Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χριστούγεννα 1954: Κυκλοφορεί η «Επιθεώρηση Τέχνης» (1ο)

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ: το ιστο­ρι­κό μηνιαίο περιο­δι­κό γραμ­μά­των και τεχνών που πρω­το­κυ­κλο­φό­ρη­σε πριν 65 χρό­νια, τα Χρι­στού­γεν­να του 1954 — και έκλει­σε με την επι­βο­λή της στρα­τιω­τι­κής αμε­ρι­κα­νό­πνευ­στης χού­ντας των συνταγματαρχών.

Επιθεώρηση Τέχνης logo Header

146 τεύ­χη, το 147ο ‑3ο / 1967 κατα­σχέ­θη­κε και κατα­στρά­φη­κε από την Ασφά­λεια στο τυπο­γρα­φείο και δεν κυκλο­φό­ρη­σε ποτέ.
Πάνω από 11.000 λογο­τε­χνι­κές σελί­δες κοι­νω­νι­κού προ­βλη­μα­τι­σμού, ολό­κλη­ρη εγκυ­κλο­παί­δεια με τη χρο­νο­σφρα­γί­δα της μετα­πο­λε­μι­κής πνευ­μα­τι­κής ζωής της Ελλάδας.

Τέχνης εκδότης διευθυντής Νίκος Σιαπκίδης Κυκλο­φο­ρώ­ντας στο μετεμ­φυ­λια­κό κλί­μα, που στιγ­μα­τί­στη­κε εκεί­νη τη χρο­νιά με την εκτέ­λε­ση — δολο­φο­νία του Νίκου Πλου­μπί­δη από το αστι­κό κρά­τος, εκδό­της-διευ­θυ­ντής εμφα­νί­ζο­νταν ο αρχι­τέ­κτο­νας Νίκος Σιαπ­κί­δης αλλά στην «αφα­νή» συντα­κτι­κή επι­τρο­πή, υπήρ­χαν ‑κόκ­κι­νο πανί, όλα τα μεγά­λα παλιά και νέα ονό­μα­τα, μετα­ξύ των οποί­ων Μάρ­κος Αυγέ­ρης, Νικη­φό­ρος Βρετ­τά­κος, Χ. Θεο­δω­ρί­δης, Π. Ειρη­ναί­ος, Γιάν­νης Τσα­ρού­χης, Νίκος Παπα­πε­ρι­κλής, Τάσ­σος Βουρ­νάς, Δημή­τρης Δεσπο­τί­δης, Κώστας Κου­λου­φά­κος Τάσ­σος Λει­βα­δί­της Φοί­βος Ανω­γεια­νά­κης Διο­νυ­σία Μπι­τζι­λέ­κη, Γιώρ­γος Παπα­λε­ο­νάρ­δος, Τίτος Πατρί­κιος, Γιώρ­γος Σίμος (Γ. Πετρής), Πορ­φυ­ρής Κονί­δης (Κ. Πορ­φύ­ρης), Δημή­τρης Ραυ­τό­που­λος και δεκά­δες άλλοι έλλη­νες και ξένοι, άνθρω­ποι των γραμ­μά­των και των τεχνών, της αρχι­τε­κτο­νι­κής και γενι­κά της ανθρώ­πι­νης δημιουργίας.

Επιθεώρηση Τέχνης Από μήνα σε μήνα

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ

Το περιο­δι­κό τού­το νομί­ζει πώς δεν χρειά­ζο­νται προ­γραμ­μα­τι­κές δηλώ­σεις για τη σημε­ρι­νή έκδο­ση του. Για κάθε αλη­θι­νό φιλό­τε­χνο και καλ­λι­τέ­χνη είναι αισθη­τό αυτό τον και­ρό πώς λεί­πει ένα καλ­λι­τε­χνι­κό περιο­δι­κό πού ν’ απλώ­νει τη ματιά του ισό­με­ρα σ’ όλους τους κλά­δους της τέχνης και ταυ­τό­χρο­να να πλου­τί­ζει το ανα­γνω­στι­κό του κοι­νό μ’ ένα γόνι­μο αισθη­τι­κό και φιλο­σο­φι­κά στο­χα­σμό. Τέτοια είναι ή επι­δί­ω­ξη της «Επι­θε­ώ­ρη­σης Τέχνης». Δηλα­δή να στα­θεί ένα περιο­δι­κά μελέ­της της τέχνης και προ­βο­λής καλής ποιό­τη­τας καλ­λι­τε­χνη­μά­των του λόγου. Με τη δρα­στη­ριό­τη­τα του αυτή απο­βλέ­πει να δημιουρ­γή­σει γύρω του μια κίνη­ση ζωντα­νή και ανυ­ψω­τι­κή για τη στάθ­μη των γραμ­μά­των και της Τέχνης στη χώρα μας.

Η «Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης» θ’ αγω­νι­στεί για όλα τα εκκρε­μή εκπο­λι­τι­στι­κά προ­βλή­μα­τα του τόπου, όπως το εκπαι­δευ­τι­κό, ο τερ­μα­τι­σμός της διγλωσ­σί­ας με την επι­βο­λή της δημο­τι­κής, η ανύ­ψω­ση του μορ­φω­τι­κού επι­πέ­δου της επαρ­χί­ας, η κατε­δά­φι­ση των οικο­νο­μι­κών και άλλων τει­χών πού στέ­κουν μπρο­στά στους νέους και τους εμπο­δί­ζουν να προ­χω­ρή­σουν στη μόρ­φω­σή τους ανά­λο­γα με τις κλί­σεις τους.

Δεν θα διστά­ζει ακό­μα να εκφρά­σει με ειλι­κρί­νεια και ευθύ­νη τη γνώ­μη της πάνω σ’ όλα τα προ­βλή­μα­τα, γεγο­νό­τα ή πρό­σω­πα κατευ­θύ­νο­ντας όλες τις από­ψεις της προς τα ζητή­μα­τα αυτά, για να τις ξανοί­ξει πάλι σα δέσμη φωτός προς το ιδε­ώ­δες ενός και­νούρ­γιου ουμα­νι­σμού πού πλά­θε­ται στις μέρες μας.

Η ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ

Οι στή­λες αυτές αισθά­νο­νται την ανά­γκη να ρίξουν την πρώ­τη ματιά τους στο πρό­βλη­μα της γλώσ­σας. Ιδιαί­τε­ρα στο μιχτό κατα­σκεύ­α­σμα πού σερ­βί­ρε­ται στα ανα­γνώ­σμα­τα του δημο­τι­κού σχο­λεί­ου. Δια­βά­ζο­ντας κανείς τα ανα­γνώ­σμα­τα αυτά βλέ­πει όχι μόνο λεκτι­κούς τύπους πού δεν είναι ούτε καθα­ρεύ­ου­σα μα ούτε και δημο­τι­κή αλλά και μια ορθο­γρα­φία σαν να μη βγή­κε ποτέ στον τόπο αυτό μια γραμ­μα­τι­κή της δημοτικής.

Κι όμως πολύ­χρο­νες και πολύ­μο­χθες προ­σπά­θειες έγι­ναν από αξιό­λο­γους επι­στή­μο­νες της γλώσ­σας και πολ­λές γραμ­μα­τι­κές της δημο­τι­κής βγή­καν ως σήμερα.

Δε μπο­ρεί λοι­πόν το Κρά­τος να μένει τυφλό και κου­φό στα διδάγ­μα­τα της λαμπρής σει­ράς γλωσ­σο­λό­γων σαν το Χατζη­δά­κι, Τρια­ντα­φυλ­λί­δη, Γιαν­νί­δη, Φιλέ­τα, Καρ­θαίο κ.ά. πού μόχθη­σαν να φωτί­σουν το έθνος πώς θα γιά­νει το καρ­κί­νω­μα της διγλωσ­σί­ας που το κρα­τά­ει σε πνευ­μα­τι­κό μαρασμό.
Για­τί το πρό­βλη­μα της γλώσ­σας είναι αντι­κεί­με­νο επι­στη­μο­νι­κής έρευ­νας και πρω­τερ­γά­τες αυτής της έρευ­νας είναι οι γλωσ­σο­λό­γοι κι όχι οι γλωσ­σα­μύ­ντο­ρες των αρχαί­ων ελλη­νι­κών του ‘Αθή­νη­σι πανεπιστημίου.
Το κρα­τι­κό πρό­γραμ­μα σπου­δής που τεί­νει να διαιω­νί­σει τη διγλωσ­σία με την επι­βο­λή της καθα­ρεύ­ου­σας δεν κατα­λα­βαί­νει ότι εκτί­θε­ται στην υπο­ψία ότι επι­βάλ­λει ένα δύσχρη­στο γλωσ­σι­κό όργα­νο για να κρα­τά­ει σε αμά­θεια τον κόσμο παρά για να τον μορφώνει.

ΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΙ ΣΥΛΛΟΓΟΙ

Υπάρ­χει ένας ολό­κλη­ρος κατά­λο­γος επω­νυ­μιών λογο­τε­χνι­κών σωμα­τεί­ων με προ­ε­δρεία, γρα­φεία, καρέ­κλες, συνε­δριά­σεις και καφέ­δες, δια­λέ­ξεις δια­φη­μι­στι­κές και επι­μνη­μό­συ­νες και τα τέτοια. Κι όμως ή κοι­νω­νι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα των πνευ­μα­τι­κών αυτών οργα­νώ­σε­ων εκτός ελα­χί­στων εξαι­ρέ­σε­ων είναι σχε­δόν ανύ­παρ­χτη, ίσως σαν κάτι παρα­κα­τια­νό ή ξένο προς τα καθή­κο­ντα τους.
Δια­βά­ζου­με κάθε τόσο στον καθη­με­ρι­νό τύπο ότι το τάδε λογο­τε­χνι­κό σωμα­τείο οργα­νώ­νει δια­λέ­ξεις για το έργο του άλφα ή του βήτα ποι­η­τή ή συγ­γρα­φέα σαν να είναι αυτός ό μόνος τρό­πος για να γνω­ρί­σει το ελλη­νι­κό κοι­νό τη λογο­τε­χνία μας και τούς άξιους εκπρό­σω­πους της.
Δεν δια­βά­ζου­με όμως ούτε απο­φά­σεις τους για τούς τρό­πους διά­δο­σης του ελλη­νι­κού βιβλί­ου, ούτε δια­βή­μα­τα τους προς τους αρμό­διους για την ίδρυ­ση λαϊ­κών βιβλιο­θη­κών στην ελλη­νι­κή επαρ­χία και την υπο­στή­ρι­ξη του λογο­τε­χνι­κού περιο­δι­κού τύπου.
Δεν δια­βά­ζου­με δια­μαρ­τυ­ρί­ες τους για τις αναρ­μό­διες επεμ­βά­σεις στο έργο ενός Καζαν­τζά­κη και άλλες παρό­μοιες και χει­ρό­τε­ρες εκδη­λώ­σεις «πνευ­μα­τι­κού μακαρ­θι­σμού». Είναι και­ρός όμως τα σωμα­τεία αυτά να νιώ­σουν τον αλη­θι­νό προ­ο­ρι­σμό τους και να μη γίνο­νται αυτά τα ίδια με τη στά­ση τους ή αιτία της απο­ξέ­νω­σης και αδια­φο­ρί­ας του μεγά­λου κοι­νού από τον κόσμο της λογοτεχνίας.
Πρέ­πει να νιώ­σουν πως δεν κάνουν «πολι­τι­κή» όταν εκπλη­ρώ­νουν τον κοι­νω­νι­κό τους προ­ο­ρι­σμό. Και προ­ο­ρι­σμός τους είναι όχι μόνο να συν­δι­κα­λί­ζουν τους λογο­τέ­χνες αλλά και να γίνουν τα οχυ­ρά των πνευ­μα­τι­κών ελευ­θε­ριών του ελλη­νι­κού λαού.

ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ

Ο τιμη­θείς πρό­σφα­τα με το Βρα­βείο Νόμπελ αμε­ρι­κα­νός συγ­γρα­φέ­ας Χεμιν­γουαίη γρά­φει σ’ επι­στο­λή του προς την Σου­η­δι­κή Ακα­δη­μία πού απο­νέ­μει το βρα­βείο αυτό:

«Κανείς συγ­γρα­φέ­ας πού ξέρει πόσοι μεγά­λοι συγ­γρα­φείς δεν τιμή­θη­καν με το Βρα­βείο αυτό δεν μπο­ρεί να το δεχτεί με αίσθη­μα διά­φο­ρο της ταπει­νο­φρο­σύ­νης. Δεν υπάρ­χει ανά­γκη να ανα­φέ­ρω τους συγ­γρα­φείς αυτούς. Καθέ­νας πού βρί­σκε­ται δώ μπο­ρεί να καταρ­τί­σει το δικό του κατά­λο­γο ανά­λο­γα με τις γνώ­σεις του και σύμ­φω­να με τη συνεί­δη­ση του».

Πρέ­πει να εκτι­μή­σει κανείς την ειλι­κρί­νεια του ανδρός. Αλλά παράλ­λη­λα να παρα­τη­ρή­σει και την ανε­πάρ­κεια της. Για­τί ο συγ­γρα­φέ­ας του «Για ποιόν χτυ­πά­ει ή καμπά­να» δε μας λέει ποια είναι η αιτία πού το Βρα­βείο Νόμπελ δε χορη­γεί­ται σε τόσους άλλους μεγά­λους συγ­γρα­φείς. Η δική μας πικρή πεί­ρα από την ματαί­ω­ση της υπο­ψη­φιό­τη­τας του Σικε­λια­νού για το Βρα­βείο Νόμπελ καθώς κι η λαμπρή σει­ρά κορυ­φαί­ων προ­ο­δευ­τι­κών συγ­γρα­φέ­ων που μάταια περι­μέ­νει κανείς κάθε χρό­νο πώς μπο­ρεί να πέσει και σ΄ αυτούς ή προ­τί­μη­ση της Σου­η­δι­κής Ακα­δη­μί­ας, μας εχει κάνει ν΄ αμφι­σβη­τού­με πια στο Βρα­βείο αυτό το ρόλο του αντι­κει­με­νι­κού τιμη­τή των αρι­στουρ­γη­μά­των της παγκό­σμιας λογοτεχνίας.

Τα περιε­χό­με­να του 1ου τεύ­χους ‑που στην πορεία ανα­βαθ­μί­στη­καν και εμπλου­τί­στη­καν, δίνουν μια εικό­να του βάθους παρέμ­βα­σης σε ένα ευρύ φάσμα κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κών θεμά­των ‑πέρα από θέμα­τα τέχνης, αυτά καθεαυτά

▪️-Χ. Θεο­δω­ρί­δης: Ο πόλε­μος κατά του λογι­κού (μελέ­τη)
▪️-Νικη­φό­ρος Βρετ­τά­κος: Τρία Ποιήματα
▪️-Antre Lurcat: Αρχι­τε­κτο­νι­κή και κοι­νω­νι­κή πραγματικότητα
▪️-Π. Ειρη­ναί­ος: Ο υπ. αριθμ. 215 ίππος ελά­σε­ως (διή­γη­μα)
▪️-Μάρ­κος Αυγέ­ρης: Θεω­ρη­τι­κά στοι­χεία της κρι­τι­κής (μελέ­τη)
▪️-Κ. Κου­λου­φά­κος: Η ποί­η­ση του Λόρκα
▪️-Φ. Γκαρ­θία Λόρ­κα: Οχτώ ποιήματα
▪️-Ειρή­νη Γαλα­νού: Τέλος (διή­γη­μα)
▪️-Bernard Dorival: Ανρύ Ματίς (η ζωή και το έργο του)
▪️-Albet Soboul: Η τέχνη των εθνι­κών γιορτών
▪️-Γιάν­νης Τσα­ρού­χης, Άγις Θέρου: Λαϊ­κή παρά­δο­ση, κοι­νό και η Τέχνη (συνε­ντεύ­ξεις)
▪️-Βασί­λης Μιχαη­λί­δης: Η Κύπρος στην Μάναν της (ποί­η­μα)
▪️-Δ. Λιπέρ­της: Στην Μάνα μας (ποί­η­μα)
Από μήνα σε μήνα:
▪️-Η Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης: Με λίγα λόγια — Το Κυπρια­κό — Η διγλωσ­σία — Οι λογο­τε­χνι­κοί σύλ­λο­γοι — Το Βρα­βείο Νόμπελ (σημειώ­μα­τα)
▪️-Χρ. Λεβα­ντά: Τα βιβλία, οι άνθρω­ποι, οι ιδέ­ες (ένας απο­λο­γι­σμός του 1954)
🔹 Κρι­τι­κή Βιβλί­ου:
▪️-Τάσου Βουρ­νά: Τ. Αθα­να­σιά­δη: Μάρ­μω Παν­θέ­ου (μυθι­στό­ρη­μα)
▪️-Κ. Κου­λου­φά­κου: Δ. Φρα­γκό­που­λου: Ποι­ή­μα­τα — Β. Λεο­ντά­ρη: Γενι­κή Αίσθη­ση (ποι­ή­μα­τα)
🔹 Το Θέα­τρο:
▪️-Πανα­γή Σολω­μού: Τι παί­ζουν τα θέα­τρα (κρι­τι­κή)
🔹Μου­σι­κή:
▪️-Νίκου Παγκά­λη: Οι τελευ­ταί­ες συναυ­λί­ες (κρι­τι­κή)
🔹 Εικα­στι­κές τέχνες:
▪️-Χ. Γιάν­νη: Η έκθε­ση του κ. Ορφανίδη

Ατέχνως info

Η σωστή διά­στα­ση της «Επι­θε­ώ­ρη­σης», δεν μπο­ρεί παρά να προ­κύ­πτει από την ίδια τη θέση του δια­νο­ού­με­νου στην αστι­κή κοι­νω­νία:

Ο στόχος για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων από την αστική ιδεολογία, συνδέεται με τη δική τους καθημερινή, ηρωική πολλές φορές, δράση ώστε να γίνουν κτήμα των ανθρώπων του μόχθου, όλες οι κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού στην ιστορική εξέλιξη, τις οποίες σκόπιμα και συνειδητά με τους ταξικούς φραγμούς στερεί η άρχουσα τάξη.

Η σχέ­ση του Κόμ­μα­τος της εργα­τι­κής τάξης, του ΚΚΕ ‑από την ίδρυ­σή του ακό­μη, με τη γνώ­ση, τη μόρ­φω­ση, την εκπαί­δευ­ση, τον πολι­τι­σμό και την καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία είναι άρρη­κτη, αφού το ίδιο ως κόμ­μα, ενσαρ­κώ­νει τη σύν­δε­ση της επα­να­στα­τι­κής κοσμο­θε­ω­ρί­ας με το εργα­τι­κό κίνημα.

Όπως είπα­με παρα­πά­νω η «Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης» κυκλο­φό­ρη­σε από τα Χρι­στού­γεν­να του 54 μέχρι την Απρι­λια­νή χού­ντα το 1967. Σε τι κατά­στα­ση ήταν το Κόμ­μα και το κίνη­μα σε αυτή την περί­ο­δο; Το μετεμ­φυ­λια­κό κλί­μα, στο φόρ­τε του (εξο­ρί­ες, φυλα­κές, εκτέ­λε­ση — δολο­φο­νία Μπε­λο­γιάν­νη — Πλου­μπί­δη κά). 20ο συνέ­δριο ΚΚΣΕ, διά­λυ­ση κομ­μα­τι­κών οργα­νώ­σε­ων του ΚΚΕ, δου­λειά στην ΕΔΑ κλπ.

Με άλλα λόγια υπο­κει­με­νι­κός παρά­γο­ντας κάτω από τις ανά­γκες, με ό,τι αυτό μπο­ρεί να σημαί­νει για την εργα­τι­κή πρω­το­πο­ρία και για τη σχέ­ση της με το συγκε­κρι­μέ­νο κοι­νω­νι­κό στρώ­μα (δια­νό­η­ση)

Και αυτό ανε­ξάρ­τη­τα από το γεγο­νός ότι κανέ­να άλλο κόμ­μα δε συσπεί­ρω­σε στις γραμ­μές του τόσο άξιους και ταλα­ντού­χους ανθρώ­πους των γραμ­μά­των, της τέχνης και του πολι­τι­σμού, τόσους προ­ο­δευ­τι­κούς δια­νο­ού­με­νους, που συνύ­φα­ναν στο έργο τους τις καλύ­τε­ρες πολι­τι­στι­κές παρα­δό­σεις του λαού μας, έδω­σαν σ’ αυτές τις παρα­δώ­σεις νέες μορ­φές, νέα ιδε­ο­λο­γι­κή σημα­σία και λάμπρυ­ναν με το έργο τους το όνο­μα της χώρας μας σε ολό­κλη­ρο τον κόσμο.

Αυτή τη σχέ­ση του ΚΚΕ με τη γνώ­ση, τη μόρ­φω­ση, με την προ­ο­δευ­τι­κή δια­νό­η­ση γενι­κό­τε­ρα, την απο­τύ­πω­σε θαυ­μά­σια ο Δ. Γλη­νός σε επι­φυλ­λί­δα του “Ριζο­σπά­στη” την Πρω­το­χρο­νιά του 1934:

«Κατη­γο­ρούν τον κομ­μου­νι­σμό ότι σκο­τώ­νει το Πνεύ­μα, την Τέχνη, το Λόγο, και κάθε υψη­λό φανέ­ρω­μα του νου.
✔️  Η κατη­γο­ρία αυτή είναι ολό­τε­λα γελοία, είναι αλη­θι­νή συκοφαντία.
✔️  Από τη μια μεριά ο προ­λε­τα­ρια­κός πολι­τι­σμός, όντας η δια­λε­χτι­κή άρνη­ση του αστι­κού πολι­τι­σμού, περιέ­χει κάθε τι το καλό και κάθε βιώ­σι­μο στοι­χείο που έχει δημιουρ­γή­σει ο αστι­κός πολι­τι­σμός και συνά­μα είναι μια νέα θέση που δημιουρ­γεί στοι­χεία τελειό­τε­ρα, που θα ξεπε­ρά­σει τα προηγούμενα.
Και αυτό που μας το λέει 
η θεω­ρία μας μας το έδω­σε κιό­λας αντι­κει­με­νι­κά πιστο­ποι­η­μέ­νο η ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη».

Ακο­λου­θεί 2ο μέρος

 

Επι­μέ­λεια  Ομά­δα ¡H.lV.S!

Επι­κοι­νω­νία — [ FaceBook |>1<|-|>2<| ] — Blog

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο