Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τιτσιάνο: «Ποιητής» του χρώματος και του φωτός

«Από τον Τιτσιά­νο στον Πιέ­ρο ντα Κορ­τό­να: Το Ιερό — ο Μύθος — η Ποί­η­ση», είναι ο τίτλος της έκθε­σης, που πραγ­μα­το­ποιεί­ται στο Μου­σείο Κυκλα­δι­κής Τέχνης, σε συνερ­γα­σία με την Πρε­σβεία της Ιτα­λί­ας στην Ελλά­δα. Είκο­σι τέσ­σε­ρα συνο­λι­κά έργα από μεγά­λα Μου­σεία και Ιδρύ­μα­τα της Ιτα­λί­ας, εκ των οποί­ων τα επτά είναι ιδιό­χει­ρες δημιουρ­γί­ες του Βενε­τού καλ­λι­τέ­χνη Τιτσιά­νο Βετσέ­λιο (1488–1576), απο­κα­λύ­πτουν την εξέ­λι­ξη της καλ­λι­τε­χνι­κής ανα­ζή­τη­σης στην Ιτα­λία κατά τον 16ο και τον 17ο αιώ­να. Η έκθε­ση, χρο­νο­λο­γι­κά, «ανοί­γει» με τους πίνα­κες του μεγά­λου ανα­γεν­νη­σια­κού ζωγρά­φου, του Τιτσιά­νο , και φτά­νει ως τις ανα­ζη­τή­σεις του μανιε­ρι­σμού και του μπα­ρόκ, μέσα από το έργο των: Τζιο­βά­νι Κοντα­ρί­νι, Ανί­μπα­λε Καρά­τσι, Γιά­κο­μπο Λιγκό­τσι, Πιέ­ρο ντα Κορ­τό­να, Γιά­κο­μπο Νεγκρέ­τι, Τζο­βά­νι Κοντα­ρί­νι, Πιέ­ρο Μπε­ρε­τί­νι (γνω­στός ως Πιέ­ρο ντα Κορ­τό­να) κ.ά.

Σφράγισε τη ζωγραφική της Αναγέννησης

Αυτοπροσωπογραφία, 1567, λάδι σε μουσαμά, 86×65 εκ., Μουσείο Πράδο

Αυτο­προ­σω­πο­γρα­φία, 1567, λάδι σε μου­σα­μά, 86×65 εκ., Μου­σείο Πράδο

Ο Τιτσιά­νο σφρά­γι­σε με την τέχνη του τη ζωγρα­φι­κή της Ανα­γέν­νη­σης. Πρω­τα­γω­νι­στι­κή καλ­λι­τε­χνι­κή φυσιο­γνω­μία της Βενε­τί­ας, επι­βλή­θη­κε ως επί­ση­μος προ­σω­πο­γρά­φος των πιο μεγά­λων αυλών της βόρειας Ιτα­λί­ας και έγι­νε ο ευνο­ού­με­νος ζωγρά­φος του Κάρο­λου Ε‘. Χαρα­κτη­ρί­στη­κε σαν ο «μεγα­λύ­τε­ρος τεχνί­της της ζωγρα­φι­κής», «ποι­η­τής που εκφρά­ζε­ται με το χρώ­μα και το φως». Ενας μεγά­λος δημιουρ­γός, που η μακρό­χρο­νη ζωή του, τού επέ­τρε­ψε να δια­τρέ­ξει όλες τις φάσεις της ζωγρα­φι­κής του 16ου αιώ­να, από την Ανα­γέν­νη­ση στο Μανιε­ρι­σμό και παρα­πέ­ρα. Ομως, παρό­λο που δέχτη­κε τις επι­δρά­σεις του μανιε­ρι­σμού, με τα μυώ­δη γυμνά, τις γλυ­πτι­κές στά­σεις, τις κινή­σεις των σωμά­των σε κυκλι­κά σχή­μα­τα, οι μορ­φές του παρα­μέ­νουν πιστές σε έναν «παλ­λό­με­νο νατου­ρα­λι­σμό, που ανα­πή­δη­σε από τη νέα σχέ­ση ανά­με­σα στη μορ­φή και το περι­βάλ­λον». Η Ανα­γέν­νη­ση του Τιτσιά­νο δεν μπο­ρεί να κατα­νοη­θεί μέσα από το πρί­σμα της «άνυ­δρης» επι­στρο­φής στα ιδε­ώ­δη της αρχαιό­τη­τας. Το έργο του δε σημα­το­δο­τή­θη­κε από την αγά­πη προς τα αρχαία ιδε­ώ­δη — γεγο­νός για το οποίο κατη­γο­ρή­θη­κε από τον Μιχα­ήλ Αγγε­λο — όσο για τον ουμα­νι­σμό του.

Μαθη­τής του Τζιο­βά­νι Μπε­λί­νι συνερ­γά­στη­κε με τον Τζορ­τζό­νε, έναν από τους σύγ­χρο­νους ζωγρά­φους που δρα­στη­ριο­ποιού­νταν τότε στη Βενε­τία. Τα πρώ­τα του έργα είναι ποτι­σμέ­να από την τέχνη του Τζορ­τζό­νε, για να ακο­λου­θή­σει, αργό­τε­ρα, ένα ανα­γνω­ρί­σι­μο καλ­λι­τε­χνι­κό ιδί­ω­μα, το οποίο «απο­μα­κρύ­νε­ται», όπως σημειώ­νει ο επι­με­λη­τής της έκθε­σης Τζ. Μορέ­λο, «τόσο από τον “λυρι­κά ονει­ρε­μέ­νο κόσμο του Τζορ­τζό­νε”, όσο και από τη “στε­γνή, ωμή και επι­τη­δευ­μέ­νη τεχνο­τρο­πία” του Τζ. Μπε­λί­νι». Ο Τιτσιά­νο έπλα­σε μιαν εικα­στι­κή γλώσ­σα «ικα­νή», σύμ­φω­να με τον Γκαί­τε, «να πει τα πάντα».

Η ώρι­μη δημιουρ­γία του είναι «συνώ­νυ­μη», ανα­φέ­ρει η Ελλη­νί­δα επι­με­λή­τρια της έκθε­σης Μαρία Τόλη, «με το χρώ­μα, το φως που δια­λύ­ει τα περι­γράμ­μα­τα, την κίνη­ση και την έντα­ση, την εσω­τε­ρι­κή δύνα­μη, το χαρού­με­νο οπτι­μι­σμό και τον αισθη­σια­σμό». Αγα­πη­μέ­νος πορ­τρε­τί­στας των δυνα­τών της επο­χής του, ο Τιτσιά­νο ασχο­λή­θη­κε και με τη «μυθο­λο­γι­κή ζωγρα­φι­κή», με πίνα­κες που προ­έρ­χο­νται, ως προς το θέμα τους, από τα κλα­σι­κά ποι­ή­μα­τα. «Μια ποι­η­τι­κή εικο­νο­γρά­φη­ση», όπως σημειώ­νει ο Νικό­λα­ος Χρ. Στα­μπο­λί­δης, για έργα εμπνευ­σμέ­να από την ελλη­νι­κή μυθο­λο­γία, την οποία τόλ­μη­σε να βάλει στον καμ­βά του, όπως την κατέ­γρα­ψαν οι ποι­η­τές Ορά­τιος και Θεόφραστος.

Τα τελευ­ταία χρό­νια της ζωής του, ο Τιτσιά­νο ήταν αδιά­φο­ρος για την επι­δο­κι­μα­σία της πρι­γκι­πι­κής του πελα­τεί­ας, αλλά και των νέων ζωγρά­φων που τον είχαν ως πρό­τυ­πο, δε ζωγρά­φι­ζε πια, παρά για τον εαυ­τό του. Κυρί­ως, δόθη­κε στην αγά­πη του για το χρώ­μα, που έφτα­σε με το πινέ­λο, τη βούρ­τσα, ακό­μη και τα δάχτυ­λά του, σε μιαν έκφρα­ση παραι­σθη­σια­κή, η οποία προ­οιω­νι­ζό­ταν τον Ρενουάρ, τον Μπο­νάρ και τον Τάρνερ.

Από τον «Αγιο Ιάκωβο» …στην «Αφροδίτη»

Η γυμνή ή ημί­γυ­μνη Αφρο­δί­τη απο­τε­λεί ένα από τα κυρί­αρ­χα θέμα­τα της ζωγρα­φι­κής παρα­γω­γής του Τιτσιά­νο , ξεκι­νώ­ντας από την «Κοι­μω­μέ­νη Αφρο­δί­τη» (Δρέσ­δη), έργο που παρέ­μει­νε ημι­τε­λές λόγω του θανά­του του Τζορ­τζό­νε και ολο­κλη­ρώ­θη­κε από τον ίδιο τον Τιτσιά­νο . Η συγκε­κρι­μέ­νη εικο­νο­γρα­φία επα­να­λαμ­βά­νε­ται από τον καλ­λι­τέ­χνη σε διά­φο­ρους άλλους πίνα­κες, όπως στο περί­φη­μο έργο «Αφρο­δί­τη του Ουρ­μπί­νο», στην «Αφρο­δί­τη με μου­σι­κό που παί­ζει λαού­το», στην «Αφρο­δί­τη με οργα­νί­στα» κ.ά. Στην έκθε­ση παρου­σιά­ζε­ται ο γνω­στός πίνα­κας ««Αφρο­δί­τη με Ερω­τι­δέα, σκύ­λο και πέρ­δι­κα», από την Πινα­κο­θή­κη Ουφί­τσι, έργο που απο­τε­λεί προ­άγ­γε­λο για την «Ολυ­μπία» του Μανέ. Ο πίνα­κας, δώρο στον Κόζι­μο Β’ των Μεδί­κων, είχε χαρα­κτη­ρι­στεί στην επο­χή του ως «πράγ­μα άξιο μεγά­λου θαυ­μα­σμού και σεβασμού».

Στον τομέα της θρη­σκευ­τι­κής ζωγρα­φι­κής, καθώς επί­σης και στον τομέα των ρετάμπλ (μεγά­λοι πίνα­κες για την Αγία Τρά­πε­ζα), ο Τιτσιά­νο έφτα­σε σε εκπλη­κτι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα. Μολο­νό­τι έμει­νε πιστός στα νέα εικο­νο­γρα­φι­κά πρό­τυ­πα που υπα­γο­ρεύ­τη­καν κατά τη Σύνο­δο του Τρέ­ντο (1545–1563), ακο­λού­θη­σε μια προ­σω­πι­κή πορεία. Στην έκθε­ση δεσπό­ζει ο μεγά­λος πίνα­κας από την εκκλη­σία του Σαν Λίο της Βενε­τί­ας, όπου εικο­νί­ζε­ται ο «Αγιος Ιάκω­βος οδοι­πό­ρος», το έργο της όψι­μης περιό­δου του, «Ο μαστι­γω­μέ­νος Χρι­στός» (Πινα­κο­θή­κη Μπορ­γκέ­ζε), «Η μετα­νο­ού­σα Μαγδα­λη­νή» από το Μου­σείο του Καπο­ντι­μό­ντε, θέμα που ο Τιτσιά­νο επα­να­λάμ­βα­νε κατά τη διάρ­κεια της μακρό­χρο­νης καλ­λι­τε­χνι­κής του πορεί­ας. Σ’ αυτήν την ενό­τη­τα ξεχω­ρι­στή θέση κατέ­χει ο «Μυστι­κός δεί­πνος» του Ουρ­μπί­νο, στο οποίο ο Τιτσιά­νο εγκα­τα­λεί­πει την παρα­δο­σια­κή ορι­ζό­ντια απει­κό­νι­ση για να επι­στρέ­ψει σε μια κλει­στή και κυκλι­κή σκη­νή, που παρα­πέ­μπει σε μεσαιω­νι­κά και βυζα­ντι­νά πρότυπα.

Μία ακό­μη πλευ­ρά της ζωγρα­φι­κής του — από τις πιο αξιό­λο­γες — είναι οι προ­σω­πο­γρα­φί­ες. Οπως έγρα­ψε ο «πατέ­ρας» της Ιστο­ρί­ας της Τέχνης, Τζ. Βαζά­ρι, «δεν υπήρ­χε σχε­δόν κανέ­νας ονο­μα­στός άρχο­ντας, ούτε πρί­γκι­πας, ούτε μεγά­λη κυρία, που να μην είχε απει­κο­νι­στεί από τον Τιτσιά­νο ». Στους πίνα­κές του, δεν απο­δί­δει μόνο τα σωμα­τι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά, ή τις ψυχο­λο­γι­κές ιδιαι­τε­ρό­τη­τες των δια­φό­ρων μορ­φών. Οι προ­σω­πο­γρα­φί­ες του απο­τε­λούν, επί­σης, ιστο­ρι­κές μαρ­τυ­ρί­ες, καθώς ο ζωγρά­φος δίνει ιδιαί­τε­ρη βαρύ­τη­τα στα αντι­κεί­με­να της περι­βο­λής — ενδυ­μα­σία, κοσμή­μα­τα, πανο­πλί­ες — που απο­κα­λύ­πτουν άμε­σα το κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο των εικο­νι­ζό­με­νων, τον πολι­τι­κό τους ρόλο ή την πολι­τι­κή τους σημα­σία. Στο Μου­σείο Κυκλα­δι­κής Τέχνης φιλο­ξε­νεί­ται η «Προ­σω­πο­γρα­φία μου­σι­κού» (Ρώμη, Πινα­κο­θή­κη Σπά­ντα), νεα­νι­κό έργο του Τιτσιά­νο , το οποίο παρέ­μει­νε ημιτελές.

Την έκθε­ση, που διαρ­κεί έως τις 20 του Δεκέμ­βρη, επι­με­λή­θη­καν ακό­μη από το Μου­σείο Κυκλα­δι­κής Τέχνης, ο διευ­θυ­ντής του Μου­σεί­ου, Νικό­λα­ος Χρ. Στα­μπο­λί­δης και ο Γιώρ­γος Τασού­λας. Συνο­δεύ­ε­ται από τρί­γλωσ­σο κατά­λο­γο (ελλη­νι­κά — ιτα­λι­κά — αγγλι­κά) με τα έργα της έκθε­σης και επι­στη­μο­νι­κά κεί­με­να των καθη­γη­τών Claudio Strinati και Giovanni Morrello, καθώς και του Δρ. Sergio Guarino. Ωρες λει­τουρ­γί­ας: Δευ­τέ­ρα, Τετάρ­τη, Παρα­σκευή, Σάβ­βα­το: 10 π.μ. — 5 μ.μ. Πέμ­πτη: 10 π.μ. — 8 μ.μ. Κυρια­κή: 11 π.μ. — 5 μ.μ. Τρί­τη κλειστά.

Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ / Ριζοσπάστης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο