Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Φιλοσοφία και ιστορία στο συγγραφικό έργο του Φανούρη Βώρου

(Ομι­λία της Άννε­κε Ιωαν­νά­του στη Ιακω­βά­τειο Βιβλιο­θή­κη στο Μου­σείο Ληξου­ρί­ου στις 30 Σεπτεμ­βρί­ου 2023)

Ξεκι­νώ­ντας να πω ότι κρα­τάω μια ζωντα­νή μνή­μη από την προ­σω­πι­κό­τη­τα που τιμού­με σήμε­ρα, μια και ήταν αρκε­τές φορές καλε­σμέ­νος μου στη ραδιο­φω­νι­κή μου εκπο­μπή για το βιβλίο, αλλά με τη σει­ρά μου ήμουν κάποιες φορές καλε­σμέ­νη στη δική του εκπο­μπή στον τηλε­ο­πτι­κό σταθ­μό «Τηλε­φώς» με τίτλο «Εκπαι­δευ­τι­κά Κεντρί­σμα­τα.»  Δια­βά­ζο­ντας το έργο του Φανού­ρη Βώρου, δηλα­δή τα βιβλία και την πολυά­ριθ­μη αρθρο­γρα­φία έστω στα­χυο­λο­γώ­ντας, θα δια­πι­στώ­σει ο ανα­γνώ­στης μια βασι­κή μέθο­δο και έναν στα­θε­ρό βασι­κό στο­χα­σμό, πρω­τό­τυ­πη σκέ­ψη, ακρι­βο­λο­γη­μέ­νη, ανα­λυ­τι­κή σε βάθος, τόλ­μη να τα βάλει με τις κατε­στη­μέ­νες κυρί­αρ­χες από­ψεις σε θέμα­τα παι­δεί­ας, αλλά και θρη­σκεί­ας, τα οποία συν­δέ­ει με τα κελεύ­σμα­τα της κοι­νω­νί­ας και των ανα­γκών των κυρί­αρ­χων. Κήρυ­ξε τον πόλε­μο ενά­ντια στη συναί­νε­ση με τις κυρί­αρ­χες ιδέ­ες που επι­βάλ­λο­νται από τα πάνω μέσω της παι­δεί­ας, καθώς και ενά­ντια στην «εκμαί­ευ­ση» της συναί­νε­σης αυτής από το κυρί­αρ­χο εκπαι­δευ­τι­κό σύστη­μα. Πάντα εστί­α­ζε στις αιτί­ες των φαι­νο­μέ­νων. Σαν κόκ­κι­νο νήμα περ­νά­ει από το έργο του το θέμα της ελευ­θε­ρί­ας της συνεί­δη­σης σαν βασι­κό­τε­ρο. Εκεί συνα­ντιώ­νται όλα τα άλλα. Στρε­φό­ταν πάντα στον αρχαίο ελλη­νι­κό στο­χα­σμό εντο­πί­ζο­ντας τη γραμ­μή επι­κοι­νω­νί­ας ή μάλ­λον της συνέ­χειας με τον μετέ­πει­τα ευρω­παϊ­κό στο­χα­σμό μετά από τη μεσαιω­νι­κή «δια­κο­πή», όπου η Εκκλη­σία είχε απα­γο­ρέ­ψει τον ελεύ­θε­ρο στο­χα­σμό με τον Ιου­στι­νια­νό να κλεί­νει την Ακα­δη­μία Αθη­νών το 529 μετά τη χρο­νο­λο­γία μας. Η αντί­θε­ση και αντι­πα­λό­τη­τα πίστης-επι­στή­μης επα­νέρ­χε­ται στο σκε­πτι­κό του Φανού­ρη Βώρου εστια­σμέ­νη στο βασα­νι­στι­κό ερώ­τη­μα του τι και πώς θα διδά­σκε­ται στα παι­διά. Δεν είναι τυχαία η ομι­λία του στον κήπο της Ιακω­βά­τειου Βιβλιο­θή­κης στις 25 Αυγού­στου του 2001 με τίτλο «Ποιό το νόη­μα της διέ­νε­ξης Λασκα­ρά­του και Κλή­ρου-Εκκλη­σί­ας;» Δεν θα στα­θού­με σε αυτή τη λαμπρή σε ανα­λυ­τι­κό βάθος ομι­λία στην οποία ο Φανού­ρης Βώρος κρα­τά­ει την ευαί­σθη­τη ισορ­ρο­πία ανά­με­σα σε ακραί­ες συγκρουό­με­νες από­ψεις στις οποί­ες συχνά ερευ­νη­τές του λασκα­ρά­τειου στο­χα­σμού ξεπέ­φτουν.  Δηλα­δή, δεν «σπρώ­χνει» το Λασκα­ρά­το στην αθεϊα, αλλά ούτε του φορά­ει ράσο. Το συμπέ­ρα­σμα του Βώρου ήταν, ότι είχαν συγκρου­στεί στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα «η θρη­σκεία του φιλό­σο­φου-ανθρω­πι­στή και η θεο­λο­γία του τίμιου κοι­νο­λαϊ­τη, αλλά και του «θρη­σκέ­μπο­ρου» ή «θεο­μπάι­χτη» ή «δοκι­σί­χρι­στου.» Απλώς ήθε­λα να το ανα­φέ­ρω για να θυμό­μα­στε τον Φανού­ρη Βώρο που εδώ και 22 χρό­νια στε­κό­ταν μπρο­στά στη Ιακω­βά­τειο Βιβλιο­θή­κη (στον κήπο της Ιακω­βά­τειου δηλα­δή) για να μιλή­σει για το Λασκα­ρά­το. Επί­σης ήταν ένδει­ξη του εύρους και της επι­στη­μο­νι­κής σοβα­ρό­τη­τας της ενα­σχό­λη­σής του, κάθε φορά που του ζητού­σαν να «πιά­σει» κάποιο θέμα. Τίπο­τα δεν ήταν «λάιτ.» Ένα άλλο δείγ­μα  ήταν και η ανε­λέ­η­τη κρι­τι­κή του στο βιβλίο του Άγγλου συγ­γρα­φέα Louis de Bernier «Το μαντο­λί­νο του λοχα­γού Κορέ­λι» στο περιο­δι­κό  Θέμα­τα Παιδείας. 

Η ιστορία

Η ενα­σχό­λη­ση του Φανού­ρη Βώρου με την ιστο­ρία απο­τε­λεί­ται από δύο σκέ­λη. Από τη μία το προ­σω­πι­κό βαθύ ενδια­φέ­ρον του για την ιστο­ρία, για την οποία πίστευε ότι «η κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­σμι­κή αυτο­γνω­σία γίνε­ται μόνο μέσα από τις μελέ­τες της ιστο­ρί­ας, ιδιαί­τε­ρα της Νεό­τε­ρης και της Σύγ­χρο­νης». Είχε τη γνώ­μη ότι η ιστο­ρία του πολι­τι­σμού δεν πρέ­πει να λεί­πει από τη μελέ­τη της ιστο­ρί­ας. Από την άλλη, ως πρα­κτι­κός εκπαι­δευ­τι­κός, ήταν βαθιά πεπει­σμέ­νος, ότι «με τις βασι­κές σπου­δές μας δεν πήρα­με επαρ­κή ιστο­ρι­κή παι­δεία.» Δεν έπα­ψε να εφι­στά την προ­σο­χή στη μόνι­μη ανε­πάρ­κεια της παι­δεί­ας στο να παρέ­χει γνώ­ση. Επο­μέ­νως θεω­ρού­σε ανα­γκαίο να βοη­θη­θεί ο δάσκαλος/καθηγητής/παιδαγωγός με όλα τα συγκε­κρι­μέ­να μέσα. Απ΄αυτή τη σκο­πιά έγρα­ψε πολ­λά δοκί­μια και άρθρα με αυτό το σκο­πό οδη­γού­με­νος απ’ αυτό που θεω­ρού­σε ελλεί­ψεις και ανε­πάρ­κεια των σχο­λι­κών βιβλί­ων. Έγρα­φε κάνο­ντας προ­τά­σεις. Σημα­σία έχει εδώ, ότι επι­σή­μα­νε τον κίν­δυ­νο του ευρω­πο­κε­ντρι­σμού, που στε­νεύ­ει τον ορί­ζο­ντα του μελε­τη­τή, αλλά και του διδά­σκο­ντα, επο­μέ­νως και του μαθη­τή. Έναν άλλο κίν­δυ­νο που επι­σή­μαι­νε ξανά και ξανά, ήταν αυτός του «Θανά­του και Ανά­στα­σης των Αρχαί­ων», όπως ήταν ο τίτλος ενός άρθρου με υπό­τι­τλο «φίλοι επι­κίν­δυ­νοι της παι­δεί­ας μας» αγγί­ζο­ντας το γνω­στό και πολυ­βα­σα­νι­σμέ­νο θέμα που είχαν εντο­πί­σει εξαι­ρε­τι­κοί εκπαι­δευ­τι­κοί πριν απ’ αυτόν, όπως ο Δημή­τρης Γλη­νός. Δηλα­δή, ο κίν­δυ­νος της προ­γο­νο­πλη­ξί­ας, με την οποία οι ιθύ­νο­ντες προ­σπα­θού­σαν και προ­σπα­θούν να συγκα­λύ­πτουν την άθλια σύγ­χρο­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στη χώρα μ’ ένα είδος στομ­φώ­δους και εθνι­κι­στι­κής παρη­γο­ριάς, αλλά και ο κίν­δυ­νος της άλλης άκρης, του κοσμο­πο­λί­τι­κου εκχυ­δαϊ­σμού, της παρα­ποί­η­σης ή ακό­μα της απο­σιώ­πη­σης των αρχαί­ων στο­χα­στών. Η αντί­θε­ση αυτή ταλά­νι­ζε τη νεό­τε­ρη ελλη­νι­κή παι­δεία, άρα και την κοι­νω­νία. O Φανού­ρης Βώρος έγρα­ψε στον ιστο­ρι­κό τομέα ένα διά­γραμ­μα ιστο­ρί­ας του Νεο­ελ­λη­νι­κού Κρά­τους, κι ένα άλλο για τη θεμε­λί­ω­ση του Νεο­ελ­λη­νι­κού Κρά­τους με υπό­τι­τλο «Ο ραγιάς να μεί­νει ραγιάς», έγρα­ψε και γι αυτούς που προ­ε­τοί­μα­σαν και ξεκί­νη­σαν την Επα­νά­στα­ση του 1821, καθώς και δοκί­μια εισα­γω­γής στη νεό­τε­ρη και σύγ­χρο­νη ιστο­ρία, μια εργα­σία με τίτλο «Σπου­δή και διδα­σκα­λία της ιστο­ρί­ας», καθώς και το «Διδα­σκα­λία της ιστο­ρί­ας με αξιο­ποί­η­ση της εικό­νας». Τα άρθρα του για τη δημιουρ­γία του νεο­ελ­λη­νι­κού κρά­τους γρά­φτη­καν σαν βοή­θη­μα στη διδα­σκα­λία, για την κατα­πο­λέ­μη­ση της πλαστογραφίας/παραχάραξης της ιστο­ρί­ας η οποία είχε και έχει προ­χω­ρή­σει ανη­συ­χη­τι­κά στα σχο­λι­κά βιβλία ιστο­ρί­ας.  Ποτέ δε στα­μά­τη­σε να βασα­νί­ζει το μυα­λό του για να βρει τον καλύ­τε­ρο τρό­πο για τους μαθη­τές να αγα­πή­σουν την ιστο­ρία μέσα από τη διδα­σκα­λία. Τα θέμα­τα φιλο­σο­φία και ιστο­ρία δια­πλέ­κο­νται στο έργο του Φανού­ρη Βώρου. Έτσι ανα­πτύσ­σει στα γρα­πτά του τα προ­βλή­μα­τα της φιλο­σο­φί­ας της ιστο­ρί­ας σαν σκέ­ψεις για τον πλου­τι­σμό της διδα­σκα­λί­ας της Ιστο­ρί­ας στο Λύκειο. Κυρί­αρ­χο κέλευ­σμα εδώ είναι η ανα­ζή­τη­ση της αλή­θειας, την οποία έβλε­πε να χάνε­ται στον τρό­πο διδα­σκα­λί­ας και στα σχο­λι­κά βιβλία. Ήδη ο τίτλος του δοκι­μί­ου «Προ­βλή­μα­τα φιλο­σο­φί­ας της Ιστο­ρί­ας» μάς παρα­πέ­μπει στο άρρη­κτο δέσι­μο της φιλο­σο­φί­ας με την ιστο­ρία στο έργο του Φανού­ρη Βώρου και στο πώς οι δύο αυτές πλευ­ρές συνα­ντιώ­νται στην παιδεία.

Χωρίς αμφι­βο­λία το κύριο έργο του είναι το Η φιλο­σο­φία της Εκπαί­δευ­σης, ένα εμβλη­μα­τι­κό συνα­πά­ντη­μα ιδε­ών, προ­τά­σε­ων, ανα­φο­ρών, ανα­λύ­σε­ων του βασι­κού πνευ­μα­τι­κού, φιλο­σο­φι­κού, ιστο­ρι­κού οπλο­στα­σί­ου κυρί­ως της ευρω­παϊ­κής ηπεί­ρου. Το έντο­νο ενδια­φέ­ρον του Φανού­ρη Βώρου για τη φιλο­σο­φία προ­κύ­πτει και από το θέμα της διδα­κτο­ρι­κής του δια­τρι­βής στο πανε­πι­στή­μιο του Εδιμ­βούρ­γου: H  ηθι­κή θεω­ρία του Δημό­κρι­του, γραμ­μέ­νη στα αγγλι­κά, αλλά και από τη μετά­φρα­σή του από τα αγγλι­κά του εμβλη­μα­τι­κού έργου του σοβιε­τι­κού επι­στή­μο­να Α.Σ. Μπο­γκο­μό­λοφ, Ιστο­ρία της Αρχαί­ας φιλο­σο­φί­ας (Ελλά­δα και Ρώμη), έργο ογκώ­δες (550 σελί­δες). Ο ίδιος έγρα­ψε μια σύντο­μη ιστο­ρία της Αρχαί­ας Φιλο­σο­φί­ας. Πριν μπού­με στο πολυ­σύν­θε­το Η φιλο­σο­φία της Εκπαί­δευ­σης, στο οποίο ο συγ­γρα­φέ­ας πραγ­μα­τεύ­ε­ται ένα μεγά­λο πλού­το από συγ­γρα­φείς και θέμα­τα από την Αρχαιό­τη­τα μέχρι τις μέρες μας, να ανα­φερ­θώ σε μερι­κούς τίτλους άρθρων του σε περιο­δι­κά εκπαι­δευ­τι­κά και περί παι­δεί­ας, επει­δή είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κά για τον κεντρι­κό του προ­βλη­μα­τι­σμό γύρω από τον άνθρω­πο τον οποί­ον θα πρέ­πει να δια­μορ­φώ­σουν τα σχολεία:

-Αρχές του επι­στη­μο­νι­κού και επαγ­γελ­μα­τι­κού Ήθους στον ελλη­νι­κό στοχασμό.

-Τι είναι η γνώ­ση και κατά πόσο είναι δυνατή;

-Ποιοί οι δρό­μοι της γνώ­σης (αισθή­σεις, νόη­ση); Τι σημαί­νει Αλή­θεια;  Ποιά η ουσία των όντων που γνωρίζουμε;

- Για­τί κατα­δί­κα­σαν οι Αθη­ναί­οι το Σωκράτη;

-Ελευ­θε­ρία  της Συνεί­δη­σης (επα­νέρ­χε­ται τακτι­κά ως θέμα στα γρα­πτά του)

Και επε­ξη­γεί:

«Συν-είδη­ση μπο­ρού­με να ονο­μά­σου­με τη δυνα­τό­τη­τα του ανθρώ­που να συγκε­ντρώ­νει ειδή­σεις (για τη φύση,  την κοι­νω­νία, τον εαυ­τό του), να συγκι­νεί­ται από αυτές, να τις επε­ξερ­γά­ζε­ται, να απο­φα­σί­ζει τις κινή­σεις του, να επι­λέ­γει τη μέθο­δο και τα μέσα της δρά­σης του, να κρί­νει και να αξιο­λο­γεί όσα συμ­βαί­νουν, να χαί­ρε­ται ή να θλί­βε­ται, να ορα­μα­τί­ζε­ται κάτι καλύ­τε­ρο για το μέλ­λον». (Πολύ χαρα­κτη­ρι­στι­κό για τη μεθο­δο­λο­γία του είναι τέτοιου τύπου ανα­λυ­τι­κών επεξηγήσεων).

-Ανί­χνευ­ση Βημά­των Επι­στη­μο­νι­κού Ήθους στην Ιστο­ρία του Στο­χα­σμού από την Αρχαιό­τη­τα ως σήμερα.

Και επε­ξη­γεί:                                                               

«Με το άρθρο τού­το επιχειρούμε:

Α΄. Πρώ­τα  να δεί­ξου­με  την πορεία δια­μόρ­φω­σης του επι­στη­μο­νι­κού ήθους, όπου κύριος στό­χος είναι η ανα­ζή­τη­ση της αλή­θειας, για εξυ­πη­ρέ­τη­ση του ανθρώπου.

Β΄. Έπει­τα  να επι­ση­μά­νου­με ότι οι άνθρω­ποι κατα­κτώ­ντας την αλή­θεια κινού­νται προς αξιο­ποί­η­σή της μέσα στην κοι­νω­νία των ανθρώ­πων  και δια­μορ­φώ­νουν έτσι  κοι­νω­νι­κό ήθος που σημαί­νει αξιο­ποί­η­ση της αλή­θειας για καλό των συναν­θρώ­πων (ανε­ξάρ­τη­τα από  το ότι κίνη­τρα άλλα μπο­ρεί  και να τους απο­τρέ­πουν ή να τους εκτρέπουν).

Γ΄. Τέλος, να κατα­δεί­ξου­με πώς το επι­στη­μο­νι­κό – κοι­νω­νι­κό ήθος εκφρά­ζε­ται ως παι­δα­γω­γι­κή μέρι­μνα και εκδη­λώ­νε­ται ως παι­δα­γω­γι­κό ήθος, όπου είναι ανά­γκη να αξιο­ποιεί­ται η γνώ­ση της αλή­θειας με παι­δα­γω­γι­κή μέθο­δο στην υπη­ρε­σία της νέας κάθε φορά γενιάς, επ’ αγα­θώ της κοι­νω­νί­ας όλης.»

-Η θέση του Σωκρά­τη  στην Ιστο­ρία του Φιλο­σο­φι­κού Στοχασμού

-Κρι­τί­ας, άρθρο για τον Κρι­τία με προ­σω­πο­γρα­φία και σύντο­μη έκθε­ση του φιλό­σο­φου, ο οποί­ος έδω­σε και το όνο­μά του σε έναν από τους δια­λό­γους του Πλά­τω­να. Επε­ξη­γεί αμέ­σως, ότι:

Ο Κρι­τί­ας ήταν Σοφι­στής, περισ­σό­τε­ρο γνω­στός ως πολι­τι­κός, κορυ­φαί­ος εκφρα­στής της αρι­στο­κρα­τι­κής μερί­δας, ο περισ­σό­τε­ρο βίαιος από τους Τριά­κο­ντα Τυράν­νους (του 404/403 π.Χ.), που κυβέρ­νη­σαν την Αθή­να την ώρα της ήττας και «εν χρό­νω ολί­γω χρυ­σήν απέ­δει­ξαν την έμπρο­σθεν πολι­τεί­αν» (=μέσα σε λίγο χρό­νο απέ­δει­ξαν με την κακουρ­γη­μα­τι­κή πολι­τεία τους χρυ­σό το προη­γού­με­νο πολί­τευ­μα, το δημοκρατικό).”

- Οι Σοφι­στές.

Τονί­ζο­ντας, ότι:

«Οι γνώ­σεις μας για τους Σοφι­στές είναι έμμε­σες και απο­σπα­σμα­τι­κές, κάτι χει­ρό­τε­ρο, είναι παρα­ποι­η­μέ­νες συχνά από τους αντιπάλους.»

- Τι μπο­ρεί να σημαί­νει Φιλο­σο­φία της Ζωής (πέρα κι έξω από το φερώ­νυ­μο Κίνη­μα, που έχει κατα­γρα­φεί στην Ιστο­ρία της Φιλοσοφίας)

Και πάλι για τη φιλο­σο­φία ζωής:

-Η φιλο­σο­φία της Ζωής, όπως εκφρά­στη­κε από τον 

Αβδη­ρί­τη στο­χα­στή Δημό­κρι­το (c. 460–370 π.Χ.)

Κι εδώ εξη­γεί αμέ­σως τι ακρι­βώς εννοεί:

«Με τον όρο Φιλο­σο­φία της Ζωής εννο­ού­με από­ψεις που ανα­φέ­ρο­νται στο σκο­πό και το περιε­χό­με­νο που ο καθέ­νας δίνει στη ζωή του, στους τρό­πους δρά­σης που επι­λέ­γει / προ­κρί­νει, για να κατα­κτή­σει το περιε­χό­με­νο της ζωής, όπως το ορα­μα­τί­στη­κε, και να προ­σεγ­γί­σει το σκο­πό της.»

- Για το νόη­μα του όρου Αλή­θεια: Σχε­δί­α­σμα για μια προ­σέγ­γι­ση στην έννοια της Αλή­θειας από την Αρχαιό­τη­τα ως τους και­ρούς μας.

Όπως βλέ­πε­τε, επι­χεί­ρη­σε να καλύ­ψει μία μεγά­λη γκά­μα θεμά­των σε μεγά­λα χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα στην ιστο­ρία του στο­χα­σμού, μια καθό­λου εύκο­λη επι­χεί­ρη­ση. Οι τίτλοι των άρθρων του Φανού­ρη Βώρου σε διά­φο­ρα περιο­δι­κά, κυρί­ως εκπαι­δευ­τι­κά, είναι δεκά­δες. Στα­χυο­λο­γή­σα­με απλώς μερικά.

Η Φιλοσοφία της Εκπαίδευσης

Ερχό­μα­στε τώρα στο πολυ­σύν­θε­το βιβλίο Η Φιλο­σο­φία της Εκπαί­δευ­σης. Πόνη­μα φιλό­δο­ξο που κυκλο­φό­ρη­σε το 1997 από τον «Εκπαι­δευ­τι­κό Σύν­δε­σμο» και απο­τε­λεί μια σύν­θε­ση από τους κυριό­τε­ρους άξο­νες του στο­χα­σμού του Φανού­ρη Βώρου. Ο συγ­γρα­φέ­ας είναι σαφής για το σκο­πό της συγ­γρα­φής του πονή­μα­τός του λέγο­ντας στον πρόλογο:

«Δύο είναι οι κύριοι λόγοι που οδή­γη­σαν σε τού­το το πεδίο συγ­γρα­φής, στο οποίο είχα θητεύ­σει κατά και­ρούς με αρθρο­γρα­φία περιστασιακή: 

α. Η δια­πί­στω­ση ότι όλα τα ουσια­στι­κά προ­βλή­μα­τα της παι­δεί­ας-εκπαί­δευ­σης ανά­γο­νται τελι­κά σε φιλο­σο­φι­κό στο­χα­σμό: φιλο­σο­φία για τη γνώ­ση, την πρά­ξη, την τέχνη, την πίστη, τη γλώσ­σα, για τον άνθρω­πο γενι­κά, για την κοι­νω­νι­κή του υπό­στα­ση και τις πολι­τι­κές δοκι­μές του.

[…]

β. Η μακρό­χρο­νη ενα­σχό­λη­σή μου με τα ζητή­μα­τα παι­δεί­ας-εκπαί­δευ­σης με έφε­ρε σε επι­κοι­νω­νία με το πλή­θος των επι­στη­μών και δραστηριοτήτων/επιλογών που ανα­πτύσ­σο­νται γύρω από το φαι­νό­με­νο παι­δεία-εκπαί­δευ­ση: παι­δα­γω­γι­κή, δια­δι­κα­σία της μάθη­σης, κοι­νω­νιο­λο­γία της εκπαί­δευ­σης, πολι­τι­κή της εκπαί­δευ­σης, ιστο­ρία της εκπαί­δευ­σης και άλλες.»

Απ’ αυτούς τους δύο λόγους και μόνο ο ανα­γνώ­στης μπο­ρεί να κατα­λά­βει το μέγε­θος της προ­σπά­θειας του συγ­γρα­φέα. Στις πάνω από 400 σελί­δες του βιβλί­ου, μαζί με το παράρ­τη­μα, επι­χει­ρεί να περι­λά­βει έναν κόσμο ολό­κλη­ρο από θεω­ρία και πρά­ξη της παι­δεί­ας-εκπαί­δευ­σης σε στε­νή σύν­δε­ση με τη φιλο­σο­φία από την ελλη­νι­κή Αρχαιό­τη­τα μέχρι το τέλος του 20ου αιώ­να, στο βαθ­μό που η φιλο­σο­φία πραγ­μα­τεύ­ε­ται ή έστω αγγί­ζει θέμα­τα παι­δεί­ας-εκπαί­δευ­σης. Πράγ­μα­τι, καθό­λου εύκο­λη δου­λειά, για­τί ποιοί είναι οι πιο αντι­προ­σω­πευ­τι­κοί, ποιούς θα επι­λέ­ξεις, με ποιά κρι­τή­ρια και ποιά από τα κεί­με­να από τον τερά­στιο πλού­το που υπάρ­χει; Εντύ­πω­ση κάνει επί­σης η δομή του βιβλί­ου, η οποία είναι αρκε­τά περί­πλο­κη κι αυτή. Σε ειδι­κά πλαί­σια παρεμ­βάλ­λο­νται πορ­τρέ­τα, απο­φθέγ­μα­τα, σκέ­ψεις στο­χα­στών, τα ονο­μα­ζό­με­να παρα­θέ­μα­τα, χωρίς να δια­κό­πτε­ται η ροή της θεμα­τι­κής ανά­πτυ­ξης. Το παράρ­τη­μα απο­τε­λεί­ται από κεί­με­να τα οποία, με τα λόγια του συγ­γρα­φέα, «κρί­θη­καν ανα­γκαία για την κατα­νό­η­ση του κύριου μέρους της συγ­γρα­φής, αλλά δεν μπο­ρούν να θεω­ρη­θούν – με αυστη­ρά κρι­τή­ρια – ως σελί­δες μιας Φιλο­σο­φί­ας της Εκπαί­δευ­σης.» (σελ. 270). Ώστό­σο, πρό­κει­ται για κεί­με­να που διευ­κο­λύ­νουν την κατα­νό­η­ση του κύριου μέρους της συγ­γρα­φής, όπως επι­ση­μαί­νει ο συγ­γρα­φέ­ας στον πρό­λο­γο. Μέσα στις σελί­δες του βιβλί­ου υπάρ­χουν οι παρα­πο­μπές, ώστε ο ανα­γνώ­στης να επι­λέ­ξει πότε και τι θα δια­βά­σει από το παράρ­τη­μα. Η μετριο­φρο­σύ­νη του Φανού­ρη Βώρου φαί­νε­ται γλα­φυ­ρά από το γεγο­νός, ότι ονο­μά­ζει τα πιο πολ­λά που γρά­φει «δάνεια σκέμ­μα­τα», με κανέ­ναν τρό­πο δεν σφε­τε­ρί­ζε­ται τις ιδέ­ες άλλων. Ωστό­σο, δεν θα μπο­ρού­σαν να ταξι­νο­μη­θούν στη δική του σκέ­ψη, αν – και παρα­θέ­του­με – «δεν υπήρ­χε η υπο­δο­μή προ­σω­πι­κής παι­δεί­ας (ιστο­ρία-φιλο­σο­φία), πεί­ρα από το σχο­λείο, η μονα­δι­κή εμπει­ρία από το Παι­δα­γω­γι­κό Ινστι­τού­το και το μεγά­λο προ­νό­μιο συζυ­γι­κής συνερ­γα­σί­ας»(σελ.15). Εκφρά­ζει τις ευχα­ρι­στί­ες του σε όλες τις κατευ­θύν­σεις, και στον αδερ­φό του Διο­νύ­ση, ο οποί­ος βοή­θη­σε για την έκδο­ση του βιβλί­ου και είναι από­ψε μαζί μας. Ο συγ­γρα­φέ­ας ανα­φέ­ρε­ται σε αρκε­τούς αρχαί­ους Έλλη­νες στο­χα­στές, που τους ξέρει σε βάθος, αντλώ­ντας από τα κεί­με­νά τους αυτά που έχουν σχέ­ση με την παι­δεία και την εκπαί­δευ­ση. Θεω­ρεί ότι ο Αρι­στο­τέ­λης ήταν ο πρώ­τος που αντι­με­τώ­πι­σε συστη­μα­τι­κά το θέμα, πρα­κτι­κά και θεω­ρη­τι­κά στο έργο του Πολι­τι­κά (σελ. 15).  Σαν κόκ­κι­νο νήμα περ­νά­ει από το βιβλίο εκεί­νο που προ­φα­νώς απα­σχο­λού­σε περισ­σό­τε­ρο το συγ­γρα­φέα: η αντι­νο­μία, όπως την έλε­γε, ανά­με­σα στην κατεύ­θυν­ση που δίνε­ται από την πολι­τεία, την εκά­στο­τε δια­κυ­βέρ­νη­ση και την ελευ­θε­ρία της σκέψης/συνείδησης του ατό­μου μέσα από την παι­δεία. Η κατεύ­θυν­ση αυτή είναι η σύμ­φω­νη με τις από­ψεις της κοι­νω­νί­ας που προ­σφέ­ρει τη διδα­χή είτε εκφρά­ζε­ται με τη γλώσ­σα της πολι­τι­κής ηγε­σί­ας είτε με τη γλώσ­σα των γονέ­ων (σελ. 41). Μια δεύ­τε­ρη αντι­νο­μία είναι αυτή ανά­με­σα στον παι­δα­γω­γό, το δάσκα­λο, και αυτό που περι­μέ­νει απ’ αυτόν η πολι­τεία και οι γονείς ως συμ­μορ­φού­με­νοι πολί­τες. Δηλα­δή, όταν ο εκπαι­δευ­τι­κός συνει­δη­το­ποιεί την απο­στο­λή του και θέλει να ξεπε­ρά­σει την πρώ­τη αντι­νο­μία. Η παι­δα­γω­γι­κή δεο­ντο­λο­γία επι­βάλ­λει να δια­μορ­φώ­σει ο διδά­σκων μαθη­τές με κρι­τι­κή ικα­νό­τη­τα και ανε­ξαρ­τη­σία σκέ­ψης, ενώ η πολι­τεία ζητεί συμ­μόρ­φω­ση με τις επι­διώ­ξεις της, ζητεί να «εκμαιευ­τεί η συναί­νε­ση» μέσα από την παι­δεία. Δεν είναι δύσκο­λο να κατα­λά­βει κανείς από την ορο­λο­γία που χρη­σι­μο­ποιεί ο συγ­γρα­φέ­ας, ότι πιστεύ­ει πως η πολιτεία/το σύστη­μα δεν ήθε­λε ποτέ ελεύ­θε­ρα σκε­πτό­με­νους πολί­τες, αλλά υπά­κο­ους. Παίρ­νει τον Σωκρά­τη και την κατα­δί­κη του από την τότε πολι­τεία, καθώς και τον εμπρη­σμό του «Φρο­ντι­στη­ρί­ου» του Σωκρά­τη με τον οποίο κλεί­νει ο Αρι­στο­φά­νης την κωμω­δία του Νεφέ­λες, και ανα­φω­νεί ο Φανού­ρης Βώρος «τι κακό είχε κάνει (ο Σωκρά­της) ώστε να εξε­γερ­θούν ενα­ντί­ον του οι («αγα­να­κτι­σμέ­νοι») γονείς; Μα, δίδα­σκε τους νέους να σκέ­πτο­νται.» Και προ­σθέ­τει: «Ποιά κυβερ­νη­τι­κή εξου­σία έχου­με γνω­ρί­σει στην ιστο­ρία, που να προ­τι­μά­ει σκε­πτό­με­νους πολί­τες; Προ­τι­μό­τε­ροι είναι οι υπή­κο­οι. Άρα, η παι­δεία που πρό­σφε­ρε ο Σωκρά­της θεω­ρή­θη­κε επι­κίν­δυ­νη.» (σελ. 42).

Αυτό το σκε­πτι­κό που μπαί­νει από τις πρώ­τες σελί­δες του βιβλί­ου, είναι το κεντρι­κό νήμα της ανά­πτυ­ξης του θέμα­τος. Ο συγ­γρα­φέ­ας παίρ­νει το νήμα και το ανα­πτύσ­σει μέχρι τέλος στις σελί­δες του βιβλί­ου ταξι­δεύ­ο­ντας στους αιώ­νες που ακο­λό­υ­θη­σαν μετά την Αρχαιό­τη­τα ανα­δει­κνύ­ο­ντας πώς και για ποιούς λόγους ο χρι­στια­νι­σμός ήταν εχθρι­κός προς τη σκέ­ψη, αλλά ήθε­λε μόνο πίστη με τον αυτο­κρά­το­ρα Ιου­στι­νια­νό να κλεί­νει, όπως είπα­με, με νόμο τις φιλο­σο­φι­κές σχο­λές της Αθή­νας (η Ακα­δη­μία του Πλά­τω­να είχε τότε ζωή 916 χρό­νων, παρα­κα­λώ). Λίγα χρό­νια αργό­τε­ρα, δια­βά­ζου­με, επι­χεί­ρη­σε ο αυτο­κρά­το­ρας με νέο νόμο να επι­βά­λει σε όλους την ορθό­δο­ξη χρι­στια­νι­κή πίστη…: «μηδείς εν Αθή­ναις διδα­σκέ­τω φιλο­σο­φί­αν…» Στο άρθρο του «Ο Πολι­τι­σμός των Ελλή­νων και η ορθο­δο­ξία των Χρι­στια­νών» ο Φανού­ρης Βώρος θα πει μιλώ­ντας για το «συνα­πά­ντη­μα Ελλη­νι­σμού-Χρι­στια­νι­σμού» ως θρη­σκεί­ας, αλλά και ευρύ­τε­ρα ως πολι­τι­σμού (κυρί­ως από τον 4ο – 5ο αιώ­να της χρο­νο­λο­γί­ας μας), ότι το συνα­πά­ντη­μα αυτό ήταν εχθρι­κό, «με μανία ρίχτη­καν οι Χρι­στια­νοί ενά­ντια στα μνη­μεία της ειδω­λο­λα­τρί­ας των Ελλή­νων.» Ο Μέγας Βασί­λειος γεφύ­ρω­σε μεν το χάσμα μετα­ξύ Ελλη­νι­σμού και Χρι­στια­νι­σμού, αλλά με στό­χο τη σωτη­ρία των ψυχών και όχι την ελευ­θε­ρία συνεί­δη­σης. Ο συγ­γρα­φέ­ας ο οποί­ος χρη­σι­μο­ποιεί σαν μέθο­δο έρευ­νας τη δια­λε­κτι­κή και με ιδε­ο­λο­γι­κό θεμέ­λιο τον ιστο­ρι­κό υλι­σμό, συν­δέ­ει σε όλο το βιβλίο την εξέ­λι­ξη του ανθρώ­πι­νου στο­χα­σμού με τις εκά­στο­τε υλι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις που άλλα­ζαν εξη­γώ­ντας πώς κάθε φορά οι εκά­στο­τε κυρί­αρ­χοι επι­βάλ­λα­νε τις ιδέ­ες τους με ισχυ­ρό μέσο την παι­δεία, ιδιαί­τε­ρα από την επο­χή που η παι­δεία γινό­ταν προ­σι­τή σε όλο και μεγα­λύ­τε­ρα στρώ­μα­τα του λαού. Έτσι ο συγ­γρα­φέ­ας θα τονί­σει στο υπο­κε­φά­λαιο για την ελλη­νι­κή φιλο­σο­φία, ότι «οι ιστο­ρι­κές συν­θή­κες ώθη­σαν τους Έλλη­νες να επι­ζη­τή­σουν μια λογι­κή κατα­νό­η­ση του κόσμου παρα­με­ρί­ζο­ντας προη­γού­με­νες μυθο­λο­γι­κές από­ψεις» (σελ. 285) και μάλι­στα «πρώ­τα στις αποι­κί­ες των μικρα­σια­τι­κών και νοτιο-ιτα­λι­κών παρα­λί­ων»  Κάνο­ντας, έτσι, «ένα σημα­ντι­κό βήμα προς τη θεμε­λί­ω­ση του επι­στη­μο­νι­κού λόγου και του φιλο­σο­φι­κού στο­χα­σμού.» Ακο­λου­θούν σύντο­μες ανα­σκο­πή­σεις της Μεσαιω­νι­κής Φιλο­σο­φί­ας, όπου η θρη­σκεία έχει «προ­βά­δι­σμα σε σύγκρι­ση ή και σε αντι­δια­στο­λή προς το φιλο­σο­φι­κό λόγο», ενώ το Βυζά­ντιο είναι μεν κλη­ρο­νό­μος της ελλη­νι­κής γλώσ­σας και γραμ­μα­τεί­ας, αλλά με «έντο­νη θρη­σκευ­τι­κή όψη της ζωής». Ακο­λου­θεί και μια σύντο­μη ανα­σκό­πη­ση της φιλο­σο­φί­ας των Αρά­βων, οι οποί­οι δημιούρ­γη­σαν την πρώ­τη μετα­φο­ρά της ελλη­νι­κής φιλο­σο­φί­ας (κυρί­ως της αρι­στο­τε­λι­κής) στη Δυτι­κή Ευρώ­πη δια­μέ­σου της Ιβη­ρι­κής Χερ­σο­νή­σου μετα­φρά­ζο­ντάς τη στα λατι­νι­κά. Υπο­κε­φά­λαιο αφιε­ρώ­νε­ται στην ευρω­παϊ­κή μεσαιω­νι­κή φιλο­σο­φία, μια σύντο­μη ανα­σκό­πη­ση του φιλο­σο­φι­κού-θρη­σκευ­τι­κού στο­χα­σμού του ύστε­ρου Μεσαί­ω­να, όταν είχε αρχί­σει να «σπά­ει» ο σχο­λα­στι­κι­σμός. Και τέλος σχο­λιά­ζει ο συγ­γρα­φέ­ας τη νεό­τε­ρη και τη σύγ­χρο­νη φιλο­σο­φία, καθώς και τη νεο­ελ­λη­νι­κή. Αυτά στο παράρ­τη­μα δίνο­ντας στον ανα­γνώ­στη τη δυνα­τό­τη­τα να επι­λέ­ξει αυτά τα κεί­με­να τη στιγ­μή που τον βολεύ­ει, χωρίς να δια­κό­πτε­ται το κύριο κείμενο.

Η ελεύ­θε­ρη σκέψη/συνείδηση, λοι­πόν, πήρε το πάνω της από την Ανα­γέν­νη­ση, όταν ανέ­βαι­ναν στο προ­σκή­νιο της ιστο­ρί­ας δυνά­μεις οι οποί­ες απαι­τού­σαν τον απε­γκλω­βι­σμό από τον μεσαιω­νι­κό θρη­σκευ­τι­κό σκο­τα­δι­σμό μέχρι να φτά­σου­με στον γαλ­λι­κό Δια­φω­τι­σμό που έβα­λε το αίτη­μα για καθο­λι­κή υπο­χρε­ω­τι­κή παι­δεία με την Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση να επι­βά­λει την υπο­χρε­ω­τι­κή και δωρε­άν εκπαί­δευ­ση για όλους, αλλά υπό κρα­τί­κο έλεγ­χο. Ωστό­σο, τα ευρύ­τε­ρα στρώ­μα­τα του λαού είχαν πολύ δρό­μο ακό­μα για να απο­κτή­σουν αυτό το δικαί­ω­μα. Στο βιβλίο ανα­φέ­ρε­ται το χτυ­πη­τό παρά­δειγ­μα ενός Άγγλου βου­λευ­τή, ο οποί­ος το 1830 απέρ­ρι­ψε το αίτη­μα μιας δωρε­άν παι­δεί­ας στους φτω­χούς που εργά­ζο­νται, για­τί αυτό θα κατέ­στρε­φε την ευτυ­χία τους! Αφού θα μάθαι­ναν να μισούν τη φτώ­χεια τους, θα διά­βα­ζαν ανα­τρε­πτι­κά φυλ­λά­δια και βιβλία επι­κίν­δυ­να και αντι­θρη­σκευ­τι­κά, θα τους έκα­νε ανυ­πά­κο­ους και μαχη­τι­κούς και σε λίγα χρό­νια θα χρειά­ζο­νταν βίαια μέτρα ενα­ντί­ον τους. Ο Φανού­ρης Βώρος δίνει σελί­δες με παρα­δείγ­μα­τα πώς ξανά και ξανά ο λαός ρίχνε­ται έξω από την παι­δεία. Δίνει επί­σης ένα πλού­σιο υλι­κό από διά­φο­ρους συγ­γρα­φείς το οποίο δεί­χνει ότι σε όλη την ανθρώ­πι­νη ιστο­ρία το ίδιο «παι­χνί­δι» παι­ζό­ταν για να συναι­νεί, να μην ανα­πτύσ­σει κρι­τι­κή σκέ­ψη η πλειο­νό­τη­τα των ανθρώ­πων στην κοι­νω­νία. Που δεί­χνει επί­σης πώς καλ­λιερ­γεί­ται η υπα­κουή, η υπο­τα­γή, η πνευ­μα­τι­κή αδρά­νεια από τους εκά­στο­τε κυρί­αρ­χους. Εδώ να επι­ση­μά­νου­με ότι αγα­πη­μέ­νο θέμα του Φανού­ρη Βώρου ήταν η αντι­δια­στο­λή των αδρα­νών ιδε­ών με τις γόνι­μες ιδέ­ες. Ιδέ­ες αδρα­νείς-ιδέ­ες γόνι­μες, άξο­νας τον οποίο ανά­πτυ­ξε σε αρκε­τές εκπο­μπές και γρα­πτά του. Φυσι­κά οι εκά­στο­τε κυρί­αρ­χοι δεν παρέ­λει­ψαν ποτέ να δια­μορ­φώ­σουν μια δια­νοη­τι­κή ελίτ προς εξυ­πη­ρέ­τη­σή τους. Τηρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών αυτό συνε­χί­ζε­ται μέχρι τις μέρες μας με τα ανά­λο­γα μέσα. Το μέσο αλλά­ζει στην ιστο­ρία, πολύ δύσκο­λα το σύστη­μα. Τονί­ζει ο Βώρος, ότι, όταν οι νέοι άνθρω­ποι ως «απο­δέ­κτες ενός εκπαι­δευ­τι­κού συστή­μα­τος, περιο­ρί­ζο­νται σε γνώ­σεις, δεξιό­τη­τες, αξί­ες επι­λεγ­μέ­νες με κρι­τή­ρια άλλων, είναι ευνό­η­το ότι:

  1. Γνω­ρί­ζουν κλά­σμα μόνο της πραγματικότητας.
  2. Και αυτό ιδω­μέ­νο μέσα από το αξιο­λο­γι­κό πρί­σμα άλλων.
  3. Κατά συνέ­πεια, έχουν περιο­ρι­σμέ­νη δυνα­τό­τη­τα κρί­σης και
  4. Ουσια­στι­κά περιο­ρι­σμέ­νη Ελευ­θε­ρία Συνεί­δη­σης, έστω κι αν δεν τους επι­βάλ­λο­νται εξω­τε­ρι­κές δεσμεύ­σεις (σελ. 87).

Με το βιβλίο Η φιλο­σο­φία της εκπαί­δευ­σης ο Φανού­ρης Βώρος παίρ­νει τον ανα­γνώ­στη από το χέρι και τον οδη­γεί στους αιώ­νες που ακο­λού­θη­σαν την Αρχαιό­τη­τα. Παρ’ όλη την κατά και­ρούς οπι­σθο­δρό­μη­ση, η ανα­ζή­τη­ση για γνώ­ση ποτέ δεν στα­μά­τη­σε και με την Ανα­γέν­νη­ση, που δεν ονο­μά­ζε­ται τυχαία έτσι, έφε­ξε μια και­νούρ­για επο­χή με ραγδαία ανά­πτυ­ξη της φιλο­σο­φι­κής και επι­στη­μο­νι­κής σκέ­ψης. Εξη­γεί ο συγ­γρα­φέ­ας, βέβαια, για ποιούς λόγους και ποιοί είχαν ανά­γκη απ’ αυτό το άνοιγ­μα. Η νέα τάξη των κυρί­αρ­χων όμως, η οποία είχε ανά­γκη από επι­στή­μη λόγω της γεω­πο­λι­τι­κής της εξά­πλω­σης στα πέρα­τα της γης, καθώς και της ανά­πτυ­ξης των παρα­γω­γι­κών της δυνά­με­ων, δεν άργη­σε να δια­βλέ­πει τους κιν­δύ­νους μιας ευρύ­τε­ρης μόρ­φω­σης για όλους, όπως προ­έ­κυ­ψε χαρα­κτη­ρι­στι­κά από τα ως άνω λόγια του Άγγλου βουλευτή.

Το βιβλίο Η φιλο­σο­φία της Εκπαί­δευ­σης και η πλου­σιό­τα­τη αρθρο­γρα­φία του Φανού­ρη Βώρου προ­κα­λούν για περισ­σό­τε­ρη ανά­πτυ­ξη για την οποία εδώ δεν έχου­με τα περι­θώ­ρια. Ο Βώρος άφη­σε μια πολύ­τι­μη και επί­και­ρη κλη­ρο­νο­μιά για όσους εκπαι­δευ­τι­κούς-παι­δα­γω­γούς θέλουν να αντα­πο­κρι­θούν στην απο­στο­λή τους να δια­μορ­φώ­σουν ανθρώ­πους με ευθύ­νη, κρι­τι­κή ικα­νό­τη­τα, ανε­ξαρ­τη­σία σκέ­ψης και σεβα­σμό για τους άλλους κι ας σημαί­νει αυτό να πηγαί­νουν κόντρα, με όλες τις συνέ­πειες που έφερ­νε πάντα το εξε­γερ­σια­κό πνεύ­μα, στα κελεύ­σμα­τα ενός κοι­νω­νι­κού συστή­μα­τος που καλ­λιερ­γεί το αντί­θε­το μέσα από την παι­δεία. Επο­μέ­νως να αξιο­ποι­η­θεί το έργο που παρου­σιά­σα­με σήμε­ρα. Αυτό θα είναι ο καλύ­τε­ρος φόρος τιμής στον εκπαι­δευ­τι­κό, το φιλό­λο­γο, τον φιλό­σο­φο, τον ελεύ­θε­ρο στο­χα­στή Φανού­ρη Βώρο.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο