Στο Στοι­χείο τους».

Η Τελευ­ταία Νύχτα του Φράν­κο Αμόρε

(“L’ Ultima Notte Di Amore”) Αστυ­νο­μι­κό θρί­λερ, ιτα­λι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Αντρέα Ντι Στέ­φα­νο, με τους Πιερ­φαν­σέ­σκο Φαβί­νο, Λίντα Καρί­ντι, Αντό­νιο Τζε­ράρ­ντι, Φραν­σέ­σκο Ντι Λέβα, Κάτια Μιρό­νο­βα κα.

Θα μπο­ρού­σε να είναι ένα καλό δείγ­μα της αμε­ρι­κά­νι­κης παρά­δο­σης των αστυ­νο­μι­κών θρί­λερ, αλλά η ται­νία τού ηθο­ποιού και σκη­νο­θέ­τη Αντρέα Ντι Στέ­φα­νο, είναι κάτι παρα­πά­νω, καθώς οι ήρω­ές του είναι οικεί­οι, το θέμα του ρεα­λι­στι­κό, οι χαρα­κτή­ρες άψο­γα μελετημένοι.

Σε αυτή την τρί­τη του ται­νία, που προ­βλή­θη­κε εκτός συνα­γω­νι­σμού στο τελευ­ταίο φεστι­βάλ του Βερο­λί­νου, ο Ντι Στέ­φα­νο είναι ιδιαί­τε­ρα τυχε­ρός που έχει για πρω­τα­γω­νι­στή τον Πιερ­φραν­σέ­σκο Φαβί­νο, έναν από τους καλύ­τε­ρους ηθο­ποιούς της γενιάς του, ο οποί­ος παρα­δί­δει ακό­μη μία εκπλη­κτι­κή ερμη­νεία, κατα­φέρ­νο­ντας να διεισ­δύ­σει στο πετσί τού χαρα­κτή­ρα και να δώσει όλο το βάθος του δράματος.

Η ιστο­ρία ξεκι­νά με την τελευ­ταία βρα­διά του Φράν­κο Αμό­ρε στη δου­λειά. Ενός έντι­μου αστυ­νο­μι­κού, που ποτέ δεν χρη­σι­μο­ποί­η­σε βία και που μετά από 35 χρό­νια θα άφη­νε τους δρό­μους του Μιλά­νου για να αφο­σιω­θεί στην οικο­γέ­νειά του. Σε ένα μικρό δια­μέ­ρι­σμα, φίλοι, συγ­γε­νείς και η νεα­ρή σύζυ­γός του του ετοι­μά­ζουν ένα πάρ­τι έκπλη­ξη προς τιμήν του. Ο Αμό­ρε δεν μπο­ρεί να συγκρα­τή­σει τα συναι­σθή­μα­τά του, τα μάτια του δακρύ­ζουν, αλλά η συνέ­χεια θα είναι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή απ’ αυτή που πιστεύ­ουν όλοι, όταν θα δεχθεί ένα τηλεφώνημα.

Με ένα εκτε­τα­μέ­νο φλας μπακ, θα μετα­φερ­θού­με δέκα μέρες νωρί­τε­ρα για να κατα­λά­βου­με ποιος είναι ο λόγος που έφυ­γε από το πάρ­τι ανή­συ­χος ο Αμόρε.

Ο Ντι Στέ­φα­νο περι­γρά­φει με πει­στι­κό­τη­τα τα προ­βλή­μα­τα στο αστυ­νο­μι­κό σώμα, με τις χαμη­λές αμοι­βές, τη μίζε­ρη καθη­με­ρι­νό­τη­τα, την ανο­χή στο «χαρ­τζι­λί­κι», τις παράλ­λη­λες δου­λειές για ένα επι­πλέ­ον εισό­δη­μα, που μπο­ρεί να μπλέ­ξουν ακό­μη και τους πλέ­ον αδιά­φθο­ρους αστυ­νο­μι­κούς με τον υπό­κο­σμο, που προ­φα­νώς συν­δέ­ε­ται με έναν κόσμο υπε­ρά­νω πάσης υποψίας.

Η υφέρ­που­σα έντα­ση, το σασπένς, το ψυχο­λο­γι­κό δρά­μα του ήρωα, η άψο­γη αφή­γη­ση, λει­τουρ­γούν απο­τε­λε­σμα­τι­κά, όπως και το σκη­νο­θε­τι­κό εύρη­μα της ανα­πα­ρά­στα­σης των ίδιων σκη­νών από δια­φο­ρε­τι­κές οπτι­κές γωνί­ες – ανα­θε­ω­ρώ­ντας συνε­χώς την οπτι­κή των γεγονότων.

Η νυχτε­ρι­νή και όχι μόνο κινη­μα­το­γρά­φη­ση του Μιλά­νου εντυ­πω­σια­κή (η εναρ­κτή­ρια σεκάνς της ιτα­λι­κής μητρό­πο­λης ενδει­κτι­κή), η συνει­σφο­ρά του διευ­θυ­ντή φωτο­γρα­φί­ας Γκουί­ντο Μικε­λό­τι καθο­ρι­στι­κή, ενώ το ατμο­σφαι­ρι­κό σάου­ντρακ του Σικε­λού Σάντι Πουλ­βι­ρέ­ντι άξιο επαί­νων. Όπως και οι περισ­σό­τε­ρες ερμη­νεί­ες (μια μικρή έκπλη­ξη αυτή της Λίντα Καρί­ντι στο ρόλο της συζύ­γου του Αμό­ρε), ενώ ο Φαβί­νο είναι απλώς χάρ­μα οφθαλμών.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Τη νύχτα πριν από τη συντα­ξιο­δό­τη­σή του, μετά από 35 χρό­νια έντι­μης υπη­ρε­σί­ας, ο υπα­στυ­νό­μος Φράν­κο Αμό­ρε θα δει τον κόσμο του να ανα­τρέ­πε­ται. Στη διάρ­κειά της, θα κιν­δυ­νεύ­σουν όλα όσα έχουν σημα­σία γι’ αυτόν: η δου­λειά του, η μεγά­λη του αγά­πη για τη σύζυ­γό του, η φιλία του με τον συνά­δελ­φό του, ακό­μη και η ίδια του η ζωή.

Άλλο­θι για Παντρε­μέ­νους 2

(“Alibi.com 2”) Κωμω­δία, γαλ­λι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Φιλίπ Λασό, με τους Φιλίπ Λασό, Ελο­ντίν Φοντάν, Ταρέκ Μπου­ντα­λί, Νατα­λί Μπα­γέ, Ντι­ντιέ Μπουρ­τόν, Ζεράρ Ζινιόν κα.

Τερά­στια εμπο­ρι­κή επι­τυ­χία, που ξεπέ­ρα­σε και την πρώ­τη ται­νία του νεό­κο­που Γάλ­λου σταρ και εσχά­τως και σκη­νο­θέ­τη Φιλίπ Λασό, ο οποί­ος ακο­λου­θεί με εκνευ­ρι­στι­κή συνέ­πεια τους κανό­νες της φαρ­σο­κω­μω­δί­ας, των χοντρο­κομ­μέ­νων συμ­πτώ­σε­ων, αλλά και βλέ­πο­ντας με συμπά­θεια τα ήθη και τα στε­ρε­ό­τυ­πα της γαλ­λι­κής αστι­κής τάξης.

Όπως και στην πρώ­τη ται­νία που κυκλο­φό­ρη­σε το 2017, υπάρ­χουν πράγ­μα­τι κάποιες ξεκαρ­δι­στι­κές σκη­νές, αλλά αυτή τη φορά δεν υπάρ­χει η αρχι­κή καλή σενα­ρια­κή ιδέα, δηλα­δή της δια­δι­κτυα­κής εται­ρεί­ας που έχει ιδρύ­σει ο πρω­τα­γω­νι­στής για την υπη­ρε­σία παρο­χής άλλο­θι για απι­στί­ες και ότι άλλο φαντα­στεί κανείς.

Εδώ, ο Γκρεγκ, έχει κλεί­σει την εται­ρεία του, η ζωή του έχει ηρε­μή­σει, μέχρι που απο­φα­σί­ζει να κάνει πρό­τα­ση στην Φλο, που ερω­τεύ­θη­κε στην πρώ­τη ται­νία. Και αυτό διό­τι θα πρέ­πει να παρου­σιά­σει τους γονείς του στην αγα­πη­μέ­νη του και στους γονείς της και προ­τι­μά να ανα­ζη­τή­σει ψεύ­τι­κους από τους αλη­θι­νούς, μία ηθο­ποιό και έναν απατεώνα.

Με ιδέ­ες – και πάλι δανει­σμέ­νες – από το παλιό μπουλ­βάρ, αλλά και τις χοντρο­κομ­μέ­νες αμε­ρι­κά­νι­κες φαρ­σο­κω­μω­δί­ες, ο Λασό θα ρίξει στην οθό­νη αμέ­τρη­τες παρε­ξη­γή­σεις, ενώ γρή­γο­ρα το χιού­μορ του θα αρχί­σει να αγκο­μα­χά και τα φαρ­σι­κά του ευρή­μα­τα να μοιά­ζουν με επα­νά­λη­ψη των προη­γου­μέ­νων. Έτσι, αν σε αυτές τις αδυ­να­μί­ες προ­σθέ­σου­με και την αναι­μι­κή παρου­σία του Λασό ως πρω­τα­γω­νι­στή, που δεί­χνει ακα­τάλ­λη­λος να πάρει στην πλά­τη του το δύσκο­λο φορ­τίο της κωμω­δί­ας, το μόνο που απο­μέ­νει είναι ορι­σμέ­νοι υπο­στη­ρι­κτι­κοί δεύ­τε­ροι ρόλοι έμπει­ρων ηθο­ποιών και βεβαί­ως ορι­σμέ­να αστεία γκαγκς.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Από τότε που έκλει­σε το Alibi.com, η ζωή του Γκρεγκ έχει περιέλ­θει σε μια ηρε­μία. Μέχρι που απο­φα­σί­ζει να κάνει πρό­τα­ση γάμου στη Φλο, και φυσι­κά πρέ­πει να τη συστή­σει στον απα­τε­ώ­να πατέ­ρα του και την πρώ­ην ηθο­ποιό μητέ­ρα του. Κι επει­δή αυτό δεν είναι εύκο­λο, προ­τι­μά­ει να ανοί­ξει ξανά το πρα­κτο­ρείο του, ανα­ζη­τώ­ντας ψεύ­τι­κους γονείς.

The Flash

(“The Flash”) Περι­πέ­τεια φαντα­σί­ας, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Άντι Μου­σκιέ­τι, με τους Έζρα Μίλερ, Μάικλ Κίτον, Σάσα Κέιλ, Μάικλ Σάνον, Μπεν Άφλεκ κα.

Όπως λέει κάποια στιγ­μή και ο γερα­σμέ­νος με τη στο­λή του Μπά­τμαν Μάικλ Κίτον: «Θέλε­τε να γίνει χαμός; Ας γίνει χαμός». Ε, ναι στην τελευ­ταία ται­νία της DC γίνε­ται πραγ­μα­τι­κά χαμός και όχι πάντα για καλό. Μπο­ρεί να επι­κρα­τεί ένα χάος, όπου τα σύμπα­ντα δια­πλέ­κο­νται μέχρι εξα­ντλή­σε­ως, όπως και πολ­λοί από τους χαρα­κτή­ρες των χάρ­τι­νων ηρώ­ων της DC, αλλά το υπερ­θέ­α­μα της εικό­νας, με τα σπέ­σιαλ εφέ, τελευ­ταί­ας προηγ­μέ­νης τεχνο­λο­γί­ας, να δίνουν και να παίρ­νουν, θα καλύ­ψουν πιθα­νό­τα­τα στον από­λυ­το βαθ­μό τους φαν του είδους.

Η βιο­μη­χα­νία της δια­σκέ­δα­σης δίνει τα ρέστα της, για μία ακό­μη φορά, χωρίς, ωστό­σο, να προ­σθέ­τει κάτι στις υπε­ρη­ρω­ϊ­κές ται­νί­ες, πόσο δε μάλ­λον στον κινη­μα­το­γρά­φο. Άλλω­στε, είναι φανε­ρό ότι οι δημιουρ­γοί της ται­νί­ας απευ­θύ­νο­νται στο ευρύ νεα­νι­κό κοι­νό τους, που έχουν «εκπαι­δεύ­σει» καταλ­λή­λως τόσα χρόνια.

Για τους υπό­λοι­πους θα είναι μια δοκι­μα­σία και ειδι­κά για τους μεγα­λύ­τε­ρους. Θα μπο­ρού­σε να είναι και μια ται­νία ακα­τάλ­λη­λη για τους άνω των 50 χρόνων.

Το στό­ρι χαο­τι­κό, θέλει τον Μπά­ρι Άλεν – Φλας να χρη­σι­μο­ποιεί τις υπερ­δυ­νά­μεις του για να αλλά­ξει το παρελ­θόν, αλλά θα φέρει τα παράλ­λη­λα σύμπα­ντα σε σύγκρου­ση. Άθε­λά του, η από­πει­ρά του να σώσει την οικο­γέ­νειά του θα αλλά­ξει και το μέλ­λον, όπου ο Μπά­ρι θα παγι­δευ­τεί σε μια εναλ­λα­κτι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Σε αυτή, ο Στρα­τη­γός Ζοντ έχει επι­στρέ­ψει με σκο­πό να κατα­στρέ­ψει τον πλα­νή­τη. Αν θέλει να σώσει τον κόσμο στον οποίο βρί­σκε­ται και να επι­στρέ­ψει στο μέλ­λον που γνω­ρί­ζει, ο Μπά­ρι θα πρέ­πει να τρέ­ξει για να σώσει τη δική του ζωή.

Όπως γίνε­ται αντι­λη­πτό, ακό­μη και οι θαυ­μα­στές του γνω­στού κόμικς δύσκο­λα θα κατα­νο­ή­σουν πλή­ρως την ιστο­ρία, αλλά αυτό μάλ­λον είναι λεπτο­μέ­ρεια για τις ευφά­ντα­στες περι­πέ­τειες του Φλας, των βετε­ρά­νων υπε­ρη­ρώ­ων που θα ενώ­σουν τις δυνά­μεις τους μαζί του, για να σώσουν τον πλα­νή­τη – να και οι απα­ραί­τη­τοι εχθροί της Αμε­ρι­κής, η απει­λή για τον «ελεύ­θε­ρο κόσμο».

Εν κατα­κλεί­δι, δυό­μι­ση ώρες απο­λαυ­στι­κού χάους, με γνω­στούς και έμπει­ρους (Μάικλ Κίτον, Μάικλ Σάνον) και ανερ­χό­με­νους ηθο­ποιούς (Έζρα Μίλερ, Σάσα Κέιλ) και κάποια ανα­πά­ντε­χα περά­σμα­τα από τους Νίκο­λας Γκέιτς και Τζέ­ρε­μι Άιρονς.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Μπά­ρι Άλεν πάει πίσω στον χρό­νο για να απο­τρέ­ψει τον θάνα­το της μητέ­ρας του, φέρ­νο­ντας ανα­τα­ρα­χές στο σύμπαν του. Τώρα θα πρέ­πει να σώσει και τη ζωή του…

Αυτά που δεν Λέγονται

(“Historias para no Contar”) Κομε­ντί, ισπα­νι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Σεσκ Γκάι, με τους Αντό­νιο ντε λα Τόρε, Μαρι­μπέλ Βερ­ντού, Χαβιέ Καμά­ρα, Νόρα Νάβας κα.

Ο τίτλος, σε συν­δυα­σμό με το είδος της κομε­ντί, παρα­πέ­μπει σε μια ανα­τρε­πτι­κή, με οξύ χιού­μορ, πνευ­μα­τώ­δη ται­νία, από τον Σεσκ Γκάι («Truman», «Οι Γεί­το­νες από Πάνω»), που έχει χαρα­κτη­ρι­στεί, μάλ­λον με μία μεγά­λη δόση υπερ­βο­λής και ως «Γού­ντι Άλεν της Ισπανίας».

Κομ­ψά φτιαγ­μέ­νη, δια­σκε­δα­στι­κή και ορι­σμέ­νες φορές σκε­πτό­με­νη, σπον­δυ­λω­τή κωμω­δία, πέντε ιστο­ριών, με ήρω­ες καθη­με­ρι­νούς χαρα­κτή­ρες της Βαρ­κε­λώ­νης, που προ­σπα­θούν να αντι­με­τω­πί­σουν τις προ­κλή­σεις των δια­προ­σω­πι­κών σχέ­σε­ων. Ένα άνι­σο φιλμ — συνη­θι­σμέ­νο φαι­νό­με­νο σε σπον­δυ­λω­τά έργα, που ξεκι­νά ενθαρ­ρυ­ντι­κά, αλλά στη συνέ­χεια αρχί­ζει να χάνει στρο­φές και να περιο­ρί­ζε­ται η χάρη και το χιού­μορ του, σε ορι­σμέ­νες ατά­κες και έξυ­πνα πακε­τα­ρι­σμέ­νες φάρσες.

Δύο άνθρω­ποι που βρί­σκο­νται σε ένα πάρ­κο, παρό­τι θέλουν να ζήσουν μαζί, τρεις γυναί­κες ηθο­ποιοί σε μια οντι­σιόν είναι έτοι­μες για όλα, ένας άντρας που αρνεί­ται να ξεπε­ρά­σει τη γυναί­κα του, ένας ηλι­κιω­μέ­νος καθη­γη­τής που βγαί­νει ραντε­βού με μια μαθή­τριά του και ένας σύζυ­γος που ανα­κα­λύ­πτει πως η σύζυ­γός του έχει κατα­λά­βει την απι­στία του, είναι οι πέντε ιστο­ρί­ες που συν­θέ­τουν το φιλμ.

Μικρής έντα­σης ιστο­ρί­ες, που δια­δρα­μα­τί­ζο­νται σε ένα εφη­συ­χα­σμέ­νο μεσο­α­στι­κό περι­βάλ­λον και που περι­στρέ­φο­νται γύρω από τα ερω­τι­κά ζητή­μα­τα, τις ανα­σφά­λειες της μέσης ηλι­κί­ας, αλλά και της νεό­τε­ρης γενιάς που δεί­χνει εγκλω­βι­σμέ­νη σε ένα πλαί­σιο προ­κα­θο­ρι­σμέ­νης ευτυχίας.

Η ται­νία είναι καλο­δου­λε­μέ­νη, έχει το ρυθ­μό της, καλές ερμη­νεί­ες γνω­στών ηθο­ποιών, αλλά πάσχει και από την έλλει­ψη ενός αιχ­μη­ρού σενα­ρί­ου, ενώ ταυ­τό­χρο­να δίνει την αίσθη­ση μιας προ­σέγ­γι­σης αφ’ υψη­λού και ότι έχει μπει ένας κόφτης για τα ουσιώ­δη, όλα αυτά που πλήτ­τουν τον απλό καθη­με­ρι­νό άνθρωπο.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Mια σπον­δυ­λω­τή ιστο­ρία πέντε κεφα­λαί­ων στη σημε­ρι­νή Βαρ­κε­λώ­νη, με ξεχω­ρι­στούς χαρα­κτή­ρες δια­φο­ρε­τι­κών ηλι­κιών που έρχο­νται αντι­μέ­τω­ποι με τις προ­κλή­σεις των ανθρώ­πι­νων σχέσεων.

Προ­βάλ­λο­νται ακό­μη οι ταινίες:

Η Θεά

(“Devi”) Το αρι­στούρ­γη­μα του Σατ­για­ζίτ Ράι, του κορυ­φαί­ου Ινδού σκη­νο­θέ­τη, για πρώ­τη φορά στην Ελλά­δα, μία ανε­κτί­μη­τη προ­σφο­ρά προς τους αθε­ρά­πευ­τους σινε­φίλ. Ένα ανυ­πέρ­βλη­το ποι­η­τι­κό δρά­μα – κατά τον Κόπο­λα το καλύ­τε­ρο έργο του Ράι – ένας σταθ­μός για το σινε­μά, απ’ αυτά τα λιγο­στά που θέτουν τον κινη­μα­το­γρά­φο ανά­με­σα στις τέχνες. Ο Ράι («Η Τρι­λο­γία του Απού») θαυ­μα­τουρ­γεί, βγά­ζο­ντας στον δρό­μο την κάμε­ρα, πετυ­χαί­νει μία ανε­πα­νά­λη­πτη ανα­πα­ρά­στα­ση της ινδι­κής υπαί­θρου, ξεπερ­νώ­ντας και τους κορυ­φαί­ους Ιτα­λούς του νεο­ρε­α­λι­σμού, από τον οποίο επη­ρε­ά­στη­κε καθο­ρι­στι­κά. Ανα­δει­κνύ­ει τα μικρά και τα μεγά­λα της ζωής, τις κοι­νω­νι­κές αντι­θέ­σεις, τον φανα­τι­σμό, το δηλη­τή­ριο της αποι­κιο­κρα­τί­ας, Το κυριό­τε­ρο, όμως, ο προ­φη­τι­κός Ράι, μας καθη­λώ­νει όταν μιλά για την εκμε­τάλ­λευ­ση των γυναι­κών, ακό­μη και μέσω της συμ­βο­λι­κής θεο­ποί­η­σής τους, εκθέ­το­ντας τις δομές της εξου­σί­ας και της πατριαρχίας.

Στην αγρο­τι­κή Ινδία του 19ου αιώ­να, ένας φεου­δάρ­χης κατα­λαμ­βά­νε­ται από την ιδέα ότι η αγα­πη­μέ­νη του νύφη είναι μετεν­σάρ­κω­ση της Μητέ­ρας Θεάς, ενώ ο γιος του και σύζυ­γός της έχει φύγει για την Καλ­κού­τα, για να ολο­κλη­ρώ­σει τις σπου­δές του. Μια αυτα­πά­τη, που απο­δει­κνύ­ε­ται κατα­στρο­φι­κή για τη νεα­ρή γυναί­κα και τους γύρω της.

Ασπρό­μαυ­ρα μαγι­κά πλά­να, με το θεό­πνευ­στο άγγιγ­μα του Ράι, απλό­τη­τα, λυρι­σμός και υπέ­ρο­χες ερμη­νεί­ες από την Σαρ­μί­λα Ταγκόρ, με τα θλιμ­μέ­να της μάτια να συνε­παίρ­νουν και τους Τσου­μί­τρα Σατερ­τζί και Τσά­μπι Μπισβάς.

Στο Στοι­χείο τους

(“Elemental”) Φιλό­δο­ξη παρα­γω­γή (2023) από την Pixar και σε σκη­νο­θε­σία του έμπει­ρου στο animation Πίτερ Σον, που θέλει να εμβα­θύ­νει, σε ζητή­μα­τα όπως είναι η εμπει­ρία των μετα­να­στών, την ενη­λι­κί­ω­ση, τη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα, την αγά­πη και την οικο­γέ­νεια, αλλά καλύ­τε­ρα να επέ­με­νε απλώς στο ψυχα­γω­γι­κό μέρος της ται­νί­ας. Το στό­ρι μας μετα­φέ­ρει στο φαντα­στι­κό κόσμο της Πόλης των Στοι­χεί­ων, όπου ζουν τα στοι­χεία της φύσης, όπως η φωτιά, το νερό και η γη. Η Φλό­γα, μία νεα­ρή κοπέ­λα, που δεν έχει βγει ποτέ από τα όρια της πόλης της, θα γνω­ρι­στεί με τον υδά­τι­νο Ριπλ, ο οποί­ος την προ­τρέ­πει να μπουν σε μια περι­πέ­τεια, που θα τους αλλά­ξει ριζι­κά και τους δύο. Χαρι­τω­μέ­νο, με φρο­ντι­σμέ­να γρα­φι­κά, παι­δι­κό animation, που όμως δεν φτά­νει στα επί­πε­δα των καλών στιγ­μών της Pixar. Η ται­νία προ­βάλ­λε­ται μετα­γλωτ­τι­σμέ­νη στα Ελληνικά.

Notorious

Το θρυ­λι­κό θρί­λερ (1946) του Άλφρεντ Χίτσκοκ, σε μία ακό­μη, πάντα πολύ­τι­μη, επα­νέκ­δο­ση, με το αθά­να­το πρω­τα­γω­νι­στι­κό ζευ­γά­ρι Ίνγκριντ Μπέρ­γκ­μαν — Κάρι Γκραντ, αλλά και τους έξο­χους Κλοντ Ρέινς και Αλέ­ξη Μινω­τή. Ο Χίτσκοκ στή­νει ένα άψο­γο θρί­λερ χαρα­κτή­ρων, στο οποίο μία γεν­ναία πανέ­μορ­φη γυναί­κα μπλέ­κει σε ένα ριψο­κίν­δυ­νο παι­χνί­δι, μετά από παρό­τρυν­ση ενός γοη­τευ­τι­κού πρά­κτο­ρα, που ερω­τεύ­ε­ται παρά­φο­ρα. Αρι­στο­τε­χνι­κό θρί­λερ, αλλά με το ρομάν­τζο να κυριαρ­χεί και να προ­κα­λεί περισ­σό­τε­ρο σασπένς απ’ ό,τι η υπό­θε­ση κατα­σκο­πί­ας, την Μπέρ­γκ­μαν ερω­τι­κή όσο ποτέ – ειδι­κά στην αξέ­χα­στη σκη­νή όπου είναι ελα­φρώς ζαλι­σμέ­νη από το ποτό ‑και τον «μετρ» με μία ασύλ­λη­πτη μαε­στρία, πραγ­μα­τι­κό σκη­νο­θε­τι­κό σεμι­νά­ριο, να απο­φεύ­γει τον υπερ­συ­ντη­ρη­τι­κό κώδι­κα Χέιζ, στις παθια­σμέ­νες σκη­νές του ζευ­γα­ριού. Σίγου­ρα, μία από τις τέσ­σε­ρις — πέντε καλύ­τε­ρες ται­νί­ες του Χίτσκοκ.

Πηγή: ΑΠΕ

Βλα­ντί­μιρ Μαγια­κόφ­σκι: «Ωδή στην Επανάσταση»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο