Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

…του Torretti

Φθι­νό­πω­ρο του 1981, 26 του Οκτώ­βρη, ένα ξημέ­ρω­μα πριν σαρά­ντα ένα ολό­κλη­ρα χρό­νια, τόσα έχουν περά­σει από τότε που ήρθα στην Κέρ­κυ­ρα πρώ­τη φορά. Είχαν ανοί­ξει οι καταρ­ρά­κτες τ’ ουρανού.
Αφέ­θη­κα, χωρίς ομπρέ­λα, ελεύ­θε­ρη, με μάγε­ψε η βρο­χή, δεν θέλη­σα να φύγω.
Ευγνώ­μων στην Κέρ­κυ­ρα, που με λύτρω­σε «από όλους τους σωτήρες».

Γρά­φει η Χαρού­λα Βερί­γου \\ Ζωή Δικταί­ου

Ήθε­λε, δεν ήθε­λε, άνοι­γε ξανά το κρυ­φό σημειω­μα­τά­ριο της ζωής της, θαρ­ρείς και κάποιο από τα πρώ­τα κεφά­λαια ήταν αυτό που κατά­φερ­νε να ανα­δύ­ε­ται απρό­σκλη­το, με την απαί­τη­ση να ξανα­δια­βα­στεί η ίδια σελί­δα, μα με άλλη ανά­γνω­ση. Μια φέτα άσπρο φεγ­γά­ρι ξεχα­σμέ­νο κατα­με­σής τ’ ουρα­νού, τό ’βλε­πε ν’ αρμε­νί­ζει μπρο­στά από τ’ ανοι­κτό της παρά­θυ­ρο, με την αθω­ό­τη­τα ακό­μη στις ραφές της φανε­λέ­νιας ρόμπας της, εκεί έμεινε.

«Μη φοβά­σαι Λου­τσι­νέ­τα», κάθε βρά­δυ άκου­γε γαλη­νε­μέ­να τού­τα τα λόγια, τά ’φερ­νε το αερά­κι εκεί­νες τις βασα­νι­σμέ­νες ώρες, πάντα κρε­μα­σμέ­να στα κρόσ­σια τού ήλιου που έδυε. Ήταν σαν να μετα­λά­βαι­νε ένα χαμό­γε­λο κρυ­φά, μια παρη­γο­ριά στα όνει­ρα της τα γεμά­τα πλη­γές, εκεί, ανά­με­σα σε κοχύ­λια και μικρά βότσα­λα αυτά που μάζευε στο για­λό, ανα­παυό­ταν ένα άγγιγ­μα, μια φευ­γα­λέα τρυ­φε­ρή κου­βέ­ντα, μια στά­λα βρο­χή στο πρόσωπο.

Έφτια­ξε καφέ, έβα­λε στο δίσκο μαζί με το μπρί­κι, δυο φλυ­τζά­νια, δυο κρυ­στάλ­λι­να ποτή­ρια νερό, το μπολ με τα κου­λου­ρά­κια της κανέ­λας, η δια­βα­σμέ­νη της παλά­μη σημά­δε­ψε μακριά τον ορί­ζο­ντα, το ήξε­ρε καλά, αλλά­ζουν τοπία οι ψυχές όταν η αλμύ­ρα ξεφλου­δί­ζει τις λέξεις, τις σκέ­ψεις, ήταν σίγου­ρη πως καμιά ανά­μνη­ση δεν της είχε επι­βλη­θεί τόσο, όσο αυτή από την παι­δι­κή της ηλικία.

«Ο χρό­νος καμιά φορά, ψυχή μου, βάζει επί­τη­δες κάποιες φωτο­γρα­φί­ες στις κορ­νί­ζες της θύμη­σης», είπε αόρι­στα, και τα μάγου­λα της, δυο κόκ­κι­να μήλα στον πρω­ι­νό ήλιο του Καμπιέ­λου, βάφτη­καν ακό­μη πιο κόκ­κι­να από την έντα­ση της μνή­μης, ή της συγκί­νη­σης καθώς άγγι­ζε το τζά­μι της κορνίζας.

Θυμό­ταν την πρώ­τη φορά που είχαν έρθει στη χώρα, λίγο μετά τον πόλε­μο, η Λου­τσι­νέ­τα με τη μάνα της, Ζαμπε­τού­λα την έλε­γαν, τη νόνα τη Μαρ­γιε­ντί­να, τη γει­τό­νισ­σα τη Λενέ­τα με τη θυγα­τέ­ρα της τη Ζαφεί­ρα και τη Γιαν­νέ­τα του παπά. Άνοι­ξη, Απρί­λης μήνας, μέσα από τη λεπτή ομί­χλη της θύμη­σης ψιθύ­ρι­ζαν ακό­μη μονο­σύλ­λα­βοι οι ήχοι τής βρο­χής στ’ ακρο­κέ­ρα­μα, στα στε­νά μπαλ­κό­νια, στα φου­ρού­σια, κι ύστε­ρα πιο σιγά, μα πάντα οι ίδιοι μονο­σύλ­λα­βοι ήχοι μέσα της. Οκτώ χρο­νών, άκλει­στα, κορι­τσά­κι, μια πήχη και δυο σπι­θα­μές στο ύψος, τόσο την είχε μετρή­σει η νόνα, εκεί στο πλα­τύ­σκα­λο στο πατρι­κό, προ­τού κατέ­βει δυο – δυο από τη χαρά της, τα σκα­λιά, που θα πήγαι­νε στη χώρα.
Η νόνα η Μαρ­γε­ντί­να, είχε δέσει απο­βρα­δίς στο μαντι­λά­κι τους παρά­δες, ν’ αγο­ρά­σει ένα κομ­μά­τι τσί­τι, με φιό­ρια το φαντά­ζο­νταν, είχε παρα­κα­λέ­σει τη φιλε­νά­δα της τη Φοτζέ­τα, σπου­δαία μαστό­ρι­σα στη ραφτι­κή, να ράψει ένα και­νούρ­γιο φόρε­μα για τη μικρή, να το βάλει  την Ανά­στα­ση, ήταν η δεύ­τε­ρη Πασχα­λιά της λευ­τε­ριάς. Τα μαλ­λιά πλεγ­μέ­να σφι­χτά, τα παπού­τσια κάπως μεγά­λα και στρα­βο­πα­τη­μέ­να, ένα ζακε­τά­κι πλε­χτό, τριμ­μέ­νο στους αγκώ­νες, καθό­λου δεν την πεί­ρα­ζε, σημα­σία είχε πως ήταν ντυ­μέ­νη. Κι από περη­φά­νεια μάτια; Να συλ­λα­βί­ζει μεσί­στια στις άκριες των ματιών, πότε ουρα­νό και πότε θάλασσα.

Νωρίς το πρωί είχαν φτά­σει, όλες μαζί στο Μαύ­ρο Γάτο, με την καρό­τσα του Στα­μα­τέλ­λη. Την είχε φάει η περιέρ­γεια, ήθε­λε να γνω­ρί­σει τη χώρα, δεν το σκέ­φτη­κε δεύ­τε­ρη φορά, εκεί που είχαν πιά­σει την κου­βέ­ντα, άφη­σε μετέ­ω­ρο το χέρι της μάν­νας της να κρέ­με­ται στον τοί­χο στα Μου­ρά­για, έκα­νε αρι­στε­ρά, ανέ­βη­κε την πρώ­τη πέτρι­νη σκα­λι­νά­δα, κάποιο περι­στέ­ρι πέτα­ξε χαμη­λά, ακο­λού­θη­σε το φευ­γιό του, πέρα­σε το βόλ­το του Κοκ­κί­νη, χάθη­κε στα αδιέ­ξο­δα, μα δίχως φόβο, η μυρω­διά από τα για­σε­μιά ήταν υπό­σχε­ση, «καλοί άνθρω­ποι μάτια τα βάζουν στις αυλές τα μπου­γα­ρί­νια» , έλε­γε ο πάπ­πους της, προ­χώ­ρη­σε θαρ­ρε­τά, έτρε­ξε στο καλ­ντε­ρί­μι ως τη στέρ­να, ‑Κρε­μα­στή άκου­σε πως την έλεγαν‑, εκεί στο καλ­ντε­ρί­μι, όσο να κάνει δυο βήμα­τα της έφυ­γε η σόλα του παπου­τσιού, στα­μά­τη­σε. Έρι­ξε μια ματιά πίσω της, παρα­τή­ρη­σε τα στε­νά καντού­νια, της φάνη­κε πως είχε βγει από λαβύ­ριν­θο, χαμο­γέ­λα­σε, σήκω­σε τα μάτια ψηλά, τα αρχο­ντι­κά έστε­καν πιο επι­βλη­τι­κά από αυτά του χωριού της στη Μέση Κέρ­κυ­ρας, έτσι της φάνη­καν, πήρε τα σκι­σμέ­να παπού­τσια στα χέρια, συνέ­χι­σε ξυπόλητη.

Κάπου παρα­πά­νω ένιω­θε πως την καλού­σαν και­νούρ­γιοι ήχοι, πότε αυτοί της σιγα­νής βρο­χής, πότε κελα­δί­σμα­τα  που­λιών, άλλο­τε λόγια που δεν κατα­λά­βαι­νε, ήθε­λε όμως να τα μάθει. Ανη­φό­ρι­σε λίγα μέτρα, βγή­κε σ’ ένα πλά­τω­μα, μήπως ήξε­ρε πού; — Οβριο­βού­νι, ή των Ταξιαρχών‑, έμα­θε πολ­λά χρό­νια αργό­τε­ρα. Κάθι­σε σ’ ένα πεζού­λι, στα ανοιγ­μέ­να σπλά­χνα της πέτρας πρό­βα­λε μια μαρ­γα­ρί­τα. Τέτοια επο­χή στο λιο­στά­σι τους ήταν στρώ­μα, της άρε­σε να  τις περ­νά­ει με τη βελό­να σε μια κλω­στή και να τις κρε­μά­ει γιορ­ντά­νι στο λαι­μό. Έφε­ρε ένα βλέμ­μα ολό­γυ­ρα, πολ­λά από τα κτί­ρια, ερεί­πια, ανά­με­σά τους εγκλω­βι­σμέ­νες οι φωνές, οι μνή­μες, παλιές, και πιο παλιές ακό­μη, όλες τους μνή­μες πλη­γές, τσα­κι­σμέ­νες όπως τα κερα­μί­δια, σκορ­πι­σμέ­νες εδώ κι εκεί, και στην κορ­φή ενός μισο­γκρε­μι­σμέ­νου τοί­χου, ένα παι­δί, θά ’χε περί­που το ίδιο ανά­στη­μα μ’ εκεί­νη, έτσι το υπο­λό­γι­σε όπως το είδε να στέ­κε­ται όρθιο.

Καθώς πλη­σί­α­σε και πάτη­σε με τα γυμνά της πόδια, τα πεσμέ­να από το χει­μώ­να, φύλ­λα ανά­με­σα στα χαλά­σμα­τα μια ραγι­σμα­τιά άνοι­ξε μέσα της.  Ξανα­κοί­τα­ξε ψηλά, ένας κόμπος στά­θη­κε στο λαι­μό καθώς αντί­κρυ­σε εκεί­νο το παι­δί που γύρι­σε και την κοί­τα­ζε. Φορού­σε και φτε­ρά στους ώμους. Ένιω­σε την έντα­ση στα βλέμ­μα­τα, από τη μια το σκού­ρο καστα­νό, το δικό της γεμά­το αφέ­λεια και κου­μα­ρί­σιο μέλι, κι από την άλλη το καπνι­σμέ­νο γκρι, το δικό του, φορ­τω­μέ­νο θειά­φι και δάκρυα. Θαρ­ρείς μετρώ­ντας την από­στα­ση από τη γη, στον ουρα­νό, κι από τη ζωή, ως το θάνα­το, «κατέ­βα, ορέ παι­δί, κατέ­βα, θα πέσεις» , του φώνα­ξε με αγω­νία, ως να όρι­ζε την τύχη του. Δεν πήρε από­κρι­ση, πεί­σμω­σε με την απο­κο­τιά, «δεν φεύ­γω αν δεν κατέ­βεις, πέτα­ξέ μου αν θέλεις τα φτε­ρά να μη σε βαραί­νουν, ακούς;»

Μάταια περί­με­νε, θύμω­σε πιο πολύ. «Μπο­ρεί και να μην ακού­ει το άχα­ρο», συλ­λο­γί­στη­κε με κάποια επιεί­κεια. Έλεγ­ξε τις εσο­χές στο κου­φά­ρι του τοί­χου, βρή­κε τρύ­πες για πατή­μα­τα, ‑τι το ’χε; ολη­με­ρίς στα δέντρα σκαρ­φά­λω­νε, όλες οι κου­κου­να­ριές και οι ελιές στους Βαρυ­πα­τά­δες την ήξε­ραν- , «δεν έρχε­σαι εσύ μάτια, έρχο­μαι εγώ» , μονο­λο­γού­σε καθώς σκαρ­φά­λω­νε. Βρέ­θη­κε δίπλα του, με κόπο είναι αλή­θεια, και με κίν­δυ­νο. Σαν άγγι­ξε τα παγω­μέ­να του πόδια ανα­τρί­χια­σε ολό­κλη­ρη, ξαφ­νι­κά, όλα απο­κτού­σαν το νόη­μα που τους άξι­ζε. Έβγα­λε το τριμ­μέ­νο ζακε­τά­κι, του τό ’ριξε στους ώμους, τής είχε φανεί πως έτρε­με. Κάθι­σε σιω­πη­λή, έβα­λε το κεφά­λι ανά­με­σα στα χέρια της, έκλαι­γε, η εικό­να της πόλης που αντί­κρυ­ζε από εκεί ψηλά έμε­λε να μεί­νει αξιο­μνη­μό­νευ­τη για όλη την υπό­λοι­πη ζωή της.  Κάποια στιγ­μή, σηκώ­θη­κε μ’ ανοι­χτά τα χέρια, απλω­μέ­να, προ­σπά­θη­σε να ισορ­ρο­πή­σει στην κορ­φή του τοί­χου. Ανα­πνέ­ο­ντας βαθιά, σαν να κατέ­βαλ­λε προ­σπά­θεια γύρευε με τα μάτια μόνο απα­ντή­σεις. Δυνά­μω­νε η βρο­χή, ένα βλέμ­μα αρι­στε­ρά, ένα δεξιά, ένα βήμα μπρο­στά, δύο πίσω, παρα­πά­τη­σε, γλί­στρη­σε, δεν άργη­σε να συμ­βεί. Έχα­σε την ισορ­ρο­πία της, κρα­τή­θη­κε μόλις την τελευ­ταία στιγ­μή, κυριο­λε­κτι­κά από του αγγέ­λου το φτε­ρό. Τώρα έκλαι­γε πιο δυνα­τά. Μέσα στο λυγ­μό της, «μη φοβά­σαι Λου­τσι­νέ­τα», άκου­σε τη φωνή του…

Η Λου­τσι­νέ­τα, δεν έβγα­λε ποτέ από το νου της, εκεί­νο το επει­σό­διο της παι­δι­κής της ηλι­κί­ας. Ορκι­ζό­ταν πως δεν ήταν όνει­ρο, το έζη­σε, θυμό­ταν πώς είχε ανέ­βει, μα όχι πώς κατέ­βη­κε, και πώς βρέ­θη­κε ξανά, να κρα­τά το χέρι της μάνας της στα Μου­ρά­για, από­γευ­μα πια, ώρα που τα σύν­νε­φα είχαν ανά­ψει τα πρώ­τα γαρύ­φαλ­λα, για να βγει το φεγ­γά­ρι, να κρι­θεί το δάκρυ στα ματο­τσί­νο­ρα, να της χαϊ­δέ­ψει τα μαλ­λιά η νόνα, ώρα που ο άγγε­λος του Torretti, μπο­ρεί να μην θυμά­ται το όνο­μά του, δεν ξέχα­σε όμως ποτέ όσα τον σημά­δε­ψαν. Ο άγγε­λος του Torretti, «άμα θες ν’ ακού­σεις την ιστο­ρία του ψυχή μου, άμα θες» έλε­γε η Λου­τσι­νέ­τα, μεγά­λη σε ηλι­κία πια, «άμα θες, εκεί στο πλά­τω­μα να στα­θείς, όταν πέφτει η βρο­χή, θα τ’ ακού­σεις κι εσύ όλα τού­τα που έγι­ναν, εγώ για τού­το τον άγγε­λο ήρθα κι έμει­να στο Καμπιέ­λο, ν’ ανοί­γω το παρα­θύ­ρι μου και να κάνου­με βεγγέρα…»

Κι είχε δίκιο, η νόνα Λου­τσι­νέ­τα τώρα πια. Καμιά φορά δοκι­μά­ζει κανείς τον πει­ρα­σμό να στα­θεί σε τού­τη τη στε­νό­τη­τα του χώρου και απλο­χω­ριά της ιστο­ρί­ας της Κέρ­κυ­ρας, θέλει να μάθει, να πιστέ­ψει. Καθε­τί που μπο­ρεί να ακού­σει, όπως, η ελευ­θε­ρία είναι φυσι­κό αγα­θό, οι λαοί δεν βλά­φτουν ο ένας τον άλλο, μόνο όταν τους βάζουν εκεί­νοι που κινούν νήμα­τα και συμ­φέ­ρο­ντα, ή το χιλιοει­πω­μέ­νο, πως ο κόσμος ανή­κει σε όλους μα δεν είναι κανε­νός, μαζί με όλα τα παρά­πο­να που οι αθώ­οι μπο­ρεί να δια­τυ­πώ­σουν, όλα είναι, σε κάθε γωνιά της γης, και εδώ. Μέσα από τους αρμούς των τοί­χων ανά­με­σα στις στά­λες της βρο­χής που πέφτουν, και τη λεπτή κουρ­τί­να της ομί­χλης, αν το θες πολύ, αν στα­θείς λίγο, ξεχω­ρί­ζεις ψιθυ­ρι­στά τα λόγια του:

«Δεν θυμά­μαι πώς με λένε, μα ξέρω ποιος είναι ο δημιουρ­γός μου» , κομπιά­ζει,  ο Giuseppe Bernardi εγγο­νός, του φημι­σμέ­νου γλύ­πτη Giuseppe Torretto ή Τοrreti, από εκεί­νον είχε πάρει το παρα­τσού­κλι, που ήταν και αυτός σπου­δαί­ος και τρα­νός στη Βενε­τία, έτσι ξέρω πως είμαι του Torretti. Αύγου­στο μήνα, 1923 είχα­με, η σιό­ρα Κατί­να ανέ­βαι­νε την ξύλι­νη σκά­λα που οδη­γού­σε στη σοφί­τα, στο απέ­να­ντι κτί­ριο, νεο­φερ­μέ­νη, ανέ­βη­κε να θαυ­μά­σει το αερό­στα­το. Είχε ανοί­ξει τα παρά­θυ­ρα, φώνα­ζε τις γει­τό­νισ­σες μια-μια, με τ’ όνο­μά τους, να μη χάσουν το θέα­μα. Παρα­σύρ­θη­κα από τον ενθου­σια­σμό της, κοί­τα­ζα κι εγώ γεμά­τος περιέρ­γεια, δεν ήξε­ρα τι ήταν αυτό το μεγά­λο μπα­λό­νι. Το ξεχώ­ρι­σα στον ουρα­νό, το είδα να πετά­ει πάνω από την πλα­τεία. Δεν σκέ­φτη­κα κακό, πώς εξ’ άλλου αφού ήμουν προι­κι­σμέ­νος μόνο με τη γνώ­ση του καλού μέχρι τότε, και καθώς η πίστη δεν είναι τίπο­τε άλλο από εμπι­στο­σύ­νη, έχο­ντας εμπι­στο­σύ­νη στο δημιουρ­γό μου, νόμι­σα πως οι προ­πά­το­ρες του, τού δημιουρ­γού μου, διορ­γά­νω­ναν φιέ­στα, ίσως και για να με τιμήσουν…

Κώστας Καρυω­τά­κης ΑΠΑΝΤΑ μια άλλη ανάγνωση

Λίγες ώρες μόνο αργό­τε­ρα, όταν ακού­στη­καν πιο δυνα­τά κι από βρο­ντές τα κανό­νια, από­κτη­σα τη γνώ­ση του κακού μαθαί­νο­ντας τι σημαί­νει βομ­βαρ­δι­σμός.  Στη Σπη­λιά έλε­γαν πως μια ολό­κλη­ρη αρμά­δα ήταν που κανο­νιο­βο­λού­σε, στο Μαντού­κι συζη­τού­σαν για όσα είχε γρά­ψει, απελ­πι­σμέ­νος, στο τηλε­γρά­φη­μα του ο νομάρ­χης, “Όλως αιφ­νι­δί­ως και αναι­τί­ως, μολο­νό­τι ειδο­ποί­η­σα υπευ­θύ­νως τον Ιτα­λόν στό­λαρ­χον ότι δεν θα προ­βλη­θεί αντί­στα­σις, ήρχι­σε βομ­βαρ­δι­σμός της πόλε­ως. Σφο­δρά πυρά ολο­κλή­ρου του στό­λου. Βάλ­λο­νται ισχυ­ρώς φρού­ρια και γύρω περιο­χαί. Θωρη­κτά συμ­με­τέ­χουν δια βαρέ­ων πυρο­βό­λων των”. Οι προ­πά­το­ρες του Toretti, του δημιουρ­γού μου, οι Ιτα­λοί, συμπλή­ρω­να εγώ και ντρε­πό­μουν. Ήθε­λα να δαγκώ­σω τα χεί­λη μου, να τα δω να ματώ­νουν, τι κι αν είμαι από μάρ­μα­ρο, εκεί­νες τις στιγ­μές που άκου­γα τις φωνές των ξερι­ζω­μέ­νων προ­σφύ­γων, Μικρα­σιά­τες που είχαν βρει κατα­φύ­γιο στο Παλαιό φρού­ριο, ω πόσο, μα πόσο πολύ πόνε­σα. Την επό­με­νη μέρα, περί­λυ­πος παρα­κο­λου­θού­σα την «απα­γο­ρευ­μέ­νη» πάν­δη­μη κηδεία ενός μικρού κορι­τσιού. Ήταν η κόρη του λοχα­γού Βρυώ­νη, είχε πολ­λά τραύ­μα­τα, δεν άντε­ξε το δύσμοι­ρο, μέχρι και οι ξεθε­με­λιω­μέ­νες πέτρες έκλα­ψαν. Μετά έμα­θα από ένα περι­στέ­ρι που κούρ­νια­σε στον ώμο μου, πως οι στρα­τιώ­τες είχαν ανοί­ξει ένα μεγά­λο λάκ­κο έξω από το Φρού­ριο, κατά­λα­βα για­τί, οι Ιτα­λοί έπρε­πε να θάψουν το αίμα των αθώ­ων. Τόσες προ­σευ­χές του κάκου, όλοι το ένιω­θαν, περισ­σό­τε­ρο εκεί­νοι οι ξερι­ζω­μέ­νοι πρό­σφυ­γες, ζητού­σαν φαί­νε­ται πολ­λά κι ας ήταν μόνο λίγη συμπό­νια αυτό που γύρευαν…

Είναι η Μοί­ρα μου, να ιστο­ρώ τα έργα των ανθρώ­πων, όταν πέφτει η βρο­χή. Όταν πέφτει η βρο­χή, κεντούν οι στά­λες σκιές στα πλα­κό­στρω­τα, στο μαντί­λι της μνή­μης ξανάρ­χο­νται οι παλιές στιγ­μές με τα δάκρυα, δεν ωφε­λεί να κλαίω, έχει όμως όφε­λος να θυμά­μαι… Έρι­χναν το ανά­θε­μα σ’ εκεί­νους που δεν έφται­γαν. Βαρύ το κρί­μα.  Ως το Σεπτέμ­βρη είχαν φύγει, έτσι έλπι­σα σε καλύ­τε­ρες μέρες και ήσυ­χες. Τα παι­διά με καλού­σαν στα χαλά­σμα­τα να παί­ξου­με κρυ­φτό, τα που­λιά ν’ αγα­πή­σου­με απ’ την αρχή την ειρή­νη και τη δόξα του ήλιου στον ορί­ζο­ντα. Στη θολή μου θύμη­ση, όσο κι αν συλ­λά­βι­ζα στα­λαγ­μα­τιά — στα­λαγ­μα­τιά την από­γνω­ση, την πίκρα, το φόβο, με παρη­γο­ρού­σε που άνθι­ζαν ακό­μη λου­λού­δια, ακό­μη και στις ρωγ­μές των τοί­χων, και στα ερεί­πια. Κόντευα να πιστέ­ψω πως όλα θα άλλα­ζαν, προς το καλό, πως από το λίγο της αγά­πης μπο­ρού­σα­με να δού­με το πολύ του Θεού, πως οι δυνα­τοί θα προ­στά­τευαν τους αδύ­να­μους, τους φτω­χούς, τους κατα­τρεγ­μέ­νους, πως θα έκα­ναν προ­σπά­θειες να ανα­κου­φί­σουν τη συνεί­δη­σή τους, οι δυνα­τοί των λαών, όμως αυτή η προ­σμο­νή απο­δεί­χτη­κε ελπί­δα τυφλή, βλέ­πεις, οι δυνα­τοί, βρί­σκουν πάντα τον τρό­πο να προ­σποιού­νται πως όχι μόνο δεν ακού­νε, ή δεν άκου­σαν, μα και δεν βλέ­πουν, ή δεν είδαν, για να μπο­ρεί να χωρά­ει σε μια τόσο μικρή ζωή, τόση αδια­φο­ρία, τόση προ­δο­σία, τόσο αίμα, τόσο κακό…

Οι ίδιοι, οι Ιτα­λοί, 17 χρό­νια μετά ξανάρ­θαν αφιο­νι­σμέ­νοι, να σκορ­πί­σουν και­νούρ­γιες βόμ­βες πάνω στις παλιές συμ­φο­ρές. Τότε λένε πως βρέ­θη­κα κι εγώ, άθι­κτος μεν, αλλά μέσα σε ένα σωρό από πέτρες, κερα­μί­δια και ξύλα. Δεν ξέρω πόσοι ήταν οι νεκροί, στις μέρες του πολέ­μου, οι νεκροί δια­βά­ζο­νται από την ιστο­ρία, για εμέ­να όμως, ή μάλ­λον για εμάς στο Καμπιέ­λο, όλα όσα χάθη­καν, μνη­μεία και κτί­ρια, αλλά κυρί­ως οι ψυχές που θάφτη­καν μαζί τους, κατα­γρά­φη­καν στη μνή­μη. Όταν βρέ­χει κυλά­ει ακό­μη το παράπονο…

Ως να μην έφτα­ναν όλα αυτά, ήρθαν κι άλλα. Το Σεπτέμ­βρη του 1943, η σιό­ρα Κατί­να, με ξεσαρ­κω­μέ­νο το πρό­σω­πο πια, από πεί­να, κακου­χί­ες και βάσα­να, ‑ούτε ο θάνα­τος δεν την ζύγω­νε, έλε­γες αυτός ένιω­θε ντροπή‑, είχε βρά­σει μια χού­φτα πλι­γού­ρι, το τελευ­ταίο που της είχε μεί­νει στο καλά κρυμ­μέ­νο σακί, να χορ­τά­σουν μ’ αυτό οκτώ στό­μα­τα, αυτά είχαν απο­μεί­νει, νύφες κι εγγό­νια. Τα παι­διά της, δυο λεβέ­ντες Ιερο­λο­χί­τες του λόχου Λαν­τζί­δη, τά ’χε πάρει ο πόλε­μος του ’40, στη μάχη της Σαγιά­δας. Εύκο­λο ήταν να βλα­στη­μή­σει με όσα είχε ζήσει και είχαν δει τα μάτια της, μα δεν τό ’κανε, συντη­ρού­σε ένα πόθο γλυ­κύ του Παρα­δεί­σου, σάμπως θα τους αντά­μω­νε όλους εκεί, δικαιω­μέ­νους με δάφ­νες και φωτο­στέ­φα­νο αγί­ων. Σήκω­νε το χέρι, έκα­νε ακό­μη το σημείο του σταυ­ρού, εκεί­νη η σταυ­ρω­μέ­νη, κρα­τού­σε μέσα στην ψυχή της αναμ­μέ­νη μια σπί­θα, μ’ αυτή φώτι­ζε το αιώ­νιο σχέ­διο του Ύψι­στου, έτσι όπως η ίδια το πίστευε, μέχρι που άκου­σε, τα γερ­μα­νι­κά βομ­βαρ­δι­στι­κά αυτή τη φορά, να ξερ­νούν φωτιές από το σκί­σμα τ’ ουρανού.

Τότε άνοι­ξε διά­πλα­τα τα μάτια, ξέσκι­σε τα ρού­χα στον κόρ­φο της, έμπη­ξε τα νύχια βαθιά στο στή­θος, πήρε αγκα­λιά το κομ­μα­τια­σμέ­νο κορ­μά­κι του εγγο­νού της, έτρε­χε σαν τρε­λή, τρε­λή πέρα­σε μέσα από τον κουρ­νια­χτό, τ’ αναμ­μέ­να δοκά­ρια και τις φλό­γες που έγλει­φαν λαί­μαρ­γα τ’ απο­κα­ΐ­δια, τότε σήκω­σε τα καπνι­σμέ­να μάτια ψηλά, με το ματω­μέ­νο χέρι έδει­ξε τον ουρα­νό, έβγα­λε κραυ­γή, “φονιά­δε­ε­ες”, ακού­στη­κε παρα­τε­τα­μέ­να, από τη Μαν­δρα­κί­να, ως τη Γαρί­τσα, τότε με οργή, με γνώ­ση, κι αγα­νά­χτη­ση, τότε, τους κατα­ρά­στη­κε όλους…

Εκεί­νη τη νύχτα, όταν οι φωνές των αθώ­ων υψώ­θη­καν, άλλη μια φορά χωρίς αντα­πό­κρι­ση, κάποιοι άλλοι, οι Γερ­μα­νοί, υπη­ρε­τώ­ντας το αρρω­στη­μέ­νο καπρί­τσιο ενός εγκλη­μα­τία παρα­νοϊ­κού, έγρα­ψαν την πιο ανε­λέ­η­τη νύχτα στην ιστο­ρία της Κέρ­κυ­ρας σφρα­γί­ζο­ντας τη μέρα που ξημέ­ρω­σε με μαύ­ρους σταυρούς…

Εκεί­νη τη νύχτα, που το πνεύ­μα του και­ρού ήταν εχθρι­κό, όπως συμ­βαί­νει σε κάθε από­πει­ρα παγκό­σμιας επι­κρά­τη­σης, οι ετοι­μό­γεν­νες γυναί­κες ήξε­ραν καλά πως θα έφερ­ναν στον κόσμο ορφα­νά παιδιά…

Εκεί­νη τη νύχτα, που την κυβέρ­νη­σε ο τρό­μος και ο Άδης, κάποιοι χαμή­λω­σαν πολύ τη φωνή τους για να ψιθυ­ρί­σουν τελευ­ταία φορά, ένα σ’ αγα­πώ, ή ένα αντίο, κάποιοι φοβι­σμέ­νοι ετοιμοθάνατοι…

Εκεί­νη τη νύχτα, που οι φιλο­πό­λε­μοι Γερ­μα­νοί φύτευαν βόμ­βες στα σπλά­χνα της Κέρ­κυ­ρας, όπως είχαν φυτέ­ψει και αλλού, τότε, που αυτοί άνοι­ξαν τη μεγά­λη πύλη της κόλα­σης, τότε, τινά­ζο­ντας τη στά­χτη από τα βλέ­φα­ρα σήκω­σα και εγώ τα μάτια στον ουρα­νό, “δεν υπάρ­χεις, εσύ πνεύ­μα υψη­λό δεν υπάρ­χεις, δε μπο­ρεί να βλέ­πεις και να σωπαί­νεις” ούρ­λια­ξα, “κι αν πάλι υπάρ­χεις, τότε τα ζύγια της δικαιο­σύ­νης σου είναι κάλ­πι­κα, κάλ­πι­κα κύριε…”

Η σιό­ρα Λου­τσι­νέ­τα, τρά­βη­ξε το δαντε­λέ­νιο κουρ­τι­νά­κι. Με τις άκριες των δαχτύ­λων, χτυ­πού­σε το τζά­μι, εκεί­νη από μέσα, κι απέ­ξω με το ράμ­φος του ένα σπουρ­γί­τι, χωρίς φόβο, έδει­χνε εξοι­κειω­μέ­νο με την παρου­σία της. Άνοι­ξε το ένα φύλ­λο, γέμι­σε το πια­τά­κι ψίχου­λα. «Ψυχού­λα κι αυτό, ψυχού­λα», μονο­λο­γώ­ντας, μα δεν ήξε­ρες αν τό ’λεγε για το που­λί, ή για το προ­σφυ­γά­κι, ένα κορι­τσά­κι στο απέ­να­ντι παρά­θυ­ρο. Κοί­τα­ξε τις οικο­γε­νεια­κές φωτο­γρα­φί­ες στις κορ­νί­ζες μια – μια, ξεχώ­ρι­σε τη νόνα της, τη Μαρ­γε­ντί­να, την έφε­ρε στα χεί­λη, τη φίλη­σε, ύστε­ρα την άφη­σε στην ίδια θέση, πλάι στην πια­τέ­λα με τους λου­κου­μά­δες πάνω στο στο­λι­σμέ­νο τρα­πέ­ζι. Με το βλέμ­μα αγκά­λια­σε τον καλό της γεί­το­να, που μπο­ρεί να θυμό­ταν το όνο­μά του, θυμό­ταν όμως τόσα και τόσα άλλα και ήξε­ρε από συμπό­νια. Ο άγγε­λος «του Torretti», «μη διστά­ζεις, να το κάνεις Λου­τσι­νέ­τα», συγκα­τά­νευ­σε με το δικό του τρό­πο, ήταν σίγου­ρη. Φόρε­σε το πανω­φό­ρι, έδε­σε μια χού­φτα παρά­δες στο μαντι­λά­κι της, το έβα­λε στην τσέ­πη, «κρυώ­νου­με εμείς οι νόνες», απευ­θύν­θη­κε στον εαυ­τό της κοι­τά­ζο­ντας τον καθρέ­φτη στη σάλα. Ξανα­φί­λη­σε τη νόνα Μαρ­γε­ντί­να στην κορ­νί­ζα, πήρε την πια­τέ­λα, έρι­ξε μπό­λι­κη κανέλ­λα και «μέλι, πολύ μέλι, να γλυ­κα­θεί εκεί­νο το παι­δά­κι και η μάνα του η πικρα­μέ­νη», εκεί­νη, η νόνα της το ζήτη­σε, χαμο­γέ­λα­σε, κατέ­βη­κε τη σκά­λα, βγή­κε στο πλα­κό­στρω­το, στη μικρή πλα­τεία δυνά­μω­νε η βρο­χή, δεν θα πήγαι­νε μακριά, ακρι­βώς αντί­κρυ χτύ­πη­σε το ρόπτρο και περί­με­νε, ή την περίμεναν…

Δεν ήξε­ρε να μιλή­σει στη γλώσ­σα της γυναί­κας που τής άνοι­ξε την πόρ­τα, μα ήταν σίγου­ρη πως όταν της άπλω­σε τα χέρια, κατα­λά­βαι­νε, «κανείς πόλε­μος ψυχή μου, δεν γίνε­ται για τις μεγά­λες ιδέ­ες, πάντα τα συμ­φέ­ρο­ντα είναι η αιτία, κι αυτοί που τους λέμε βασι­λιά­δες, κι αρχη­γούς, και σπου­δαί­ους, και ντύ­νο­νται τις στο­λές με τα χρυ­σά κου­μπιά, στο τέλος κάθο­νται μαζί στο ίδιο τρα­πέ­ζι, τρώ­νε και πίνουν κι ας είναι όλοι τους χορ­τά­τοι, τρώ­νε και πίνουν σε βάρος των φτω­χών λαών, και δεν τους νοιά­ζει για τα ορφα­νά που περι­πλα­νιού­νται στα ρημά­δια που αφή­νουν οι δικοί τους πόλεμοι…»

Έκα­νε μια παύ­ση, είδε πως τα μάτια της ξένης γυναί­κας γέμι­σαν αλμύ­ρα, οι φλέ­βες στα μελίγ­για της χτυ­πού­σαν φουσκωμένες.
«Πρό­θυ­μη καρ­διά, λίγη μπό­ρε­ση, κυρά μου», έβγα­λε το μαντι­λά­κι με τους παρά­δες, της άπλω­σε τα χέρια δεύ­τε­ρη φορά, αγκαλιάστηκαν.
«Ελπι­νί­κη, Ελπι­νί­κη, με λένε», σαστι­σμέ­νη η ξένη γυναί­κα, σε άπται­στα ελλη­νι­κά, μόνο το όνο­μά της ήξερε.

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα, 26 Οκτώ­βρη 2022

Γεν­νή­θη­κα στην Κρή­τη το 1962.
Στο Τζερ­μιά­δων μεγά­λω­σα, εκεί έμα­θα και τα πρώ­τα γράμματα.
Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Με κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαίδευση.
Ζω στην Κέρκυρα.
Πιστεύω στην αγά­πη. Με γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και οι ξεφτι­σμέ­νες δαντέ­λες του παλιού καιρού.
Και­νού­ρια ανά­γνω­ση πάντα η βρο­χή. Όχη­μα μαγεί­ας οι λέξεις.
Δεν ανα­ρω­τιέ­μαι πια για­τί γρά­φω. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και η ανά­γκη μου να γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που με καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο».
Με το μολύ­βι του έρω­τα σπα­σμέ­νο στο χέρι και την προ­ο­πτι­κή του ονεί­ρου στ‘ ανοι­κτά της ψυχής, αύριο, ακρι­βή η άνθη­ση της άνοι­ξης μέσα στην αλή­θεια του φθινοπώρου.
Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη και τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργο­γρα­φία …
Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, παι­δι­κή λογο­τε­χνία Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο (μυθι­στό­ρη­μα) Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια (μυθι­στό­ρη­μα) Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, (διη­γή­μα­τα) Αύριο, στά­χυα οι λέξεις (ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή) Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα (διη­γή­μα­τα) Λασί­θι, Τόπος Μέγας (αφή­γη­μα) κά, με συμ­με­το­χές στις ποι­η­τι­κές ανθο­λο­γί­ες “Μονό­λο­γοι”,  “Γράμ­μα­τα της ποίησης”.

Αισθά­νο­μαι πως η Χαρού­λα Βερί­γου έμει­νε για πάντα στην Κρή­τη, να γοη­τεύ­ε­ται από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια του τόπου…
Στην Κέρ­κυ­ρα, η Ζωή Δικταί­ου κατα­θέ­τει ως δόκι­μη της ποί­η­σης την ευγνω­μο­σύ­νη της στο Ιόνιο Φως.

🎶 ℹ️  Το μου­σι­κό μοτίβο …
από την Ballata d’autunno _Balada de otoño
(η μπα­λά­ντα του Φθι­νό­πω­ρου) _Mina_1972facebook logo click

Ζωή Δικταίου FaceBook

ℹ️ Η φωτο κεφα­λί­δας ανα­πα­ρι­στά τον Παντο­κρά­το­ρα που βρί­σκε­ται στο Καμπιέ­λο (Παλαιά Πόλη): μια επτα­νη­σια­κού ρυθ­μού εκκλη­σιά και βρί­σκε­ται στην Πλα­τεία Ταξιαρ­χών. Ο ανά­γλυ­φος άγγε­λος στην κορυ­φή της κατα­σκευά­στη­κε από τον Ιτα­λό γλύ­πτη Τορέ­τι, των 18ο αιώ­να και είναι ένα από τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά γνω­ρί­σμα­τα της εκκλησίας.
Αξί­ζει να σημειω­θεί ότι διπλα της δέσπο­ζε και η ιστο­ρι­κή εκκλη­σιά των Ταξιαρ­χών, που κατα­στρά­φη­κε από τους Βομ­βαρ­δι­σμούς των Γερ­μα­νών κατά την διάρ­κεια του 2ου  Παγκό­σμιου Πόλεμου.

 

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο