Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Φλεβάρης Februarius _Κουτσοφλέβαρος

Καλό μήνα!

Αχα­νές, θολό μέσα στους αιώ­νες, βυθι­σμέ­νο στη λησμο­νιά, το “τοπίο” των κοι­νών πανελ­λα­δι­κών, αλλά και των τοπι­κών λαϊ­κών παρα­δό­σε­ων του “κου­τσο­φλέ­βα­ρου”, πολύ πριν από τότε που στην Αθή­νας της στέ­ρη­σης “σέρ­ναν τα σκυ­λιά με τα λου­κά­νι­κα”, το γαϊ­τα­νά­κι του Μάσκα­ρα στην Κεφα­λο­νιά, με προ­βά­τι­νες προ­σω­πί­δες, κου­δού­νια και άλλες μασκα­ρί­ες, με σκορ­τσά­μπου­νο κι άλλα όργα­να, λόντρες και χορούς, πει­ρα­κτι­κές παρ­λά­τες, αλλά ολί­γον “Ερω­τό­κρι­το”, με “υπο­κρι­τές” τους κατοί­κους των χωριών. Ανά­λο­γη φιέ­στα σε όλα τα Επτά­νη­σα, οργα­νω­μέ­νη από επι­τρο­πή — ομά­δα κατοί­κων, με συμ­μέ­το­χους όλους τους χωρια­νούς και κορυ­φαίο τον ραβδού­χο (όπως οι ακό­λου­θοι του Διο­νύ­σου) Ματζα­δό­ρο ή Μπου­λού­μπα­ση να αναγ­γέλ­λει την πομπή των προ­σω­πι­δο­φό­ρων, με τη μεγά­λη, αυτο­σχέ­δια, προ­φο­ρι­κή παρά­δο­ση των τοπι­κών θεα­τρι­κών δρώ­με­νων, των λεγό­με­νων Ζακυν­θι­νών Ομι­λιών. Από τα θρα­κι­κά παρά­λια της Προ­πο­ντί­δας, μέχρι τη Μυτι­λή­νη με τις Μου­τσού­νες, τους κου­δου­νά­τους θιά­σους που ελευ­θε­ρο­στο­μού­σαν, αλλά έπαι­ζαν και σκη­νές του “Ερω­τό­κρι­του”, της “Θυσί­ας του Αβρα­άμ” και άλλων δραμάτων.

Τρα­νή παρά­δο­ση είχε ο θεα­τρό­μορ­φος Βλά­χι­κος Γάμος σε Θήβα, Κοριν­θία, Μαρα­θώ­να Αττι­κής. Εθι­μο που εμπλού­τι­ζε τις “ρίζες” του στα θρα­κι­κά απο­κριά­τι­κα έθι­μα — σύμ­βο­λα της γονι­μό­τη­τας (ο ραβδού­χος Καλό­γε­ρος — από­γο­νος “ιερέα” του Διο­νύ­σου κι αυτός) κι έβα­ζε και “πρό­σω­πα” της νεό­τε­ρης ζωής (Κού­κε­ροι, Μπέ­ης, Αρά­πη­δες, κ.ά). Διο­νυ­σια­κά “τα εξ αμά­ξης” έσουρ­ναν στη Σκύ­ρο, οι Νυφά­δες, ο Γέρος και η Κορέ­λας, όπως και στην Αργο­λί­δα και σε άλλες περιο­χές. Ο χορός και το τρα­γού­δι της Κοκά­λας είχαν ιδιαί­τε­ρη παρά­δο­ση σε Αττι­κή, Θεσ­σα­λία και αλλού: “Εστει­λα τον άντρα μου/ να πάρει κρέ­ας και του δώσαν μια κοκά­λα / και τη βάζω στην τσου­κά­λα. / Τήνε βρά­ζω και δε βρά­ζει / πέντε μέρες τήνε βρά­ζω / στις οκτώ την κατε­βά­ζω. / Να και ‘μούρ­χε­ται ένας φίλος/ της γει­τό­νισ­σας ο σκύλος/ και μ’ αρπά­ζει την κοκά­λα / και μ’ αφή­νει την τσου­κά­λα”. Στη Σίφ­νο, μετα­ξύ άλλων πει­ραγ­μά­των, λέγα­νε και τα Ξίκο­λα τρα­γού­δια. Λ.χ., “Κου­τσός στον κάμπο έτρε­χε / να φτά­σει καβα­λά­ρη / κι ο καβα­λά­ρης τού­λε­γε / να ζήσεις παλι­κά­ρι /. Στρα­βός βελό­να γύρευε / μέσα στον αχυ­ρώ­να / κι ένας κου­φός του έλε­γε / την άκου­σα που βρό­ντα”. Στη Χίο οι άντρες χορεύ­α­νε την αστεία σε κινή­σεις Μόστρα και οι γυναί­κες περί­με­ναν τις Καρ­κα­λού­ες, τους μεταμ­φιε­σμέ­νους σε γυναί­κες άντρες. Στη Μύκο­νο οι γυρο­λό­γοι γύφτοι, αλλά όχι μόνο, χόρευαν το γαϊ­τα­νά­κι, ενώ άλλοι μεταμ­φιε­σμέ­νοι την Καμή­λα. Στη Νάου­σα οργί­α­ζαν οι Μπού­λες κι οι Γενί­τσα­ροι. Στο Σοχό Θεσ­σα­λο­νί­κης, οι Τρά­γοι (μεταμ­φιε­σμέ­νοι άντρες). Στη Σύρο οι άντρες ντυ­μέ­νοι Ζεϊ­μπέκ διά­βαι­ναν τις γει­το­νιές τρα­γου­δώ­ντας και παί­ζο­ντας λατέρνα.

Στη Μακεδονία,οι πρό­σφυ­γες της Ανα­το­λι­κής Ρωμυ­λί­ας έφε­ραν το έθι­μο του Κωστια­νού Καλό­γε­ρου (“δαί­μων” της βλά­στη­σης). Οι χωρια­νοί συνα­γω­νί­ζο­νταν ποιος θα τον παρα­στή­σει πιο καλά, όπως και τα άλλα πρό­σω­πα: Βασι­λές, Βασί­λισ­σα, Βασι­λό­που­λο, Κορί­τσα, Ζευ­γο­λά­της, Σιδε­ράς, Ψωμάς, Δαμα­λά­κια — παλι­κά­ρια που σέρ­νουν το άρο­τρο για την ιερή γονι­μο­ποί­η­ση της γης. Κι όλα αυτά με ντα­ού­λια, λύρες κι άλλα όργα­να, με νερο­κο­λο­κύ­θες — μάσκες, σατι­ρι­κά στι­χά­κια, χορό, και φαγο­πό­τι. Στην Κοζά­νη από το 1650 καθιε­ρώ­θη­καν το Δωδε­κα­ή­με­ρο των Χρι­στου­γέν­νων τα Ρογκα­τζιά­ρια, που παραλ­λαγ­μέ­να τα κατο­πι­νά χρό­νια μετα­τέ­θη­καν το Φλε­βά­ρη. Στη Θρά­κη είχαν θεα­τρι­κά δρώ­με­να με τον Καλόγερο,τον Κού­κε­ρο (ή Χού­χου­το), τον Στα­χτά, τον Κιοκ­μπέη, τους Πιτε­ρά­δες. Στις Μυκή­νες παρα­σταί­ναν μετα­ξύ άλλων τον Πεθαμένο,τη νεκρώ­σι­μη ακο­λου­θία και ταφή του: “Στον τάφο σου μπεκρή/ τρέ­χει κρασάκι/ όπου έπι­νες πολύ/ με την τέσα τη γεμά­τη”. Μια οργια­στι­κή παρω­δία της αέναης νεκρα­νά­στα­σης της ζωής.

Ο δεύ­τε­ρος Χει­μω­νιά­τι­κος μήνας κατά το Γρη­γο­ρια­νό ημε­ρο­λό­γιο είναι ο κου­τσός Φεβρουά­ριος ή Φλε­βά­ρης, ο Κου­τσο­φλέ­βα­ρος, με 28 ημέ­ρες στα κοι­νά έτη και 29 στα δίσε­κτα, κάθε τέσ­σε­ρα χρό­νια (χρο­νο­λο­γί­ες που διαι­ρού­νται ακρι­βώς με το 4, όπως 2008, 2012, 2016 κλπ.). Στα λατι­νι­κά η λέξη _februarius, προ­έρ­χε­ται από το ουσια­στι­κό februum, που σημαί­νει καθαρ­μός, κάθαρ­ση, λόγω των θρη­σκευ­τι­κών εορ­τών εξα­γνι­σμού και καθαρ­μού (Februa ή Februatio) που τελού­νταν στη Ρώμη στη διάρ­κεια του μήνα.

Ο Φλε­βά­ρης προ­έρ­χε­ται από τις «φλέ­βες», δλδ τα υπό­γεια νερά που ανα­βλύ­ζουν στη διάρ­κειά του από τις πολ­λές βρο­χές, ενώ η γιορ­τή του Τρύ­φω­να (για του πιστεύ­ο­ντες χρι­στια­νούς) την 1η του μήνα του έδω­σε και το όνο­μα «Αϊ-Τρύ­φω­νας»

Μακρόνησος:
ο αιμάτινος Φλεβάρης του 1948

76 ολό­κλη­ρα χρό­νια από τα τρα­γι­κά αιμά­τι­να γεγο­νό­τα που δια­δρα­μα­τί­στη­καν στην “κολυ­μπή­θρα του Σιλω­άμ”, όπως βάφτι­σε ο Π. Κανελ­λό­που­λος το κολα­στή­ριο της Μακρο­νή­σου, και όμως είναι αδύ­να­το να σβή­σουν από τη μνή­μη μας… Μετά τη Συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας, ένα ακό­μη τρο­με­ρό γεγο­νός περί­με­νε αυτούς που πήραν μέρος στην ΕΑΜι­κή Εθνι­κή Αντί­στα­ση: τους στεί­λα­νε σε διά­φο­ρα στρα­τό­πε­δα — “ανα­μορ­φω­τή­ρια”, με απο­κο­ρύ­φω­μα το κάτερ­γο της Μακρο­νή­σου. Διοι­κη­τής του πρώ­του τάγ­μα­τος (ΑΕΤΟ) του στρα­το­πέ­δου το Φλε­βά­ρη του 1948, ήταν ο συνταγ­μα­τάρ­χης Γεώρ­γιος Κων­στα­ντό­που­λος, ο οποί­ος αρνή­θη­κε να παί­ξει τον ρόλο του “ανα­μορ­φω­τή” που του επέ­βα­λαν, εφό­σον στο τάγ­μα αυτό ήταν όλοι οι “αμε­τα­νό­η­τοι” και ήθε­λαν πάση θυσία να τους σπά­σουν το ηθι­κό. Έτσι έφε­ραν άλλο Διοι­κη­τή τον ταγ­μα­τάρ­χη Καρα­μπέ­κιο, ο οποί­ος αφό­πλι­σε από την πρώ­τη μέρα τους Αλφα­μί­τες, λέγο­ντάς τους πως οι κρα­τού­με­νοι εδώ είναι άοπλοι και ακίν­δυ­νοι και όποιος θέλει να πολε­μή­σει να πάει στο μέτω­πο (είχε ξεκι­νή­σει ο εμφύ­λιος). Όμως, μετά από τρεις μέρες τον μετέ­θε­σαν στο δεύ­τε­ρο τάγ­μα του στρα­το­πέ­δου (ΒΕΤΟ) και τη διοί­κη­ση ανέ­λα­βε ο υπο­λο­χα­γός Σαλ­βα­ράς, ο οποί­ος την Κυρια­κή 29 Φλε­βά­ρη μάζε­ψε τους κρα­τού­με­νους στο θέα­τρο για… εκκλη­σια­σμό και εκεί άρχι­σε το κρο­τά­λι­σμα του πολυ­βό­λου από το πολυ­βο­λείο του Διοι­κη­τη­ρί­ου. Εκεί­νη την ημέ­ρα μετρή­σα­με 17 νεκρούς. Τους πολ­λούς τραυ­μα­τί­ες, οι για­τροί, έκα­ναν ό,τι μπο­ρού­σαν για να τους σώσουν. Κηρύ­χτη­κε απερ­γία πεί­νας και η σημαία του τάγ­μα­τος κυμά­τι­ζε μεσί­στια. Ο Καρα­μπέ­κιος κάλε­σε μια επι­τρο­πή από 5 στρα­τιώ­τες για να κατα­θέ­σουν για ό,τι έγι­νε και να κατα­λο­γι­στούν ευθύ­νες και ορκί­στη­κε στη στρα­τιω­τι­κή του τιμή πως οι 5 της επι­τρο­πής δε θα πάθουν τίπο­τα. Ομως, κλή­θη­κε στο Λαύ­ριο και τέθη­κε υπό περιο­ρι­σμό, ενώ οι 5, πέρα­σαν στρατοδικείο.

Την άλλη μέρα ο συνταγ­μα­τάρ­χης Μπαϊ­ρα­κτά­ρης με τηλε­βόα μάς διέ­τα­ζε να απο­μο­νώ­θούν οι καθο­δη­γη­τές και “όσοι είναι Ελλη­νες να πάνε στον 7ο λόχο”. Κανείς δεν κινή­θη­κε, όλοι μεί­να­νε μέσα στις σκη­νές και τότε έδω­σε δια­τα­γή, να βαρέ­σουν στο ψαχνό. Άρχι­σε ένα παν­δαι­μό­νιο πυρο­βο­λι­σμών, μπαί­να­νε μέσα στις σκη­νές με τα αυτό­μα­τα, πυρο­βο­λού­σαν …πολ­λοί …πολ­λοί νεκροί _Βγήκαν από τις σκη­νές, συμ­πτύ­χτη­καν στα βρά­χια ψάλ­λο­ντας τον Εθνι­κό Ύμνο.

           🎶🎶 Ο “μουσικός” _Άγιος_ Φεβρουάριος

Στα εννια­κό­σια δεκαοχτώ
από την Μικράν Ασία
μου ’στει­λες κάρ­τες με στρατό
και με την Αγιά Σοφία.

Κι αυτό για κεί­νον τον καιρό.
Μα από τότε μέχρι εδώ
σπί­τι μεί­να­με μόνο δυο:
ο Άγιος Φεβρουά­ριος κι εγώ.

Πρό­σφυ­γα σ’ έρι­ξαν εδώ
κι ο χάρος έξι βήματα,
στα χρό­νια που ’ρθα να σε δω
μέσα στα παραπήγματα.

Κι αυτά συμ­βαί­νουν στον καιρό.
Μα από τότε μέχρι εδώ
σπί­τι μεί­να­με μόνο δυο:
ο Άγιος Φεβρουά­ριος κι εγώ.
Στί­χοι: Μάνος Ελευ­θε­ρί­ουΔήμος Μού­τσης
Μου­σι­κή: Δήμος Μού­τσης _
Ερμη­νεία: Δημή­τρης Μητρο­πά­νος & Πετρή Σαλ­πέα

Το 1971 ο Δημή­τρης Μητρο­πά­νος, μετά από μια περί­ο­δο με ηχο­γρα­φή­σεις σε 45άρια, κάποιες από τις οποί­ες κυκλο­φο­ρούν και στον πρώ­το προ­σω­πι­κό δίσκο με τίτλο το όνο­μά του, παρου­σιά­ζε­ται στο στρα­τό,  σε μονά­δα χαρα­κτη­ρι­σμέ­νων κομ­μου­νι­στών (αρι­στε­ρών, αφού το οικο­γε­νεια­κό του παρελ­θόν και η παρου­σία του στους Λαμπρά­κη­δες ήταν γνω­στά στο χου­ντι­κό καθε­στώς. Το Δεκέμ­βρη εκεί­νης της χρο­νιάς τον καλεί ο Δήμος Μού­τσης για να ηχο­γρα­φή­σει έναν κύκλο τρα­γου­διών με στί­χους του Μάνου Ελευ­θε­ρί­ου, τον “Άγιο Φεβρουά­ριο”, πλέ­ον “κλασ­σι­κό” της δισκο­γρα­φί­ας και με τη μεσο­λά­βη­ση του Γιώρ­γου Κατσα­ρού, πήρε άδεια από το στρα­τό και ηχο­γρά­φη­σε τα τρα­γού­δια. Μαζί με το Δημή­τρη Μητρο­πά­νο συμ­με­τέ­χει και μια νέα τρα­γου­δί­στρια, με ιδιαί­τε­ρο χρώ­μα στη φωνή της, η Πετρή Σαλ­πέα, η οποία έκα­νε και τις δεύ­τε­ρες φωνές, ενώ τις αντρι­κές δεύ­τε­ρες στη Σαλ­πέα έκα­νε ο , ο κιθα­ρί­στας Μάριος Κώστο­γλου. Καθο­ρι­στι­κό για την ραγδαία άνο­δο των πωλή­σε­ων του “Άγιου Φεβρουά­ριου”, ήταν ένα άρθρο του Δημή­τρη Ψαθά, στην πρώ­τη σελί­δα της εφη­με­ρί­δας “Τα Νέα” το 1973, όπου με αφορ­μή την υπό­θε­ση Κοεμ­τζή, ο Ψαθάς ανέ­φε­ρε το “Ο χάρος βγή­κε παγα­νιά” ως “τρα­γού­δι προ­τρέ­πον εις εγκλή­μα­τα”, με απο­τέ­λε­σμα ο κόσμος να αρχί­σει να ψάχνει το συγκε­κρι­μέ­νο. Ο Ψαθάς έγρα­ψε για το “Ο χάρος βγή­κε παγα­νιά”, ο Καρου­σά­κης όμως στην βιο­γρα­φία του ανα­φέ­ρει πως το μοι­ραίο τρα­γού­δι ήταν οι “Βερ­γού­λες” του Μάρκου

Η εισα­γω­γή του δίσκου γίνε­ται μέσα σε pop-rock κλί­μα, με επιρ­ρο­ές από το “Jesus Christ Superstar” του Andrew Lloyd Webber και με ένα “μπέρ­δε­μα” από τις μελω­δί­ες του “Στα­μά­τη Κομνη­νού” και του “Άλλος για Χίο τρά­βη­ξε”. Όπως ανα­φέ­ρε­ται στο ένθε­το της επα­νέκ­δο­σης του δίσκου … “Οι στί­χοι των τρα­γου­διών γρά­φτη­καν την περί­ο­δο 1968–70 στα πλαί­σια μιας γενι­κό­τε­ρης ενα­σχό­λη­σης-έρευ­νας του στι­χουρ­γού για υλι­κό (καρτ-ποστάλς, φωτο­γρα­φί­ες, κεί­με­να) της Σμύρ­νης. Ήταν συνέ­χεια των δια­βα­σμά­των του, γύρω από τη Μικρα­σια­τι­κή εκστρα­τεία και τη ζωή του Ελλη­νι­σμού της Σμύρ­νης. Επε­λέ­γη­σαν για το δίσκο εννέα από τα τριά­ντα περί­που τρα­γού­δια που γρά­φτη­καν αρχι­κά με ανά­λο­γες αναφορές”.

  • Εισα­γω­γή (Ορχή­στρα)
  • Άγιος Φεβρουά­ριος (Πετρή Σαλπέα)
  • Άλλος για Χίο τρά­βη­ξε (Δημή­τρης Μητροπάνος)
  • Το σπί­τι στην ανη­φο­ριά (Πετρή Σαλπέα)
  • Ο χάρος βγή­κε παγα­νιά (Δημή­τρης Μητροπάνος)
  • Στη Σμύρ­νη και στo Αϊβα­λί (Δημή­τρης Μητρο­πά­νος — Πετρή Σαλπέα)
  • Στα­μά­της Κομνη­νός (Δημή­τρης Μητροπάνος)
  • Κι αν φταί­ει κανείς (Πετρή Σαλπέα)
  • Το κομο­δί­νο (Πετρή Σαλπέα)
  • Η σού­στα πήγαι­νε μπρο­στά (Δημή­τρης Μητροπάνος)
  • Άγιος Φεβρουά­ριος — Φινά­λε (Πετρή Σαλπέα)
    (αυτά για την ιστορία).

             Φλεβάρης & bis sextus

Ηλι­κί­ας 2.100 χρό­νων ο “κου­τσός” με προ­σθή­κη μιας επί πλέ­ον ημέ­ρας των δίσε­κτων ετών  το 44 πΧ. όταν ο Ιού­λιος Καί­σαρ άλλα­ξε το ρωμαϊ­κό ημε­ρο­λό­γιο με τη βοή­θεια του Έλλη­να αστρο­νό­μου Σωσι­γέ­νη από την Αλε­ξάν­δρεια. Ο Σωσι­γέ­νης, βασι­σμέ­νος στους υπο­λο­γι­σμούς του πατέ­ρα της αστρο­νο­μί­ας Ίππαρ­χου (ο οποί­ος έναν αιώ­να νωρί­τε­ρα είχε προσ­διο­ρί­σει ότι το ηλια­κό ή τρο­πι­κό έτος έχει διάρ­κεια ίση με 365,242… ημέ­ρες), θέσπι­σε ένα ημε­ρο­λό­γιο του οποί­ου τα έτη είχαν 365 ημέ­ρες, ενώ σε κάθε τέταρ­το έτος πρό­σθε­ταν ακό­μη μία ημέ­ρα, μετά την «έκτη προ των καλεν­δών του Μαρ­τί­ου», που ονο­μα­ζό­ταν «bis sextus». Έτσι η ημέ­ρα αυτή, επει­δή μετριό­ταν δύο φορές, ονο­μά­ζε­ται ακό­μη και σήμε­ρα «δις έκτη» και το έτος που την περιέ­χει «δίσε­κτο».

Η παρα­νό­η­ση του λαού ότι τα δίσε­κτα έτη είναι «γρου­σού­ζι­κα» («κι αν έρθουν χρό­νια δίσε­χτα και μήνες οργι­σμέ­νοι» όπως λέει το δημο­τι­κό τρα­γού­δι) ίσως να προ­έρ­χε­ται από τη λαν­θα­σμέ­νη αντί­λη­ψη της ετυ­μο­λο­γί­ας και της ορθο­γρα­φί­ας του πρώ­του συν­θε­τι­κού της λέξης «δίσε­κτο». Δηλα­δή αντί του σωστού «δις» (που σημαί­νει δύο φορές) να εννο­εί­ται λαν­θα­σμέ­να το αχώ­ρι­στο προ­θε­μα­τι­κό μόριο «δυς» που έχει την έννοια της δυστυ­χί­ας, «της δυσκο­λί­ας, της κακής κατα­στά­σε­ως ή του απευ­κταί­ου απο­τε­λέ­σμα­τος». Αρχι­κά, πάντως, ο Φεβρουά­ριος είχε 29 ημέ­ρες στα κοι­νά και 30 ημέ­ρες στα δίσε­κτα έτη, το 4 π.Χ. όμως ο αυτο­κρά­το­ρας Οκτα­βια­νός Αύγου­στος που αφαί­ρε­σε μία ημέ­ρα, την οποία πρό­σθε­σε στο μήνα Αύγου­στο που έφε­ρε το όνο­μά του.

Επι­στη­μο­νι­κά το γεγο­νός ότι ο μήνας Φεβρουά­ριος έχει 28 ημέ­ρες και στα δίσε­κτα έτη έχει 29 ημέ­ρες είναι απο­λύ­τως σαφές. Έχει να κάνει με την ταχύ­τη­τα περι­στρο­φής της Γης. Κατά την Ιου­ρα­σι­κή περί­ο­δο (τότε που οι δει­νό­σαυ­ροι κυριαρ­χού­σαν στη Γη, πριν από 145 εκα­τομ­μύ­ρια χρό­νια), ο πλα­νή­της μας έκα­νε μια πλή­ρη περι­στρο­φή σε σχέ­ση με τον άξο­νά της σε 22 ώρες αντί σε 24 που είναι σήμε­ρα. Το ότι με την πάρο­δο των χιλιε­τη­ρί­δων φτά­σα­με στο γεγο­νός του 24ώρου οφεί­λε­ται στις παλιρ­ροϊ­κές δυνά­μεις που ασκού­νται στους ωκε­α­νούς της Γης από τη Σελή­νη και τον Ήλιο κατά πρώ­το λόγο και τους υπό­λοι­πους πλα­νή­τες κατά δεύ­τε­ρο λόγο. Η παλίρ­ροια των ωκε­α­νών λει­τουρ­γεί σαν ένα κολοσ­σιαίο σφυ­ρί. Με την περι­στρο­φή της Γης, οι φου­σκω­μέ­νοι ωκε­α­νοί λόγω των παλιρ­ροϊ­κών δυνά­με­ων συγκρού­ο­νται συνε­χώς με την ξηρά (για την ακρί­βεια με τα στέ­ρεα τμή­μα­τα του φλοιού της γης) και αυτό σιγά σιγά φρε­νά­ρει λίγο λίγο την ιδιο­πε­ρι­στρο­φή της Γης.

Αν πάμε λίγο παρα­κά­τω, ο γήι­νος χρό­νος (εννο­ού­με την αίσθη­ση του έτους όπως την εννο­ού­με ημε­ρο­λο­για­κά εδώ στον πλα­νή­τη Γη) δεν είναι ακρι­βώς 365 ημέ­ρες όπως έχει επι­κρα­τή­σει με την παγιω­μέ­νη πεποί­θη­ση. Για την ακρί­βεια το ημε­ρο­λο­για­κό έτος είναι 365 ημέ­ρες και 6 ώρες. Αυτές τις πλε­ο­νά­ζου­σες 6 ώρες τις αθροί­ζου­με κάθε 4 χρό­νια και τις κάνου­με μια ολό­κλη­ρη ημέ­ρα στο τέλος του μήνα Φεβρουα­ρί­ου, κάνο­ντας το συγκε­κρι­μέ­νο έτος δίσε­κτο. Με τον τρό­πο αυτό, επι­τυγ­χά­νε­ται μια στα­θε­ρή αίσθη­ση της ροής του χρό­νου με τις 4 επο­χές του έτους να συμπί­πτουν και ημε­ρο­λο­για­κά μετα­ξύ τους.

Ο Φεβρουά­ριος έγι­νε Φεβρά­ρης _Φρεβάρης _Φλεβάρης παρε­τυ­μο­λο­γού­με­νος από τη λέξη φλέ­βα. Στον Τύρ­να­βο δικαιο­λο­γούν το όνο­μα του μήνα με το ότι τότε “ανοί­γν οι φλέ­βις απ’ τη γης κι φέρ­νουν τα πηγά­δια νιρό” και στην Κρή­τη ‑όπου λέγε­ται και Φλε­γά­ρης για΄τι ανοί­γει τις φλέ­γες του νερού. Δημο­τι­κά τρα­γού­δια έχουν στί­χο τους Φλε­βά­ρη φλέ­βες άνοι­ξες. Παρ’ όλα αυτά ο Φεβρουά­ριος με τις ανθι­σμέ­νες μυγδα­λιές είναι επί­σης και προ­πο­μπός της άνοι­ξης, όπως μας λέει και η παροι­μία: “Ο Φλε­βά­ρης κι αν φλε­βί­σει, καλο­καί­ρι θα μυρί­σει”. Και μαζί με την οργιά­ζου­σα φύση έρχο­νται και οι οργια­στι­κές τελε­τουρ­γί­ες της Απο­κριάς. Όπως ανα­φέ­ρει ο πολυ­γρα­φό­τα­τος Χρι­στό­φο­ρος Μηλιώ­νης: “Κύριο χαρα­κτη­ρι­στι­κό των εορ­τών αυτών είναι η μεταμ­φί­ε­ση (μασκα­ρά­δες, καρ­να­βά­λια), το γλέ­ντι, οι βωμο­λο­χί­ες και τα σκώμ­μα­τα, που σκο­πό έχουν να ξυπνή­σουν τις δυνά­μεις της γονι­μό­τη­τας. Αρχί­ζουν με το Τριώ­διο, κορυ­φώ­νο­νται τις Απο­κριές (την Κυρια­κή της Κρε­ο­φά­γου και, κυρί­ως, της Τυρι­νής) και τερ­μα­τί­ζο­νται την Καθα­ρή Δευ­τέ­ρα, με έξο­δο στο ύπαι­θρο, με φαγο­πό­τι και “σαρα­κο­στια­νά” (λαγά­νες, δηλα­δή άζυ­μα, παστά ψάρια, ταρα­μά, τουρ­σιά, φρέ­σκα κρεμ­μυ­δά­κια και σκόρ­δα), με χορούς και χαρ­τα­ε­τούς». Στα Ψυχο­σάβ­βα­τα οι ψυχές κάθο­νται επά­νω στα δέντρα και τα βλα­στά­ρια του αμπε­λιού, γι’ αυτό δεν κόβουν ως τότε βλα­στά­ρια, μήπως πέσουν οι ψυχές που είναι καθι­σμέ­νες επά­νω σε αυτά και κλά­ψουν. Σύμ­φω­να με τον Γεώρ­γιο Δημη­τρο­κάλ­λη, «τού­το το κάθι­σμα των ψυχών πάνω στα δέντρα έχει ρίζες προ­χρι­στια­νι­κές, κι έχου­με παρα­στά­σεις αρχαί­ες, κι ακό­μα και χρι­στια­νι­κές, κι ας μην το ‘χει στις διδα­χές του ο χρι­στια­νι­σμός. Αυτό για­τί αυτές οι δοξα­σί­ες είναι πανάρ­χαιες και οικου­με­νι­κές, απο­κα­λούν μάλι­στα των φύλ­λων του δάσους το θρόι­σμα, ψυχο­θρόι­σμα, μουρ­μού­ρι­σμα των ψυχών”.

Και μετά Καθα­ρά Δευ­τέ­ρα, παρ’ όλα τα νηστί­σι­μα φαγη­τά της, δεν είναι παρά “μία προ­έ­κτα­ση της απο­κριά­τι­κης περιό­δου, με κύρια στοι­χεία την αθυ­ρο­στο­μία, τα αλλη­λο­πει­ράγ­μα­τα, τα σκώμ­μα­τα, τη σάτι­ρα, που σε κανέ­ναν δεν προ­κα­λούν ενό­χλη­ση, αλλά, αντί­θε­τα, όλοι τα επι­διώ­κουν, για το καλό”,…”Επέρασε η Απο­κριά με λύρες με παιχνίδια/ και μπή­κε η Σαρα­κο­στή μ’ ελιές και με κρομ­μύ­δια” “Τ’ ακού­τε τι παράγ­γει­λε η Καθα­ρή Δευ­τέ­ρα; / Πεθαίν’ ο Κρέ­ας, πέθα­νε, ψυχο­μα­χά­ει ο Τύρος / σηκώ­νει ο Πρά­σος την ουρά κι ο Κρέμ­μυ­δος τα γένεια / Μπα­λώ­στε τα σακού­λια σας, τρο­χί­στε τα λεπί­δια / στον τρα­νό τον πλά­τα­νο να μάσου­με Στε­κού­λα”.

Γιορτές και πανηγύρια

Οι κραι­πά­λες όμως της Απο­κριάς εξα­γνί­ζο­νται με τα Συμό­γιορ­τα, ένα τρι­ή­με­ρο αφιε­ρω­μέ­νο σε τρεις αγί­ους: τον Αϊ-Τρύ­φω­να την 1η, την Υπα­πα­ντή στις 2 και του Αϊ-Συμιού (Αγί­ου Συμε­ών) στις 3 του μήνα. Σύμ­φω­να με τη λαϊ­κή παρά­δο­ση, ο και­ρός την ημέ­ρα της Υπα­πα­ντής μπο­ρεί να βοη­θή­σει στην “πρό­βλε­ψη” των μετα­βο­λών του και­ρού που θα ακο­λου­θή­σει: “Καλο­και­ρία της Παπα­ντής, μαρ­τιά­τι­κος χει­μώ­νας” και “Ό,τι και­ρός κάμει στη Παπα­ντής, θα τον κάμει σαρά­ντα μέρες”. Τον Φεβρουά­ριο γιορ­τά­ζει επί­σης και ο Άγιος Χαρά­λα­μπος (στις 10 του μήνα), ο οποί­ος θεω­ρεί­ται ότι προ­στα­τεύ­ει από την πανώ­λη, ενώ στις 19 γιορ­τά­ζει η Αγία Φιλο­θέη η Αθη­ναία. Ο ρωμαϊ­κός μήνας Februarius πήρε το όνο­μά του από τον λατι­νι­κό όρο februum, που σημαί­νει «κάθαρ­ση», μέσω του τελε­τουρ­γι­κού εξα­γνι­σμού Februa που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στις 15 Φεβρουα­ρί­ου (παν­σέ­λη­νος) στο παλιό σελη­νια­κό ρωμαϊ­κό ημε­ρο­λό­γιο. Ο Ιανουά­ριος και ο Φεβρουά­ριος ήταν οι δύο τελευ­ταί­οι μήνες που προ­στέ­θη­καν στο ρωμαϊ­κό ημε­ρο­λό­γιο, αφού οι Ρωμαί­οι αρχι­κά θεω­ρού­σαν τον χει­μώ­να περί­ο­δο χωρίς μήνες _Προστέθηκαν από τον Numa Pompilius περί­που το 713 πΧ. Ο Φεβρουά­ριος παρέ­μει­νε ο τελευ­ταί­ος μήνας του ημε­ρο­λο­για­κού έτους μέχρι την επο­χή των ντε­κεμ­βίρ (περί­που 450 π.Χ.), οπό­τε έγι­νε ο δεύ­τε­ρος μήνας. Σε ορι­σμέ­νες χρο­νι­κές στιγ­μές ο Φεβρουά­ριος περι­κό­πη­κε σε 23 ή 24 ημέ­ρες και περι­στα­σια­κά εισή­χθη ένας ενδιά­με­σος μήνας 27 ημε­ρών, ο Intercalaris, αμέ­σως μετά τον Φεβρουά­ριο για να ευθυ­γραμ­μι­στεί εκ νέου το έτος με τις επο­χές. Οι εορ­τές του Φεβρουα­ρί­ου στην Αρχαία Ρώμη περι­λάμ­βα­ναν Amburbium (άγνω­στη ακρι­βής ημε­ρο­μη­νία), Sementivae (2 Φεβρουα­ρί­ου), Februa (13–15 Φεβρουα­ρί­ου), Lupercalia (13–15 Φεβρουα­ρί­ου), Parentalia (13–22 Φεβρουα­ρί­ου), Quirinalia (17 Φεβρουα­ρί­ου), (21 Φεβρουα­ρί­ου), Caristia (22 Φεβρουα­ρί­ου), Terminalia (23 Φεβρουα­ρί­ου), Regifugium (24 Φεβρουα­ρί­ου) και Agonium Martiale (27 Φεβρουα­ρί­ου). Αυτές οι μέρες δεν αντι­στοι­χούν στο σύγ­χρο­νο Γρη­γο­ρια­νό ημερολόγιο.

Σύμ­φω­να με τις μεταρ­ρυθ­μί­σεις που καθιέ­ρω­σαν το Ιου­λια­νό ημε­ρο­λό­γιο, το Intercalaris καταρ­γή­θη­κε, τα δίσε­κτα έτη συνέ­βαι­ναν τακτι­κά κάθε τέταρ­το έτος και στα δίσε­κτα έτη ο Φεβρουά­ριος απέ­κτη­σε 29η ημέ­ρα. Στη συνέ­χεια, παρέ­μει­νε ο δεύ­τε­ρος μήνας του ημε­ρο­λο­για­κού έτους, δηλα­δή η σει­ρά με την οποία εμφα­νί­ζο­νται οι μήνες (Ιανουά­ριος, Φεβρουά­ριος, Μάρ­τιος, …, Δεκέμ­βριος) μέσα σε ένα ημε­ρο­λό­γιο με μια ματιά. Ακό­μη και κατά τη διάρ­κεια του Μεσαί­ω­να, όταν το αριθ­μη­μέ­νο έτος Anno Domini άρχι­ζε στις 25 Μαρ­τί­ου ή στις 25 Δεκεμ­βρί­ου, ο δεύ­τε­ρος μήνας ήταν ο Φεβρουά­ριος όπο­τε και οι δώδε­κα μήνες εμφα­νί­ζο­νταν με τη σει­ρά. Οι μεταρ­ρυθ­μί­σεις του Γρη­γο­ρια­νού ημε­ρο­λο­γί­ου έκα­ναν μικρές αλλα­γές στο σύστη­μα για τον προσ­διο­ρι­σμό των ετών που ήταν δίσε­κτα, αλλά περιεί­χαν επί­σης και τον Φεβρουά­ριο 29 ημερών.

Οι ιστο­ρι­κές ονο­μα­σί­ες για τον Φεβρουά­ριο περι­λαμ­βά­νουν τους παλιούς αγγλι­κούς όρους Solmonath (μήνας λάσπης) και Kale-monath (ονο­μά­ζε­ται για λάχα­νο) καθώς και τον χαρα­κτη­ρι­σμό Hornung του Καρ­λο­μά­γνου. Στα φιν­λαν­δι­κά, ο μήνας ονο­μά­ζε­ται helmikuu, που σημαί­νει «μήνας του μαρ­γα­ρι­τα­ριού». όταν το χιό­νι λιώ­νει σε κλα­διά δέντρων, σχη­μα­τί­ζει στα­γο­νί­δια και καθώς παγώ­νουν ξανά, είναι σαν μαρ­γα­ρι­τά­ρια πάγου. Στα πολω­νι­κά και στα ουκρα­νι­κά, αντί­στοι­χα, ο μήνας ονο­μά­ζε­ται luty ή лютий (lyutiy), που σημαί­νει ο μήνας του πάγου ή του σκλη­ρού παγε­τού. Στα μακε­δο­νι­κά ο μήνας είναι sechko (сечко), που σημαί­νει μήνας κοπής (ξύλου). Στα Τσε­χι­κά, ονο­μά­ζε­ται únor, που σημαί­νει μήνας βύθι­σης (του πάγου του ποταμού).

Με πληροφορίες

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο