Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Πτώση αστεροειδούς, έρωτες κι ένα ντοκιμαντέρ έκπληξη

Η πολυα­να­με­νό­με­νη και αμφι­λε­γό­με­νη κωμω­δία επι­στη­μο­νι­κής φαντα­σί­ας «Asteroid City» του εκκε­ντρι­κού δημιουρ­γού Γου­ές Άντερ­σον, βρί­σκε­ται ανά­με­σα στις εννέα ται­νί­ες που βγαί­νουν από­ψε στους κινη­μα­το­γρά­φους. Η θετι­κή έκπλη­ξη της εβδο­μά­δας ακού­ει στον τίτλο «Μυστι­κός Πρά­κτο­ρας», ένα ντο­κι­μα­ντέρ μυθο­πλα­σί­ας από τη Χιλή, ενώ σίγου­ρα θα κλέ­ψουν την καρ­διά των σινε­φίλ οι δυο αρι­στουρ­γη­μα­τι­κές επα­νεκ­δό­σεις «Σκο­τει­νοί Δολο­φό­νοι», με Μπαρτ Λάν­κα­στερ και Τόνι Κέρ­τις και «Ό,τι μου Αρνή­θη­καν οι Άνθρω­ποι» του Βιτό­ριο ντε Σίκα.

Asteroid City. Κωμω­δία επι­στη­μο­νι­κής φαντα­σί­ας, αμε­ρι­κα­νι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Γου­ές Άντερ­σον, με τους Τζέι­σον Σβάρ­τζμαν, Σκάρ­λετ Γιό­χαν­σον, Τομ Χανκς, Τίλ­ντα Σουί­ντον, Μπράιαν Κράν­στον, Έντουαρντ Νόρ­τον, Άντριεν Μπρό­ντι, Στιβ Καρέλ, Ματ Ντί­λον, Μάρ­γκο Ρόμπι Τζεφ Γκόλντ­μπλουμ κ.ά.

Δύο χρό­νια έπει­τα από την ιδιαι­τέ­ρως αξιό­λο­γη «Γαλ­λι­κή Απο­στο­λή», ο ξεχω­ρι­στός Γου­ές Άντερ­σον, έχο­ντας επι­βάλ­λει ένα δικό του κινη­μα­το­γρα­φι­κό σύμπαν, επι­στρέ­φει με μία δικής του κοπής κωμω­δία επι­στη­μο­νι­κής φαντα­σί­ας, που έκα­νε πρε­μιέ­ρα στο τελευ­ταίο Φεστι­βάλ των Καν­νών. Απο­δει­κνύ­ο­ντας, για ακό­μη μια φορά, το περίσ­σιο ταλέ­ντο του, τις εξαι­ρε­τι­κές τεχνι­κές του γνώ­σεις και ταυ­τό­χρο­να την αντι­φα­τι­κό­τη­τά του, ο Άντερ­σον περι­φρο­νεί τις αρχές τής αφή­γη­σης και της ουσί­ας πίσω από το υπέ­ρο­χο περι­τύ­λιγ­μα των ται­νιών του. Σαν μια ιδιο­φυ­ΐα που έχει μάστερ, αλλά έχει χάσει τις πρώ­τες τάξεις του δημοτικού.

Ουδείς μπο­ρεί να αμφι­σβη­τή­σει την εικα­στι­κή του αρτιό­τη­τα, αλλά όταν μπαί­νου­με στη βάση της ται­νί­ας του, την αφή­γη­ση, με τα πολ­λα­πλά επί­πε­δά της, που δια­χέ­ο­νται δίχως όρια και κάνο­ντας το έτσι κι αλλιώς μπερ­δε­μέ­νο στό­ρι ακα­τα­νό­η­το, τότε υπάρ­χει πρό­βλη­μα. Πόσο δε μάλ­λον όταν φαί­νε­ται ότι το φιλμ δεν προ­σεγ­γί­ζει ούτε στιγ­μή τον πυρή­να αυτής της προ­σω­πι­κής του συναι­σθη­μα­τι­κής κατά­θε­σης, που φαντά­ζει απρό­σι­τη για τον θεατή.

Ο Άντερ­σον αυτή τη φορά μας μετα­φέ­ρει σε μια έρη­μο της Αμε­ρι­κής στην δεκα­ε­τία του 1950 και της ατο­μι­κής βόμ­βας, όπου για μερι­κές μέρες κάποιοι άνθρω­ποι θα χρεια­στεί να παρα­μεί­νουν σε καρα­ντί­να, για λόγους εθνι­κής ασφά­λειας. Μια ζώνη απο­κλει­σμέ­νη που μοιά­ζει με τηλε­ο­πτι­κές παρα­γω­γές της επο­χής και δεν είναι τυχαίο ότι παρεμ­βάλ­λο­νται σκη­νές παρου­σια­στών της τηλεόρασης

Ένα χαο­τι­κό σενά­ριο, μία εξαι­ρε­τι­κή κινη­μα­το­γρά­φη­ση, όπου κυριαρ­χούν τα παστέλ χρώ­μα­τα, με πλά­να που συνε­παίρ­νουν και ταυ­τό­χρο­να απλώ­νουν το εκλε­πτυ­σμέ­νο χάος, μία εκκε­ντρι­κή εγκε­φα­λι­κή ιστο­ρία, με την οποία είναι μάλ­λον αδύ­να­το να επι­κοι­νω­νή­σεις, να μπεις έστω και μια φορά σοβα­ρά στην υπό­θε­ση. Μία ιστο­ρία, που θέλει να σατι­ρί­σει την επο­χή του Ψυχρού Πολέ­μου και της φοβί­ας των Αμε­ρι­κα­νών για τους εξω­γή­ι­νους, αλλά και οτι­δή­πο­τε μπο­ρεί να χαλά­σει τον «αμε­ρι­κά­νι­κο τρό­πο ζωής». Μια ιστο­ρία αναι­μι­κή, χωρίς δυνα­τά θεμέ­λια, αλλά ταυ­τό­χρο­να ένας στι­λι­στι­κός θρί­αμ­βος, μια ται­νία που τα γεω­με­τρι­κά ντε­κόρ κλέ­βουν την παρά­στα­ση, για ακό­μη μια φορά, απο­σπα­σμα­τι­κές εικό­νες ‑ελα­φρώς ξεθω­ρια­σμέ­νες μαγι­κές καρτ ποστάλ- απί­στευ­της καλ­λι­τε­χνι­κής φαντα­σί­ας και δημιουρ­γί­ας, που συμ­βάλ­λουν τελι­κά μόνο στο εξω­τε­ρι­κό περίβλημα.

Όπως συνή­θως, έτσι και στον Αστε­ροει­δή του, παρε­λαύ­νουν διά­ση­μοι ηθο­ποιοί, από Σκάρ­λετ Γιό­χαν­σον και Τομ Χανκς, μέχρι Έντριαν Μπρό­ντι και Ματ Ντί­λον, αλλά αυτός που φαί­νε­ται ότι παίρ­νει στα σοβα­ρά τον ρόλο του και πασχί­ζει να μετα­φέ­ρει το όποιο μήνυ­μα της ται­νί­ας είναι ο Τζέι­σον Σβάρτσμαν.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Το 1955 σε μια απο­μα­κρυ­σμέ­νη μικρή αμε­ρι­κα­νι­κή πόλη που βρί­σκε­ται κατα­με­σής μιας ερή­μου, πρό­κει­ται να διε­ξα­χθεί ένα συνέ­δριο παρα­τη­ρη­τών των άστρων. Ένας χήρος εγκλω­βί­ζε­ται στην πόλη μαζί με τα τέσ­σε­ρα παι­διά του, εκλι­πα­ρώ­ντας τον πεθε­ρό του να τους σώσει. Ωστό­σο, όσο βρί­σκε­ται εκεί ανα­πτύσ­σει μια σχέ­ση με μια διά­ση­μη ηθο­ποιό και τον γιο της. Τα πράγ­μα­τα περι­πλέ­κο­νται όταν ξαφ­νι­κά ένα ΑΤΙΑ και ένας εξω­γή­ι­νος φτά­νουν στην πόλη και η αμε­ρι­κα­νι­κή κυβέρ­νη­ση βάζει την πόλη σε καραντίνα.

Mediterraneo: Ο Νόμος της Θάλασ­σας (Mediterraneo: The Law of the Sea). Βιο­γρα­φι­κή δρα­μα­τι­κή ται­νία, ισπα­νι­κής και ελλη­νι­κής παρα­γω­γής του 2021, σε σκη­νο­θε­σία Μαρ­σέλ Μπα­ρέ­να, με τους Έντουαρντ Φερ­νά­ντεζ, Ντά­νι Ροβί­τα, Άννα Καστί­γιο, Γιώ­τα Φέστα, Στά­θη Στα­μου­λα­κά­το κ.ά.

Το σπα­ρα­κτι­κό δρά­μα των προ­σφύ­γων, στην περί­ο­δο της κορύ­φω­σής του το 2015, με τα τρα­γι­κά γεγο­νό­τα της Μυτι­λή­νης, μέσα από τις πραγ­μα­τι­κές εμπει­ρί­ες ενός εθε­λο­ντή και ιδρυ­τή μίας ΜΚΟ, του Ισπα­νού Όσκαρ Καμπς. Μια ται­νία, ελλη­νοϊ­σπα­νι­κής συμπα­ρα­γω­γής, που τιμή­θη­κε με τρία βρα­βεία Γκόγια.

Η δύνα­μη μίας φωτο­γρα­φί­ας, εκεί­νης του μικρού Σύριου Άλαν Κούρ­ντι, που το σωμα­τά­κι του ξεβρά­στη­κε νεκρό σε παρα­λία της Λέσβου, θα αφυ­πνί­σει εκα­τομ­μύ­ρια ανθρώ­πους σε όλο τον κόσμο για το προ­σφυ­γι­κό δρά­μα και ανά­με­σά τους και τον Όσκαρ Καμπς, έναν Κατα­λα­νό επι­χει­ρη­μα­τία-ναυα­γο­σώ­στη, που θα τα παρα­τή­σει όλα και θα σπεύ­σει στη Μυτι­λή­νη για να βοη­θή­σει όπως μπο­ρεί, μαζί με έναν συνερ­γά­τη του. Εκεί θα ανα­κα­λύ­ψει μια αδια­νό­η­τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, με χιλιά­δες ανθρώ­πους να θαλασ­σο­πνί­γο­νται για να περά­σουν στην Ευρώπη.

Βασι­σμέ­νη στα πραγ­μα­τι­κά γεγο­νό­τα που έζη­σε ο Καμπς, η ται­νία του Μαρ­σέλ Μπα­ρέ­να («100 Μέτρα») προ­σπα­θεί να αφυ­πνί­σει, να ξυπνή­σει το αίσθη­μα της αλλη­λεγ­γύ­ης, να ταρα­κου­νή­σει τις κυβερνήσεις.

Κάτι που κατα­φέρ­νει σε έναν βαθ­μό, με συντα­ρα­κτι­κές σκη­νές από παρα­λί­ες γεμά­τες από μισο­πνιγ­μέ­νους, άδεια σωσί­βια και νεκρούς, αλλά η ται­νία έχει και αδυ­να­μί­ες τόσο στη δρα­μα­τουρ­γία της όσο και στους χαρα­κτή­ρες. Παρά τις καλές προ­θέ­σεις, ο Μπα­ρέ­να χάνει την ισορ­ρο­πία μετα­ξύ μιας ται­νί­ας αφύ­πνι­σης κι ενός οικο­γε­νεια­κού δρά­μα­τος. Ο ήρω­άς του εξι­δα­νι­κεύ­ε­ται και οι πρό­σφυ­γες χρη­σι­μο­ποιού­νται ως φόντο στην ιστο­ρία, σαν άψυ­χες φιγού­ρες δίπλα στον πλη­θω­ρι­κό πρωταγωνιστή.

Ωστό­σο, η ται­νία παρα­μέ­νει μία υπεν­θύ­μι­ση ενός παγκό­σμιου τρα­γι­κού ζητή­μα­τος ‑η πρό­σφα­τη περί­πτω­ση της Πύλου ενδει­κτι­κή- ενός δρά­μα­τος που δεν δεί­χνει να έχει τελειω­μό, όσο συνε­χί­ζο­νται οι πόλε­μοι, οι συγκρού­σεις, η πεί­να, η εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­πων και η Δύση αρνεί­ται να κοι­τά­ξει βαθύ­τε­ρα στις τερά­στιες ευθύ­νες της.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Φθι­νό­πω­ρο του 2015. Δύο Ισπα­νοί ναυα­γο­σώ­στες ταξι­δεύ­ουν στη Λέσβο λίγο αφού είδαν τη συγκλο­νι­στι­κή φωτο­γρα­φία ενός μικρού αγο­ριού που πνί­γη­κε στη Μεσό­γειο. Κατα­φθά­νουν εκεί για να ανα­κα­λύ­ψουν μια αδια­νό­η­τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα: χιλιά­δες άνθρω­ποι δια­κιν­δυ­νεύ­ουν τη ζωή τους καθη­με­ρι­νά προ­σπα­θώ­ντας να δια­σχί­σουν τη θάλασ­σα, θέλο­ντας να ξεφύ­γουν από τον πόλε­μο. Αυτό, όμως, που τους προ­ξε­νεί την πιο αλγει­νή εντύ­πω­ση είναι ότι κανείς δεν προ­βαί­νει σε καμία διάσωση.

Ντε­τέ­κτιβ Μάρ­λο­ου (Marlowe). Περι­πέ­τεια μυστη­ρί­ου, αμε­ρι­κα­νι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Νιλ Τζόρ­νταν, με τους Λίαμ Νισον, Νταϊ­άν Κρού­γκερ, Τζέ­σι­κα Λανγκ, Άλαν Κάμινγκ, Ντά­νι Χιού­στον κ.ά.

Δύο Ιρλαν­δοί, συνο­μή­λι­κοι, που έχουν ξανα­συ­νερ­γα­στεί κατά το παρελ­θόν, στο δυνα­τό «Μάικλ Κόλινς», συνα­ντού­νται και πάλι στα πλα­τό, για ένα υπο­σχό­με­νο νεο-νουάρ, που παρα­πέ­μπει στα έργα του Ρέι­μοντ Τσά­ντλερ και κατα­φέρ­νουν να τα κάνουν όλα λάθος, να παρα­δώ­σουν τελι­κώς μία από τις πλέ­ον βαρε­τές ται­νί­ες της χρονιάς.

Ο Λίαμ Νίσον, που συνε­χί­ζει την κατη­φο­ρι­κή του πορεία ακά­θε­κτος, στην 100η ται­νία του, υπο­δυό­με­νος αυτή τη φορά τον ντε­τέ­κτιβ Μάρ­λο­ου, έχει για σκη­νο­θέ­τη τον κατα­ξιω­μέ­νο Νιλ Τζόρ­νταν, στην πιο κακή σκη­νο­θε­τι­κή του στιγ­μή, να κάνει αγγα­ρεία, παρα­δο­μέ­νο στο κάκι­στο μοντάζ και το ασυ­νάρ­τη­το σενάριο.

Ο ιδιω­τι­κός ντε­τέ­κτιβ Φίλιπ Μάρ­λο­ου, προ­σλαμ­βά­νε­ται από μία λαμπε­ρή πλού­σια κλη­ρο­νό­μο για να βρει τον νεα­ρό ερα­στή της, σε μία φαι­νο­με­νι­κά απλή υπό­θε­ση αλλά μπλέ­κε­ται στα άδυ­τα της κινη­μα­το­γρα­φι­κής βιο­μη­χα­νί­ας του Χόλιγουντ.

Το σενά­ριο, που βασί­ζε­ται σε μυθι­στό­ρη­μα που έγρα­ψε το 2014 ο Μπέν­τζα­μιν Μπλακ, απο­τε­λεί ένα από τα βασι­κά προ­βλή­μα­τα της ται­νί­ας, μίας προ­σπά­θειας ανα­βί­ω­σης του φιλμ νουάρ, καθώς αμέ­σως μετά την εναρ­κτή­ρια σεκάνς, δεί­χνει εντε­λώς ασυ­νάρ­τη­το, παρα­γε­μι­σμέ­νο με αδιά­φο­ρες υπο­ΐ­στο­ρί­ες και φανε­ρά ότι είναι αδύ­να­το να κρα­τή­σει το ενδια­φέ­ρον του θεα­τή. Περισ­σό­τε­ρο μοιά­ζει με απο­τυ­χη­μέ­νη απο­μί­μη­ση άλλων ται­νιών της-νουάρ, παρά για ζωντά­νε­μα της είδους και παρό­τι η υπό­θε­ση τοπο­θε­τεί­ται στη νοσταλ­γι­κή επο­χή της δεκα­ε­τί­ας του ’30.

Από ένα σημείο και μετά μοιά­ζει αδύ­να­το να παρα­κο­λου­θή­σεις την υπό­θε­ση, που φλυα­ρεί ασκό­πως και εξε­λίσ­σε­ται σε φάρ­σα, παρά της σινε­φι­λι­κές ανα­φο­ρές του Τζόρ­νταν. Επι­πλέ­ον, οι χαρα­κτή­ρες είναι εκνευ­ρι­στι­κά ψεύ­τι­κοι, εκτός τόπου και χρό­νου, ενώ οι ερμη­νεί­ες θυμί­ζουν κακο­παιγ­μέ­νο θέα­τρο, μια παρω­δία του δοξα­σμέ­νου κινη­μα­το­γρα­φι­κού είδους, στην οποία συμ­με­τέ­χουν ως καρι­κα­τού­ρες «φαμ φατάλ» οι Τζέ­σι­κα Λανγκ και Νταϊ­άν Κρούγκερ.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μία μυστη­ριώ­δης πλού­σια γυναί­κα ανα­θέ­τει στον ντε­τέ­κτιβ Μάρ­λο­ου την ανα­ζή­τη­ση του πρώ­ην ερα­στή της. Σύντο­μα ο Μάρ­λο­ου θα δια­πι­στώ­σει ότι αυτή η υπό­θε­ση ρου­τί­νας είναι πιο περί­πλο­κη από όσο περίμενε.

Το Χρο­νι­κό Ενός Εφή­με­ρου Έρω­τα (Chronique d’ une Liaison Passagere). Αισθη­μα­τι­κή κομε­ντί, γαλ­λι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Εμα­νου­έλ Μου­ρέ, με τους Βεν­σάν Μακέν, Σαντρίν Κιμπερ­λέν, Τζόρ­τζια Σκα­λιέ κ.ά.

Ο Εμα­νου­έλ Μου­ρέ, βρί­σκε­ται ξανά στο οικείο για αυτόν είδος της αισθη­μα­τι­κής κομε­ντί και αν και λιγό­τε­ρο ανά­λα­φρος δια­τη­ρεί την ειρω­νι­κή του ματιά και την επιρ­ροή του από τον Ρομέρ, ίσως και ο βασι­κός λόγος για να προ­βλη­θεί το φιλμ στο περ­σι­νό Φεστι­βάλ των Καννών.

Με τη γνώ­ρι­μη φλυα­ρία του να έχει μειω­θεί ελα­φρώς, ο Μου­ρέ θα στή­σει μία καλο­κουρ­δι­σμέ­νη ρομα­ντι­κή κομε­ντί εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κών χαρα­κτή­ρων και καλυμ­μέ­νων συναι­σθη­μά­των, αλλά πάντα με μία ανα­λυ­τι­κή αφή­γη­ση, που προ­κα­λεί χάσμα­τα και ορι­σμέ­νες φορές μία εξε­ζη­τη­μέ­νη από­στα­ση από τους ήρω­ές του και την κεντρι­κή του ιδέα, τους ανε­ξε­ρεύ­νη­τους μηχα­νι­σμούς του έρωτα.

Μια ανύ­πα­ντρη και νευ­ρω­τι­κή μητέ­ρα και ένας παντρε­μέ­νος, που δεν έχει απα­τή­σει ποτέ τη γυναί­κα του, γίνο­νται ερα­στές. Βλέ­πο­νται περι­στα­σια­κά για να μην ερω­τευ­τούν, γνω­ρί­ζο­ντας ότι η σχέ­ση τους δεν μπο­ρεί να έχει μέλλον.

Σε είκο­σι επει­σό­δια, που θα κρα­τή­σουν πάνω από έξι μήνες, περι­γρά­φο­νται οι συνα­ντή­σεις του παρά­νο­μου ζευ­γα­ριού, ενώ ο Μου­ρέ τις περισ­σό­τε­ρες φορές πετυ­χαί­νει να διεισ­δύ­σει με χιού­μορ στα ερω­τι­κά παι­χνί­δια, τη δύνα­μη της αγά­πης και της συντρο­φι­κό­τη­τας, απο­γυ­μνώ­νο­ντας τους χαρα­κτή­ρες του, αλλά όχι και το ζητού­με­νο, που είναι η ανά­γκη της ανθρώ­πι­νης επα­φής, ενός κόσμου μαθαί­νει να ζει με την αποξένωση.

Μια ται­νία που θα ήθε­λε να είναι πικά­ντι­κη, να ελκύ­ει με τους δια­λό­γους της, αλλά που περιο­ρί­ζει το ενδια­φέ­ρον της στον πλού­το των συναι­σθη­μά­των του πρω­τα­γω­νι­στι­κού ζεύ­γους, τα οποία εξυ­πη­ρε­τούν ικα­νο­ποι­η­τι­κά η Κιμπερ­λέν και ο Μακέν.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια ανύ­πα­ντρη μητέ­ρα και ένας παντρε­μέ­νος άντρας γίνο­νται ερα­στές. Έχουν δεσμευ­τεί να βλέ­πο­νται μόνο περι­στα­σια­κά και να μην αφε­θούν να ερω­τευ­τούν ο ένας τον άλλον, γνω­ρί­ζο­ντας πολύ καλά ότι η σχέ­ση τους δεν έχει μέλ­λον. Ωστό­σο, εκπλήσ­σο­νται όλο και περισ­σό­τε­ρο από τη σύμπνοια, την καλή συνύ­παρ­ξή τους.

Μαθή­μα­τα Απο­πλά­νη­σης (No Hard Feelings). Κωμω­δία, αμε­ρι­κα­νι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Τζιν Στου­πνί­τσκι, με τους Τζέ­νι­φερ Λόρενς, Άντριου Φέλ­ντμαν, Μάθιου Μπρό­ντε­ρικ, Νατα­λί Μορά­λες κ.ά.

Ται­νία μοι­ρα­σμέ­νη άνι­σα και διστα­κτι­κά, μετα­ξύ κωμω­δί­ας ενη­λι­κί­ω­σης και σεξο­κω­μω­δί­ας, αλλά γυρι­σμέ­νη με νεύ­ρο από τον Τζιν Στου­πνί­τσκι («Good boys») και σε παρα­γω­γή της πρω­τα­γω­νί­στριας Τζέ­νι­φερ Λόρενς.

Η δια­σκε­δα­στι­κή ως ένα σημείο ται­νία, είναι περισ­σό­τε­ρο μια επι­δερ­μι­κή κωμω­δία ενη­λι­κί­ω­σης και μία κεκα­λυμ­μέ­νη σεξο­κω­μω­δία, που απευ­θύ­νε­ται κυρί­ως στο ευρύ αμε­ρι­κα­νι­κό κοι­νό. Έχει ορι­σμέ­να αστεία γκαγκς, σκη­νές που βγά­ζουν γέλιο, αλλά και μία ροπή προς τη χοντρο­κομ­μέ­νη φάρ­σα, απευ­θυ­νό­με­νη στο πολύ νεα­νι­κό κοινό.

Η ιστο­ρία δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στη Νέα Υόρ­κη, με τη Μάντι, μια κοπέ­λα που εργά­ζε­ται ως οδη­γός και βρί­σκε­ται σε οικο­νο­μι­κό αδιέ­ξο­δο, χάνει το αυτο­κί­νη­τό της και απο­φα­σί­ζει να δοκι­μά­σει σε κάτι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό, όταν απα­ντά σε μία «γκρί­ζα» αγγε­λία, στην οποία πλού­σιοι υπερ­προ­στα­τευ­τι­κοί γονείς ψάχνουν μία γυναί­κα που θα «κάνει άντρα» τον 19χρονο μπέ­μπη τους.

Η Λόρενς, που δεν διστά­ζει να δοκι­μά­ζει σε δια­φο­ρε­τι­κά είδη, είναι η ξελο­γιά­στρα, ο ντρο­πα­λός γιος ο ανερ­χό­με­νος Άντριου Φέλ­ντμαν και ο πατέ­ρας του ο γρα­φι­κός Μάθιου Μπρόντερικ.

Ο σκη­νο­θέ­της, τσα­λα­βου­τά τόσο στην ιτα­λι­κή σεξο­κω­μω­δία όσο και στην αμε­ρι­κά­νι­κη χοντρο­κομ­μέ­νη φάρ­σα, κάπου κατα­φέρ­νει να μας πιτσι­λί­σει με κάποια αστεία, αλλά τις περισ­σό­τε­ρες φορές γλι­στρά­ει στα εύκο­λα κλι­σέ, τις μού­τες, στην υπερ­βο­λή και σε σχη­μα­τι­κούς χαρακτήρες.

Το κυριό­τε­ρο, όμως, η ται­νία του, πάσχει από την έλλει­ψη τολ­μη­ρό­τη­τας, που πρέ­πει να δια­θέ­τει αυτή η υβρι­δι­κή κωμω­δία και το μόνο που απο­μέ­νει σε σχέ­ση με τις απο­λαυ­στι­κές ιτα­λι­κές σεξο­κω­μω­δί­ες είναι η αντι­στρο­φή των κύριων ρόλων, καθώς η γυναί­κα είναι αυτή που έχει τον πρώ­το λόγο και τα κου­μά­ντα και όχι ο άντρας. Αλλά ακό­μη και αυτή η επι­λο­γή είναι προ­σχη­μα­τι­κή και αρκού­ντως αδιάφορη.

Η Τζέ­νι­φερ Λόρενς δεν είναι με τίπο­τα Σοφία Λόρεν, αλλά έχει τις καλές της στιγ­μές, ο Άντριου Φέλ­ντμαν δεί­χνει ότι γνω­ρί­ζει τον αυτο­σχε­δια­σμό και την κωμωδία.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στα πρό­θυ­ρα της χρε­ο­κο­πί­ας, η Μάντι ψάχνει τρό­πους να καλύ­ψει το χρέ­ος και ανα­κα­λύ­πτει μια παρά­ξε­νη, πλην προ­σο­δο­φό­ρα αγγε­λία: πλού­σιοι υπερ­προ­στα­τευ­τι­κοί γονείς ανα­ζη­τούν κάποια να βγει ραντε­βού με τον ντρο­πα­λό και εσω­στρε­φή 19χρονο γιο τους, τον Πέρ­σι, προ­τού εκεί­νος φύγει για σπουδές.

Μυστι­κός πρά­κτο­ρας (El Αgente Τopo). Ντο­κι­μα­ντέρ, χιλια­νής και διε­θνούς συμπα­ρα­γω­γής του 2020, σε σκη­νο­θε­σία Μάι­τε Αλμπέρ­τι, με τον Σέρ­χιο Χάμι.

Από τα καλύ­τε­ρα ντο­κι­μα­ντέρ μυθο­πλα­σί­ας των τελευ­ταί­ων ετών, που ήταν και υπο­ψή­φιο για Όσκαρ Καλύ­τε­ρης Διε­θνούς Ται­νί­ας για τη Χιλή, βγαί­νει με τρία χρό­νια καθυ­στέ­ρη­ση στους κινη­μα­το­γρά­φους. Μία έκπλη­ξη, για την αφη­γη­μα­τι­κή της ικα­νό­τη­τα, τον ευρη­μα­τι­κό και χιου­μο­ρι­στι­κό τρό­πο προ­σέγ­γι­σης ενός σοβα­ρού θέμα­τος, όπως είναι ο στο­χα­σμός για τα γηρα­τειά, τη μονα­ξιά και τη συμπόνια.

Η έμπει­ρη ντο­κι­μα­ντε­ρί­στρια Μάι­τε Αλμπέρ­τι, βάζο­ντας μπρο­στά την καρ­διά της και τις καλύ­τε­ρες των προ­θέ­σε­ων, θα στή­σει ένα φιλμ, που θα μπο­ρού­σε με ελά­χι­στες τρο­πο­ποι­ή­σεις να είναι μία θαυ­μά­σια κωμω­δία εγκλή­μα­τος, Ένας 83χρονος που αρνεί­ται ψυχο­λο­γι­κά να δεχθεί τα γερά­μα­τα, θα προ­σλη­φθεί ως μυστι­κός πρά­κτο­ρας από έναν ντε­τέ­κτιβ για να μπει σε ένα γηρο­κο­μείο σαν τρό­φι­μος και να συλ­λέ­ξει πλη­ρο­φο­ρί­ες που αφο­ρούν μία ηλι­κιω­μέ­νη, που πιθα­νώς έχει πέσει θύμα κακο­ποί­η­σης και κλοπής.

Το ανά­λα­φρο και σπιρ­τό­ζι­κο σενά­ριο, μας βάζει από την αρχή στο κλί­μα της ται­νί­ας, φιλο­τε­χνεί το πορ­τρέ­το του κεντρι­κού ήρωα και με μία εξαι­ρε­τι­κή αφη­γη­τι­κή ικα­νό­τη­τα, η Αλμπέρ­τι μας βάζει στο γηρο­κο­μείο και τους τρο­φί­μους του, τους οποί­ους ούτε για μια στιγ­μή δεν τους αντι­με­τω­πί­ζει ως γρα­φι­κούς και συμπα­θείς γέρους ή κωμι­κές φιγού­ρες, αλλά ως πραγ­μα­τι­κούς ανθρώ­πους, με τα προ­βλή­μα­τά τους και την υπο­χρέ­ω­σή τους να συμ­βιώ­σουν στις συν­θή­κες ενός γηρο­κο­μεί­ου, που μάλ­λον αγνοούμε.

Με αφο­πλι­στι­κή ειλι­κρί­νεια η σκη­νο­θέ­τις μαζί με τη συναι­σθη­μα­τι­κή μετα­στρο­φή του 83χρονου, όταν αρχί­ζει να έρχε­ται κοντά στους τρό­φι­μους του γηρο­κο­μεί­ου, βάζει και τον θεα­τή εντός του προ­βλή­μα­τος, που δεν είναι άλλο από τα γηρα­τειά, την αξιο­πρέ­πεια μπρο­στά στο τέλος της ζωής. Και το κάνει υπέ­ρο­χα, συγκι­νη­τι­κά, τεκ­μη­ριω­μέ­να, έχο­ντας τον θαυ­μά­σιο Σέρ­χιο Χάμι ως οδη­γό σε ένα ταξί­δι για το φυσι­κό τέλος της ανθρώ­πι­νης πορείας.

Ακό­μη προ­βάλ­λο­νται οι ταινίες:

Σκο­τει­νοί Δολο­φό­νοι (Sweet Smell of Success). Αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό δρά­μα, γυρι­σμέ­νο το 1957 από τον Αλε­ξά­ντερ Μακέ­ντρικ, με τον Τόνι Κέρ­τις και τον Μπαρτ Λάν­κα­στερ, του οποί­ου η εται­ρεία ανέ­λα­βε και την παρα­γω­γή. Θαυ­μά­σιο σενά­ριο, βασι­σμέ­νο σε διή­γη­μα του Έρνεστ Λέμαν, που σκια­γρα­φεί αρι­στο­τε­χνι­κά τους δυο βασι­κούς χαρα­κτή­ρες και τα παρα­σκή­νια στο χώρο του θεά­μα­τος και της δημο­σιο­γρα­φί­ας. Ο Λάν­κα­στερ είναι ο πανί­σχυ­ρος Νεο­ϋ­ορ­κέ­ζος αρθρο­γρά­φος που χει­ρα­γω­γεί την κοι­νή γνώ­μη και τους ανθρώ­πους του θεά­μα­τος και κάνει ό,τι μπο­ρεί για να μην παντρευ­τεί η αδελ­φή του έναν μου­σι­κό της τζαζ, ενώ ο Κέρ­τις είναι ένας νεα­ρός φιλό­δο­ξος ατζέ­ντης, ένας αρι­βί­στας που θέλει να κατα­ξιω­θεί με κάθε κόστος στο θεα­τρι­κό χώρο, να κατα­κτή­σει το «αμε­ρι­κά­νι­κο όνει­ρο». Πανέ­μορ­φη ται­νία, η οποία δεν άρε­σε αρχι­κά στο κοι­νό της επο­χής, λόγω της απαι­σιο­δο­ξί­ας της, καθώς το τέλος βρί­σκει τους δυο πρω­τα­γω­νι­στές τσα­κι­σμέ­νους, ο πρώ­τος κάτω από το βάρος των φιλο­δο­ξιών του και ο δεύ­τε­ρος ανα­κα­λύ­πτο­ντας το κακό που κάνει θέλο­ντας να χει­ρα­γω­γεί τους πάντες. Και οι δυο τους ξέπνο­οι σε έναν κόσμο που συνε­χί­ζει να κινεί­ται το ίδιο αμο­ρα­λι­στι­κά, καθώς ο Τύπος ψάχνει αδια­τά­ρα­χτος την είδη­ση που θα «που­λή­σει» και τους ανθρώ­πους του θεά­μα­τος έτοι­μους για κάθε ηθι­κή και καλ­λι­τε­χνι­κή παρα­χώ­ρη­ση προ­κει­μέ­νου να κάνουν ακό­μη μία επι­τυ­χία. Τρο­με­ρός ο Λάν­κα­στερ, ενώ ο Τόνι Κέρ­τις για πρώ­τη φορά δεί­χνει ότι μπο­ρεί να συντα­ρά­ξει και σε ένα δρα­μα­τι­κό σκο­τει­νό ρόλο.

Ό,τι μου Αρνή­θη­καν οι Άνθρω­ποι (Umberto D.). Από τις κορυ­φαί­ες στιγ­μές του ιτα­λι­κού νεο­ρε­α­λι­σμού, από τον πατέ­ρα του είδους Βιτό­ριο ντε Σίκα. Τέσ­σε­ρα χρό­νια έπει­τα από το ανε­πα­νά­λη­πτο αρι­στούρ­γη­μα «Κλέ­φτης Ποδη­λά­των», ο ντε Σίκα θα παρα­δώ­σει το 1952 ένα τρυ­φε­ρό ανθρώ­πι­νο, συγκλο­νι­στι­κό πορ­τρέ­το, ενός γηραιού φτω­χού συντα­ξιού­χου, που έχει για μονα­δι­κή συντρο­φιά ένα σκυ­λά­κι και κιν­δυ­νεύ­ει με έξω­ση. Ο Βιτό­ριο ντε Σίκα περι­γρά­φει τις δυσκο­λί­ες της ζωής στη μετα­πο­λε­μι­κή Ιτα­λία, μία χώρα ηττη­μέ­νη, κατα­κερ­μα­τι­σμέ­νη, χωρίς καμία μέρι­μνα για τους ανή­μπο­ρους, κοι­τώ­ντας μόνο την επι­φά­νεια, τον στό­χο του «οικο­νο­μι­κού θαύ­μα­τος». Με ανα­τρι­χια­στι­κή απλό­τη­τα, σπα­ρα­κτι­κά, ανα­δει­κνύ­ει την απελ­πι­σία, την περι­θω­ριο­ποί­η­ση, τη μελαγ­χο­λία, αλλά και το μεγα­λείο της ανθρω­πιάς, ενώ ταυ­τό­χρο­να σχο­λιά­ζει, με τον δικό του, μονα­δι­κό τρό­πο, την αγριό­τη­τα των επο­χών που θα ακο­λου­θή­σουν. Το σενά­ριο του μέγι­στου Τσέ­ζα­ρε Τζα­βα­τί­νι ήταν υπο­ψή­φιο για Όσκαρ, ενώ τον βασι­κό ρόλο κρα­τά έξο­χα ο ερα­σι­τέ­χνης ηθο­ποιός Κάρ­λο Μπατίστι.

Καθα­για­σμός (Consecration). Ατμο­σφαι­ρι­κή ται­νία τρό­μου, βρε­τα­νι­κής και αμε­ρι­κα­νι­κής παρα­γω­γής του 2022, γυρι­σμέ­νη με φόντο τα άγρια Χάι­λαντς. Μετά τον ύπο­πτο θάνα­το του ιερέα αδελ­φού της σε ένα μονα­στή­ρι στη Σκω­τία, μια πετυ­χη­μέ­νη οφθαλ­μί­α­τρος στο Λον­δί­νο θα μετα­βεί εκεί, αρνού­με­νη ότι πρό­κει­ται για αυτο­κτο­νία, για να απο­κα­λύ­ψει φόνους, ιερο­συ­λί­ες και σκο­τει­νά μυστι­κά. Η σκη­νο­θε­σία είναι του Κρί­στο­φερ Σμιθ και παί­ζουν οι Τζέ­να Μαλό­ουν, Ντά­νι Χιού­στον, Τζά­νετ Σούζ­μαν κ.ά.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο