Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χωρίς Μέτρο \ Whiplash

Την ξανά­δα­με ευχά­ρι­στα στην ΕΡΤ χτες βρά­δυ _Μία ται­νία για την τζαζ που παρα­κο­λου­θείς όπως το τελευ­ταίο 5λεπτο ενός ποδο­σφαι­ρι­κού ντέρ­μπι – μελέ­τη της 7ης Τέχνης στην προ­βλη­μα­τι­κή συλ­λο­γι­κή ηθι­κή της επι­τυ­χί­ας στην αστι­κή κοι­νω­νία του κικρο­κό­σμου μας. Ενα μικρό indie hit έφτα­σε να διεκ­δι­κεί τη θέση του στην οσκα­ρι­κή κούρ­σα, με έναν πραγ­μα­τι­κό jazzman της υπο­κρι­τι­κής, τον Τζέι Κέι Σίμονς, που ανά­γκα­σε, επι­τέ­λους, το Χόλι­γουντ να υποκλιθεί.

Παρα­γω­γής 2014, σε σκη­νο­θε­σία και σενά­ριο του Ντά­μιεν Σαζέλ. Η ται­νία αφη­γεί­ται την ιστο­ρία ενός νέου και ταλα­ντού­χου ντρά­μερ, ο οποί­ος φοι­τά σε ένα από τα καλύ­τε­ρα μου­σι­κά σχο­λεία της χώρας. Η πρε­μιέ­ρα της ται­νί­ας πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στο δια­γω­νι­στι­κό τμή­μα του Κινη­μα­το­γρα­φι­κού Φεστι­βάλ του Σάντανς το 2014 και απο­τέ­λε­σε την εναρ­κτή­ρια του φεστι­βάλ. Απέ­σπα­σε εξαι­ρε­τι­κά σχό­λια από τους κρι­τι­κούς και έλα­βε πέντε υπο­ψη­φιό­τη­τες για Όσκαρ, ανά­με­σά τους για Καλύ­τε­ρη Ται­νία και Δια­σκευα­σμέ­νου Σενα­ρί­ου κερ­δί­ζο­ντας τα Όσκαρ Β’ Ανδρι­κού Ρόλου, Μοντάζ και Μίξης Ήχου.

O 19χρονος Άντριου είναι ένας ταλα­ντού­χος ντρά­μερ, ένας από τους καλύ­τε­ρους σπου­δα­στές στο «Shaffer Conservatory» της Νέας Υόρ­κης. Πει­σμα­τά­ρης και φιλό­δο­ξος, στα όρια του αλα­ζο­νι­κού, ονει­ρεύ­ε­ται μεγά­λα, τερά­στια όνει­ρα: δε θα συμ­βι­βα­στεί με την μετριό­τη­τα, όπως ο καθη­γη­τής Γυμνα­σί­ου φιλό­λο­γος πατέ­ρας του. Ή με μια μικρο­α­στι­κή δήθεν καριέ­ρα, όπως τα κομπα­σμέ­να ξαδέλ­φια του. Εκεί­νος είναι καλ­λι­τέ­χνης. Θα γίνει ο καλύ­τε­ρος. Θα γρά­ψει ιστο­ρία. Θα δου­λέ­ψει σκλη­ρά και θα κερ­δί­σει μία θέση στην ορχή­στρα του Τέρενς Φλέ­τσερ — του δια­βό­η­του μαέ­στρου της τζαζ, του καθη­γη­τή που όλοι στη σχο­λή σέβο­νται και τρέ­μουν ταυ­τό­χρο­να. Αν σε επι­λέ­ξει ο Φλέ­τσερ, αν αντέ­ξεις τα καψό­νια και τη σκλη­ρή του αγά­πη, τότε ένας μεγά­λος δρό­μος ανοί­γε­ται μπρο­στά σου. Ο Άντριου αισθά­νε­ται ανί­κη­τος, δυνα­τός. Κι ο Φλέ­τσερ όντως τον επι­λέ­γει. Πρό­σε­ξε τι εύχε­σαι λένε οι σοφοί αυτού του κόσμου. Για­τί ο δρό­μος προς την επι­τυ­χία είναι στρω­μέ­νος με αίμα, δάκρυα και ιδρώ­τα. Κυριολεκτικά.

H ται­νία του Ντά­μιεν Σαζέλ βασί­στη­κε στην ανά­πτυ­ξη της ομώ­νυ­μης («Whiplash», 2013) μικρού μήκους του και ξεπέ­ρα­σε κάθε προσ­δο­κία: βρα­βεία στο Sundance, γύρος του θριάμ­βου σε κάθε φεστι­βάλ του πλα­νή­τη όπου απο­σπού­σε ομό­φω­να δια­κρί­σεις — υπο­ψη­φιό­τη­τες για Χρυ­σές Σφαί­ρες, BAFTA, Οσκαρ κλπ.

Καθό­λου άδι­κα. Ο 29χρονος σκη­νο­θέ­της, ο οποί­ος μικρό­τε­ρος υπήρ­ξε κι αυτός φιλό­δο­ξος ντρά­μερ (μάλι­στα λέγε­ται ότι ο χαρα­κτή­ρας του Φλέ­τσερ βασί­ζε­ται στον δικό του καθη­γη­τή μου­σι­κής στο γυμνά­σιο), συν­θέ­τει μία ται­νία ηλε­κτρι­σμέ­νης έντα­σης και λεπτών δια­κρι­τι­κών απο­χρώ­σε­ων, συνά­μα. Αναρ­χη και από­λυ­τα πει­θαρ­χη­μέ­νη. Με δαι­μο­νι­σμέ­νο ρυθ­μό και σκε­πτό­με­νες ανά­σες. Με στι­λι­ζα­ρι­σμέ­νη αισθη­τι­κή, πόρω­ση, πάθος, αλλά και μια μεστή ουσια­στι­κή σιω­πή από κάτω, να την κου­βα­λάς και να σε προ­βλη­μα­τί­ζει. Ο Σαζέλ σκη­νο­θε­τεί σαν να έχει ενορ­χη­στρώ­σει ένα κινη­μα­το­γρα­φι­κό τζαζ αυτο­σχε­δια­σμό κι ο ίδιος. Το βλέ­πεις να ανα­δι­πλώ­νε­ται μπρο­στά σου, κι ό,τι μπο­ρεί να νομί­ζεις άμε­τρο, είναι υπο­λο­γι­σμέ­νο στην ακρι­βή του νότα.

Η μου­σι­κή στον κεντρι­κό άξο­να της ται­νί­ας, είναι η καρ­διά της, αλλά και η μεγά­λη της αφορ­μή. Για­τί από την μία μεριά, η αγά­πη, η αυτο­θυ­σία και η ολο­κλη­ρω­τι­κή αφο­σί­ω­ση του Άντριου στην τέχνη του θυμί­ζει συγκι­νη­τι­κά «Τα Κόκ­κι­να Παπού­τσια»: μην τον ρωτή­σε­τε για­τί θέλει να παί­ζει ντραμς, θα σας ρωτή­σει για­τί ανα­πνέ­ε­τε. Και πόσο εύστο­χο, ακό­μα και στον ευρύ­τε­ρο συμ­βο­λι­σμό του, ότι πρό­κει­ται για έναν ντρά­μερ – κάποιον που επί χρό­νια θεω­ρού­με εμείς οι ανί­δε­οι τον πιο ακαλ­λιέρ­γη­το, κάπως βάρ­βα­ρο, λίγο τυχαίο μου­σι­κό της ορχή­στρας (θυμη­θεί­τε πώς πολι­τι­σμι­κά απει­κο­νί­ζο­νται οι ντρά­μερ, από τα μου­σι­κά ροκ βίντεο, μέχρι το σινε­μά, μέχρι τα καρ­τούν – ναι, σαν τον Animal του Muppet Show).

Ο Σαζέλ λοι­πόν επι­λέ­γει να μας δεί­ξει πόση σκλη­ρή δου­λειά, πόση ακα­δη­μαϊ­κή μελέ­τη, πόση πρα­κτι­κή πει­θαρ­χία χρειά­ζε­ται για να εξε­λι­χθείς – εκεί στο πίσω μέρος της σκη­νής. Φετι­χι­στι­κά σχε­δόν κοντι­νά στα ματω­μέ­να στικς, στα πρη­σμέ­να χέρια του μαθη­τή, στους τόνους ιδρώ­τα που γεμί­ζουν τον αέρα και ποτί­ζουν τα κύμ­βα­λα. Η διευ­θύ­ντρια φωτο­γρα­φί­ας Σάρον Μίερ πλη­σιά­ζει αφο­πλι­στι­κά, συνερ­γά­ζε­ται με τον ήχο σε τέτοια αρμο­νία που τα πλά­να γεμί­ζουν όγκο, και, πάνω από όλα, δημιουρ­γεί μία ατμό­σφαι­ρα που η τζαζ δεν χρειά­ζε­ται να υπάρ­χει μόνο σε γοη­τευ­τι­κά ντε­κα­ντάνς κατα­γώ­για γεμά­τα καπνό, αλλά συνε­χί­ζει να είναι κινη­μα­το­γρα­φι­κή μέσα σε κλει­στο­φο­βι­κά σπου­δα­στι­κά αμφι­θέ­α­τρα. Κι όσο για τον μοντέρ, Τομ Κρος, το τέμπο που επι­τυγ­χά­νει (οι κοφτές φέτες που σπά­ει τη δρά­ση, οι κορώ­νες έντα­σης στις σεκάνς), ώστε το συναί­σθη­μα του θεα­τή να μπο­ρεί να παρο­μοια­στεί μόνο με την παρα­κο­λού­θη­ση ενός ντέρ­μπι τελι­κού στο τελευ­ταίο πεντά­λε­πτο, είναι το λιγό­τε­ρο μαεστρικό.

Υπέ­ρο­χο entertainment, ύμνος στην μου­σι­κή και τους μου­σι­κούς της — τους εργά­τες και τις αυθε­ντί­ες της. Ενα 9λεπτο σόλο που μένει αυτό­μα­τα κλα­σι­κό. Ομως ο Σαζέλ δεν στα­μα­τά εκεί. Ο πραγ­μα­τι­κός προ­βλη­μα­τι­σμός της ται­νί­ας δεν έχει να κάνει με την μου­σι­κή. Εξε­λίσ­σε­ται μπρο­στά στα μάτια μας ως θρί­λερ ηθι­κής, βαθιά ριζω­μέ­νης στην κοι­νω­νι­κή μας παι­δα­γω­γι­κή, αλλά και αυτο­ε­κτί­μη­ση. Ως μία μετω­πι­κή σύγκρου­ση δάσκα­λου-μαθη­τή, γονιού παι­διού, εαυ­τού με εαυ­τό. Τι σημαί­νει επι­τυ­χία, ποια είναι η πραγ­μα­τι­κή αξία του ταλέ­ντου, ποια η χυδαιό­τη­τα του πρω­τα­θλη­τι­σμού; Πόσο σου επι­τρέ­πε­ται να φέρε­σαι «Χωρίς Μέτρο» στον εαυ­τό σου ή τους άλλους για να ξεπε­ρά­σεις τα όριά σου, για να θριαμ­βεύ­σεις; Για­τί η μετρη­μέ­νη ζωή ενός πατέ­ρα, καθη­γη­τή και φιλό­λο­γου, μετα­φρά­ζε­ται ως συμ­βι­βα­σμέ­νη; Για­τί ένα genius κάθαρ­μα είναι… σκέ­το genius;

Ο Σαζέλ θα μπο­ρού­σε να έχει κατα­λή­ξει με ένα διδα­κτι­κό μελό αν απα­ντού­σε ξεκά­θα­ρα σ’ αυτά τα ερω­τή­μα­τα. Αντ’ αυτού γρά­φει ένα σενά­ριο που κι αυτό δεν υπα­κού­ει στις συνη­θι­σμέ­νες κλι­σέ 3 δρα­μα­τουρ­γι­κές πρά­ξεις, αλλά σε σφυ­ρο­κο­πεί σε hi hat tempo σε 12 μέτρα. «Δεν υπάρ­χει πιο βλα­βε­ρή έκφρα­ση στο λεξι­κό από το ”καλή προ­σπά­θεια”» λέει σατα­νι­κά ο Φλέ­τσερ, στον Αντριου. «Νομί­ζει ότι ο Τσάρ­λι Πάρ­κερ θα είχε αφή­σει ιστο­ρία αν ο Τζο Τζό­ουνς δεν του είχε πετά­ξει κάπο­τε τα ντραμς στο κεφά­λι;» Συμ­φω­νείς στω­ι­κά με τον σαδι­στή καθη­γη­τή, καταν­νο­είς ότι η τέχνη βγαί­νει από boot camps μόχθου, αμέ­σως μετά επα­να­στα­τείς, οργί­ζε­σαι, τον μισείς (δε θέλου­με παι­δα­γω­γούς-bullies), λίγο αργό­τε­ρα τον παρα­δέ­χε­σαι ξανά, τον συγ­χω­ρείς, κάποιες στιγ­μές τον οικτί­ρεις αλλά τον κατα­λα­βαί­νεις, μετά δια­φω­νείς κάθε­τα και τον μισείς από την αρχή.

Κι αυτό για­τί έχου­με χρό­νια στο σινε­μά να δού­με έναν τόσο καλο­γραμ­μέ­νο, σύν­θε­το χαρα­κτή­ρα «κακού». Κάποιον που να πατά­ει ακρι­βώς πάνω στην συλ­λο­γι­κή, προ­βλη­μα­τι­κή ανα­τρο­φή μας που απαι­τεί τους άξιους να ματώ­νουν. Κι ο Τζέι Κέι Σίμονς, σαν natural jazzman, τον ερμη­νεύ­ει με τονι­κό­τη­τες, κλί­μα­κες, εναλ­λα­γές. Είναι το ίδιο τρο­μα­κτι­κός στα ουρ­λια­χτά του, τις προ­σβο­λές, την απα­ξί­ω­ση και τον κοφτό, ατό­φιο εξευ­τε­λι­σμό, όσο και στον υπό­γειο σαρ­κα­σμό του, στην καμου­φλα­ρι­σμέ­νη πρα­ό­τη­τα-ωρο­λο­για­κή βόμ­βα που θα σκά­σει ανά πάσα στιγ­μή. Είναι σατα­νι­κός, είναι γοη­τευ­τι­κός, είναι μεγα­λειώ­δης, είναι ανθρω­πά­κι. Ο επί δεκα­ε­τί­ες καρα­τε­ρί­στας του Χόλι­γουντ (από το «Juno» στη τρι­λο­γία του «Spiderman» και πίσω στο «Αλη­θι­νό Θρά­σος») βρή­κε το ρόλο που μπό­ρε­σε να απο­κα­λύ­ψει ολό­κλη­ρη τη στό­φα του ταλέ­ντου του και δικαί­ως θριαμ­βεύ­ει στην οσκα­ρι­κή κούρσα.

Στον αντί­πο­δα, ο αδι­κη­μέ­νος των βρα­βεί­ων Μάιλς Τέλερ (ο οποί­ος έπαι­ζε ντραμς από 15 χρο­νών, αλλά για την ται­νία μελε­τού­σε 4 ώρες την μέρα επί 3 μήνες) ακρο­βα­τεί με γεν­ναιό­τη­τα ανά­με­σα στο να σπά­σει τα στε­ρε­ό­τυ­πα της κινη­μα­το­γρα­φι­κής ενη­λι­κί­ω­σης και να σπά­σει κι ο ίδιος κάτω από την πίε­ση μιας τέτοιας ερμη­νεί­ας. Μίας ερμη­νεί­ας σωμα­τι­κής, εγκε­φα­λι­κής, συναι­σθη­μα­τι­κής. Παι­δι­κά επα­να­στα­τι­κής και ενή­λι­κα απο­γοη­τευ­μέ­νης. Μιας ερμη­νεί­ας ωμής και μελε­τη­μέ­νης. Δεν ξέρου­με πώς το κατά­φε­ρε όλο αυτό ο Σαζέλ. Τόσες αντι­θέ­σεις, τόσες ισορ­ρο­πί­ες και ο ίδιος να κρα­τά την μπα­γκέ­τα του μαέ­στρου καθο­δη­γώ­ντας την ορχή­στρα του σε αρμο­νία και σφι­χτό έλεγ­χο. Τον φαντα­ζό­μα­στε να γρά­φει το σενά­ριο, ή να κόβει στο μοντάζ, έχο­ντας μαζί του στο δωμά­τιο τον προ­σω­πι­κό του Φλέ­τσερ, ο οποί­ος δεν ανέ­χτη­κε την παρα­μι­κρή από­κλι­ση από το μέτρο.

Η.Π.Α., 2014, Εγχρωμο

  • Παρα­γω­γή: Τζέι­σον Μπλουμ, Ελεν Εστα­μπρουκ, Ντέι­βιντ Λάν­κα­στερ, Μισέλ Λίτβακ
  • Σκη­νο­θε­σία: Ντά­μιεν Σαζέλ
  • Σενά­ριο: Ντά­μιεν Σαζέλ
  • Φωτο­γρα­φία: Σάρον Μέιρ
  • Μοντάζ: Τομ Κρος
  • Μου­σι­κή: Τζά­στιν Χέρβιτς
  • Πρω­τα­γω­νι­στούν: Μάιλς Τέλερ, Μελί­σα Μπε­νουά, Τζ. Κ. Σίμονς, Πολ Ράι­ζερ, Οστιν Στό­ου­ελ, Τζέι­σον Μπλερ, Έιπριλ Γκρέις
  • Διάρ­κεια: 106λ

Με πλη­ρο­φο­ρί­ες _
(κυρί­ως) από flix.gr και imdb

Δεί­τε και την κρι­τι­κή του Χρή­στου Μήτση

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο