Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χριστούγεννα: Με “χριστόξυλο” και “πάντρεμα της φωτιάς” έδιωχναν τους… καλικάντζαρους και μάθαιναν πότε θα παντρευτούν!

Με κού­τσου­ρα που έκαι­γαν στο τζά­κι στα σπί­τια της ελλη­νι­κής υπαί­θρου, οι άνθρω­ποι ξόρ­κι­ζαν τα κακά πνεύ­μα­τα και εύχο­νταν για τη νέα χρο­νιά, ενώ ακό­μη και η στά­χτη θεω­ρού­ταν “ιερή” και σκορ­πι­ζό­ταν στα χωρά­φια για καλή σοδειά και στους στά­βλους για την ευζω­ία των ζώων αντίστοιχα.

Για το “χρι­στό­ξυ­λο”, το “πάντρε­μα” της φωτιάς με ξύλα από ένα δέντρο με θηλυ­κή ονο­μα­σία και ένα με αρσε­νι­κή, και άλλα έθι­μα που τηρού­νταν στην Ελλά­δα και έχουν σχέ­ση με τη δασο­πο­νία, μίλη­σαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ οι καθη­γη­τές στο Τμή­μα Δασο­πο­νί­ας και Δια­χεί­ρι­σης Φυσι­κού Περι­βάλ­λο­ντος του ΤΕΙ Στε­ρε­άς Ελλά­δας Στρά­τος Αϊδι­νί­δης και Γιώρ­γος Φωτιάδης.

«Το “χρι­στό­ξυ­λο” που καί­γο­ντάς το την παρα­μο­νή Χρι­στου­γέν­νων συμ­βό­λι­ζε τη ζεστα­σιά στο θείο βρέ­φος, αλλά και το διώ­ξι­μο των κακών πνευ­μά­των, εντάσ­σε­ται στα έθι­μα της χώρας μας, τα οποία συν­δέ­ο­νται με την ύπαι­θρο. Επει­δή όλα τα σπί­τια τις περα­σμέ­νες δεκα­ε­τί­ες ζεσταί­νο­νταν με τζά­κια, οι νοι­κο­κυ­ραί­οι διά­λε­γαν ένα μεγά­λο ξύλο από είδος δέντρου που είχαν στην περιο­χή τους- το χρι­στό­ξυ­λο- και το έκαι­γαν την παρα­μο­νή των Χρι­στου­γέν­νων» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Αϊδι­νί­δης. Βέβαια, σύμ­φω­να με κατα­γρα­φές για το έθι­μο του χρι­στό­ξυ­λου, το ξύλο έπρε­πε να καί­ει μέχρι τα Φώτα, κάτι που όμως, σύμ­φω­να με τον καθη­γη­τή, “είναι αδύνατο”.

«Πριν βάλουν το κού­τσου­ρο στη φωτιά, το οποίο προ­ερ­χό­ταν από είδος που αντέ­χει περισ­σό­τε­ρο στη φωτιά όπως δρυ, πουρ­νά­ρι ή ελιά, καθά­ρι­ζαν σχο­λα­στι­κά το τζά­κι, ακό­μη και την καμι­νά­δα. Σε κάποιες δε περιο­χές, έβα­ζαν ξύλα από δέντρα που βγά­ζουν αγκά­θια, σαν την αγριο­α­χλα­διά για να “απο­μα­κρύ­νουν καλύ­τε­ρα τα κακά πνεύ­μα­τα που στις γιορ­τές απο­κα­λού­με καλι­κάν­τζα­ρους”» περι­γρά­φει ο κ. Αϊδι­νί­δης. Όταν και­γό­ταν εντε­λώς το χρι­στό­ξυ­λο, που σε κάποιες περιο­χές της βόρειας Ελλά­δας απο­κα­λού­σαν και “δωδε­κα­με­ρί­τη”, μάζευαν τις στά­χτες του και τις σκορ­πού­σαν γύρω από το σπί­τι, στα χωρά­φια τους και στους στά­βλους για καλοτυχία.

Στη Θεσ­σα­λία και στη Στε­ρεά Ελλά­δα τηρού­σαν το έθι­μο του παντρέ­μα­τος της φωτιάς, όπου αντί για ένα ξύλο, διά­λε­γαν ένα από είδος δέντρου με αρσε­νι­κό όνο­μα και ένα με θηλυ­κό, προ­κει­μέ­νου να συμ­βο­λί­ζουν το ζευ­γά­ρι του σπι­τιού και τα άνα­βαν μαζί.

«Το ιδιαί­τε­ρο είναι ότι σε κάποιες περιο­χές έβα­ζαν και ένα τρί­το ξύλο από οποιο­δή­πο­τε είδος που συμ­βό­λι­ζε τον… κου­μπά­ρο» συμπλη­ρώ­νει ο καθη­γη­τής, προ­σθέ­το­ντας ότι στο πάντρε­μα της φωτιάς, ακο­λου­θού­σαν επί­σης ένα συγκε­κρι­μέ­νο τελετουργικό.

«Προ­τού βάλουν τα ξύλα, τα “σταύ­ρω­ναν” τρεις φορές με λίγο κόκ­κι­νο κρα­σί ή λάδι και έρι­χναν ξηρούς καρ­πούς για να πάει καλά η σοδειά. Όταν άνα­βαν τα ξύλα, έκα­ναν ευχές και ένα παι­δί μπο­ρού­σε στη συνέ­χεια να σκα­λί­σει τη φωτιά με ένα κλα­δί και να κάνει και αυτό τις δικές του ευχές. Παράλ­λη­λα, σε διά­φο­ρες περιο­χές έβα­ζαν πάνω στα κού­τσου­ρα πουρ­νά­ρια ή φύλ­λα δάφ­νης, για να “τσι­τσι­ρί­ζει” η φωτιά και να διώ­χνει τα κακά πνεύματα».

Το καμένο ξύλο “μιλούσε” για την παντρειά!

Σύμ­φω­να με τον κ. Αϊδι­νί­δη, στη Θεσ­σα­λία, τα αγό­ρια έρι­χναν στη φωτιά ξύλο αρκεύ­θου και τα κορί­τσια αγριο­κε­ρα­σιάς και περί­με­ναν ποιο θα καεί γρη­γο­ρό­τε­ρα για να ξέρουν ποιος θα παντρευ­τεί πρώ­τα! Στη Φθιώ­τι­δα, την παρα­μο­νή των Χρι­στου­γέν­νων έκα­ναν το “αρρα­βώ­νια­σμα της φωτιάς” με δύο ξύλα και την Πρω­το­χρο­νιά, με άλλα δύο ξύλα, προ­χω­ρού­σαν στο “πάντρε­μα”. Όσο για το “αρσε­νι­κό” ή “θηλυ­κό” είδος δέντρου, αυτό εξαρ­τιό­ταν και από τις ντό­πιες ονο­μα­σί­ες με χαρα­κτη­ρι­στι­κό παρά­δειγ­μα τη δρυ που στη βόρεια Ελλά­δα απο­κα­λούν “μεσέ” και στη νότια απο­κα­λεί­ται “ο δέντρος”.

Με αναμ­μέ­να πουρ­νά­ρια φώτι­ζαν τον δρό­μο τους στις επι­σκέ­ψεις στους γεί­το­νες, κατά τη διάρ­κεια των εορ­τών, κάτοι­κοι σε χωριά της Ηπεί­ρου, συμ­βο­λί­ζο­ντας τη φωτιά που άνα­ψαν όσοι θέλη­σαν να επι­σκε­φθούν τον Χρι­στό το βρά­δυ της γέν­νη­σής του.

«Όσοι ήθε­λαν να επι­σκε­φθούν συγ­χω­ρια­νούς τους για τα “χρό­νια πολ­λά”, έκο­βαν και άνα­βαν πουρ­νά­ρια στο δρό­μο» εξη­γεί, σημειώ­νο­ντας ότι οι φωτιές έπρε­πε να είναι μυρω­δά­τες και με κρό­το και γι΄αυτό και χρη­σι­μο­ποιού­σαν ανά­λο­γα είδη ξύλου.

Από την αρχαία Ελλάδα στόλιζαν κλαδιά

«Οι αρχαί­οι Έλλη­νες στό­λι­ζαν το ιερό δέντρο του Δία, την βελα­νι­διά κρε­μώ­ντας φρού­τα και καρ­πούς. Στην Ελλά­δα, το έθι­μο του στο­λι­σμού του χρι­στου­γεν­νιά­τι­κου έλα­του, έφε­ρε ο Όθω­νας στο­λί­ζο­ντας το πρώ­το δέντρο στα ανά­κτο­ρα το 1833” ανα­φέ­ρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επί­κου­ρος καθη­γη­τής του Τμή­μα­τος Δασο­πο­νί­ας Γιώρ­γος Φωτιάδης.

«Μαζί με την αστυ­φι­λία», διευ­κρι­νί­ζει, «ξεχά­στη­καν και όλες οι παρα­δό­σεις που είχαν να κάνουν με τον στο­λι­σμό των σπι­τιών την εορ­τα­στι­κή περίοδο».

«Χρη­σι­μο­ποιού­σαν για το στό­λι­σμα δέντρα και θάμνους από την περιο­χή τους: στην Κερ­κί­νη στό­λι­ζαν κέδρους (αρκεύ­θους), στη Ρόδο κυπα­ρίσ­σια που έκο­βαν με ειδι­κή άδεια του δασαρ­χεί­ου και στη Μυτι­λή­νη, ελιές. Στα­δια­κά βέβαια, όλα αυτά τα έθι­μα εξα­λεί­φθη­καν και αντι­κα­τα­στά­θη­καν τα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα στο­λι­σμέ­να δέντρα από τα έλα­τα που “ταί­ρια­ζαν” σε ένα δια­μέ­ρι­σμα, αντί για ένα πλα­τύ­φυλ­λο δέντρο» εξη­γεί ο κ.Φωτιάδης. Όσο για το άναμ­μα της φωτιάς που συν­δέ­ο­νταν με τα έθι­μα του χρι­στό­ξυ­λου, του “παντρέ­μα­τος” ή των κλα­δα­ριών, δηλώ­νει ότι όλα αυτά, πέρα του εξα­γνι­σμού, σχε­τί­ζο­νταν και με τον ερχο­μό της άνοι­ξης ενώ όπως εκτι­μούν και οι δύο καθη­γη­τές, όλα αυτά τα έθι­μα έχουν σχε­δόν εξαλειφθεί.

Πηγή: ΑΠΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο