Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Η επιστροφή του Ιντιάνα Τζόουνς

Ο Ιντιά­να Τζό­ουνς επι­στρέ­φει στη μεγά­λη οθό­νη για πέμ­πτη φορά, σε αυτή την πολυα­να­με­νό­με­νη θεα­μα­τι­κή περι­πέ­τεια που σκη­νο­θε­τεί ο Τζέιμς Μάν­γκολντ. Ο Χάρι­σον Φορντ κι αν εγέ­ρα­σε παρα­μέ­νει ο αγα­πη­μέ­νος ήρω­ας του σινε­μά και ανα­μέ­νε­ται από σήμε­ρα να γνω­ρί­σει δόξες σε πολ­λά σινε­μά όλης της χώρας. Επί­σης, από τις τέσ­σε­ρις νέες ται­νί­ες της εβδο­μά­δας συντα­ράσ­σει το αμε­ρι­κά­νι­κο πολι­τι­κό θρί­λερ «Reality» της Τίνα Σάτερ, ενώ από τις πέντε επα­νεκ­δό­σεις ξεχω­ρί­ζουν «Το Θεώ­ρη­μα» του Παζο­λί­νι, η «Ρεβέκ­κα» του Χίτσκοκ και η «Ζαν Ντιλ­μάν», το φεμι­νι­στι­κό δρά­μα της Σαντάλ Ακερ­μάν, που ήρθε στην επι­και­ρό­τη­τα προ­σφά­τως και παραδόξως.

Ο Ιντιά­να Τζό­ουνς και ο Δίσκος του Πεπρωμένου

(«Indiana Jones and the Dial of Destiny») Περι­πέ­τεια, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Τζέιμς Μάν­γκολντ, με τους Χάρι­σον Φορντ, Φίμπι Γουό­λερ-Μπριτζ, Μαντς Μίκελ­σεν, Κάρεν Άλεν, Τζον Ρις Ντέι­βις, Αντό­νιο Μπα­ντέ­ρας, Τόμπι Τζό­ουνς κα.

Έφτα­σε, επι­τέ­λους, η ώρα για την επι­στρο­φή ενός από τους μεγα­λύ­τε­ρους ήρω­ες του παγκό­σμιου σινε­μά, του Ιντιά­να Τζό­ουνς, έπει­τα από 15 χρό­νια από την προη­γού­με­νη και κατώ­τε­ρη όλων τέταρ­τη ται­νία του διά­ση­μου φραντσάιζ.

Η ται­νία οφεί­λε­ται περισ­σό­τε­ρο στην επι­μο­νή του χαλ­κέ­ντε­ρου Χάρι­σον Φορντ, ο οποί­ος θα μας ταξι­δέ­ψει για τελευ­ταία φορά στο μαγι­κό σύμπαν του Ιντιάνα.

Μόνο, που αυτή τη φορά ο δημιουρ­γός του, Στί­βεν Σπίλ­μπεργκ, δεν υπο­γρά­φει τη σκη­νο­θε­σία, αρκού­με­νος στην παρα­γω­γή. Μαζί του και ο περί­φη­μος συν­θέ­της Τζον Γουί­λιαμς, με το τελευ­ταίο του σάου­ντρακ να απο­χαι­ρε­τά το σινε­μά, ο δικός μας κατα­ξιω­μέ­νος Φαί­δων Παπα­μι­χα­ήλ στη διεύ­θυν­ση φωτο­γρα­φί­ας, ένα επι­τε­λείο σενα­ριο­γρά­φων που δού­λε­ψαν πάνω στην αρχι­κή ιδέα των Λού­κας και Κάουφ­μαν και βεβαί­ως ο ικα­νός και δικαιω­μέ­νος από το απο­τέ­λε­σμα, σκη­νο­θέ­της Τζέιμς Μάν­γκολντ («Λόγκαν», «Κόντρα σε Όλα», «Το Τελευ­ταίο Τρέ­νο για τη Γιούμα»).

Η αλή­θεια είναι ότι μετά τον τέταρ­τη συνέ­χεια, προ 15ετίας, οι προσ­δο­κί­ες δεν ήταν υψη­λές. Ακό­μη και η τοπο­θέ­τη­ση του Σπίλ­μπεργκ στην ασφά­λεια της παρα­γω­γής ‑τα έσο­δα έτσι κι αλλιώς εξα­σφα­λι­σμέ­να- έδει­χνε ότι ο σπου­δαί­ος παρα­μυ­θάς ήθε­λε να κρα­τή­σει αποστάσεις.

Προς έκπλη­ξή μας, όμως, η ται­νία του Μάν­γκολντ είναι μία απο­λαυ­στι­κή ψυχα­γω­γι­κή περι­πέ­τεια, μία πετυ­χη­μέ­νη προ­σπά­θεια για επι­στρο­φή στις ρίζες του αρχαιο­λό­γου με το μαστί­γιο, στην οποία συν­δυά­ζε­ται και πάλι το παρα­μύ­θι και οι απί­θα­νες περι­πέ­τειες με ανα­φο­ρές στις αξί­ες ενός ατρό­μη­του ήρωα και τους μόνι­μους εχθρούς του (εκτός από την τέταρ­τη ψυχρο­πο­λε­μι­κή ται­νία), τους ναζί.

Η εναρ­κτή­ρια θεα­μα­τι­κή σεκάνς μας επι­στρέ­φει στον Ίντι της νιό­της μας. Αντι­μέ­τω­πος των ναζί, ψάχνει σε ένα βαγό­νι τρέ­νου ένα πολύ­τι­μο κει­μή­λιο, το οποίο απο­δει­κνύ­ε­ται πλα­στό, αλλά εκεί συνει­δη­το­ποιεί ότι ανά­με­σα στα λάφυ­ρα που υπάρ­χουν και προ­ο­ρί­ζο­νται για τον Χίτλερ, βρί­σκε­ται και ο μηχα­νι­σμός των Αντι­κυ­θή­ρων. Εκεί θα συνα­ντή­σει και τον Δρ. Φόλερ, έναν επι­στή­μο­να και γνω­στό κορά­κι αρχαιο­λο­γι­κών ευρη­μά­των, που συνερ­γά­ζε­ται με τους ναζί. Η συνέ­χεια, μας βάζει στο βασι­κό μέρος της ιστο­ρί­ας, μας μετα­φέ­ρει στο 1969, την επο­χή του Ψυχρού Πολέ­μου, όπου ο γηρα­σμέ­νος και απο­γοη­τευ­μέ­νος Ιντιά­να Τζό­ουνς, που έχει χάσει τον γιο του στο Βιετ­νάμ, έχει χωρί­σει και παρα­μέ­νει αδιά­φο­ρος στους πανη­γυ­ρι­σμούς στους δρό­μους της Νέας Υόρ­κης, εν όψει της κατά­κτη­σης της σελή­νης. Η επί­σκε­ψη της βαφτι­σι­μιάς του, μιας πανέ­ξυ­πνης και δυνα­μι­κής κοπέ­λας, θα του στοι­χί­σει, καθώς θα του απο­σπά­σει ένα αρχαίο κει­μή­λιο για να πλη­ρώ­σει τα χρέη της. Την ίδια στιγ­μή, ο Φόλερ θα επα­νεμ­φα­νι­στεί ως Σμιτ και με αμε­ρι­κά­νι­κο δια­βα­τή­ριο, ως συνερ­γά­της αυτή τη φορά των Αμε­ρι­κά­νων στο δια­στη­μι­κό πρό­γραμ­μα, που αντα­γω­νί­ζε­ται το Σοβιε­τι­κό. Απ’ εκεί ξεκι­νά και η από­λαυ­ση της περι­πέ­τειας και η μάχη ανά­με­σα στο καλό και στο από­λυ­το κακό, από το Μαρό­κο και τη Σικε­λία μέχρι την Γλασκώβη.

Η ται­νία είναι άψο­γα κουρ­δι­σμέ­νη, με τους ρυθ­μούς να προ­κα­λούν λαχά­νια­σμα, όπως και τα θαυ­μα­στά κυνη­γη­τά, οι ευφά­ντα­στες σκη­νές μαχών και δια­λό­γων, παρό­τι τα ψηφια­κά καλού­δια δεν βοη­θούν ιδιαί­τε­ρα. Ωστό­σο, όσο προ­χω­ρά η ται­νία τόσο και αρχί­ζουν να δια­φαί­νο­νται τα αγκο­μα­χη­τά του σενα­ρί­ου, η απου­σία μίας έμπνευ­σης που θα πήγαι­νε ένα βήμα παρα­πέ­ρα το φιλμ, καθώς επα­να­λαμ­βά­νο­νται σε παραλ­λα­γή εμβλη­μα­τι­κές σκη­νές των προη­γού­με­νων ται­νιών, αλλά και οι γνω­στές θεμα­τι­κές που καθιέ­ρω­σε ο Σπίλ­μπεργκ στον Ιντιά­να του.

Στα θετι­κά και η γυναι­κεία παρου­σία, δίπλα στον Φορντ, που διεκ­δι­κεί τη δυνα­μι­κή θέση της και στο σύμπαν του αρχαιο­λό­γου με το μαστί­γιο, ενώ για τη στρα­το­λό­γη­ση ενός ναζί από τους Αμε­ρι­κά­νους ανα­δει­κνύ­ε­ται ο προ­βλη­μα­τι­σμός για την εσω­τε­ρι­κή πολι­τι­κή κατά­στα­ση στις ΗΠΑ, που μάλ­λον λαμ­βά­νει ανε­ξέ­λεγ­κτες διαστάσεις.

Ο Χάρι­σον Φορντ αν και 80άρης, μετα­μορ­φώ­νε­ται, με από­λυ­τη φυσι­κό­τη­τα, στο κινη­μα­το­γρα­φι­κό του άλτερ έγκο και είναι και πάλι ο αγα­πη­τός ήρω­ας, ενώ δίπλα του η νεα­ρά Φίμπι Γουό­λερ-Μπριτζ, με το σφρί­γος της δίνει ζωντά­νια. Ο Ματς Μίκελ­σεν, στο ρόλο του κακού Φόλερ, απο­τε­λεί εγγύ­η­ση, παρά τη μανιέ­ρα του, ο βετε­ρά­νος Τζον Ρις Ντέι­βις μας επα­να­φέ­ρει γλυ­κά στην επο­χή των πρώ­των ται­νιών, όπως και η Κάρεν Άλεν, ενώ ο Αντό­νιο Μπα­ντέ­ρας κάνει ένα αδιά­φο­ρο πέρασμα.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Το 1969 κι ενώ ο κόσμος βαδί­ζει σε μια νέα επο­χή, αυτή του δια­στή­μα­τος, ο διά­ση­μος αρχαιο­λό­γος Ιντιά­να Τζό­ουνς ετοι­μά­ζε­ται να συντα­ξιο­δο­τη­θεί, όταν μια γνώ­ρι­μη απει­λή από το παρελ­θόν επιστρέφει.

Reality

(«Reality») Βιο­γρα­φι­κό δρά­μα, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Τίνα Σάτερ, με τους Σίντ­νεϊ Σουί­νι, Μάρ­τσαντ Ντέι­βις, Τζος Χάμιλ­τον κα.

Να και κάτι δια­φο­ρε­τι­κό από την Αμε­ρι­κή. Ένα εξαι­ρε­τι­κού ενδια­φέ­ρο­ντος βιο­γρα­φι­κό δρά­μα, εν πολ­λοίς όμως και ένα πολι­τι­κό θρί­λερ, βασι­σμέ­νο σε αλη­θι­νά γεγο­νό­τα και για την ακρί­βεια, με σενά­ριο ακρι­βές αντί­γρα­φο μίας ανά­κρι­σης, όπως αυτή κατα­γρά­φη­κε από το FBI.

Ένα φιλμ, μόλις 80 λεπτών, που θα μπο­ρού­σε να χαρα­κτη­ρι­στεί, από τη λιτή ρεα­λι­στι­κή σκη­νο­θε­σία της Τίνα Σάτερ και το «ξερό» και ταυ­τό­χρο­να αφο­πλι­στι­κά συναρ­πα­στι­κό σενά­ριο και ως δρα­μα­το­ποι­η­μέ­νο ντο­κι­μα­ντέρ, αν και απο­τε­λεί μετα­φο­ρά του θεα­τρι­κού έργου «Is This a Room».

Η αυθε­ντι­κό­τη­τά του συντα­ράσ­σει, απο­τυ­πώ­νο­ντας, χωρίς φιο­ρι­τού­ρες, δυο ώρες ανά­κρι­σης δυο πρα­κτό­ρων του FBI στην Ριά­λι­τι Γουί­νερ. Μια 27χρονη μονα­χι­κή κοπέ­λα, που υπη­ρε­τού­σε από το 2010 έως το 2016 στην Πολε­μι­κή Αερο­πο­ρία και στη συνέ­χεια ως μετα­φρά­στρια αφγα­νι­κών δια­λέ­κτων σε υπερ­γο­λά­βο για την Εθνι­κή Υπη­ρε­σία Πλη­ρο­φο­ριών, με πρό­σβα­ση σε απόρ­ρη­τα έγγρα­φα και διέρ­ρευ­σε μία ανα­φο­ρά για την εμπλο­κή των Ρώσων στις αμε­ρι­κά­νι­κες εκλο­γές σε ιστο­σε­λί­δα για το δημό­σιο συμ­φέ­ρον. Κάτι που «τσί­μπη­σαν» οι μυστι­κές υπη­ρε­σί­ες προ­τού δημο­σιευ­τεί και μετά την περί­ερ­γη — στα όρια της νομι­μό­τη­τας — ανά­κρι­ση, την έστει­λαν κατη­γο­ρού­με­νη για κατα­σκο­πία, για να της επι­βλη­θεί η βαρύ­τε­ρη των ποι­νών, έξι χρό­νια κάθειρξης.

Η ται­νία από τις πρώ­τες σκη­νές δημιουρ­γεί μία έντα­ση, μία αγχώ­δη ατμό­σφαι­ρα, καθώς οι δύο πρά­κτο­ρες του FBI πλη­σιά­ζουν την Ριά­λι­τι έξω από το σπί­τι της και της ζητούν να μιλή­σουν για ένα θέμα που αγνο­εί ο θεα­τής, αλλά απ’ ότι φαί­νε­ται και η ίδια η κοπέ­λα. Μπο­ρεί να δεί­χνουν φιλι­κοί, να ασχο­λού­νται με τα κατοι­κί­δια της Ριά­λι­τι, να λένε σκόρ­πιες ανοη­σί­ες, αλλά η ατμό­σφαι­ρα είναι εμφα­νώς ηλε­κτρι­σμέ­νη. Χωρίς να της δεί­χνουν το ένταλ­μα έρευ­νας (για να την «ψαρέ­ψουν» ευκο­λό­τε­ρα), την πεί­θουν για μια «φιλι­κή» κου­βέ­ντα και τεχνηέ­ντως θα την βάλουν σε ένα άδειο δωμά­τιο του σπι­τιού της, για να ξεκι­νή­σει η περί­ερ­γη ανά­κρι­ση και να της βγά­λουν «αυθόρ­μη­τα» το παρά­πτω­μά της, τη βαρύ­τη­τα του οποί­ου συνει­δη­το­ποιεί η Ριά­λι­τι προς το τέλος.

Το φιλμ, για σχε­δόν μία ώρα, μοιά­ζει με Καφ­κι­κό εφιάλ­τη, μέχρι να γίνει κατα­νοη­τό τι επι­ζη­τούν οι πρά­κτο­ρες, δηλα­δή, μία «φιλι­κή» ομολογία.

Το σενά­ριο ξενί­ζει ελα­φρώς, μοιά­ζει τρα­χύ, ανε­πε­ξέρ­γα­στο και αυτό για­τί είναι το πιστό αντί­γρα­φο της ανά­κρι­σης, αλλά είναι και ο αδια­φι­λο­νί­κη­τος πρω­τα­γω­νι­στής της ται­νί­ας. Ωστό­σο, η ταλα­ντού­χα Σάτερ, προ­χω­ρά περαι­τέ­ρω την υπό­θε­ση και ανοί­γει ακό­μη δύο σοβα­ρές δια­στά­σεις της ιστο­ρί­ας: Από τη μια, τη χρη­σι­μο­ποί­η­ση της εξου­σί­ας ως επι­βο­λή στην πραγ­μα­τι­κή ζωή και την εκμε­τάλ­λευ­ση του όρου της εθνι­κής ασφά­λειας για την εξά­λει­ψη των στοι­χειω­δών δικαιω­μά­των, τον δρα­στι­κό περιο­ρι­σμό της ελευ­θε­ρί­ας και της Δημο­κρα­τί­ας. Από την άλλη, τις επι­λε­κτι­κές υπο­κι­νού­με­νες διώ­ξεις των ατό­μων που γνω­στο­ποί­η­σαν ντο­κου­μέ­ντα προς το δημό­σιο συμ­φέ­ρον και εμπί­πτουν στο νόμο περί κατα­σκο­πεί­ας που κλι­μα­κώ­θη­κε δρα­μα­τι­κά από τον Ομπάμα.

Η Σάτερ αξιο­ποιώ­ντας το αντί­γρα­φο της ανά­κρι­σης θα παρα­δώ­σει ένα σημα­ντι­κό έργο, όχι τόσο κινη­μα­το­γρα­φι­κής αξί­ας, όσο κοι­νω­νι­κής και πολι­τι­κής σημα­σί­ας, προ­σπα­θώ­ντας να αφυ­πνί­σει αλλά και να προ­κα­λέ­σει, χωρίς να το επι­ζη­τά, τον τρό­μο ότι στην κατά­στα­ση της Ριά­λι­τι Γουί­νερ μπο­ρεί να βρε­θεί ο οποιοσ­δή­πο­τε άνθρωπος.

Η Σίντ­νεϊ Σουί­νι μπαί­νει με άνε­ση στον εύθραυ­στο και κάπως αγα­θό χαρα­κτή­ρα της Ριά­λι­τι, ενώ οι Μάρ­τσαντ Ντέι­βις και Τζος Χάμιλ­τον, στους ρόλους των πρα­κτό­ρων, αξιο­πρό­σε­κτοι, μπαι­νο­βγαί­νουν με ευκο­λία από τη φαι­δρό­τη­τα και τη χαζο­μά­ρα, στην πανουρ­γία και τον αμοραλισμό.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στις 3 Ιου­νί­ου του 2017, η 25χρονη Ριά­λι­τι Γουί­νερ επι­στρέ­φο­ντας στο σπί­τι της θα βρει δύο πρά­κτο­ρες του FBI στο σπί­τι της. Βετε­ρά­νος της πολε­μι­κής αερο­πο­ρί­ας, η Γουί­νερ περ­νά­ει τις επό­με­νες δύο ώρες υπό ανά­κρι­ση σχε­τι­κά με τη δου­λειά της ως ανά­δο­χος πλη­ρο­φο­ριών και εάν διέρ­ρευ­σε ένα απόρ­ρη­το έγγρα­φο για τη ρώσι­κη ανά­μει­ξη στις αμε­ρι­κα­νι­κές εκλο­γές του 2016.

Ρού­μπι: Ενα Κρά­κεν στην Εφηβεία

(«Ruby Gillman, Teenage Kraken») Παι­δι­κή ται­νία κινου­μέ­νων σχε­δί­ων, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Κερκ Ντε Μίκο και Φάριν Περλ.

Η «Ρού­μπι» μπο­ρεί να μη συγκα­τα­λέ­γε­ται στις καλύ­τε­ρες παι­δι­κές ται­νί­ες κινου­μέ­νων σχε­δί­ων της DreamWorks («Σρεκ», «Κουνγκ Φου Πάντα»), αλλά θα αρέ­σει σίγου­ρα στα πιτσι­ρί­κια, που είναι και το ζητούμενο.

Το animation του Κερκ Ντε Μίκο, ενός έμπει­ρου σκη­νο­θέ­τη του είδους, αξιο­ποιώ­ντας τις τεχνι­κές δυνα­τό­τη­τες της παρα­γω­γής, μας ταξι­δεύ­ει στον μαγι­κό κόσμο της θάλασ­σας, μυθι­κών πλα­σμά­των και κρυ­φών πεπρω­μέ­νων, έχο­ντας ως βασι­κή ηρω­ί­δα την Ρού­μπι. Μια ντρο­πα­λή έφη­βη, η οποία ανα­κα­λύ­πτει την εξαι­ρε­τι­κή κατα­γω­γή της ως από­γο­νος μίας θρυ­λι­κής βασι­λι­κής οικο­γέ­νειας των επτά θαλασσών.

Ται­νία ενη­λι­κί­ω­σης, αλλά και του αγώ­να ενός κορι­τσιού για να απο­κτή­σει αυτο­πε­ποί­θη­ση, και το κυριό­τε­ρο να βρει την πραγ­μα­τι­κή της ταυ­τό­τη­τα και τη θέση του στον κόσμο, μέσα από μία καλο­βαλ­μέ­νη ιστο­ρία, με θεα­μα­τι­κές εικό­νες από τα μυστη­ριώ­δη βάθη των ωκεανών.

Τα γρα­φι­κά μπο­ρεί να μην εντυ­πω­σιά­ζουν, αλλά έχει γίνει καλή δου­λειά στο χτί­σι­μο των χαρα­κτή­ρων και στους σπιρ­τό­ζι­κους δια­λό­γους, που πλέ­ουν προς τη σωστή κατεύ­θυν­ση και με χιού­μορ, που τις περισ­σό­τε­ρες φορές είναι αποτελεσματικό.

Τις φωνές των Τζέιν Φόντα, Τόνι Κολέτ, Λάνα Κόντορ δεν τις ακού­με, καθώς η ται­νία προ­βάλ­λε­ται μετα­γλωτ­τι­σμέ­νη, αλλά ακού­με το ευχά­ρι­στο σάου­ντρακ που υπο­γρά­φει η ελλη­νι­κής κατα­γω­γής Στέ­φα­νι Οικο­νό­μου, η οποία κέρ­δι­σε προ­σφά­τως βρα­βείο Γκράμι.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η γλυ­κιά και αδέ­ξια 16χρονη Ρού­μπι θέλει απε­γνω­σμέ­να να ται­ριά­ξει στο περι­βάλ­λον του γυμνα­σί­ου, όπου νιώ­θει ότι περ­νά­ει απα­ρα­τή­ρη­τη. Γενι­κά, δεν της επι­τρέ­πε­ται να κυκλο­φο­ρεί στην παρα­λία παρέα με τα παι­διά, για­τί η υπερ­προ­στευ­τι­κή μαμά της τής απα­γο­ρεύ­ει να μπει στο νερό. Αλλά όταν παρα­βαί­νει τον νού­με­ρο 1 κανό­να της μαμάς της, η Ρού­μπι θα ανα­κα­λύ­ψει ότι είναι βασι­λι­κή διά­δο­χος Κρά­κεν και ότι προ­ο­ρί­ζε­ται να κλη­ρο­νο­μή­σει τον θρό­νο της επι­βλη­τι­κής για­γιάς της, της πολε­μί­στριας βασί­λισ­σας των επτά θαλασσών.

Μικρό Λου­λού­δι

(«Petite Fleur») Κωμω­δία, γαλ­λι­κής και αργε­ντί­νι­κης παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Σαντιά­γο Μίτρε, με τους Ντά­νιελ Χέντλερ, Βιμά­λα Πονς, Μελ­βίλ Που­πό, Σερ­ζί Λοπέζ κα.

Στην πρώ­τη του ται­νία εκτός Αργε­ντι­νής, ο Σαντιά­γο Μίτρε του ενδια­φέ­ρο­ντος «Προ­έ­δρου» και του πολυ­βρα­βευ­μέ­νου «Paulina», φαί­νε­ται να χάνει το στι­βα­ρό του ύφος, τη διεισ­δυ­τι­κή του ματιά και να παρα­σύ­ρε­ται από τη περιώ­νυ­μη γαλ­λι­κή φλυα­ρία, αλλά και το αδύ­να­μο σενά­ριο, σε τού­τη τη μαύ­ρη κωμω­δία, που φλερ­τά­ρει με το σουρεαλισμό.

Γυρι­σμέ­νο στη Γαλ­λία, το φιλμ αν και δια­θέ­τει μία αρχι­κή έξυ­πνη ιδέα, τελι­κά χάνει την ισορ­ρο­πία του, βου­τώ­ντας άτσα­λα σε ένα δια­νο­ου­με­νί­στι­κο περι­βάλ­λον, με ολό­κλη­ρες σεκάνς που μοιά­ζουν άσκο­πες και άστο­χες, αφή­νο­ντας ελά­χι­στο χώρο για τις σπαρ­τα­ρι­στές στιγ­μές της ιστο­ρί­ας του και τη βασι­κή ιδέα της ρου­τί­νας, που επη­ρε­ά­ζει τους βασι­κούς χαρα­κτή­ρες, κατα­στρέ­φει τις σχέ­σεις, τον έρω­τα, το κέφι για ζωή.

Ένα ζευ­γά­ρι, μετά την από­κτη­ση του παι­διού τους, θα αρχί­σει να πλήτ­τει από τη ρου­τί­να της καθη­με­ρι­νό­τη­τας. Η γοη­τευ­τι­κή σύζυ­γος συμ­βου­λεύ­ε­ται έναν ψυχί­α­τρο, ενώ ο σύζυ­γος, ένας Αργε­ντι­νός κομί­στας που απο­λύ­ε­ται από τη δου­λειά του, θα γνω­ρι­στεί τυχαία με έναν γεί­το­να που λατρεύ­ει την τζαζ, είναι πλού­σιος υπε­ρό­πτης και μονί­μως ευδιά­θε­τος. Χωρίς ιδιαί­τε­ρο λόγο και εξή­γη­ση, θα σκο­τώ­σει τον γεί­το­να, αλλά την επο­μέ­νη θα τον δει και πάλι ζωντα­νό. Κάτι που θα επα­να­λά­βει αρκε­τές φορές σκο­τώ­νο­ντας τον γεί­το­να και προ­σπα­θώ­ντας να ξανα­κερ­δί­σει τη σύζυ­γό του, που τον εγκατέλειψε.

Χωρίς να εξη­γεί για ποιον λόγο ανα­σταί­νε­ται ο γεί­το­νας, ο Μίτρε δίνει στη ρου­τί­να δολο­φο­νι­κές δια­στά­σεις, ενώ ταυ­τό­χρο­να ο ήρω­άς του προ­σπα­θεί να εντα­χθεί στη γαλ­λι­κή κοι­νω­νία, να έρθει κοντά με τη σύζυ­γό του, την οποία πολιορ­κεί ένας πλη­θω­ρι­κός εναλ­λα­κτι­κός ψυχο­θε­ρα­πευ­τής, ένας ξερόλας.

Ο Μίτρε, που φυσι­κά δεν έχει ξεχά­σει τη σκη­νο­θε­σία, θα παρα­συρ­θεί σε έναν άσκο­πο κύκλο παρα­δό­ξων και ατε­λεί­ω­της πάρ­λας, η ται­νία γίνε­ται ανια­ρή, πέρα από τους αστεί­ους φόνους, τις στιγ­μές με το κλα­ψιά­ρι­κο μωρό, ορι­σμέ­νες σκη­νές ψυχα­νά­λυ­σης και τους τρα­βη­χτι­κούς δευ­τε­ρεύ­ο­ντες χαρα­κτή­ρες, με πρώ­το εκεί­νο του δολο­φο­νη­μέ­νου γείτονα.

Αδιά­φο­ρος ο Ντά­νιελ Χέντλερ, ελα­φρώς καλύ­τε­ρη η ελκυ­στι­κή Βιμά­λα Πονς και σκα­μπρό­ζος όσο πρέ­πει ο Μελ­βίλ Που­πό, στο ρόλο του Χαϊ­λά­ντερ — γείτονα.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Κατά τη διάρ­κεια μιας επί­σκε­ψης στον γεί­το­νά του, ενό­σω ακού­ει τζαζ, ο Χοσέ ‑ένας άνερ­γος πατέ­ρας- τον σκο­τώ­νει ανε­ξή­γη­τα. Την επό­με­νη μέρα, ο γεί­το­νας είναι ζωντα­νός, σαν να μην έχει συμ­βεί τίπο­τα. Έτσι τον ξανα­σκο­τώ­νει, αλλά πάντα επα­νεμ­φα­νί­ζε­ται. Η δολο­φο­νία του γίνε­ται μέρος της νέας ρου­τί­νας του Χοσέ, που πρέ­πει να φρο­ντί­σει το μωρό του, να κάνει τις δου­λειές του σπι­τιού, να σώσει το γάμο του…

Προ­βάλ­λο­νται ακό­μη οι ταινίες:

Το Θεώ­ρη­μα

(«Teorema») Ο Πιέρ Πάο­λο Παζο­λί­νι, στο σημα­δια­κό 1968, παρα­δί­δει ένα από τα αρι­στουρ­γή­μα­τά του, μία φιλο­σο­φι­κή, πολι­τι­κή και ψυχα­να­λυ­τι­κή αλλη­γο­ρία, ένα σαρ­κα­στι­κό και σπα­ρα­κτι­κό υπαρ­ξια­κό δρά­μα. Τολ­μη­ρός και όπως πάντα αιρε­τι­κός, τινά­ζει στον αέρα τα σαθρά θεμέ­λια της αστι­κής ηθι­κής, με μια παρα­βο­λή, που συν­δυά­ζει τα χρι­στια­νι­κά πιστεύω με τον μαρ­ξι­στι­κό στο­χα­σμό. Ένας νεα­ρός και γοη­τευ­τι­κός επι­σκέ­πτης στο σπί­τι ενός βιο­μη­χά­νου γίνε­ται αντι­κεί­με­νο του πόθου για όλα τα μέλη της οικο­γέ­νειας. Ο Τέρενς Σταμπ σαγη­νεύ­ει, η Σιλ­βά­να Μάγκα­νο ταρα­κου­νά βου­νά με το πάθος της, ενώ ο Ένιο Μορι­κό­νε υπο­γρά­φει ένα θαυ­μά­σιο ατμο­σφαι­ρι­κό σάου­ντρακ, που τονί­ζει το ανη­συ­χη­τι­κό κλί­μα της ταινίας.

Το φιλμ, πραγ­μα­τι­κή ευκαι­ρία για τους σινε­φίλ, προ­βάλ­λε­ται πλή­ρως σε απο­κα­τε­στη­μέ­νη κόπια.

Ρεβέκ­κα

(«Rebecca») Η φημι­σμέ­νη ται­νία του Άλφρεντ Χίτσκοκ, η πρώ­τη που έκα­νε στην Αμε­ρι­κή (1940), σε παρα­γω­γή του πανί­σχυ­ρου παρα­γω­γού Ντέι­βιντ Ο. Σέλζ­νικ, ο οποί­ος κέρ­δι­σε το Όσκαρ Καλύ­τε­ρης Ται­νί­ας, ανά­με­σα στα έντε­κα που προ­τά­θη­κε. Περισ­σό­τε­ρο σκο­τει­νό μελό­δρα­μα παρά θρί­λερ, η «Ρεβέκ­κα» δικαί­ως συγκα­τα­λέ­γε­ται ανά­με­σα στις δέκα καλύ­τε­ρες ται­νί­ες του Χίτσκοκ, ο οποί­ος με τη συν­δρο­μή της έξο­χης ασπρό­μαυ­ρης φωτο­γρα­φί­ας του Τζορτζ Μπαρνς, δημιουρ­γεί το απα­ραί­τη­το σασπένς και ορι­σμέ­νες ανα­τρι­χια­στι­κές σκη­νές ανθο­λο­γί­ου. Επι­πλέ­ον, ο «μετρ» αξιο­ποιεί τα μέγι­στα το άψο­γο σενά­ριο, που βασί­στη­κε στο ομώ­νυ­μο μυθι­στό­ρη­μα της Δάφ­νης Ντι Μοριέ. Μια γκου­βερ­νά­ντα παντρεύ­ε­ται έναν Άγγλο αρι­στο­κρά­τη, για ν’ ανα­κα­λύ­ψει πως ο ίδιος και η οικο­νό­μος του παρά­ξε­νου πύρ­γου του, είναι ακό­μα επη­ρε­α­σμέ­νοι από την πρώ­τη γυναί­κα του, τη Ρεβέκ­κα, που πέθα­νε κάτω από μυστη­ριώ­δεις συν­θή­κες. Αξέ­χα­στοι στους πρω­τα­γω­νι­στι­κούς ρόλους οι Λόρενς Ολι­βιέ, Τζό­αν Φοντέν, Τζού­ντιθ Άντερ­σον και Τζορτζ Σάντερς.

Ζαν Ντιλ­μάν

(«Jeanne Dielman, 23 quai du Commerce, 1080 Bruxelles») Το σημα­ντι­κό φεμι­νι­στι­κό δρά­μα της Σαντάλ Ακερ­μάν του 1975 ήρθε προ­σφά­τως και πάλι στην επι­και­ρό­τη­τα, έπει­τα από την ανά­δει­ξή του ως η καλύ­τε­ρη ται­νία όλων των επο­χών (!) από το έγκρι­το βρε­τα­νι­κό περιο­δι­κό Sight & Sound. Ακραί­ος μινι­μα­λι­σμός, ρεα­λι­σμός και έντο­να συναι­σθή­μα­τα κυριαρ­χούν σε αυτή την 3,5 ωρών ται­νία, που περι­γρά­φει την καθη­με­ρι­νό­τη­τα μιας γυναί­κας και μητέ­ρας ενός εφή­βου, σε ένα ταπει­νό δια­μέ­ρι­σμα των Βρυ­ξελ­λών, που θα φτά­σει μέχρι τον φόνο. Ενδια­φέ­ρου­σα κατα­γρα­φή της γυναι­κεί­ας ψυχο­λο­γί­ας, αλλά το φινά­λε, για το οποίο πρέ­πει να περι­μέ­νου­με τρεις ώρες, είναι συντα­ρα­κτι­κό για την από­γνω­ση της γυναί­κας σε έναν εχθρι­κό κόσμο. Αν η ται­νία είχε διάρ­κεια μίας ώρας ίσως μιλά­γα­με για μία από τις σημα­ντι­κό­τε­ρες φεμι­νι­στι­κές ται­νί­ες όλων των επο­χών. Όλα τα άλλα μοιά­ζουν με ακραία αντί­δρα­ση στη γενι­κευ­μέ­νη αδια­φο­ρία, στα δήθεν «γυναι­κεία φιλμ» και της μόδας του metoo, μια υπερ­βο­λή άνευ ορί­ων. Αξιέ­παι­νη η ερμη­νεία της Ντελ­φίν Σεϊρίγκ.

Σπα­σμέ­νος Καθρέφτης

(«The Mirror Crack’d») Ται­νία μυστη­ρί­ου του 1980, σε σκη­νο­θε­σία του Γκάι Χάμιλ­τον. Το μυθι­στό­ρη­μα της Αγκά­θα Κρί­στι μετα­φέ­ρε­ται στη μεγά­λη οθό­νη διεκ­πε­ραιω­τι­κά, με μονα­δι­κό ενδια­φέ­ρον τον συνω­στι­σμό πολ­λών σταρ, που βρί­σκο­νται στην παρακ­μή της πορεί­ας τους και οι περισ­σό­τε­ροι απ’ αυτούς φαί­νε­ται να κάνουν αγγα­ρεία. Ξεχω­ρί­ζει η Άντζε­λα Λάσμπε­ρι ως μις Μαρ­πλ, αλλά και η Ελί­ζα­μπεθ Τέι­λορ, που σαρ­κά­ζει με κέφι το σπα­σμέ­νο — πλέ­ον — είδω­λό της. Μαζί τους εμφα­νί­ζο­νται και οι Ροκ Χάτσον, Κιμ Νόβακ, Τόνι Κέρ­τις, Τζε­ραλ­ντίν Τσά­πλιν, Έντουαρντ Φοξ κα.

Τοπίο στην Ομίχλη

Η όγδοη ται­νία του Θόδω­ρου Αγγε­λό­που­λου, που κέρ­δι­σε τον Αργυ­ρό Λέο­ντα στο Φεστι­βάλ Βενε­τί­ας του 1988. Δυο παι­διά δια­σχί­ζουν την Ελλά­δα για να φτά­σουν στη Γερ­μα­νία, όπου πιστεύ­ουν ότι βρί­σκε­ται ο πατέ­ρας τους. Λυρι­κή ται­νία περι­πλά­νη­σης στην γκρί­ζα, ομι­χλώ­δη Ελλά­δα, με ιδιαί­τε­ρη ευαί­σθη­τη ματιά από τον σκη­νο­θέ­τη. Παί­ζουν οι Μιχά­λης Ζέκε, Τάνια Παλαιο­λό­γου, Στρά­τος Τζώρ­τζο­γλου, Βασί­λης Κολο­βός, Νάντια Μου­ρού­ζη, Δημή­τρης Καμπε­ρί­δης κα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο