Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τι είν’ ο Γιάννος στο πηγάδι, ο πλανόγιαννος

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Βαβου­λέ­τσω Θοδώ­ρα & Χαρούλα

Του άρε­σε να επι­στρέ­φει στα γονι­κά του, με το νού, τέτοια ταξί­δια μόνο μπο­ρού­σε να κάνει από τότε που ανη­μπό­ρε­ψε. Σφά­λι­ζε τα μάτια και βρί­σκο­νταν με μια τρύ­πια πατα­τού­κα ν’ αρε­ντεύ­ει στα μονο­πά­τια της  Μουρ­γκά­νας, ζαλω­μέ­νος το σακί με το καλα­μπό­κι που κου­βα­λού­σε από τη Δερό­πο­λη για να το φέρ­νει στη μάνα να ζήσει η φαμί­λια στον πόλε­μο. Θυμό­ταν που κάπο­τε είχε γλι­τώ­σει τη ζωή του μια πέρ­δι­κα. Είχε σκια­χτεί στο φτε­ρού­γι­σμα της και λού­φα­ξε σ’ έναν τσέ­ρο πίσω από κάτι ντού­φες. Έτσι είχε περά­σουν εκεί­νοι οι αφο­ρε­σμέ­νοι και δεν τον πεί­ρα­ξαν. Ύστε­ρα άφη­νε τις κακου­χί­ες και τις δύσκο­λες μέρες, άκου­γε εκεί­νη την ίδια πέρ­δι­κα, ένα κελά­δη­μα καθα­ρό ακου­γό­ταν σ’ όλο τον τόπο, έβλε­πε τον εαυ­τό του να σαλα­γά­ει το κοπά­δι από τα Μπα­ντιά­τι­κα στην Ταβέ­ρα, να πιά­νει πρώ­τος στο χορό στο πανη­γύ­ρι στον Τσα­μα­ντά, να κάθε­ται στο κου­τσού­μπι και να τρώ­ει μπο­μπο­τί­σιο ψωμί και χλω­ρό τυρί.

Όλα δεμέ­να με τη θύμη­ση, άνθρω­ποι, κου­δού­νια, σήμα­ντρα, δέντρα, ρέμα­τα, ξέφω­τα, γιο­φύ­ρια, τσέ­πια. Και τι περί­ερ­γο αλή­θεια, να του στέλ­νουν από κάθε γωνιά καλέ­σμα­τα πονε­τι­κά, να βλέ­πει τα άλλο­τε χρυ­σω­μέ­να από στά­χυα αλώ­νια, ‑τώρα χερ­σω­μέ­να κι έρη­μα- και να φεύ­γει ένας λυπη­τε­ρός σκο­πός να κάνει τον πόνο τρα­γού­δι, ν’ αρπά­ζε­ται από τις τελευ­ταί­ες αχτί­δες της ζωής του, πότε ν’ ανε­βαί­νει ψηλά στην τσού­κα και πότε να κατε­βαί­νει ουρα­νούς στο μεσό­θα­μπο των γερα­τειών που έπερ­νε κι άπλω­νε σιγά – σιγά, ώσπου συλ­λά­βι­ζε μαύ­ρες νυχτε­ρί­δες στα τσί­νο­ρα, κι από εκεί­νο το σκο­τά­δι ξεπε­τά­γο­νταν σκιο­ρή­μα­τα και μαζί με δαύ­τα, απ’ τα κρά­κου­ρα και το δασω­μέ­νο λόγ­γο μυθι­κοί πελώ­ριοι πια οι ίσκιοι των νεκρών.

Έτσι είναι, ο κόσμος μπο­ρεί να ξαλ­λά­ζει και να ξαλ­λά­ζει μορ­φές, μα η ζωή πάντα θα κατορ­θώ­νει να φέρ­νει στον αφρό όσα η ψυχή γυρεύ­ει, όχι μόνο για να λυτρω­θεί, μα και για να μην αφή­σει ν’ αχρη­στέ­ψει τού­τος ο βάρ­βα­ρος και­ρός στη φού­ρια του, τ’ απο­λη­σμο­νη­μέ­να. «Μιλιού­νια πρά­μα­τα και θάμα­τα για τα οποία τις περισ­σό­τε­ρες φορές οι άνθρω­ποι μένουν αδιά­φο­ροι, φτε­ρο­κο­πούν όπως τ’ αγριο­πε­ρί­στε­ρα, φέρ­νουν γύρες πάνω απ’ το κεφά­λι και μετά κάθο­νται στη φωλιά, εκεί στα ανή­λια­γα βάθη της σπη­λιάς που τη λένε μυα­λό…» , έτσι συνή­θι­ζε να λέει  τού­τος ο γέρο­ντας, επι­μέ­νο­ντας πως όλα αυτά τα παλιά δεν έχουν χάσει ολό­τε­λα τη σημα­σία τους, «για­τί θέλου­με δε θέλου­με, ο ένας γίνε­ται αιτί­γιαα τ’ αλλου­νού  και στο καλό και στο κακό, κι αυτό πάει από γενιά σε γενιά κι από τόπο σε τόπο…» , κι αφή­νο­νταν να τον συνε­παίρ­νει μια βαθιά συγκίνηση.

Γιώ­ρης & Λάκης

Γεν­νη­μέ­νος το 1923, είχε περά­σει τα ενε­νή­ντα τρία ο Γιώ­ρη Μπά­ντιος,  κι όλο ανα­πη­δού­σαν στη σκέ­ψη του από χίλιες μύριες γωνιές, παρα­τη­ρή­μα­τα και γεγο­νό­τα από το πάλαι ποτέ της ζωής στην κορυ­φο­γραμ­μή των συνό­ρων. Τσα­μα­ντάς, Ταβέ­ρα, Πλό­κι­στα, Λεσι­νί­τσα, Τσε­ρο­βέ­σι, Στά­λος, Κωστά­να, Καμί­τσια­νη, Σκη­τά­ρι, Πόβλα, με το ένα πόδι στη λαχτά­ρα, στη φτώ­χεια, στον ξενι­τε­μό, στον πόλε­μο και με το άλλο στη ζωή.  Η μνή­μη τον ταξί­δευε, πότε με μια φωτο­γρα­φία στο χέρι, άλλο­τε μ’ ένα όνο­μα, καμιά φορά μ’ ένα χάλ­κω­μα ή ένα τρα­γού­δι. Εκεί­νο τον τελευ­ταίο χρό­νο της ζωής του, από το Φλε­βά­ρη βυθι­ζό­ταν στις ανα­μνή­σεις όλο και πιο πολύ. Του φαι­νό­ταν πως χαμή­λω­ναν όλα γύρω του τόσο πολύ, που μπο­ρού­σε να βλέ­πει από το παρά­θυ­ρο ανε­μπό­δι­στα ίσα­με πάνω από το Φαρ­μα­κο­βού­νι και πέρα από τον Καλα­μά, κι ήταν σαν να γλι­στρού­σε αθό­ρυ­βα, σάμα­τις άφη­νε το 2016 στη γει­το­νιά της αγί­ας Τριά­δας στους Φιλιά­τες, και γύρι­ζε πισω­πα­τώ­ντας στον χρό­νο στα γνώ­ρι­μα μονο­πά­τια του Τσα­μα­ντά,  στους μεγά­λους ίσκιους και στις ρεμα­τιές της Μουρ­γκά­νας, εκεί που η νοσταλ­γία είχε σπαρ­γα­νώ­σει αγά­πη, ξενι­τιά και θύμηση.

«Αν ήταν να τα γρά­ψω όλα μωρέ παι­διά, εγώ ο αθε­ό­φο­βος, αν ήταν να τα ξανα­ζή­σω απ’ την αρχή, αν ήταν να μην είναι χάρ­τι­νος ο ντου­νιάς, αν ήταν νά ’σβη­να μάνα­χα τους ξενι­τε­μέ­νους ουρα­νούς της Γερ­μα­νί­ας, αν δεν ήταν τού­τες οι φλέ­βες να μου θυμί­ζουν τι άγγι­ξα στης πικρο­δάφ­νης τον ανθό, αν δεν χτυ­πού­σαν άρρυθ­μα τα ρολό­για του κόσμου, αν ήταν να ξανα­βρώ κεί­να τα χεί­λη πού ’σβη­ναν μαζί με τη φλό­γα του λύχνου και τη δίψα μου, αν δεν είχαν μάσει τόσο πόνο στις μέσα τσέ­πες της ψυχής οι γυναι­κού­λες… » μονο­λο­γού­σε λαχα­νια­σμέ­νος από το χρό­νιο άσθμα, προ­σπα­θώ­ντας με τις λέξεις να σχη­μα­τί­σει τις μορ­φές, να ξανα­ζω­ντα­νέ­ψει τις εικό­νες, με μεγα­λύ­τε­ρη ευκο­λία είναι αλή­θεια όσες τρα­βού­σε από το βαθύ του χρόνου.

Κοί­τα­ξε το ρολόι, ένα παλιό που είχε φέρει από τη Γερ­μα­νία τον πρώ­το χρό­νο που ξενι­τεύ­τη­κε. Σαν να είχαν στα­μα­τή­σει να γυρί­ζουν οι δεί­κτες, ή μήπως γύρι­ζαν ανά­πο­δα, σκέ­φτη­κε γελώ­ντας παι­διά­στι­κα. Μια λοξή ματιά στον καθρέ­φτη, θαρ­ρείς δοκί­μα­ζε τη στα­θε­ρό­τη­τα του κόσμου που δεν ήταν πια ίδιος. Δεν τ’ άρε­σε, ξανα­κοί­τα­ξε το ρολόι, σ’ αυτό που είχε μετρή­σει η φαμί­λια του τα μικρά και τα μεγά­λα, τον πόνο του μισε­μού, την προσ­δο­κία του γυρι­σμού, στιγ­μές που η ζωή άδεια­ζε όταν τον απο­χαι­ρε­τού­σαν και στιγ­μές που γέμι­ζε λόγια, συγκί­νη­ση, χαρές, αγκα­λιές, δάκρυα. Όλα είχαν περά­σει με το ίδιο ρολόι, γεν­νη­τού­ρια, γάμοι, θανα­τι­κά, ακό­μη και οι σοκο­λά­τες πού ’φερ­νε απ’ το Ανό­βε­ρο, τα τσι­γά­ρα που είχε ανά­ψει και σβή­σει, τα καρ­βέ­λια του ψωμιού, οι ντα­βά­δες με τις πίτες και το στά­ρι για τα μνημόσυνα.

Περα­σμέ­να μεσά­νυ­χτα. Έβρε­χε. Είχαν ανοί­ξει οι ουρα­νοί. Μπο­ρού­σες ν’ ακού­σεις τις στα­γό­νες της βρο­χής να μαστι­γώ­νουν τα παρα­θυ­ρό­φυλ­λα με μανία. Ήταν μισο­σκό­τει­να στο δωμά­τιο, κι εκεί­νος είχε ώρα που  παρα­μί­λα­γε στρι­φο­γυ­ρί­ζο­ντας στο κρεβ­βά­τι. Κάποια στιγ­μή ανα­ση­κώ­θη­κε στο στρώ­μα, τσί­μπη­σε τα μάγου­λα, κατό­πιν τα χέρια, έβη­ξε, κού­νη­σε τα ποδά­ρια, ήπιε λίγο νερό, σφύ­ρι­ξε σάμα­τις να σαλά­γα­γε τα πρό­βα­τα στην Πλό­κι­στα, βεβαιώ­θη­κε πως ήταν ακό­μη σε τού­το τον κόσμο με τους ζωντα­νούς, «άε διά­τα­νε, διά­τα­νε, να σού χέσω τον πατέ­ρα, ο Γιώ­ρης έχει μέρες μπρο­στά» , φοβέ­ρι­σε τα αόρα­τα που ίσκιω­ναν το σπί­τι. Μετά άπλω­σε το χέρι, άνοι­ξε το δια­κό­πτη του ηλε­κτρι­κού και με κάποια ανα­στά­τω­ση στύ­λω­σε το βλέμ­μα στη μεγά­λη κορ­νί­ζα στον τοί­χο. Κοί­τα­ζε τον πατέ­ρα και τη μάν­να του, «δεν κρέ­νει καείς, ούτε ο Μίχος, ούτε η Αλέ­ξω, ούι και τι σιού­γκρα­βος όξω τα ξέπλυ­νε όλα απ’ το μπου­χά­ρι  στα κερα­μί­δια ως το καλ­ντε­ρί­μι στου Μικρού­λη το Χάνι» , συλ­λο­γί­στη­κε χωρίς να πάρει τα ξεθω­ρια­σμέ­να μάτια από την παλιά φωτο­γρα­φία. Ίσως μια αίσθη­ση μονα­ξιάς πιο βασα­νι­στι­κή σ’ εκεί­νες τις τελευ­ταί­ες του μέρες, λίγο τα βαθιά γερά­μα­τα, λίγο ο άλλος τρό­πος ζωής από τότε που είχε πεθά­νει η γυναί­κα του η Γιώρ­γαι­να, περισ­σό­τε­ρο οι δυνά­μεις του που τον εγκα­τέ­λει­παν μέρα με τη μέρα πιο πολύ, το ξοδε­μέ­νο φως που λιγό­στευε πια στα μάτια, ο φόβος, η προ­σμο­νή για τη μεγά­λη συνά­ντη­ση, ποιος να ήξε­ρε τι…

Το σπί­τι του πρώ­του Μπα­ντιά­τη στον Τσα­μα­ντά (Γιάν­νη Μπάντιου)

«Έρθαν και τού­τη τη νύχτα, βγή­καν μπρο­στά μου, πολ­λοί νομα­τέ­οι, άλλοι όμορ­φοι, γελα­στοί, τσο­μπα­να­ραί­οι, κου­δου­νά­δες, τσε­λι­γκά­δες με τις γκλί­τσες, καλαν­τζή­δες ξεμπλέ­τσω­τοι, μαυ­ρι­σμέ­νοι, με το σπίρ­το και τη γάνα απ’ τα χαλ­κώ­μα­τα στα χέρια, κι άλλοι σακα­τε­μέ­νοι, αδειο­πούγ­γη­δες, με το ταγά­ρι στον πλά­τη σαν εκεί­νο τον Γιώ­τη, μα όλοι να με κοι­τά­ζουν στα μάτια, να με καλούν πίσω, σε άλλες στιγ­μές της ζωής και να χάνο­μαι ακο­λου­θώ­ντας τους θελη­τά στο κατό­πιν. Κι εκεί­νος ο πρώ­τος Μπά­ντιος, ο πάπ­πους του πάπ­που μου, λες κι ήθε­λε να μάσει όλη τη φαμί­λια, καθι­σμέ­νος στην κορ­φή στο τσέ­πι όξω απ’ το κονά­κι του, νά ’χει πιά­σει το τρα­γού­δι και να ξεση­κώ­νει το Μαχα­λά του Πράν­θη στο χορό, και λάλα­γε η φλο­γέ­ρα…», πέρα­σαν οι σκέ­ψεις, όλες καρ­διο­γρά­φη­μα σε ταχυ­παλ­μία, τρά­βη­ξε την τσέρ­γα ως την κορ­φή, ίσιω­σε τα μαξι­λά­ρια σκεπάστηκε.

Έκλει­σε τα μάτια, να κρα­τή­σει εκεί­νο τον κόσμο, τον δικό του, που μπο­ρεί να μην υπήρ­χε πια, μα ήταν τόσο ζωντα­νός στο γέρ­μα της δύσης του. Τώρα που η τρα­γι­κή κλε­ψύ­δρα του χρό­νου μετρού­σε αντί­στρο­φα δεν ήξε­ρε αν όλα τού­τα σ’ ένα θαύ­μα μπο­ρού­σαν να έχουν βρει μια άλλη θέση στο στε­ρέ­ω­μα και νά ’χει κι εκεί δασω­μέ­να ρέμα­τα και νερά, και μέλισ­σες να βουί­ζουν και κοπά­δια στα μαντριά. Δεν ήξε­ρε αν όλοι τού­τοι που ’χαν περά­σει από την ίδια φλού­δα της γης τον καρ­τε­ρού­σαν κάπου αλλού με ντέ­φια και βιο­λιά, και με κλα­ρί­να, κατα­λά­βαι­νε όμως πως ζύγω­νε η ώρα που έπρε­πε να παρα­δώ­σει τα κλει­διά. Αν, αν, αν… , όλα τα αν μιας απέ­ρα­ντης οδύ­νης και νοσταλ­γί­ας πέρα­σαν μαζί με τ’ όνει­ρο από το στερ­νό κατώ­φλι του ύπνου. Ένα θλιμ­μέ­νο χαμό­γε­λο χαρά­χτη­κε στα χεί­λη. Κου­κου­λω­μέ­νος στα σκε­πά­σμα­τα, κίνη­σε ο ίδιος το τραγούδι:

«Άιντε Μάρω στο πηγά­δι, άιντε για νερό
άιντε καρ­τε­ρεί­τε αδερ­φού­λες για να ζαλωθώ
άιντε τη βαρέ­λα να ζαλώ­σω και το μαστραπά
τι είν’ ο Γιάν­νος στο πηγά­δι, ο πλανόγιαννος
που πλα­νεύ­ει τα κορί­τσια και τις όμορφες
που με πλά­νε­ψε και μένα και δεν έρχομαι.»

«Παλιές ιστο­ρί­ες που μπο­ρεί να μην ενδια­φέ­ρουν κανέ­να πια» , έλε­γε στη νύφη του το ξημέ­ρω­μα. Κι εκεί­νη η ξένη στον τόπο, «μ’ αυτές τις ιστο­ρί­ες έθρε­ψες τη σκέ­ψη σου, γι’ αυτό χαμη­λώ­νουν τα βου­νά και βλέ­πεις τον παλιό σου κόσμο, γι’ αυτό χάνε­ται η πίκρα στα νερά της βρύ­σης που σε θυμά­ται απ’ το τρα­γού­δι, γι’ αυτό ξεκλει­δώ­νουν οι πόρ­τες και μπαί­νει ο άνε­μος φορ­τω­μέ­νος, ανθι­σμέ­να ρεί­κια, ρίγα­νη κι έλατο… »

Ο Γιώ­ρης, κατέ­βα­σε αργά – αργά τα ματο­τσί­νο­ρα. Το λακ­κά­κι στο λαι­μό έπαι­ζε γρή­γο­ρα. Η ανά­σα βαριά. Στέ­νευε ο σύγ­χρο­νος κόσμος, δεν τον χωρού­σε. Τα σεί­στρα του άλλου κόσμου ακού­γο­νταν κοντά, μα μπο­ρού­σε ακό­μη να σκί­σει τα μαύ­ρα πέπλα του τέλους, ν’ ανά­ψει ένα κερί, να φωτί­σει για τελευ­ταία φορά ό,τι έζη­σε, όσα αγά­πη­σε. Με τα μάτια σχε­δόν βασι­λε­μέ­να, άφη­σε πίσω του ποτά­μια και ρέμα­τα, πέρα­σε τα χορ­τα­ρια­σμέ­να γεφύ­ρια, κι αυτό του Κένου, κι ώσπου ν’ αλλά­ξει πλευ­ρό,  είχε επι­στρέ­ψει κιό­λας στον Τσα­μα­ντά, στο πανη­γύ­ρι του Δεκα­πε­νταύ­γου­στου. Τα όργα­να έπαιζαν:

Ωρέ γειά σου Οσμα­ντά­κα, την λεβε­ντιά σου να ’χα,
την λεβε­ντιά σου να ’χα, γειά σου Σαμαντάκα.
Άϊντε ωρέ συ κοι­μά­σαι, κι εγώ νυστάζω,
σε συλ­λο­γιού­μαι κι αναστενάζω.
Ξύπνα Οσμα­ντά­κα, και βάλε τα τσαρούχια,
στρί­ψε τη μου­στά­κα, γεια σ’ μωρέ Σμαντάκα.

Μπή­κε στο χορό, σ’ ανοι­χτό κύκλο μαζί με τους άλλους, όλοι γερό­ντια, μα τι θάμα, στον πρώ­το κιό­λας γύρο, με το σήκω­μα του ποδιού, τού­τα τα τσα­κι­σμέ­να απ’ τα χρό­νια σώμα­τα είχαν πάρει να ξανα­νιώ­νουν. Και λάλα­γε το κλα­ρί­νο κι οι φωνές από βρα­χνές, είχαν ξανα­γί­νει περίσ­σια αντρί­κειες κι έκαι­γε το τσί­που­ρο στον ουρα­νί­σκο και η λαύ­ρα στην καρ­διά. Στο δεύ­τε­ρο γύρο βρέ­θη­κε μπρο­στά­ρης κι είχε το ελεύ­θε­ρο να κάνει φιγού­ρες, να χτυ­πά τα πόδια στο χώμα, να φέρ­νει το χέρι πίσω απ’ το κεφά­λι και στρο­φές στον αέρα κι οι άλλοι, λεβέ­ντες κι αυτοί ακο­λου­θού­σαν με βήμα­τα ζυγι­σμέ­να, κι όσα δεν έλε­γαν με το στό­μα τα μολό­γα­γε το σώμα, ώσπου σχό­λα­σε ο χορός, κι ο Γιώ­ρης είχε γίνει παι­δά­κι, ένα κού­τσι­κο παρα­δο­μέ­νο στην αγκα­λιά του πάπ­που του κι άκουγε…

Όρη Τσα­μα­ντά

Άκου­γε, για κεί­νο τον πρό­γο­νο που ήξε­ρε ολό­κλη­ρη την Πίν­δο κατα­ρά­χια και τσέ­πια σαν την μέσα μεριά της παλά­μης του, που μιλού­σε Τούρ­κι­κα και Βλά­χι­κα και νογού­σε κάτι και στα Ρου­μά­νι­κα για­τί είχε γυρί­σει πολ­λά βιλα­έ­τια. Ο Γιάν­νος, ένας κυνη­γη­μέ­νος, τσο­μπά­νης είχε πει ο ίδιος, ένας φυγάς, που είχε φανε­ρω­θεί στον Τσα­μα­ντά το 1828 και είχε πάρει γυναί­κα Μοσχο­πο­λί­τισ­σα. Βλά­χα προ­κο­μέ­νη, απ’ αυτές που συλ­λα­βί­ζουν τ’ άστρα στο χέρι της καρ­διάς κι αρμέ­γουν το φως με τα μάτια. Την ήλε­γαν Μαρί­να, τού ’κανε πέντε παι­διά, ‑Γιώ­ρης, Κώτσιας, Νικό­λας, Νάσιος, Κίτσος- , από κοπέ­λες κι αν είχε κάμει δεν τις μελε­τά­με, δεν τις έγρα­φαν τότες στα κιτάπια…

«’Κού­γω μω πάπ­που, ε μω ’κού­γω …» , ψέλ­λι­σε κάποια στιγ­μή θαρ­ρείς και απα­ντού­σε στην ερώ­τη­ση «’Κους παιδάκι;».

Απ’ τα ξέφτια του χρό­νου, μέσα στον ύπνο συνέ­χι­ζε να εξι­στο­ρεί η φωνή απ’ τα αόρα­τα: «Ο Γιάν­νος Μπά­ντιος, άντρας λεβέ­ντης, γερο­δε­μέ­νος, ψηλός, ατρό­μη­τος, ένα ντε­ρέ­κι ίσα­με εκεί απά­νου, στη γρε­ντέ έφτα­νε το κεφά­λι του. Τού­τος ήταν που είχε κάνει σ’ αρμα­το­λί­κι, πολέ­μα­γε κι αυτός για την Ελλά­δα μας, τότε στο μεγά­λο ξεση­κω­μό.  Κάποια φορά, κιντυ­νε­μέ­νος και με το βόλι στο γκιό­ξι γύρε­ψε να κρυ­φτεί στη Βάλια Κίρ­να, είχε σκο­τώ­σει έναν άτι­μο μπέη κάπου κοντά στην Παρα­μυ­θιά, αυτή ήτα­ντη η αιτί­για του φευγιού.

Καμί­τσια­νη

Κεί­νες τις μέρες που κρύ­βο­νταν, ήταν να γένει κι άλλο φονι­κό, διπλό μάλι­στα. Είχαν κινή­σει για ξεκα­λό­και­ρο μια ομά­δα Σαρα­κα­τσα­ναί­οι σμί­χτες, θα πάγαι­ναν ψηλά κατά τον Σμό­λι­κα. Σ’ ένα γύρι­σμα της ρεμα­τιάς, σε μια απα­νε­μιά στά­θη­καν να ξαπο­στά­σουν όταν άξαφ­να, κάπου πίσω τους ακού­στη­κε  φασα­ρία. Ταρά­χτη­καν τα ζωντα­νά, γιό­μι­σε ο τόπος σκορ­πι­σμέ­να κου­δού­νια που λάλα­γαν με φόβο. Γαύ­γι­σαν τα σκυ­λιά. Γύρι­σαν οι τσε­λι­γκά­δες τα μάτια, στρά­φη­καν να κοι­τά­ξουν πίσω τους, μην ήταν λύκος ή αρκού­δα, και τα χέρια από μόνα τους, αμέ­σως στη ζώνη απά­νου στο μαχαίρι.

Έτυ­χε και βρέ­θη­κε κι ο Γιάν­νος κεί­νη την κακή την ώρα στο ίδιο μέρος μ’ αυτούς. Άκου­σε από μακριά, πλη­σί­α­σε, παρα­φύ­λα­ξε, είδε που τους είχαν επι­τε­θεί να τους ληστέ­ψουν, γένο­νταν τέτοια πολ­λά εκεί­να τα χρό­νια. Ούι και τι δε γένο­νταν… Πλη­σί­α­σε κι άλλο, κατά­λα­βε πως δεν ήθε­λαν μόνο γρό­σια μα και μια κοπέ­λα, τη Μάρω. Δε λογά­ρια­σε που ήταν τέσ­σε­ρις νομα­τέ­οι αυτοί κι εκεί­νος μανα­χός και λαβω­μέ­νος, όρμη­σε απά­νω τους, πάλε­ψε, δυο τους μακέ­λε­ψε, έναν τον άφη­καν στον τόπο οι τζο­μπά­νη­δες, τον τέταρ­το που πήγε ν’ αρπά­ξει τη Μάρω τον κου­μπού­ρε­ψε η ίδια μ’ ένα παλού­κι, μα πρό­λα­βε, ματω­μέ­νος μ’ ανοιγ­μέ­νο το κεφά­λι ανέ­βη­κε στ’ άλο­γο αυτός ο διά­γου­λος, καπνός και πάει, να τού ’χε πάρει ο σαϊ­τά­νης ο μεγά­λος τη φασκιά, να γένο­νταν κρώ­θα ο μπιτισμένος…

Ο πατέ­ρας της Μάρως είχε αγκα­λιά­σει την κοπέ­λα του περή­φα­νος, μα και του Γιάν­νου, όχι μόνο του ανα­γνώ­ρι­σε το θάρ­ρος και την πρά­ξη, μα και τον παρα­κά­λε­σε να μεί­νει μαζί τους. Αυτός όμως ζύγι­σε την κατά­στα­ση, κατά­λα­βε πως είχε μπει σε μεγα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο με το διπλό φονι­κό, τον ευχα­ρί­στη­σε κι είπε θα ’ψαχνε άλλον τόπο να σιγου­ρέ­ψει το κεφά­λι του. Πάντως, έφα­γε ψωμί, τυρί, κοσι­μά­ρι, κρι­γιάς κι έπιε μαζί τους. Μετά  αγκα­λιά­στη­καν σταυ­ρω­τά, ασπά­στη­καν στους ώμους, έσκι­σαν τη φλέ­βα έσμι­ξαν τα αίμα­τα, άφη­σαν να πέσει μια στα­γό­να στη γη να κατα­λά­βουν οι νεκροί την πρά­ξη, ορκί­στη­καν μπέ­σα, γένη­καν αδερ­φο­ποι­τοί. Ύστε­ρα,  τού ’βαλαν ένα που­γκί παρά­δες στο ντρου­βά, κρυ­φά να μη τον ντρο­πιά­σουν, τού ’δωκαν και­νούρ­για φορε­σιά να ντύ­σει, μαύ­ρη όπως τη δική τους, για­τί κρα­τού­σαν πέν­θος για την Πόλη, έκα­ψαν τα λερά τα ματω­μέ­να, χώρι­σαν κάμπο­σα κεφά­λια πρό­βα­τα από το κοπά­δι, τα ξέκο­ψαν, είπαν δικά σου αδερ­φέ, του χάρι­σαν κι ένα σκυ­λί, τον Τζε­ρέ­πη. Καλή προ­κο­πή ωρέ λεβέ­ντη του ευχή­θη­καν, αποχαιρετίστηκαν.

Κεί­νες τις λίγες ώρες, μια στιγ­μή είχαν αντα­μω­θεί οι ματιές με τη Μάρω, κι άλλη μια φευ­γα­λέα τα χέρια, δυο στιγ­μές όλες κι όλες, μα κρά­τη­σαν για πάντα. Στο φευ­γιό του, εκεί πού ’τρε­χε το νερό μέσα απ’ τη σκι­σμά­δα τού βρά­χου, πρό­λα­βε και είδε μαζί με τα γυμνά της πόδια και τα ξαναμ­μέ­να μάγου­λα και μια πίκρα στα λεπτά της χεί­λη και μαζί μ’ αυτή, την έγνοια ζωγρα­φι­σμέ­νη στο στα­ρέ­νιο πρόσωπο.

Στις τρεις μέρες δρό­μο, χωρίς εμπό­δια, με τον Τζε­ρέ­πη και το κοπά­δι, χαρά­μα­τα βγή­κε στη βρύ­ση στον Τσα­μα­ντά. Είχε κι άλλους πολ­λούς κυνη­γη­μέ­νους στη Μουρ­γκά­να τότες. Γιάν­νος Μπά­ντιος, τσο­μπά­νος, συστή­θη­κε, και γύρε­ψε τόπο και κατοικιά…

Άλλα­ξε πλευ­ρό ο Γιώ­ρης. Άθε­λά του άγγι­ξε τη ρωγ­μή του βορι­νού τοί­χου. Σαν να πάγω­σαν κάπως τα δάχτυ­λα, σαν να τρό­μα­ξε, μάζε­ψε το χέρι από­το­μα. Την ίδια στιγ­μή μια άλλη ρωγ­μή άνοι­γε πιο πολύ. Υπήρ­χε μια έντα­ση και μια τρυ­φε­ρό­τη­τα στις ανα­μνή­σεις του ακό­μη κι όταν κοι­μό­ταν, αλλά μάλ­λον έτσι συμ­βαί­νει όταν επι­χει­ρεί κανείς να ληστέ­ψει την άβυσ­σο της απου­σί­ας, όταν από μια μόνο ρωγ­μή της μνή­μης, ο παλιός και­ρός ξανάρχεται.

«Κεί­νη η Μάρω, μω πάπ­που τι από­γι­νε;» , ο Γιώ­ρης, ρωτού­σε κι είχε ένα χαμό­γε­λο αλή­θεια όπως αυτό των μικρών παι­διών, ο Γιώ­ρης Μπά­ντιος βυθι­σμέ­νος σε όνει­ρο μακάριο.

Και ξανάρ­θε, από­κο­σμη η φωνή τού πάπ­που κι έλε­γε πως τον άλλο χρό­νο ρωτώ­ντας ο Γιάν­νος έφτα­σε στη Ρόσ­να, σια­πά­νου στη Φλώ­ρι­να, γύρε­ψε τους Σαρα­κα­τσα­ναί­ους, είχε στο νου του να ζητή­σει τη Μάρω, μα έφτα­κε αργά, πάνω στ’ αρρα­βω­νιά­σμα­τα. Την κοπέ­λα την είχε τάξει ο πατέ­ρας σε τσέ­λι­γκα στη Δρά­μα. Μάνα­χα η Μάρω είχε κατα­λά­βει τον πραγ­μα­τι­κό λόγο, κάτι της είχε τσι­μπή­σει την καρ­διά, μα από σεβα­σμό στην από­φα­ση της οικο­γέ­νειας, δεν είχε πει πως δεν τον ήθε­λε εκεί­νο τον γάμο. Έτσι, βρέ­θη­κε στη χαρά τους βαριο­καρ­δι­σμέ­νος, μα δεν το μολό­γα­γε με τα χεί­λη. Την κοί­τα­ζε κλε­φτά κάθε φορά που έβρι­σκε ευκαι­ρία σ’ εκεί­νο το σύντο­μο αντά­μω­μα, δεν την χόρ­ται­νε, την ήθε­λε στην αγκα­λιά του, μάταια πια, κι όταν τα ξημε­ρώ­μα­τα κίνη­σε να φύγει, αχά­ρα­γα την ήβρε στο πηγά­δι, με το μαστρα­πά στα χέρια.

«Να τσά­κι­ζα το μαστρα­πά που ΄χει το καρυο­φύλ­λι… » , σπι­ρού­νι­σε τ’ άλο­γο και χάθη­κε, με το μαντή­λι της δεμέ­νο στο χέρι του…

Μέχρι να φτά­σει στον Τσα­μα­ντά, τό ’χε πάρει από­φα­ση, να ζήσει ήσυ­χα, ν’ αβγα­τί­σει το βιός, ν’ απο­λύ­κει ρίζες στη Μουρ­γκά­να, να κάμει οικο­γέ­νεια.  Ήβρε μαστό­ρους, έχτι­σε μονο­χρο­νίς σπί­τι στο Μαχα­λά του Πράν­θη, κατώι και ανώι, τέσ­σε­ρα μπου­χά­ρια φαί­νο­νταν από μακριά όταν κάπνι­ζαν και το γρέ­κι παρέκει.

          Τη Μαρί­να, τη γυναί­κα του, την ήβρε και την ήφε­ρε από τη Μοσχό­πο­λη. Βλά­χα, ράτσα βου­νί­σια, νιά­τα χλω­ρά, τα χεί­λη κού­μπου­λο, περ­δι­κό­στη­θη, φρύ­δια γεφύ­ρια, μάτια σαν αμύ­γδα­λα μεγά­λα. Με φεγ­γά­ρι την είχε γρω­νί­σει, Φλε­βά­ρη μήνα, είχαν ανθί­σει οι μυγδα­λιές. Λένε πως η ομορ­φιά της γυναι­κός είναι που γίνε­ται αιτία στη γέμω­ση του  φεγ­γα­ριού και παίρ­νει τα χαλι­νά­ρια η καρ­διά, λευ­τε­ρώ­νει πόθο κι αγά­πη, σμί­γουν τα σώμα­τα σε σάρ­κα μία που ’λέει τ’ άγιο βαγ­γέ­λιο. Λένε πως μια γυναί­κα μπο­ρεί να σου ζεστά­νει την ψυχή και ν’ ανθί­σει, όπως ζεσταί­νει ο ήλιος τις ρίζες το κατα­χεί­μω­νο και δεν αστο­χούν να ξανα­δώ­σουν ζωή και πνοή στο δέντρο, να μπου­μπου­κιά­σουν τα κλα­διά όταν έρθει η ώρα.

Η Μαρί­να, γρώ­νι­ζε όλα τα βοτά­νια και γητειές πολ­λές. Ήξε­ρε και πώς να μάσει τον καλάν­θρω­πο, κεί­νο το βοτά­νι που άλλοι το λένε μήλο του σαϊ­τά­νη του μεγά­λου,  το σερ­νι­κο­βό­τα­νο, το μαν­δρα­γό­ρα μω! Έκα­νε ένα κύκλο γύρω του με τη γκλί­τσα, γκλί­τσα καμω­μέ­νη απ’ αριά, έμπαι­νε μέσα, το ξερί­ζω­νε με το τζου­μα­νί­κι, ύστε­ρα το περ­νού­σε σε τρι­χιά από σπάρ­το για να το κρε­μά­σει στη γκορ­τσιά να ξερα­θεί στον ήλιο. Τ’ αυτιά τα ’κλει­νε με κερί, έτσι δε δεν άκου­γε το μοι­ρο­λόι της ρίζας όταν την έβγα­ζε απ’ το χώμα, κι αφού δεν άκου­γε, δεν κιν­δύ­νευε να πλα­νευ­τεί, να της σαλέ­ψει ή και να την έβρει κακό χει­ρό­τε­ρο. Μαύ­λι­ζε και τα φίδια, ήξε­ρε το ξόρ­κι, κρέ­μο­νταν η δεντρο­γα­λιά στη γρε­ντέ κι εκεί­νη δεν την πεί­ρα­ζε. Τα ’χε μάθει απ’ τη μανί­τσα της όλα, να μετρά τις λέξεις με την καλο­σύ­νη, τα ζωντα­νά δίχως φόβο και τη ζωή με την απαντοχή.

Στα τσέ­πια της Μουρ­γκά­νας έκα­με μαζί της προ­κο­πή ο Γιάν­νος, προ­κο­πή και πέντε παι­διά, από κοπέ­λες είπα­μαν δε γρά­φο­νταν στα χαρ­τιά, μα πάλε, μπο­ρεί και να μην έκα­με τσού­πρες αφού είχε το σερ­νι­κο­βό­τα­νο… Άιντε να πού­με ένα τρα­γού­δι τώρε…

Βλά­χα πλέ­νει στο ποτά­μι κι ένας βλά­χος τη ρωτάει.
Βλά­χα μ’ τ’ είσαι σκου­μπω­μέ­νη και βαριά βαλαντωμένη.
Τι είν’ τα νύχια σου βαμ­μέ­να τα μαλ­λιά σου μπερδεμένα.
Βλά­χα μ’ κρέ­με­ται η σογιά σου και λερώ­νε­ται η ποδιά σου.
Τι σε μέλει εσέ λεβέ­ντη μ’ για τα ρού­χα τα δικά μ’

Μωρ’ με μέλει και σου λέγω, για τ’ εσέ­να εγώ κλαίω
Άιντε κόρη μου γυα­λέ­νια, μωρ’ ματά­κια μου γραμμένα.
Βλά­χα, ζώσε τα θηλύ­κια κι έβγα βρά­δυ στα χαλίκια,
Βλά­χα, ζώσε το ζωνά­ρι κι έβγα βρά­δυ στο παζάρι.

Έβγα βρά­δυ στο παζά­ρι, να σε ιδούν μικροί, μεγάλοι.
Να σε ιδού­νε κι οι αγά­δες, να χωρί­σουν τις κυράδες.
Άιντε κόρη μου γυα­λέ­νια, μωρ’ ματά­κια μου γραμμένα.
Να χηρέ­ψεις να σε πάρω με παπά και με κουμπάρο.

Επι­στρο­φή στη μνήμη

Άνοι­ξε τα πυρε­τια­σμέ­να ματό­φυλ­λα ο Γιώ­ρης, ξανα­κά­θι­σε στο στρώ­μα, λες και κάθο­νταν στο σάι­σμα του πάπ­που, εκεί­για στο κονά­κι του Γιάν­νου στον Τσα­μα­ντά κι ας βρί­σκο­νταν στους Φιλιά­τες. Έρι­ξε πρώ­τα ένα βλέμ­μα ολό­γυ­ρα και μετά, με την άκρη του ματιού επι­θε­ω­ρού­σε σχο­λα­στι­κά στον καθρέ­φτη τον εαυ­τό του, ξαφ­νια­σμέ­νος κάπως, θαρ­ρείς κι έκα­νε απο­γρα­φή ανά­με­σα στον ύπνο και στον ξύπνιο του, απο­λο­γι­σμό ανά­με­σα στο όνει­ρο και την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Σ’ εκεί­νη τη μια, από τις τελευ­ταί­ες του στιγ­μές, είχαν έρθει και είχαν κολ­λή­σει τόσες άλλες, κι έμοια­ζε να είναι αυτή η περα­στι­κή και οι άλλες οι μόνι­μες, έλει­παν μόνο οι ασβε­στω­μέ­νοι τοί­χοι που ήξε­ρε, η κασέ­λα της μπά­μπως, ο σοφράς και τα κου­τσού­μπια γύρω από το τζά­κι. Σε αβα­σά­νι­στο εξα­γνι­σμό, με ακέ­ραιη τη συνεί­δη­ση μάζω­νε τις μαρ­τυ­ρί­ες της παλιάς ζωής, ώρα που μόνο η καται­γί­δα μέσα στην απο­κα­μω­μέ­νη νύχτα πολ­λα­πλα­σί­α­ζε την αγω­νία του.

Στο αχνι­σμέ­νο τζά­μι αργο­κυ­λού­σαν οι βαριές στα­λαγ­μα­τιές προ­σθέ­το­ντας και­νούρ­για ερε­θί­σμα­τα, κι απέ­ξω πλάι στο παρα­θύ­ρι η ανθι­σμέ­νη αμυ­γδα­λιά πάσκι­ζε στο φως της αστρα­πής να τον κάνει να πιστέ­ψει πως είχε ενδια­φέ­ρον το πέρα­σμά του από τη φλού­δα της γης της Μουρ­γκά­νας, πως ένα πλή­θος από τα λόγια του θά ’βρι­σκαν τρό­πο να απευ­θυν­θούν σ’ εκεί­νη που είχε έρθει όχι μόνο για να τ’ ακού­σει, μα και για να τα γρά­ψει. Σαν φώταε η αστρα­πή, «Καί­κνως» , άκουε την αμυ­γδα­λιά να ψιθυ­ρί­ζει, σαν υπό­σχε­ση και το σπί­τι γέμι­ζε γέλια και χαρές και μόλις έσβη­νε, «Ώβυς» , με κάποια λύπη, δεν ήξε­ρε ποιος ήταν που τό ’λεγε, ήξε­ρε πως η ψυχή του δεν ήθε­λε να τ’ ακού­ει. Στην επό­με­νη αστρα­πή πετά­χτη­κε ορθός στο παρα­θύ­ρι, «Καί­κνως, ωρή αμυ­γδα­λιά. Καί­κνως, ωρή νύφη μου γραμμένη…»

Κι ύστε­ρα, στη μέση λέει της κάμα­ρας, της δικής του πια αφού είχε ξυπνή­σει, μέσα στον γλυ­κύ ηδο­νι­σμό της φαντα­σί­ας, φωτού­σε μια λαμπα­δού­λα, στα χέρια εκεί­νης, της πριν από τη βάβω του βαβου­λέ­τσω, τη Μαρί­να, και κάθο­νταν ο Γιάν­νος στη στρω­μέ­νη τσέρ­γα, κι έπαι­ζε φλο­γέ­ρα κι από την κλει­δα­ρό­τρυ­πα του χρό­νου κατα­λά­βαι­νε πως κρυ­φο­κοί­τα­ζαν πότε τα εγγό­νια του ο Σπύ­ρος και η Μαρί­να και πότε η μάνα τους η Χαρού­λα, εκεί­νη η ξένη στον τόπο, η νύφη του, γυναί­κα του Λάκη, πολύ την είχε αγα­πή­σει τού­τη την ξένη, κι είχε κοντύ­λι και πλά­κα στα χέρια, κι άκουε μια φωνή μέσα στα σωθι­κά της που τίπο­τα δεν ήθε­λε κι όλα τα ζητού­σε, κι έγρα­φε, κι έγρα­φε, κι έγρα­φε, κι εσκόρ­πι­ζε τ’ άνθη της η αμυ­γδα­λιά και τρα­γού­δα­γε η κοπε­λί­τσα, και χόρευε το παι­δί… Και στα μάτια της, ούι τι είχε πάθει η Χαρού­λα, όλη η βρο­χή απ’ την τσού­κα της Μουρ­γκά­νας σ’ εκεί­να τα μάτια είχε μαζωχτεί…

Με μια κίνη­ση του κεφα­λιού, πάσκι­σε ν’ απο­τι­νά­ξει τη μελαγ­χο­λία που κούρ­νια­ζε στα δικά του μάτια.

«Κεί­νος που μπο­ρεί να τηρά­ει το θάνα­το στο μεσό­φρυ­δο, κεί­νος νιώ­θει και τη ζωή. Εγώ είμαι, ο Γιώ­ρης, ο Μπά­ντιος, ο σφά­λια­ρος, ζαλώ­θη­κα τη ζωή με τη φτώ­χεια και τον πόλε­μο, τη γέλα­σα, με γέλα­σε, την ήφε­ρα βόλ­τα, έφα­γα, έπια, τρα­γού­δη­σα, αγά­πη­σα, χόρε­ψα, γλέ­ντη­σα, πικρά­θη­κα, ξενι­τεύ­τη­κα, ανά­στη­σα φαμί­λια, παρα­δί­δω την ψυχή στα βου­νά, ωρέ γραμ­μέ­να σας αφή­νω γεια και εις έτη καλά και πολ­λά», γρά­ψε το κι αυτό μω κοπέ­λα, γρά­ψε τo κι από τ’ εμέ­να την ευκή νύφη και θυγατέρα…

Του Γιάν­νου το κονάκι

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Χαρού­λα Βερίγου
Κέρ­κυ­ρα 21 Φλε­βά­ρη του 2022

Από την υπό έκδο­ση συλ­λο­γή διηγημάτων
Σαν παπλα­μού­δες να χορεύ­ουν οι λέξεις Καί­κνως – Ώβυς

 


Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

Αισθά­νο­μαι πως η Χαρού­λα Βερί­γου έμει­νε για πάντα στην Κρή­τη, να γοη­τεύ­ε­ται από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια του τόπου…
Στην Κέρ­κυ­ρα, η Ζωή Δικταί­ου κατα­θέ­τει ως δόκι­μη της ποί­η­σης την ευγνω­μο­σύ­νη της στο Ιόνιο Φως. Αντι­λαμ­βά­νο­μαι την δια­κρι­τι­κή του παρου­σία, ιδιαί­τε­ρα όταν φωτί­ζει μέσα μου την ιερή Δίκτη.
Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποίηση.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργο­γρα­φία:

  • Λασί­θι, Τόπος Μέγας – Η κού­πα των θεών, Αφή­γη­μα, Δεκέμ­βριος 2020
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Νοέμ­βριος 2020
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα, Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα, Ιού­νιος 2015

Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογο­τε­χνία, Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα


facebook logo click

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο