Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Οικογενειακές υποθέσεις για όλα τα γούστα και τις ηλικίες

Με τον τελευ­ταίο Ιντιά­να Τζό­ουνς να σκί­ζει, μάλ­λον δύσκο­λα θα έχουν καλή τύχη οι ται­νί­ες που βγαί­νουν από­ψε στους κινη­μα­το­γρά­φους. Ξεχω­ρί­ζουν το δρά­μα «Ο Γιος», με τον Χιου Τζάκ­μαν και οι ευρω­παϊ­κές κωμω­δί­ες «Τα Πάνω Κάτω», του Λουί Γκα­ρέλ και «Ο Τέταρ­τος Επι­βά­της», του Άλεξ ντε λα Ιγκλέ­σια. Επί­σης, προ­βάλ­λο­νται σε επα­νέκ­δο­ση τα αρι­στουρ­γη­μα­τι­κά «Η Γυναί­κα με τη Λεο­πάρ­δα­λη» του Χάουαρντ Χοκς και «Πάθος» του Γκο­ντάρ, καθώς και η καλτ κωμω­δία «Ο Μεγά­λος Λεμπόφ­σκι», με τον Τζεφ Μπρίτζες.

Ο Γιος

(“The Son”) Δρα­μα­τι­κή ται­νία, βρε­τα­νι­κής, γαλ­λι­κής και αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Φλο­ριάν Ζελέρ, με τους Χιου Τζάκ­μαν, Ζεν Μακ­Γκράθ, Λόρα Ντερν, Βανέ­σα Κίρ­μπι, Άντο­νι Χόπ­κινς κα.

Μία συνη­θι­σμέ­νη οικο­γε­νεια­κή ιστο­ρία μετα­τρέ­πε­ται σε ένα ανεί­πω­το δρά­μα, από τον Γάλ­λο συγ­γρα­φέα, σενα­ριο­γρά­φο και εσχά­τως σκη­νο­θέ­τη Φλο­ριάν Ζελέρ, ο οποί­ος πριν από τρία χρό­νια με τον «Πατέ­ρα» κέρ­δι­σε το Όσκαρ σενα­ρί­ου και ο Άντο­νι Χόπ­κινς το Α’ ανδρι­κού ρόλου.

«Ο Γιος» απο­τε­λεί το τρί­το μέρος της θεα­τρι­κής τρι­λο­γί­ας του Ζελέρ (τα άλλα δυο είναι στον πατέ­ρα — με άνοια — και τη μητέ­ρα, σε κρί­ση μέσης ηλι­κί­ας). Ένα δρά­μα που αργεί να κεντρί­σει το ενδια­φέ­ρον, να ανά­ψει το φιτί­λι της ψυχο­λο­γι­κής έκρη­ξης των βασι­κών χαρα­κτή­ρων, του έφη­βου γιου που δεν μπο­ρεί να δια­χει­ρι­στεί το δια­ζύ­γιο των γονιών του και του πατέ­ρα, που συνει­δη­το­ποιεί με καθυ­στέ­ρη­ση ότι ουσια­στι­κά «πάρ­κα­ρε» τον γιο του στη μητέ­ρα του, για να ασχο­λη­θεί με τη νέα και νεό­τε­ρη σύζυ­γό του, το μωρό που απέ­κτη­σε μαζί της και να αφιε­ρω­θεί στις επαγ­γελ­μα­τι­κές ασχο­λί­ες του.

Το τραύ­μα του δια­ζυ­γί­ου και η απου­σία του πατρι­κού προ­τύ­που, για τον έφη­βο γιο, όσο προ­χω­ρά η ται­νία, φαί­νε­ται ότι δεν μπο­ρεί να για­τρευ­τεί με το όψι­μο ενδια­φέ­ρον του πατέ­ρα. Η από­στα­ση που χωρί­ζει τον πατέ­ρα από τον γιο είναι πλέ­ον χαώ­δης, καθώς ο πρώ­τος παρα­βλέ­πει τις ανά­γκες του παι­διού, υπο­τι­μά τα ψυχο­λο­γι­κά προ­βλή­μα­τά του, που ξεπερ­νούν την κατά­θλι­ψη και φτά­νουν στην αυτοκαταστροφή.

Ο Ζελέρ ανα­δει­κνύ­ει την εύκο­λη λύση του δια­ζυ­γί­ου στο δυτι­κό κόσμο, με τα αντρό­γυ­να να αψη­φούν, σε βαθ­μό αναι­σθη­σί­ας, τα σοβα­ρά προ­βλή­μα­τα που προ­κύ­πτουν στις ευαί­σθη­τες ψυχές των παι­διών. Δεν είναι τυχαίο ότι οι γονείς και ειδι­κά ο πατέ­ρας είναι πλού­σιος, με όλες τις ανέ­σεις του κόσμου, εκτός από τον χρό­νο που δια­θέ­τει σχε­δόν απο­κλει­στι­κά στη δου­λειά του. Ένας άνθρω­πος, επη­ρε­α­σμέ­νος βαθιά από τον δικό του πατέ­ρα, τις δικές του άσχη­μες ανά­λο­γες παι­δι­κές εμπει­ρί­ες, που τον περι­χα­ρά­κω­σαν πίσω από το στε­ρε­ό­τυ­πο της επαγ­γελ­μα­τι­κής επιτυχίας.

Οι ενδια­φέ­ρου­σες ιδέ­ες του κει­μέ­νου του Ζελέρ όμως δεν εντάσ­σο­νται επαρ­κώς στη δομή της ται­νί­ας του, καθώς απου­σιά­ζει η σκη­νο­θε­τι­κή έμπνευ­ση. Η αφή­γη­ση είναι περι­γρα­φι­κή και πρέ­πει να περά­σει σχε­δόν μιά­μι­ση ώρα για να πυρο­δο­τή­σει το ενδια­φέ­ρον του θεα­τή, κλι­μα­κώ­νο­ντας το δρά­μα, την τρα­γι­κό­τη­τα των κατα­στά­σε­ων την αγω­νία για την τύχη του παι­διού, που πλέ­ον είναι φανε­ρό ότι είναι ένα ακό­μη θύμα ενός δια­ζυ­γί­ου, της αδια­φο­ρί­ας του πατέ­ρα, εκπρο­σώ­που μιας επι­φα­νεια­κής κοι­νω­νί­ας, που έχει χάσει κάθε επα­φή με αυτό που λέγε­ται ενσυναίσθηση.

Ένα έργο χαρα­κτή­ρων, όπως αυτό, είναι λογι­κό να στη­ρί­ζε­ται και στις ερμη­νεί­ες. Ο Τζάκ­μαν, που ήταν υπο­ψή­φιος για την Χρυ­σή Σφαί­ρα, είναι ικα­νο­ποι­η­τι­κός και ιδα­νι­κός τρα­γι­κός ήρω­ας στο τέλος, ο νεα­ρός Μακ­Γκράθ μια μπαί­νει στο πνεύ­μα του ρόλου και μια απλώς παι­δια­ρί­ζει, η Λόρα Ντερν ικα­νο­ποι­η­τι­κή, ενώ το ολι­γό­λε­πτο πέρα­σμα του Χόπ­κινς, μοιά­ζει με αχρεί­α­στη υπο­χρέ­ω­ση, για το Όσκαρ που του χάρι­σε στην προη­γού­με­νη ται­νία του ο Ζελέρ.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Περί­που δύο χρό­νια μετά τον χωρι­σμό των γονιών του, ο 17χρονος Νίκο­λας αισθά­νε­ται ότι δεν μπο­ρεί να ζει πλέ­ον στο σπί­τι της μητέ­ρας του, της Κέιτ. Μετα­κο­μί­ζει έτσι στον πατέ­ρα του, τον Πίτερ, που ζει με τη νέα του σύντρο­φο Μπεθ. Έχο­ντας στην ατζέ­ντα τη δου­λειά του, το νεο­γέν­νη­το παι­δί του με την Μπεθ, αλλά και την προ­σφο­ρά για μια ονει­ρι­κή θέση εργα­σί­ας στην Ουά­σιγ­κτον, ο Πίτερ προ­σπα­θεί να φερ­θεί στον γιο του όπως θα ήθε­λε να είχε πρά­ξει και ο δικός του πατέ­ρας με εκείνον.

Τα Πάνω Κάτω

(“L’Innocent”) Αστυ­νο­μι­κή κωμω­δία, γαλ­λι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Λουί Γκα­ρέλ, με τους Λουί Γκα­ρέλ, Νοε­μί Μερ­λάν, Ανούκ Γκριν­μπέργκ, Ροσ­ντί Ζεμ κα.

Οι ξεκαρ­δι­στι­κές σκη­νές, που δεν είναι λίγες ομο­λο­γου­μέ­νως, δεν μπο­ρούν να κρύ­ψουν την αδυ­να­μία του Λουί Γκα­ρέλ να προσ­διο­ρί­σει το σκη­νο­θε­τι­κό ύφος της ται­νί­ας, την ταυ­τό­τη­τα, μίας κωμω­δί­ας εγκλή­μα­τος, όπως προ­φα­νώς θα ήθελε.

Η ται­νία του, που προ­βλή­θη­κε εκτός συνα­γω­νι­σμού στο φεστι­βάλ των Καν­νών, μοιά­ζει με οικο­γε­νεια­κή υπό­θε­ση, πέρα από το στό­ρι, καθώς ο Γκα­ρέλ συνε­χί­ζει να ερμη­νεύ­ει το άλτερ έγκο του, τον Αμπέλ και το σενά­ριο απο­τε­λεί έμπνευ­ση από την εργα­σία της μητέ­ρας του Μπρι­ζίτ Σάι, γνω­στής ηθο­ποιού, που για 20 χρό­νια δίδα­σκε σε θεα­τρι­κές ομά­δες φυλακισμένων.

Ένας γιος, που έχει χάσει τη γυναί­κα του, όταν μαθαί­νει ότι η 60χρονη μητέ­ρα του, που διδά­σκει θέα­τρο σε φυλα­κι­σμέ­νους, σχε­διά­ζει να παντρευ­τεί έναν κακο­ποιό, που απο­φυ­λα­κί­ζε­ται, πανι­κο­βάλ­λε­ται. Με τη βοή­θεια της καλύ­τε­ρης φίλης του, θα προ­σπα­θή­σει να απο­τρέ­ψει τον επι­κεί­με­νο γάμο. Όταν βλέ­πει ότι οι προ­σπά­θειές του δεν έχουν απο­τέ­λε­σμα, ο πατριός του θα του προ­τεί­νει να συμ­με­τά­σχει σε μία ληστεία χαβια­ριού για να λάβει ένα σοβα­ρό μερί­διο από τα κλοπιμαία.

Ο Γκα­ρέλ παί­ζει με τις έννοιες της αθω­ό­τη­τας και της ενο­χής, τις μπερ­δεύ­ει και προ­σπα­θεί να τις ξεμπλέ­ξει, χωρίς να τα πολυ­κα­τα­φέρ­νει, ενώ το άτσα­λο μοντάζ δεν συμ­βάλ­λει στο ύφος μιας σπι­ντά­της κωμω­δί­ας και οι χαρα­κτή­ρες είναι ανο­λο­κλή­ρω­τοι και ειδι­κά οι γυναι­κεί­οι μάλ­λον υποτιμούνται.

Στα κωμι­κά κομ­μά­τια της, όμως, είναι αρκε­τά δια­σκε­δα­στι­κή, με αβα­ντα­δό­ρι­κους δια­λό­γους και καλο­κουρ­δι­σμέ­νες σκη­νές, που υπη­ρε­τούν με συνέ­πεια οι πρωταγωνιστές.

Ο Γκα­ρέλ, αν και μοιά­ζει τις περισ­σό­τε­ρες φορές απρο­ε­τοί­μα­στος για τον ρόλο του, έχει την υπο­κρι­τι­κή ικα­νό­τη­τα να ξεπερ­νά τις παγί­δες, οι Νοε­μί Μερ­λάν και Ανούκ Γκριν­μπέργκ φαί­νε­ται να το απο­λαμ­βά­νουν, ενώ ο εξαι­ρε­τι­κός Ροσ­ντί Ζεμ θα έπρε­πε να πάρει περισ­σό­τε­ρο χώρο και χρό­νο στην ταινία.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας άντρας μαθαί­νει ότι η εξη­ντά­χρο­νη μητέ­ρα του σχε­διά­ζει να παντρευ­τεί έναν φυλα­κι­σμέ­νο και πανι­κο­βάλ­λε­ται. Με τη βοή­θεια της καλύ­τε­ρής του φίλης, θα κάνει τα πάντα για να την προστατεύσει…

Book Club: To Eπό­με­νο Κεφάλαιο

(“Book Club 2: The Next Chapter”) Κομε­ντί, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Μπιλ Χόλ­ντερ­μαν, με τους Ντάιαν Κίτον, Τζέιν Φόντα, Άντι Γκαρ­σία, Κάντις Μπέρ­γκεν, Μέρι Στίν­μπερ­τζεν, Ντον Τζόν­σον κα.

Η παρέα των τεσ­σά­ρων ηλι­κιω­μέ­νων σταρ επι­στρέ­φει στη μεγά­λη οθό­νη, με νέες περι­πέ­τειες, αυτή τη φορά στην Ιτα­λία, σε τού­το δω το αδιά­φο­ρο σίκου­ελ της εμπο­ρι­κής επι­τυ­χί­ας του 2018 «Book Club».

Αυτή τη φορά οι περι­πέ­τειες της γυναι­κο­πα­ρέ­ας μοιά­ζουν, περισ­σό­τε­ρο από τις προη­γού­με­νες, ως ένα ιλου­στρα­σιόν του­ρι­στι­κό φωτο­ρο­μάν­τζο, για την τρί­τη ηλι­κία, με τα συντη­ρη­τι­κά μηνύ­μα­τα να προ­έρ­χο­νται από γυναι­κείο περιο­δι­κό μόδας.

Οι τέσ­σε­ρις κολ­λη­τές φίλες πηγαί­νουν στην Ιτα­λία, για να κάνουν ένα μπά­τσε­λορ πάρ­τι, μετά τον αρρα­βώ­να της Βίβιαν (Τζέιν Φόντα). Όταν αρχί­ζουν οι ανα­πο­διές και ταυ­τό­χρο­να μπαί­νουν στο ιτα­λι­κό κλί­μα, της ευζω­ί­ας και του φλερτ, θα βρε­θούν σε νέες περι­πέ­τειες και θα επα­νε­κτι­μή­σουν τη ζωή τους.

Οι κωμι­κές περι­πέ­τειες της γνω­στής παρέ­ας αυτή τη φορά μοιά­ζουν περισ­σό­τε­ρο με ξεχει­λω­μέ­νο ανέκ­δο­το, με όλα τα κλι­σέ και τις χολι­γου­ντια­νές συντα­γές, ενώ και πάλι απου­σιά­ζει η τόλ­μη, η τρέ­λα, το απρό­ο­πτο, καθώς ο μέτριος σκη­νο­θέ­της Χόλ­ντερ­μαν περιο­ρί­ζε­ται απλώς σε ορι­σμέ­νες σκα­μπρό­ζι­κες σκηνές.

Φυσι­κά και οι 80χρονες έχουν κάθε δικαί­ω­μα στη ζωή, στο όνει­ρο και στον έρω­τα, αλλά η ται­νία αυτό το παρου­σιά­ζει ως προ­νό­μιο πλου­σί­ων υπε­ρή­λι­κων γυναι­κών, που μονα­δι­κό τους μέλη­μα είναι πώς θα σπά­σουν τη μονο­το­νία της ευτυ­χι­σμέ­νης ζωής τους, απα­ξιώ­νο­ντας περαι­τέ­ρω τη θέση της γυναίκας.

Ο ρυθ­μός παρου­σιά­ζει σοβα­ρές αρρυθ­μί­ες, το σενά­ριο, που φέρ­νει περισ­σό­τε­ρο ως χαζο­χα­ρού­με­νο άρθρο ιλου­στρα­σιόν περιο­δι­κού, γίνε­ται ορι­σμέ­νες φορές εκνευ­ρι­στι­κό, κάνο­ντας ακό­μη και ορι­σμέ­νους αστεί­ους δια­λό­γους να χάνο­νται μπρο­στά στο ανε­λέ­η­το πινγκ-πονγκ ατά­κας. Και δεν φτά­νει μόνο αυτό, αλλά έρχο­νται και οι χαρα­κτή­ρες-καρι­κα­τού­ρες από το ιδιό­τυ­πο σύμπαν του Μαν­χά­ταν, αλλά και το διδα­κτι­κό και μελω­μέ­νο φινά­λε για να απο­τε­λειώ­σει το φιλμ.

Έτσι, βλέ­πεις την «Ανόι Τζέιν» του «Ξυπό­λη­τοι στο Πάρ­κο», την Ντάιαν Κίτον του «Μαν­χά­ταν» και την Κάντις Μπέρ­γκεν του «Η Γνω­ρι­μία της Σάρ­κας» και απο­ρείς. Είχαν ανά­γκη τα χρή­μα­τα, να γεμί­σουν τον χρό­νο τους ή να κάνουν το ταξίδι;

Για­τί, το μόνο που απο­μέ­νει από την ται­νία είναι η πραγ­μα­τι­κά υπέ­ρο­χη Ιτα­λία, το υπέ­ρο­χο φυσι­κό αν και φωτο­γρα­φη­μέ­νο σαν καρτ ποστάλ, σκη­νι­κό της Ρώμης, της Βενε­τί­ας και της Τοσκάνης.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Οι τέσ­σε­ρις κολ­λη­τές απο­φα­σί­ζουν να μετα­φέ­ρουν το book club τους στην Ιτα­λία, σε ένα ταξί­δι απο­κλει­στι­κά για κορί­τσια. Όταν τα πράγ­μα­τα ξεφεύ­γουν και μυστι­κά απο­κα­λύ­πτο­νται, οι χαλα­ρω­τι­κές δια­κο­πές τους μετα­τρέ­πο­νται σε μια περι­πέ­τεια ζωής.

Ο Τέταρ­τος Επιβάτης

(“El cuarto pasajero”) Κωμω­δία, ισπα­νι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Άλεξ ντε λα Ιγκλέ­σια, με τους Αλμπέρ­το Σαν Χουάν, Μπλάν­κα Σουά­ρες, Μπλάν­κα Σουά­ρεζ, Ρού­μπεν Κορ­τά­δα, Ερνέ­στο Αλτέ­ριο κα.

Παρα­λη­ρη­μα­τι­κή κωμω­δία περι­πλά­νη­σης, που έχει τις καλές τις στιγ­μές της, παρά το φλύ­α­ρο ορι­σμέ­νες φορές σενά­ριο και που θα δικαιο­λο­γού­σε απο­λύ­τως τον αρχι­κό τίτλο «BlaBlaCar», τον οποίο αντι­κα­τέ­στη­σε ο Άλεξ ντε λα Ιγκλέ­σια με τον συμ­βα­τι­κό «Ο Τέταρ­τος Επιβάτης».

Ο Βάσκος σκη­νο­θέ­της, γυρί­ζει πρώ­τη φορά στην πατρί­δα του, στο Μπιλ­μπάο, μία σκο­τει­νή κωμω­δία — είδος που κυριαρ­χεί στη φιλ­μο­γρα­φία του («Το Μπαρ», «Perfect Strangers»), θέλο­ντας να δικαιο­λο­γή­σει, με μία πλά­για ματιά, την τρέ­λα που κυκλο­φο­ρεί στους δρό­μους και βεβαί­ως τη γνω­στή συμ­βου­λή «να προ­σέ­χεις αυτούς που βάζεις στο αυτο­κί­νη­τό σου».

Ένας 50χρονος, με οικο­γε­νεια­κά και οικο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα, ταξι­δεύ­ει συχνά στη Μαδρί­τη και για να κάνει οικο­νο­μία, μοι­ρά­ζε­ται το αυτο­κί­νη­τό του με άλλους μέσω μιας εφαρ­μο­γής. Σε κάποιο από τα ταξί­δια του θα γνω­ρί­σει μία 20 χρό­νια μικρό­τε­ρη γυναί­κα, την οποία θα ερω­τευ­θεί. Όταν απο­φα­σί­ζει να της εκμυ­στη­ρευ­τεί τον έρω­τά του, θα τύχει να έχει ακό­μη δυο άγνω­στους επι­βά­τες στο αυτο­κί­νη­τό του, που θα του κάνουν τη ζωή δύσκολη.

Η ιδέα μπο­ρεί να μην είναι ιδιαι­τέ­ρως πρω­τό­τυ­πη — ανά­λο­γα θέμα­τα, της συνύ­παρ­ξης δια­φο­ρε­τι­κών και ιδιό­μορ­φων χαρα­κτή­ρων — έχου­με δει δεκά­δες φορές στο σινε­μά — αλλά ο έμπει­ρος σκη­νο­θέ­της φτά­νει τα πράγ­μα­τα στα άκρα, με σπαρ­τα­ρι­στές σκη­νές, αλλά και στιγ­μές πραγ­μα­τι­κής ζαλά­δας. Η προ­σπά­θειά του να συν­δυά­σει τη μαύ­ρη κωμω­δία, με την ται­νία δρό­μου, το δρα­μα­τι­κό θρί­λερ, την κομε­ντί και το ρομάν­τζο, μπο­ρεί να φαντά­ζει υπερ­βο­λι­κό και ιδιαί­τε­ρα φιλό­δο­ξο, αλλά ο ντε λα Ιγκλέ­σια, που ξεκί­νη­σε ως δημιουρ­γός κόμικς και αυτό του φαί­νε­ται χρή­σι­μο στη δια­χεί­ρι­ση των παλα­βών κατα­στά­σε­ων, κατα­φέρ­νει σε μεγά­λο βαθ­μό να τα φέρει βόλ­τα, κυρί­ως χάρη τους μελε­τη­μέ­νους χαρακτήρες.

Αν είχε περιο­ρί­σει και το πολύ μπλα­μπλά, αλλά και φρο­ντί­σει με περισ­σό­τε­ρη ζέση τη ρομα­ντι­κή διά­στα­ση της ται­νί­ας, που είναι μάλ­λον και το πλέ­ον αδύ­να­το κομ­μά­τι της, θα είχα­με ένα μικρό διαμαντάκι.

Ικα­νο­ποι­η­τι­κές ερμη­νεί­ες από το κουαρ­τέ­το των πρω­τα­γω­νι­στών, αλλά οι Σαν Χουάν και Αλτέ­ριο, είναι αυτοί που τρα­βούν το κάρο.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στα 50 του, ο Γιού­λιαν, δια­ζευγ­μέ­νος και με οικο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα, ταξι­δεύ­ει τακτι­κά στη Μαδρί­τη χρη­σι­μο­ποιώ­ντας μια εφαρ­μο­γή που επι­τρέ­πει να μετα­κι­νεί­σαι με το ίδιο αυτο­κί­νη­το ώστε να μοι­ρα­στείς τα έξο­δα με άλλους. Κάπως έτσι γνω­ρί­ζει και ερω­τεύ­ε­ται τη νεό­τε­ρη Λορέ­να. Όμως, τη μέρα που απο­φα­σί­ζει να της εκμυ­στη­ρευ­τεί τον έρω­τά του, δύο νεο­φερ­μέ­νοι επι­βά­τες περι­πλέ­κουν τα πράγματα…

Παγι­δευ­μέ­νη Ψυχή: Η Πορ­φυ­ρή Πόρτα

(“Insidious: The Red Door”) Ται­νία τρό­μου, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Πάτρικ Γουίλ­σον, με τους Τάι Σίμπ­κινς, Πάτρικ Γουίλ­σον, Ρόουζ Μπερν, Λιν Σάι κα.

Η καθιε­ρω­μέ­νη ται­νία τρό­μου της εβδο­μά­δας, από τον ηθο­ποιό Πάτρικ Γουίλ­σον, στο σκη­νο­θε­τι­κό του ντε­μπού­το. Πρό­κει­ται για τη συνέ­χεια του φιλμ Chapter 2, και η πέμ­πτη δόση του φραν­τσάιζ «Insidious», στο οποίο είχε πρω­τα­γω­νι­στή­σει και ο Γουίλσον.

Φρο­ντι­σμέ­νη παρα­γω­γή, με όλα τα στοι­χεία του είδους να παρε­λαύ­νουν και μία κλι­μά­κω­ση της αγω­νί­ας και του τρό­μου, που ικα­νο­ποιεί μέχρι ένα σημείο, όταν πλέ­ον το σενά­ριο αρχί­ζει να δεί­χνει τις περιο­ρι­σμέ­νες δυνα­τό­τη­τές του.

Το στό­ρι τοπο­θε­τεί­ται δέκα χρό­νια μετά τα γεγο­νό­τα φρί­κης που σημά­δε­ψαν τον Τζος Λαμπέρτ κι ενώ κατευ­θύ­νε­ται ανα­το­λι­κά για να αφή­σει τον γιο του σε ένα ειδυλ­λια­κό κολ­λέ­γιο. Ωστό­σο, οι δαί­μο­νες επι­στρέ­φουν και οι δυο τους θα πρέ­πει να αντι­με­τω­πί­σουν το σκο­τει­νό παρελ­θόν της οικο­γέ­νειάς τους, καθώς ο τρό­μος παρα­μο­νεύ­ει πίσω από την πορ­φυ­ρή πόρτα.

Οι ανα­τρι­χια­στι­κές σκη­νές, το ερε­βώ­δες κλί­μα, το χιού­μορ και οι μετα­φυ­σι­κές αγω­νί­ες, η ατμο­σφαι­ρι­κή μου­σι­κή, τα δοκι­μα­σμέ­να κλι­σέ του είδους και η σφρα­γί­δα ενός πετυ­χη­μέ­νου κινη­μα­το­γρα­φι­κού φραν­τσάιζ δίνουν το παρόν στην ται­νία του Πάτρικ Γουίλ­σον. Και θα δώσουν την απα­ραί­τη­τη δόση στους φαν του κινη­μα­το­γρα­φι­κού τρό­μου, που θα παρα­βλέ­ψουν τις αδυ­να­μί­ες της ται­νί­ας, στις οποί­ες συγκα­τα­λέ­γο­νται και οι ερμη­νεί­ες, που χωρίς να είναι κακές, μοιά­ζουν τυποποιημένες.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Για να απαλ­λα­γούν μια και καλή από τους δαί­μο­νες που τους κατα­τρέ­χουν, ο Τζος και ο νεα­ρός Ντάλ­τον πρέ­πει να έρθουν αντι­μέ­τω­ποι με το σκο­τει­νό παρελ­θόν της οικο­γέ­νειάς τους καθώς και με νέους, ακό­μα πιο τρο­μα­κτι­κούς δαί­μο­νες που κρύ­βο­νται πίσω από την πορ­φυ­ρή πόρτα.

Το Άλλο με τον Τοτό, το Ξέρεις;

(“Les Blagues de Toto”) Οικο­γε­νεια­κή κωμω­δία, γαλ­λι­κής παρα­γω­γής του 2020, σε σκη­νο­θε­σία Πασκάλ Μπουρ­ντιό, με τους Γκα­βρίλ Νταρ­τε­βέλ, Αν Μαρι­βέν, Ραμ­ζί Μπε­ντιά κα.

Νηπια­κή-παι­δι­κή κωμω­δία, βασι­σμέ­νη σε μία σει­ρά κόμικς, που γνώ­ρι­σε την επι­τυ­χία και ως τηλε­ο­πτι­κό πρό­γραμ­μα στη Γαλ­λία, μέχρι να περά­σει και στη μεγά­λη οθό­νη, κόβο­ντας πάνω από ένα εκα­τομ­μύ­ριο εισιτήρια.

Θα μπο­ρού­σε να χαρα­κτη­ρι­στεί και animation με ηθο­ποιούς, κάτι που έχει τα υπέρ και τα κατά στο απο­τέ­λε­σμα — από τη μια, τη ζωντά­νια που μετα­δί­δει ο μικρός Τοτό και η παρέα του, από την άλλη, μοιά­ζει πολύ παι­δι­κό και απλοϊ­κό για να ξεφεύ­γει από το σκί­τσο, να στη­ρί­ζει χαρα­κτή­ρες με ψυχή.

Ο Τοτό, ένας ζωη­ρός πιτσι­ρι­κάς που του αρέ­σουν οι φάρ­σες και οι σκαν­δα­λιές, θα βρε­θεί γι’ αυτό τον λόγο σε ένα αυστη­ρό οικο­τρο­φείο και θα πρέ­πει να ξεφύ­γει απ’ αυτό και να λύσει ένα μυστή­ριο, μαζί με την παρέα του.

Χαρι­τω­μέ­νη οικο­γε­νεια­κή — παι­δι­κή κωμω­δία, για τη φιλία και την απο­δο­χή της δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τας, με ανα­ζω­ο­γο­νη­τι­κό αέρα, αλλά χωρίς ιδιαί­τε­ρη έμπνευ­ση γυρι­σμέ­νη και πολ­λές φορές με αστεία και γκαγκς επι­πέ­δου νηπια­γω­γεί­ου, ενώ και ο ομορ­φού­λης πρω­τα­γω­νι­στής μπό­μπι­ρας δεν έχει μάλ­λον το χάρι­σμα που θα γοη­τέ­ψει — ίσως μόνο τα κορί­τσια της ηλι­κί­ας του. Η ται­νία προ­βάλ­λε­ται μετα­γλωτ­τι­σμέ­νη στα ελλη­νι­κά, με τις φωνές των Μιχά­λη Απο­σκί­τη, Μυρ­τώ Ναούμ, Τάκη Σακελ­λα­ρί­ου κα.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στο σχο­λείο, ο Τοτό είναι ο καλύ­τε­ρος στο να κάνει τους φίλους του να γελούν με τις τρέ­λες του. Στο να παρα­κο­λου­θεί στο μάθη­μα, όχι και τόσο. Όπως στο σχο­λείο, έτσι και στο σπί­τι, τα αστεία του Τοτό συχνά κατα­λή­γουν σε καταστροφή.

Προ­βάλ­λο­νται ακό­μη οι ταινίες:

Η Γυναί­κα με τη Λεοπάρδαλη

(“Bringing Up Baby”) Κλα­σι­κή πλέ­ον σκρού­μπολ κωμω­δία, που γύρι­σε το 1938 ο Χάουαρντ Χοκς, με την Κάθριν Χέπ­μπορν και τον Κάρι Γκραντ στα καλύ­τε­ρά τους.

Καυ­στι­κή σάτι­ρα, που στην επο­χή της θεω­ρή­θη­κε απο­τυ­χη­μέ­νη, αλλά με τα χρό­νια απο­κα­τα­στά­θη­κε ως μία από τις καλύ­τε­ρες του είδους. Ο Χοκς, έχο­ντας ένα πανέ­ξυ­πνο σενά­ριο (Ντά­ντλεϊ Νίκολς), καυ­τη­ριά­ζει τις εμμο­νές της επι­στή­μης και την αλα­ζο­νεία της αστι­κής τάξης, αν και αυτό που κυριαρ­χεί είναι η μάχη των δυο φύλων. Ένα ζευ­γά­ρι, που ελκύ­ε­ται από το χάσμα που τους χωρί­ζει, καθώς αυτή είναι μία θεο­πά­λα­βη πλού­σια κλη­ρο­νό­μος και αυτός ένας επι­στή­μο­νας, που έξω από την επι­στή­μη του τα έχει χαμέ­να. Υπό­δειγ­μα φάρ­σας, με τα γκαγκς να είναι καται­γι­στι­κά, οι διά­λο­γοι να βγά­ζουν σπί­θες και το βιτριο­λι­κό χιού­μορ να φτά­νει στα όρια του παραλόγου.

Πάθος

(“Passion”) Όχι και τόσο γνω­στό στην Ελλά­δα φιλμ του Ζακ Λικ Γκο­ντάρ που αξί­ζει να ανα­κα­λύ­ψου­με ξανά, καθώς ο μακα­ρί­της θα είναι για πάντα το «τρο­με­ρό παι­δί» του γαλ­λι­κού σινε­μά, ο επα­να­στά­της, που μίλα­γε και γύρι­ζε πάντα με απα­ρά­μιλ­λο θάρ­ρος και θα είναι πάντα επί­και­ρος. Όπως εδώ, που φτιά­χνει μία ται­νία, με βασι­κό θέμα ένα σκη­νο­θέ­τη που γυρί­ζει μια ται­νία σε ένα μεγά­λο στού­ντιο χωρίς να γνω­ρί­ζει την υπό­θε­ση και μαζί εμπλέ­κο­νται μια εργά­τρια, μια ξενο­δό­χος και ένας εργο­στα­σιάρ­χης. Θαυ­μα­στά τα ταμπλό βιβάν, από πασί­γνω­στους ευρω­παϊ­κούς πίνα­κες, αλλά και εκπλη­κτι­κής έμπνευ­σης σκη­νές και πρω­το­πό­ρα αφή­γη­ση, για την υπαρ­ξια­κή αγω­νία, την απο­ξέ­νω­ση, την επι­θυ­μία, την περι­φρό­νη­ση, αλλά και το ψέμα του κινη­μα­το­γρά­φου. Στην ται­νία, που προ­βάλ­λε­ται σε απο­κα­τε­στη­μέ­νες κόπιες, πρω­τα­γω­νι­στούν οι Μισέλ Πικο­λί, Ιζα­μπέλ Ιπέρ, Χάνα Σιγκού­λα κα.

Ο Μεγά­λος Λεμπόφσκι

(“The Big Lebowski”) Καλτ κωμω­δία, από τις καλύ­τε­ρες της δεκα­ε­τί­ας του ‘90, από τον Τζό­ελ Κοέν, έχο­ντας έναν υπέ­ρο­χο Τζεφ Μπρί­τζες στον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο. Σπαρ­τα­ρι­στοί διά­λο­γοι, κοφτε­ρό μοντάζ, αλλά και ανα­τρε­πτι­κό πνεύ­μα, σε μια ται­νία που ετε­ρό­κλη­τοι και άκρως δια­σκε­δα­στι­κοί χαρα­κτή­ρες, προ­σπα­θούν να ξεδια­λύ­νουν μια υπό­θε­ση απα­γω­γής, στα δια­λείμ­μα­τα ενός ατε­λεί­ω­του τουρ­νουά μπό­ου­λινγκ. Εκτός του Μπρί­τζες, παί­ζουν και οι Στιβ Μπου­σέ­μι, Τζον Γκού­ντμαν, Τζον Τορ­τού­ρο, Τζού­λιαν Μουρ κα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο