Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χάινριχ Χάινε, ο κομμουνιστής ποιητής της επαναστατικής αισιοδοξίας

 

Ο Χάιν­ριχ Χάι­νε, από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους δημιουρ­γούς και δια­νοη­τές του ευρω­παϊ­κού 19ου αιώ­να, γιος Εβραί­ων του Ντύ­σελ­ντορφ, γεν­νή­θη­κε στις 13/12/1797.

Στα Γράμ­μα­τα εμφα­νί­στη­κε με το περί­φη­μο “Βιβλίο των Τρα­γου­διών” (1827), για να ασχο­λη­θεί με όλα τα είδη του λόγου, και του καυ­στι­κά πολι­τι­κού — δημο­σιο­γρα­φι­κού, καθώς είχε ενστερ­νι­στεί τις ιδέ­ες και τον αγώ­να του Μαρξ, γρά­φο­ντας και στην εφη­με­ρί­δα του.

Ο Χάι­νε παρα­κο­λού­θη­σε τις δια­λέ­ξεις του Χέγκελ και επη­ρε­ά­στη­κε από τη δια­λε­κτι­κή. Στα πρώ­τα ποι­η­τι­κά του έργα, προ­σπα­θεί να παντρέ­ψει τα γερ­μα­νι­κά λαϊ­κά τρα­γού­δια με τις σύγ­χρο­νες επα­να­στα­τι­κές ιδέ­ες, όπως τις εμπνεύ­στη­κε από τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση. Για τον Χάι­νε, ο μεγα­λύ­τε­ρος εκπρό­σω­πος της γερ­μα­νι­κής λογο­τε­χνί­ας ήταν ο Γκαί­τε, τον κατη­γο­ρού­σε, όμως, για­τί συμ­μα­χού­σε με τον γερ­μα­νι­κό «αστι­κό φιλι­σταϊ­σμό». Η ποί­η­ση του Χάι­νε και το υπό­λοι­πο έργο του συντέ­λε­σαν στη διά­δο­ση των επα­να­στα­τι­κών ιδε­ών στη Γερ­μα­νία, όπου ήταν πολύ δημο­φι­λής, ιδιαί­τε­ρα στα λαϊ­κά στρώ­μα­τα. Ο Ενγκελς εκτι­μού­σε ιδιαί­τε­ρα τη φιλο­σο­φι­κή του οξυδέρκεια.

Οι πολι­τι­κοί στί­χοι του Χάι­νε απο­τε­λούν υπό­δειγ­μα ρεα­λι­σμού στην ποί­η­ση, συν­δυά­ζο­ντας την καί­ρια επι­και­ρό­τη­τα με μακρο­πρό­θε­σμες ιδε­ο­λο­γι­κές προ­ο­πτι­κές. Σημα­ντι­κά επέ­δρα­σε στο έργο του η φιλία του με τον Καρλ Μαρξ, που άρχι­σε το 1843.

Η δίω­ξη των μαρ­ξι­στι­κών ιδε­ών και κει­μέ­νων του τον οδή­γη­σε εξό­ρι­στο στο Παρί­σι, όπου από το 1848 μέχρι το θάνα­τό του τον βασά­νι­σε μια ανί­α­τη αρρώ­στια, η οποία εμπό­δι­σε και τη συνέ­χι­ση της επα­να­στα­τι­κής του δράσης.

Αισιό­δο­ξος κομμουνιστής

Ο μεγά­λος Γερ­μα­νός ποι­η­τής Χάιν­ριχ Χάι­νε (φίλος και συνερ­γά­της στην εφη­με­ρί­δα του Μαρξ), δημο­σί­ευ­σε στις 30 Μάρ­τη 1855 στο Παρί­σι, όπου ζού­σε και όπου ένα χρό­νο αργό­τε­ρα πέθα­νε, και τάφη­κε στο νεκρο­τα­φείο της Μον­μάρ­της, το βιβλίο «Λου­τέ­τσια». Εχει τον υπό­τι­τλο: «Αντα­πο­κρί­σεις για την πολι­τι­κή, την τέχνη και τη ζωή του λαού»που δημο­σιεύ­τη­καν στο χρο­νι­κό διά­στη­μα 1840–1843 στην εφη­με­ρί­δα της δυτι­κο­γερ­μα­νι­κής πόλης Αου­γκ­σμπουργκ «Αλγκε­μάι­νε Τσάι­τουνγκ».

Στον πρό­λο­γο του βιβλί­ου ο Χάι­νε­ση­μειώ­νει: «Μια και οι επι­στο­λές (Θ. Β. αντα­πο­κρί­σεις) αυτές… δημο­σιεύ­τη­καν ανώ­νυ­μες και όχι, χωρίς να έχουν υπο­στεί σημα­ντι­κές δια­γρα­φές και αλλα­γές, έπρε­πε να φοβη­θώ ότι μετά το θάνα­τό μου θα δημο­σιεύ­ο­νταν σ’ αυτή τη σφα­λε­ρή μορ­φή ή ότι μάλι­στα θα τις συνέ­δε­αν με αντα­πο­κρί­σεις, που θα ήταν τελεί­ως ξένες στην πένα μου. Για να απο­φευ­χθεί μια τέτοια μετα­θα­νά­τια κακο­τυ­χία, προ­τί­μη­σα να φρο­ντί­σω να γίνει μια αυθε­ντι­κή έκδο­ση από μένα τον ίδιο».

Συνε­χί­ζει υπο­γραμ­μί­ζο­ντας ότι η σύντα­ξη της εφη­με­ρί­δας «κατά­πιε πολ­λές επι­στο­λές» του… αλλά και ότι «δεν μπό­ρε­σε να πνί­ξει όλες τις ανα­κοι­νώ­σεις μου και βρή­κα τον τρό­πο να δια­πραγ­μα­τευ­θώ στις προ­σε­κτι­κές στή­λες της ένα αντι­κεί­με­νο, που η τρο­με­ρή σημα­σία του εκεί­νο τον και­ρό ήταν τελεί­ως άγνω­στη… Εκα­να καλή ρεκλά­μα γι’ αυτό». Να τι γρά­φει σχετικά:

«Οι κομ­μου­νι­στές, εξα­πλω­μέ­νοι σε όλες τις χώρες, απο­μο­νω­μέ­νοι και χωρίς να έχουν σαφή συνεί­δη­ση των κοι­νών επι­διώ­ξε­ών τους, μάθαι­ναν από την “Αλγκε­μάι­νε Τσάι­τουνγκ” του Αου­γκ­σμπουργκ ότι υπάρ­χουν πραγ­μα­τι­κά, μάθαι­ναν μ’ αυτή την ευκαι­ρία το αλη­θι­νό τους όνο­μα, που περισ­σό­τε­ρο κι από ένα από εκεί­να τα έκθε­τα παι­διά της κοι­νω­νί­ας, ήταν τελεί­ως άγνω­στοι. Μέσω της “Αλγκε­μάι­νε Τσάι­τουνγκ” του Αου­γκ­σμπουργκ, οι δια­σκορ­πι­σμέ­νες κοι­νό­τη­τες των κομ­μου­νι­στών έπαιρ­ναν αυθε­ντι­κές ειδή­σεις για τις ακα­τά­παυ­τες προ­ό­δους της υπό­θε­σής τους. Μάθαι­ναν, προς μεγά­λη έκπλη­ξή τους, ότι κάθε άλλο παρά είναι μια ανί­σχυ­ρη, μικρή κοι­νό­τη­τα, ότι απο­τε­λού­σαν πολύ περισ­σό­τε­ρο το ισχυ­ρό­τε­ρο από όλα τα κόμ­μα­τα. Πάντως, ότι δεν είχε έλθει ακό­μα η ημέ­ρα τους, αλλά ότι πρό­κει­ται για ανθρώ­πους στους οποί­ους ανή­κει το μέλ­λον, το να περι­μέ­νεις ήσυ­χα δεν είναι απώ­λεια χρόνου».

«Αυτή τη δοξα­σία, ότι το μέλ­λον ανή­κει στους κομ­μου­νι­στές, την εξέ­φρα­σα σε τόνο ανη­συ­χί­ας και εξαι­ρε­τι­κού φόβου και — αχ!, αυτό δεν ήταν καθό­λου προ­σποί­η­ση. Στα αλή­θεια, με φρί­κη και τρό­μο σκέ­φτο­μαι το χρό­νο που αυτοί οι “σκο­τει­νοί” εικο­νο­κλά­στες θα φτά­σουν στην εξου­σία. Με τα ροζιά­ρι­κα χέρια τους θα θραύ­σουν αλύ­πη­τα όλα τα μαρ­μά­ρι­να μνη­μεία της ομορ­φιάς, που είναι τόσο ακρι­βά στην καρ­διά μου. Θα συντρί­ψουν όλα εκεί­να τα παι­χνί­δια και τις φαντα­στι­κές μηδα­μι­νό­τη­τες της τέχνης, που ο ποι­η­τής τις αγα­πού­σε τόσο πολύ. Θα κατα­στρέ­ψουν τους δαφ­νώ­νες μου και θα φυτέ­ψουν εκεί πατά­τες. Τα “κρί­να” (1), που δεν εργά­ζο­νταν και όμως ήταν τόσο εξαί­σια ντυ­μέ­να σαν το βασι­λιά Σολο­μώ­ντα σε όλη του τη μεγα­λο­πρέ­πεια, θα ξερι­ζω­θούν από το έδα­φος της κοι­νω­νί­ας, εκτός και πάρουν το αδρά­χτι στο χέρι τους. Τα τρια­ντά­φυλ­λα, εκεί­νους τους αργό­σχο­λους μνη­στή­ρες των αηδο­νιών, θα τα βρει η ίδια τύχη. Τα αηδό­νια, αυτοί οι ανώ­φε­λοι τρα­γου­δι­στές, θα εκδιω­χθούν, και — αχ! το δικό μου “Βιβλίο των τρα­γου­διών” θα χρη­σι­μο­ποι­η­θεί από τον μπα­κά­λη για να κάνει χαρ­το­σα­κού­λες, στις οποί­ες θα ρίχνει μέσα για τις γριές του μέλ­λο­ντος, καφέ και ταμπά­κο. Αχ! Τα προ­βλέ­πω όλα αυτά και με έχει πιά­σει μια ανεί­πω­τη λύπη, όταν σκέ­φτο­μαι την κατα­στρο­φή με την οποία το νικη­φό­ρο προ­λε­τα­ριά­το απει­λεί τους στί­χους μου, που θα κατα­πο­ντι­στούν μαζί με όλο τον παλιό ρομα­ντι­κό κόσμο.

Και όμως με παρ­ρη­σία ομο­λο­γώ, ότι αυτός ο κομ­μου­νι­σμός θέλ­γει την ψυχή μου, που δεν μπο­ρώ να κάνω αλλιώς… Μακά­ρι η δικαιο­σύ­νη να ακο­λου­θή­σει το δρό­μο της, μακά­ρι να γίνει κομ­μά­τια αυτός ο παλιός κόσμος, όπου εξα­φα­νί­στη­κε η αθω­ό­τη­τα, όπου ευδο­κί­μη­σε η ιδιο­τέ­λεια, όπου ο άνθρω­πος εκμε­ταλ­λεύ­τη­κε τον άνθρω­πο. Μακά­ρι να κατα­στρα­φούν σύρ­ρι­ζα αυτοί οι σου­βα­τι­σμέ­νοι τάφοι, όπου κυριαρ­χού­σαν το ψέμα και η δια­φθο­ρά, και ευλο­γη­μέ­νος να είναι ο μπα­κά­λης, που από τα ποι­ή­μα­τά μου θα στρί­ψει, κάπο­τε, σακού­λες για να βάλει μέσα καφέ ή ταμπά­κο για τις φτω­χές, καλές γριού­λες, που στον τωρι­νό μας κόσμο της αδι­κί­ας ίσως χρειά­στη­κε να στε­ρη­θούν αυτές τις ανέ­σεις… Ουρ­λιά­χτε μόνο! Θα ‘ρθει η μέρα που η μοι­ραία κλο­τσιά θα σας συντρί­ψει. Με αυτή την πεποί­θη­ση μπο­ρώ να εγκα­τα­λεί­ψω αυτόν τον κόσμο χωρίς ανησυχία…».

Σημεί­ω­ση:

1. Ο ποι­η­τής με τη λέξη «κρί­να», υπο­νο­εί τη δυνα­στεία των Βουρβόνων.

Ριζο­σπά­στης / Θανά­σης ΒΟΡΕΙΟΣ

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο