Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Όπου το κέρδος και η σαπίλα…

Ανθρω­ποι της νύχτας, εκβια­στές, λαθρέ­μπο­ροι. Μαφιό­ζοι που τρέ­φουν και τρέ­φο­νται από μια οικο­νο­μία που όλα τα σφά­ζει κι όλα τα μαχαι­ρώ­νει. Που όσο περισ­σό­τε­ρο ανα­πτύσ­σε­ται, όσο περισ­σό­τε­ρο κυκλο­φο­ρεί το χρή­μα και μεγα­λώ­νει η «πίτα» μαζί με τη φτώ­χεια του λαού, τόσο περισ­σό­τε­ρο μιλούν τα «Καλάσ­νι­κοφ», τα «αλε­ξί­σφαι­ρα» και τα «θωρα­κι­σμέ­να». Ενας κόσμος, τάχα «σκο­τει­νός», που μετά από κάθε φόνο απο­κα­λύ­πτε­ται ότι μοιά­ζει με το γνω­στό «σκο­τει­νό δωμά­τιο», όπου όλοι οι παί­κτες γνω­ρί­ζο­νται μετα­ξύ τους και ξέρουν και τις «κρυ­ψώ­νες»…

Τώρα, λοι­πόν, ο περι­βό­η­τος «κύκλος» ανοί­γει, για να «χωρέ­σει» και πάλι τους πρωταγωνιστές:

Πρώ­τον, τους μεγα­λύ­τε­ρους παί­κτες της περι­βό­η­της «αγο­ράς». Αυτούς που με τους επι­χει­ρη­μα­τι­κούς τους ομί­λους ελέγ­χουν από το πώς και τι θα φάει ο λαός μέχρι το πώς θα «ενη­με­ρω­θεί», τι ειδή­σεις θα ακού­σει και τι θα μάθει. Αυτούς που έχουν στην κατο­χή τους τα βαπό­ρια και τα εργο­στά­σια, που καθέ­νας τους αγο­ρά­ζει και μια ομά­δα για να εκμε­ταλ­λευ­τεί την αγά­πη ενός λαού, ένα κανά­λι και μια εφη­με­ρί­δα για να έχει κάθε «μοχλό πίε­σης» στα χέρια του. Αυτούς που οι επεν­δύ­σεις τους είναι πρώ­το θέμα σε κάθε υπουρ­γι­κό συμ­βού­λιο, που μασου­λά­νε «ζεστό» χρή­μα από τα προ­γράμ­μα­τα της ΕΕ. Που γελά­νε ακού­γο­ντας τα κόμ­μα­τα που στή­ρι­ξαν και στη­ρί­ζουν όλα τους τα «θέλω» να πετά­νε και κανέ­να πυρο­τέ­χνη­μα για τα «υπε­ρέ­σο­δα» ή τα «υπερ­κέρ­δη».

Δεύ­τε­ρον, τους «μπρο­στι­νούς» των παρα­πά­νω. Αυτούς που ανα­λαμ­βά­νουν να λύσουν με τα όπλα όσα δεν λύνο­νται με τα παζά­ρια. Που μετά τη θητεία τους σε ιδιω­τι­κούς οπα­δι­κούς στρα­τούς, τις εκπαι­δεύ­σεις στα «ραντε­βού» και τα «ντου», γίνο­νται «πρω­το­πα­λί­κα­ρα» για κάθε χρή­ση, αφή­νο­ντας για τους «άλλους» τα μπλε­ξί­μα­τα. Ετσι, τη μία μέρα φορά­νε το «ταμπε­λά­κι της δια­πί­στευ­σης» και φιγου­ρά­ρουν δίπλα στον έναν μεγα­λο­πα­ρά­γο­ντα και την επό­με­νη οδη­γούν το θωρα­κι­σμέ­νο όχη­μα του άλλου μεγα­λο­πα­ρά­γο­ντα, που είναι «αντί­πα­λος» του πρώ­του. Στα «ρεπό» τους και για κανέ­να «εξτρα­δά­κι» αξιο­ποιού­νται και ως μπρά­βοι της εργο­δο­σί­ας για να …συνε­τί­σουν με «πρα­κτι­κό τρό­πο» εργά­τες που διεκ­δι­κούν, πριν ακό­μα ανα­λά­βει ο εισαγγελέας.

Και τρί­τον, αυτούς που είχαν γίνει «Σκιά» των παρα­πά­νω, όπως ονο­μα­ζό­ταν η επι­χεί­ρη­ση παρα­κο­λού­θη­σης των νονών από ανώ­τα­τα κλι­μά­κια των κρα­τι­κών υπη­ρε­σιών. Που τους καλούν σε «φιλι­κές συζη­τή­σεις», για να βρε­θεί η «χρυ­σή τομή» ανά­με­σα στις φατρί­ες της νύχτας, αφού ακό­μα και στα «φιλι­κά» τέτοιου επι­πέ­δου πρέ­πει να υπάρ­χει …«διαι­τη­τής». Σε αντί­θε­ση με τους πραγ­μα­τι­κούς, τους ταξι­κούς αγώ­νες, όπου επι­στρα­τεύ­ο­νται τα ΜΑΤ, τα χημι­κά, οι «Αύρες», τα αυτό­φω­ρα και οι εισαγ­γε­λείς για να χτυ­πιού­νται απερ­γί­ες, να γίνο­νται πλει­στη­ρια­σμοί και εξώσεις.

Με μια φρά­ση, όλα τα παρα­πά­νω απο­τε­λούν το «οργα­νω­μέ­νο έγκλημα».

Αυτό που γίνε­ται «ένα σώμα» με τους πανί­σχυ­ρους του «επι­χει­ρείν», με κρα­τι­κούς μηχα­νι­σμούς. Που απο­τε­λεί τον «ελέ­φα­ντα στο δωμά­τιο», τον οποίο τα κάθε λογής «παπα­γα­λά­κια» αγνο­ούν, αν και δεν τους ξεφεύ­γει ούτε …μισή «πρά­ξη ανομίας».

«Ανο­μία» βλέ­πουν στους χώρους δου­λειάς όταν διεκ­δι­κούν οι εργά­τες. «Ανο­μία» στα ΑΕΙ όταν παλεύ­ουν οι φοι­τη­τές. «Ανο­μία» όταν μερο­κα­μα­τιά­ρη­δες χρω­στά­νε στην τρά­πε­ζα και την εφο­ρία αυτά που δεν έχουν.

Ανα­τρι­χιά­ζουν από την «παρα­βα­τι­κό­τη­τα» στα γκέ­το που το ίδιο το σάπιο κρά­τος συντη­ρεί, βάζο­ντας πόλεις ολό­κλη­ρες στο συρ­μα­τό­πλεγ­μα της φτώ­χειας και των ανύ­παρ­κτων υπο­δο­μών. Στο­χο­ποιούν συλ­λή­βδην τους φτω­χο­διά­βο­λους, αφού πρώ­τα τους πέτα­ξαν στο περι­θώ­ριο της επι­βί­ω­σης και αφού στη συνέ­χεια απ’ αυτούς στρα­το­λο­γούν για τις βρω­μο­δου­λειές τους.

Κι όμως, δεν βρί­σκουν λέξη να πουν για το οργα­νω­μέ­νο έγκλη­μα και τις «ουρές» του στα σαλό­νια του συστή­μα­τος, εκεί η «ομερ­τά» τηρεί­ται σαν Ευαγγέλιο.

Οπου το κέρ­δος και η σαπί­λα λοι­πόν. Οπου τα «επι­χει­ρη­μα­τι­κά θαύ­μα­τα» και η δια­φθο­ρά, το «οργα­νω­μέ­νο έγκλη­μα» και οι ιδιω­τι­κοί στρατοί.

Αυτός είναι ο κόσμος τους. Εκεί που ο απί­στευ­τος πλού­τος που παρά­γε­ται από τους πολ­λούς, αντί για πηγή ευη­με­ρί­ας γίνε­ται «στί­βος μάχης».

Μέχρι να ξηλω­θούν τα «σκο­τει­νά δωμά­τια» του κεφα­λαί­ου, μαζί με την ίδια του την εξου­σία και όλα τα παρά­σι­τα που κουβαλάει…

Πηγή: 902.gr

Βλα­ντί­μιρ Μαγια­κόφ­σκι: «Ωδή στην Επανάσταση»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο