Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ψυχολογία των Νεοελλήνων (Κριτήρια αξιολόγησης: Νεοελληνική Γλώσσα — Λογοτεχνία)

Νεοελληνική Γλώσσα — Λογοτεχνία Γ΄ Λυκείου

Θεματικός κύκλος: Γλώσσα — παιδεία

Α. Μη λογοτεχνικό κείμενο

Ψυχολογία των Νεοελλήνων

O παρα­κά­τω διά­λο­γος είναι αλη­θι­νός. Οι λέξεις ίσως δια­φέ­ρουν, τα νοή­μα­τα όμως είναι τα ίδια. Ο λόγος για τους τρό­πους συμπε­ρι­φο­ράς των Νεο­ελ­λή­νων στις διά­φο­ρες παρα­στά­σεις της ζωής. Ο ένας συνο­μι­λη­τής θεω­ρεί τους Νεο­έλ­λη­νες ανά­γω­γους και τους καυ­τη­ριά­ζει, ο άλλος τους δικαιο­λο­γεί και τους εγκω­μιά­ζει. Αρχί­ζω με την άρνη­ση. Η θέση ακολουθεί.

— Δεν ξέρω ποιες αρε­τές βρί­σκε­τε στη συμπε­ρι­φο­ρά των συμπα­τριω­τών μας – λέει ο πρώ­τος – και κατά πόσο είστε ειλι­κρι­νείς και αντι­κει­με­νι­κός στις κρί­σεις σας. Εγώ είμαι βέβαιος ότι οι Νεο­έλ­λη­νες δεν έχουν κοι­νω­νι­κή αγω­γή, και τού­το το συμπε­ραί­νω από τους τρό­πους τους. Κοι­τά­ξε­τε πρώ­τα πως οδη­γούν το αυτο­κί­νη­τό τους στους πολυ­σύ­χνα­στους δρό­μους. Δεν εξε­τά­ζω το «πόθεν έσχες» αυτής της πολυ­τέ­λειας, αυτή είναι άλλη υπό­θε­ση. Έχει παρα­τη­ρη­θεί (πολύ ορθά, νομί­ζω) ότι ο χαρα­κτή­ρας ενός λαού φαί­νε­ται στον τρό­πο του αυτο­κι­νη­τι­κού οδη­γή­μα­τός του. Ο Νεο­έλ­λη­νας οδη­γεί άτα­κτα, ασυ­νάρ­τη­τα, εγω­ι­στι­κά, υπερ­φί­α­λα. Δεν ακο­λου­θεί τις χαραγ­μέ­νες γραμ­μές, δεν υπα­κού­ει στις εντο­λές της Τρο­χαί­ας, που δίνο­νται για την ασφά­λειά του, δεν ανέ­χε­ται να προη­γεί­ται στη σει­ρά ένα άλλος και προ­σπα­θεί να τον προ­σπε­ρά­σει με κίν­δυ­νο πολ­λές φορές της ζωής του, δεν ανα­χαι­τί­ζει το δρό­μο για να κάνει τόπο να περά­σει ο δυστυ­χής πεζός, ο ηλι­κιω­μέ­νος, ο ανά­πη­ρος, η έγκυος γυναί­κα. Αλλά προ­χω­ρεί ακά­θε­κτος, ακό­μη και όταν δεν βιά­ζε­ται, μόνο για να δεί­ξει την υπε­ρο­χή της τέχνης ή της μηχα­νής του. Προ­σέ­ξε­τε ιδί­ως πώς αγκυ­ρο­βο­λεί στα πεζο­δρό­μια, για να ανα­παυ­θεί ή επει­δή δεν χρειά­ζε­ται πια το όχη­μά του. Σωστή ιλα­ρο­τρα­γω­δία. Μάταια τα όργα­να της τάξης τον απει­λούν με πρό­στι­μο και χαρά­ζουν σήμα­τα για να συμ­μορ­φω­θεί ή του αφαι­ρούν τις πινα­κί­δες για να τον σωφρο­νί­σουν. Εκεί­νος ανα­δέ­χε­ται με χαμό­γε­λο την ποι­νή ή φρο­ντί­ζει να την απο­φύ­γει με τις γνω­ρι­μί­ες και με τις ψεύ­τι­κες εξο­μο­λο­γή­σεις του, για να συνε­χί­σει την άλλη μέρα τα ίδια παρα­πτώ­μα­τα που, ούτε λίγο ούτε πολύ, στοι­χί­ζουν κάπο­τε τη ζωή των συναν­θρώ­πων ή και τη δική του. Το δυστύ­χη­μα είναι ότι η μόρ­φω­ση, η κοι­νω­νι­κή προ­έ­λευ­ση, ο τρό­πος της βιο­πά­λης ή η ηλι­κία και το φύλο πολύ μικρή επιρ­ροή έχουν σ’ αυτή τη συμπε­ρι­φο­ρά. Το κακό είναι, φαί­νε­ται, βαθιά ριζω­μέ­νο μέσα του – έρχε­ται «από πολύ μακριά». Και δεν διορ­θώ­νε­ται, του­λά­χι­στο μέσα στα χρο­νι­κά όρια που μπο­ρού­με να το παρακολουθήσουμε.

— Φοβά­μαι, απα­ντά ο δεύ­τε­ρος, ότι αδι­κεί­τε τους συμπο­λί­τες σας. Δεν αμφι­σβη­τώ την παρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τα ούτε απο­δο­κι­μά­ζω την παρ­ρη­σία σας. Αλλά γενι­κεύ­ε­τε ένα φαι­νό­με­νο, δυσά­ρε­στο ασφα­λώς που χαρα­κτη­ρί­ζει μιαν ορι­σμέ­νη τάξη ανθρώ­πων, εκεί­νους που κακώς από­κτη­σαν και κακώς μετα­χει­ρί­ζο­νται σήμε­ρα το αυτο­κί­νη­τό τους, δεν βρί­σκουν όμως καθό­λου σύμ­φω­νους στη συμπε­ρι­φο­ρά τους όσους υπο­χρε­ώ­νο­νται να κατα­φύ­γουν σ’ αυτό το μέσον συγκοι­νω­νί­ας για τις υπο­θέ­σεις τους. Η ευθύ­νη βαρύ­νει ιδί­ως τους νέους που έχουν δυσα­νά­λο­γα μεγά­λη για την ηλι­κία τους απο­κο­τιά και την αναί­δεια. Πιθα­νόν ακό­μη και εκεί­νους που μιμού­νται το κακό παρά­δειγ­μά τους από απε­ρι­σκε­ψία ή από κακώς νοού­με­νη βια­σύ­νη. Αλλά δεν είναι καθό­λου γενι­κός κανό­νας αυτή η αρρυθ­μία. Εγώ συνα­ντώ συχνά ώρι­μους ανθρώ­πους, φρό­νι­μους, «νοι­κο­κυ­ραί­ους», που επι­τι­μούν τους αυθαί­ρε­τους οδη­γούς και προ­σπα­θούν να τους επα­να­φέ­ρουν στην τάξη.

Ε.Π. Παπα­νού­τσος, “Τα μέτρα της επο­χής μας”

Θέματα

Α1. Να γρά­ψε­τε περι­λη­πτι­κά τις αρε­τές και τα ελατ­τώ­μα­τα των νεο­ελ­λή­νων που δια­πι­στώ­νο­νται στο διά­λο­γο του κει­μέ­νου σε 90 λέξεις.

(μονά­δες 15)

Β1. Ποια σχέ­ση συνο­χής εκφρά­ζουν νοη­μα­τι­κά οι παρα­κά­τω λέξεις του κειμένου:
όμως           πρώ­τα         αλλά           ακό­μη και όταν           πιθανόν

(μονά­δες 10)

Β2. Να γρά­ψε­τε τα συνώ­νυ­μα των παρα­κά­τω λέξε­ων του κειμένου:
   αρε­τές        ο χαρα­κτή­ρας       ανα­χαι­τί­ζει      την υπε­ρο­χή        μάταια 

(μονά­δες 15)

Β3.  Το κεί­με­νο δομεί­ται σε δύο μεγά­λες παρα­γρά­φους δια­λό­γου ανά­με­σα σε δύο συνο­μι­λη­τές που ο πρώ­τος καυ­τη­ριά­ζει τους Νεο­έλ­λη­νες και ο δεύ­τε­ρος τους εγκω­μιά­ζει. Με ποιους τρό­πους ανα­πτύσ­σο­νται οι δύο μεγά­λες παρά­γρα­φοι των αντί­θε­των από­ψε­ων και ακό­μα με ποιο τρό­πο προ­σπα­θούν οι συνο­μι­λη­τές να μας πείσουν;

(μονά­δες 15)

Γ.    Να γρά­ψε­τε ένα άρθρο ή απο­δει­κτι­κό δοκί­μιο 150–200 λέξε­ων και α) να χαρα­κτη­ρί­σε­τε τους Νεο­έλ­λη­νες ως προς το ήθος  και τις συμπε­ρι­φο­ρές τους και β) να ανα­ζη­τή­σε­τε τα κοι­νω­νι­κά – ιστο­ρι­κά – αίτια, που δια­μορ­φώ­νουν το χαρα­κτή­ρα του Νεοέλληνα.

(μονά­δες 30)

Μπο­ρεί­τε να χρη­σι­μο­ποι­ή­σε­τε στοι­χεία του κει­μέ­νου για το περιε­χό­με­νο, όχι όμως ως τυφλή αντι­γρα­φή λέξεων.

Β. Λογοτεχνικό κείμενο

Μανώ­λης Ανα­γνω­στά­κης (1925–2005)

Στο παι­δί μου…

Στο παι­δί μου δεν άρε­σαν ποτέ τα παραμύθια
και του μιλού­σα­νε για δρά­κους και το πιστό σκυλί,
για τα ταξί­δια της πεντά­μορ­φης και για τον άγριο λύκο. 

Μα στο παι­δί μου δεν άρε­σαν ποτέ τα παραμύθια.
Τώρα, τα βρά­δια, κάθο­μαι και του μιλώ
λέω το σκύ­λο σκύ­λο, το λύκο λύκο, το σκο­τά­δι σκοτάδι,
του δεί­χνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
ονό­μα­τα σαν προ­σευ­χές, του τρα­γου­δώ τους νεκρούς μας.

Α, φτά­νει πια! Πρέ­πει να λέμε την αλή­θεια στα παιδιά 

Β. Θέματα

Α.  «Πρέ­πει να λέμε την αλή­θεια στα παι­διά…»:  Να γρά­ψε­τε σε μια παρά­γρα­φο τις σκέ­ψεις σας για το αν οι μεγα­λύ­τε­ροι απα­ντούν με αλή­θειες στις απο­ρί­ες των παι­διών (κοι­νω­νι­κές, πολι­τι­κές, φιλο­σο­φι­κές κ.ά.) ή απα­ντούν με υπεκ­φυ­γές και παρα­μύ­θια. Στη συνέ­χεια να κατα­λή­ξε­τε στο αν πρέ­πει να λένε γυμνή την αλή­θεια στα παι­διά και για­τί; (120 λέξεις)

(15 μονά­δες)

 

Γιώρ­γος Ηρακλέους
φιλόλογος

Απο­ρί­ες ερω­τή­σεις μπο­ρούν να απο­στα­λούν στο [email protected] και θα απα­ντη­θούν με επό­με­νη ανάρτηση.

ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ ΜΑΖΙ;
Καλός δάσκαλος είναι εκείνος που διακρίνεται για την αγάπη του προς τα παιδιά και τη δουλειά του, που έχει πλατιά σκέψη μεγάλη καρδιά, μ’ ένα λόγο ψυχή.
Καλός δάσκαλος είναι προπαντός εκείνος που ζητάει να ξυπνήσει ψυχές ικανές να καθορίζουν μονάχες τους αύριο τις τύχες τους και όχι νευρόσπαστα που να κινούνται σήμερα με τη θέληση του πρώτου τυχαίου δασκάλου τους και αύριο με του άλλου οποιουδήποτε κυρίου και εργοδότη τους.
Ο δάσκαλος πρέπει να μη δίνει καλούπια σε καμία περιοχή της ζωής και της σκέψης των παιδιών καλούπια που ν αλλάζουν επιφανειακά μονάχα τη ζωή, κι αφήνουν αποκοιμισμένη και στείρα τη συνείδηση έρμαιο στην υποταγή.
Όπου βλέπουμε την ελεύθερη σκέψη, πρέπει να τη σεβόμαστε και να την αγαπάμε οσοδήποτε τολμηρή κι αν είναι. Και να ξυπνάμε το μυαλό των σκλαβωμένων στα δεσμά της υποκρισίας του συστήματος.
Γιατί μαθητές μου εμένα δεν είναι εκείνος που αγαπά την ήρεμη και ακίνδυνη ζωή, τη στρωμένη με ανύπαρκτα λουλούδια, μα εκείνος ου μέσα του έχει ξυπνήσει η ανησυχία και μπορεί να φτάνει στην επικίνδυνη πάλη για να αλλάξει τον εαυτό του και τον κόσμο.
Μίλτος Κουντουράς (1889–1940)
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο