Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το παράπονο τσ’ Ανθήλιας

Δει­λι­νό, ώρα που το μελ­τέ­μι φυσά απα­λά και οι κορ­δέ­λες της ψυχής τινά­ζο­νται ψηλά. Ό, τι είναι του τόπου, είναι και δικό σου. Παρα­κο­λου­θείς την πτώ­ση ενός φύλ­λου και τον χορό του, έτσι συμ­βαί­νει και με κάθε ανά­μνη­ση μέχρι να φτά­σει ν’ αγγί­ξει την καρ­διά σου.

Στο Λασί­θι δεν θα δυσκο­λευ­τείς να βρεις μια πίστη, ένα θρύ­λο, ένα μύθο και όταν γέρ­νεις απα­λά στο χώμα, εκεί που είσαι, θ’ ακού­σεις τα μεγά­λα σήμα­ντρα να χτυ­πούν στα σπλά­χνα της γης.  Γι’ αυτό κλεί­σε τα μάτια σου και άσε τους δρό­μους που είχες περ­πα­τή­σει νά ’ρθουν να σε βρουν και τις φωνές που κατά­πιε ο Χώνος να μιλή­σουν. Μην πεις δεν υπήρ­ξαν ποτέ, μην αφή­σεις να φυσή­ξει ο αέρας της λήθης και κλεί­σει τις πόρ­τες, όχι, θυμή­σου, ήταν κάπο­τε μια λέξη που κυβέρ­νη­σε τον κόσμο, μια ειλι­κρι­νής και σκλη­ρή λέξη, η αγάπη…

Στο Ορο­πέ­διο θα δια­πι­στώ­σεις πως οι άνθρω­ποι έχουν γεν­νη­θεί, ο ένας για χάρη του άλλου. Εδώ που είσαι, λένε πως είναι το βου­λι­σμέ­νο αλώ­νι. Κρά­τα το χέρι του. Κλεί­σε τα μάτια και μόλις βασι­λέ­ψει ο ήλιος αφουγκράσου:

«Μια θυγα­τέ­ρα αλώ­νι­ζε, μια Κυρια­κή, μια σκόλη
δίκοκ­κο στά­ρι τ’ αοριού, μαυ­ρά­γα­νο κριθάρι.
Είχε βολό­συ­ρο  παλιό και βίτσες κυδωνένιες
και το σκα­μνί πελε­κη­τό, ξύλο ασφενταμένιο.
Πυρώ­νει ο ήλιος, καί­ει τη, αθι­βο­λή τσ’ αγάπης,
αμί­λη­το κρυ­γιό νερό και παραπονεμένο.
Μήδε αγγέ­λα­μος κου­νεί, μήτε άρτη­κας λυγιέται
μήτε άθρω­πος επέρ­να­νε, ψυχή φανερωμένη.
Βγά­νει τ’ άσπρο μπο­λί­δι τζης,
μαύ­ρα μαλ­λιά τσι ώμους,
λύνει το ζιπο­νά­κι τζης,
σφι­χτές δυο περδικούλες,
οι βού­λες απ’ τα μάθια τζης,
κερή­θρα και κανέλλα
και το γλυ­κό τρα­γού­δι τζης μερώ­νει τα γεράκια.
“Γροι­κά­τε όρη και βουνά,
γροι­κά­τε δεντρουλάκια,
εγώ ’μαι η Ανθή­λια η αρφανή,
από μάν­να κι από κύρη
μήτε διψώ, μήτε πει­νώ, μήτε έγνοιαν άλλην έχω,
μια ράπη το χει­λά­κι μου, ήσκι­σε και ματώνει
κι ανεστορούμαι
μιας φιλιάς που μ’ ανεμοκυκλώνει,
μα ήτο­νε ψεύ­της, δίμουρος
και κομπω­τής τσ’ αγάπης
για κειο­νά, αλώ­νι βούλισε
και βάλε με στο χώμα…”

«Ήκουσ’ ο αέρας τση κορφής,
ζερ­βά μαλαματίζει,
και ροζο­νά­ρι­σε τσ’ ανθούς
πού ’χενε στα μαλ­λιά τζης,
μα πάλι δεν επρό­λα­βε κι εσμί­ξα­νε οι χρόνοι
με τσι παντέρ­μους τσι καιρούς
και σπά­σαν τα κερκέλια
κι εβγή­κε ο Μαύ­ρος Θεριστής,
κι εθέ­ρι­σε τη νιότη.

Λασήθι

Κόκ­κι­νο μήλο τσή ’βαλε στο κρου­σταλ­λέ­νιο χέρι
κι’ ήνα­ψε την κερο­δο­σιά να τήνε κάμει ταίρι.
Όντε του μήλου τον κουμπέ,
μυρί­σεις θα με νιώσεις
το μήλο Ανθή­λια μην το φας,
κι αλλού να μην το δώσεις.»

Λένε πως αφού δεν πρό­λα­βε ο αέρας να την αγγί­ξει, άκου­σε η γης και άνοι­ξε, και από τότε, όποιος θα περά­σει κατα­κα­λό­και­ρο, στα βασι­λέ­μα­τα του ήλιου από τού­το το μέρος, του Χώνου, άμα έχει καλή καρ­διά και πιστεύ­ει στα μυστή­ρια, θα ακού­σει μέσα από τα βάθη του βου­λι­σμέ­νου αλω­νιού μαζί με τα στά­χυα που τρί­ζουν και το παρά­πο­νο εκεί­νης της κόρης…

Χωρίς τα πρέ­πει, στο Λασί­θι, μυρί­ζεις τη ραφή στο μεσο­φό­ρι της ψυχής, μυρί­ζει αντί­τα­μο κι ασπά­λα­θο ανθι­σμέ­νο και χαί­ρε­σαι και κλαις και λες αγά­πη­σα, πόνε­σα, αγρι­μο­λό­γη­σα, γνώ­ρι­σα, έμα­θα, έπα­θα, δεν ήταν και λίγο, έζησα …

Τα θέλω και τα μπο­ρώ, δεν είναι απλές λέξεις, είναι  από τα πιο αλη­θι­νά που νιώ­θεις, αυτά που φέρ­νουν την ανί­κη­τη λαχτά­ρα, αυτά που γεμί­ζουν καμιά φορά μια μεγά­λη αγκα­λιά χωρίς ζητιανιά.

Τα θέλω και τα μπο­ρώ, στο Ορο­πέ­διο, γίνο­νται τα αση­μέ­νια κλει­διά της ψυχής, και ξεκλει­δώ­νουν το φως. Από­ψε ανοί­γει ο ουρα­νός, άνοι­ξε κι εσύ την ψυχή να μετα­λά­βει τα μυστι­κά και τα θαύ­μα­τα, άνοι­ξε να σου φυσή­ξει άλλος και­ρός, Μαδαρίτης …

Και αν σου έχουν συμ­βεί τα πάντα, άστα να πάρουν άλλη στρά­τα, εσύ για το τέλος κρα­τάς μόνο αυτά που σου ται­ριά­ζουν, αυτά που σου αξί­ζουν και τα ξανα­βρί­σκεις όλα εδώ, απεί­ρα­χτα κι αμά­λα­γα, στο μικρό Μέγα τόπο, τον τόπο σου. Τα άλλα, τα αφή­νεις να σβή­σουν εκεί που είναι, δεν έχεις λόγο πια να τα κρα­τάς, έκλει­σες πίσω σου εκεί­νη τη βαριά σιδε­ρέ­νια πόρ­τα για πάντα.

Χτυ­πάς το μαντε­μέ­νιο κερ­κέ­λι. Στο Λασί­θι,  σου ανοί­γει ο αορί­της αέρας μιαν άλλη δίφυλ­λη, παλιά λαθρα­κια­σμέ­νη πόρ­τα και μαζί  της έναν γνώ­ρι­μο κόσμο, αυτόν που ευω­διά­ζει στη θύμη­ση ροδόνερο…

Προ­σκυ­νάς το κυπα­ρισ­σό­ξυ­λο στο πανωπόρτι.

Διπλο­σφα­λί­ζεις τα μάτια. «Τα μάθια σου είναι δικα­στές…» , η ανάμνηση…
Ένα βλε­φά­ρι­σμα στη ρωγ­μή του χρό­νου. «Των αμα­θιώ σου το νερό, να πιω να μετα­λά­βω…» , δεύ­τε­ρη φορά η ίδια ανάμνηση…
Κρα­τάς την ανα­πνοή, ν’ ακού­σεις το κάλε­σμα. «Κάμε ρεμέ­διο κι έλα μπλιό, μη φοβη­θείς τη στρά­τα… », η παρακάλεση…
Μαλ­λιά ξεχτέ­νι­στα, όπως τότε. Οι μαύ­ρες, σγου­ρές μπού­κλες χορεύ­ουν στους γυμνούς ώμους.
Ο νους ξεθά­μπω­σε, ξεστρά­τι­σε η αφού­ρα. «Κάνω γρα­φή και πέμπω σου, με κόκ­κι­νο μελά­νι… » , το γράμ­μα του.

Λασί­θι! «Σ’ ένα περ­βό­λι όμορ­φο, δεντρό βαγιο­κλα­δί­ζω, και στον παχύ του ασκια­νιό, δυο μάθια μπε­γε­ντί­ζω…» , ο αορίτης…
Μην ανοί­γεις τα μάτια. Ζήσε, αυτό που ποθείς.

«Ψυ — χή  μου…» , αργά, συλ­λα­βι­στά η ηχώ στον γκρεμό…

Θα κολ­λή­σεις τα χεί­λη σου, στα δικά του. Το ίδιο καί­νε. Γεύ­ση από μέλι πικρό. Ο ανεί­πω­τος πόθος σε παρα­σύ­ρει. Πιο εύγλωτ­τα θα χτυ­πή­σουν οι φλέ­βες του λαι­μού. Ό ξεχα­σμέ­νος έρω­τας μερι­κές φορές, τό ’χει αυτό, εκφρά­ζε­ται σαν εσω­τε­ρι­κό μυστή­ριο των ψυχών που σμί­γουν, κι αφή­νουν  με μονα­δι­κή ευγέ­νεια, την έστω προ­σω­ρι­νή μα γλυ­κιά λάμ­ψη του, στο προ­σω­πι­κό σημειω­μα­τά­ριο της αβέ­βαι­ης ζωής καθ’ ενός.  Όνει­ρο ήτανε…

«Άνοι­ξη μπαί­νει στο χωριό κι ας έστρω­σε το χιόνι
για­τί μια βερ­γο­λυ­γε­ρή, από μακριά σιμώνει…»,
μαντι­νά­δα του Πάρι  Περυ­σι­νά­κη, με αυτή θα σε υπο­δε­χτεί, με τη φωνή του Βασί­λη Σκουλά.

Ροζο­νά­ρει η σκέ­ψη σου, θαρ­ρε­τά θα το κάνεις το επό­με­νο βήμα…
Όχι όμως τώρα. Αύριο… λες. Αύριο, νυχτώ­νει φθινόπωρο.

Λασήθι

Από­σπα­σμα από το βιβλίο «Λασί­θι, Τόπος Μέγας»

Κέρ­κυ­ρα Μάης 2020


|> Ζωή Δικταί­ου
Χαρού­λα Βερίγου

Χαρούλα Βερίγου Ζωή ΔικταίουΓεν­νή­θη­κα στην Κρή­τη το 1962. Στο Τζερ­μιά­δων μεγά­λω­σα, εκεί έμα­θα και τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Με κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζω στην Κέρκυρα.
Πιστεύω στην αγά­πη. Με γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και οι ξεφτι­σμέ­νες δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Και­νού­ρια ανά­γνω­ση πάντα η βρο­χή. Όχη­μα μαγεί­ας οι λέξεις.
Δεν ανα­ρω­τιέ­μαι πια για­τί γρά­φω. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και η ανά­γκη μου να γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που με καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο».
Με το μολύ­βι του έρω­τα σπα­σμέ­νο στο χέρι και την προ­ο­πτι­κή του ονεί­ρου στ‘ ανοι­κτά της ψυχής, αύριο, ακρι­βή η άνθη­ση της άνοι­ξης μέσα στην αλή­θεια του φθινοπώρου.
Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη και τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργο­γρα­φία

  • Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, παι­δι­κή λογοτεχνία
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, μυθιστόρημα
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, μυθιστόρημα
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, διηγήματα
  • Αύριο, στά­χυα οι λέξεις, ποι­η­τι­κή συλλογή
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, διηγήματα
  • Λασί­θι, Τόπος Μέγας, αφήγημα

Συμ­με­το­χές

  • Μονό­λο­γοι, ποι­η­τι­κή ανθολογία
  • Γράμ­μα­τα της ποί­η­σης, ποι­η­τι­κή ανθολογία
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο