Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Ιταλικός καμβάς με μία ελληνογερμανική πινελιά οι ταινίες που ξεχωρίζουν

Τρεις ιτα­λι­κές ται­νί­ες, οι δυο αρκε­τά ενδια­φέ­ρου­σες, περι­λαμ­βά­νο­νται στο πρό­γραμ­μα της εβδο­μά­δος, που ξεκι­νά από­ψε. Από τις επτά πρε­μιέ­ρες ξεχω­ρί­ζουν «Η Χίμαι­ρα» της Αλί­τσε Ρορ­βά­χερ και «Το Αγό­ρι του Θεού» του βετε­ρά­νου Μάρ­κο Μπε­λό­κιο, ενώ το δικό τους κοι­νό, για ευνό­η­τους λόγους, ανα­μέ­νε­ται να προ­σελ­κύ­σουν τα φιλμ «Αγώ­νας για τη Δόξα: Audi vs Lancia» και «Γκο­τζί­λα x Κονγκ: Η Νέα Αυτο­κρα­το­ρία».

Η Χίμαι­ρα (La Chimera). Δρα­μα­τι­κή κομε­ντί επο­χής, ιτα­λι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Αλί­τσε Ρορ­βά­χερ, με τους Τζος Ο’Κό­νορ, Κάρολ Ντουάρ­τε, Βιν­τσέν­τσο Νεμο­λά­το, Ιζα­μπέ­λα Ροσε­λί­νι κ.ά.

Επα­να­λαμ­βά­νο­ντας την αγα­πη­μέ­νη της θεμα­τι­κή για τη μελαγ­χο­λι­κή απει­κό­νι­ση των αδιε­ξό­δων των Ιτα­λών της επαρ­χί­ας και ακο­λου­θώ­ντας πιστά το ύφος που την ανέ­δει­ξε στα φιλμ «Τα Θαύ­μα­τα» και «Ευτυ­χι­σμέ­νος Λάζα­ρος», η Αλί­τσε Ρορ­βά­χερ αν μη τι άλλο πετυ­χαί­νει στον από­λυ­το βαθ­μό να φτιά­ξει μία ατμο­σφαι­ρι­κή ται­νία, όπου ο ρεα­λι­σμός ανα­δί­δει τη μαγεία του ιτα­λι­κού Νότου.

Και αυτό το κατα­φέρ­νει με μικρές ανα­τρο­πές στη διάρ­κεια της εξι­στό­ρη­σης ‑παρεμ­βο­λές από καρ­να­βα­λι­κά δρώ­με­να, γλέ­ντια και μου­σι­κή- αλλά και μια ενδια­φέ­ρου­σα ιστο­ρία με προ­σεγ­μέ­νους χαρακτήρες.

Τη δεκα­ε­τία του ’80 στον ιτα­λι­κό Νότο, όπου μαστι­ζό­ταν από την αρχαιο­κα­πη­λία, ένας αλα­φρο­ΐ­σκιω­τος και ταλαί­πω­ρος νεα­ρός Άγγλος, μαζί με μια παρέα από αγα­πη­σιά­ρι­κα ρεμά­λια της περιο­χής, ανα­ζη­τούν και ξεθά­βουν αρχαιό­τη­τες, θέλο­ντας να εμπο­ρευ­θούν το ένδο­ξο παρελ­θόν της χώρας τους, για να πλου­τί­σουν γρή­γο­ρα και εύκο­λα. Ωστό­σο, το μέλη­μα του νεα­ρού βασα­νι­σμέ­νου Άγγλου είναι η ανα­ζή­τη­ση της ομορ­φιάς και του έρω­τα στο πρό­σω­πο μιας κοπέ­λας, στο μεταίχ­μιο ζωής και θανά­του, μιας ονει­ρι­κής ανά­μνη­σης, στη σκιά μιας Χίμαιρας.

Την ται­νία τη στοι­χειώ­νει το παρελ­θόν, από τη μητρι­κή φιγού­ρα τής αγνώ­ρι­στης αλλά επι­βλη­τι­κής- Ιζα­μπέ­λα Ροσε­λί­νι, που περι­μέ­νει μάταια την εξα­φα­νι­σμέ­νη κόρη της στο ξεπε­σμέ­νο αρχο­ντι­κό της, μέχρι και τους σκε­λε­τούς ‑και αλλη­γο­ρι­κά- που περι­μέ­νουν τους νεό­κο­πους τυμ­βω­ρύ­χους να απο­κα­λυ­φθούν. Δεν είναι τυχαίο βεβαί­ως ότι η ται­νία είναι γυρι­σμέ­νη σε φιλμ 35 χιλιο­στών και σε 16άρη για τις ονει­ρι­κές σκη­νές, ανα­δει­κνύ­ο­ντας μια διά­θε­ση ρετρό.

Η Ρορ­βά­χερ, σχο­λιά­ζει δια­κρι­τι­κά τις σχέ­σεις, το χρή­μα, το κυνή­γι των απραγ­μα­το­ποί­η­των ονεί­ρων, την ομορ­φιά, τον έρω­τα και τον θάνα­το, με πολι­τι­σμι­κά στοι­χεία του παρελ­θό­ντος, τη ζωντα­νή γλώσ­σα και την καθο­ρι­στι­κή συμ­βο­λή της παρα­δο­σια­κής μου­σι­κής. Και στέ­κε­ται ευλα­βι­κά, θα ‘λεγε κανείς, στην ανέ­με­λη ζωή, την αφέ­λεια, την εκμε­τάλ­λευ­ση των αρχαιο­λο­γι­κών θησαυ­ρών, αλλά και τη συνεί­δη­ση για την προ­στα­σία τους.

Πει­στι­κές οι ερμη­νεί­ες, αν και κερ­δί­ζουν τις εντυ­πώ­σεις οι αυθε­ντι­κές φυσιο­γνω­μί­ες της σικε­λι­κής υπαί­θρου, σημα­το­δο­τώ­ντας την αισθη­τι­κή της ται­νί­ας, που συμ­με­τεί­χε στο δια­γω­νι­στι­κό τμή­μα του Φεστι­βάλ των Καννών.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Σε μια μικρή πόλη της Ιτα­λί­ας που βρί­θει ερει­πί­ων, για τους «tombaroli» ‑τους αρχαιο­κά­πη­λους- η Χίμαι­ρα σημαί­νει λύτρω­ση από τη δου­λειά και όνει­ρα για εύκο­λο πλού­το. Για τον Άρθουρ η Χίμαι­ρα μοιά­ζει με τη γυναί­κα που έχα­σε, την Μπε­νια­μί­να. Για να τη βρει, προ­κα­λεί το αόρα­το, ψάχνει παντού, πηγαί­νει μέσα στη γη ανα­ζη­τώ­ντας την πόρ­τα στη μετά θάνα­τον ζωή για την οποία μιλούν οι μύθοι.

Το Αγό­ρι του Θεού (Rapito). Ιστο­ρι­κό δρά­μα επο­χής, ιτα­λι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Μάρ­κο Μπε­λό­κιο, με τους Φάου­στο Ρού­σο Αλέ­ζι, Πάο­λο Πιε­ρο­μπόν, Ενέα Σάλα, Μπάρ­μπα­ρα Ρόν­κι, Φιλί­πο Τίμι, Λεο­νάρ­ντο Μαλ­τέ­ζε κ.ά.

Ο βετε­ρά­νος Μάρ­κο Μπε­λό­κιο, έχο­ντας πίσω του μία σημα­ντι­κή δια­δρο­μή στον πολι­τι­κό ιτα­λι­κό κινη­μα­το­γρά­φο, συνε­χί­ζει να ενα­ντιώ­νε­ται στην εξου­σία και κυρί­ως ‑για ακό­μη μια φορά- τη Ρωμαιο­κα­θο­λι­κή Εκκλησία.

Σε τού­το δω το βαρύ, μπα­ρόκ δρά­μα επο­χής, θα μας μετα­φέ­ρει στα μέσα του 19ου αιώ­να, εμπνευ­σμέ­νος από αλη­θι­νά γεγο­νό­τα, όπως αυτά έχουν κατα­γρα­φεί στο βιβλίο του Ντα­νιέ­λε Σκα­λί­ζε «Il Caso Mortara», για να ανα­δεί­ξει τους δια­χρο­νι­κούς μηχα­νι­σμούς της Ρωμαιο­κα­θο­λι­κής Εκκλη­σί­ας και την αθε­ρά­πευ­τη πίστη της στην εξου­σία και την επε­κτα­τι­κή της διάθεση.

Η ιστο­ρία σήμε­ρα μοιά­ζει απί­στευ­τη και αυτό άμε­σα φανε­ρώ­νει τους στό­χους του άθε­ου Μπε­λό­κιο, που μπο­ρεί να έχει «μαλα­κώ­σει» πολι­τι­κά, είναι όμως, πάντα, έτοι­μος να ξιφουλ­κή­σει για τα ανώ­τε­ρα και φυσι­κά ανώ­τα­τα κλι­μά­κια της Καθο­λι­κής Εκκλησίας.

Το σενά­ριο του Μπε­λό­κιο και της Σου­ζά­να Μακια­ρέ­λι, μας πάει στην Μπο­λό­νια του 1858 και σε μία μεσο­α­στι­κή εβραϊ­κή οικο­γέ­νεια, απ’ την οποία απά­γε­ται με τη βία το εξά­χρο­νο παι­δί τους Εντ­γκάρ­ντο από τον τοπι­κό ιερο­ε­ξε­τα­στή, με τη δικαιο­λο­γία ότι μία υπη­ρέ­τριά τους, που είδε τους γονείς του παι­διού να προ­σεύ­χε­ται από πάνω του ευλα­βι­κά με το εβραϊ­κό τελε­τουρ­γι­κό, θέλη­σε να το «σώσει», βαπτί­ζο­ντάς το κρυ­φά «παρα­δί­δο­ντάς» το στο ρωμαιο­κα­θο­λι­κό δόγ­μα. Το μικρό αγό­ρι μετα­φέ­ρε­ται στη Ρώμη, μακριά από τους αλλό­θρη­σκους γονείς, για να κατη­χη­θεί με τις ρωμαιο­κα­θο­λι­κές αρχές, σε ένα ειδι­κό παπι­κό οικο­τρο­φείο, ενώ οι απελ­πι­σμέ­νοι γονείς του προ­σπα­θούν μάταια να το φέρουν κοντά τους με κάθε τρό­πο. Το ζήτη­μα θα πάρει δια­στά­σεις, και ο παντο­δύ­να­μος και εξου­σιο­μα­νής πάπας Πίος ΙΧ, θα θελή­σει να εκμε­ταλ­λευ­θεί την ιστο­ρία, «αγκα­λιά­ζο­ντας» το παι­δί, που πλέ­ον έχει αρχί­σει να αμφι­βά­λει για τις ρίζες του και τους δικούς του και αρχί­ζει να υπο­κύ­πτει στην πλύ­ση εγκεφάλου.

Ο Μπε­λό­κιο, που δεν είναι στην ίδια φόρ­μα, όπως ήταν στο προ τετρα­ε­τί­ας γκαν­γκ­στε­ρι­κό του δρά­μα «Ο Προ­δό­της», δεν θα επι­κε­ντρω­θεί, τόσο στο οικο­γε­νεια­κό δρά­μα και στις συναι­σθη­μα­τι­κές μετα­πτώ­σεις από την ψυχο­λο­γι­κή κατα­πί­ε­ση που υπέ­στη το παι­δί, το οποίο θα δού­με δέκα χρό­νια μεγα­λύ­τε­ρο, χωρίς να γνω­ρί­ζου­με τι έχει συμ­βεί σε αυτά τα χρό­νια ακρι­βώς. Βεβαί­ως, ο Ιτα­λός σκη­νο­θέ­της έμμε­σα έχει δεί­ξει ‑σχε­δόν ξεπε­τά­ει- την προ­σπά­θεια εκμε­τάλ­λευ­σης της ιστο­ρί­ας από την ηγε­σία της τοπι­κής κοι­νό­τη­τας των Εβραί­ων, σε μια προ­σπά­θεια να περι­σώ­σει τα όποια δικαιώ­μα­τά της στην Ιτα­λία, χωρίς να ενδια­φέ­ρε­ται ουσια­στι­κά για τη σωτη­ρία του παι­διού. Μια αδια­φο­ρία που παρα­τη­ρεί­ται και από τον κοι­νω­νι­κό περί­γυ­ρο, τη Δικαιο­σύ­νη ή ακό­μη και ανά­με­σα στους επα­να­στά­τες κατά της Παπι­κής εξουσίας.

Ο Ιτα­λός σκη­νο­θέ­της, σχε­δόν εμμο­νι­κά, θα στο­χεύ­σει στην Καθο­λι­κή Εκκλη­σία, στην εξου­σιο­μα­νία του σαδι­στή πάπα. Για τον Μπε­λό­κιο δεν υπάρ­χουν δια­βαθ­μί­σεις ευθυ­νών ή έστω ένας λόγος συμπά­θειας ή κατα­νό­η­σης για τον κατώ­τε­ρο κλή­ρο ή κάποιους καθο­λι­κούς που να μην ενστερ­νί­στη­καν τον θρη­σκευ­τι­κό φοντα­με­ντα­λι­σμό των παπικών.

Σε αυτό το ξέσπα­σμά του, κατά της Ρωμαιο­κα­θο­λι­κής Εκκλη­σί­ας, ο Μπε­λό­κιο δημιουρ­γεί μία υπο­βλη­τι­κή ατμό­σφαι­ρα, με μπα­ρόκ αισθη­τι­κή, φωτι­σμούς που ακο­λου­θούν την εικα­στι­κή τεχνο­τρο­πία της επο­χής ‑της σχο­λής της Μπο­λό­νια, με το έντο­νο κια­ρο­σκού­ρο, απο­δί­δο­ντας το ζοφε­ρό στοι­χείο της απο­στει­ρω­μέ­νης Καθο­λι­κής Εκκλη­σί­ας και τους λαβυ­ρίν­θους της εξου­σί­ας της.

Εκεί, όμως, που δεν τα πάει και τόσο καλά ο Μπε­λό­κιο, είναι στην αφή­γη­ση, καθώς ορι­σμέ­νες φορές δεί­χνει απο­σπα­σμα­τι­κός, σαν να χάνει τον ειρ­μό των σκέ­ψε­ών του, αλλού μακρη­γο­ρεί χωρίς ιδιαί­τε­ρο λόγο και αλλού είναι έντο­να ελλει­πτι­κός, ενώ δεν πεί­θει και τόσο όταν έρχε­ται η ώρα της ονει­ρι­κής σκη­νής, ενσάρ­κω­σης του Εσταυ­ρω­μέ­νου στα μάτια του μικρού Ενγκάρντο.

Ο Μπε­λό­κιο, επι­χει­ρεί να προ­σφέ­ρει ένα στι­βα­ρό ιστο­ρι­κό δρά­μα, για τη Ρωμαιο­κα­θο­λι­κή Εκκλη­σία και τη βίαιη συμπε­ρι­φο­ρά και τακτι­κή της, το πνί­ξι­μο κάθε δια­φο­ρε­τι­κής φωνής, τον ακραίο σεχτα­ρι­σμό της, τους επε­κτα­τι­κούς μηχα­νι­σμούς της και την απί­στευ­τη υπο­κρι­σία της. Το πρό­βλη­μα είναι ότι χωρίς να είναι στο πνεύ­μα ενός Μπου­νιου­έλ, ο Μπε­λό­κιο δίνει μια εικό­να γελοιο­ποί­η­σης της Εκκλη­σί­ας, χωρίς ωστό­σο να είναι βέβαιο ότι το έχει σχε­διά­σει και αυτό ορι­σμέ­νες φορές είναι ένα πρό­βλη­μα που υπο­νο­μεύ­ει το φιλμ.

Οι ερμη­νεί­ες με τα πάνω και τα κάτω τους, με τον Πάο­λο Πιε­ρο­μπόν, στο ρόλο του Πάπα, να μην πεί­θει ιδιαί­τε­ρα, εν αντι­θέ­σει με τον μικρό Ενέα Σάλα, που σε σκλα­βώ­νει με τη μελαγ­χο­λι­κή και γεμά­τη ερω­τη­μα­τι­κά ματιά του, για έναν κόσμο που δεν μπο­ρεί να καταλάβει.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… 1858, στην εβραϊ­κή συνοι­κία της Μπο­λό­νια. Οι στρα­τιώ­τες του πάπα εισβάλ­λουν ξαφ­νι­κά στο σπί­τι της οικο­γέ­νειας Μορ­τά­ρα με εντο­λή του καρ­δι­νά­λιου για να πάρουν τον Εντ­γκάρ­ντο, τον επτά­χρο­νο γιο των Μορ­τά­ρα. Ο λόγος; Μια μαρ­τυ­ρία ότι το παι­δί είχε βαφτι­στεί ως χρι­στια­νός κρυ­φά από μια υπη­ρέ­τρια όταν ήταν μωρό, συν­θή­κη για την οποία ο παπι­κός νόμος είναι κάθε­τος: το παι­δί πρέ­πει να απο­μα­κρυν­θεί από την αλλό­θρη­σκη οικο­γέ­νειά του και να μεγα­λώ­σει με καθο­λι­κή εκπαίδευση.

Αγώ­νας για τη Δόξα. Audi vs Lancia (Race for Glory: Audi vs. Lancia). Δρα­μα­τι­κή περι­πέ­τεια, ιτα­λι­κής και διε­θνούς συμπα­ρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Στέ­φα­νο Μορ­ντί­νι, με τους Ρικάρ­ντο Σκα­μάρ­τσο, Ντά­νιελ Μπρουλ, Χέι­λι Μπέ­νετ, Φόλ­κερ Μπρουχ κ.ά.

Όχι, η ται­νία του, άγνω­στου στην Ελλά­δα, Στέ­φα­νο Μορ­ντί­νι δεν αφο­ρά τη θρυ­λι­κή Lancia Delta Intergrale, αλλά το πρω­τό­τυ­πο μοντέ­λο 037, το τελευ­ταίο πισω­κί­νη­το αγω­νι­στι­κό αυτο­κί­νη­το που κέρ­δι­σε το πρω­τά­θλη­μα ράλι. Και μαζί, θα λέγε κανείς, μία έμμε­ση απά­ντη­ση των Ιτα­λών στο «Κόντρα σε Όλα», με Κρί­στιαν Μπέιλ, Ματ Ντέι­μον, για τη δια­μά­χη Ford-Ferrari, που είδα­με πριν περί­που πέντε χρόνια.

Την ται­νία, που θα μπο­ρού­σε να χαρα­κτη­ρι­στεί και μια «οικο­νο­μι­κή» έκδο­ση μπρο­στά στα θηρία του Χόλι­γουντ (πέρ­σι είχα­με και το φιλμ «Ferrari», διά χει­ρός Μάικλ Μαν), θα την ευχα­ρι­στη­θούν σίγου­ρα οι θια­σώ­τες των ράλι, των σπορ αυτο­κι­νή­των και ιδί­ως οι λάτρεις της ιτα­λι­κής φίρ­μας, με τις σκη­νές από τους αγώ­νες, τις μελω­δί­ες των κινη­τή­ρων, τα τρε­λά γκάζια.

Όμως, για τους υπό­λοι­πους το φιλμ έχει περιο­ρι­σμέ­νο ενδια­φέ­ρον, καθώς, πέρα από κάποια περι­παι­χτι­κά «τσι­μπή­μα­τα» για τους Γερ­μα­νούς της Audi και θυγα­τρι­κής του τερά­στιου ομί­λου της Volkswagen, φέρ­νει στο μυα­λό περισ­σό­τε­ρο σαν προ­σεγ­μέ­νη τηλεταινία.

Η ιστο­ρία αφο­ρά το πρω­τά­θλη­μα ράλι του 1983, όταν η Lancia (του ομί­λου της FIAT) θέλει να αμφι­σβη­τή­σει την κυριαρ­χία της Audi, η οποία έχει ήδη εφαρ­μό­σει την τετρα­κί­νη­ση με το Quattro, δίνο­ντας φτε­ρά στα αυτο­κί­νη­τά της και κυρί­ως στους χωμά­τι­νους δρό­μους, όπου διε­ξά­γε­ται το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος των αγώ­νων. Ο διευ­θυ­ντής αγώ­νων της Lancia Τσέ­ζα­ρε Φιό­ριο, χωρίς να έχει τη χρη­μα­το­δό­τη­ση των Γερ­μα­νών και τον χρό­νο να εξε­λί­ξει την τετρα­κί­νη­ση στα αυτο­κί­νη­τά του, θα κάνει το παν για να κερ­δί­σει το πρω­τά­θλη­μα, εκμε­ταλ­λευό­με­νος τους πανί­σχυ­ρους κινη­τή­ρες του, το ελα­φρό αμά­ξω­μα, τα ιτα­λι­κά «κρα­τή­μα­τα», να «δου­λέ­ψει» ουκ ολί­γες φορές τους αντι­πά­λους του και να εμπι­στευ­τεί τους υπέ­ρο­χους οδη­γούς του.

Το φιλμ κατα­γρά­φει χαλα­ρά την πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία και επι­κε­ντρώ­νε­ται σχε­δόν εξο­λο­κλή­ρου στην προ­σω­πι­κό­τη­τα του Φιό­ριο. Η απέ­να­ντι πλευ­ρά, αυτή της ομά­δας της Audi και του αντί­στοι­χου αντί­πα­λού του Βάλ­τερ Ρερλ, ακό­μη μίας σπου­δαί­ας φυσιο­γνω­μί­ας των αγώ­νων ράλι, θα έχει τοΝ ρόλο κομπάρ­σου, καθώς ο σκη­νο­θέ­της αγνο­εί πλή­ρως τις δικές τους αγω­νί­ες, τους μηχα­νι­σμούς λει­τουρ­γί­ας τους, τις πιθα­νές ίντρι­γκές τους.

Έτσι, πέρα από την αδρε­να­λί­νη και μία όχι και τόσο δια­φω­τι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση της προ­σω­πι­κό­τη­τας του Φιό­ριο, είναι λίγες οι συγκι­νή­σεις που προ­σφέ­ρει η ται­νία του Μορ­ντί­νι, εν αντι­θέ­σει με αυτές που δίνει απλό­χε­ρα ένα πρω­τά­θλη­μα ράλι.

Απλώς ικα­νο­ποι­η­τι­κός ο συμπα­θέ­στα­τος Σκα­μάρ­τσο, που φαί­νε­ται να μην είχε τον χρό­νο να δου­λέ­ψει τον χαρα­κτή­ρα του Φιό­ριο, ενώ οι υπό­λοι­πες ερμη­νεί­ες ήταν σχε­δόν αδιάφορες.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Το παγκό­σμιο πρω­τά­θλη­μα ράλι του 1983 δεν θα είναι το ίδιο με όλα τα άλλα. Κι αυτό επει­δή η Lancia θέλει να αμφι­σβη­τή­σει την κυριαρ­χία της Audi, ακό­μα και με κίνη­ση μόνο σε δύο τρο­χούς, σε έναν απί­θα­νο αγώ­να ταχύ­τη­τας και αντο­χής νεύ­ρων που θυμί­ζει Δαυίδ και Γολιάθ.

Κού­κλες της Δρέσ­δης (Dolls of Dresden). Δρα­μα­τι­κή ται­νία, ελλη­νο­γερ­μα­νι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Αλέ­ξη Τσά­φα, με τους Χρι­στί­να Σωτη­ρί­ου, Αλε­ξία Μπε­ζί­κη, Γιώρ­γο Γλά­στρα, Σωτή­ρη Ψαλ­τί­δη, Ακύλ­λα Καρα­ζή­ση κ.ά.

Έπει­τα από οχτώ χρό­νια απου­σί­ας, ο Αλέ­ξης Τσά­φας επα­νέρ­χε­ται στο κινη­μα­το­γρα­φι­κό προ­σκή­νιο, με μία ται­νία για τα γυναι­κεία δικαιώ­μα­τα, επι­λέ­γο­ντας μια ακτι­βι­στι­κή κινη­μα­το­γρα­φι­κή προ­σέγ­γι­ση. Ο σκη­νο­θέ­της του ενδια­φέ­ρο­ντος «Μιντέ­λο — Πίσω από τον Ορί­ζο­ντα», θέτει δια­χρο­νι­κά ζητή­μα­τα όπως είναι αυτά της αγω­νιώ­δους μάχης για την απε­λευ­θέ­ρω­ση του γυναι­κεί­ου σώμα­τος και της αυτο­διά­θε­σης, αλλά και το επί­και­ρο θέμα της υιο­θε­σί­ας από τα ομό­φυ­λα ζευγάρια.

Δυο γυναί­κες, η Άννα, μια αντι­συμ­βα­τι­κή δημο­σιο­γρά­φο που ζει στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και η Λοφί­λια, μια πρω­το­πο­ρια­κή καλ­λι­τέ­χνι­δα από τη Δρέσ­δη, που προ­κα­λεί θόρυ­βο με κάθε παρου­σί­α­ση των έργων της, έρχο­νται κοντά μετά από μία τυχαία συνά­ντη­ση. Η παθια­σμέ­νη ερω­τι­κή σχέ­ση τους θα τις βρει σε μια καθο­ρι­στι­κή στιγ­μή της ζωής τους. Προ­σπα­θώ­ντας να βρουν την πραγ­μα­τι­κή ευτυ­χία, θα ανα­λο­γι­στούν την ιστο­ρία τους, μέρος μιας μεγα­λύ­τε­ρης εικό­νας, που αφο­ρά πολ­λές γυναίκες.

Ο Τσά­φας θα κατα­φέ­ρει να κάνει και μια ται­νία για τη μνή­μη, με την ιστο­ρία του να δια­περ­νά την τέχνη και τη ζωή, συν­θέ­το­ντας το προ­σω­πι­κό με το συλ­λο­γι­κό, μπαί­νο­ντας σε δρό­μους που μας θυμί­ζουν τη μακρά πορεία της κατα­πί­ε­σης των γυναι­κών και ακό­μη περισ­σό­τε­ρο των διώ­ξε­ων των ομό­φυ­λων ζευ­γα­ριών, από την επο­χή του ναζι­σμού, για να φτά­σει στο σήμε­ρα και στον ψυχι­σμό των ηρω­ί­δων του.

Παρά της καλές προ­θέ­σεις του, ο σκη­νο­θέ­της θα πέσει στην παγί­δα της πομπώ­δους γρα­φής, ενώ το φιλμ αρχί­ζει να αγκο­μα­χά και αφη­γη­μα­τι­κά, ειδι­κά όταν εμφα­νί­ζε­ται η ακα­τά­σχε­τη φλυα­ρία γύρω από την τέχνη. Αν σε αυτά προ­σθέ­σου­με και την έλλει­ψη της δρα­μα­τι­κής κορύ­φω­σης, που θα μετέ­δι­δε τη στοι­χειώ­δη συγκί­νη­ση, αλλά και της του­λά­χι­στον χλω­μές ερμη­νεί­ες, εύκο­λα κατα­λα­βαί­νου­με ότι ακό­μη μία προ­σπά­θεια, που ξεκι­νά με της καλύ­τε­ρες των προ­θέ­σε­ων, υπο­νο­μεύ­ε­ται από της γνω­στές παθο­γέ­νειες του ελλη­νι­κού σινεμά.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Άννα είναι μια νέα αντι­συμ­βα­τι­κή δημο­σιο­γρά­φος που ζει στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Η γεν­νη­μέ­νη στη Δρέσ­δη Λοφί­λια είναι μια ζωγρά­φος που με τον αιρε­τι­κό τρό­πο ζωής της και την τέχνη της εντυ­πω­σιά­ζει και προ­κα­λεί. Η τυχαία συνά­ντη­ση των δύο γυναι­κών θα εξε­λι­χθεί σύντο­μα σε μια βαθιά ερω­τι­κή σχέ­ση με την προ­ο­πτι­κή δημιουρ­γί­ας οικογένειας.

Προ­βάλ­λο­νται ακό­μη οι ταινίες:

Γκο­τζί­λα x Κονγκ: Η Νέα Αυτο­κρα­το­ρία (Godzilla x Kong: The New Empire). Υπερ­θέ­α­μα για το υπερ­θέ­α­μα, σε μία τερα­τώ­δη συνά­ντη­ση κορυ­φής, όπου ο παντο­δύ­να­μος Κινγκ Κονγκ ενώ­νει τις δυνά­μεις του με τον τρο­μα­χτι­κό Γκον­τζί­λα, ενά­ντια σε μία ανε­ξε­ρεύ­νη­τη κολοσ­σιαία απει­λή, που βάζει σε κίν­δυ­νο την ύπαρ­ξή τους, αλλά και όλο τον κόσμο. Περι­πέ­τεια φαντα­σί­ας, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής 2024, σε σκη­νο­θε­σία του Άνταμ Γουίν­γκαρντ, που είχε γυρί­σει και το προη­γού­με­νο φιλμ, «Γκο­τζί­λα VS Κονγκ», το οποίο προ­βλή­θη­κε μόνο μέσω γνω­στής πλατφόρμας.

Πρό­κει­ται για την 38η κινη­μα­το­γρα­φι­κή εμφά­νι­ση για τον Γκο­τζί­λα και 13η για τον Κινγκ Κονγκ, και κυρί­ως πέμ­πτο κεφά­λαιο του Monster Verse. Μια ται­νία, που έχει βεβαί­ως την πλά­κα της μέσα από τις υπερ­βο­λές της, αλλά τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο. Παί­ζουν οι Μπράιαν Ταϊ­ρί Χέν­ρι, Ρεμπέ­κα Χολ, Νταν Στί­βενς κ.ά.

Baghead: Η Μάγισ­σα των Νεκρών (Baghead). Ιδιαι­τέ­ρως σκο­τει­νή ται­νία τρό­μου, γερ­μα­νι­κής και βρε­τα­νι­κής παρα­γω­γής 2023, στο σκη­νο­θε­τι­κό ντε­μπού­το του Αλμπέρ­το Κορε­δόρ. Γυρι­σμέ­νη στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της στα φημι­σμέ­να και υπερ­σύγ­χρο­να στού­ντιο Babelsber, το φιλμ δια­θέ­τει ορι­σμέ­νες υπο­βλη­τι­κές σκη­νές, μια καλή αρχι­κή ιδέα, αλλά και όλα τα γνώ­ρι­μα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του είδους, που ενδε­χο­μέ­νως θα ικα­νο­ποι­ή­σουν το κοι­νό των multiplex.

Μετά το θάνα­το του πατέ­ρα της, η Ίρις μαθαί­νει ότι έχει κλη­ρο­νο­μή­σει μια ερει­πω­μέ­νη παμπά­λαιη παμπ. Ταξι­δεύ­ει στο Βερο­λί­νο, θα απο­δε­χθεί την κλη­ρο­νο­μιά της και θα δεθεί άρρη­κτα με μια ανεί­πω­τη οντό­τη­τα, που κατοι­κεί στο υπό­γειο της παμπ, την Baghead — ένα πλά­σμα που αλλά­ζει σχή­μα και μπο­ρεί να μετα­μορ­φω­θεί σε νεκρό. Με τους Φρέ­για Άλαν, Τζέ­ρε­μι Ίρβιν, Ρού­μπι Πάρ­κερ κ.ά.

Aδέ­σπο­τα Κορ­μιά. Το πολυ­συ­ζη­τη­μέ­νο ντο­κι­μα­ντέρ της Ελί­νας Ψύκου, που εξε­ρευ­νά τη σωμα­τι­κή αυτο­νο­μία, σε μια Ευρώ­πη που επι­τρέ­πε­ται να ταξι­δέ­ψεις, να εργα­στείς και να κατα­να­λώ­σεις ελεύ­θε­ρα, αλλά όχι να ζήσεις ή να πεθά­νεις όπως επι­θυ­μείς, δοκι­μά­ζει την τύχη του και στο ευρύ­τε­ρο κοι­νό. Η Ρόμπιν είναι έγκυος, αλλά δε θέλει να γίνει μητέ­ρα. Η Κατε­ρί­να θέλει αλλά δεν μπο­ρεί. Η Κική θέλει απλώς να πεθά­νει με αξιο­πρέ­πεια. Όμως η άμβλω­ση, η εξω­σω­μα­τι­κή γονι­μο­ποί­η­ση και η ευθα­να­σία αντί­στοι­χα δεν είναι νόμι­μες στις χώρες τους. Τρεις δια­φο­ρε­τι­κές ιστο­ρί­ες γυναι­κών, ιδω­μέ­νες με χιού­μορ, αλλά και σκλη­ρό ρεα­λι­σμό, που σπά­νε στε­ρε­ό­τυ­πα και θα προ­κα­λέ­σουν γόνι­μες συζη­τή­σεις, όπως ευελ­πι­στεί και η σκηνοθέτιδα.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο