Του άρεσε να επιστρέφει στα γονικά του, με το νού, τέτοια ταξίδια μόνο μπορούσε να κάνει από τότε που ανημπόρεψε. Σφάλιζε τα μάτια και βρίσκονταν με μια τρύπια πατατούκα ν’ αρεντεύει στα μονοπάτια της Μουργκάνας, ζαλωμένος το σακί με το καλαμπόκι που κουβαλούσε από τη Δερόπολη για να το φέρνει στη μάνα να ζήσει η φαμίλια στον πόλεμο. Θυμόταν που κάποτε είχε γλιτώσει τη ζωή του μια πέρδικα. Είχε σκιαχτεί στο φτερούγισμα της και λούφαξε σ’ έναν τσέρο πίσω από κάτι ντούφες. Έτσι είχε περάσουν εκείνοι οι αφορεσμένοι και δεν τον πείραξαν. Ύστερα άφηνε τις κακουχίες και τις δύσκολες μέρες, άκουγε εκείνη την ίδια πέρδικα, ένα κελάδημα καθαρό ακουγόταν σ’ όλο τον τόπο, έβλεπε τον εαυτό του να σαλαγάει το κοπάδι από τα Μπαντιάτικα στην Ταβέρα, να πιάνει πρώτος στο χορό στο πανηγύρι στον Τσαμαντά, να κάθεται στο κουτσούμπι και να τρώει μπομποτίσιο ψωμί και χλωρό τυρί.
Όλα δεμένα με τη θύμηση, άνθρωποι, κουδούνια, σήμαντρα, δέντρα, ρέματα, ξέφωτα, γιοφύρια, τσέπια. Και τι περίεργο αλήθεια, να του στέλνουν από κάθε γωνιά καλέσματα πονετικά, να βλέπει τα άλλοτε χρυσωμένα από στάχυα αλώνια, ‑τώρα χερσωμένα κι έρημα- και να φεύγει ένας λυπητερός σκοπός να κάνει τον πόνο τραγούδι, ν’ αρπάζεται από τις τελευταίες αχτίδες της ζωής του, πότε ν’ ανεβαίνει ψηλά στην τσούκα και πότε να κατεβαίνει ουρανούς στο μεσόθαμπο των γερατειών που έπερνε κι άπλωνε σιγά – σιγά, ώσπου συλλάβιζε μαύρες νυχτερίδες στα τσίνορα, κι από εκείνο το σκοτάδι ξεπετάγονταν σκιορήματα και μαζί με δαύτα, απ’ τα κράκουρα και το δασωμένο λόγγο μυθικοί πελώριοι πια οι ίσκιοι των νεκρών.
Έτσι είναι, ο κόσμος μπορεί να ξαλλάζει και να ξαλλάζει μορφές, μα η ζωή πάντα θα κατορθώνει να φέρνει στον αφρό όσα η ψυχή γυρεύει, όχι μόνο για να λυτρωθεί, μα και για να μην αφήσει ν’ αχρηστέψει τούτος ο βάρβαρος καιρός στη φούρια του, τ’ απολησμονημένα. «Μιλιούνια πράματα και θάματα για τα οποία τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι μένουν αδιάφοροι, φτεροκοπούν όπως τ’ αγριοπερίστερα, φέρνουν γύρες πάνω απ’ το κεφάλι και μετά κάθονται στη φωλιά, εκεί στα ανήλιαγα βάθη της σπηλιάς που τη λένε μυαλό…» , έτσι συνήθιζε να λέει τούτος ο γέροντας, επιμένοντας πως όλα αυτά τα παλιά δεν έχουν χάσει ολότελα τη σημασία τους, «γιατί θέλουμε δε θέλουμε, ο ένας γίνεται αιτίγιαα τ’ αλλουνού και στο καλό και στο κακό, κι αυτό πάει από γενιά σε γενιά κι από τόπο σε τόπο…» , κι αφήνονταν να τον συνεπαίρνει μια βαθιά συγκίνηση.
Γεννημένος το 1923, είχε περάσει τα ενενήντα τρία ο Γιώρη Μπάντιος, κι όλο αναπηδούσαν στη σκέψη του από χίλιες μύριες γωνιές, παρατηρήματα και γεγονότα από το πάλαι ποτέ της ζωής στην κορυφογραμμή των συνόρων. Τσαμαντάς, Ταβέρα, Πλόκιστα, Λεσινίτσα, Τσεροβέσι, Στάλος, Κωστάνα, Καμίτσιανη, Σκητάρι, Πόβλα, με το ένα πόδι στη λαχτάρα, στη φτώχεια, στον ξενιτεμό, στον πόλεμο και με το άλλο στη ζωή. Η μνήμη τον ταξίδευε, πότε με μια φωτογραφία στο χέρι, άλλοτε μ’ ένα όνομα, καμιά φορά μ’ ένα χάλκωμα ή ένα τραγούδι. Εκείνο τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, από το Φλεβάρη βυθιζόταν στις αναμνήσεις όλο και πιο πολύ. Του φαινόταν πως χαμήλωναν όλα γύρω του τόσο πολύ, που μπορούσε να βλέπει από το παράθυρο ανεμπόδιστα ίσαμε πάνω από το Φαρμακοβούνι και πέρα από τον Καλαμά, κι ήταν σαν να γλιστρούσε αθόρυβα, σάματις άφηνε το 2016 στη γειτονιά της αγίας Τριάδας στους Φιλιάτες, και γύριζε πισωπατώντας στον χρόνο στα γνώριμα μονοπάτια του Τσαμαντά, στους μεγάλους ίσκιους και στις ρεματιές της Μουργκάνας, εκεί που η νοσταλγία είχε σπαργανώσει αγάπη, ξενιτιά και θύμηση.
«Αν ήταν να τα γράψω όλα μωρέ παιδιά, εγώ ο αθεόφοβος, αν ήταν να τα ξαναζήσω απ’ την αρχή, αν ήταν να μην είναι χάρτινος ο ντουνιάς, αν ήταν νά ’σβηνα μάναχα τους ξενιτεμένους ουρανούς της Γερμανίας, αν δεν ήταν τούτες οι φλέβες να μου θυμίζουν τι άγγιξα στης πικροδάφνης τον ανθό, αν δεν χτυπούσαν άρρυθμα τα ρολόγια του κόσμου, αν ήταν να ξαναβρώ κείνα τα χείλη πού ’σβηναν μαζί με τη φλόγα του λύχνου και τη δίψα μου, αν δεν είχαν μάσει τόσο πόνο στις μέσα τσέπες της ψυχής οι γυναικούλες… » μονολογούσε λαχανιασμένος από το χρόνιο άσθμα, προσπαθώντας με τις λέξεις να σχηματίσει τις μορφές, να ξαναζωντανέψει τις εικόνες, με μεγαλύτερη ευκολία είναι αλήθεια όσες τραβούσε από το βαθύ του χρόνου.
Κοίταξε το ρολόι, ένα παλιό που είχε φέρει από τη Γερμανία τον πρώτο χρόνο που ξενιτεύτηκε. Σαν να είχαν σταματήσει να γυρίζουν οι δείκτες, ή μήπως γύριζαν ανάποδα, σκέφτηκε γελώντας παιδιάστικα. Μια λοξή ματιά στον καθρέφτη, θαρρείς δοκίμαζε τη σταθερότητα του κόσμου που δεν ήταν πια ίδιος. Δεν τ’ άρεσε, ξανακοίταξε το ρολόι, σ’ αυτό που είχε μετρήσει η φαμίλια του τα μικρά και τα μεγάλα, τον πόνο του μισεμού, την προσδοκία του γυρισμού, στιγμές που η ζωή άδειαζε όταν τον αποχαιρετούσαν και στιγμές που γέμιζε λόγια, συγκίνηση, χαρές, αγκαλιές, δάκρυα. Όλα είχαν περάσει με το ίδιο ρολόι, γεννητούρια, γάμοι, θανατικά, ακόμη και οι σοκολάτες πού ’φερνε απ’ το Ανόβερο, τα τσιγάρα που είχε ανάψει και σβήσει, τα καρβέλια του ψωμιού, οι νταβάδες με τις πίτες και το στάρι για τα μνημόσυνα.
Περασμένα μεσάνυχτα. Έβρεχε. Είχαν ανοίξει οι ουρανοί. Μπορούσες ν’ ακούσεις τις σταγόνες της βροχής να μαστιγώνουν τα παραθυρόφυλλα με μανία. Ήταν μισοσκότεινα στο δωμάτιο, κι εκείνος είχε ώρα που παραμίλαγε στριφογυρίζοντας στο κρεββάτι. Κάποια στιγμή ανασηκώθηκε στο στρώμα, τσίμπησε τα μάγουλα, κατόπιν τα χέρια, έβηξε, κούνησε τα ποδάρια, ήπιε λίγο νερό, σφύριξε σάματις να σαλάγαγε τα πρόβατα στην Πλόκιστα, βεβαιώθηκε πως ήταν ακόμη σε τούτο τον κόσμο με τους ζωντανούς, «άε διάτανε, διάτανε, να σού χέσω τον πατέρα, ο Γιώρης έχει μέρες μπροστά» , φοβέρισε τα αόρατα που ίσκιωναν το σπίτι. Μετά άπλωσε το χέρι, άνοιξε το διακόπτη του ηλεκτρικού και με κάποια αναστάτωση στύλωσε το βλέμμα στη μεγάλη κορνίζα στον τοίχο. Κοίταζε τον πατέρα και τη μάννα του, «δεν κρένει καείς, ούτε ο Μίχος, ούτε η Αλέξω, ούι και τι σιούγκραβος όξω τα ξέπλυνε όλα απ’ το μπουχάρι στα κεραμίδια ως το καλντερίμι στου Μικρούλη το Χάνι» , συλλογίστηκε χωρίς να πάρει τα ξεθωριασμένα μάτια από την παλιά φωτογραφία. Ίσως μια αίσθηση μοναξιάς πιο βασανιστική σ’ εκείνες τις τελευταίες του μέρες, λίγο τα βαθιά γεράματα, λίγο ο άλλος τρόπος ζωής από τότε που είχε πεθάνει η γυναίκα του η Γιώργαινα, περισσότερο οι δυνάμεις του που τον εγκατέλειπαν μέρα με τη μέρα πιο πολύ, το ξοδεμένο φως που λιγόστευε πια στα μάτια, ο φόβος, η προσμονή για τη μεγάλη συνάντηση, ποιος να ήξερε τι…
«Έρθαν και τούτη τη νύχτα, βγήκαν μπροστά μου, πολλοί νοματέοι, άλλοι όμορφοι, γελαστοί, τσομπαναραίοι, κουδουνάδες, τσελιγκάδες με τις γκλίτσες, καλαντζήδες ξεμπλέτσωτοι, μαυρισμένοι, με το σπίρτο και τη γάνα απ’ τα χαλκώματα στα χέρια, κι άλλοι σακατεμένοι, αδειοπούγγηδες, με το ταγάρι στον πλάτη σαν εκείνο τον Γιώτη, μα όλοι να με κοιτάζουν στα μάτια, να με καλούν πίσω, σε άλλες στιγμές της ζωής και να χάνομαι ακολουθώντας τους θελητά στο κατόπιν. Κι εκείνος ο πρώτος Μπάντιος, ο πάππους του πάππου μου, λες κι ήθελε να μάσει όλη τη φαμίλια, καθισμένος στην κορφή στο τσέπι όξω απ’ το κονάκι του, νά ’χει πιάσει το τραγούδι και να ξεσηκώνει το Μαχαλά του Πράνθη στο χορό, και λάλαγε η φλογέρα…», πέρασαν οι σκέψεις, όλες καρδιογράφημα σε ταχυπαλμία, τράβηξε την τσέργα ως την κορφή, ίσιωσε τα μαξιλάρια σκεπάστηκε.
Έκλεισε τα μάτια, να κρατήσει εκείνο τον κόσμο, τον δικό του, που μπορεί να μην υπήρχε πια, μα ήταν τόσο ζωντανός στο γέρμα της δύσης του. Τώρα που η τραγική κλεψύδρα του χρόνου μετρούσε αντίστροφα δεν ήξερε αν όλα τούτα σ’ ένα θαύμα μπορούσαν να έχουν βρει μια άλλη θέση στο στερέωμα και νά ’χει κι εκεί δασωμένα ρέματα και νερά, και μέλισσες να βουίζουν και κοπάδια στα μαντριά. Δεν ήξερε αν όλοι τούτοι που ’χαν περάσει από την ίδια φλούδα της γης τον καρτερούσαν κάπου αλλού με ντέφια και βιολιά, και με κλαρίνα, καταλάβαινε όμως πως ζύγωνε η ώρα που έπρεπε να παραδώσει τα κλειδιά. Αν, αν, αν… , όλα τα αν μιας απέραντης οδύνης και νοσταλγίας πέρασαν μαζί με τ’ όνειρο από το στερνό κατώφλι του ύπνου. Ένα θλιμμένο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη. Κουκουλωμένος στα σκεπάσματα, κίνησε ο ίδιος το τραγούδι:
«Άιντε Μάρω στο πηγάδι, άιντε για νερό
άιντε καρτερείτε αδερφούλες για να ζαλωθώ
άιντε τη βαρέλα να ζαλώσω και το μαστραπά
τι είν’ ο Γιάννος στο πηγάδι, ο πλανόγιαννος
που πλανεύει τα κορίτσια και τις όμορφες
που με πλάνεψε και μένα και δεν έρχομαι.»
«Παλιές ιστορίες που μπορεί να μην ενδιαφέρουν κανένα πια» , έλεγε στη νύφη του το ξημέρωμα. Κι εκείνη η ξένη στον τόπο, «μ’ αυτές τις ιστορίες έθρεψες τη σκέψη σου, γι’ αυτό χαμηλώνουν τα βουνά και βλέπεις τον παλιό σου κόσμο, γι’ αυτό χάνεται η πίκρα στα νερά της βρύσης που σε θυμάται απ’ το τραγούδι, γι’ αυτό ξεκλειδώνουν οι πόρτες και μπαίνει ο άνεμος φορτωμένος, ανθισμένα ρείκια, ρίγανη κι έλατο… »
Ο Γιώρης, κατέβασε αργά – αργά τα ματοτσίνορα. Το λακκάκι στο λαιμό έπαιζε γρήγορα. Η ανάσα βαριά. Στένευε ο σύγχρονος κόσμος, δεν τον χωρούσε. Τα σείστρα του άλλου κόσμου ακούγονταν κοντά, μα μπορούσε ακόμη να σκίσει τα μαύρα πέπλα του τέλους, ν’ ανάψει ένα κερί, να φωτίσει για τελευταία φορά ό,τι έζησε, όσα αγάπησε. Με τα μάτια σχεδόν βασιλεμένα, άφησε πίσω του ποτάμια και ρέματα, πέρασε τα χορταριασμένα γεφύρια, κι αυτό του Κένου, κι ώσπου ν’ αλλάξει πλευρό, είχε επιστρέψει κιόλας στον Τσαμαντά, στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου. Τα όργανα έπαιζαν:
Ωρέ γειά σου Οσμαντάκα, την λεβεντιά σου να ’χα,
την λεβεντιά σου να ’χα, γειά σου Σαμαντάκα.
Άϊντε ωρέ συ κοιμάσαι, κι εγώ νυστάζω,
σε συλλογιούμαι κι αναστενάζω.
Ξύπνα Οσμαντάκα, και βάλε τα τσαρούχια,
στρίψε τη μουστάκα, γεια σ’ μωρέ Σμαντάκα.
Μπήκε στο χορό, σ’ ανοιχτό κύκλο μαζί με τους άλλους, όλοι γερόντια, μα τι θάμα, στον πρώτο κιόλας γύρο, με το σήκωμα του ποδιού, τούτα τα τσακισμένα απ’ τα χρόνια σώματα είχαν πάρει να ξανανιώνουν. Και λάλαγε το κλαρίνο κι οι φωνές από βραχνές, είχαν ξαναγίνει περίσσια αντρίκειες κι έκαιγε το τσίπουρο στον ουρανίσκο και η λαύρα στην καρδιά. Στο δεύτερο γύρο βρέθηκε μπροστάρης κι είχε το ελεύθερο να κάνει φιγούρες, να χτυπά τα πόδια στο χώμα, να φέρνει το χέρι πίσω απ’ το κεφάλι και στροφές στον αέρα κι οι άλλοι, λεβέντες κι αυτοί ακολουθούσαν με βήματα ζυγισμένα, κι όσα δεν έλεγαν με το στόμα τα μολόγαγε το σώμα, ώσπου σχόλασε ο χορός, κι ο Γιώρης είχε γίνει παιδάκι, ένα κούτσικο παραδομένο στην αγκαλιά του πάππου του κι άκουγε…
Άκουγε, για κείνο τον πρόγονο που ήξερε ολόκληρη την Πίνδο καταράχια και τσέπια σαν την μέσα μεριά της παλάμης του, που μιλούσε Τούρκικα και Βλάχικα και νογούσε κάτι και στα Ρουμάνικα γιατί είχε γυρίσει πολλά βιλαέτια. Ο Γιάννος, ένας κυνηγημένος, τσομπάνης είχε πει ο ίδιος, ένας φυγάς, που είχε φανερωθεί στον Τσαμαντά το 1828 και είχε πάρει γυναίκα Μοσχοπολίτισσα. Βλάχα προκομένη, απ’ αυτές που συλλαβίζουν τ’ άστρα στο χέρι της καρδιάς κι αρμέγουν το φως με τα μάτια. Την ήλεγαν Μαρίνα, τού ’κανε πέντε παιδιά, ‑Γιώρης, Κώτσιας, Νικόλας, Νάσιος, Κίτσος- , από κοπέλες κι αν είχε κάμει δεν τις μελετάμε, δεν τις έγραφαν τότες στα κιτάπια…
«’Κούγω μω πάππου, ε μω ’κούγω …» , ψέλλισε κάποια στιγμή θαρρείς και απαντούσε στην ερώτηση «’Κους παιδάκι;».
Απ’ τα ξέφτια του χρόνου, μέσα στον ύπνο συνέχιζε να εξιστορεί η φωνή απ’ τα αόρατα: «Ο Γιάννος Μπάντιος, άντρας λεβέντης, γεροδεμένος, ψηλός, ατρόμητος, ένα ντερέκι ίσαμε εκεί απάνου, στη γρεντέ έφτανε το κεφάλι του. Τούτος ήταν που είχε κάνει σ’ αρματολίκι, πολέμαγε κι αυτός για την Ελλάδα μας, τότε στο μεγάλο ξεσηκωμό. Κάποια φορά, κιντυνεμένος και με το βόλι στο γκιόξι γύρεψε να κρυφτεί στη Βάλια Κίρνα, είχε σκοτώσει έναν άτιμο μπέη κάπου κοντά στην Παραμυθιά, αυτή ήταντη η αιτίγια του φευγιού.
Κείνες τις μέρες που κρύβονταν, ήταν να γένει κι άλλο φονικό, διπλό μάλιστα. Είχαν κινήσει για ξεκαλόκαιρο μια ομάδα Σαρακατσαναίοι σμίχτες, θα πάγαιναν ψηλά κατά τον Σμόλικα. Σ’ ένα γύρισμα της ρεματιάς, σε μια απανεμιά στάθηκαν να ξαποστάσουν όταν άξαφνα, κάπου πίσω τους ακούστηκε φασαρία. Ταράχτηκαν τα ζωντανά, γιόμισε ο τόπος σκορπισμένα κουδούνια που λάλαγαν με φόβο. Γαύγισαν τα σκυλιά. Γύρισαν οι τσελιγκάδες τα μάτια, στράφηκαν να κοιτάξουν πίσω τους, μην ήταν λύκος ή αρκούδα, και τα χέρια από μόνα τους, αμέσως στη ζώνη απάνου στο μαχαίρι.
Έτυχε και βρέθηκε κι ο Γιάννος κείνη την κακή την ώρα στο ίδιο μέρος μ’ αυτούς. Άκουσε από μακριά, πλησίασε, παραφύλαξε, είδε που τους είχαν επιτεθεί να τους ληστέψουν, γένονταν τέτοια πολλά εκείνα τα χρόνια. Ούι και τι δε γένονταν… Πλησίασε κι άλλο, κατάλαβε πως δεν ήθελαν μόνο γρόσια μα και μια κοπέλα, τη Μάρω. Δε λογάριασε που ήταν τέσσερις νοματέοι αυτοί κι εκείνος μαναχός και λαβωμένος, όρμησε απάνω τους, πάλεψε, δυο τους μακέλεψε, έναν τον άφηκαν στον τόπο οι τζομπάνηδες, τον τέταρτο που πήγε ν’ αρπάξει τη Μάρω τον κουμπούρεψε η ίδια μ’ ένα παλούκι, μα πρόλαβε, ματωμένος μ’ ανοιγμένο το κεφάλι ανέβηκε στ’ άλογο αυτός ο διάγουλος, καπνός και πάει, να τού ’χε πάρει ο σαϊτάνης ο μεγάλος τη φασκιά, να γένονταν κρώθα ο μπιτισμένος…
Ο πατέρας της Μάρως είχε αγκαλιάσει την κοπέλα του περήφανος, μα και του Γιάννου, όχι μόνο του αναγνώρισε το θάρρος και την πράξη, μα και τον παρακάλεσε να μείνει μαζί τους. Αυτός όμως ζύγισε την κατάσταση, κατάλαβε πως είχε μπει σε μεγαλύτερο κίνδυνο με το διπλό φονικό, τον ευχαρίστησε κι είπε θα ’ψαχνε άλλον τόπο να σιγουρέψει το κεφάλι του. Πάντως, έφαγε ψωμί, τυρί, κοσιμάρι, κριγιάς κι έπιε μαζί τους. Μετά αγκαλιάστηκαν σταυρωτά, ασπάστηκαν στους ώμους, έσκισαν τη φλέβα έσμιξαν τα αίματα, άφησαν να πέσει μια σταγόνα στη γη να καταλάβουν οι νεκροί την πράξη, ορκίστηκαν μπέσα, γένηκαν αδερφοποιτοί. Ύστερα, τού ’βαλαν ένα πουγκί παράδες στο ντρουβά, κρυφά να μη τον ντροπιάσουν, τού ’δωκαν καινούργια φορεσιά να ντύσει, μαύρη όπως τη δική τους, γιατί κρατούσαν πένθος για την Πόλη, έκαψαν τα λερά τα ματωμένα, χώρισαν κάμποσα κεφάλια πρόβατα από το κοπάδι, τα ξέκοψαν, είπαν δικά σου αδερφέ, του χάρισαν κι ένα σκυλί, τον Τζερέπη. Καλή προκοπή ωρέ λεβέντη του ευχήθηκαν, αποχαιρετίστηκαν.
Κείνες τις λίγες ώρες, μια στιγμή είχαν ανταμωθεί οι ματιές με τη Μάρω, κι άλλη μια φευγαλέα τα χέρια, δυο στιγμές όλες κι όλες, μα κράτησαν για πάντα. Στο φευγιό του, εκεί πού ’τρεχε το νερό μέσα απ’ τη σκισμάδα τού βράχου, πρόλαβε και είδε μαζί με τα γυμνά της πόδια και τα ξαναμμένα μάγουλα και μια πίκρα στα λεπτά της χείλη και μαζί μ’ αυτή, την έγνοια ζωγραφισμένη στο σταρένιο πρόσωπο.
Στις τρεις μέρες δρόμο, χωρίς εμπόδια, με τον Τζερέπη και το κοπάδι, χαράματα βγήκε στη βρύση στον Τσαμαντά. Είχε κι άλλους πολλούς κυνηγημένους στη Μουργκάνα τότες. Γιάννος Μπάντιος, τσομπάνος, συστήθηκε, και γύρεψε τόπο και κατοικιά…
Άλλαξε πλευρό ο Γιώρης. Άθελά του άγγιξε τη ρωγμή του βορινού τοίχου. Σαν να πάγωσαν κάπως τα δάχτυλα, σαν να τρόμαξε, μάζεψε το χέρι απότομα. Την ίδια στιγμή μια άλλη ρωγμή άνοιγε πιο πολύ. Υπήρχε μια ένταση και μια τρυφερότητα στις αναμνήσεις του ακόμη κι όταν κοιμόταν, αλλά μάλλον έτσι συμβαίνει όταν επιχειρεί κανείς να ληστέψει την άβυσσο της απουσίας, όταν από μια μόνο ρωγμή της μνήμης, ο παλιός καιρός ξανάρχεται.
«Κείνη η Μάρω, μω πάππου τι απόγινε;» , ο Γιώρης, ρωτούσε κι είχε ένα χαμόγελο αλήθεια όπως αυτό των μικρών παιδιών, ο Γιώρης Μπάντιος βυθισμένος σε όνειρο μακάριο.
Και ξανάρθε, απόκοσμη η φωνή τού πάππου κι έλεγε πως τον άλλο χρόνο ρωτώντας ο Γιάννος έφτασε στη Ρόσνα, σιαπάνου στη Φλώρινα, γύρεψε τους Σαρακατσαναίους, είχε στο νου του να ζητήσει τη Μάρω, μα έφτακε αργά, πάνω στ’ αρραβωνιάσματα. Την κοπέλα την είχε τάξει ο πατέρας σε τσέλιγκα στη Δράμα. Μάναχα η Μάρω είχε καταλάβει τον πραγματικό λόγο, κάτι της είχε τσιμπήσει την καρδιά, μα από σεβασμό στην απόφαση της οικογένειας, δεν είχε πει πως δεν τον ήθελε εκείνο τον γάμο. Έτσι, βρέθηκε στη χαρά τους βαριοκαρδισμένος, μα δεν το μολόγαγε με τα χείλη. Την κοίταζε κλεφτά κάθε φορά που έβρισκε ευκαιρία σ’ εκείνο το σύντομο αντάμωμα, δεν την χόρταινε, την ήθελε στην αγκαλιά του, μάταια πια, κι όταν τα ξημερώματα κίνησε να φύγει, αχάραγα την ήβρε στο πηγάδι, με το μαστραπά στα χέρια.
«Να τσάκιζα το μαστραπά που ΄χει το καρυοφύλλι… » , σπιρούνισε τ’ άλογο και χάθηκε, με το μαντήλι της δεμένο στο χέρι του…
Μέχρι να φτάσει στον Τσαμαντά, τό ’χε πάρει απόφαση, να ζήσει ήσυχα, ν’ αβγατίσει το βιός, ν’ απολύκει ρίζες στη Μουργκάνα, να κάμει οικογένεια. Ήβρε μαστόρους, έχτισε μονοχρονίς σπίτι στο Μαχαλά του Πράνθη, κατώι και ανώι, τέσσερα μπουχάρια φαίνονταν από μακριά όταν κάπνιζαν και το γρέκι παρέκει.
Τη Μαρίνα, τη γυναίκα του, την ήβρε και την ήφερε από τη Μοσχόπολη. Βλάχα, ράτσα βουνίσια, νιάτα χλωρά, τα χείλη κούμπουλο, περδικόστηθη, φρύδια γεφύρια, μάτια σαν αμύγδαλα μεγάλα. Με φεγγάρι την είχε γρωνίσει, Φλεβάρη μήνα, είχαν ανθίσει οι μυγδαλιές. Λένε πως η ομορφιά της γυναικός είναι που γίνεται αιτία στη γέμωση του φεγγαριού και παίρνει τα χαλινάρια η καρδιά, λευτερώνει πόθο κι αγάπη, σμίγουν τα σώματα σε σάρκα μία που ’λέει τ’ άγιο βαγγέλιο. Λένε πως μια γυναίκα μπορεί να σου ζεστάνει την ψυχή και ν’ ανθίσει, όπως ζεσταίνει ο ήλιος τις ρίζες το καταχείμωνο και δεν αστοχούν να ξαναδώσουν ζωή και πνοή στο δέντρο, να μπουμπουκιάσουν τα κλαδιά όταν έρθει η ώρα.
Η Μαρίνα, γρώνιζε όλα τα βοτάνια και γητειές πολλές. Ήξερε και πώς να μάσει τον καλάνθρωπο, κείνο το βοτάνι που άλλοι το λένε μήλο του σαϊτάνη του μεγάλου, το σερνικοβότανο, το μανδραγόρα μω! Έκανε ένα κύκλο γύρω του με τη γκλίτσα, γκλίτσα καμωμένη απ’ αριά, έμπαινε μέσα, το ξερίζωνε με το τζουμανίκι, ύστερα το περνούσε σε τριχιά από σπάρτο για να το κρεμάσει στη γκορτσιά να ξεραθεί στον ήλιο. Τ’ αυτιά τα ’κλεινε με κερί, έτσι δε δεν άκουγε το μοιρολόι της ρίζας όταν την έβγαζε απ’ το χώμα, κι αφού δεν άκουγε, δεν κινδύνευε να πλανευτεί, να της σαλέψει ή και να την έβρει κακό χειρότερο. Μαύλιζε και τα φίδια, ήξερε το ξόρκι, κρέμονταν η δεντρογαλιά στη γρεντέ κι εκείνη δεν την πείραζε. Τα ’χε μάθει απ’ τη μανίτσα της όλα, να μετρά τις λέξεις με την καλοσύνη, τα ζωντανά δίχως φόβο και τη ζωή με την απαντοχή.
Στα τσέπια της Μουργκάνας έκαμε μαζί της προκοπή ο Γιάννος, προκοπή και πέντε παιδιά, από κοπέλες είπαμαν δε γράφονταν στα χαρτιά, μα πάλε, μπορεί και να μην έκαμε τσούπρες αφού είχε το σερνικοβότανο… Άιντε να πούμε ένα τραγούδι τώρε…
Βλάχα πλένει στο ποτάμι κι ένας βλάχος τη ρωτάει.
Βλάχα μ’ τ’ είσαι σκουμπωμένη και βαριά βαλαντωμένη.
Τι είν’ τα νύχια σου βαμμένα τα μαλλιά σου μπερδεμένα.
Βλάχα μ’ κρέμεται η σογιά σου και λερώνεται η ποδιά σου.
Τι σε μέλει εσέ λεβέντη μ’ για τα ρούχα τα δικά μ’
Μωρ’ με μέλει και σου λέγω, για τ’ εσένα εγώ κλαίω
Άιντε κόρη μου γυαλένια, μωρ’ ματάκια μου γραμμένα.
Βλάχα, ζώσε τα θηλύκια κι έβγα βράδυ στα χαλίκια,
Βλάχα, ζώσε το ζωνάρι κι έβγα βράδυ στο παζάρι.
Έβγα βράδυ στο παζάρι, να σε ιδούν μικροί, μεγάλοι.
Να σε ιδούνε κι οι αγάδες, να χωρίσουν τις κυράδες.
Άιντε κόρη μου γυαλένια, μωρ’ ματάκια μου γραμμένα.
Να χηρέψεις να σε πάρω με παπά και με κουμπάρο.
Άνοιξε τα πυρετιασμένα ματόφυλλα ο Γιώρης, ξανακάθισε στο στρώμα, λες και κάθονταν στο σάισμα του πάππου, εκείγια στο κονάκι του Γιάννου στον Τσαμαντά κι ας βρίσκονταν στους Φιλιάτες. Έριξε πρώτα ένα βλέμμα ολόγυρα και μετά, με την άκρη του ματιού επιθεωρούσε σχολαστικά στον καθρέφτη τον εαυτό του, ξαφνιασμένος κάπως, θαρρείς κι έκανε απογραφή ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο του, απολογισμό ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Σ’ εκείνη τη μια, από τις τελευταίες του στιγμές, είχαν έρθει και είχαν κολλήσει τόσες άλλες, κι έμοιαζε να είναι αυτή η περαστική και οι άλλες οι μόνιμες, έλειπαν μόνο οι ασβεστωμένοι τοίχοι που ήξερε, η κασέλα της μπάμπως, ο σοφράς και τα κουτσούμπια γύρω από το τζάκι. Σε αβασάνιστο εξαγνισμό, με ακέραιη τη συνείδηση μάζωνε τις μαρτυρίες της παλιάς ζωής, ώρα που μόνο η καταιγίδα μέσα στην αποκαμωμένη νύχτα πολλαπλασίαζε την αγωνία του.
Στο αχνισμένο τζάμι αργοκυλούσαν οι βαριές σταλαγματιές προσθέτοντας καινούργια ερεθίσματα, κι απέξω πλάι στο παραθύρι η ανθισμένη αμυγδαλιά πάσκιζε στο φως της αστραπής να τον κάνει να πιστέψει πως είχε ενδιαφέρον το πέρασμά του από τη φλούδα της γης της Μουργκάνας, πως ένα πλήθος από τα λόγια του θά ’βρισκαν τρόπο να απευθυνθούν σ’ εκείνη που είχε έρθει όχι μόνο για να τ’ ακούσει, μα και για να τα γράψει. Σαν φώταε η αστραπή, «Καίκνως» , άκουε την αμυγδαλιά να ψιθυρίζει, σαν υπόσχεση και το σπίτι γέμιζε γέλια και χαρές και μόλις έσβηνε, «Ώβυς» , με κάποια λύπη, δεν ήξερε ποιος ήταν που τό ’λεγε, ήξερε πως η ψυχή του δεν ήθελε να τ’ ακούει. Στην επόμενη αστραπή πετάχτηκε ορθός στο παραθύρι, «Καίκνως, ωρή αμυγδαλιά. Καίκνως, ωρή νύφη μου γραμμένη…»
Κι ύστερα, στη μέση λέει της κάμαρας, της δικής του πια αφού είχε ξυπνήσει, μέσα στον γλυκύ ηδονισμό της φαντασίας, φωτούσε μια λαμπαδούλα, στα χέρια εκείνης, της πριν από τη βάβω του βαβουλέτσω, τη Μαρίνα, και κάθονταν ο Γιάννος στη στρωμένη τσέργα, κι έπαιζε φλογέρα κι από την κλειδαρότρυπα του χρόνου καταλάβαινε πως κρυφοκοίταζαν πότε τα εγγόνια του ο Σπύρος και η Μαρίνα και πότε η μάνα τους η Χαρούλα, εκείνη η ξένη στον τόπο, η νύφη του, γυναίκα του Λάκη, πολύ την είχε αγαπήσει τούτη την ξένη, κι είχε κοντύλι και πλάκα στα χέρια, κι άκουε μια φωνή μέσα στα σωθικά της που τίποτα δεν ήθελε κι όλα τα ζητούσε, κι έγραφε, κι έγραφε, κι έγραφε, κι εσκόρπιζε τ’ άνθη της η αμυγδαλιά και τραγούδαγε η κοπελίτσα, και χόρευε το παιδί… Και στα μάτια της, ούι τι είχε πάθει η Χαρούλα, όλη η βροχή απ’ την τσούκα της Μουργκάνας σ’ εκείνα τα μάτια είχε μαζωχτεί…
Με μια κίνηση του κεφαλιού, πάσκισε ν’ αποτινάξει τη μελαγχολία που κούρνιαζε στα δικά του μάτια.
«Κείνος που μπορεί να τηράει το θάνατο στο μεσόφρυδο, κείνος νιώθει και τη ζωή. Εγώ είμαι, ο Γιώρης, ο Μπάντιος, ο σφάλιαρος, ζαλώθηκα τη ζωή με τη φτώχεια και τον πόλεμο, τη γέλασα, με γέλασε, την ήφερα βόλτα, έφαγα, έπια, τραγούδησα, αγάπησα, χόρεψα, γλέντησα, πικράθηκα, ξενιτεύτηκα, ανάστησα φαμίλια, παραδίδω την ψυχή στα βουνά, ωρέ γραμμένα σας αφήνω γεια και εις έτη καλά και πολλά», γράψε το κι αυτό μω κοπέλα, γράψε τo κι από τ’ εμένα την ευκή νύφη και θυγατέρα…
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Χαρούλα Βερίγου
Κέρκυρα 21 Φλεβάρη του 2022
Σαν παπλαμούδες να χορεύουν οι λέξεις …Καίκνως – Ώβυς
Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962 και μεγάλωσα στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Η ζωή με έφερε στην Κέρκυρα, όπου για τριάντα τρία χρόνια εργάστηκα ως Διοικητικός Υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης.
Με γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν κι όμως η λέξη που με ορίζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.
Αισθάνομαι πως η Χαρούλα Βερίγου έμεινε για πάντα στην Κρήτη, να γοητεύεται από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια του τόπου…
Στην Κέρκυρα, η Ζωή Δικταίου καταθέτει ως δόκιμη της ποίησης την ευγνωμοσύνη της στο Ιόνιο Φως. Αντιλαμβάνομαι την διακριτική του παρουσία, ιδιαίτερα όταν φωτίζει μέσα μου την ιερή Δίκτη.Αγαπώ τον πεζό λόγο κι ας επιστρέφω πάντοτε στην ποίηση.
Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή Καστρινό.
Εργογραφία:
Εκδόσεις Φίλντισι – Αθήνα
- Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
- Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
- Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
- Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
- Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
- Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
- Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
- Προσωπικές ποιητικές συλλογές:
- Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
- Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020
- Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
- «Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία – 2020, Αθήνα Εκδόσεις: Ατέχνως
- «Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις “το βιβλίο” – 2017, Αθήνα