Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το κούρεμα

 Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Από την επο­χή που η ελλη­νι­κή κοι­νω­νία συντα­ρά­ζο­νταν  από το πρό­βλη­μα  που αφο­ρού­σε το μαλ­λί  της Σοφί­ας («το μαλ­λί πώς είναι;») «συνε­πι­κου­ρού­με­νο» φυσι­κά και από τα ντολ­μα­δά­κια της Θεα­νούς, νόμι­ζα πως τα πράγ­μα­τα είχαν εξε­λι­χθεί. Και η εξέ­λι­ξη αυτή πίστευα πως θα αφο­ρού­σε την ενη­μέ­ρω­σή μας  για τον ιό που επε­λαύ­νει και ισο­πε­δώ­νει τα πάντα και ο άνθρω­πος αμή­χα­νος ή και «σιου­λου­τια­σμέ­νος» περι­μέ­νει από τα Μέσα Μαζι­κής Συσκό­τι­σης να  πλη­ρο­φο­ρη­θεί  πιστεύ­ο­ντας πως κάπο­τε θα κατα­λα­γιά­σει ο κουρ­νια­χτός και τα πράγ­μα­τα θα μπουν στη θέση τους. Πιστεύω.

«Άλλαι αι βου­λαί του ανθρώ­που κι άλλα ο Θεός κελεύ­ει!» Η ενη­μέ­ρω­ση, αφο­ρά τους ταγούς και ιερο­φά­ντες του αγώ­να της πλη­ρο­φό­ρη­σης του ελλη­νι­κού λαού, που ορί­ζουν  πλέ­ον ως κυρί­αρ­χο θέμα, το κού­ρε­μα του Πέτσα. Μεί­ζον θέμα πολι­τι­κής σημα­σί­ας. Θα επα­κο­λου­θή­σει δημοσκόπηση.

Μπρο­στά το κού­ρε­μα  του αρμό­διου Υφυ­πουρ­γού. Για τον ιό, ανά­λο­γα με τα απο­τε­λέ­σμα­τα της δημο­σκό­πη­σης. Τώρα, αν θέλου­με να είμα­στε σοβα­ροί, ας εξε­τά­σου­με το θέμα ολι­κώς. Και πρώ­τα από γλωσ­σο­λο­γι­κής πλευράς.

«Η λέξη κού­ρε­μα προ­έρ­χε­ται από το ρήμα κεί­ρω που σημαί­νει κόπτω την κόμη, δηλα­δή ξυρί­ζω, απο­κό­πτω.  Μετα­φο­ρι­κά σημαί­νει κατα­στρέ­φω, ερη­μώ­νω, τα κάνω λαμπό­για­λο, δεν αφή­νω τίπο­τε όρθιο και, ενί­ο­τε,  προ­βαί­νω σε μεταρ­ρύθ­μι­ση. Και η μεταρ­ρύθ­μι­ση αυτή αφο­ρά την απο­διάρ­θρω­ση του Συστή­μα­τος Υγεί­ας. Τα πάντα ίσιω­μα. Και για όσους δια­φω­νούν, ας πάμε στον Θου­κυ­δί­δη.  “Για να δικαιο­λο­γούν τις πρά­ξεις τους αλλά­ζουν ακό­μα και την σημα­σία των λέξε­ων.” Έτσι έγρα­φε ο Θου­κυ­δί­δης για τον εμφύ­λιο πόλε­μο των Κερ­κυ­ραί­ων, μετα­ξύ Δημο­κρα­τι­κών και Ολι­γαρ­χι­κών. Αυτό γίνε­ται και σήμε­ρα, αφού σε στιγ­μές μεγά­λης ασά­φειας και σκό­πι­μης συσκό­τι­σης, ένα από τα πρώ­τα πράγ­μα­τα που πέφτουν στον καιά­δα της σκο­πι­μό­τη­τας είναι και οι λέξεις. Λέξεις ή και φρά­σεις που νοη­μα­το­δο­τού­νται κατά το δοκούν ή κατά το πώς εξυπηρετούμαστε.

Κατά συνέ­πεια οι απο­λύ­σεις ονο­μά­στη­καν κινη­τι­κό­τη­τα, το κόψι­μο των συντά­ξε­ων  ονο­μά­στη­κε εξορ­θο­λο­γι­σμός, το κού­ρε­μα μισθών και κατα­θέ­σε­ων, καλ­λω­πι­σμός. Ξήλω­μα νοσο­κο­μεια­κών κλι­νι­κών ονο­μά­στη­κε ανα­βάθ­μι­ση του ΕΣΥ. Οι χιλιά­δες των υπο­ψή­φιων ανέρ­γων  είναι οι «δεξα­με­νές» (!) από τις οποί­ες θα αντλη­θεί ο ανα­γκαί­ος αριθ­μός για να επι­τευ­χθεί ο «στό­χος» (!) των απο­λύ­σε­ων!  Σήμε­ρα απλά υπο­σχό­μα­στε…Συνε­πώς, απλά και ξάστε­ρα. Κου­ρεύω σημαί­νει κατα­στρέ­φω. (Μη φοβά­στε. Ο κ. Πέτσας δεν κατέ­στρε­ψε την κού­τρα του).

Από το ρήμα κεί­ρω προ­έρ­χο­νται και οι λέξεις κου­ρά, κου­ρεύς (απ’ όπου προ­έρ­χε­ται το κου­ρείο , το μετα­γε­νέ­στε­ρο ρήμα κου­ρεύω, η λέξη κέρ­μα (τεμά­χιο απ’ όπου και το ρήμα κερ­μα­τί­ζω =τεμα­χί­ζω), ακέ­ραιος =ατε­μά­χι­στος, ακα­ρής (αυτός που δεν μπο­ρεί να κοπεί, να τεμα­χι­στεί, μικρός, ελά­χι­στος), ακα­ριαί­ος (στιγ­μιαί­ος, αστρα­πιαί­ος απ’ όπου και το επίρ­ρη­μα ακα­ριαί­ως). Από την παρά­γω­γη λέξη κου­ρά =κού­ρε­μα προ­έρ­χε­ται το ρήμα κου­ρά­ζω με αρχι­κή σημα­σία τιμω­ρώ κάποιον δια κου­ράς και ήταν ο πιο δια­δε­δο­μέ­νος τρό­πος δια­συρ­μού η κου­ρά της κόμης και συνή­θως η ποι­νή της δια­πό­μπευ­σης. Μορ­φή της δια­πό­μπευ­σης στα μισά του προη­γού­με­νου αιώ­να ο νόμος περί τεντι­μποϊ­σμού. (τεντι­μποϊ­σμός: λέξη ξενό­γλωσ­ση. Η προ­κλη­τι­κή και αντι­κοι­νω­νι­κή συμπε­ρι­φο­ρά νεα­ρών, η θρα­σύ­τα­τη συμπε­ρι­φο­ρά νέων).

Επο­μέ­νως, κου­ρά­ζω σημαί­νει τιμω­ρώ κάποιον με κού­ρε­μα, τον βασα­νί­ζω, τον κατα­πο­νώ. Έτσι, προ­κύ­πτει το ρήμα κου­ρά­ζο­μαι= κατα­πο­νού­μαι.  Άλλοι διδά­σκουν πως το  κου­ρά­ζο­μαι είχε την έννοια του κου­ρεύ­ο­μαι και το χρη­σι­μο­ποιού­σαν για τους κλη­ρι­κούς και τους μονα­χούς. Επει­δή ήταν μακρά και κοπια­στι­κή η δια­δι­κα­σία της κου­ράς και της χει­ρο­το­νί­ας μετέ­πε­σε το ρήμα κου­ρά­ζο­μαι στη σημα­σία του καταπονούμαι.

Το κού­ρε­μα των αιγο­προ­βά­των δίνει άκομ­ψη και αστεία εμφά­νι­ση στο κου­ρε­μέ­νο γίδι, το κου­ρό — γιδο, απ’ όπου προ­έ­κυ­ψε η λέξη κορόι­δο, δηλα­δή (εκεί­νος που κάποιοι τον εμπαί­ζουν, τον περι­γε­λούν) και το ρήγ­μα κου­ρο (γ)ιδεύω= περι­παί­ζω. Θα το φάμε, όπως φαί­νε­ται για τα καλά.

Αυτά τα λίγα για τη λέξη κού­ρε­μα. Στο νου μου όμως έρχε­ται η σκέ­ψη πως κού­ρε­μα χωρίς ξύρι­σμα δε γίνε­ται.  Έτσι, λοι­πόν,  επει­δή το ξύρι­σμα γινό­ταν πάντα μετά το κού­ρε­μα, το πότε θα γίνει αυτό κανέ­νας δεν ξέρει. Αλλά για να μη μακραί­νει η κου­βέ­ντα, όπο­τε και να γίνει το ξύρι­σμα, ας έχου­με στο νου μας την παρα­κά­τω ιστορία: 

Κάπο­τε ένας φτω­χός παρε­κά­λε­σε τον κου­ρέα της γει­το­νιάς του να τον ξυρί­σει, για την ψυχή του. Ο κου­ρέ­ας για να μην πάει η ψυχή του στην κόλα­ση του είπε να περι­μέ­νει, μέχρι να κου­ρέ­ψει και να ξυρί­σει τους άλλους πελά­τες, που είχε στο μαγα­ζί. Κάθι­σε, λοι­πόν, για αρκε­τή ώρα στην καρέ­κλα στη γωνιά του κου­ρεί­ου και περί­με­νε υπο­μο­νε­τι­κά. Αφού, λοι­πόν, ο κου­ρέ­ας τελεί­ω­σε με όλους τους πελά­τες, του λέει με ένα ύφος όχι και τόσο ευχά­ρι­στο: «κάθι­σε στην καρέ­κλα» και χωρίς δεύ­τε­ρη κου­βέ­ντα αρχί­ζει να του βρέ­χει το πρό­σω­πο με κρύο νερό. Χωρίς να του βάλει σαπου­νά­δα, παίρ­νει ένα παλιό ξυρά­φι και αρχί­ζει να του τρα­βά τα γένια.

Εκεί­νη τη στιγ­μή ακού­στη­κε ένας θόρυ­βος στο διπλα­νό μαγα­ζί και στη συνέ­χεια ένα συνε­χό­με­νο νια­ού­ρι­σμα μιας γάτας που έδει­χνε ότι κάποιος την βασα­νί­ζει. Πάνω στο ξύρι­σμα ο κου­ρέ­ας ρωτά­ει τον φτω­χό: «Τι διά­ο­λο κάνουν της γάτας και νια­ου­ρί­ζει έτσι;»

Και με ένα παρα­πο­νιά­ρι­κο ύφος ο φτω­χός του απα­ντά: « ποιος ξέρει, μπο­ρεί να την ξυρί­ζουν κι αυτή, για την ψυχή τους».

Καμία σχέ­ση με τα Μέσα μαζι­κής Ενη­μέ­ρω­σης. Και κου­ρεύ­ουν και κωλο­κου­ρί­ζουν αυτά.   Ευχαριστώ…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο