Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Μία εκπληκτική πιτσιρίκα και ο Αυτοκράτορας

40+ χρό­νια “Dune”: Παύ­λος Ατρεί­δης & Co μεγα­λουρ­γούν στον πλα­νή­τη Αρράκη

Το πολύ καλό, αλλά όχι εντυ­πω­σια­κό, άνοιγ­μα του «Dune 2» έφε­ρε κάποια χαμό­γε­λα στους αιθου­σάρ­χες, παρό­τι οι υπό­λοι­πες ται­νί­ες της προη­γού­με­νης εβδο­μά­δας είχαν σχε­δόν απο­γοη­τευ­τι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα. Από τις επτά και­νούρ­γιες ται­νί­ες, που κάνουν πρε­μιέ­ρα από­ψε, ξεχω­ρί­ζει το δρα­μα­τι­κό «Μάμα Γκλό­ρια», ενώ στα αξιο­ση­μεί­ω­τα η επα­νέκ­δο­ση της επι­κής βιο­γρα­φί­ας του Μπερ­νάρ­ντο Μπερ­το­λού­τσι «Ο Τελευ­ταί­ος Αυτοκράτορας».

Μάμα Γκλό­ρια (“Ama Gloria”) Δρα­μα­τι­κή ται­νία, γαλ­λι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Μαρί Αμα­τσου­κε­λί, με τους Λουίζ Μορό-Παν­ζα­νί, Ιλσα Μορέ­νο Ζέγκο, Αρνό Ρεμπο­τί­νι κα. Μια ευχά­ρι­στη έκπλη­ξη, που έρχε­ται να μας πλημ­μυ­ρί­σει από αυθε­ντι­κή ανθρω­πιά και συγκί­νη­ση, να θερα­πεύ­σει από την αρρώ­στια του κυνι­σμού και της ιδιο­τέ­λειας, μέσα από την ακα­τέρ­γα­στη παι­δι­κή ματιά.

Η Μαρι Αμα­τσου­κε­λί, Γαλ­λί­δα γεωρ­για­νής κατα­γω­γής, με την ται­νία της, που άνοι­ξε την εβδο­μά­δα κρι­τι­κής στο περ­σι­νό φεστι­βάλ των Καν­νών και κέρ­δι­σε τον Χρυ­σό Αλέ­ξαν­δρο για το τμή­μα Meet the Neighbors του φεστι­βάλ Θεσ­σα­λο­νί­κης, απο­δει­κνύ­ει ότι είναι αρκε­τό να δημιουρ­γή­σει μία πανέ­μορ­φη κινη­μα­το­γρα­φι­κή εμπει­ρία, όταν μιλά­ει η καρ­διά, απλά, κατα­νοη­τά και χωρίς θεω­ρί­ες ή περί­ερ­γους συμ­βο­λι­σμούς, διδα­κτι­σμούς ή συμ­βά­σεις πολι­τι­κής ορθότητας.

Έχο­ντας ως σύμ­βο­λο αυτής της ανθρω­πιάς, μια εκπλη­κτι­κή πιτσι­ρί­κα, η Αμα­τσου­κε­λί θα μιλή­σει για την απώ­λεια, την από­το­μη ενη­λι­κί­ω­ση, τα βάσα­να των ανθρώ­πων και ειδι­κά των γυναι­κών, που έρχο­νται στα ξένα για να μας υπη­ρε­τή­σουν, να μεγα­λώ­σουν τα παι­διά μας, να δώσουν αυθόρ­μη­τα την αγά­πη τους, όπως είχαν μάθει από τις μανά­δες τους. Και με μία περί­τε­χνη δια­κρι­τι­κό­τη­τα θα περά­σει και τα απο­τε­λέ­σμα­τα της αποι­κιο­κρα­τί­ας, αλλά και την ανοι­χτή πλη­γή της μετα­να­στευ­τι­κής κρί­σης — ειδι­κά όταν ο ανθρω­πι­σμός εξα­ντλεί­ται σε αριθ­μούς, συμ­φέ­ρο­ντα και την ανά­γκη για φτη­νά εργα­τι­κά χέρια.

Η Γκλό­ρια, που έχει αφή­σει την κόρη της και το μικρό της γιο στη γενέ­τει­ρά της, το Πρά­σι­νο Ακρω­τή­ρι, έχει μετα­να­στεύ­σει στο Παρί­σι, για να μαζέ­ψει χρή­μα­τα, τα οποία στέλ­νει στα παι­διά της. Ως ντα­ντά της ορφα­νής από μάνα 6χρονης Κλεό, με τις πορ­φυ­ρές μπού­κλες, το χαρι­τω­μέ­νο προ­σω­πά­κι και τα χοντρά μυω­πι­κά γυα­λιά, έχει αντι­κα­τα­στή­σει τη μάνα της, καθώς ο εργα­σιο­μα­νής πατέ­ρας της, που την αγα­πά, δεν έχει χρό­νο να ασχο­λη­θεί με την καθη­με­ρι­νό­τη­τά της. Όταν, όμως, η Γκλό­ρια μαθαί­νει ότι η 20χρονη κόρη της έμει­νε έγκυος και πρέ­πει να επι­στρέ­ψει στην πατρί­δα της για να την βοη­θή­σει, η Κλεό, θα νιώ­σει για δεύ­τε­ρη φορά την απώ­λεια της μάνας και γι’ αυτό θα πάρει την από­φα­ση να ταξι­δέ­ψει στο Πρά­σι­νο Ακρω­τή­ρι για το καλοκαίρι.

Μέσα από την καθα­ρή ματιά της Κλεό, θα έρθου­με πρό­σω­πο με πρό­σω­πο, όπως και η ίδια, με τη φτώ­χεια, τις δυσκο­λί­ες της ζωής στην αφρι­κα­νι­κή χώρα, αλλά και την έξω καρ­διά των ντό­πιων, απ’ τους οποί­ους θα πάρει αγά­πη, αλλά και την αθώα ζήλια από τα παι­διά που έχα­σαν τη μητέ­ρα τους για μία Γαλ­λι­δού­λα. Η Αμα­τσου­κε­λί, με μία ξεχω­ρι­στή αφη­γη­μα­τι­κή ικα­νό­τη­τα, σκη­νο­θε­τι­κή απλό­τη­τα και στο­χα­στι­κή ματιά θα πιά­σει το νόη­μα, θα ανα­δεί­ξει τις λεπτές, γκρί­ζες ζώνες του παι­δι­κού τραύ­μα­τος. Χωρίς να σχο­λιά­ζει, η κάμε­ρα εισβά­λει στις εύθραυ­στες παι­δι­κές ψυχές, ανα­δει­κνύ­ο­ντας την ανά­γκη για στορ­γή, ευαι­σθη­σία και αγκα­λιά. Το βάρος της μητρι­κής απώ­λειας είναι παντού, αλλά τα συναι­σθή­μα­τα της ορφά­νιας μετα­δί­δο­νται ανά­λα­φρα, χωρίς βαρύ­γδου­πα ουμα­νι­στι­κά μηνύματα.

Εγκαρ­διό­τη­τα, απλό­τη­τα, ευαι­σθη­σία, ενσυ­ναί­σθη­ση, υπο­δειγ­μα­τι­κή αφή­γη­ση, αλλά και πολύ καλή δου­λειά στη διεύ­θυν­ση φωτο­γρα­φί­ας, που θερ­μαί­νει τα ιδιαι­τέ­ρως κοντι­νά πλά­να του μικρού κορι­τσιού, ανα­δει­κνύ­ο­ντας το συναί­σθη­μα, αλλά και όλα αυτά τα μικρά και μεγά­λα που θα δια­μορ­φώ­σουν τον χαρα­κτή­ρα του. Όμως, η μεγα­λύ­τε­ρη έκπλη­ξη μας έρχε­ται από την πιτσι­ρί­κα Λουίζ Μορό — Παν­ζα­νί, υπο­δυό­με­νη την Κλεό, που κατα­φέρ­νει με μία αξιο­θαύ­μα­στη ωρι­μό­τη­τα, να μετα­φέ­ρει την πολυ­σύν­θε­τη ψυχο­λο­γία ενός ορφα­νού κορι­τσιού και απο­δέ­χε­ται τη σκλη­ρή ενη­λι­κί­ω­σή της, με ακό­μη μία απώλεια.

Με λίγα λόγια… Η εξά­χρο­νη Κλεό αγα­πά την ντα­ντά της, την Γκλό­ρια, περισ­σό­τε­ρο από οτι­δή­πο­τε άλλο. Όταν η γυναί­κα γυρί­ζει πίσω στην πατρί­δα της, το Πρά­σι­νο Ακρω­τή­ρι, η Κλεό θα την επι­σκε­φτεί για να περά­σουν μαζί ένα τελευ­ταίο καλο­καί­ρι που θα τις αλλά­ξει και τις δυο.

Κάποια Μέρα θα Πού­με τα Πάντα ο Ένας στον Άλλον (“Someday We’ll Tell Each Other Everything”) Αισθη­μα­τι­κό δρά­μα, γερ­μα­νι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Έμι­λι Ατέφ, με τους Μαρ­λέν Μπά­ρο­ου, Φέλιξ Κρέ­μερ, Γκέρ­ντις Τρί­μπελ, Κρί­στιαν Έρντμαν, Κρι­στίν Σορν κα.

Ένας κατα­ρα­μέ­νος, σαρ­κι­κός έρω­τας στο μεταίχ­μιο της σύγ­χρο­νης γερ­μα­νι­κής ιστο­ρί­ας, όταν ετοι­μά­ζε­ται η ενο­ποί­η­ση των δυο χωρών, έπει­τα από την πτώ­ση του Τεί­χους του Βερο­λί­νου. Ένα ερω­τι­κό μελό­δρα­μα, μέσα από μια ιστο­ρία ενη­λι­κί­ω­σης, τοπο­θε­τη­μέ­νη στα σύνο­ρα των δυο χωρών, στη Θου­ριγ­γία, που έχει τη γοη­τεία του, αλλά και στιγ­μές που προ­κα­λούν την απο­στα­σιο­ποί­η­ση του θεα­τή ή και την αδια­φο­ρία, με τον πλα­τεια­σμό που παρου­σιά­ζει η ται­νία ορι­σμέ­νες φορές.

Τα 130 λεπτά της ται­νί­ας, μοιά­ζουν, ορι­σμέ­νες στιγ­μές, εξου­θε­νω­τι­κά, για μια ιστο­ρία, βασι­σμέ­νη στο μπεστ σέλερ της Ντα­νιέ­λα Κρέιν, που θα μπο­ρού­σε να ειπω­θεί πολύ πιο περιε­κτι­κά σε πολύ λιγό­τε­ρο χρό­νο, δίνο­ντας ταυ­τό­χρο­να μεγα­λύ­τε­ρη έμφα­ση στην ουσία, αλλά και το ιστο­ρι­κό, κοι­νω­νι­κό και πολι­τι­κό πλαί­σιο, όπου διαδραματίζεται.

Η Γερ­μα­νο­γαλ­λί­δα, με κατα­γω­γή από το Ιράν, Έμι­λι Ατέφ, τη γνω­ρί­σα­με με τη βιο­γρα­φι­κή ται­νία για τη Ρόμι Σνάι­ντερ, «Τρεις Μέρες στο Κίμπε­ρον» και νιώ­σα­με ότι μπο­ρεί να δώσει κάτι καλύ­τε­ρο στο μέλ­λον με το δρα­μα­τι­κό «Πιο Πολύ από Ποτέ», θα ήταν αρκε­τά πιο πει­στι­κή, με αυτό το ερω­τι­κό δρά­μα της, αν ακο­λου­θού­σε την αφη­γη­μα­τι­κή κινη­μα­το­γρα­φι­κή σχο­λή του Ιράν, από τις νέες τάσεις του γερ­μα­νι­κού σινε­μά, που πραγ­μα­τι­κά αρκε­τές φορές θολώ­νουν ακό­μη και τα πιο ευδιά­κρι­τα θέμα­τα που χειρίζονται.

Το σενά­ριο, που δού­λε­ψαν μαζί η σκη­νο­θέ­τρια με τη συγ­γρα­φέα, θέλει μια 19χρονη να ερω­τεύ­ε­ται έναν μονα­χι­κό, αγροί­κο, 40χρονο γεί­το­νά της, έναν κτη­νο­τρό­φο, που την ελκύ­ει ερω­τι­κά και παρά­φο­ρα, ενώ δια­μέ­νει στο σπί­τι της πολυ­με­λούς αγρο­τι­κής οικο­γέ­νειας του νεα­ρού αρρα­βω­νια­στι­κού της, καθώς η χωρι­σμέ­νη μητέ­ρα της δεν μπο­ρεί να τη ζήσει. Και αυτά σε ένα χωριό δίπλα στη Δυτι­κή Γερ­μα­νία, όταν φτά­νει η επο­χή να πέσουν τα σύνορα.

Απ’ τη μια, η ται­νία φτιά­χνει το πορ­τρέ­το μίας οικο­γέ­νειας, μέσω της οποί­ας περι­γρά­φει πλημ­με­λώς τις κοι­νω­νι­κές και πολι­τι­κές επι­πτώ­σεις της σύγ­χρο­νης γερ­μα­νι­κής ιστο­ρί­ας και απ’ την άλλη, στή­νει ένα παρά­φο­ρο «λαβ στό­ρι», δύο δια­φο­ρε­τι­κών ανθρώ­πων. Μίας κοπέ­λας στην ηλι­κία της ενη­λι­κί­ω­σης κι ενός 40χρονου ψημέ­νου και σχε­δόν άγριου κτη­νο­τρό­φου, που τους συν­δέ­ει η αγά­πη για τη λογο­τε­χνία και ιδιαί­τε­ρα ο Ντο­στο­γιέφ­σκι — όσο και αν αυτό φαντά­ζει παρά­ται­ρο και για τους δύο.

   Υπάρ­χει, όμως και η ερω­τι­κή πρά­ξη, πολ­λές φορές ζωώ­δης, που τους ενώ­νει και αυτό έχει το μεγα­λύ­τε­ρο ενδια­φέ­ρον στην ιστο­ρία, παρό­τι δεν είναι λίγες οι φορές που μένουν ανα­πά­ντη­τα ερω­τή­μα­τα για τη σχέ­ση τους. Υπάρ­χουν, όμως και οι τρα­βη­χτι­κές εικό­νες της γερ­μα­νι­κής υπαί­θρου και οι συμπλη­ρω­μα­τι­κοί χαρα­κτή­ρες που ανα­νε­ώ­νουν το ενδια­φέ­ρον, για μια ιστο­ρία που από νωρίς κατα­λα­βαί­νεις πού θέλει να κατα­λή­ξει. Αμφι­λε­γό­με­νος είναι ωστό­σο ο ψυχι­σμός όλων των προ­σώ­πων της ιστο­ρί­ας και κυρί­ως του «παρά­νο­μου» ζευ­γα­ριού, καθώς οι συμπε­ρι­φο­ρές τους απο­δί­δο­νται μονο­διά­στα­τα και μάλ­λον ως προ­ϊ­όν προ­κα­τά­λη­ψης ότι πρό­κει­ται για ανθρώ­πους επη­ρε­α­σμέ­νους από το ανα­το­λι­κο­γερ­μα­νι­κό καθεστώς.

   Η νεα­ρή και αρκού­ντως θελ­κτι­κή Μαρ­λέν Μπά­ρο­ου, μπο­ρεί να ανα­στα­τώ­νει στα μακρι­νά της πλά­να, όταν κάνει ποδή­λα­το στους αγρούς, αλλά δεν έχει την εκφρα­στι­κό­τη­τα, ούτε μάλ­λον την υπο­κρι­τι­κή ικα­νό­τη­τα, να μας πεί­σει για τον ρόλο της, εν αντι­θέ­σει με τον γοη­τευ­τι­κό και αρκε­τά μυστη­ριώ­δη Φέλιξ Κρέ­μερ, ο οποί­ος είναι εμφα­νώς ο δυνα­τός πόλος της σχέσης.

Με λίγα λόγια.….. Καλο­καί­ρι του 1990, στην ύπαι­θρο των συνό­ρων ανά­με­σα στην Ανα­το­λι­κή και τη Δυτι­κή Γερ­μα­νία, οι οποί­ες πια ετοι­μά­ζο­νται για την ένω­ση μετά την πτώ­ση του Τεί­χους του Βερο­λί­νου. Η 19χρονη Μαρία ζει μια καλή ζωή, με την οικο­γέ­νεια του φίλου της. Όλα όμως θα αλλά­ξουν όταν θα γνω­ρί­σει έναν αρκε­τά μεγα­λύ­τε­ρο άντρα, έναν μονα­χι­κό και με κακή φήμη αγρό­τη, που θα ανά­ψει τη φλό­γα του έρωτα.…

Τράν­ζιτ (“Tranzit”) Δρα­μα­τι­κή ται­νία, ελλη­νι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Κάρο­λου Ζωνα­ρά, με τους Παντε­λή Δεντά­κη, Μαρία Κου­μπά­νη, Γρη­γό­ρη Γαλά­τη, Δημή­τρη Που­λι­κά­κο, Τάκη Σακελ­λα­ρί­ου, Τζέο Πακί­τσας κα.

Ακό­μη ένα πολ­λά υπο­σχό­με­νο φιλμ από το ελλη­νι­κό σινε­μά, είναι αυτή η δρα­μα­τι­κή ται­νία φαντα­σί­ας του Κάρο­λου Ζωνα­ρά. Ένα ασπρό­μαυ­ρο και αρκού­ντως υπο­φω­τι­σμέ­νο φιλμ, παρα­πέ­μπο­ντας στις υπαρ­ξια­κές ται­νί­ες των δεκα­ε­τιών του ’50 — ’60 και δημιουρ­γώ­ντας ένα μετα­φυ­σι­κό τοπίο, όπου κυριαρ­χούν οι εμμο­νές των ηρώων.

Στην πέμ­πτη του ται­νία, ο Ζωνα­ράς κατα­φέρ­νει μέσα από το πολυ­δαί­δα­λο σενά­ριο και την ιδιο­συ­γκρα­σια­κή του σκη­νο­θε­τι­κή ματιά, να ξαφ­νιά­σει και να συγκι­νή­σει, αλλά και να αφή­σει πολ­λές απο­ρί­ες για την πορεία των ηρώ­ων του.

Έχο­ντας ένα θέμα, που του δίνει την ελευ­θε­ρία να κινη­θεί άνε­τα, καθώς οι θεω­ρί­ες για τη μετα­θα­νά­τια ζωή είναι πάμπολ­λες, ο Ζωνα­ράς θα κινη­θεί μετα­ξύ δοξα­σί­ας, τρα­γω­δί­ας και ειρω­νεί­ας, ενώ το τρα­χύ περι­βάλ­λον, επι­τεί­νει την οδύ­νη. Όμως, ορι­σμέ­νες φορές η υπερ­βο­λι­κή ελευ­θε­ρία μπο­ρεί να οδη­γή­σει και σε δρό­μους απά­τη­τους, κάνο­ντας, χωρίς λόγο, τα εύκο­λα δύσκολα.

   Σε έναν ακα­θό­ρι­στο χώρο και χρό­νο, άνθρω­ποι σχη­μα­τί­ζουν έναν κύκλο στο χώμα με τα πόδια τους. Όλοι τους είναι νεκροί και βρί­σκο­νται στο σημείο καμπής για την ορι­στι­κή απο­χώ­ρη­σή τους. Ένας άντρας αντι­στέ­κε­ται, προ­σπα­θεί να απο­δεί­ξει ένα θεώ­ρη­μα που ίσως του δώσει την ευκαι­ρία να επι­στρέ­ψει πίσω. Θέλει να μάθει τι συνέ­βη τη στιγ­μή του θανά­του του, καθώς δεν ήταν μόνος, ήταν δίπλα του ο γιος του. Αλλά στο ιδιό­τυ­πο τράν­ζιτ που βρί­σκε­ται δεν είναι και πάλι μόνος. Χωρίς να το ξέρει τον παρα­κο­λου­θεί ο πατέ­ρας του.

   Η ιστο­ρία δεί­χνει αρχι­κά απρό­σι­τη, αλλά σιγά σιγά ξεδι­πλώ­νε­ται λει­τουρ­γι­κά και κατα­νοη­τά για τον θεα­τή, που ίσως νιώ­σει και άβο­λα ορι­σμέ­νες φορές, πιστεύ­ο­ντας ταυ­τό­χρο­να ότι βρί­σκε­ται μακριά από τις υπαρ­ξια­κές αγω­νί­ες του σκη­νο­θέ­τη. Ο Ζωνα­ράς, έχο­ντας τη γνώ­ση, αλλά πολ­λές φορές όχι και τα εφό­δια, μια αξιό­λο­γη παρα­γω­γή από πίσω του, για μια ται­νία επι­στη­μο­νι­κής φαντα­σί­ας, θα ισορ­ρο­πή­σει με δυσκο­λία στο βαρυ­σή­μα­ντο και υπερ­βο­λι­κά δρα­μα­τι­κό του στό­ρι, που φτά­νει στα όρια μίας αρχαί­ας τρα­γω­δί­ας, ενώ δεν μπο­ρεί να απο­φύ­γει τις παγί­δες που κρύ­βουν ο συμ­βο­λι­σμός και η αλληγορία.

   Η προ­σπά­θεια του Ζωνα­ρά, είναι ιδιαι­τέ­ρως φιλό­δο­ξη. Για­τί κατα­λα­βαί­νει και ο ίδιος ότι το δημιούρ­γη­μά του, ρίχνε­ται στα βαθιά και πρέ­πει να επι­πλεύ­σει παρά τις γνω­στές παθο­γέ­νειες του ελλη­νι­κού σινε­μά, τον πει­ρα­μα­τι­σμό, την επα­νά­λη­ψη μοτί­βων, τον μικρο­με­γα­λι­σμό, τα ασθε­νι­κά σενά­ρια και την πενι­χρή παρα­γω­γή. Ο Ζωνα­ράς το πάλε­ψε, χάνο­ντας και κερ­δί­ζο­ντας μάχες και σίγου­ρα δια­τή­ρη­σε την τόλ­μη και την πίστη του, για μία, αν μη τι άλλο, ενδια­φέ­ρου­σα όσο και αντι­φα­τι­κή κινη­μα­το­γρα­φι­κή πρόταση.

   Με λίγα λόγια… Μετά το δυσε­πί­λυ­το αίνιγ­μα του θανά­του τους, Πατέ­ρας και Γιος ξανα­σμί­γουν στο Τράν­ζιτ, έναν άνυ­δρο και έρη­μο μη τόπο, ένα φαντα­σια­κό επέ­κει­να που ελέγ­χε­ται από αφη­ρη­μέ­νες μαθη­μα­τι­κές αρχές και όπου οι νεκροί καλού­νται να απο­φα­σί­σουν: να απο­δε­χτούν τη δια­δι­κα­σία απο­ϋ­λο­ποί­η­σής τους ή να παρα­μεί­νουν σε απροσ­διο­ρι­στία για πάντα. Εδώ, οι ανα­μνή­σεις του Πατέ­ρα μπερ­δεύ­ο­νται με αυτές του Γιου, ανα­ζω­πυ­ρώ­νο­ντας παλιές συγκρού­σεις. Προ­σπα­θώ­ντας να ρίξει φως σε όσα οδή­γη­σαν στον θάνα­τό του, ο Πατέ­ρας βασί­ζε­ται στις γνώ­σεις του στα μαθη­μα­τι­κά για να ακο­λου­θή­σει μια τρε­λή ιδέα: να επι­στρέ­ψει στη ζωή.

Σκύ­λος & Γάτα: Μια Τρε­λή Κατα­δί­ω­ξη (“Cat & Dog — The Great Crossing”) Οικο­γε­νεια­κή κωμι­κή περι­πέ­τεια, γαλ­λι­κής παρα­γω­γής του 2024, σε σκη­νο­θε­σία Ριμ Κερι­σί, με τους Φρανκ Ντι­μπόσκ, Ριμ Κερι­σί, Φιλίπ Λασό κα.

Οικο­γε­νεια­κή περι­πε­τειού­λα εκ Παρι­σί­ων, να χαζεύ­ει η οικο­γέ­νεια γύρω από το τρα­πέ­ζι και να στα­μα­τή­σουν τα παι­διά να μαλώ­νουν μετα­ξύ τους — όχι όμως για πολύ, αφού κάποια στιγ­μή το πανη­γύ­ρι θα σχολάσει.

Το φιλμ της ηθο­ποιού και εσχά­τως σκη­νο­θέ­τι­δας Ριμ Κερι­σί, που ται­ριά­ζει περισ­σό­τε­ρο για οικια­κή χρή­ση, συν­δυά­ζει το ψηφια­κό animation με τη ζωντα­νή δρά­ση. Τα ψηφια­κά τετρά­πο­δα θα ξενί­σουν μέχρι να τα συνη­θί­σουν οι θεα­τές, ειδι­κά των μεγα­λύ­τε­ρων ηλι­κιών. Άλλω­στε, είναι μια ται­νία που στο­χεύ­ει κυρί­ως στο παι­δι­κό κοι­νό, γι’ αυτό προ­βάλ­λε­ται και μετα­γλωτ­τι­σμέ­νο στα ελληνικά.

   Το στό­ρι φέρ­νει κοντά μια νεα­ρή γυναί­κα με έναν δια­βό­η­το κλέ­φτη και μαζί μια γάτα, που είναι διά­ση­μη στα «σόσιαλ» και έναν σκύ­λο, που έχει κατα­πιεί ένα πολύ­τι­μο ρου­μπί­νι, απ’ τη ληστεία του δεύ­τε­ρου. Και από κοντά ένας δαι­μό­νιος αστυ­νο­μι­κός που θα τους ακο­λου­θή­σει στο Μόντρε­αλ και τη Νέα Υόρκη.

   Μια φαρ­σο­κω­μω­δία — παραλ­λα­γή της «Λαί­δης και του Αλή­τη» — που έχει ελά­χι­στες στιγ­μές γέλιου, τα γκαγκς τις περισ­σό­τε­ρες φορές δεν βρί­σκουν στό­χο, ενώ ως περι­πέ­τεια είναι αρκε­τά μπα­νάλ, θυμί­ζο­ντας τις αμε­ρι­κά­νι­κες ται­νί­ες του είδους από τη δεκα­ε­τία του ’90.

Η Ριμ Κερι­σι, μπρο­στά από την κάμε­ρα, πρω­τα­γω­νι­στώ­ντας δίπλα στον συμπα­θή Φρανκ Ντι­μπόσκ, δεί­χνει να μην έχει καμία επα­φή με την κωμω­δία, ενώ στον ρόλο του δαι­μό­νιου ντε­τέ­κτιβ ο εμπο­ρι­κό­τα­τος σταρ της Γαλ­λί­ας Φιλίπ Λασό.

Με λίγα λόγια… Η Ντί­βα είναι μία γάτα influencer, με εκα­τομ­μύ­ρια ακο­λού­θους. O Τού­λης είναι ένα αδέ­σπο­το κου­τά­βι που κατα­πί­νει κατά λάθος ένα ρου­μπί­νι ανε­κτί­μη­της αξί­ας που μόλις έχει κλέ­ψει ο δια­βό­η­τος απα­τε­ώ­νας Τζακ. Μέσα από μία σει­ρά ατυ­χών γεγο­νό­των, τα δύο κατοι­κί­δια βρί­σκο­νται κυνη­γη­μέ­να από έναν διε­φθαρ­μέ­νο αστυ­νο­μι­κό που θέλει το ρουμπίνι.

🎥 Προ­βάλ­λο­νται ακό­μη οι ταινίες:

100 Χρό­νια από τον Οδυσ­σέα (“100 Years of Ulysses”) Εξαι­ρε­τι­κού ενδια­φέ­ρο­ντος ιρλαν­δι­κό ντο­κι­μα­ντέρ για το διά­ση­μο μυθι­στό­ρη­μα του Τζέιμς Τζόις «Οδυσ­σέ­ας», που συμπλη­ρώ­νει 100 χρό­νια από την έκδο­σή του. Ο Ιρλαν­δός σκη­νο­θέ­της Ρού­αν Μάγκαν, ωστό­σο, ακο­λου­θεί την πεπα­τη­μέ­νη, παρα­δί­δο­ντας ένα ακα­δη­μαϊ­κά γυρι­σμέ­νο φιλμ, αρκε­τά πλη­ρο­φο­ρια­κό και με εγκυ­κλο­παι­δι­κά στοι­χεία, για τον συγ­γρα­φέα και το βιβλίο που επη­ρέ­α­σε καθο­ρι­στι­κά τη λογο­τε­χνία του 20ου αιώ­να και καλ­λι­τέ­χνες γενι­κό­τε­ρα μέχρι σήμε­ρα. Το έπος του Τζόις παρα­μέ­νει επί­και­ρο, με τις σχε­δόν προ­φη­τι­κές επι­ση­μάν­σεις του για τον εξτρε­μι­σμό, την ξενο­φο­βία, τον σοβι­νι­σμό και την κατα­πί­ε­ση των λαών. Το ντο­κι­μα­ντέρ του Μάγκαν και του ιστο­ρι­κού Φρανκ Κάλα­ναν, δεν ξεφεύ­γει από τα τετριμ­μέ­να, ως ένα ενη­με­ρω­τι­κό ντο­κι­μα­ντέρ, που είναι χρή­σι­μο για όσους θέλουν να μάθουν κάτι περισ­σό­τε­ρο από τα βασι­κά, για τον Τζόις και το βιβλίο του.

   Ένας Φαντα­στι­κός Φίλος (“Imaginary”) Μετα­φυ­σι­κός τρό­μος, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2024, που βασί­ζε­ται στο κλι­σέ «ποιος θα μας σώσει από το αγα­πη­μέ­νο λού­τρι­νο αρκου­δά­κι του παι­διού». Η γνω­στή συντα­γή horror ανα­πτύσ­σε­ται από τον μέτριο σκη­νο­θέ­τη Τζεφ Γουά­τλο­ου, με όλα τα γνώ­ρι­μα στοι­χεία του είδους και χωρίς καμία διά­θε­ση ανα­νέ­ω­σής του. Πρω­τα­γω­νι­στούν οι Ντε­Γουά­ντα Γουάιζ, Τομ Πέιν, Μπέ­τι Μπά­κλεϊ κα.

Ο Τελευ­ταί­ος Αυτο­κρά­το­ρας (“The Last Emperor”-1987) Η βρα­βευ­μέ­νη ται­νία του Μπερ­νάρ­ντο Μπερ­το­λού­τσι με εννέα Όσκαρ και πλή­θος τιμη­τι­κών δια­κρί­σε­ων, σε επα­νέκ­δο­ση. Ο μεγά­λος Ιτα­λός δημιουρ­γός του «Κον­φορ­μί­στα» και αρκε­τών ται­νιών — σημα­ντι­κών στιγ­μών του παγκό­σμιου σινε­μά, παρα­δί­δει το 1987 ένα εντυ­πω­σια­κό και στομ­φώ­δες βιο­γρα­φι­κό έπος, για τον τελευ­ταίο αυτο­κρά­το­ρα της Κίνας, που ανέ­βη­κε στο θρό­νο σε ηλι­κία τριών ετών και έζη­σε όλες τις σαρω­τι­κές κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κές αλλα­γές που σημειώ­θη­καν στην επο­χή του. Ο Μπερ­το­λού­τσι, επι­κε­ντρώ­νε­ται στο δρά­μα που ζει ο τελευ­ταί­ος αυτο­κρά­το­ρας, όταν βρί­σκε­ται απέ­να­ντι στην ισο­πε­δω­τι­κή σύγκρου­ση με τη ραγδαία αλλα­γή των επο­χών και την κινε­ζι­κή επα­νά­στα­ση, ανα­δει­κνύ­ο­ντας ταυ­τό­χρο­να τη δια­βρω­τι­κή σχέ­ση της από­λυ­της εξου­σί­ας, η οποία κατα­λή­γει σε σύμ­βο­λα εξου­σί­ας σκέ­τες καρικατούρες.

Ο Μπερ­το­λού­τσι, μπο­ρεί να μην φτά­νει σε επί­πε­δο άλλες δημιουρ­γί­ες του, αλλά έχει δίπλα του, αυτόν τον τερά­στιο διευ­θυ­ντή φωτο­γρα­φί­ας, τον Βιτό­ριο Στο­ρά­ρο, τον πραγ­μα­τι­κό αυτο­κρά­το­ρα της ται­νί­ας, που κάνει θαύ­μα­τα, αλλά και μια παρα­γω­γή που του εξα­σφα­λί­ζει ένα αξιο­θαύ­μα­στο εικα­στι­κό απο­τέ­λε­σμα. Παί­ζουν Τζον Λον, Τζό­αν Τσεν, Πίτερ Ο’Τουλ, Βίβιαν Γου, Βίκτορ Γουόνγκ κα.

Χάρης Ανα­γνω­στά­κης \ συν­δρο­μη­τι­κή σελίδα
© ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ.

ΤΟ STUDIO new star art cinema αγα­πά­ει το ελλη­νι­κό σινεμά

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο