Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τσιγάρο: Ο «συντροφικότερος εχθρός» που θα γράφει ιστορία ως την τελευταία τζούρα

της Τόνιας Μανια­τέα //

«Δώστε μου να καπνί­σω. Θέλω να καπνί­σω!». Άνοι­ξη του 1916. Ο βασι­λεύς Κων­στα­ντί­νος Α΄ μόλις έχει συνέλ­θει από σοβα­ρή επέμ­βα­ση στον πνεύ­μο­να. Στο δελ­τίο Τύπου, που δια­νέ­με­ται στους δημο­σιο­γρά­φους, ανα­φέ­ρε­ται: «Ο βασι­λεύς μετ΄ αυτήν (την επι­τυ­χή επέμ­βα­ση), εδέ­χθη ολί­γην τρο­φήν και εκάπνισεν»!

Δεν ήταν κάποιο φρού­το, ούτε και κανέ­να πολύ­τι­μο ποτό αρχαί­ας κάβας, αλλά ένα τσι­γά­ρο, το πρώ­το πράγ­μα που ζήτη­σε επί­μο­να μετά την επέμ­βα­ση, γρά­φει ως «κύριος Άσο­φος» στο χρο­νο­γρά­φη­μά του στην εφη­με­ρί­δα ΕΣΤΙΑ, ο Παύ­λος Νιρ­βά­νας, συμπλη­ρώ­νο­ντας, ωστό­σο, ότι το τσι­γά­ρο υπο­νό­μευ­σε τη βασι­λι­κή υγεία. Με πόνο ψυχής, βεβαί­ως, διό­τι ο Νιρ­βά­νας, αν και για­τρός και ο ίδιος, είναι δει­νό­τε­ρος καπνι­στής του Κων­στα­ντί­νου Α΄, γεγο­νός που θα εξο­μο­λο­γη­θεί σε συνέ­ντευ­ξή του στα «Αθη­ναϊ­κά Νέα», το 1936, έναν χρό­νο πριν τον θάνα­το του από βρογ­χο­πνευ­μο­νία: «Η μεγα­λύ­τε­ρή μου ευχα­ρί­στη­ση είναι το κάπνι­σμα… Καπνί­ζω σαν φου­γά­ρο». Αλλά δεν είναι ο μόνος θερια­κλής των λογο­τε­χνών. Οι χλω­μές παρυ­φές των δικών του δακτύ­λων του, όσο και του Παπα­δια­μά­ντη, φανε­ρώ­νουν το πάθος και των δυο. Μόνο που ο δεύ­τε­ρος έχει κι άλλον… προ­δό­τη. Η νικο­τί­νη έχει κιτρι­νί­σει τη γενειά­δα του, σε αντί­θε­ση με τον Σικε­λια­νό, που προ­τι­μά­ει την … καθα­ρό­τε­ρη καπνο­σύ­ριγ­γα. Οι σχε­δόν σύγ­χρο­νοι, ο δημο­σιο­γρά­φος και ποι­η­τής Βου­τιε­ρί­δης ανα­ρω­τιέ­ται «υπάρ­χουν άνθρω­ποι που σκέ­φτο­νται χωρίς να καπνί­ζουν;», ο Παπα­δια­μα­ντό­που­λος (Ζαν Μωρε­άς) απο­χω­ρεί από εκδή­λω­ση προς τιμήν του, επει­δή δεν τον αφή­νουν να καπνί­σει μέσα στη αίθου­σα και ο παρών, επί­σης καπνι­στής Μαλα­κά­σης, σπεύ­δει να ακο­λου­θή­σει τον μέντο­ρά του συντασ­σό­με­νος με τη δια­μαρ­τυ­ρία του. Από κοντά κι ο Εμπει­ρί­κος, για τον οποίο οι χρο­νι­κο­γρά­φοι μαρ­τυ­ρούν πως το τσι­γά­ρο έχει γίνει προ­έ­κτα­ση των δαχτύ­λων του… Μία «καπνι­σμέ­νη» αφρό­κρε­μα της λογο­τε­χνί­ας συν­δυά­ζει το τσι­γά­ρο με τη δημιουρ­γία απέ­να­ντι στον φανα­τι­σμέ­νο αντι­κα­πνι­στή Ζαχα­ρία Παπα­ντω­νί­ου να δια­ψεύ­δει τον μύθο της έμπνευ­σης: «Ο καπνι­στής θα ανα­ζη­τεί πάντα το πιο ακλό­νη­το άλλο­θι στη βλα­κεία του» λέει.

Ο Κων­στα­ντί­νος Α΄, πάντως, ο οποί­ος πριν την επέμ­βα­ση κάπνι­ζε περί τα 70 τσι­γά­ρα ημε­ρη­σί­ως, μετά την επέμ­βα­ση, πέφτει στα 50! Ανα­χω­ρεί για το στερ­νό ταξί­δι το 1923, στα 55 του, από ανα­κο­πή, κλη­ρο­δο­τώ­ντας, μετα­ξύ άλλων, στους επό­με­νους, τη γνω­μά­τευ­ση των για­τρών του: «δεν υπάρ­χει αμφι­βο­λία ότι μέρος της σοβα­ρό­τη­τος (σ.σ. της υγεί­ας του βασι­λιά) οφεί­λε­ται εις την κατά­στα­σιν εις την οποί­αν εκ του καπνί­σμα­τος ευρέ­θη­σαν τα ανα­πνευ­στι­κά όργα­να». Στις περισ­σό­τε­ρες σωζό­με­νες φωτο­γρα­φί­ες του, ένα τσι­γά­ρο είναι σκα­λω­μέ­νο στα δάχτυ­λά του.

Και να σκε­φτεί κανείς, ότι το πρώ­το αντι­κα­πνι­στι­κό διά­ταγ­μα της Ελλά­δας, έφε­ρε την υπο­γρα­φή προ­κα­τό­χου του στον θρό­νο. Ή μάλ­λον, για την ακρί­βεια, την υπο­γρα­φή της συζύ­γου του προ­κα­τό­χου του.

ΣΤΗ… ΖΟΥΛΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΝΤΙΚΑΠΝΙΣΤΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ — Ο ΚΑΠΝΙΣΤΗΣ ΟΘΩΝ ΛΕΙΠΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΝΑΕΙ Η ΑΝΤΙΚΑΠΝΙΣΤΡΙΑ ΑΜΑΛΙΑ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ!

Οπι­σθο­δρο­μού­με στα 1855. Ο βασι­λεύς των Ελλή­νων, Όθων, απου­σιά­ζει στο εξω­τε­ρι­κό. Χρέη βασι­λέ­ως εκτε­λεί η σύζυ­γός του, Αμα­λία, η οποία δηλώ­νει, και είναι, παθια­σμέ­νη αντι­κα­πνί­στρια. Ακό­μα και ο Όθων δεν τολ­μά να ανά­ψει μπρο­στά της τσι­γά­ρο, όπο­τε ‑σπα­νί­ως- του κάνει κέφι να καπνί­σει. Ο Γάλ­λος συγ­γρα­φέ­ας και δημο­σιο­γρά­φος, Εντμόντ Αμπού, που αυτή την επο­χή βρί­σκε­ται στην Αθή­να, γρά­φει: «… λένε ότι όταν η βασί­λισ­σα είναι στη Γερ­μα­νία, ο βασι­λιάς επι­τρέ­πει στον εαυ­τό του να κάνει κανέ­να τσι­γά­ρο». Κατά την περι­γρα­φή, ωστό­σο, τόσο του Γάλ­λου, όσο και των εφη­με­ρί­δων, που λοι­δο­ρούν την κακιά συνή­θεια, φαί­νε­ται ότι αυτή την επο­χή στην ελλη­νι­κή πρω­τεύ­ου­σα, ο καπνός τεί­νει να γίνει… ιερό φυτό.

Οι μηχα­νές τσι­γα­ρο­ποί­η­σης δεν έχουν εφευ­ρε­θεί ακό­μα και οι καπνι­στές κυκλο­φο­ρούν με ένα σακου­λά­κι κομ­μέ­νο καπνό ‑τον οποίο προ­μη­θεύ­ο­νται με το δρά­μι- στη μία τσέ­πη και τσι­γα­ρό­χαρ­τα στην άλλη.

«Όλοι οι Έλλη­νες έχουν τη συνή­θεια να καπνί­ζουν. Καπνί­ζουν το τσι­γά­ρο στον δρό­μο και το τσι­μπού­κι στο σπί­τι. Τον ναρ­γι­λέ τον καπνί­ζουν μόνο στα κακό­φη­μα καφε­νεία γύρω από το παζά­ρι ή στα καπη­λειά στα χωριά […] Οι Έλλη­νες, με ελά­χι­στες εξαι­ρέ­σεις, έξω από το σπί­τι τους καπνί­ζουν μόνο τσι­γά­ρο. Το καπνί­ζουν παντού, ακό­μα και στο φουα­γιέ του θεά­τρου, που γίνε­ται έτσι ντου­μά­νι» γρά­φει ο Αμπού.

Και καλά στο σπί­τι, στον δρό­μο ή τέλος πάντων, σε ένα θέα­μα. Το ζήτη­μα είναι ότι οι Έλλη­νες καπνί­ζουν και στις δημό­σιες υπη­ρε­σί­ες και στη Βου­λή. Με έναν ανυ­πό­γρα­φο λίβελ­λο στο πρω­το­σέ­λι­δό της η εφη­με­ρί­δα «Αθη­νά» κατα­κε­ραυ­νώ­νει τους «σιγα­ρί­ζο­ντες», και δη της Βου­λής, οι οποί­οι «καπνί­ζουν διαρ­κώς και αντί να εργά­ζο­νται, φλυα­ρούν»... Φαί­νε­ται, δε, πως το κάπνι­σμα έχει γίνει μόδα και στους χώρους εκπαί­δευ­σης, όπου μαθη­τές και φοι­τη­τές επι­δί­δο­νται μετά μανί­ας στο βλα­βε­ρό σπορ… «Βλέ­πει τις τα μει­ρά­κια και τους νεα­νί­σκους συν­διαι­τω­μέ­νους και μελε­τώ­ντας με ένα τσι­γά­ρο. Οκτά­χρο­να και δεκά­χρο­να παι­διά βγά­ζουν καπνό από το στό­μα ως άλλοι δαί­μο­νες της κολά­σε­ως» σημειώ­νε­ται στο δημο­σί­ευ­μα της Αθη­νάς, όπου αφού παρα­τί­θε­ται σωρεία προ­βλη­μά­των που δημιουρ­γεί στον ανθρώ­πι­νο οργα­νι­σμό το κάπνι­σμα, ο ανώ­νυ­μος συγ­γρα­φέ­ας κατα­λή­γει πως ούτε λίγο ούτε πολύ «τα ανα­θε­μα­τι­σμέ­να τσι­γά­ρα» ευθύ­νο­νται και για την απο­τέ­φρω­ση των δασών. Αυτό το καλο­καί­ρι, βλέ­πεις, δασώ­δεις περιο­χές και βοσκο­τό­πια πέριξ της πόλης, για λόγους που ουδέ­πο­τε θα εξι­χνια­στούν, παρα­δί­δο­νται σε απα­νω­τές φωτιές (φαί­νε­ται πως επρό­κει­το για φαι­νό­με­νο και εκεί­νης της εποχής)!

Η Αμα­λία δεν θέλει πολύ. Άλλω­στε, είναι πεπει­σμέ­νη ότι πίσω από το δημο­σί­ευ­μα της Αθη­νάς βρί­σκε­ται ο ίδιος ο εκδό­της, ο οποί­ος ‑όπως η ίδια εκτι­μά- δεν χάνει ευκαι­ρία να ασκεί δυσμε­νή κρι­τι­κή στον βασι­λιά. Η δηκτι­κή πέν­να του Εμμα­νου­ήλ Αντω­νιά­δη είναι γνω­στή από την επο­χή της Ηούς, της εφη­με­ρί­δας που εξέ­δι­δε στο Ναύ­πλιο, τότε που με την ίδια τόλ­μη και παρ­ρη­σία κατα­χέ­ρι­ζε τα τρω­τά τόσο της καπο­δι­στρια­κής διοί­κη­σης όσο και της φυλής. Ως εκ τού­του, μία Βου­λή με θερια­κλή­δες βου­λευ­τές, που αντί να δρουν, καπνί­ζουν, είναι ευθεία βολή σε έναν βασι­λιά, που δεν ελέγ­χει τους υπη­κό­ους του.

Τα θέμα­τα προ­σβο­λής της υγεί­ας είναι ακό­μη άγνω­στα, αλλά το περί απο­τέ­φρω­σης είναι ένας ισχυ­ρός λόγος για να στη­ρί­ξει την έκδο­ση ενός βασι­λι­κού δια­τάγ­μα­τος, ακό­μη κι εν αγνοία του βασι­λιά. Έτσι, η Αμα­λία δίνει εντο­λή στον πρω­θυ­πουρ­γό Δημή­τριο Βούλ­γα­ρη να ετοι­μά­σει το σχε­τι­κό κεί­με­νο κι εκεί­νος της το παρου­σιά­ζει. Η δια­τύ­πω­σή του είναι σαφής και ολιγόλογη:

ΔΙΑΤΑΓΜΑ περί απα­γο­ρεύ­σε­ως του καπνί­ζειν εντός των δημο­σί­ων γρα­φεί­ων και των καταστημάτων.

ΟΘΩΝ ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ

ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Θέλο­ντες να προ­λά­βω­μεν όσον ένε­στι τα εξ ενδε­χο­μέ­νων πυρ­καϊ­ών δυστυ­χή­μα­τα, επί τη προ­τά­σει του Ημε­τέ­ρου επί των Εσω­τε­ρι­κών Υπουρ­γού, απε­φα­σί­σα­μεν και διατάττομεν.

Α΄. Απα­γο­ρεύ­ε­ται η χρή­σις του καπνί­ζειν είτε δια καπνο­συ­ρί­γκων (τσι­μπου­κί­ων), είτε δια σιγά­ρων, εις πάντας εν γένει τους υπαλ­λή­λους και υπη­ρέ­τας του Κρά­τους εντός των δημο­σί­ων γρα­φεί­ων και καταστημάτων.

Β΄. Η απα­γό­ρευ­σις αύτη επε­κτεί­νε­ται και εις πάντα άλλον προ­σερ­χό­με­νον εις τα ειρη­μέ­να κατα­στή­μα­τα και γρα­φεία χάριν υπο­θέ­σε­ως ή άλλης τινός αιτίας.

Γ΄. Ο Ημέ­τε­ρος επί των Εσω­τε­ρι­κών Υπουρ­γός θέλει δημο­σιεύ­σει και εκτε­λέ­σει το παρόν Διάταγμα.

Εν Αθή­ναις, την 31 Ιου­λί­ου 1856

Εν ονό­μα­τι του Βασιλέως

Η Βασί­λισ­σα

ΑΜΑΛΙΑ.

Το διά­ταγ­μα δια­τη­ρεί καθα­ρό τον δημό­σιο τομέα για επτά χρό­νια. Με την έξω­ση του Όθω­να εκτο­πί­ζε­ται και αυτό ως προ­ερ­χό­με­νο από τον «τύραν­νο» και η… δεσπο­τεία των αρει­μα­νί­ως καπνι­ζό­ντων εγκα­θί­στα­ται εκ νέου στη Βου­λή με την αίθου­σα συνε­δριά­σε­ων να επα­νέρ­χε­ται στην προ­τε­ραία «ομι­χλώ­δη» κατά­στα­σή της. Τα βου­λευ­τι­κά έδρα­να, που θα έπρε­πε να καλύ­πτο­νται από σημειώ­σεις και νομο­θε­τή­μα­τα, βρί­θουν τριμ­μά­των καπνού. Η ατμό­σφαι­ρα ζέχνει. Αντί­στοι­χη είναι η κατά­στα­ση των δημο­σί­ων υπηρεσιών.

Στις αρχές του 1887, ο πρω­θυ­πουρ­γός Χαρί­λα­ος Τρι­κού­πης επι­χει­ρεί να απα­γο­ρεύ­σει το κάπνι­σμα σε κλει­στούς χώρους, αλλά η αντι­πο­λί­τευ­ση πέφτει επά­νω του με μένος. Μία εκδί­ω­ξη της κακιάς συνή­θειας από τη ζωή των υπαλ­λή­λων του κρά­τους θα έχει πολι­τι­κό κόστος. Αφού δεν μπο­ρεί να πετύ­χει ευθέ­ως τον στό­χο του, τον Σεπτέμ­βριο του ίδιου έτους επι­χει­ρεί δια της πλα­γιάς. Φέρ­νει στη Βου­λή νομο­σχέ­διο περί ενί­σχυ­σης της φορο­λό­γη­σης του καπνού, προ­κει­μέ­νου εκτός από την αύξη­ση των εσό­δων του κρά­τους, να επι­τύ­χει του­λά­χι­στον μία μεί­ω­ση της βλα­βε­ρής συνή­θειας. Αλλά κομ­μα­τι­κό κοι­νό απο­τε­λούν και οι καπνο­καλ­λιερ­γη­τές. Η αντι­πο­λί­τευ­ση, με μπρο­στά­ρη τον Θεό­δω­ρο Δηλι­γιάν­νη, αντι­δρά και πάλι με την ίδια σφο­δρό­τη­τα. Παρά ταύ­τα, η φορο­λό­γη­ση περ­νά­ει. Τα δέκα δρά­μια καπνού δεν κοστί­ζουν πλέ­ον μία πεντά­ρα, αλλά 25 λεπτά. Ωστό­σο, ακό­μη κι αν δεν κατα­φέρ­νει να περά­σει τον αντι­κα­πνι­στι­κό νόμο, ο Τρι­κού­πης πετυ­χαί­νει τελι­κά και πιστώ­νε­ται την απα­γό­ρευ­ση του καπνί­σμα­τος στη Βου­λή, που απαλ­λάσ­σε­ται στο εξής από τον βρα­χνά του τσιγάρου.

Στην ανα­το­λή του 20ου αι. (1901) μία μεγά­λη πυρ­κα­γιά σε παντο­πω­λείο της οδού Αιό­λου πυρο­δο­τεί νέο πόλε­μο στο κάπνι­σμα. Ο νεα­ρός παρα­γιός του ιδιο­κτή­τη, που καπνί­ζει κρυ­φά στο υπό­γειο του κατα­στή­μα­τος, έχει ξεχά­σει το τσι­γά­ρο του αναμ­μέ­νο, με απο­τέ­λε­σμα αυτό να κυλή­σει στις χάρ­τι­νες κού­τες με το εμπό­ρευ­μα και να παρα­δώ­σει στις φλό­γες ολό­κλη­ρο το κτή­ριο. Στον πρω­θυ­πουρ­γι­κό θώκο είναι πια ο Δηλι­γιάν­νης και έρχε­ται στη θέση του Τρι­κού­πη, τον οποίο αντι­πο­λι­τευό­ταν με μένος για το επί­μα­χο θέμα. Φέρ­νει ο ίδιος νόμο «περί απα­γο­ρεύ­σε­ως του καπνί­ζειν σε κατα­στή­μα­τα και κλει­στούς χώρους» και αυτή τη φορά, ο νόμος περ­νά­ει παμ­ψη­φεί και αδιαμαρτύρητα.

Λίγο νωρί­τε­ρα, το 1898, οι θερια­κλή­δες ιερείς έχουν μπει στο αντι­κα­πνι­στι­κό στό­χα­στρο των φανα­τι­κών «δού­λων του Κυρί­ου». Σύμ­φω­να με τον ιστο­ρι­κό Ελευ­θέ­ριο Σκια­δά, αυτή τη χρο­νιά εγκαι­νιά­ζε­ται στην Αθή­να ο «Σύλ­λο­γος των Ορθο­δό­ξων», που στο­χεύ­ει στην κόσμια δημό­σια εμφά­νι­ση του κλή­ρου! Κατά το δόγ­μα του Συλ­λό­γου, οι εκκλη­σια­στι­κοί νόμοι επι­βάλ­λουν στους ιερείς να είναι εγκρα­τείς και να απο­φεύ­γουν τις σαρ­κι­κές επι­θυ­μί­ες συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου και του «αντι­χρι­στια­νι­κού» καπνί­σμα­τος… Ως εκ τού­του, κι επει­δή «είναι ανάρ­μο­στο να καπνί­ζει ένας λει­τουρ­γός του Υψί­στου», τις Κυρια­κές τα μέλη του Συλ­λό­γου χωρί­ζο­νται σε ομά­δες και ξεχύ­νο­νται σε ανη­λε­ές κυνη­γη­τό των «βλά­σφη­μων ιερέ­ων»! Οι ιδρυ­τές του Συλ­λό­γου έχουν επι­χει­ρή­σει, προη­γου­μέ­νως, να κάνουν κοι­νω­νό του… ιερού σκο­πού τους τον τότε Μητρο­πο­λί­τη Αθη­νών και πρό­ε­δρο της Ιεράς Συνό­δου, Προ­κό­πιο Β΄, αλλά δεν τον βρή­καν και πολύ πρό­θυ­μο να τρα­βή­ξει το αφτί των ξετσί­πω­των λει­τουρ­γών του Κυρί­ου… Έτσι, απο­φά­σι­σαν να το κάνουν οι ίδιοι! Αυτό που παρα­μέ­νει άγνω­στο είναι η τιμω­ρία που επι­βάλ­λε­ται στα κακά παι­διά του κλήρου…

ΕΝΑΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ, ΣΤΟ ΠΙΟ ΟΞΥΜΩΡΟ ΣΧΗΜΑ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗΣ

Με τού­τα και με κεί­να, μπαί­νει ένας χει­μαρ­ρώ­δης 20ος αι., με τεχνο­λο­γι­κά επι­τεύγ­μα­τα και πολέ­μους, που νομι­μο­ποιούν το τσι­γά­ρο, απο­δί­δο­ντάς του χαρα­κτη­ρι­στι­κά πολύ­τι­μου συντρό­φου και «ψυχο­θε­ρα­πευ­τή». Κατά τη διάρ­κεια του Α΄ΠΠ η παγκό­σμια καπνο­βιο­μη­χα­νία γνω­ρί­ζει τερά­στια ανά­πτυ­ξη, καθώς οι στρα­τιώ­τες, στην προ­σπά­θειά τους να αντέ­ξουν το άγχος της μάχης, εθί­ζο­νται όλο και περισ­σό­τε­ρο στη νικοτίνη.

Προ­ϊ­ό­ντος του χρό­νου και κατά έναν λογι­κό ή στρε­βλό (τι σημα­σία έχει;) τρό­πο, το κάπνι­σμα ταυ­τί­ζε­ται με την παρέα, τη δου­λειά, τη σκέ­ψη. Παρά την εξέ­λι­ξη της επι­στή­μης και τα ευρή­μα­τα που το ενο­χο­ποιούν για βλά­βες στην υγεία, το τσι­γά­ρο, σε μία οξύ­μω­ρη συνύ­παρ­ξη, στρογ­γυ­λο­κά­θε­ται πλάι στη ζωή και στε­ριώ­νει. Γίνε­ται και λόγος ύπαρ­ξης (!) και έμπνευ­ση και δημιουρ­γία. Η λογο­τε­χνία ‑ξένη και ελλη­νι­κή- βρί­θει σχε­τι­κών πονη­μά­των… Νωρί­τε­ρα από τα μέσα του 20ου αι. ο Τσι­φό­ρος μετα­τρέ­πει σε πρω­τα­γω­νι­στές ενός σπαρ­τα­ρι­στού χρο­νο­γρα­φή­μα­τος δύο αποτσίγαρα:

«Με φίλη­σε κάποια κυρία. Ήταν χαρι­τω­μέ­νη σαν πορ­σε­λά­νη και φλύ­α­ρη όσο μία κίσ­σα. Ακού­μπη­σε το στό­μα της επά­νω μου κι ένιω­σα να ανα­τρι­χιά­ζω ολό­κλη­ρο. Ύστε­ρα με άνα­ψε, εγώ και­γό­μουν σιγά σιγά και όσο μίκραι­να, γινό­μουν ευτυ­χι­σμέ­νο, για­τί κατα­λά­βαι­να πως της κάνω ευχα­ρί­στη­ση…» εξο­μο­λο­γεί­ται το ένα, αυτό με τα κόκ­κι­να αποτυπώματα…

«Εμέ­να με άνα­ψε ένας πολι­τευ­τής. Περί­φη­μος κύριος! Και σαγη­νευ­τι­κός ομι­λη­τής! Με κρα­τού­σε στο στό­μα του και μιλού­σε διαρ­κώς. Σε βεβαιώ ότι έλε­γε τόσο συγκι­νη­τι­κά πράγ­μα­τα που κρα­τή­θη­κα να μην κλά­ψω, για­τί τότε θ΄ ανα­γκα­ζό­μουν να σβήσω…Έχει περί­φη­μα σχέ­δια αυτός ο άνθρω­πος! Όλη η Ελλάς θα σωθεί απ΄ αυτόν!» απο­κρί­νε­ται, το ρου­με­λιώ­τι­κο, αυτό που ανα­τρά­φη­κε μέσα σε καπνο­μπό­στα­να μαζί με τα αδέλ­φια του!

Είναι θέση, άπο­ψη, φιλο­σο­φία, μπο­έ­μι­κη ζωή, ξέσπα­σμα και επα­νά­στα­ση ή και τίπο­τα από όλα αυτά. Δια­φη­μί­ζε­ται, που­λιέ­ται αδρά, αγο­ρά­ζε­ται με κόπο και ιδρώ­τα. Γρά­φει αιώ­νια ιστο­ρία, ως ο «συντρο­φι­κό­τε­ρος εχθρός» κι αν ακό­μα εκδιώ­κε­ται από επι­στή­μη ή αισθη­τι­κή, κάτι μένει πίσω να το θυμίζει…

«Στε­ρέ­ω­σε καλά το φυτί­λι στην καντη­λή­θρα και το βύθι­σε στο λαδά­κι του ποτη­ριού. “Θα κρα­τή­σει ίσαμ΄ αύριο” μονο­λό­γη­σε κι έκα­νε έτσι στις τσέ­πες της, συνη­θι­σμέ­νη από τότε που κάπνι­ζε κι έβρι­σκε σε κάθε τσέ­πη κι από έναν ανα­πτή­ρα. Τίπο­τα. Ύστε­ρα έπια­σε να ψάχνει με μανία το εσω­τε­ρι­κό της τσά­ντας της. Κάτι. Έναν ξεχα­σμέ­νο δια­φη­μι­στι­κό ανα­πτή­ρα, ίσως και σπίρ­τα… Τίπο­τα κι εκεί. Κοί­τα­ξε γύρω τρι­γύ­ρω. Ερη­μιά στο κοι­μη­τή­ρι. Τότε ανα­θε­μά­τι­σε για πρώ­τη φορά τον εαυ­τό της που ‘κοψε πριν χρό­νια το τσι­γά­ρο. Μία φορά χρειά­στη­κε φωτιά για σοβα­ρό λόγο και δεν τη βρή­κε. Πώς θα άνα­βε το καντή­λι της μάνας της;» — Τ.Α.Μ.

ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ

ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΙΙ / «Ο ΕΜΜ. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ, Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ “Η ΗΩΣ” ΚΑΙ ΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ 1830–1831, Άννα Κορ­δα­τζή — Πρασ­σά (Προϊ­στα­μέ­νη Γενι­κών Αρχεί­ων του Κρά­τους ν. Μαγνησίας)
Bayerishe Staatsbibliothek Munchen — Κατά­λο­γος μελών της Φιλεκ­παι­δευ­τι­κής Εται­ρεί­ας — 1836,
«Η Ελλά­δα του Όθω­να», Εντμόντ Αμπού
ΟΘΩΝΑΣ — Η ΕΞΩΣΗ, Δημή­τρη Φωτιάδη
Εφ. «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ»
Εφ. «ΕΣΤΙΑ»
Ελευθ. Γ. Σκια­δάς — «ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ»
Ν. Τσι­φό­ρος — «Τα αποτσίγαρα»

Πηγή: ΑΠΕ

Ο Μαρξ και η αισθη­τι­κή, του Μιχα­ήλ Λίφσιτς

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο