Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χαρούλα Βερίγου: Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα (Διήγημα)

«Να σκέ­πτε­σαι πρώ­τα την φαμε­λιά σου, άντα θά ’ρθει ο και­ρός ν’ απο­κτή­σεις, δεύ­τε­ρα τους άλλους γύρα σου και στον πάτο, άμα μεί­κει για τ’ εσέ­να και να κρα­τείς το στό­μα κλει­στό, έτσι κάνουν οι γυναί­κες του θεου­λά­κη, έτσι να κάνεις κι εσύ δολιο­κό­πε­λη»,  μ’ αυτά, την ορμή­νευαν. Κου­να­ρή­θη­κε δύσκο­λα. Ψωμί δεν περίσ­σευε ίτσιου. Ούτε για έναν σκύ­λο πού είχαν, τον Μπε­λέ­τση, ούτε για ταύ­τον, ώσπου τον από­λυ­καν στο δάσος, εκεί κάτι μπο­ρεί να ’βρι­σκε.

Σαν άρχε­ψε να νιώ­θει κόσμο, έτρε­χε όπου ήβρι­σκε, κου­μπου­λιά, γκορ­τσιά, μηλιά, κορο­μη­λιά,  ανά­λο­γα με την επο­χή και τα δέντρα που ρού­μα­ζαν καρ­πούς, κάτι είχαν ψηλά τους. Άλλο­τε κάνα γρέν­τζου­λο που κρέ­μο­νταν ψηλά στις κλη­μα­τα­ριές ή καμιά χεριά κού­μα­ρα, ρού­πω­νε, θερά­πευε την πείνα.

«Ό,τι τρώ­νε τ’ αρνιά, τα που­λά­κια και τα μελίσσ(χ)ια, μην το φοβά­σαι, να το τρως και συ, είναι­το καλό», της έλε­γε η μάνα.

Για, πότε έτσι, πότε αλλιώς, μεγά­λω­σε και τού­τη η τσού­πρα που είχε τ’ όνο­μα τση μαλέ­κως της, που δεν τη γρώ­νι­ζε. Την ήλε­γαν Δροσ(χ)ιούλα. Τ’ όνο­μα τση μαλέ­κως πού ’χε μεί­κει απ’ την άλλη πλευ­ρά τση Μουρ­γκά­νας, στο ελλη­νι­κό, σ’ ένα χωριου­δά­κι κοντά στην Πόβλα, τότες που οι αφο­ρε­σμέ­νοι άλλα­ξαν τα συνό­ρα­τα και χώρι­σαν τσ’ ανθρώ­πους, άλλους απ’ έδω­για, άλλους απέ­κει, δίχως να ρωτή­σουν καέναν.

Ούι και τι είχαν τρα­βή­σει! Ως κι ο ουρα­νός, σού λέει, είχε σκια­χτεί κι είχε κάμει αλι­σβε­ρί­σι με τους αδι­κη­τά­δες κι αγριεύ­ο­νταν κι αυτός κι έρι­νε, κι έρι­νε ’κεί­νο το χει­μώ­να ντού­νες το χιό­νι και στα­μα­τη­μό δεν είχε. Πόσοι απέ­θα­ναν και σκε­πά­στη­καν εκεί στις ράχες και στα χιό­νια, καέ­νας δεν μέτρη­σε. Χρό­νια μετά, θέριε­ψαν τα δέντρα, ήλε­γες έφτα­καν στα σύγνε­φα. Τόσα έρη­μα κορ­μιά τά ’χαν θρέ­ψει, γένη­καν τα νιά­τα φύλ­λα και κλα­ριά. Ούι! Με τον και­ρό στοί­χειω­σαν οι κορ­φές κι άντα έπια­νε αγέ­ρας, ούι και τι γένο­νταν. Ήλε­γες άρχευαν τη μάχη που ’χαν αφή­κει στη μέση κι απά­λευαν μετα­ξύ τους ’κεί­να τα παλι­κά­ρια, δέντρα πια, όποια κι αν ήτα­ντα. Τι κερ­δί­σα­μαν; Ίτσιου τίπο­τις. Τι αγω­νί­στη­καν; Για, διορ­θώ­νο­νται όσα γένη­καν; Δεν διορ­θώ­νο­νται. Κρί­νεις ψ(χ)υχούλες. Δεν κάνει. Γιο­μί­ζεις το σακί στο δικό σου τον πλά­τη αμαρτίες.

Πάντως, έτσι, για να θυμού­νται κάτι από ’κεί­νη τη ρίζα την κακο­γραμ­μέ­νη πού ’χαν αφή­κει στην Ήπει­ρο ‑όχι πως στην άλλη πλευ­ρά ήταν καλο­γραμ­μέ­νη- για ταύ­το τής είχαν δώκει τση τσού­πρας τ’ όνο­μα. Να κρα­τούν ένα θυμη­τι­κό για φυλα­κτό κι ας ήτα­ντο μάνα­χα αυτό τ’ όνο­μα. Τού­τη η Δροσ(χ)ιούλα, γεν­νή­θη­κε το εξή­ντα πέντε, μέσα, στ’ αλβα­νι­κό. Ήταν το στερ­νο­πού­λι τση Κατέ­ρως και του Αντρί­για. Γένη­κε στον πάτο, κοπέ­λα μεν, αλλά καλή κι όμορ­φη. Ήλε­γες δεν είχε μάγου­λα, μα ρόδα ανθι­σμέ­να. Και το στό­μα ζωγρα­φι­στό, κού­μπου­λο ρου­μα­σμέ­νο. Τέτοια νιάτα.

-Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, μωρή αγου­ρέ­τσω, την εύχο­νταν η μάνα και την καμάρωνε.

Έτσι άκου­γε κι αυτή από τη δική της, τη μάνα, έτσι που τό ’χε ’κού­σει, έτσι τόη­λε­γε με το θυμη­τι­κό κι άντα το ξεστό­μι­ζε της κίνα­γαν τα μάτια ποτά­μια. Γύρι­ζε με τη γνώ­μη πίσω.

Ο πατέ­ρας, δεν πρό­λα­βε να την ιδεί και πολύ. Έπα­θε απ’ την παλια­ρώ­στια στα πλε­μό­νια, έφτυ­γε αίμα. Διά­βη­κε για τον άλλο τον κόσμο, αυτόν που δεν έχει πιστρό­φια. Την άφη­κε τού­τη­για την κοπε­λί­τσα εφτά χρο­νών, κούτσικη.

Άκου­γε από δαύ­τη τη μάν­να της, — δεν είχε κι άλλον συγ­γε­νή κοντά‑, ιστο­ρί­ες παλιές, για τις θειά­κες πού ’χαν στη Γου­με­νί­τσα, αδελ­φές του πάπ­που, για τον πάπ­που πού ’χε πάει στην Αμε­ρι­κή λαθραία το τρι­γιά­ντα οκτώ , — στα σπάρ­γα­να την είχε αφή­κει, δεν τον γρώ­νι­σε-  και ποιός ήξε­ρε τι γένο­νταν, αν θάει­χε γυρί­σει κι αν  θά ’ζηγε. Άκου­γε για το μανα­στή­ρι το μεγά­λο, το βακού­φι τ’ άι Γιώ­ρη με τα πολ­λά κελιά στην Καμί­τσια­νη, εκεί είχε γεν­νη­θεί η μαλέ­κω της, κοπέ­λα τση ορφά­νιας ήτα­ντη η αχάρ(η)τη. Απ’ έκει, την έστει­λαν ψ(χ)υχάρικη σε κάτι άκλε­ρους στο χωριό και αυτοί πάλε καλοί ανθρώ­ποι, της έδω­καν πνοή και βιός, για να τους γερο­κο­μή­σει στον πάτο. Δεν πρό­κα­μαν οι μαύ­ροι. Τους ήβρε ο πόλε­μος, τότες χάθηκαν.

Μα σάμπως κι αυτή, η δική της η μαυ­ρο­μά­να η Κατέ­ρω, που κάλιο να μην είχε γένει, τάει­χε βρει καλύ­τε­ρα; Μαύ­ρα και σκό­τει­να. Δεκα­τριών χρο­νών ήτα­ντη άντα άλλα­ξαν τα πράγ­μα­τα και κλεί­στη­κε μέσα στ’ αλβα­νι­κό. Είχε πάει μ’ άλλες γυναί­κες και κοπε­λί­τσες, για καζά­ντιο, έτσι έκα­ναν. Πάγαι­ναν μέσα, σμε­κιά­ρη­δες, δού­λευαν στον κάμπο σ’ αφε­ντι­κά, χάλευαν να κονο­μή­σουν ψ(χ)ιά αλεύ­ρι, λίγο καλα­μπό­κι, να το φέρουν πίσω, να ζήσουν.  Άλλες γύρι­σαν, άλλες όχι.

Τού­τη την Κατέ­ρω, την κρά­τη­σαν μέσα. Είχαν ανά­γκη από νιά­τα, να δου­λεύ­ουν για το Χότζ(ι)α. Τι να ’κανε; Έκλα­ψε, γού­ρια­ξε, παρα­κά­λε­σε, έκα­με να ξεκό­ψει από ’κει που την είχαν πάει μαζί με άλλους και ξελόγ­για­ζαν να γένει δρό­μος, για ήθε­λε να φύγει, την καλού­σε πίσω ο τόπος, η συγ­γέ­νεια, η μάνα, το αίμα.

Μια – δυο φορές το προ­σπά­θη­σε κι όχι άλλη. Την είχαν πιά­κει στο βούρ­κο, της έκο­ψαν ένα ντου­μπί­τσι γερό ξύλο, την κρέ­μα­σαν ανά­πο­δα στον πλά­τα­νο, την άφη­καν λιά­σα, μισο­πε­θα­μέ­νη. Τέτοιο ήταν το καθε­στώς, δεν λυπιό­ταν καέ­ναν. Τους κρά­τη­γε, πότε με τον βούρ­δου­λα και πότε με τον φόβο. Να γυρί­σει πίσω κατά τα γονι­κά της, στην Πόβλα; Το σκέ­πτο­νταν μάνα­χα στο ήνο­ρο κατόπιν.

-«Αν, ξανα­φύ­γεις», της είχαν πει «θα σ’ αφή­κο­με στον τόπο. Μήτε σφαί­ρα δεν θα χαλά­σο­με για τ’ εσέ­να, σε πελε­κά­με με τον κασμά και κατό­πιν να σε φάνε οι λύκοι, τέτοια που είσαι, αχάριστη».

Τι να ’κανε; Ύστε­ρα από τρεις χρό­νους τυρα­γνία, είχε πει το ναι στον Αντρί­για, ένα γεντέ­κι άντρα απ’ τη Χει­μάρ­ρα. Είκο­σι χρό­νους μεγα­λύ­τε­ρος ήτα­ντος, λίγο ακό­μη και σκα­πέ­τι­ζε τα σαρά­ντα. Έκα­μαν φαμί­λια, δυο παι­διά, τον Μήτσ(χ)η, τον Γιώ­ρη και την κοπέ­λα στον πάτο, τη Δροσ(χ)ιούλα.

Εκεί­νες οι επο­χές να μην ξανάρ­θουν για καέ­ναν.  Όλοι, κι απ’ έδω κι απ’ έκει, τυρα­γνι­σμέ­νοι. Για, τους ήγλε­πες κι ανα­τρό­μα­ζες.  Σκιο­ρί­σμα­τα, όχι ανθρώποι.

Κι οι έρη­μες οι γυναί­κες, τι έρχο­νταν στον κόσμο; Τι κατα­λά­βαι­ναν; Ίτσιου τίπο­τις. Τις πάντρευαν, τις έβα­ζαν σε περ­σό­τε­ρη τυρα­γνία και βάσα­να. Αρέ­ντευαν μάνα­χα να περε­τεύ­ουν πότε τους άντρες, πότε τους γερό­ντους, τα παι­διά, τις κοπέ­λες  ‑τον πόλε­μο,  ως κι αυτόν το διά­τα­νο- αρέ­ντευαν και για το βιός τους όλο. Δεν τις ρώτα­γε καείς για τίπο­τα, γνώ­μη δεν τούς έπαι­ραν. Κι αν τις τρι­βέ­λι­ζαν πολ­λά ρωτή­μα­τα στο μελό ‑για­τί έρθαν στον κόσμο, σε τι έφται­ξαν, για­τί γένο­νταν πόλε­μος και σκό­τω­νε αδερ­φός τον αδερ­φό, για­τί έμει­σκαν μισοί απ’ το ελλη­νι­κό και μισοί στο αλβα­νι­κό, ποιός διά­γου­λος άλλα­ξε τα συνό­ρα­τα και χωρί­στη­καν και τι δίκια είχαν‑, έσκυ­βαν το κεφά­λι, δεν ρώτα­γαν. Σκιά­ζο­νταν, ’κεί­νον που τον ήλε­γαν εμβέ­ρη Χότζ(ι)α κι έβγα­ζε δια­τα­γές κατά πως ήθε­λε, και δίκα­ζαν τον κοσμά­κη για ψύλ­λου πήδη­μα. Έκα­ναν εξο­ρί­ες και φυλα­κές κι εχτε­λέ­σεις για παραδειγματισμό.

Ούι, ούι τι κακά γένη­καν στον κόσμο!

Απ’ έδω­για, είχε τελειώ­σει ο πόλε­μος, είχε δια­βεί κι ο εμφύ­λιος, μα όχι η φτώ­χεια κι η ορφά­νια π’ άφη­καν πίσω τους. Τα θυμιού­νται ακό­μη. Καζά­ντιο τα μνη­μό­συ­να και τα μαύ­ρα τσε­μπέ­ρια έμεικαν.

Τού­τη η μαλέ­κω η Δροσ(χ)ιά, είχε θάψει κι ένα παι­δί η μαύ­ρη, το πρώ­το πού ’χε απο­χτή­σει. Τότε, στον εμφύ­λιο, ένα λεβέ­ντη, ίσα­με κυπα­ρίσ­σι, δεκά­ξι χρο­νών. Μαύ­ρα νιά­τα και σκό­τει­να το έρη­μο. Πήγαν χαρά­μι το Μάρ­τη τού σαρά­ντα οχτώ, από όλμο πήγε.  Δεν τού ήβραν κορ­μί να θάψουν. Στη σημαία τό ’μασαν. Δυο μέτρα μπόι κι είχε γένει τρίμ­μα­τα, ανε­γνώ­ρι­γο. Ήκουε τ’ άγου­ρο; Δεν ήκουε, για, έτσι χαντα­κώ­θη­κε. Είχε βγει στ’ αντάρ­τι­κο, με το Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό. Αντά­μα μ’ άλλα, παι­διά και κοπέ­λες,  βόη­θα­γαν. Θ’ άλλα­ζαν τον κόσμο, θα ήφερ­ναν το δίκιο, έτσι τα μάθαι­ναν. Ούι, ποιος κόσμος θ’ άλλα­ζε; Τέτοιος ήτα­ντος πάντο­τε, τέτοιος έμει­κε, άδι­κος, άδι­κος μο τσού­πρα μ’. Τού­το το παι­δί τση Δρόσ(χ)ιως , τόει­χαν σιμά για­τί γρώ­νι­ζε τα περά­σμα­τα όλα κι όλα τα βου­νά και τα λαγκά­δια και τα ρέμα­τα, σπι­θα­μή προς σπι­θα­μή. Απ’ την Πλό­κι­στα, στη Λιντίζ­ντα, στο Βαβού­ρι, κάτω στα Μπα­ντιά­τι­κα, στο Τσε­ρο­βέ­τσι, στην Ταβέ­ρα, αρέ­νε­τευε και φόβο δεν είχε. Για,  καλύ­τε­ρα γρώ­νι­ζε αυτά, παρά την απο­μέ­σα μεριά του χεριού του. Οι άλλοι, έχτι­γαν οχυ­ρά και  πολυ­βο­λεία. Μαύ­ρα χρό­νια κι άρα­χνα, να μην ξανάρ­θουν για καέναν.

Όλες οι φαμί­λες κάποιον είχαν θάψει, όλες οι μανού­λες ήκλαι­γαν. Μετά από τέσ­σε­ρις χρό­νους, είχε πάρει και το χαμπέ­ρι για τον θάνα­το τ’ αντρός της στην Αμε­ρι­κή. Εκεί είχε αφή­κει τα κοκ­κα­λί­τσια του, το πενή­ντα δυο, άνοι­ξη και­ρού μολό­γα­γε το γράμ­μα.  Για δαύ­τον, δεν φαρ­μα­κώ­θη­κε τόσο. Είχε το χαμό τού παι­διού που την πλά­κω­νε και την έγνοια της κοπε­λώς της, που δεν ήξε­ρε τι ’χε γένει. Πού και πώς δεν χάλε­ψε να μάθει. Τού ’βρα­σε το στά­ρι, τού ’καμε μνη­μό­συ­νο και κιβού­ρι με μια φωτο­γρα­φία. Τι να ’κανε πιότερο;

Κατό­πιν, τ’ άλλα δυο τα παι­διά, ξενι­τεύ­τη­καν μαζί, στην Αστρα­λία το εξή­ντα. Πήγαν σε κάποιον πού ’χε κάμει παρά­δες και μαγα­ζιά. Έκα­μαν εκεί προ­κο­πή. Τις δυο κοπέ­λες, την Πολύ­μνια και την Αλέ­ξω, τις είχε, μια στη Γου­με­νί­τσα και μια στην Κέρ­κυ­ρα, καλο­γραμ­μέ­νες και καλο­ρί­ζι­κες αυτές, είχαν ανθρώ­πους βρει καλούς, νοι­κο­κυ­ραί­ους. Είχε τα θάρ­ρη σ’ αυτές, που ήτα­ντες κοντά.

Πέρα­σε ο και­ρός. Δεν ήλε­γες έκλει­σαν οι πλη­γές, μα κάπως για­τρεύ­τη­καν, κάπως μαλά­κω­σε ο πόνος.

Τού­τη η μπά­μπω, σκε­βρω­μέ­νη απ’ τα χρό­νια, απ’ την κακο­πέ­ρα­ση και τις δυστυ­χί­ες, ένα από­γιο­μα από τα πολ­λά, διά­βαι­νε σ(χ)ιαπέρα απ’ τον μαχα­λά στον κατσι­κό­δρο­μο. Με το μπέ­λι και τον γρά­βα­λο στον ώμο και το σακί ζαλω­μέ­νη φου­σκή απά­λευε να φτά­κει κάτω στο ρόγκι. Είχαν γένει τα όψι­μα κηπι­κά πού ’χε βάλει το θερ­τή. Κάτι ρίζες ντο­μά­τες, τρεις κολο­κυ­θιές, δέκα γού­ρες πατά­τες, ψ(χ)ιά καλα­μπό­κι στις άκριες, σκόρ­δα, κρομ­μύ­δια, κάτι πιπε­ριές μακρι­γιές σαν κέρα­τα και κάτι φασου­λιές σκα­λω­μέ­νες στις φούρ­κες. Άργη­σαν, μα γένη­καν. Πάγαι­νε να απλώ­σει τη φου­σκή στις ρίζες, να δυνα­μώ­σουν ψ(χ)ίχα περ­σό­τε­ρο. Παι­δεύ­ο­νταν η μαύ­ρη, πότε έκο­βε κλα­ρί  για μια γίδα γκάλ­μπα πού ’χε, πότε τσά­πι­ζε τα κηπι­κά, για, ν’ αστο­χά­ει κάπως. Έτσι το ’χε.

Οι κοπέ­λες της κι οι δυο μ’ ένα στό­μα: «Κάτσε να ησυ­χά­σεις μάνα, καμιά μέρα θα σε βρού­με κρό­θα στον λόγ­γο», τη μάλω­ναν, μα αυτή αρέ­ντευε ολο­έ­να όξω. Να μη σκέπτεται.

Τα μάτια, είχαν στε­γνώ­σει πια απ’ τα δάκρυα. Δυο κάρ­βου­να μισο­σβη­στά, μισα­ναμ­μέ­να, δεν κατα­λά­βαι­νες. Τέτοια είχαν γένει με τα χρό­νια. Της είχε σαλέ­ψει λέγανε.

Κάπο­τε, ανέ­βαι­νε κοντά στο φυλά­κιο, τήρα­γε κατά μέσα σκε­πτι­κή, έκα­νε τα χέρια χωνί κι έκρε­νε, φωνή στο θεό: «Κατέ­ρω­ωω!!! Ω Κατέ­ρω­ωω!!! Πού είσαι μωρή μαυ­ρο­νιά; Έρθαν Χρι­στού­γεν­να σε λίγο».

-Τι κρέ­νεις ορή μαλέ­κω; Το ’χασες; Δεν έχο­με Χρι­στού­γεν­να. Παρα­λόι­σες; Έλε­γαν οι γυναι­κού­λες και κρά­τη­γαν τα τσια­γού­λια απορρεμένες.

-Μήνα έχου­με Κατέ­ρω; Γύρ­να­γε και τις ρώτα­γε η δόλια, φαρμακωμένη.

Μετά,  έδε­νε το τσε­μπέ­ρι σφι­χτά και κίναε το μοι­ριο­λόι. Σ(χ)ηκώνονταν κι οι πέτρες, τόσο σ’ έσκι­ζε την καρ­διά. Την άκου­γαν τα σκυ­λιά, γού­ρια­ζαν κι αυτά αντά­μα. Το μελό της, δεν έφευ­γε από την Κατέ­ρω, μωρ’ αδελ­φού­λα μ’. Είδη­ση από δαύ­την, δεν είχε ποτές. Ζωντα­νή, πεθα­μέ­νη δεν ήξε­ρε καείς. Πάντως αυτή, την καρτέραε.

Πάνω που τέλειω­νε το μοι­ριο­λόι, ασκώ­νο­νταν μέσα στην ψ(χ)υχούλα της μια λαμπά­δα αναμ­μέ­νη και φώταε κι έλε­γε με το νου της: «Τού­τη η μαυ­ρο­κό­πε­λη, είναι­τη ζωντα­νή. Μού το μολο­γούν τα σπλά­χνα μου που φωτά­νε κι οι κου­μα­ριές και τα ρύκια το χινό­πω­ρο. Δόλιω Κατέ­ρω­ωω!» ’Κεί­νο το παρα­τε­τα­μέ­νο «ωωω», ’κού­γο­νταν ως πέρα στα πλά­για, βού­ι­ζε ο τόπος. Πού την ήβρι­σκε τόση φωνή στα σωθι­κά; Αυτή ήξερε.

Χινό­πω­ρο του ενε­νή­ντα ήτα­ντο. Καρ­τέ­ρα­γαν τ’ άι Δημη­τριού. Είχε κόψει σ(χ)ιακάτω, απ’ τα μπε­κού­λια του Γιώ­ρη Μπά­ντιου κατή­βαι­νε. Άντα έφτα­νε στο ρόγκι, την απά­ντη­σαν κάτι αστυ­νό­μοι. Μπή­καν μπρο­στά, τής έκο­ψαν το δρό­μο. Δυο ήτα­ντοι, ένα μπόι, ίδια κοψιά κι οι δυο. Παι­διά λεβέ­ντες, μια καμα­ρω­σιά. Θυμή­θη­κε το δικό της, ’κεί­νο τ’ αδικοσκοτωμένο.

-Σάμα­τις έχεις ακού­σει κάτι για το πέρα­σμα που βγαί­νουν από την Αλβα­νία κι έρχο­νται, μο για­γιού­λα; Τη ρώτη­σαν, ευγενικά.

-Τι να ξέρω, μωρέ γραμ­μέ­να μου; Δεν ηξέ­ρω τίπο­τις μωρέ παι­δά­κια, αε να σας χαί­ρε­ται και να σας καμα­ρώ­νει η μαν­νού­λα σας, τα ευκή­θη­κε. Τους τήρα­γε στα μάτια κι ήγλε­πε θαρ­ρείς εκεί­νο το δικό της το δολιοπάλίκαρο.

Τη χαι­ρέ­τη­σαν πονε­τι­κά, τα μάτια της ήγλε­παν κι αυτά και διά­βα­ζαν την καρ­διά της. Αλή­θεια, δεν ήξε­ρε, τι ήταν τού­το που τη ρώτα­γαν. Τής άφη­καν ένα κου­τί με λεη­μο­νά­δα, αυτό είχαν, αυτό τής άφη­καν κι έφυ­γαν κατή­δρο­μα, κατά τον άγιο Πάντο με το περι­πο­λι­κό. Σ(χ)ιούριζε αυτό, ίου, ίου, ιόυ, σ(χ)ιούριζε όσο που χάθη­κε πέρα στα πλατάνια.

Δεν ήξε­ρε, μήτε είχε ακού­σει τίπο­τα η μαύ­ρη. Τι γένο­νταν στον κόσμο, τι δε γένο­νταν, δεν μάθαι­νε. Και την τηληό­ρα­ση που τής είχαν φέρει τα παι­διά, την είχε ολο­έ­να ανοι­χτή, ν’ ακού­ει κου­βέ­ντες για συντρο­φιά. Καμιά βολά, αν άκου­γε να λένε καλη­μέ­ρα σας ή καλη­σπέ­ρα σας μέσα από το γυα­λί, στέ­κο­νταν μπρο­στά με τα χέρια στη μέση, χαι­ρέ­ταε κι αυτή. Ζήταε και σχώ­ρε­ση που ήγλε­παν το φτω­χι­κό της: «Ανη­μπό­ρε­ψα μωρέ παι­δά­κια γραμ­μέ­να δεν ασβέ­στω­σα, μην τηρά­τε. Τηράξ­τε πέρα τα βου­νά, τα δέντρα, γιά, όξω είναι­τη χαρά θεού», κι άνοι­γε το παρα­θύ­ρι να γλέ­πουν ως πέρα, έτσι νόμι­ζε, πως ήγλεπαν.

Ύστε­ρα από ώρα, εκεί που σκόρ­πι­ζε γονα­τά­κι τη φου­σκή στα κηπι­κά, συλ­λο­γί­ζο­νταν πάλε, τι την είχαν ρωτή­σει. Πώς δεν είχε ’κού­σει να λένε κάτι στο μαχα­λά; Λες κι έζη­γε αλλού αυτή.

Σ(χ)κώθηκε ορθή, κοί­τα­ξε κατά την Ανα­το­λή, έκα­με το σταυ­ρό. Μετά έκλει­σε τα μάτια κι ήφε­ρε σάμα­τις ήταν φωτο­γρα­φία, την Κατέ­ρω, την κοπέ­λα της μπρο­στά. Πότε την έχα­νε μέσα στην τσιάφ­νη, τα κλα­ριά και τη θολού­ρα, πότε την ξεκα­θά­ρι­ζε, σα να έρχο­νταν ζαλω­μέ­νη καλα­μπό­κι από μακριά. Έτσι την καρ­τέ­ρα­γε, ζαλω­μέ­νη καλαμπόκι.

Άνοι­ξε τα μάτια, έρι­ξε το γλέμ­μα στα βου­νά κατά το φυλάκιο.

- Όρ’ άι ψηλά βου­νά, σεις που κρύ­βε­τε και φανε­ρώ­νε­τε τον ήλιο και σύ όρε Παναϊ­για και Πανα­γο­πού­λα! Καμεί­τε ένα θάμα και για τ’ εμέ­να, είπε με παρά­πο­νο. Καμεί­τε ορές. Δεύ­τε­ρη φορά, που τόει­πε σιγα­νά, ξεπνε­μέ­να, σα να παρά­δι­δε ψ(χ)υχή. Με το στα­νιό κρα­τιό­ταν η έρμη, με το στα­νιό έζηγε.

Ούτε το μπέ­λι άγγι­ξε, μήτε τον γρά­βα­λο έπια­κε στα χέρια κατό­πιν. Εκεί τ’ άφη­κε, στ’ αυλά­κι κάτω στο ρόγκι,  μαζί με το σακί. Ήκου­σε η δόλια μια δυνα­τή σου­βλιά στην καρ­διά. Πόνε­σε κάπως στο γκιό­ξι, μετά και στον πλά­τη. Κάθι­σε παρέ­κει στον οβο­ρό, πήρε ανά­σα, μια, δυο, διά­βη­κε ο πόνος.

Ξανα­σκέ­πτη­κε, όλα όσα ήταν περα­σμέ­να μα όχι ξεχα­σμέ­να. Μήνα ήθε­λε αυτή κι είχαν γένει έτσι, μήνα την είχε ρωτή­σει κανείς; Συνε­παρ­μέ­νη από τις θύμη­σες, δεν άκου­σε τις βρο­ντές. Εκεί­για, στον οβο­ρό που κάθο­νταν συλ­λοϊ­σμέ­νη, παρα­λοϊ­σμέ­νη, ποιος ήξε­ρε να ειπεί, εκεί την ήβρε η μπό­ρα η μεγά­λη. Θαρ­ρείς κι είχαν ανοί­ξει οι ουρα­νοί. Κι όσο να πάρει χαμπέ­ρι και να κάμει να σ(χ)ηκουθεί, την είχε περο­νιά­σει ως το κόκ­κα­λο την καψε­ρή. Κρύγιο!

Μέσα σ’ εκεί­νο το σ(χ)ιούγκραβο πού ’ρινε με το του­λού­μι το νερό, φάνη­καν μπρο­στά της τρεις νομα­τέ­οι, βρεγ­μέ­νοι κι αυτοί οι μαύ­ροι, κακο­ντυ­μέ­νοι, με μπλα­βι­σμέ­να απ’ το κρύ­γιο τα χερό­πλα και τα μάτια γκα­ντη­λια­σμέ­να ως να βασί­λευαν. Πετά­χτη­κε ορθή, τους τήρα­ξε σκιαγ­μέ­νη, δεν τους είχε ματα­δεί. Σάμα­τις φοβή­θη­κε κάπως, έκα­με δυο βήμα­τα πίσω και μετά ένα μπροστά.

-Δια­κο­νά­ρη­δες είστε μωρέ παι­δά­κια τση θειά­κως; Ρώτη­σε ύστε­ρα από λίγο.

-Θα μας κονέ­ψεις μο θεια­κού­λα; Παρα­κά­λε­σε διστα­χτι­κά ο πιο μικρός. Αμού­στα­κο ήταντο.

-Καλοί ανθρώ­ποι είμα­στε κι εμείς, όχι θερία, συμπλή­ρω­σε ο άλλος στη μέση κι έτρε­με σύγκορμος.

-Καλοί μο θει­κού­λα, καλοί, παίρ­νο­με κι όρκο στα ’κονί­σμα­τα, από μέσα έρθα­μαν, είπε ο μεγα­λύ­τε­ρος και γονά­τι­σε και της προ­σκύ­να­γε τα ποδά­ρια κι έκλαιε, ο μάγκουφος.

Εκεί­νο το «έρθα­μαν από μέσα», εκεί­νο άκου­γε πιό­τε­ρο, ολο­έ­να και πιο δυνα­τά στ’ αυτιά, ολο­έ­να και πιο βαθιά στην καρδιά.

-Ψ(χ)υχούλες γραμ­μέ­νες, πού­θε είπα­ταν πως  έρθα­ταν; Πού­θε βγή­κα­ταν; Ήθε­λε να το ξανακούσει.

Με το δισά­κι στον ώμο και μια γκλί­τσα στην αμα­σχά­λη κίνη­σαν από κοντά της μαλέ­κως κι έφτα­καν μια ώρα δρό­μο, στο σπι­τό­πλο τση Δροσ(χ)ιάς. Τώρε­για, έρι­νε περ­σό­τε­ρο. Είχε πιά­κει κι ένας αέρας, λύγα­γε τα κλα­ριά ως κάτου χαμη­λά στη γης. Στο  μαχα­λά, καείς όξω.

Μπή­καν μέσα, έκλει­σε την πόρ­τα, έβα­λε το σύρ­τη. Ήφε­ρε μια αγκα­λιά ξύλα στε­γνά η Δροσ(χ)ιά απ’ το κατώι, άνα­ψε τη στιά, λαμπά­δια­σε ως πάνω. Ρού­χα δεν είχε να τους δώσει ν’ αλλά­ξουν. Το σκέ­πτη­κε, χολεύ­τη­κε κάπως, μα για, θα κάθο­νταν στο παρα­γώ­νι στα κου­τσού­μπια, θα στέγνωναν.

Ξεκρέ­μα­σε το σακού­λι απ΄τη γρε­ντέ, πήρε μια χεριά τσάι, το ’βρα­σε, γέμι­σε τρεις κού­πες και μια δική της, έβα­λε ψιά ζάχα­ρη, έρι­ξε και λίγο τσί­που­ρο να τους πιά­κει, να ζεστα­θούν γλη­γο­ρό­τε­ρα. Όσο έπι­ναν το τσάι δεν τους έκρι­νε. Τα τήρα­γε τα δολιο­πα­λί­κα­ρα και της πόνα­γαν τα σωθι­κά. Τέτοια ήτα­ντα, χάλια μαύ­ρα. Κεί­νο το μικρό­τε­ρο, έβη­χε να σκά­σει. Του πάγαι­νε  το γκιό­ξι μπό­μπου και μπό­μπου σάμα­τις θ’ άνοι­γε και θα τού πετά­ζο­νταν τα πλε­μό­νια όξω. Τέτοιος βήχας.

-Κρυ­γιώ­σα­ταν, κατσεί­τε αυτού, καμεί­τε ζέφ­κια, είπε κατό­πιν και τους έδω­κε δυο μαλ­λι­νο­σέ­ντο­να, μια κου­βέρ­τα και μια τσέρ­γα να σκε­πα­στούν. Έρι­ξε δυο κού­τσου­ρα στο τζά­κι ακό­μη, δυνά­μω­σε κι άλλο η φωτιά, είχε κάμει και κάρβουνα.

Πήγε στην κου­ζί­να, έκο­ψε το ζυμω­τό, έβα­λε φέτες στη στια να πυρώ­σουν. Αυτά τα μάγκου­φα εκεί, άπλω­ναν τα χέρια στη φωτιά, ζεσταί­νο­νταν, μα δεν μίλα­γαν. Το ένα, είχε σκι­σμέ­να δάχτυ­λα και ποδά­ρια, σκαμ­μέ­να ίσα­με μέσα τη σάρ­κα. Ποιος  ήξε­ρε σε τι παλιού­ρια  θα ’χε πιαστεί.

Έρθε πίσω η μαλέ­κω, τα ξανα­τή­ρα­ξε με πιό­τε­ρη λύπη­ση. Μετά τρά­βη­σε το σοφρά κοντά τους, τον έστρω­σε. Έρι­ξε λάδι στα λάχα­να, γιό­μι­σε ένα πιά­το ελιές, ψιά τυρί, έβα­λε και τον ντα­βά με τα φασού­λια στη μέση.

-Φάτε, μωρέ παι­δά­κια, τους είπε, μην αντρέπεστε.

Όξω, έρι­νε ο θεου­λά­κης με το σακί. Τηρά­χτη­καν αυτά ανα­με­τα­ξύ τους, την τήρα­ξαν κι αυτήν, με καλο­σύ­νη. Για, το γλέμ­μα τους και μόνο έφτα­νε, γλέμ­μα καθα­ρό, μια προ­σευ­κή είναι­το κι αυτό, άμα μολο­γά και θέλει η καρ­διά, έτσι φανε­ρώ­νε­ται στα χεί­λη, σαν προ­σευ­κή το ευχα­ρι­στώ και δάκρυα σαν κου­μπιά γιο­μά­το. Πήραν τα περού­νια, μπή­καν στο φαί, βού­τη­σαν το ψωμί στο λάδι, έφα­γαν, έπιαν, στη­λώ­θη­καν. Τους κίνη­σαν περ­σό­τε­ρο τα δάκρυα.

Κάποια στιγ­μή, «ούι δεν αντρε­πό­μα­στε ντίπ τ’ αφο­ρε­σμέ­να μο βάβω, μπή­κα­μαν στο φαί και τα ονό­μα­τα μας δεν στα δώκα­μαν. Ούι αντρο­πή, ούι αστρα­πή να μας βάρη­γε, αστο­χή­σα­μαν μο βάβω, σχώ­ρα μας βαβου­λέ­τσω, σχώ­ρα μας», είπε ’κεί­νο με τα σκι­σμέ­να δάχτυλα.

-Σχώ­ρα μας, για­γιού­λα, έκα­νε κι ο αμού­στα­κος, εγώ είμαι ο Λήγιας, – τόει­πε όμως με μια περη­φά­νια-  κι απέ­κει το γύρι­σε στον βήχα και στον πλά­ντα­μο, να σκάσει.

-Εγώ είμαι ο Τέλης, έκα­νε κι ο μεγά­λος με κατη­βα­σμέ­νο το κεφά­λι, αντρέ­που­νταν πού ’χε αστοχήσει.

-Κι εγώ είμαι ο Φώτος, μο θειά­κω, να με συμπα­θάς κι εμέ­να, συμπλή­ρω­σε ο τρί­τος κι έβγα­λε από την τζέ­πη ένα μαντη­λά­κι να τση το δώκει. Το ’χε από τη μάνα, φυλα­χτό. Τι να το ’κανε η Δροσ(χ) ιά, την έφτα­νε η χειρονομία.

-Κρά­τει­το παι­δά­κι γραμ­μέ­νο, να φυλά­ει εσέ­να, για τ’ εσέ­να τό ’δωκε η μάνα κι έχει δεμέ­νη σε δαύ­το, κόμπο την ευκή, για ιδές, παι­δά­κι γραμ­μέ­νο και χλωροσ(χ)ιά τση μάνας, κρά­τει το να ’χεις την ευκή κι απ’ αυτήν κι από τ’ εμέ­να, τη Δροσ(χ)ιά.

Εκεί στην αγκω­νιά, τους έρθε ο ύπνος νοι­κο­κύ­ρης κι απο­κοι­μή­θη­καν σ(χ)ιάδι τα τρίγια.

Γύρι­σε κι η μαλέ­κω την τσέρ­γα την πέρ­πε­ρη, στο ντι­βά­νι παρέ­κει, σκε­πά­στη­κε κι όσο να κλεί­σει τα μάτια, την έφτα­κε το ήνορο.

«Είχ’ έρθει λέει η θάλασ­σα στην πόρ­τα και της χτύ­παε, σάμα­τις ήτα­ντη γυναί­κα. Ανα­ρί­τσια­σε σύγκορ­μη. Οριό την πάγαι­νε. Έρθε να με πνί­ξει, σκέ­πτη­κε, στον ύπνο. Άκου­γε πέρα στη ράχη ένα γουρ­γού­λι. Ντι­ντί­ναε αυτό κι όλο ζύγω­νε πιο κοντά. Σ(χ)ιαϊτάνης ή ο Χάρος, θα ’ναι τέτοια ώρα, έβα­λε με το μελό της. Ως να πάρει ανά­σα, ματά­κου­σε το χτύ­πη­μα στην πόρ­τα και διά­κρι­νε μια φωνή. Έρι­ξε στον πλά­τη την μπα­τα­νία, πήρε το σκό­πι, ζβα­ρί­στη­κε, σ(χ)ηκώθηκε. Άνοι­ξε. Τι να ιδεί; Είχε γιο­μί­σει ο τόπος θάλασ­σα, σαν αυτή που ήγλε­πε στην τηληό­ρα­ση. Ολο­τρό­γυ­ρα μπλε,  ίσα­με πέρα στο φυλά­κιο, όλα μπλε, μα σάμα­τις πάλε δεν ήτα­ντο νερό όλο ’κεί­νο, αλλά φόρε­μα, απλω­μέ­νο όπως τα νυφι­κά κι είχε τις άκριες με ντα­ντέ­λες άσπρες κι όπως το φύσα­γε ο αγέ­ρας, αυτό γύρι­ζε και χόρευε μανα­χό του ως τον ουρα­νό, και σε κάθε κύκλο πού ήφερ­νε, έπε­φτε κι ένα αστρου­λά­κι και κόλ­λα­γε πάνω του και στον τελευ­ταίο γύρο, έρθε και το φεγ­γά­ρι και κόλ­λη­σε ψηλά και φώταε. Ένα ολό­γιο­μο φεγ­γά­ρι, που ’χε μάγου­λα ρόδα και χεί­λη ζωγρα­φι­στά σαν κού­μπου­λα.  Τήρα­γε αυτή, απορ­ρε­μέ­νη κι άκου­γε πότε από κοντά και πότε από μακριά: Έλα να με βρεις, έλα να με βρεις, έλα να με βρεις».

Εκεί ξύπνη­σε, εκεί που ’χε αλαρ­γέ­ψει η φωνή και ξανά­γι­ναν όλα όπως πρώ­τα. Πήρε το μαστρα­πά, γιό­μι­σε ένα ποτή­ρι νερό, έκα­με να το βάλει στα χεί­λη που ’χαν γκα­ντι­νιά­σει, μα την ξάφ­νια­σε που μύρι­ζε τρια­ντά­φυλ­λο. Στο λίγο φως π’ έρχο­νταν απ’ το φεγ­γί­τη, το ήφε­ρε πιο κοντά, το τήρα­ξε, το ξανα­τή­ρα­ξε, μια, δυο, στην τρί­τη, είδε την κοπέ­λα της, την Κατέ­ρω στον πάτο του ποτη­ριού. Κι όχι μάνα­χα την είδε, την άκου­γε κιό­λας. Κάποια­νε κατευό­δω­νε, μάλι­στα, απ’ τον πάτο του ποτη­ριού η φωνή: «Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, αε στο καλό» και ξανά το ίδιο «οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, αε στο καλό».

-Ούι! Τι έπα­θα η μαύ­ρη, σ(χ)ιούρηξα! Μού σάλε­ψε,  τι ήταν τού­το το θάμα, είπε και σταυροκοπήθηκε.

Ξανά­η­φε­ρε με το μελό της όσα γένη­καν τόσους χρό­νους, κάμπο­σο έκλα­ψε, έτσι της έρθε πάλε ο ύπνος. Το πρωί η μαυ­ρο­γυ­ναί­κα έκα­νε πως γέλα­γε, το μεση­μέ­ρι αν ήβρι­σκε κου­βέ­ντα, έκα­νε πως κου­βέ­ντια­ζε να μην χαλά­σει την καρ­διά καε­νός, το βρά­δυ που ησύ­χα­ζε έκλαι­γε στ’ αλή­θεια, πονε­τι­κά, από μέσα της. Έτσι το ’χε συνήθειο.

’Κεί­νη την ίδια νύχτα ‑ποιος να της τό ’λεγε‑, είχε βγει κι η Δροσ(χ)ιούλα, η αγγο­νιά, μ’ άλλους είκο­σι νομα­ταί­ους,  με μια παλιό­βαρ­κα, απ’ το Βου­θρω­τό, στην Κέρκυρα.

Τού­τος ο άνθρω­πος που τους πέρα­σε με τη βάρ­κα του, είχε βγά­λει κι άλλους πολ­λούς, πρω­τύ­τε­ρα. Είχε τον τρό­πο του αυτός, γρώ­νι­ζε ανθρώ­πους μέσα στα κου­μά­ντα. Με το αζη­μί­ω­το βέβαια. Πλε­ρώ­νο­νταν καλά, πλέ­ρω­νε κι εκεί­νους που έκα­ναν στρα­βά μάτια και τον άφη­ναν να κάνει με το λεύ­τε­ρο τέτοιες δου­λειές. Για πλε­ρω­μή ζήταε τα χρυ­σα­φι­κά που τούς βρί­σκο­νταν. Άλλος με τον αρρα­βώ­να, άλλος με το σταυ­ρό τση μάνας, άλλος με τα σκου­λα­ρί­κια. Τού­τη η Δροσ(χ)ιούλα είχε δώκει το σταυ­ρό του πατέ­ρα της, τ’ Αντρί­για, μαζί με την καδέ­να και το λορόι του. Παρά­δες δεν είχαν.

-Φεύ­γα να σωθείς, μη νοιά­ζε­σαι για τ’ εμέ­να το κούσ(χ)ιαλο, έτσι τής είχε πει η Κατέ­ρω και την από­διω­ξε νύχτα, με την ευκή.

Όλοι όσοι μπό­ρη­γαν έφευ­γαν τότες, να γλιτώσουν.Τ’ αδέρ­φια της, θα κινού­σαν απ’ το μονο­πά­τι μαζί με τις φαμί­λιες τους. Λίγες μέρες αργό­τε­ρα θά ’βγαι­ναν κι αυτά απ’ την Μουρ­γκά­να κατά πως είχαν σκέδιο.

Όσο να βγουν στην Κέρ­κυ­ρα με την παλιό­βαρ­κα, είχαν πάει κι είχαν έρθει στη μαυ­ρο­κό­λα­ση μιλιού­νια φορές. Έκα­με ο θεου­λά­κης, τούς λυπή­θη­κε και αχά­ρα­γα τούς φανε­ρώ­θη­κε η Κασ­σιό­πη με τα πολ­λά φώτα. Βγή­καν παρέ­κει από το λιμά­νι, ήβραν ένα παλιό λιο­τρί­βι μπή­καν μέσα, σορο­βο­λιά­στη­καν ο ένας πάνω στον άλλο, βρεγ­μέ­νοι, κατου­ρη­μέ­νοι, νηστι­κοί, εκεί κοιμήθηκαν.

Πώς δεν πνί­γη­καν! Έτσι, τούς είχε το γραμ­μέ­νο κι ό,τι γρά­φει δεν σβιέ­ται, μήτε από φουρ­τού­νες, μήτε από μπόρες.

Την άλλη νύχτα πήραν τα πάνω τους και κάτι ζωντά­νε­ψαν. Τους είχε κόψει η πεί­να. Δυο γυναι­κού­λες ήφε­ραν μια γύρα. Ήβραν ένα μαγα­ζί στην παρα­λία στ’ Αυλά­κι, χτύ­πη­σαν τού νοι­κο­κύ­ρη με δισταγ­μό. Άνοι­ξε, καλός άνθρω­πος. Είχε βοη­θή­σει κι άλλους. Ολο­έ­να βγαί­να­νε εκεί ανθρώ­ποι και τού χάλευαν βοή­θεια.  Τους έδω­κε μια λεκα­νό­πλη βρα­σμέ­να αυγά, ένα τεψί κρι­γιάς με μανέ­στρα, κάτι κιο­φτέ­δες και δυο ψωμιά πού ’χε περισ­σευού­με­να. Πορεύ­τη­καν απ’ την καλο­σύ­νη τ’ ανθρώ­που. Τους είπε να ματάρ­θουν το πρωί, κάπου θα ήθε­λαν για δου­λειά, θα ρώταγε.

Οι μισοί, μπο­ρεί και περ­σό­τε­ροι έφα­γαν, στυ­λώ­θη­καν και μετά πήραν των ομα­τιών τους. Κάπου θά ’βρι­σκαν. Είχαν και τον φόβο. Οι άλλοι, πήγαν αχά­ρα­γα και τον ήβραν, τον κυρ Γερά­σι­μο. Τρεις νομα­τέ­οι έμει­καν εκεί, σε ταύ­τον. Συμ­φώ­νη­σαν να τού χτί­σουν ένα κονά­κι στο κτή­μα για τα κοτε­ρά κι άλλο ένα για τα ζωντα­νά. Τούς έδω­κε μια κάμα­ρη να κοι­μού­νται κι από φαϊ­τό, όσο ήθε­λαν κάθε μέρα, μέχρι να βρουν να τακτο­ποι­η­θούν. Κρά­τη­σε και μια γυναι­κού­λα να ήφερ­νε βόλ­τα το μαγα­ζί. Άλλη μια, την έστει­λε στον αδερ­φό του. Θα περέ­τευε μια μπά­μπω ανή­μπο­ρη. Δυο άντρες, πήγαν μαζί στο Μπαρ­μπά­τι, θα κλά­δευαν ελιές σε κάποιο­νε που τον είχε κουμπάρο.

Τού­τη η Δροσ(χ)ιούλα, τού έρχο­νταν κρί­μα. Τέτοια νιά­τα, δεν τού πήγαι­νε να τη στεί­λει όπου κι όπου. Συμ­φώ­νη­σε κι η γυναί­κα του. Την κρά­τη­σαν κάμπο­σες μέρες στο σπί­τι, γρω­νί­στη­καν καλύ­τε­ρα. Το τι λάτρα και τι νοι­κο­κυ­ριό έκα­με για να τους ευχα­ρι­στή­σει τού­τη η τσού­πρα, δε μολο­γιέ­ται. Μάνα­χα οι πίτες!

Ύστε­ρα από μια βδο­μά­δα, άρχε­ψε η Δροσ(χ)ιούλα δει­λά- δει­λά κι έκρι­νε για τη φαμί­λια της. Σού ράγι­ζε την καρ­διά, τέτοιες ιστορίες.

-Ω ψυχή μου! Της έλε­γαν. Ω ψυχή μου, να κάνει ο άγιος μας ο Σπυ­ρί­δω­νας, να βρεις μια καλή τύχη, ψυχή μου! Έτσι λένε στην Κέρ­κυ­ρα, ψυχή μου!

Κου­βέ­ντα στην κου­βέ­ντα, έρθε η ώρα, τούς είπε και για τη μαλέ­κω στην Πόβλα. Αν ζού­σε ακό­μη σ’ αυτήν ήθε­λε να πάει, αυτήν ήθε­λε να ιδεί πρώτη.

-Θα σε πάμε εμείς ψυχή μου», τής είπαν κι οι δυο μαζί, να κλεί­σου­με το μαγα­ζί σε δυο –τρεις μέρες και θα πάμε μαζί να την βρού­με, αν ζει.

Έξι του Νοέμ­βρη, η μαλέ­κω η Δροσ(χ)ιά, με τον Λήγια, τον Τέλη και τον Φώτο, φανε­ρώ­θη­καν στη Γου­με­νί­τσα. Ο Μιχά­λη Μπά­ντιος παι­δί τσή Γιώρ­γε­νας, τούς είχε κατη­βά­σει με τ’ αυτο­κί­νη­το. Τούς άφη­κε όπως τού­ει­παν στο πρα­κτο­ρείο. ’Κεί­να τα παλι­κά­ρια θα πάγαι­ναν στην Αθή­να με το ληω­φο­ρείο να βρουν το τυχε­ρό τους. Αυτή η μαλέ­κω, είπε θα  κάθο­νταν και θα περί­με­νε την κοπέ­λα της, την Πολύ­μνια να την πάρει στο σπίτι.

-Να σε πάω εγώ; Την είχε ρωτή­σει το παι­δί τση Γιώργαινας.

-Να πας στην ευκή του θεου­λά­κη μωρέ γραμ­μέ­νο. Γιά, όπου να είναι­τη έφτα­κε η κοπέ­λα μ’, ξέρει από τα χτες, τού­ει­πε κι έκα­τσε σε μια καρέκλα.

Όσο που έβα­λε μπρος τ’ αυτο­κί­νη­το ο άνθρω­πος και όσο που τον έχα­σε απ’ τα μάτια της, κάθι­σε σ’ εκεί­νη την καρέ­κλα. Αυτή, είχε άλλο με το μελό της.  Σ(χ)ηκώθηκε σάμα­τις από κάρ­βου­να αναμ­μέ­να. Απέ­κει, το πήρε η μαλέ­κω με τα ποδά­ρια και ρώταε ολο­έ­να: «Πού­θε βγαί­νω στη θάλασ­σα παι­δά­κι γραμμένο;»

Κι έφτα­κε, σβα­ρί­ζο­ντας με το σκό­πι, κάτου στο λιμά­νι. Πήγε στην άκρη, έβγα­λε τα παπούτσ(χ)ια, τρά­βη­σε και τις μάλ­λι­νες κάλ­τσες, κάθι­σε κατα­ής, κρέ­μα­σε τα ποδά­ρια άγγι­ξε τ’ αλμυ­ρό νερό. Δεν τόει­χε ξανα­κά­νει. Θάλασ­σα ήκουε, μα θάλασ­σα δεν ήξε­ρε τι ήτα­ντη. Έκλει­σε τα μάτια, ξανα­σκέ­πτη­κε το ήνο­ρο σα να το ’γλε­πε δεύ­τε­ρη φορά.

«Έρθα να σε βρώ, όπως μού παράγ­γει­λες. ’Κους; ’Κού­γω να λες», είπε κάποια στιγ­μή αγριε­μέ­να σα να τη μάλω­νε και κού­νη­σε τα ποδά­ρια της στο νερό θαρ­ρείς και δεν την είχε ακού­σει η θάλασσα.

Κόσμος μαζεύ­ο­νταν, κόσμος διά­βαι­νε, η μαλέ­κω εκεί, πότε κου­βέ­ντια­ζε, πότε είχε αμά­χη με τη θάλασσα.

Ένα περι­στέ­ρι ξεθάρ­ρε­ψε πήγε κοντά της. Έβγα­λε κάτι τρίμ­μα­τα ψωμί από το σακού­λι που κρά­τη­γε, τ’ άπλω­σε το χέρι, έρθε κοντύ­τε­ρα. Στρα­τά­ρι­σε πιο ανέ­φο­βα, την έφε­ρε γύρα, ανέ­βη­κε ψηλά στην ποδιά της, άρχε­ψε, τσι­μπο­λό­γα­γε απ’ την ανοι­χτή χούφτα.

«Τουου, τουου, τουου!» , ακού­στη­κε κάποια στιγ­μή, ανα­τρό­μα­ξε η μαλέ­κω, ανα­τρό­μα­ξε και το περι­στέ­ρι τίνα­ξε τα φτε­ρά, φλετούρισε.

Σ(χ)ήκωσε το γλέμ­μα η Δροσ(χ)ιά. «Ούι θερίο!», έκα­νε με έκπλη­ξη, «πώς να μην τρό­μα­ζε και τ’ άμοι­ρο το που­λί».  Τίνα­ξε τα χέρια κι έρι­ξε τα υπό­λοι­πα τρίμ­μα­τα του ψωμιού στη θάλασσα.

Δώδε­κα και δώδε­κα λεπτά ήταν που έρθε το καρά­βι από την Κέρ­κυ­ρα. Το τελευ­ταίο αυτο­κί­νη­το που βγή­κε, έστρι­ψε αρι­στε­ρά. Στα εκα­τό μέτρα έσβη­σε η μηχα­νή και στα­μά­τη­σε από­το­μα στη μέση του δρό­μου. Κατή­βη­κε ο κυρ Γερά­σι­μος, τ’ άνοι­ξε, κού­νη­σε κάτι καλώ­δια, ξανα­μπή­κε μέσα,  έπια­κε τό τιμό­νι, γύρι­σε το κλει­δί, τίπο­τα. Στο τέλος βόη­θη­σαν δυο άντρες ντε­ρέ­κια, τό ’σπρω­ξαν παρέ­κει να μην εμποδίζει.

«Ω φού­λη! Θέλει συνερ­γείο. Έλα να σε πάω σε κάποιον γνω­στό μου», τού­ει­πε κάποιος.

«Θά ’ρθου­με κι εμείς, μπο­ρεί ν’ αργή­σε­τε. Τι να κάνου­με στο λιμά­νι;», πετά­χτη­κε η γυναί­κα του κυρ Σπύ­ρου κι από­κο­ψε τον λόγο τ’ αντρός.

Την κοί­τα­ξε αυτός, μα απ’ το γλέμ­μα της και μόνο κατα­λά­βαι­νες ποιος είχε το πάνω χέρι.

«Θα μεί­κω εγώ, να προ­σέ­χω τ’ αυτο­κί­νη­το και τα πράγ­μα­τα ωσό­του να γυρί­σε­τε πίσω, δε σκιά­ζο­μαι», έκρι­νε η Δροσ(χ)ιούλα κι έμεικε.

Μια που πήγε λίγα μέτρα κατά πάνω και μια που γύρ­ναε πίσω, έρι­ξε το μάτι της, πρώ­τα σε μια γυναί­κα με ένα κόκ­κι­νο μαντί­λι στο λαι­μό που κάθο­νταν στο παγκά­κι κι είχε ένα παι­δί στην αγκα­λιά κι ένα στην κοι­λιά και μετά στη μαλέ­κω. Τη μαλέ­κω, την πέρα­σε για χαμένη.

Στά­θη­κε, παρα­τή­ρη­σε κάμπο­σο ολο­τρό­γυ­ρα τη Γου­με­νί­τσα. Αλλιώς την είχε φαντα­στεί. Θυμή­θη­κε κου­βέ­ντες τση μάνας. Αλλιώς ήταντη.

«Να ρώτα­γε, τού­τη την γυναί­κα με το κόκ­κι­νο μαντί­λι και τι να τη ρώτα­γε; Να πάει κοντά της, να μην πάει, τι να ’λεγε;» Το σκέ­πτη­κε, της έρθε αντρο­πή, τ’ άφηκε.

Έκα­νε άλλη μια φορά πανή­δρο­μα και κατή­δρο­μα το λιμά­νι, τα ίδια βήμα­τα. Τώρε, τήραε τη μαλέ­κω από κοντά. Της φάνη­κε πως τρα­μπα­λί­ζο­νταν πέρα δώθε σαν καλά­μι και μοιριολόγαε:

Ανά­με­σα στα δυο βου­νά, δυο αδέρ­φια ήταν θαμ­μέ­να / κι ανά­με­σα στα δέντρα του, κλή­μα ήταν φυτρωμένο. 

Το Μάη ανθί­ζει σαν δεντρί, και το Θερ­τή σαν κλή­μα / και το δεκα­πε­νταύ­γου­στο κάνει και τα σταφύλια.

«Η μαύ­ρη, τι έπα­θε!» Τής πόνε­σε.  Αν συλ­λο­γί­ζο­νταν να πέσει στη θάλασ­σα; Να πνι­γεί;  Κρί­μα η δόλια, κρί­μα» , είπε σιγά.

Ύστε­ρα δεν τ’ άντε­ξε. Το ίδιο μοι­ριο­λόι είχε ακού­σει κι από τη μάνα της την Κατέ­ρω. Της γένη­καν τα μάτια αλμυ­ρά, όμοια τη θάλασ­σα που ήγλεπε.

-Ω μαλέ­κω! Τη φώνα­ξε κατό­πιν. Ω μαλέ­κω! Η ζωή είναι­τη γλυ­κιά μωρ’ βάβω και βαβου­λέ­τσω, όσο φαρ­μά­κι και να ’χει, είναι­τη και ψ(χ)ίχα γλυ­κιά σαν ζάχα­ρη. Μην το κάνεις, μαλέ­κω μη, για κάποιον πρέ­πει να ζεις κι εσύ. Βοή­θεια, βοήθειααα!

Ήκου­σε η Δροσ(χ)ιά, γύρι­σε το κεφά­λι τσ’ εκεί. Τήρα­ξε μια κατά την κοπέ­λα, μια κατά τη θάλασ­σα κι έτρι­βε τα μάτια. Τήρα­ξε, ξανα­τή­ρα­ξε, σαστι­σμέ­νη η μαύ­ρη. Μια την κοπέ­λα, μια τη θάλασ­σα κι ανα­με­σό τους, ’κεί­νο το κόκ­κι­νο μαντί­λι της άλλης της γυναι­κός ν’ ανα­βο­σβή­νει σαν αστραπή.

Κάπου τα γρώ­νι­ζε ’κεί­να τα μάγου­λα, κάπου τόει­χε δει ’κεί­νο το στό­μα το ζωγρα­φι­στό σαν κούμπουλο.

Κάπου, μέσα στην καρ­διά της, σ’ ένα χρυ­σό φυλ­λα­ρά­κι είχε φυλά­ξει κάπο­τες τού­το το πρό­σω­πο που φώταε. Για, τα ρόδα ήτα­ντα μπρο­στά της, αμά­ρα­ντα και το στό­μα το ζωγρα­φι­στό σαν κού­μπου­λο κάτι τσή ’κρε­νε.

-Ω μαλέ­κω, έσκυ­ψε και την αγκά­λια­σε και χτύ­παε η καρ­διά να σπάσει.

-Ε, μο κοπε­λί­τσα μου γραμ­μέ­νη… , αναστέναξε.

-Ω μαλέ­κω, Δροσ(χ)ιούλα με λένε, Δροσ(χ)ιούλα. Βορειοη­πει­ρώ­τισ­σα είμαι, από μέσα. Κούς;

-Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, κοπε­λί­τσα μου γραμ­μέ­νη και ζωγρα­φι­στή, της έκρι­νε και της κίνη­σαν πάλε τα μάτια δάκρυα.

Φύση­ξε ο αέρας, θαλασ­σι­νός, πήρε κάτι κίτρι­να φύλ­λα στο διά­βα του.

Τι θάμα ήταν ’κεί­νο παι­δά­κι μ’; Αέρας θαλασ­σι­νός και μύρι­ζε όλο το λιμά­νι τριαντάφυλλα.

«Το δάκρυ, είναι δυο λογιώ, ένα των πονεμένων

   και τ’ άλλο τση συνά­ντη­σης των πολυαγαπημένων», 

ψιθύ­ρι­σαν τα χεί­λη της γυναί­κας με το κόκ­κι­νο μαντί­λι, στα ψιχα­λι­στά μάτια του παι­διού που κρα­τού­σε στην αγκα­λιά της και σίγου­ρα, θα είχε ακού­σει τη μαντι­νά­δα και η τσού­πρα πού είχε στην κοι­λιά. Τόη­ξε­ρε που ήτα­ντη τσού­πρα, τόει­χε ιδεί ήνο­ρο το παιδί.

Με τόσο παρά­πο­νο κινούν τα δάκρυα και γένο­νται ποτά­μια κι αντα­μώ­νουν αλμύ­ρα και θάλασσα…

 

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης

Χαρού­λα Βερίγου

Κέρ­κυ­ρα 5  Νοεμ­βρί­ου 2017

______________________________________________________________________________________________________

Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα.
Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ‘ ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου.Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο