Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

🎈 141 χρόνια από το θάνατο του 💥 Καρλ Μαρξ — Αφιέρωμα

             Καρλ Μαρξ 1818 — 1883

1818 -5 Μάη
Γεν­νιέ­ται στην πόλη Τριρ της Γερμανίας.
1841 Τελειώ­νει το πανε­πι­στή­μιο με μια διδα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή πάνω στις «Δια­φο­ρές της Επι­κού­ρειας και Δημο­κρί­τειας Φιλοσοφίας».
1842 (1 Γενά­ρη) εκδί­δε­ται στην Κολο­νία η αντι­πο­λι­τευό­με­νη «Εφη­με­ρί­δα του Ρήνου», στην οποία ο Μαρξ καλεί­ται αμέ­σως ως κύριος συνερ­γά­της. Παίρ­νει μέρος στη σοσια­λι­στι­κή και κομ­μου­νι­στι­κή κίνη­ση της εποχής.
1843 Μάρ­τη παντρεύ­ε­ται την παι­δι­κή του φίλη Τζέ­νη φον Βεστφάλεν.
1844 Αύγου­στο, θα συνα­ντη­θεί για δεύ­τε­ρη φορά με τον Φρ. Ένγκελς και ξεκι­νά­ει η μακρό­χρο­νη συνερ­γα­σία και φιλία τους.
1847 Ανοι­ξη, ο ίδιος και ο Ένγκελς προ­σχώ­ρη­σαν στην «Ενω­ση Δικαί­ων». Στο 2ο Συνέ­δριο αυτής της Ενω­σης δια­δρα­μα­τί­ζουν σημα­ντι­κό ρόλο στην ίδρυ­ση του πρώ­του, στην ιστο­ρία του εργα­τι­κού κινή­μα­τος, Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος με το μετα­σχη­μα­τι­σμό της σε «Ενω­ση Κομ­μου­νι­στών». Με εντο­λή του Συνε­δρί­ου στον Μαρξ για τη σύντα­ξη του Προ­γράμ­μα­τος του Κόμ­μα­τος, γρά­φτη­κε το περί­φη­μο «Μανι­φέ­στο του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος», με τη συμ­βο­λή και του Ένγκελς , που εκδό­θη­κε το Φλε­βά­ρη του 1848.
1848 Παίρ­νει μέρος στα επα­να­στα­τι­κά γεγονότα.
1864 Σεπτέμ­βρη, ιδρύ­θη­κε στο Λον­δί­νο η ονο­μα­στή Πρώ­τη Διε­θνής, η «Διε­θνής Ενω­ση των Εργα­τών». Ο Μαρξ ήταν ψυχή αυτής της οργά­νω­σης, ήταν εκεί­νος που έγρα­ψε την πρώ­τη «Δια­κή­ρυ­ξή» της και μια σει­ρά απο­φά­σεις, δηλώ­σεις και δια­κη­ρύ­ξεις της.
1871 Παρα­κο­λου­θεί με ενθου­σια­σμό την εκδή­λω­ση της Παρι­σι­νής Κομ­μού­νας και ενσω­μα­τώ­νει συμπε­ρά­σμα­τα στο έργο του.
1881 Πεθαί­νει η γυναί­κα του, η Τζέ­νη, πιστή σύντρο­φος της ζωής του σε όλες τις μεγά­λες και σοβα­ρές κακου­χί­ες που πέρασε.
1883 -14 Μάρ­τη, ο Μαρξ πέθα­νε στο Λον­δί­νο. Μέχρι το θάνα­τό του, συνε­χί­ζει να δου­λεύ­ει το «Κεφά­λαιο».

Ο Κ. Μαρξ αφού τέλειω­σε το γυμνά­σιο, πήγε στο Πανε­πι­στή­μιο, στην αρχή στη Βόν­νη και έπει­τα στο Βερο­λί­νο, όπου σπού­δα­σε νομι­κά, προ­πα­ντός όμως Ιστο­ρία και Φιλο­σο­φία. Τέλειω­σε το Πανε­πι­στή­μιο το 1841 με μια διδα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή για τη φιλο­σο­φία του Επίκουρου.

Με τον Φρί­ντριχ Ένγκελς συν­δέ­θη­κε τον Σεπτέμ­βρη του 1844 στο Παρί­σι, που από τότε έγι­νε ο πιο στε­νός του φίλος. Μαζί πήραν ενερ­γό­τα­το μέρος στην τοτι­νή κοχλά­ζου­σα ζωή των επα­να­στα­τι­κών ομά­δων του Παρι­σιού (ιδιαί­τε­ρη σημα­σία είχε η θεω­ρία του Πρου­ντόν, που ο Μαρξ την κατα­πο­λέ­μη­σε απο­φα­σι­στι­κά στην «Αθλιό­τη­τα της Φιλο­σο­φί­ας» το 1847) και επε­ξερ­γά­στη­καν — παλεύ­ο­ντας επί­μο­να ενά­ντια στις διά­φο­ρες θεω­ρί­ες του μικρο­α­στι­κού σοσια­λι­σμού — τη θεω­ρία και την τακτι­κή του επα­να­στα­τι­κού προ­λε­τα­ρια­κού σοσια­λι­σμού — κομμουνισμού.

Το 1845, ύστε­ρα από επι­μο­νή της πρω­σι­κής κυβέρ­νη­σης, ο Μαρξ απε­λά­θη­κε από το Παρί­σι ως επι­κίν­δυ­νος επα­να­στά­της και πήγε στις Βρυ­ξέλ­λες. Την άνοι­ξη του 1847, οι Μαρξ και Ένγκελς προ­σχώ­ρη­σαν στην «Ένω­ση των Κομ­μου­νι­στών» και πήραν μέρος στο II Συνέ­δριό της (Νοέμ­βρης 1847 στο Λον­δί­νο), όπου έπαι­ξαν εξέ­χο­ντα ρόλο.

Με εντο­λή του Συνε­δρί­ου συνέ­τα­ξαν και το περί­φη­μο «Μανι­φέ­στο του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος», που εκδό­θη­κε το Φλε­βά­ρη του 1848. Στο έργο αυτό εκθέ­το­νταν με μεγα­λο­φυή σαφή­νεια και διαύ­γεια η νέα κοσμο­α­ντί­λη­ψη, ο συνε­πής υλι­σμός που αγκα­λιά­ζει και την περιο­χή της κοι­νω­νι­κής ζωής, η δια­λε­κτι­κή σαν η πιο ολό­πλευ­ρη και η πιο βαθιά διδα­σκα­λία της εξέ­λι­ξης, η θεω­ρία της ταξι­κής πάλης και ο κοσμοϊ­στο­ρι­κός επα­να­στα­τι­κός ρόλος του προ­λε­τα­ριά­του, του δημιουρ­γού της νέας, της κομ­μου­νι­στι­κής κοινωνίας.

Η νέα θεω­ρία επι­βε­βαιώ­θη­κε περί­λα­μπρα από την πορεία των επα­να­στα­τι­κών γεγο­νό­των του 1848–1849, όπως επι­βε­βαιώ­θη­κε αργό­τε­ρα και απ’ όλα τα προ­λε­τα­ρια­κά και δημο­κρα­τι­κά κινή­μα­τα όλων των χωρών του κόσμου. Με τη νίκη της αντε­πα­νά­στα­σης ο Μαρξ παρα­πέμ­φθη­κε σε δίκη και κατό­πιν απε­λά­θη­κε από τη Γερ­μα­νία (16 Μάη 1849). Αρχι­κά πήγε στο Παρί­σι. Απε­λά­θη­κε όμως και από κει και πήγε στο Λον­δί­νο, όπου έμει­νε έως το τέλος της ζωής του.

Από εκεί ο Μαρξ διε­ξή­γε αμεί­λι­κτο πόλε­μο ενα­ντί­ον των θεω­ριών και των ρευ­μά­των του μικρο­α­στι­κού και γενι­κό­τε­ρα του μη προ­λε­τα­ρια­κού σοσια­λι­σμού που κυριαρ­χού­σαν τότε. Σε μια σει­ρά ιστο­ρι­κές εργα­σί­ες επε­ξερ­γά­στη­κε την υλι­στι­κή του θεω­ρία, αφιε­ρώ­νο­ντας τις δυνά­μεις του κυρί­ως στη μελέ­τη της Πολι­τι­κής Οικο­νο­μί­ας. Την επι­στή­μη αυτή ο Μαρξ την επα­να­στα­τι­κο­ποί­η­σε στα έργα του «Η κρι­τι­κή της πολι­τι­κής οικο­νο­μί­ας» (1859) και «Το Κεφά­λαιο» (τ. 1, 1867).

Η επο­χή της ανα­ζω­ο­γό­νη­σης των δημο­κρα­τι­κών κινη­μά­των στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας 1850–1860 και στη διάρ­κεια της δεκα­ε­τί­ας 1860–1870 κάλε­σε ξανά τον Μαρξ στην ενερ­γό δρά­ση. Το 1864 ιδρύ­θη­κε στο Λον­δί­νο η Ι Διε­θνής, η «Διε­θνής ένω­ση των εργα­τών». Ο Μαρξ ήταν η ψυχή αυτής της οργά­νω­σης, ήταν εκεί­νος που έγρα­ψε την πρώ­τη «Δια­κή­ρυ­ξή» της, καθώς και μια σει­ρά απο­φά­σεις, δηλώ­σεις και δια­κη­ρύ­ξεις της.

Ο Μαρξ, συνε­νώ­νο­ντας το εργα­τι­κό κίνη­μα των δια­φό­ρων χωρών, προ­σπα­θώ­ντας να κατευ­θύ­νει στην κοί­τη μιας κοι­νής δρά­σης τις διά­φο­ρες μορ­φές του μη προ­λε­τα­ρια­κού, του προ­μαρ­ξι­κού σοσια­λι­σμού (Ματζί­νι, Πρου­ντόν, Μπα­κού­νιν, αγγλι­κός φιλε­λεύ­θε­ρος τρεϊ­ντ­γιου­νιο­νι­σμός, λασ­σα­λι­κές ταλα­ντεύ­σεις προς τα δεξιά στη Γερ­μα­νία κ.λπ.) και κατα­πο­λε­μώ­ντας τις θεω­ρί­ες τους, σφυ­ρη­λά­τη­σε μια ενιαία τακτι­κή της προ­λε­τα­ρια­κής πάλης της εργα­τι­κής τάξης των δια­φό­ρων χωρών.

Ύστε­ρα από την ήττα της Κομ­μού­νας του Παρι­σιού («Ο εμφύ­λιος πόλε­μος στη Γαλ­λία του 1871») και ύστε­ρα από τη διά­σπα­ση της Διε­θνούς από τους μπα­κου­νι­στές, έγι­νε αδύ­να­τη η παρα­μο­νή της Διε­θνούς στην Ευρώ­πη. Έτσι, μετά το συνέ­δριο της Διε­θνούς στη Χάγη (1872) ο Μαρξ εξα­σφά­λι­σε τη μετα­φο­ρά του Γενι­κού Συμ­βου­λί­ου της Διε­θνούς στη Νέα Υόρκη.

Η Διε­θνής εκπλή­ρω­σε έτσι τη διε­θνή της απο­στο­λή και παρα­χώ­ρη­σε τη θέση της σε μια επο­χή απρο­σμέ­τρη­τα πιο μεγά­λης ανό­δου του εργα­τι­κού κινή­μα­τος σε όλες τις χώρες του κόσμου, συγκε­κρι­μέ­να στην επο­χή της ανά­πτυ­ξής του σε πλά­τος, στην επο­χή της δημιουρ­γί­ας μαζι­κών σοσια­λι­στι­κών εργα­τι­κών κομ­μά­των στο πλαί­σιο κάθε εθνι­κού κρά­τους. Η εντα­τι­κή δρά­ση στη Διε­θνή και η ακό­μη πιο εντα­τι­κή απα­σχό­λη­ση του Μαρξ υπέ­σκα­ψαν ορι­στι­κά την υγεία του, μέχρι το θάνα­τό του στο Λονδίνο.

Φρίντριχ Ένγκελς
για τον Καρλ Μαρξ

Από τις πολ­λές σπου­δαί­ες ανα­κα­λύ­ψεις, με τις οποί­ες έγρα­ψε ο Μαρξ το όνο­μά του στην ιστο­ρία της επι­στή­μης, μπο­ρού­με εδώ να υπο­γραμ­μί­σου­με μόνο δυο.

Η πρώ­τη είναι η ριζι­κή αλλα­γή που έφε­ρε στον τρό­πο αντί­λη­ψης της παγκό­σμιας ιστο­ρί­ας. Όλη η ίσα­με σήμε­ρα αντί­λη­ψη της ιστο­ρί­ας βασι­ζό­ταν στη γνώ­μη ότι τα τελι­κά αίτια όλων των ιστο­ρι­κών αλλα­γών πρέ­πει να ανα­ζη­τη­θούν στις μετα­βαλ­λό­με­νες ιδέ­ες των ανθρώ­πων και ότι απ’ όλες τις ιστο­ρι­κές αλλα­γές οι πολι­τι­κές είναι οι σπου­δαιό­τε­ρες, είναι αυτές που καθο­ρί­ζουν την πορεία όλης της ιστο­ρί­ας. Από πού, όμως, έρχο­νται οι ιδέ­ες στους ανθρώ­πους και ποιες είναι οι κινη­τή­ριες αιτί­ες των πολι­τι­κών αλλα­γών; Γι’ αυτά δε ρωτού­σαν. Μόνο στη νεό­τε­ρη σχο­λή των Γάλ­λων και εν μέρει και των Αγγλων ιστο­ρι­κών γεν­νή­θη­κε η πεποί­θη­ση ότι, του­λά­χι­στον απ’ την επο­χή του μεσαί­ω­να, η κινη­τή­ρια δύνα­μη της ευρω­παϊ­κής ιστο­ρί­ας είναι ο αγώ­νας της ανα­πτυσ­σό­με­νης αστι­κής τάξης ενά­ντια στη φεου­δαρ­χι­κή αρι­στο­κρα­τία για την κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­κή επι­κρά­τη­ση. Τώρα ο Μαρξ από­δει­ξε ότι όλη η προη­γού­με­νη ιστο­ρία είναι ιστο­ρία ταξι­κών αγώ­νων, ότι σ’ όλους τους πολ­λα­πλούς και σύν­θε­τους πολι­τι­κούς αγώ­νες πρό­κει­ται μόνον για την κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­κή επι­κρά­τη­ση κοι­νω­νι­κών τάξε­ων, για τη δια­τή­ρη­ση της κυριαρ­χί­ας από τις παλιές τάξεις, για την κατά­κτη­ση της κυριαρ­χί­ας από τις και­νού­ριες τάξεις που ανε­βαί­νουν. Από πού, όμως, πάλι σχη­μα­τί­ζο­νται και υπάρ­χουν αυτές οι τάξεις; Από τους κάθε φορά χει­ρο­πια­στούς υλι­κούς όρους, κάτω από τους οποί­ους, σε κάθε δοσμέ­νη στιγ­μή, παρά­γει και ανταλ­λάσ­σει η κοι­νω­νία τα μέσα συντή­ρη­σής της. Η φεου­δαρ­χία του μεσαί­ω­να στη­ρι­ζό­τα­νε στην αυτάρ­κη οικο­νο­μία μικρών αγρο­τι­κών κοι­νο­τή­των που ικα­νο­ποιού­σε μόνη και σχε­δόν χωρίς καμιά ανταλ­λα­γή όλες σχε­δόν τις ανά­γκες τους, και που η στρα­τιω­τι­κή αρι­στο­κρα­τία τις προ­στά­τευε από εξω­τε­ρι­κούς κιν­δύ­νους και τους εξα­σφά­λι­ζε εθνι­κή ή του­λά­χι­στον πολι­τι­κή συνο­χή. Οταν εμφα­νί­στη­καν οι πόλεις και μαζί τους η ξεχω­ρι­στή χει­ρο­τε­χνι­κή βιο­μη­χα­νία και η εμπο­ρι­κή κυκλο­φο­ρία, αρχι­κά στο εσω­τε­ρι­κό της χώρας και αργό­τε­ρα διε­θνώς, δημιουρ­γή­θη­κε η αστι­κή τάξη των πόλε­ων, που παλαί­βο­ντας ενά­ντια στην αρι­στο­κρα­τία επέ­βα­λε από το μεσαί­ω­να κιό­λας την έντα­ξή της, σαν εξί­σου προ­νο­μιού­χα τάξη, στο φεου­δαρ­χι­κό καθε­στώς. Με την ανα­κά­λυ­ψη, όμως, της εξω­ευ­ρω­παϊ­κής υδρο­γεί­ου από τα μέσα του XV αιώ­να, η αστι­κή τάξη από­κτη­σε ένα πολύ ευρύ­τε­ρο εμπο­ρι­κό πεδίο και ένα νέο κίνη­τρο για τη βιο­μη­χα­νία της. Στους σπου­δαιό­τε­ρους κλά­δους ξετο­πί­στη­κε η χει­ρο­τε­χνία απ’ την εργο­στα­σια­κή μανι­φα­κτού­ρα και αυτή πάλι από τη μεγά­λη βιο­μη­χα­νία, που μπό­ρε­σε να δημιουρ­γη­θεί ύστε­ρα από τις ανα­κα­λύ­ψεις του περα­σμέ­νου αιώ­να, ιδί­ως της ατμο­κί­νη­της μηχα­νής. Η μεγά­λη βιο­μη­χα­νία επέ­δρα­σε με τη σει­ρά της πάνω στο εμπό­ριο, παρα­με­ρί­ζο­ντας στις καθυ­στε­ρη­μέ­νες χώρες την παλιά χει­ρο­τε­χνία και δημιουρ­γώ­ντας στις πιο ανα­πτυγ­μέ­νες τα σημε­ρι­νά και­νού­ρια μέσα συγκοι­νω­νί­ας, ατμο­κί­νη­τες μηχα­νές, σιδη­ρο­δρό­μους, ηλε­κτρι­κούς τηλε­γρά­φους. Έτσι, η αστι­κή τάξη συγκέ­ντρω­νε στα χέρια της όλο και πιο πολύ τα κοι­νω­νι­κά πλού­τη και την κοι­νω­νι­κή δύνα­μη, ενώ για πολύ και­ρό ακό­μα έμε­νε απο­κλει­σμέ­νη από την πολι­τι­κή εξου­σία, που βρι­σκό­ταν στα χέρια της αρι­στο­κρα­τί­ας και της μοναρ­χί­ας που στη­ρι­ζό­ταν στην αρι­στο­κρα­τία. Σε μιαν ορι­σμέ­νη βαθ­μί­δα της εξέ­λι­ξης — στη Γαλ­λία ύστε­ρα από τη μεγά­λη Επα­νά­στα­ση — η αστι­κή τάξη κατά­κτη­σε και την πολι­τι­κή εξου­σία και έγι­νε έτσι με τη σει­ρά της κυρί­αρ­χη τάξη απέ­να­ντι στο προ­λε­τα­ριά­το και τους μικρο­χω­ρι­κούς. Με βάση αυτή την άπο­ψη και με την απα­ραί­τη­τη γνώ­ση της κάθε φορά οικο­νο­μι­κής κατά­στα­σης της κοι­νω­νί­ας — κάτι που λεί­πει ολό­τε­λα από τους ειδι­κούς ιστο­ριο­γρά­φους μας — εξη­γού­νται, με τον πιο απλό τρό­πο, όλα τα ιστο­ρι­κά φαι­νό­με­να. Έτσι, επί­σης με τον πιο απλό τρό­πο, εξη­γού­νται οι παρα­στά­σεις και οι ιδέ­ες, που επι­κρα­τού­σαν σε κάθε ιστο­ρι­κή περί­ο­δο, από τους οικο­νο­μι­κούς όρους ζωής και από τις κοι­νω­νι­κές και πολι­τι­κές σχέ­σεις αυτής της περιό­δου, που καθο­ρί­ζο­νται από τους όρους αυτούς. Για πρώ­τη φορά, η ιστο­ρία τοπο­θε­τή­θη­κε στη σωστή της βάση. Το χει­ρο­πια­στό γεγο­νός, που όμως ίσα­με τώρα το είχαν εντε­λώς παρα­βλέ­ψει, ότι οι άνθρω­ποι πριν απ’ όλα πρέ­πει να τρώ­νε, να πίνουν, να έχουν κατοι­κία και να ντύ­νο­νται, ότι πρέ­πει επο­μέ­νως να εργά­ζο­νται, πριν αρχί­σουν να παλαί­βουν για την κυριαρ­χία, πριν αρχί­σουν να ασχο­λού­νται με την πολι­τι­κή, τη θρη­σκεία, τη φιλο­σο­φία κτλ. — αυτό το χει­ρο­πια­στό γεγο­νός από­κτη­σε επι­τέ­λους την ιστο­ρι­κή του δικαίωση.

Η σημασία του νέου τρόπου αντίληψης της ιστορίας

Έργο του V. Polyakov, 1961 Δου­λεύ­ο­ντας πάνω στο Μανιφέστο.

Αυτός ο νέος τρό­πος αντί­λη­ψης της ιστο­ρί­ας είχε την πιο μεγά­λη σημα­σία για τη σοσια­λι­στι­κή άπο­ψη. Από­δει­ξε ότι όλη η ίσα­με τώρα ιστο­ρία κινεί­ται μέσα σε ταξι­κές αντι­θέ­σεις και ταξι­κούς αγώ­νες, ότι πάντα υπήρ­χαν κυρί­αρ­χες και υπό­δου­λες, εκμε­ταλ­λεύ­τριες και εκμε­ταλ­λευό­με­νες τάξεις και ότι η μεγά­λη πλειο­ψη­φία των ανθρώ­πων ήταν πάντα κατα­δι­κα­σμέ­νη σε σκλη­ρή δου­λιά και λίγη από­λαυ­ση. Για­τί αυτό; Απλού­στα­τα, για­τί σ’ όλες τις προη­γού­με­νες βαθ­μί­δες εξέ­λι­ξης της ανθρω­πό­τη­τας η παρα­γω­γή ήταν ακό­μα τόσο λίγο ανα­πτυγ­μέ­νη, που η ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη δεν μπο­ρού­σε να γίνει παρά μόνο μ’ αυτή την αντα­γω­νι­στι­κή μορ­φή. Η ιστο­ρι­κή πρό­ο­δος είχε ανα­τε­θεί γενι­κά στη δρά­ση μιας μικρής προ­νο­μιού­χας μειο­ψη­φί­ας, ενώ η μεγά­λη μάζα έμε­νε κατα­δι­κα­σμέ­νη να βγά­ζει με τη δου­λιά της τα πενι­χρά μέσα συντή­ρη­σης για τον εαυ­τό της και επι­πρό­σθε­τα να μεγα­λώ­νει αδιά­κο­πα τα πλού­τη των προνομιούχων.

Αυτός ο ίδιος τρό­πος εξέ­τα­σης της ιστο­ρί­ας, που εξη­γεί έτσι φυσι­κά και λογι­κά την τωρι­νή ταξι­κή κυριαρ­χία, που την από­δι­ναν πριν στην κακία των ανθρώ­πων, οδη­γεί επί­σης και στην κατα­νό­η­ση ότι εξαι­τί­ας της τόσο τερά­στιας αύξη­σης των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων της σημε­ρι­νής επο­χής, του­λά­χι­στον στις πιο προηγ­μέ­νες χώρες, εξα­φα­νί­στη­κε και η τελευ­ταία δικαιο­λο­γία για το χωρι­σμό των ανθρώ­πων σε κυρί­αρ­χους και υπό­δου­λους, σε εκμε­ταλ­λευ­τές και εκμεταλλευόμενους.
Ότι η κυρί­αρ­χη μεγα­λο­α­στι­κή τάξη εκπλή­ρω­σε την ιστο­ρι­κή της απο­στο­λή, ότι δεν είναι πια σε θέση να καθο­δη­γεί την κοι­νω­νία και ότι μάλι­στα γίνε­ται εμπό­διο στην ανά­πτυ­ξη της παρα­γω­γής, όπως το απο­δεί­χνουν οι κρί­σεις στο εμπό­ριο και ιδί­ως η τελευ­ταία μεγά­λη κρί­ση και η ασφυ­χτι­κή κατά­στα­ση της βιο­μη­χα­νί­ας σ’ όλες τις χώρες.
Ότι η ιστο­ρι­κή καθο­δή­γη­ση πέρα­σε στα χέρια του προ­λε­τα­ριά­του, της τάξης, που, σύμ­φω­να με όλη την κοι­νω­νι­κή της θέση, μπο­ρεί να απε­λευ­θε­ρω­θεί μόνο με την κατάρ­γη­ση κάθε ταξι­κής κυριαρ­χί­ας, κάθε δου­λεί­ας και κάθε εκμε­τάλ­λευ­σης γενι­κά. Ότι οι κοι­νω­νι­κές παρα­γω­γι­κές δυνά­μεις, που με την ανά­πτυ­ξή τους ξέφυ­γαν από τα χέρια της αστι­κής τάξης, περι­μέ­νουν μόνο τη στιγ­μή να τις πάρει στην κατο­χή του το οργα­νω­μέ­νο προ­λε­τα­ριά­το, για να δημιουρ­γή­σει μια κατά­στα­ση, που θα επι­τρέ­ψει σε κάθε μέλος της κοι­νω­νί­ας, όχι μόνο τη συμ­με­το­χή στην παρα­γω­γή, αλλά και στην κατα­νο­μή και δια­χεί­ρι­ση του κοι­νω­νι­κού πλού­του, και που με μια σχε­δια­σμέ­νη οργά­νω­ση όλης της παρα­γω­γής θα ανε­βά­σει σε τέτοιο σημείο τις κοι­νω­νι­κές παρα­γω­γι­κές δυνά­μεις και την από­δο­σή τους, που θα εξα­σφα­λί­ζουν στον καθέ­να και σε όλο και μεγα­λύ­τε­ρο βαθ­μό την ικα­νο­ποί­η­ση όλων των λογι­κών ανα­γκών του.

Για τη σχέση κεφαλαίου — εργασίας

Ο Μαρξ σε λιθο­γρα­φία του V. Lapin, 1957

Η δεύ­τε­ρη σπου­δαία ανα­κά­λυ­ψη του Μαρξ είναι ότι εξή­γη­σε επι­τέ­λους τη σχέ­ση ανά­με­σα στο κεφά­λαιο και στην εργα­σία, με άλλα λόγια ότι από­δει­ξε πώς γίνε­ται η εκμε­τάλ­λευ­ση του εργά­τη από τον κεφα­λαιο­κρά­τη μέσα στην τωρι­νή κοι­νω­νία, στο σημε­ρι­νό κεφα­λαιο­κρα­τι­κό τρό­πο παραγωγής.

Από τότε που η πολι­τι­κή οικο­νο­μία δια­τύ­πω­σε τη θέση ότι η εργα­σία είναι η πηγή κάθε πλού­του και κάθε αξί­ας, έγι­νε ανα­πό­φευ­κτο το ερώτημα:
Πώς, λοι­πόν, συμ­βι­βά­ζε­ται να μην παίρ­νει ο μισθω­τός εργά­της το συνο­λι­κό ποσό της αξί­ας που παρά­γε­ται με την εργα­σία του, αλλά να είναι υπο­χρε­ω­μέ­νος να δίνει ένα μέρος αυτής της αξί­ας στον κεφα­λαιο­κρά­τη; Τόσο οι αστοί οικο­νο­μο­λό­γοι, όσο και οι σοσια­λι­στές μάταια προ­σπα­θού­σαν να δώσουν στο ερώ­τη­μα μια επι­στη­μο­νι­κά θεμε­λιω­μέ­νη απά­ντη­ση, ώσπου στο τέλος παρου­σιά­στη­κε ο Μαρξ με τη λύση του.

Η λύση αυτή είναι η ακό­λου­θη: Ο σημε­ρι­νός κεφα­λαιο­κρα­τι­κός τρό­πος παρα­γω­γής προ­ϋ­πο­θέ­τει την ύπαρ­ξη δύο κοι­νω­νι­κών τάξε­ων: Από τη μια μεριά, των κεφα­λαιο­κρα­τών που έχουν στην κυριό­τη­τά τους τα μέσα παρα­γω­γής και τα μέσα συντή­ρη­σης, και, από την άλλη μεριά, των προ­λε­τά­ριων που έχουν απο­κλει­στεί απ’ αυτή την κυριό­τη­τα και έχουν μόνο ένα εμπό­ρευ­μα για πού­λη­μα: την εργα­τι­κή τους δύνα­μη και που ανα­γκά­ζο­νται να που­λούν αυτή την εργα­τι­κή δύνα­μη για ν’ απο­κτή­σουν τα απα­ραί­τη­τα μέσα συντή­ρη­σης. Η αξία, όμως, ενός εμπο­ρεύ­μα­τος καθο­ρί­ζε­ται από το κοι­νω­νι­κά ανα­γκαίο ποσό της εργα­σί­ας, που είναι ενσω­μα­τω­μέ­νη στην παρα­γω­γή του, επο­μέ­νως και στην ανα­πα­ρα­γω­γή του. Επο­μέ­νως και η αξία της εργα­τι­κής δύνα­μης του μέσου ανθρώ­που για το διά­στη­μα μιας ημέ­ρας, ενός μήνα ή ενός χρό­νου καθο­ρί­ζε­ται από το ποσό της εργα­σί­ας που είναι ενσω­μα­τω­μέ­νη στην ποσό­τη­τα των μέσων συντή­ρη­σης, που είναι ανα­γκαία για τη δια­τή­ρη­ση αυτής της εργα­τι­κής δύνα­μης, μια μέρα, ένα μήνα ή ένα χρό­νο. Αν υπο­θέ­σου­με ότι για να παρα­χθούν τα μέσα συντή­ρη­σης ενός εργά­τη χρειά­ζο­νται έξι ώρες εργα­σία ή, πράγ­μα που είναι το ίδιο, η εργα­σία που περιέ­χε­ται σ’ αυτά τα μέσα συντή­ρη­σης ισο­δυ­να­μεί με ποσό­τη­τα εργα­σί­ας έξι ωρών, τότε η αξία της εργα­τι­κής δύνα­μης μιας ημέ­ρας θα εκφρά­ζε­ται μ’ ένα χρη­μα­τι­κό ποσό, όπου είναι ενσω­μα­τω­μέ­νες επί­σης έξι ώρες εργα­σί­ας. Ας υπο­θέ­σου­με, ακό­μα, ότι ο κεφα­λαιο­κρά­της, που απα­σχο­λεί τον εργά­τη του παρα­δείγ­μα­τός μας, του δίνει αυτό το ποσό, δηλα­δή όλη την αξία της εργα­τι­κής του δύναμης.

Αν τώρα ο εργά­της εργα­στεί έξι ώρες για τον κεφα­λαιο­κρά­τη, τότε ξεπλη­ρώ­νει στον κεφα­λαιο­κρά­τη στο ακέ­ραιο όλα τα έξο­δά του: έξι ώρες εργα­σία για έξι ώρες εργα­σί­ας. Έτσι βέβαια δε θα περίσ­σευε τίπο­τα για τον κεφα­λαιο­κρά­τη και γι’ αυτό το λόγο ο κεφα­λαιο­κρά­της αντι­λαμ­βά­νε­ται το ζήτη­μα εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κά: εγώ, λέει, δεν αγό­ρα­σα την εργα­τι­κή δύνα­μη αυτού του εργά­τη για 6 ώρες, αλλά για μια ολό­κλη­ρη μέρα και με βάση αυτό το συλ­λο­γι­σμό βάζει τον εργά­τη να δου­λέ­ψει 8, 10, 12, 14 ώρες και ακό­μα περισ­σό­τε­ρο, ανά­λο­γα με τις συν­θή­κες. Έτσι, το προ­ϊ­όν της εργα­σί­ας από την έβδο­μη, όγδοη ώρα και πέρα είναι προ­ϊ­όν απλή­ρω­της εργα­σί­ας, που πάει κατευ­θεί­αν στην τσέ­πη του κεφαλαιοκράτη.

Έτσι, ο εργά­της στην υπη­ρε­σία του κεφα­λαιο­κρά­τη δεν ανα­πα­ρά­γει μόνο την αξία της εργα­τι­κής του δύνα­μης, που την πλη­ρώ­νε­ται, αλλά παρά­γει ακό­μα και πάνω απ’ αυτή μια υπε­ρα­ξία, που την ιδιο­ποιεί­ται πρώ­τα ο κεφα­λαιο­κρά­της, και που στην παρα­πέ­ρα πορεία, σύμ­φω­να με ορι­σμέ­νους οικο­νο­μι­κούς νόμους, μοι­ρά­ζε­ται σ’ όλη την τάξη των κεφα­λαιο­κρα­τών και απο­τε­λεί έτσι το βασι­κό από­θε­μα, απ’ όπου πηγά­ζουν η γαιο­πρό­σο­δος, το κέρ­δος, η συσ­σώ­ρευ­ση του κεφα­λαί­ου, με λίγα λόγια όλα τα πλού­τη που κατα­βρο­χθί­ζο­νται ή συσ­σω­ρεύ­ο­νται από τις μη εργα­ζό­με­νες τάξεις. Έτσι, όμως, απο­δεί­χτη­κε ότι οι σημε­ρι­νοί κεφα­λαιο­κρά­τες απο­κτούν τα πλού­τη τους με την ίδια μέθο­δο της ιδιο­ποί­η­σης ξένης απλή­ρω­της εργα­σί­ας, όπως οι δου­λο­χτή­τες ή οι φεου­δάρ­χες που εκμε­ταλ­λεύ­ο­νταν τις αγγα­ρεί­ες των δου­λο­πά­ροι­κων, και ότι όλες αυτές οι μορ­φές εκμε­τάλ­λευ­σης δια­φέ­ρουν μόνο από το δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο και μέθο­δο που γίνε­ται η ιδιο­ποί­η­ση της απλή­ρω­της εργα­σί­ας. Έτσι, όμως, έφυ­γε ολό­τε­λα το έδα­φος κάτω από τα πόδια όλης αυτής της υπο­κρι­τι­κής φρα­σε­ο­λο­γί­ας των ιδιο­κτη­τριών τάξε­ων, ότι επι­κρα­τεί τάχα δίκαιο και δικαιο­σύ­νη στο σημε­ρι­νό κοι­νω­νι­κό καθε­στώς, ισό­τη­τα των δικαιω­μά­των και υπο­χρε­ώ­σε­ων και γενι­κή αρμο­νία των συμ­φε­ρό­ντων. Και ξεσκε­πά­στη­κε και η σημε­ρι­νή αστι­κή κοι­νω­νία, όχι λιγό­τε­ρο από τις προη­γού­με­νες, σαν ένα μεγα­λό­πρε­πο ίδρυ­μα για την εκμε­τάλ­λευ­ση της απέ­ρα­ντης πλειο­ψη­φί­ας του λαού από μιαν ασή­μα­ντη μειο­ψη­φία, που όσο πάει και λιγοστεύει.

Σ’ αυτά τα δυο βασικά γεγονότα
στηρίζεται ο σύγχρονος επιστημονικός σοσιαλισμός.

Οι Μαρξ και Ένγκελς, έργο του N. Khukov, 1930

Η διδασκαλία του Μαρξ
για το καπιταλιστικό κέρδος

Τον Μάη του 1998 κλεί­νουν 180 χρό­νια από τη γέν­νη­ση του Καρλ Μαρξ. Η θεω­ρία που δημιούρ­γη­σε μαζί με το στε­νό του φίλο και συνερ­γά­τη Φρί­ντριχ Ένγκελς , συνε­χί­ζει να βρί­σκε­ται στο επί­κε­ντρο της ιδε­ο­λο­γι­κής πάλης και να επι­βε­βαιώ­νε­ται από τη σύγ­χρο­νη καπι­τα­λι­στι­κή πραγματικότητα.

Τον τελευ­ταίο και­ρό με την ευκαι­ρία των 150 χρό­νων από την έκδο­ση του “Μανι­φέ­στου του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος”, είδαν το φως της δημο­σιό­τη­τας στον ημε­ρή­σιο και περιο­δι­κό Τύπο της χώρας μας μια σει­ρά δημο­σιεύ­σεις, που κάνουν λόγο για τη δήθεν επι­στρο­φή του Μαρξ.

Κατ’ αρχήν, για όσους πιστεύ­ουν στην κοι­νω­νι­κή πρό­ο­δο και σε μια ανθρώ­πι­νη και δίκαιη κοι­νω­νία, χωρίς κατα­πί­ε­ση και εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο, ο Μαρξ δεν έφυ­γε ποτέ για να μπο­ρεί να επι­στρέ­ψει. Πάντα ήταν και είναι κοντά μας. Πάντα είναι παρών. Παρά τα όποια ζιγκ ζαγκ της ιστο­ρί­ας, το έργο του Μαρξ είναι εδώ, ζει και δικαιώ­νε­ται. Εκεί­νοι που έρχο­νται και παρέρ­χο­νται είναι μόνο οι επι­κρι­τές και οι αντί­πα­λοί του.

Ο Κ. Μαρξ ήταν εκεί­νος, που πρώ­τος ανα­κά­λυ­ψε το νόμο κίνη­σης της καπι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας και απέ­δει­ξε επι­στη­μο­νι­κά τον ιστο­ρι­κό μετα­βα­τι­κό χαρα­κτή­ρα του καπι­τα­λι­σμού και την αντα­γω­νι­στι­κή εκμε­ταλ­λευ­τι­κή φύση των καπι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων παραγωγής.

Στις συν­θή­κες του καπι­τα­λι­σμού οι βασι­κές σχέ­σεις παρα­γω­γής μετα­ξύ της εργα­τι­κής και της αστι­κής τάξης, ανά­με­σα στην εργα­σία και το κεφά­λαιο εμφα­νί­ζο­νται με παραλ­λαγ­μέ­νες μορ­φές, οι οποί­ες συγκα­λύ­πτουν τη φύση και τον εκμε­ταλ­λευ­τι­κό τους χαρα­κτή­ρα. Μια από αυτές τις μορ­φές είναι το ίδιο το καπι­τα­λι­στι­κό κέρδος.

Στην ιδε­ο­λο­γι­κή πάλη με την προ­λε­τα­ρια­κή πολι­τι­κή οικο­νο­μία, η αστι­κή πολι­τι­κή οικο­νο­μία έχει ανα­γά­γει το καπι­τα­λι­στι­κό κέρ­δος σε υπέρ­τα­τη δύνα­μη και σε Θεό της, σε για­τρο­σό­φι διά “πάσαν νόσο”, περι­τυ­λί­γο­ντάς το με τη συσκευα­σία της λεγό­με­νης ελεύ­θε­ρης οικο­νο­μί­ας της αγοράς.

Η μαρξιστική θεωρία για το κέρδος

Η διδα­σκα­λία του Καρλ Μαρξ για το καπι­τα­λι­στι­κό κέρ­δος απο­τε­λεί συνέ­χεια και παρα­πέ­ρα ανά­πτυ­ξη της θεω­ρί­ας του για την αξία και την υπε­ρα­ξία. To κέρ­δος είναι μια από τις συγκε­κρι­μέ­νες μορ­φές εμφά­νι­σης της υπεραξίας.

O Κ. Μαρξ απέ­δει­ξε, επι­στη­μο­νι­κά, ότι η αξία του εμπο­ρεύ­μα­τος απο­τε­λεί­ται από το στα­θε­ρό κεφά­λαιο (σ), το μετα­βλη­τό κεφά­λαιο (μ) και από την υπε­ρα­ξία (υ). Συνε­πώς, η αξία του εμπο­ρεύ­μα­τος μπο­ρεί να εκφρα­στεί με τον τύπο: (σ+μ+υ), όπου το “σ” από μόνο του είναι παρω­χη­μέ­νη εργα­σία, που μετα­φέρ­θη­κε στο έτοι­μο προ­ϊ­όν, το (μ+υ) είναι η νεο­δη­μιουρ­γη­μέ­νη αξία από την εργα­σία των εργα­τών στο δοσμέ­νο προ­τσές παραγωγής.

Ξεκι­νώ­ντας από τη δια­φο­ρά ανά­με­σα σε αυτά τα δυο στοι­χεία, δια­πι­στώ­νει ότι η αξία των κατα­να­λω­μέ­νων μέσων παρα­γω­γής και της εργα­τι­κής δύνα­μης απο­τε­λεί τα λεγό­με­να καπι­τα­λι­στι­κά έξο­δα παραγωγής.

Τα καπι­τα­λι­στι­κά έξο­δα παρα­γω­γής και η αξία του εμπο­ρεύ­μα­τος είναι δυο δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα. Κάνο­ντας τη διά­κρι­ση μετα­ξύ αυτών των δύο μεγε­θών, ο Κ. Μαρξ γράφει:

“ Το πόσο κοστί­ζει το εμπό­ρευ­μα στον κεφα­λαιο­κρά­τη, μετριέ­ται με τη δαπά­νη σε κεφά­λαιο, ενώ το πόσο κοστί­ζει πραγ­μα­τι­κά το εμπό­ρευ­μα μετριέ­ται με τη δαπά­νη εργασίας ”
(Κ. Μαρξ, “Το Κεφά­λαιο”, τόμος 3, σελ. 43).

Σύμ­φω­να με τον Κ. Μαρξ, πηγή της υπε­ρα­ξί­ας είναι μόνο το μετα­βλη­τό κεφά­λαιο. Ομως, επει­δή στα καπι­τα­λι­στι­κά έξο­δα παρα­γω­γής δε φαί­νε­ται η δια­φο­ρά ανά­με­σα στο στα­θε­ρό και μετα­βλη­τό κεφά­λαιο, η υπε­ρα­ξία παρου­σιά­ζε­ται με αλλοιω­μέ­νη μορ­φή, σαν γέν­νη­μα ολό­κλη­ρου του προ­κα­τα­βλη­μέ­νου κεφαλαίου.

Με τον τρό­πο αυτό στην επι­φά­νεια της καπι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας συντε­λεί­ται η μετα­τρο­πή της υπε­ρα­ξί­ας σε κέρδος.

“ Επο­μέ­νως, το κέρ­δος, όπως το συνα­ντά­με για πρώ­τη φορά εδώ, είναι το ίδιο πράγ­μα με την υπε­ρα­ξία, με απα­τη­λή όμως μορ­φή, που προ­κύ­πτει ωστό­σο με ανα­γκαιό­τη­τα από τον κεφα­λαιο­κρα­τι­κό τρό­πο παραγωγής ”
(Κ. Μαρξ, “Το Κεφά­λαιο”, τόμος 3, σελ. 55).

Ο φετι­χι­κός χαρα­κτή­ρας του καπι­τα­λι­στι­κού κέρ­δους προ­κύ­πτει και από το γεγο­νός ότι η αρχι­κή μορ­φή με την οποία συνα­ντώ­νται το κεφά­λαιο και η μισθω­τή εργα­σία στην αγο­ρά εργα­σί­ας, μεταμ­φιέ­ζε­ται και η ίδια η υπε­ρα­ξία δεν εμφα­νί­ζε­ται σαν προ­ϊ­όν της ιδιο­ποι­η­μέ­νης απλή­ρω­της μισθω­τής εργα­σί­ας, αλλά σαν περίσ­σευ­μα της τιμής πού­λη­σης του εμπο­ρεύ­μα­τος, πάνω από την τιμή κόστους του. Γι’ αυτό η τιμή κόστους του εμπο­ρεύ­μα­τος στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση παρου­σιά­ζε­ται εύκο­λα σαν να είναι η πραγ­μα­τι­κή του αξία, έτσι, που “… το κέρ­δος παρου­σιά­ζε­ται σαν περίσ­σευ­μα της τιμής πού­λη­σης των εμπο­ρευ­μά­των πάνω από την ενυ­πάρ­χου­σα σε αυτά αξία” -(Κ. Μαρξ, “Το Κεφά­λαιο” τόμος 3, σελ.64).

Δημιουρ­γεί­ται η εντύ­πω­ση ότι, το καπι­τα­λι­στι­κό κέρ­δος είναι γέν­νη­μα της ίδιας της πού­λη­σης του εμπο­ρεύ­μα­τος. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως, η αυτο­αύ­ξη­ση της προ­κα­τα­βλη­μέ­νης αξί­ας (του κεφα­λαί­ου) μπο­ρεί και πραγ­μα­το­ποιεί­ται μόνο στη σφαί­ρα της υλι­κής παρα­γω­γής, όπου το “νεο­γνό” που λέγε­ται καπι­τα­λι­στι­κό κέρ­δος, είναι “ώρι­μο τέκνο” της εκμε­τάλ­λευ­σης της εργα­τι­κής τάξης από το μονο­πω­λια­κό κεφά­λαιο. Δηλα­δή, η υπε­ρα­ξία γεν­νιέ­ται στη σφαί­ρα της παρα­γω­γής και εκδη­λώ­νε­ται στη σφαί­ρα της κυκλο­φο­ρί­ας. Και ενώ η μετα­τρο­πή της υπε­ρα­ξί­ας στο κέρ­δος πραγ­μα­το­ποιεί­ται σε από­λυ­τη αντι­στοι­χία με τους νόμους της καπι­τα­λι­στι­κής εμπο­ρευ­μα­τι­κής παρα­γω­γής, “ωστό­σο, το κέρ­δος είναι μια παραλ­λαγ­μέ­νη μορ­φή της υπε­ρα­ξί­ας, μια μορ­φή με την οποία συγκα­λύ­πτε­ται και σβή­νε­ται η κατα­γω­γή της και το μυστι­κό της ύπαρ­ξής της”. (Κ. Μαρξ, “Το Κεφά­λαιο”, τόμος 3, σελ.68).

Το γεγο­νός ότι σε συν­θή­κες ύπαρ­ξης μιας αυθόρ­μη­της συγκυ­ρί­ας της αγο­ράς, ένας καπι­τα­λι­στής μπο­ρεί να που­λή­σει το εμπό­ρευ­μά του πάνω ή κάτω από την αξία του, δε σημαί­νει με κανέ­ναν τρό­πο, ότι η υπε­ρα­ξία και το καπι­τα­λι­στι­κό κέρ­δος δε δημιουρ­γού­νται στη σφαί­ρα της παρα­γω­γής. Εδώ ισχύ­ει η αρχή, “όπου υπάρ­χει ισό­τη­τα δεν υπάρ­χει κέρ­δος”. Για παρά­δειγ­μα, αν υπο­θέ­σου­με ότι οι καπι­τα­λι­στές κατορ­θώ­νουν να που­λή­σουν τα εμπο­ρεύ­μα­τά τους πάνω από την αξία τους κατά 10%, τότε όταν θα γίνουν οι ίδιοι αγο­ρα­στές θα πρέ­πει να πλη­ρώ­σουν επι­πλέ­ον αυτό το 10% στους που­λη­τές. Με αυτό τον τρό­πο, ό,τι θα κερ­δί­σουν σαν που­λη­τές των εμπο­ρευ­μά­των τους, θα το χάνουν σαν αγο­ρα­στές. Οσο και αν στρι­φο­γυ­ρί­ζει κανείς, το απο­τέ­λε­σμα είναι το ίδιο. Και όταν τα εμπο­ρεύ­μα­τα ανταλ­λάσ­σο­νται ισο­δύ­να­μα και όταν ανταλ­λάσ­σο­νται μη ισο­δύ­να­μα πάλι δε γεν­νιέ­ται υπε­ρα­ξία και κέρ­δος. Δεν μπο­ρεί συνο­λι­κά η αστι­κή τάξη μιας χώρας να κερ­δί­ζει σε βάρος του εαυ­τού της.
Συνε­πώς στη σφαί­ρα της κυκλο­φο­ρί­ας δεν μπο­ρεί και δε γίνε­ται καμία αύξη­ση της αξί­ας των εμπορευμάτων.

Άρα, όπως η υπε­ρα­ξία, έτσι και το καπι­τα­λι­στι­κό κέρ­δος, έχουν μόνο μια και μονα­δι­κή πηγή της ύπαρ­ξής τους: Την εκμε­τάλ­λευ­ση της ξένης απλή­ρω­της μισθω­τής εργα­σί­ας της εργα­τι­κής τάξης από το σύνο­λο της τάξης των καπι­τα­λι­στών.

Η πτώση του ποσοστού κέρδους

Με την ανά­πτυ­ξη της επι­στη­μο­νι­κο­τε­χνι­κής προ­ό­δου και των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων στον καπι­τα­λι­σμό, το μερί­διο του στα­θε­ρού κεφα­λαί­ου αυξά­νει πολύ πιο γρή­γο­ρα απ’ ό,τι το μετα­βλη­τό κεφά­λαιο. Αυτό οδη­γεί στην αύξη­ση της οργα­νι­κής σύν­θε­σης του κεφα­λαί­ου, συνε­πώς και στην πτώ­ση του ποσο­στού του κέρδους.
Το φαι­νό­με­νο αυτό έχει επι­ση­μαν­θεί από τους κλα­σι­κούς αστούς οικο­νο­μο­λό­γους και τους ανη­σύ­χη­σε πάρα πολύ.

Η κλα­σι­κή αστι­κή πολι­τι­κή οικο­νο­μία δεν μπό­ρε­σε να εξη­γή­σει την πτώ­ση του ποσο­στού κέρ­δους, για­τί οι εκπρό­σω­ποί της δεν τηρού­σαν την απα­ραί­τη­τη ειδο­ποιό γραμ­μή μετα­ξύ του στα­θε­ρού και μετα­βλη­τού κεφα­λαί­ου, δεν κατα­λά­βαι­ναν τη σοβα­ρό­τη­τα των αλλα­γών στην οργα­νι­κή σύν­θε­ση του κεφα­λαί­ου και δεν έβλε­παν τις δια­φο­ρές ανά­με­σα στο κέρ­δος και στην υπεραξία.

Η αστι­κή πολι­τι­κή οικονομία:
“Έβλε­πε το φαι­νό­με­νο και βασα­νι­ζό­ταν να το εξη­γή­σει με αντι­φά­σκου­σες προ­σπά­θειες. Έχο­ντας όμως υπό­ψη τη μεγά­λη σπου­δαιό­τη­τα που έχει ο νόμος αυτός για την κεφα­λαιο­κρα­τι­κή παρα­γω­γή, μπο­ρού­με να πού­με ότι απο­τε­λεί το μυστή­ριο, γύρω από τη λύση του οποί­ου περι­στρέ­φε­ται όλη η πολι­τι­κή οικο­νο­μία από τον και­ρό του Άνταμ Σμιθ, και ότι η δια­φο­ρά ανά­με­σα στις διά­φο­ρες σχο­λές από τον και­ρό του Α. Σμιθ συνί­στα­ται στις διά­φο­ρες προ­σπά­θειες για τη λύση του”.
(Κ. Μαρξ, “Το Κεφά­λαιο”, τόμος 3, σελ. 270).

Βέβαια, το ποσο­στό κέρ­δους πέφτει όχι για­τί την εργα­τι­κή τάξη την εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται λιγό­τε­ρο το μονο­πω­λια­κό κεφά­λαιο, αλλά για­τί σε σχέ­ση με το μέγε­θος του στα­θε­ρού κεφα­λαί­ου χρη­σι­μο­ποιεί­ται σχε­τι­κά μικρό­τε­ρο μετα­βλη­τό κεφά­λαιο. Αυτό μπο­ρεί να συμ­βεί και συμ­βαί­νει με την ταυ­τό­χρο­να αυξα­νό­με­νη μάζα της υπε­ρα­ξί­ας, που ιδιο­ποιού­νται συνο­λι­κά οι καπι­τα­λι­στές. Η από­λυ­τη μάζα της υπε­ρα­ξί­ας, συνε­πώς και του κέρ­δους, μεγα­λώ­νει λόγω της αύξη­σης του βαθ­μού εκμε­τάλ­λευ­σης και της συνο­λι­κής αριθ­μη­τι­κής δύνα­μης της εργα­τι­κής τάξης.

Στη χώρα μας, η εξέ­λι­ξη του μέσου ποσο­στού του κέρ­δους στην περί­ο­δο 1960 — 1981, στον μετα­ποι­η­τι­κό τομέα της οικο­νο­μί­ας, κινή­θη­κε γενι­κά μετα­ξύ του 11,9% και 20,8%.
Από 26,6% το 1991 έφτα­σε στο 28,3% το 1992.
Και μετά κατά δια­στή­μα­τα εκτο­ξεύ­τη­κε –ακό­μα και στις περιό­δους κρί­σης και “αναι­μι­κής” ανάκαμψης.
Περί­τρα­νη από­δει­ξη γι’ αυτό είναι και τα μει­κτά κέρ­δη των ΑΕ και ΕΠΕ της ελλη­νι­κής βιο­μη­χα­νί­ας, τα οποία από 182,4 δισ. το 1981 και 944,5 δισ. το 1990, έφτα­σαν στο 1.901,5 δισ. δρχ. το 1996 και αυξή­θη­καν πάνω από 10 φορές σε συν­θή­κες οικο­νο­μι­κής κρί­σης (ICAP).
Είναι γεγο­νός, πως η τάση του μέσου ποσο­στού του κέρ­δους να πέφτει, δε γίνε­ται με τον ίδιο ρυθ­μό με τον οποίο αυξά­νει η οργα­νι­κή σύν­θε­ση του συνο­λι­κού κοι­νω­νι­κού κεφα­λαί­ου. Οι βασι­κοί παρά­γο­ντες που αντι­δρούν στο νόμο της τάσης του ποσο­στού του κέρ­δους να πέφτει, είναι:

1. Η αύξη­ση του βαθ­μού εκμε­τάλ­λευ­σης της εργα­τι­κής δύνα­μης με την παρά­τα­ση της εργά­σι­μης μέρας. Η ανά­πτυ­ξη και χρη­σι­μο­ποί­η­ση της νέας τεχνι­κής συν­δέ­ε­ται με την αύξη­ση της εντα­τι­κό­τη­τας της εργα­σί­ας, η οποία όχι μόνο αυξά­νει το βαθ­μό εκμε­τάλ­λευ­σης, αλλά και φρε­νά­ρει άμε­σα την πτώ­ση του ποσο­στού κέρδους.
2. Η αύξη­ση της παρα­γω­γι­κό­τη­τας της εργα­σί­ας στους κλά­δους που παρά­γουν τα μέσα παρα­γω­γής, συμ­βάλ­λει στο να γίνο­νται πιο φτη­νά τα στοι­χεία του στα­θε­ρού κεφα­λαί­ου, πράγ­μα που επι­δρά στην πτώ­ση του ποσο­στού του κέρδους.
3. Ο σχε­τι­κός υπερ­πλη­θυ­σμός από τον οποίο δημιουρ­γεί­ται η μαζι­κή ανερ­γία, συντε­λεί στην πτώ­ση του μισθού εργα­σί­ας κάτω από την αξία της εργα­τι­κής δύνα­μης και αυξά­νει το κέρ­δος. Αυτό αντι­δρά στην πτώ­ση του ποσο­στού του κέρδους.
4. Οι εξω­τε­ρι­κές εμπο­ρι­κές ανταλ­λα­γές των ανα­πτυγ­μέ­νων καπι­τα­λι­στι­κών χωρών με τις οικο­νο­μι­κά αδύ­να­τες χώρες, επι­τρέ­πουν στους καπιταλιστές:
α) να αγο­ρά­ζουν τις πρώ­τες ύλες σε μονο­πω­λια­κά χαμη­λές τιμές, πράγ­μα που μειώ­νει τη συνο­λι­κά αξία στα­θε­ρού κεφαλαίου.
β) να εισά­γουν φθη­νό­τε­ρα τρό­φι­μα, τα οποία μειώ­νουν την αξία της εργα­τι­κής δύνα­μης και αυξά­νουν το βαθ­μό εκμε­τάλ­λευ­σης και τη μάζα της υπεραξίας.
γ) να παίρ­νουν ένα μονο­πω­λια­κό υπερ­κέρ­δος σαν απο­τέ­λε­σμα της δια­φο­ράς μετα­ξύ των εθνι­κών επι­πέ­δων της αξί­ας των εμπο­ρευ­μά­των τους.

Όλοι αυτοί οι αυτε­πε­νερ­γη­τι­κοί παρά­γο­ντες δεν αναι­ρούν τη δρά­ση του νόμου της τάσης του ποσο­στού κέρ­δους να πέφτει, αλλά μόνο προ­κα­λούν αντι­δρά­σεις που ανα­χαι­τί­ζουν, επι­βρα­δύ­νουν και εν μέρει παρα­λύ­ουν αυτή την τάση και αδυ­να­τί­ζουν την απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά του.

Είναι βέβαια γεγο­νός ότι στις συν­θή­κες ανά­πτυ­ξης του σύγ­χρο­νου καπι­τα­λι­στι­κού τρό­που παρα­γω­γής, συντε­λέ­στη­καν και συντε­λού­νται σημα­ντι­κές αλλα­γές στην εμφά­νι­ση και δρά­ση των οικο­νο­μι­κών νόμων του καπι­τα­λι­σμού γενι­κά και ιδιαί­τε­ρα στο βασι­κό οικο­νο­μι­κό του νόμο — το νόμο της υπε­ρα­ξί­ας. Στα πλαί­σια του προ­μο­νο­πω­λια­κού καπι­τα­λι­σμού, ο νόμος της υπε­ρα­ξί­ας πραγ­μα­το­ποιού­νταν μέσω του νόμου του μέσου ποσο­στού κέρ­δους. Στις συν­θή­κες του ιμπε­ρια­λι­σμού ο νόμος της υπε­ρα­ξί­ας λει­τουρ­γεί μέσω του νόμου του μονο­πω­λια­κού υπερ­κέρ­δους, χωρίς να σημαί­νει ότι στα­μα­τά να υπάρ­χει και να επι­δρά ο νόμος του μέσου ποσο­στού κέρδους.

Επο­μέ­νως το κίνη­τρο για την ανά­πτυ­ξη του καπι­τα­λι­σμού στη σύγ­χρο­νη κρα­τι­κο­μο­νο­πω­λια­κή βαθ­μί­δα είναι το μονο­πω­λια­κό υπερ­κέρ­δος και όχι το μέσο

“ Τo όνομά του και το έργο του 
   θα ζήσουν στους αιώνες! ”

«Οι φιλό­σο­φοι μονά­χα εξη­γού­σαν με διά­φο­ρους τρό­πους τον κόσμο, το ζήτη­μα όμως είναι να τον αλλάξουμε».
               ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ: Θέσεις για το Φόυερμπαχ

«To όνο­μά του και το έργο του θα ζήσουν στους αιώ­νες!», είπε στο λόγο του πάνω στον τάφο του Καρλ Μαρξ, στις 18 Μάρ­τη 1883, δηλα­δή τέσ­σε­ρις μέρες μετά το θάνα­τό του, ο Φρί­ντριχ Ένγκελς. Δεν ήταν λόγια προ­φη­τι­κά, ούτε η έκφρα­ση βαθιού συντρο­φι­κού συναι­σθή­μα­τος του Ένγκελς για το θάνα­το του ανθρώ­που που στην επο­χή εδραί­ω­σης του καπι­τα­λι­σμού, άνοι­ξε το δρό­μο στην εργα­τι­κή τάξη, για να γίνει από τάξη καθ’ εαυ­τή, τάξη για τον εαυ­τό της, προ­κει­μέ­νου να δια­δρα­μα­τί­σει τον ιστο­ρι­κό της ρόλο στην κοι­νω­νι­κή εξέλιξη.

Της τάξης που, από το θεω­ρη­τι­κό έργο και την πρα­κτι­κή δρά­ση του Μαρξ, απέ­κτη­σε τη συνεί­δη­ση της θέσης της στην ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη, ως υπο­κεί­με­νο του περά­σμα­τος της κοι­νω­νί­ας από τον καπι­τα­λι­σμό στον κομμουνισμό.

Αυτά τα λόγια εκφρά­στη­καν από τον Ένγκελς , και σκια­γρα­φούν αντι­κει­με­νι­κά, συνο­πτι­κά και ολο­κλη­ρω­μέ­να τον Μαρξ, αφού ο Ένγκελς ήταν ο άνθρω­πος που τον γνώ­ρι­σε καλύ­τε­ρα απ’ τον καθέ­να, μιας και ο ίδιος ήταν «τέκνο της ίδιας επο­χής» με τον Μαρξ, και αχώ­ρι­στοι σύντρο­φοι στη δια­μόρ­φω­ση της κοσμο­θε­ω­ρί­ας της εργα­τι­κής τάξης, αλλά και στην επα­να­στα­τι­κή δρά­ση. Ηταν λόγια βασι­σμέ­να στη βαθιά επί­γνω­ση του επι­στη­μο­νι­κού θεω­ρη­τι­κού έργου και της δρά­σης του θεμε­λιω­τή της κοσμο­θε­ω­ρί­ας της εργα­τι­κής τάξης. Που μετά το θάνα­τό του πήρε τ’ όνο­μά του. «Μαρ­ξι­σμός». Αδιαμφισβήτητα.

Άλλω­στε, ιδιαί­τε­ρα στις σύγ­χρο­νες συν­θή­κες του καπι­τα­λι­σμού, η επι­βε­βαί­ω­ση του Μαρξ έρχε­ται και μέσα από τις πιο αρνη­τι­κές εξε­λί­ξεις του παγκό­σμιου κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος, ανα­γκά­ζο­ντας ακό­μη και τους πιο φανα­τι­κούς εχθρούς του μαρ­ξι­σμού, αστούς θεω­ρη­τι­κούς, να αδυ­να­τούν να τον απορ­ρί­ψουν. Το μεγα­λο­φυ­ές έργο του, «Το Κεφά­λαιο», απει­κο­νί­ζει με τον πιο παρα­στα­τι­κό τρό­πο, την εξέ­λι­ξη μιας κοι­νω­νί­ας ιστο­ρι­κά ξεπε­ρα­σμέ­νης, παρά την προ­σω­ρι­νή της νίκη με τις ανα­τρο­πές των σοσια­λι­στι­κών καθε­στώ­των. Μια καθ’ όλα πύρ­ρειος νίκη, μιας κοι­νω­νί­ας (καπι­τα­λι­σμός) και μιας τάξης (αστι­κή), που από την επο­χή της Κομ­μού­νας του Παρι­σιού, στα 1871, περ­νού­σε στην αντί­δρα­ση, ενά­ντια σε μια κοι­νω­νία (σοσια­λι­σμός) και μια τάξη (εργα­τι­κή), για την οποία στην ίδια επο­χή ο Μαρξ έγρα­φε: «Κι όμως ήταν η πρώ­τη επα­νά­στα­ση με την οποία η εργα­τι­κή τάξη ανα­γνω­ρί­στη­κε ανοι­χτά, σαν η μόνη τάξη που ήταν ακό­μη ικα­νή για κοι­νω­νι­κή πρω­το­βου­λία. Ανα­γνω­ρί­στη­κε ακό­μα και από τη μεγά­λη μάζα της μεσαί­ας τάξης του Παρι­σιού — από τους μαγα­ζά­το­ρες, τους βιο­τέ­χνες, τους εμπό­ρους — εκτός μόνο από τους πλού­σιους κεφα­λαιο­κρά­τες». (Εμφύ­λιος πόλε­μος στη Γαλ­λία). Μα στο «Κεφά­λαιο» ο Μαρξ δε μας έδω­σε μόνο τους οικο­νο­μι­κούς νόμους κίνη­σης του κεφα­λαιο­κρα­τι­κού τρό­που παρα­γω­γής, αλλά απέ­δει­ξε και το νομο­τε­λεια­κό της αντι­κα­τά­στα­σής του από τον ανώ­τε­ρο κομ­μου­νι­στι­κό τρό­πο παραγωγής.
Άλλω­στε σήμε­ρα, μετά την ανα­τρο­πή των σοσια­λι­στι­κών καθε­στώ­των, οι αντι­θέ­σεις και οι αντα­γω­νι­σμοί ανά­με­σα στους κεφα­λαιο­κρά­τες οξύ­νο­νται στο έπα­κρο. Η οικο­νο­μι­κή κρί­ση κάνει ακό­μη πιο ανυ­πό­φο­ρη για την εργα­τι­κή τάξη και τ’ άλλα λαϊ­κά στρώ­μα­τα την κατά­στα­ση σ’ όλους τους τομείς της ζωής τους. Και οι ταξι­κές ανι­σό­τη­τες μεγα­λώ­νουν, ενώ οι ταξι­κές αντι­θέ­σεις επί­σης δυνα­μώ­νουν. Οι άδι­κοι πόλε­μοι βρί­σκο­νται στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη. Οξύ­νε­ται στο έπα­κρο η βασι­κή οικο­νο­μι­κή αντί­θε­ση του καπι­τα­λι­σμού, ανά­με­σα στην ολο­έ­να αυξα­νό­με­νη κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση της παρα­γω­γής και την ατο­μι­κή — καπι­τα­λι­στι­κή ιδιο­ποί­η­ση των απο­τε­λε­σμά­των της. Από­δει­ξη, πως οι εσω­τε­ρι­κές αντι­φά­σεις του καπι­τα­λι­σμού, σύμ­φυ­τες του ίδιου ως κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κού σχη­μα­τι­σμού, οι οικο­νο­μι­κές κρί­σεις, είναι αξε­πέ­ρα­στες, χωρίς την αντι­κα­τά­στα­σή του από την κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία. Που απαι­τεί το επα­να­στα­τι­κό έργο των μαζών, με ηγέ­τη την εργα­τι­κή τάξη. Και γι’ αυτό το έργο η συμ­βο­λή του Μαρξ, ήταν πρωτοποριακή.

Γέννημα της εποχής του

Ο Μαρξ, ήταν γέν­νη­μα της επο­χής του. Σ’ ένα αφιέ­ρω­μα λίγων σελί­δων, στην προ­σω­πι­κό­τη­τα που το έργο της σημά­δε­ψε την πορεία και εξέ­λι­ξη του τελευ­ταί­ου ιστο­ρι­κά ταξι­κού κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κού σχη­μα­τι­σμού και μάλι­στα που μας έδω­σε το θεω­ρη­τι­κό εργα­λείο ερμη­νεί­ας της ιστο­ρί­ας, απο­κα­λύ­πτο­ντας τους νόμους της κοι­νω­νι­κής εξέ­λι­ξης και το ανα­πό­φευ­κτο του περά­σμα­τος στην ατα­ξι­κή κοι­νω­νία, που φώτι­σε ταυ­τό­χρο­να και το ρόλο της προ­σω­πι­κό­τη­τας στην ιστο­ρία που δημιουρ­γούν οι μάζες, είναι αδύ­να­το να απο­δώ­σου­με το έργο του. Παρ’ όλ’ αυτά δεν μπο­ρεί κανείς, έστω και σ’ αυτό το αφιέ­ρω­μα, ως φόρο τιμής στον θεμε­λιω­τή της κοσμο­θε­ω­ρί­ας του προ­λε­τα­ριά­του, να δει το Μαρξ έξω από την επο­χή του και την επο­χή μας φυσι­κά. Την επο­χή της εδραί­ω­σης του κεφα­λαιο­κρα­τι­κού τρό­που παρα­γω­γής, της βιο­μη­χα­νι­κής επα­νά­στα­σης, της προ­ό­δου στην ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη που έφε­ρε η αστι­κή τάξη, δημιουρ­γώ­ντας ταυ­τό­χρο­να τις συν­θή­κες περά­σμα­τος στην παρακ­μή και την αντί­δρα­ση, αλλά και την εργα­τι­κή τάξη το νεκρο­θά­φτη της.

Άλλω­στε, ο μαρ­ξι­σμός ήταν ιστο­ρι­κή ανα­γκαιό­τη­τα της επο­χής του καπι­τα­λι­σμού. Δεν εμφα­νί­στη­κε από το που­θε­νά, ούτε και ήταν προ­ϊ­όν της δημιουρ­γι­κής φαντα­σί­ας του Μαρξ. «Όλη η μεγα­λο­φυ­ΐα του Μαρξ — έλε­γε ο Λένιν — βρί­σκε­ται στο ότι έδω­σε απα­ντή­σεις στα ερω­τή­μα­τα που είχε ήδη θέσει η πρω­το­πό­ρα σκέ­ψη της ανθρω­πό­τη­τας. Η διδα­σκα­λία του γεν­νή­θη­κε σαν κατευ­θεί­αν κι άμε­ση συνέ­χι­ση της διδα­σκα­λί­ας των πιο μεγά­λων εκπρο­σώ­πων της φιλο­σο­φί­ας, της πολι­τι­κής οικο­νο­μί­ας και του σοσιαλισμού».
       (Λένιν: «Για τον Καρλ Μαρξ και τη θεω­ρία του»).

Από τον Μαρξ η εργα­τι­κή τάξη απέ­κτη­σε τη συνεί­δη­ση της θέσης της στην ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη, ως υπο­κεί­με­νο του περά­σμα­τος της κοι­νω­νί­ας από τον καπι­τα­λι­σμό στον κομ­μου­νι­σμό. «Οπως ο Δαρ­βί­νος ανα­κά­λυ­ψε το νόμο εξέ­λι­ξης της οργα­νι­κής φύσης, λέει ο Ένγκελς , έτσι ο Μαρξ ανα­κά­λυ­ψε το νόμο της εξέ­λι­ξης της ανθρώ­πι­νης ιστο­ρί­ας: το σκε­πα­σμέ­νο ίσα­με τώρα με ιδε­ο­λο­γι­κά επι­στρώ­μα­τα απλό γεγο­νός, ότι οι άνθρω­ποι, πριν απ’ όλα πρέ­πει να τρώ­νε, να πίνουν, να έχουν κατοι­κία και να ντύ­νο­νται, προ­τού αρχί­σουν να ασχο­λού­νται με την πολι­τι­κή, την επι­στή­μη, την τέχνη, τη θρη­σκεία κλπ. Ότι επο­μέ­νως η παρα­γω­γή των άμε­σων υλι­κών μέσων συντή­ρη­σης και κατά συνέ­πεια η κάθε φορά βαθ­μί­δα της οικο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης ενός λαού ή μιας χρο­νι­κής περιό­δου, απο­τε­λεί τη βάση απ’ όπου εξε­λί­χθη­καν οι κρα­τι­κοί θεσμοί, οι αντι­λή­ψεις για το δίκαιο, την τέχνη, ακό­μα και οι θρη­σκευ­τι­κές παρα­στά­σεις των ανθρώ­πων της επο­χής, τη βάση απ’ όπου επο­μέ­νως πρέ­πει να εξη­γη­θούν και όχι αντί­θε­τα — όπως συνέ­βαι­νε ίσα­με τώρα.

Μα αυτό δεν είναι όλο. Ο Μαρξ ανα­κά­λυ­ψε επί­σης τον ειδι­κό νόμο κίνη­σης του σημε­ρι­νού κεφα­λαιο­κρα­τι­κού τρό­που παρα­γω­γής και της αστι­κής κοι­νω­νί­ας που προ­έρ­χε­ται απ’ αυτόν. Με την ανα­κά­λυ­ψη της υπε­ρα­ξί­ας, φωτί­στη­καν με μιας όλα, ενώ όλες οι προη­γού­με­νες έρευ­νες, τόσο των αστών οικο­νο­μο­λό­γων, όσο και των σοσια­λι­στών κρι­τι­κών, είχαν πλα­νη­θεί στο σκοτάδι».

Αλλά και σε σχέ­ση με την ανα­κά­λυ­ψη του νόμου εξέ­λι­ξης της ανθρώ­πι­νης ιστο­ρί­ας, ο Μαρξ απέ­δει­ξε επι­στη­μο­νι­κά το ανα­πό­φευ­κτο του περά­σμα­τος από τον καπι­τα­λι­σμό στον κομ­μου­νι­σμό, την ατα­ξι­κή κοι­νω­νία, με κινη­τή­ριο μοχλό την ταξι­κή πάλη, αφού «όλη η ως τώρα ιστο­ρία των κοι­νω­νιών, είναι ιστο­ρία της ταξι­κής πάλης», (Μανι­φέ­στο του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμματος).

«Ό,τι και­νού­ριο έκα­να εγώ, λέει ο Μαρξ, ήταν για να αποδείξω:

  1. 1. Ότι η ύπαρ­ξη των τάξε­ων συν­δέ­ε­ται απλώς με ορι­σμέ­νες φάσεις ανά­πτυ­ξης της παραγωγής,
    2. Ότι η ταξι­κή πάλη οδη­γεί ανα­γκα­στι­κά στη δικτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του και,
    3. Ότι η ίδια αυτή η δικτα­το­ρία, απο­τε­λεί μονά­χα το πέρα­σμα στην κατάρ­γη­ση όλων των τάξε­ων και σε μια ατα­ξι­κή κοι­νω­νία». (Κ. Μαρξ — Φ. Ένγκελς , «Δια­λε­χτά Εργα», τ. 1, σελ. 530).

Επα­να­στα­τι­κή θεω­ρία και πράξη

Ο Καρλ Μαρξ δεν ήταν μόνο ο μέγι­στος θεω­ρη­τι­κός του προ­λε­τα­ριά­του. Ήταν ο ίδιος άνθρω­πος της δρά­σης. «Η επι­στή­μη ήταν για τον Μαρξ μια ιστο­ρι­κά κινη­τή­ρια επα­να­στα­τι­κή δύνα­μη, θα πει ο Ένγκελς . Οσο μεγά­λη χαρά κι αν αισθα­νό­ταν για κάθε νέα ανα­κά­λυ­ψη, σε οποια­δή­πο­τε θεω­ρη­τι­κή επι­στή­μη που δεν μπο­ρού­σε ίσως να προ­βλε­φτεί ακό­μα καθό­λου η πρα­χτι­κή της εφαρ­μο­γή — αισθα­νό­ταν μια εντε­λώς αλλιώ­τι­κη χαρά, όταν επρό­κει­το για μια ανα­κά­λυ­ψη που επι­δρού­σε αμέ­σως επα­να­στα­τι­κά στη βιο­μη­χα­νία και γενι­κά στην ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη. Έτσι παρα­κο­λού­θη­σε επι­στα­μέ­να την πορεία των ανα­κα­λύ­ψε­ων στον τομέα του ηλε­κτρι­σμού… Για­τί ο Μαρξ ήταν προ­πά­ντων επα­να­στά­της. Ο πραγ­μα­τι­κός σκο­πός της ζωής του ήταν να βοη­θή­σει με έναν οποιο­δή­πο­τε τρό­πο στην ανα­τρο­πή της κεφα­λαιο­κρα­τι­κής κοι­νω­νί­ας και των κρα­τι­κών θεσμών που έχει δημιουρ­γή­σει, να πάρει μέρος στην απε­λευ­θέ­ρω­ση του σύγ­χρο­νου προ­λε­τα­ριά­του, που αυτός τού έδω­σε για πρώ­τη φορά τη συνεί­δη­ση της θέσης του και των ανα­γκών του, τη συνεί­δη­ση των όρων της χει­ρα­φέ­τη­σής του. Ο αγώ­νας ήταν το στοι­χείο του. Και αγω­νί­στη­κε με πάθος, επι­μο­νή, με επι­τυ­χία, όσο λίγοι».

Άλλω­στε, η «Διε­θνής Ένω­ση των Εργα­τών», η Πρώ­τη Διε­θνής, ήταν έργο δικό του, ενώ ο ίδιος είχε συμ­με­το­χή και στην καθο­δή­γη­ση της πάλης του προ­λε­τα­ριά­του της Γαλ­λί­ας, στην Παρι­σι­νή Κομμούνα.

Στο σημε­ρι­νό αφιέ­ρω­μα παρου­σιά­ζου­με ορι­σμέ­να χαρα­κτη­ρι­στι­κά απο­σπά­σμα­τα από έργα του Μαρξ, που δίνουν συνο­πτι­κά την πορεία των ερευ­νών του, της μελέ­της του κεφα­λαιο­κρα­τι­κού τρό­που παρα­γω­γής, το ανα­πό­φευ­κτο της αντι­κα­τά­στα­σής του από τον ανώ­τε­ρο κομ­μου­νι­στι­κό τρό­πο παρα­γω­γής και την ανα­γκαιό­τη­τα των ταξι­κών αγώ­νων της εργα­τι­κής τάξης, όχι μόνο για τη βελ­τί­ω­ση της θέσης της, αλλά για την προ­ο­πτι­κή ανα­τρο­πής του συστήματος.

  • Τα απο­σπά­σμα­τα του Ένγκελς , είναι από το «Λόγο στον τάφο του Καρλ Μαρξ» (Κ. Μαρξ — Φ.Ένγκελς , «Δια­λε­χτά Εργα», Εκδό­σεις «Γνώ­σεις», τομ. 2, σελ. 187–189).

Πιο ζωντανός
και πιο επίκαιρος από ποτέ

«Στην είσο­δο της επι­στή­μης όπως και στην είσο­δο της κόλα­σης πρέ­πει να ανα­γρα­φεί το αίτη­μα: Εδώ πρέ­πει να αφή­σεις κάθε υπο­ψία, κάθε ποτα­πό­τη­τα εδώ πρέ­πει να πεθά­νει»
_            Καρλ Μαρξ1

Ήταν Τετάρ­τη 14 Μαρ­τί­ου του 1883. Εκεί­νο το πρωί ο Κάρο­λος Μαρξ ξύπνη­σε πιο ευδιά­θε­τος απ’ ό,τι τις άλλες ημέ­ρες. Ήπιε με ευχα­ρί­στη­ση γάλα, κρα­σί κι έφα­γε σού­πα. Οι οικεί­οι του, βλέ­πο­ντάς τον σ’ αυτή την κατά­στα­ση, ανα­θάρ­ρη­σαν και η ελπί­δα ξανα­γύ­ρι­σε στα πρό­σω­πά τους, δεδο­μέ­νου ότι η υγεία του αγα­πη­μέ­νου τους προ­σώ­που ήταν κλο­νι­σμέ­νη από παλιό­τε­ρες αρρώ­στιες, τις οποί­ες είχε, βέβαια, κατα­φέ­ρει να νική­σει, αλλά εδώ και δύο μήνες η ζωή του ήταν σε διαρ­κή απει­λή. Μια νέα βρογ­χί­τι­δα τον ταλαι­πω­ρού­σε και οι επι­πλο­κές που ακο­λού­θη­σαν είχαν ως απο­τέ­λε­σμα ο κατα­πο­νη­μέ­νος οργα­νι­σμός του να δεχτεί μεγά­λη απώ­λεια δυνά­με­ων. Σα να μην έφτα­νε αυτό, στις 11 Γενά­ρη του 1883 είχε πεθά­νει ξαφ­νι­κά η πρω­τό­το­κη κόρη του Τζέ­νη. Επρό­κει­το για ένα χτύ­πη­μα πολύ βαρύ, που γινό­ταν ασή­κω­το αν ληφθεί υπό­ψη ότι ερχό­ταν σε συνέ­χεια του θανά­του της συζύ­γου του, που είχε φύγει από τη ζωή στις 2 Δεκέμ­βρη του 1881. «Η λεπτή αλυ­σι­δί­τσα που τον ένω­νε με τη ζωή — γρά­φει η Γκα­λί­να Σερε­μπριά­κο­βα2 - ύστερ’ από το θάνα­το της γυναί­κας του άρχι­σε να κόβεται».

Τώρα, τού­το το πρω­ι­νό της 14ης Μάρ­τη του 1883 ο Μαρξ έδει­χνε να πατά­ει γερά στον κόσμο των ζωντα­νών. Ομως επρό­κει­το για την ψευ­δαί­σθη­ση της ζωής που δημιουρ­γεί η επι­στρά­τευ­ση δυνά­με­ων του ανθρώ­που λίγο πριν τον νική­σει ορι­στι­κά ο θάνα­τος. Κατά το μεση­μέ­ρι ο Μαρξ άρχι­σε πάλι τις αιμο­πτύ­σεις κι εξα­ντλη­μέ­νος όπως ήταν, με τη βοή­θεια των δικών του έκα­τσε στη μεγά­λη πολυ­θρό­να δίπλα στο τζά­κι. Σε λίγο θα τον έπαιρ­νε ο ύπνος για να μην ξυπνή­σει ποτέ πια. Πριν όμως περά­σου­με στο τελευ­ταίο αυτό γεγο­νός της ιστο­ρί­ας κάθε ανθρώ­που, ας δού­με με περισ­σό­τε­ρες λεπτο­μέ­ρειες ποια ήταν η δια­δρο­μή στη ζωή εκεί­νου που έμελ­λε να σφρα­γί­σει την ιστο­ρία της ανθρω­πό­τη­τας όσο κανείς άλλος.

Η γέν­νη­ση και τα παι­δι­κά χρό­νια του Κ. Μαρξ

Στις αρχές του 1818, στη γερ­μα­νι­κή πόλη Τριρ ο δικη­γό­ρος Ερρί­κος Μαρξ και η γυναί­κα του Εριέ­τα, ψάχνο­ντας να νοι­κιά­σουν και­νού­ριο δια­μέ­ρι­σμα, στα­μά­τη­σαν στον οδό Μπρού­κεν­χα­σε, στο σπί­τι με τον αριθ­μό 664 που ανή­κε στον κρα­τι­κό σύμ­βου­λο Ντα­γκα­ρό. Ο οικο­δε­σπό­της υπο­δέ­χτη­κε με χαρά το ζευ­γά­ρι και ύστε­ρα από μια σύντο­μη περι­ή­γη­ση στα δωμά­τια του σπι­τιού, οι Μαρξ απο­φά­σι­σαν πως τού­το το οίκη­μα πλη­ρού­σε τις ανά­γκες τους. Ηταν ευρύ­χω­ρο, είχε μεγά­λο κήπο για να παί­ζουν τα παι­διά και ικα­νο­ποι­η­τι­κό αριθ­μό δωμα­τί­ων, κάτι για το οποίο ο Ερρί­κος και η Εριέ­τα Μαρξ έδι­ναν μεγά­λη σημα­σία, αφού σε λίγους μήνες ένα ακό­μη μέλος θα προ­στί­θε­το στην οικο­γέ­νεια. Η κυρία Μαρξ γέν­νη­σε στις 5 Μάη του 1818, στη 1 και 30΄ το πρωί. Το νεο­γέν­νη­το ήταν αγό­ρι και οι γονείς του το ονό­μα­σαν Κάρολο.

Ο μικρός Κάρο­λος ήταν από­γο­νος μιας οικο­γέ­νειας ραβί­νων. Ο παπ­πούς του ήταν επι­κε­φα­λής της ιου­δαϊ­κής κοι­νό­τη­τας. Αντί­θε­τα ο πατέ­ρας του είχε χαλα­ρούς δεσμούς με τον ιου­δαϊ­σμό, ώσπου στο τέλος ξέκο­ψε εντε­λώς απ’ αυτόν κι ασπά­στη­κε τον προ­τε­στα­ντι­σμό. Γι’ αυτό το θέμα ο Ζορζ Κονιό γρά­φει3: «Ενώ οι Εβραί­οι δεν είχαν σε άλλες περιο­χές δικαιώ­μα­τα, στη Ρηνα­νία είχαν εξα­σφα­λί­σει πλή­ρη ισό­τη­τα. Αλλά σε λίγο η Πρω­σία θα τους απα­γο­ρεύ­σει την είσο­δο στις δημό­σιες υπη­ρε­σί­ες και στα ελεύ­θε­ρα επαγ­γέλ­μα­τα. Το γεγο­νός αυτό υπήρ­ξε ο κυριό­τε­ρος λόγος της μετα­στρο­φής του Χάι­ντριχ Μαρξ προς τον προ­τε­στα­ντι­σμό, που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στα 1817 και ακο­λού­θη­σε στα 1824–1825 από τη βάπτι­ση των παι­διών του και της γυναί­κας του. Αυτή η μετα­στρο­φή προς ένα χρι­στια­νι­σμό δια­πο­τι­σμέ­νο από ρασιο­να­λι­σμό δεν ήταν αντί­θε­τη με τις βαθύ­τε­ρες πεποι­θή­σεις του πατέ­ρα του Μαρξ, ο οποί­ος από τη νεό­τη­τά του ακό­μη ήταν εχθρι­κά δια­τε­θει­μέ­νος προς την αυστη­ρή ιου­δαϊ­κή ορθο­δο­ξία, που τη θεω­ρού­σε ξένη προς το σύγ­χρο­νο πνεύ­μα». Ακρι­βώς την ίδια άπο­ψη υπο­στη­ρί­ζει και ο Ρια­ζά­νοφ, σημειώ­νο­ντας πως «αν ο Ερρί­κος Μαρξ δέχτη­κε το χρι­στια­νι­σμό, ήταν κυρί­ως για να απο­φύ­γει τις νέες κατα­πιέ­σεις στις οποί­ες ήταν εκτε­θει­μέ­νοι οι Εβραί­οι απ’ την επο­χή που η Ρηνα­νία επι­στρά­φη­κε στην Πρω­σία»4.

Η απε­λευ­θέ­ρω­ση της οικο­γέ­νειας Μαρξ από τον ιου­δαϊ­κό μυστι­κι­σμό χωρίς αμφι­βο­λία είχε ευερ­γε­τι­κή επί­δρα­ση στον Κάρο­λο Μαρξ, που μερι­κά χρό­νια αργό­τε­ρα έγρα­ψε για τον ιου­δαϊ­σμό: «Ας ψάξου­με το μυστι­κό του Εβραί­ου όχι μέσα στη θρη­σκεία του — αλλά ας ψάξου­με το μυστι­κό της θρη­σκεί­ας του μέσα στον πραγ­μα­τι­κό Εβραίο. Ποιο είναι το γήι­νο βάθρο του ιου­δαϊ­σμού; Η πρα­κτι­κή ανά­γκη, το ιδιω­τι­κό συμ­φέ­ρον. Ποια είναι η εγκό­σμια λατρεία του Εβραί­ου; Το εμπό­ριο. Ποιος είναι ο γήι­νος θεός του; Το χρή­μα. Ε, λοι­πόν! Η χει­ρα­φέ­τη­ση από το εμπό­ριο και από το χρή­μα, επο­μέ­νως από τον πρα­κτι­κό, πραγ­μα­τι­κό ιου­δαϊ­σμό θα ήταν η αυτο­χει­ρα­φέ­τη­ση της επο­χής»5.

Jenny_Laura_Marx

Ας επι­στρέ­ψου­με όμως στο οικο­γε­νεια­κό περι­βάλ­λον όπου μεγά­λω­σε ο Κάρολος.
Ο πατέ­ρας Μαρξ ήταν άνθρω­πος μορ­φω­μέ­νος, θαυ­μα­στής της φιλο­σο­φι­κής φιλο­λο­γί­ας του 18ου αιώ­να. Διά­βα­ζε ο ίδιος κι έμα­θε και στον Κάρο­λο να δια­βά­ζει Λοκ, Βολ­ταί­ρο, Ντι­ντε­ρό, Ρου­σό, Λέσινγκ κ.ά. Αντί­θε­τα η σύζυ­γός του Εριέ­τα, το γένος Pressburg, που προ­ερ­χό­ταν από μια οικο­γέ­νεια ουγ­γρι­κής κατα­γω­γής, ενδια­φε­ρό­ταν περισ­σό­τε­ρο για τα μικρο­προ­βλή­μα­τα της ζωής, ήταν μια καλή νοι­κο­κυ­ρά και μητέ­ρα, που φρό­ντι­ζε για την υγεία, την τρο­φή και τα ρού­χα των παι­διών της, χωρίς να μπο­ρεί να κατα­νο­ή­σει τις θεω­ρη­τι­κές — επι­στη­μο­νι­κές ανη­συ­χί­ες του γιου της. Ποτέ της δεν κατά­λα­βε για­τί ο Κάρο­λος δεν έγι­νε δικη­γό­ρος ώστε να συνε­χί­σει το επάγ­γελ­μα του πατέ­ρα της και φυσι­κά ο δρό­μος που ακο­λού­θη­σε ο γιος της δεν ήταν το μέλ­λον που είχε ονει­ρευ­τεί γι’ αυτόν6.

Ο Ερρί­κος και η Εριέ­τα Μαρξ έκα­ναν αρκε­τά παι­διά, πολ­λά από τα οποία τα χτύ­πη­σε πολύ νωρίς ο θάνα­τος. Ο πρω­τό­το­κος Μορίς Δαβίδ, πέθα­νε λίγο μετά τη γέν­νη­σή του. Υστε­ρα ήρθε η Σοφία που γεν­νή­θη­κε στις 13/11/1816. Τρί­το παι­δί στη σει­ρά ήταν ο Κάρο­λος. Οι δύο νεό­τε­ροι αδελ­φοί του πέθα­ναν από φυμα­τί­ω­ση, που ήταν κλη­ρο­νο­μι­κή στην οικο­γέ­νεια. Ο αδελ­φός του Χέρ­μαν πέθα­νε 23 ετών και ο Εδουάρ­δος έντε­κα. Από την ίδια αρρώ­στια πέθα­ναν και δύο αδελ­φές του Καρό­λου, η Εριέ­τα και η Καρο­λί­να. Είχε όμως άλλες δύο αδελ­φές μικρό­τε­ρες απ’ αυτόν. Τη Λουί­ζα που γεν­νή­θη­κε το 1821 και την Αιμι­λία που γεν­νή­θη­κε το 18227.

Το τρα­γι­κό στην περί­πτω­ση του Καρό­λου είναι πως τη δυστυ­χία των γονιών του να κηδεύ­ουν τα παι­διά τους την έζη­σε κι αυτός αργό­τε­ρα με πολ­λά από τα δικά του παι­διά. Πάντως παρ’ όλα τα χτυ­πή­μα­τα της μοί­ρας, ο ίδιος σαν παι­δί έζη­σε μια καλή οικο­γε­νεια­κή ζωή. «Η παι­δι­κή του ηλι­κία — γρά­φει ο Κονιό8 - ήταν ωραία και ευχά­ρι­στη, μέσα σε ένα περι­βάλ­λον, όπου τα βιβλία και η μου­σι­κή ήταν σε εκτί­μη­ση, όπου οι ενδια­φέ­ρο­ντες επι­σκέ­πτες δεν έλει­παν, έχο­ντας την περι­ποί­η­ση μιας μητέ­ρας που τον αγα­πού­σε τρυ­φε­ρά». Την ίδια πλη­ρο­φο­ρία μας δίνει και ο Νικο­λάι Ιβα­νόφ, ο οποί­ος γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά9: «Ο Καρλ Μαρξ είχε ευτυ­χι­σμέ­νη παι­δι­κή ηλι­κία. Ηταν ζωη­ρός και εύθυ­μος, ο πιο επι­νοη­τι­κός, στα παι­χνί­δια και στα πει­ράγ­μα­τα, από τους μικρούς φίλους του και τις αδελ­φές του. Του άρε­σε να επι­νο­εί φαντα­στι­κές ιστο­ρί­ες που τις άκου­γαν εκστατικά».

Σπουδές κι επιρροές
από ρεύματα σκέψης

Από το 1830 ως το 1835 ο Μαρξ πήρε τις γνώ­σεις της μέσης εκπαί­δευ­σης στο κολέ­γιο της Τριρ, όπου οι φιλε­λεύ­θε­ρες επιρ­ρο­ές ήταν ισχυ­ρές. Ο διευ­θυ­ντής του κολε­γί­ου — λέει ο Ιβα­νόφ — ήταν υπο­στη­ρι­χτής της φιλο­σο­φί­ας του Καντ, ο καθη­γη­τής των μαθη­μα­τι­κών Γιό­χαν Στάι­νιν­γκέρ θεω­ρού­νταν υλι­στής και άθε­ος, ενώ μέσα στο σχο­λείο κυκλο­φο­ρού­σαν και δια­βά­ζο­νταν από τους μαθη­τές απα­γο­ρευ­μέ­να βιβλία και αντι­κυ­βερ­νη­τι­κά ποι­ή­μα­τα10.

Οσον αφο­ρά τις επι­δό­σεις του μαθη­τή Μαρξ ο Ρια­ζά­νοφ λέει πως «ήταν ένας από τους επι­με­λέ­στε­ρους μαθη­τές»11 ενώ άλλοι συγ­γρα­φείς δίνουν μια πιο ακρι­βή απο­τύ­πω­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας: Ο Μαρξ ήταν γενι­κά καλός μαθη­τής, αλλά δια­κρί­θη­κε μόνο σ’ εκεί­να τα μαθή­μα­τα που τον ενδιέ­φε­ραν. Η Σερε­μπριά­κο­βα μας πλη­ρο­φο­ρεί πως θεω­ρού­νταν ο πιο ζωη­ρός μαθη­τής που «συχνά προ­κα­λού­σε τη δυσα­ρέ­σκεια και μάλι­στα την αμη­χα­νία στους σχο­λα­στι­κούς παι­δα­γω­γούς»12. Εν πάση περι­πτώ­σει το Φθι­νό­πω­ρο του 1935 ο Κάρο­λος τελεί­ω­σε το κολέ­γιο, αφού προη­γου­μέ­νως παρέ­δω­σε μια εργα­σία με θέμα «Σκέ­ψεις ενός νέου πάνω στην εκλο­γή ενός επαγ­γέλ­μα­τος», όπου ανά­με­σα στα άλλα έγρα­φε: «Η ιστο­ρία ανα­γο­ρεύ­ει σαν τους πιο μεγά­λους ανά­με­σα στους ανθρώ­πους εκεί­νους που ‘χουν ανυ­ψω­θεί έχο­ντας εργα­στεί για το καλό όλων… Οταν έχο­με δια­λέ­ξει το επάγ­γελ­μα που μας επι­τρέ­πει να δρού­με καλύ­τε­ρα για το καλό της ανθρω­πό­τη­τας, οι υπο­χρε­ώ­σεις δεν μπο­ρούν να μας κατα­βάλ­λουν, για­τί δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά θυσί­ες που απο­δε­χό­μα­στε για το καλό όλων. Δεν απο­λαμ­βά­νου­με τότε φτω­χές, ευτε­λείς και εγω­ι­στι­κές χαρές, αλλά μια ευτυ­χία που τη μοι­ρά­ζο­νται εκα­τομ­μύ­ρια άνθρω­ποι, οι πρά­ξεις μας επε­κτεί­νουν σιω­πη­λά τ’ απο­τε­λέ­σμα­τά τους στην αιω­νιό­τη­τα και η στά­χτη μας ποτί­ζε­ται από τα ζεστά δάκρυα των ανθρώ­πων με γεν­ναία καρ­διά»13. Σχο­λιά­ζο­ντας αυτές τις σκέ­ψεις του 17χρονου Κάρο­λου ο Βέρ­νερ Μπλού­μεν­μπεργκ (Werner Blumenberg) θα πει14: «Πρό­κει­ται για τον αγνό ιδε­α­λι­σμό του νέου ανθρώ­που που τόσο εγκω­μια­στι­κά και με τέτοιο ενθου­σια­σμό δια­τυ­πώ­νει τις από­ψεις του αυτές για τη ζωή και το επάγ­γελ­μα, ιδε­α­λι­σμός που αργό­τε­ρα θα ενερ­γή­σει υπό­γεια στο έργο του ώρι­μου άνδρα, παίρ­νο­ντας τη μορ­φή ενός ενθου­σια­σμού ηθι­κο­κοι­νω­νι­κού». Αντί­θε­τα, ο Ρια­ζά­νοφ σ’ αυτό το κεί­με­νο του νεα­ρού Μαρξ δια­κρί­νει την επί­δρα­ση «από τις βασι­κές ιδέ­ες του γαλ­λι­κού ματε­ρια­λι­σμού», με τη δια­φο­ρά ότι αυτές τις ιδέ­ες ο Κάρο­λος «τις εξέ­φρα­ζε με ιδιαί­τε­ρη φόρ­μα»15.

Τον Οκτώ­βρη του 1835 ο Μαρξ πήγε στη Βόν­νη όπου γρά­φτη­κε στη Νομι­κή σχο­λή του Πανε­πι­στη­μί­ου, προ­φα­νώς επη­ρε­α­σμέ­νος από το επάγ­γελ­μα του πατέ­ρα του. Ενα χρό­νο αργό­τε­ρα μετα­γρά­φη­κε στο Πανε­πι­στή­μιο του Βερο­λί­νου. Εκεί βυθί­στη­κε με πάθος στις μελέ­τες του, αν και πολύ γρή­γο­ρα διεύ­ρυ­νε το μελε­τη­τι­κό του πεδίο πέρα από τις απαι­τή­σεις του πανε­πι­στη­μί­ου, αφού τα μαθή­μα­τα της σχο­λής ελά­χι­στα απα­ντού­σαν στους προ­βλη­μα­τι­σμούς του. Ιδιαί­τε­ρη προ­σή­λω­ση έδει­ξε στη μελέ­τη της φιλο­σο­φί­ας για τη σπου­δαιό­τη­τά της οποί­ας είχε πλή­ρη επί­γνω­ση. «Κατά­λα­βα άλλη μία φορά — έγρα­φε στον πατέ­ρα του το 1837 — ότι χωρίς τη φιλο­σο­φία θα ήτα αδύ­να­το να κατα­λή­ξω κάπου»16.

Αν και μελέ­τη­σε σε βάθος τα φιλο­σο­φι­κά ρεύ­μα­τα ο νεα­ρός Μαρξ στά­θη­κε με ιδιαί­τε­ρη προ­σο­χή στη φιλο­σο­φία του Χέγκελ και οι θεω­ρη­τι­κές του ανα­ζη­τή­σεις τον οδή­γη­σαν να πάρει μέρος στο κίνη­μα των νεο­χε­γκε­λια­νών που δια­κρί­νο­νταν για το ριζο­σπα­στι­σμό τους, την κρι­τι­κή τους στη θρη­σκεία και από τη φιλό­τι­μη προ­σπά­θειά τους να κατα­νο­ή­σουν τους νόμους της κοι­νω­νι­κής εξέλιξης.

Ο Μαρξ ολο­κλή­ρω­σε τις σπου­δές του το 1841, όταν το Πανε­πι­στή­μιο την Ιένας του απέ­νει­με τον τίτλο του διδά­κτο­ρα της Φιλο­σο­φί­ας για την εργα­σία του πάνω στις δια­φο­ρές της Επι­κού­ρειας και Δημο­κρί­τειας φιλο­σο­φί­ας. Τότε ο Μαρξ ήταν ακό­μη νεο­χε­γκε­λια­νός. Αλλά το οξύ και διεισ­δυ­τι­κό πνεύ­μα του, η επι­στη­μο­νι­κή του επάρ­κεια και η διαρ­κής ενα­σχό­λη­σή του με τις επι­στή­μες τον έκα­νε να ξεχω­ρί­ζει απ’ όλους τους νεο­χε­γκε­λια­νούς για να κατα­λή­ξει στη συνέ­χεια να χαρά­ξει το δικό του ξεχω­ρι­στό δρό­μο θεμε­λιώ­νο­ντας την επι­στή­μη του δια­λε­κτι­κού και ιστο­ρι­κού υλισμού.

Επιστήμονας _
ηγέτης του προλεταριάτου

Ο κομ­μου­νι­στι­κός προ­σα­να­το­λι­σμός του Μαρξ θα φανεί καθα­ρά από τα πρώ­τα βήμα­τα που κάνει αρθρο­γρα­φώ­ντας στην «Εφη­με­ρί­δα του Ρήνου»17 που έβγα­ζε μαζί με συντρό­φους του νεο­χε­γκε­λια­νούς. Η ενα­σχό­λη­σή του όμως με αυτή την εφη­με­ρί­δα φανέ­ρω­σε στον ίδιο τις ελλεί­ψεις του πάνω στην Πολι­τι­κή Οικο­νο­μία, την οποία και άρχι­σε να μελε­τά παράλ­λη­λα με τις υπό­λοι­πες ανα­λύ­σεις του. Ταυ­τό­χρο­να, τον Οκτώ­βρη του 1843, πήγε στο Παρί­σι για την έκδο­ση της Επι­θε­ώ­ρη­σης «Γαλ­λο­γερ­μα­νι­κά Χρο­νι­κά», όπου βγή­κε μόνο ένα τεύ­χος. Στην πρω­τεύ­ου­σα της Γαλ­λί­ας θα βρε­θεί και τον επό­με­νο χρό­νο. Εκεί, τέλη Αυγού­στου του 1844, θα συνα­ντη­θεί για δεύ­τε­ρη φορά με τον Φρ. Ένγκελς . Επρό­κει­το για μια συνά­ντη­ση ιστο­ρι­κή, στη διάρ­κεια της οποί­ας δια­πι­στώ­θη­κε η ταυ­τό­τη­τα των αντι­λή­ψε­ων και των επι­στη­μο­νι­κών τους ανα­ζη­τή­σε­ων, με απο­τέ­λε­σμα να ξεκι­νή­σει η χωρίς προη­γού­με­νο 40χρονη φιλία και συνερ­γα­σία τους. «Οι παλιοί θρύ­λοι — έγρα­ψε αργό­τε­ρα ο Λένιν18- μιλούν για διά­φο­ρα συγκι­νη­τι­κά παρα­δείγ­μα­τα φιλί­ας. Το προ­λε­τα­ριά­το της Ευρώ­πης μπο­ρεί να πει ότι η επι­στή­μη του δημιουρ­γή­θη­κε από δύο επι­στή­μο­νες κι αγω­νι­στές, που οι σχέ­σεις τους ξεπερ­νούν τους πιο συγκι­νη­τι­κούς θρύ­λους των αρχαί­ων για την ανθρώ­πι­νη φιλία».

Η ταύ­τι­ση των δρό­μων των δύο ανδρών, αν και ξεκι­νά­ει με τη συνά­ντη­σή τους στο Παρί­σι, ιστο­ρι­κά θεμε­λιώ­νε­ται με τα έργα τους «Γερ­μα­νι­κή Ιδε­ο­λο­γία», «Η Αγία Οικο­γέ­νεια» και πάνω απ’ όλα με το «Μανι­φέ­στο του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος». Από εκεί κι έπει­τα, είτε συγ­γρά­φουν παράλ­λη­λα, είτε από κοι­νού, το έργο τους είναι αξε­χώ­ρι­στο, ενιαίο και αδιαί­ρε­το, απο­τε­λώ­ντας την επι­στη­μο­νι­κή — επα­να­στα­τι­κή θεω­ρία του προλεταριάτου.

Να ανα­λύ­σει κανείς το έργο και την προ­σφο­ρά του Μαρξ μέσα σε λίγες γραμ­μές είναι αδύ­να­το και προ­πα­ντός καθό­λου φρό­νι­μο. Θα αρκε­στού­με λοι­πόν σε όσα λένε για τον Μαρξ δύο μη μαρξιστές:

  • Γρά­φει ο Ισάια Μπερ­λίν (Isaiah Berlin)19: «Όχι μόνο οι συγκρουό­με­νες τάξεις, ομά­δες και κινή­μα­τα, καθώς κι οι ηγέ­τες τους σε κάθε χώρα, μα και ιστο­ρι­κοί και κοι­νω­νιο­λό­γοι, ψυχο­λό­γοι και πολι­τι­κοί επι­στή­μο­νες, κρι­τι­κοί και δημιουρ­γι­κοί καλ­λι­τέ­χνες, στο βαθ­μό που προ­σπα­θούν ν’ ανα­λύ­σουν τη μετα­βαλ­λό­με­νη ποιό­τη­τα ζωής των κοι­νω­νιών τους, κατά μέγα μέρος οφεί­λουν τη μορ­φή των ιδε­ών τους στο έργο του Μαρξ».
  • Ένας πολύ νεό­τε­ρος του Μπερ­λίν, ο Βρε­τα­νός δημο­σιο­γρά­φος Φράν­σις Γουίν — που ασχο­λή­θη­κε με τη βιο­γρα­φία του Μαρξ στη δεκα­ε­τία του ’90, για να δώσει ένα ελά­χι­στα αξιό­λο­γο έργο γι’ αυτόν — ομο­λο­γεί: «Όσο πιο πολύ μελε­τού­σα το Μαρξ τόσο πιο καί­ριος μου φαι­νό­ταν»20.

Ας επι­στρέ­ψου­με όμως στις τελευ­ταί­ες στιγ­μές της ζωής του Μαρξ, έτσι όπως τις διη­γεί­ται ο Φρ. Ένγκελς σ’ ένα γράμ­μα που έγρα­ψε την επο­μέ­νη του τρα­γι­κού γεγο­νό­τος, στις 15 Μάρ­τη του 1883, στον Φρί­ντριχ Ζόργκε.

Το τελευταίο διάστημα της ζωής του Μαρξ

«Εδώ κι έξι εβδο­μά­δες — γρά­φει ο Ένγκελς για τον Μαρξ21- κάθε πρωί που ‘φτα­να στη γωνία, ένιω­θα τρο­με­ρό φόβο μην αντι­κρί­σω τις κουρ­τί­νες κατε­βα­σμέ­νες. Χτες το μεση­μέ­ρι, στις δυό­μι­σι η ώρα, η καλύ­τε­ρή του ώρα για να δεχτεί επί­σκε­ψη, πήγα στο σπί­τι του. Εκλαι­γαν όλοι. Φαι­νό­ταν πως το τέλος πλη­σί­α­ζε. Ενδια­φέρ­θη­κα. Προ­σπά­θη­σα να μάθω τι είχε συμ­βεί. Είχε εμφα­νι­στεί μια μικρή αιμορ­ρα­γία και από­το­μα είχε καταρ­ρεύ­σει. Η γεν­ναία μας η γριά Λέν­χεν που τον περι­ποι­ή­θη­κε όσο καμιά μητέ­ρα το παι­δί της, ανέ­βη­κε πάνω και γύρι­σε αμέ­σως: Μισο­κοι­μά­ται, μου είπε. Μπο­ρού­σα να πάω μαζί της. Οταν μπή­κα­με στο δωμά­τιό του ήταν εκεί και κοι­μό­ταν, αλλά για να μην ξυπνή­σει πια. Σφυγ­μός και ανα­πνοή είχαν στα­μα­τή­σει. Μέσα σε δύο λεπτά είχε ξεψυ­χή­σει, ήσυ­χα και χωρίς πόνο».

Σ’ ένα άλλο κεί­με­νό του, ο Ένγκελς περι­γρά­φει τους τελευ­ταί­ους μήνες της ζωής του Μαρξ δίνο­ντας τις εξής πληροφορίες:
Το Νοέμ­βρη του 1882 ο Μαρξ ταξί­δε­ψε για λόγους υγεί­ας στο Βέντ­νορ, στη νότια άκρη του νησιού Ουάιτ. Ο υγρός και­ρός, όμως, και η ομί­χλη είχαν ως απο­τέ­λε­σμα αντί να καλυ­τε­ρεύ­σει η υγεία του να εισπρά­ξει ο οργα­νι­σμός του ένα νέο κρυο­λό­γη­μα. Στο Λον­δί­νο ο Μαρξ επέ­στρε­ψε στις 12 Γενά­ρη του 1883, την επο­μέ­νη δηλα­δή του θανά­του της κόρης του, με αξε­πέ­ρα­στη βαριά βρογ­χί­τι­δα. «Σύντο­μα — γρά­φει ο στε­νός του φίλος22- έπα­θε και λαρυγ­γί­τι­δα και σχε­δόν δεν μπο­ρού­σε να κατα­πιεί καθό­λου. Αυτός που υπέ­φε­ρε με στω­ι­κή απά­θεια τους μεγα­λύ­τε­ρους πόνους, προ­τι­μού­σε να πίνει ένα λίτρο γάλα (αν και σ’ όλη του τη ζωή ένιω­θε φρί­κη για το γάλα) παρά να τρώ­γει την κατάλ­λη­λη στε­ρεή τρο­φή. Το Φλε­βά­ρη παρου­σιά­στη­κε ένα πνευ­μο­νι­κό οίδη­μα. Για δεκα­πέ­ντε μήνες ο οργα­νι­σμός του είχε πάρει τόσα φάρ­μα­κα, ώστε αυτά δεν έφερ­ναν κανέ­να απο­τέ­λε­σμα. Το μόνο απο­τέ­λε­σμα ήταν να του κόβουν την όρε­ξη για φαγη­τό και να δυσκο­λεύ­ουν την πέψη. Μέρα με τη μέρα αδυ­νά­τι­ζε περισ­σό­τε­ρο. Ωστό­σο, η πορεία της αρρώ­στιας στα­μά­τη­σε σχε­δόν τελεί­ως και μπό­ρε­σε να κατα­πί­νει ευκο­λό­τε­ρα. Μα ξαφ­νι­κά πηγαί­νο­ντας να τον δω — ανά­με­σα στις 2 με 3 ήταν η πιο κατάλ­λη­λη ώρα — τους βρί­σκω όλους κλα­μέ­νους: είχε τόσο αδυ­να­τί­σει, μου είπαν, ώστε χωρίς αμφι­βο­λία πλη­σί­α­ζε το τέλος του, παρ’ όλο που εκεί­νο το πρω­ι­νό είχε φάει με όρε­ξη τη σού­πα και ήπιε γάλα και κρα­σί. Η πιστή γριού­λα Λέν­χεν Ντέ­μουτ, που του ανέ­θρε­ψε από την κού­νια όλα τα παι­διά και που βρι­σκό­ταν για 40 χρό­νια στο σπί­τι του, ανέ­βη­κε στο δωμά­τιό του κι ύστε­ρα κατέ­βη­κε αμέ­σως: “Κοπιά­στε μαζί μου, κοι­μά­ται”. Οταν μπή­κα είχε απο­κοι­μη­θεί αλλά για πάντα. Δεν μπο­ρείς να ποθείς πιο γλυ­κό θάνα­το από κεί­νον που βρή­κε ο Καρλ Μαρξ στην πολυ­θρό­να του».

Ο Μαρξ στην τελευταία του κατοικία

Τρεις μέρες μετά το θάνα­τό του, στις 17 Μάρ­τη του 1883, ημέ­ρα Σάβ­βα­το, ο Μαρξ οδη­γή­θη­κε στην τελευ­ταία του κατοι­κία, στο νεκρο­τα­φείο του Χαϊ­γκέιτ, στον ίδιο τάφο που δεκα­πέ­ντε μήνες πριν είχαν θάψει τη σύζυ­γό του. Μπρο­στά στον τάφο ο Γκό­τλιμπ Λέμ­κε κατέ­θε­σε πάνω στο φέρε­τρό του δύο στε­φά­νια με κόκ­κι­νες κορ­δέ­λες από μέρους της σύντα­ξης του «Σοσιαλ­δη­μο­κρά­τη», καθώς και του «Κομ­μου­νι­στι­κού Μορ­φω­τι­κού Εργα­τι­κού Συν­δέ­σμου» του Λον­δί­νου. Στη συνέ­χεια, ο Σαρλ Λον­γκέ διά­βα­σε τηλε­γρα­φή­μα­τα από το Γαλ­λι­κό και το Ισπα­νι­κό Εργα­τι­κό Κόμ­μα. Από μέρους των Γερ­μα­νών εργα­τών απο­χαι­ρέ­τη­σε τον Μαρξ ο Βίλ­χελμ Λίμπ­κνεχτ. Υστε­ρα διά­βα­σαν χαι­ρε­τι­στή­ριο από τους Ρώσους σοσια­λι­στές. Για λογα­ρια­σμό των Γάλ­λων εργα­τών το νεκρό χαι­ρέ­τη­σε ο Π. Λαφάργκ, ενώ ο Φρί­ντριχ Ένγκελς μίλη­σε εκ μέρους των εργα­τών όλου του κόσμου. Δυο μέρες πριν, στο γράμ­μα του προς τον Ζόρ­γκε είχε περι­γρά­ψει την απώ­λεια του Καρλ Μαρξ ως εξής: «Η ανθρω­πό­τη­τα έχει γίνει κατά ένα κεφά­λι κοντό­τε­ρη και μάλι­στα το σημα­ντι­κό­τε­ρο κεφά­λι που σήμε­ρα διέ­θε­τε». Τώρα στε­κό­ταν μπρο­στά στο νεκρό φίλο του και τον απο­χαι­ρε­τού­σε στην αγγλι­κή γλώσσα.

«Είναι αδύ­να­το να εκτι­μή­σου­με — είπε ο Ένγκελς — τι έχα­σε το μαχη­τι­κό ευρω­παϊ­κό και αμε­ρι­κα­νι­κό προ­λε­τα­ριά­το, τι έχα­σε η ιστο­ρι­κή επι­στή­μη με το θάνα­το αυτού του ανθρώ­που. Πολύ γρή­γο­ρα θα γίνει αισθη­τό το κενό που δημιούρ­γη­σε ο θάνα­τος αυτού του γίγα­ντα. Οπως ο Δαρ­βί­νος ανα­κά­λυ­ψε το νόμο της εξέ­λι­ξης της οργα­νι­κής φύσης, έτσι και ο Μαρξ ανα­κά­λυ­ψε το νόμο εξέ­λι­ξης της ανθρώ­πι­νης ιστο­ρί­ας… Μα αυτό δεν είναι όλο. Ο Μαρξ ανα­κά­λυ­ψε επί­σης τον ειδι­κό νόμο κίνη­σης του σημε­ρι­νού κεφα­λαιο­κρα­τι­κού τρό­που παρα­γω­γής και της αστι­κής κοι­νω­νί­ας που προ­έρ­χε­ται απ’ αυτόν. Με την ανα­κά­λυ­ψη της υπε­ρα­ξί­ας φωτί­στη­καν με μιας όλα, ενώ όλες οι προη­γού­με­νες έρευ­νες, τόσο των αστών οικο­νο­μο­λό­γων, όσο και των σοσια­λι­στών κρι­τι­κών είχαν πλα­νη­θεί στο σκο­τά­δι». Στη συνέ­χεια, ο Ένγκελς , αφού ανέ­λυ­σε ότι ο Μαρξ ήταν ο άνθρω­πος της επι­στή­μης που τα πάντα τα μελε­τού­σε σε βάθος, αλλά κι ένας επα­να­στά­της επι­στή­μο­νας που χρη­σι­μο­ποιού­σε την επι­στή­μη σαν μια ιστο­ρι­κά κινη­τή­ρια επα­να­στα­τι­κή δύνα­μη, υπο­γράμ­μι­σε πως ο πραγ­μα­τι­κός σκο­πός της ζωής αυτού του ανθρώ­που ήταν «να βοη­θή­σει με οποιον­δή­πο­τε τρό­πο στην ανα­τρο­πή της κεφα­λαιο­κρα­τι­κής κοι­νω­νί­ας και των θεσμών που έχει δημιουρ­γή­σει να πάρει μέρος στην απε­λευ­θέ­ρω­ση του σύγ­χρο­νου προ­λε­τα­ριά­του, που αυτός του έδω­σε για πρώ­τη φορά τη συνεί­δη­ση της θέσης του και των ανα­γκών του, τη συνεί­δη­ση των όρων της χει­ρα­φέ­τη­σής του». Ακρι­βώς γι’ αυτό το λόγο, πρό­σθε­σε ο ομι­λη­τής, ταξι­κοί αντί­πα­λοι, πολι­τι­κοί και ιδε­ο­λο­γι­κοί τους εκπρό­σω­ποι «είχαν μισή­σει και συκο­φα­ντή­σει τον Μαρξ περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλον άνθρω­πο της επο­χής του». Και κατέ­λη­ξε: «Τολ­μώ να πω: Μπο­ρεί να είχε πολ­λούς αντι­πά­λους, όμως δύσκο­λο είναι να πού­με πως είχε έστω και έναν προ­σω­πι­κό εχθρό. Το όνο­μά του και το έργο του θα ζήσουν στους αιώ­νες!»23.

Ο Κάρο­λος Μαρξ πέθα­νε χωρίς να αφή­σει κλη­ρο­νο­μιά ή δια­θή­κη. Εκτε­λε­στές της φιλο­λο­γι­κής του κλη­ρο­νο­μιάς άφη­σε την μικρό­τε­ρη κόρη του Ελε­ο­νό­ρα και τον Φρ. Ένγκελς .24 Ολη η υλι­κή περιου­σία του εκτι­μή­θη­κε σε 250 λίρες που αφο­ρού­σε κυρί­ως την εκτί­μη­ση της αξί­ας των επί­πλων του σπι­τιού του και των βιβλί­ων του.25

Έζη­σε και πέθα­νε φτω­χός. Κατά­φε­ρε όμως να πλου­τί­σει την εργα­τι­κή τάξη — κι ολό­κλη­ρη την ανθρω­πό­τη­τα — με το επι­στη­μο­νι­κό του έργο και την ακα­τα­μά­χη­τη επι­στή­μη του δια­λε­κτι­κού και ιστο­ρι­κού υλι­σμού. Ο Μαρ­ξι­σμός, φέρει μόνο το όνο­μα του Μαρξ. Χωρίς αμφι­βο­λία, όμως, είναι έργο τόσο του Μαρξ όσο και Ένγκελς . Μαζί έγρα­ψαν έργα όπως η «Αγία Οικο­γέ­νεια», η «Γερ­μα­νι­κή Ιδε­ο­λο­γία» και το «Κομ­μου­νι­στι­κό Μανι­φέ­στο». Αλλά και στα έργα όπου συγ­γρα­φέ­ας είναι ο ένας από τους δύο, η σφρα­γί­δα του άλλου είναι εμφα­νής και ανε­ξί­τη­λη. Επί­σης, είναι γνω­στό πως ο 2ος και ο 3ος τόμος του «Κεφα­λαί­ου» είναι στη διά­θε­σή μας για­τί ο Ένγκελς τούς εξέ­δω­σε, αφού προη­γου­μέ­νως κατέ­βα­λε τερά­στια προ­σπά­θεια να επε­ξερ­γα­στεί στην τελι­κή του μορ­φή το υλι­κό που είχε συγκε­ντρώ­σει ο Μαρξ. «Οι δύο αυτοί τόμοι του “Κεφα­λαί­ου” — έγρα­ψε πολύ εύστο­χα ο Λένιν26- είναι έργο και των δύο: του Μαρξ και του Ένγκελς ».

Είναι αλή­θεια ότι ο Ένγκελς πάντα τοπο­θε­τού­σε τον εαυ­τό του σε δεύ­τε­ρη μοί­ρα σε σχέ­ση με τον Μαρξ, αδι­κώ­ντας τον εαυ­τό του, για να τονί­σει τη μονα­δι­κή, την ξεχω­ρι­στή προ­σφο­ρά του φίλου του, την οποία, όμως, παρου­σιά­ζει με από­λυ­τη ακρί­βεια. Σε μια σημεί­ω­σή του, για παρά­δειγ­μα, στο έργο του «Λου­δο­βί­κος Φόυ­ερ­μπαχ και το τέλος της κλα­σι­κής γερ­μα­νι­κής φιλο­σο­φί­ας» ο Ένγκελς γρά­φει27: «Ας μου επι­τρα­πεί εδώ μια προ­σω­πι­κή δια­σά­φη­ση. Τελευ­ταία μίλη­σαν πολ­λές φορές για τη συμ­βο­λή μου σ’ αυτήν τη θεω­ρία, κι έτσι δεν μπο­ρώ να μην πω εδώ τα λίγα εκεί­να λόγια που εξα­ντλούν το ζήτη­μα. Δεν μπο­ρώ ούτε ο ίδιος ν’ αρνη­θώ ότι, πριν και στο διά­στη­μα της σαρα­ντά­χρο­νης συνερ­γα­σί­ας μου με τον Μαρξ, έχω κι εγώ κάποιο ανε­ξάρ­τη­το μερ­τι­κό στο θεμέ­λιω­μα της θεω­ρί­ας, και ιδιαί­τε­ρα στην επε­ξερ­γα­σία της. Ομως το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος από τις κατευ­θυ­ντή­ριες βασι­κές ιδέ­ες, ιδιαί­τε­ρα στον οικο­νο­μι­κό και ιστο­ρι­κό τομέα και ειδι­κά η τελι­κή αυστη­ρή τους δια­τύ­πω­ση ανή­κουν στον Μαρξ. Εκεί­νο που πρό­σφε­ρα εγώ — αν εξαι­ρέ­σου­με βέβαια μερι­κούς ειδι­κούς κλά­δους — μπο­ρού­σε βέβαια να το ‘χε κάνει ο Μαρξ χωρίς εμέ­να. Ο,τι έδω­σε ο Μαρξ, δε θα τα κατά­φερ­να εγώ μονα­χός. Ο Μαρξ στε­κό­ταν πιο ψηλά, έβλε­πε πιο μακριά, και το βλέμ­μα του αγκά­λια­ζε περισ­σό­τε­ρα και ταχύ­τε­ρα απ’ όλους εμάς τους άλλους. Ο Μαρξ ήταν μεγα­λο­φυία, εμείς οι άλλοι το πολύ — πολύ να ‘μαστε ταλέ­ντα. Χωρίς αυτόν η θεω­ρία δε θα ‘ταν σήμε­ρα καθό­λου αυτή που είναι. Γι’ αυτό δίκαια φέρ­νει το όνο­μά του».

  1. Κ. Μαρξ: Πρό­λο­γος στην «Κρι­τι­κή της Πολι­τι­κής Οικο­νο­μί­ας», στο Μαρξ — Ένγκελς : «Δια­λε­χτά Εργα», έκδο­ση της ΚΕ του ΚΚΕ, τόμος Α’, σελ. 427
    2. Γκα­λί­να Σερε­μπριά­κο­βα: «Ο Νέος Προ­μη­θέ­ας: Κάρο­λος Μαρξ — Βιο­γρα­φία», εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νο Βιβλίο», σελ. 625
    3. Ζ. Κονιό: «Καρλ Μαρξ — Η ζωή και το έργο του», εκδό­σεις «Πανό­ρα­μα», σελ. 8
    4. Δ. Ρια­ζά­νοφ: «Μαρξ — Ένγκελς », Εκδό­σεις Ανα­γνω­στί­δη, σελ. 34 — 35. Η Ρηνα­νία, στην οποία ανή­κε και η γενέ­τει­ρα του Μαρξ, πέρα­σε στην Πρω­σία το 1815. Για δύο δεκα­ε­τί­ες πριν ανή­κε στη Γαλλία.
    5. Κ. Μαρξ: «Το Εβραϊ­κό ζήτη­μα», εκδό­σεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ, σελ. 104 – 105
    6. Μπο­ρίς Νικο­λαϊ­έφ­σκι — Οτο Μέν­χεν — Χέλ­φεν: «Καρλ Μαρξ». Εκδό­σεις Ράπ­πα, σελ. 21 – 22
    7. Μπο­ρίς Νικο­λαϊ­έφ­σκι — Οτο Μέν­χεν — Χέλ­φεν, στο ίδιο, σελ. 22
    8. Ζ. Κονιό: «Καρλ Μαρξ: Η ζωή και το έργο του», εκδό­σεις ΠΑΝΟΡΑΜΑ, σελ. 8.
    9. Νικο­λάι Ιβα­νόφ: «Καρλ Μαρξ — Σύντο­μη Βιο­γρα­φία», εκδό­σεις ΣΕ, σελ. 13
    10. Νικο­λάι Ιβα­νόφ, στο ίδιο, σελ. 14
    11. Δ. Ρια­ζά­νοφ, στο ίδιο, σελ. 36
    12. Γκα­λί­να Σερε­μπριά­κο­βα: «Ο Νέος Προ­μη­θέ­ας — Κάρο­λος Μαρξ — Βιο­γρα­φία», εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νο Βιβλίο», σελ. 19.
    13. Ζ. Κονιό, στο ίδιο, σελ. 9 – 10
    14. Werner Blumenberg: «Καρλ Μαρξ», εκδό­σεις ΠΛΕΘΡΟΝ, σελ. 20
    15. Δ. Ρια­ζά­νοφ, στο ίδιο, σελ. 37
    16. Μαρξ — Ένγκελς : «Αλλη­λο­γρα­φία», Α’ τόμος 1837 — 1848, εκδό­σεις ΟΛΚΟΣ, σελ. 15
    17. Η «Εφη­με­ρί­δα του Ρήνου» έβγαι­νε από το Γενά­ρη του 1842 έως το Μάρ­τη του 1843
    18. Β. Ι. Λένιν: «Φρί­ντριχ Ένγκελς », «Απα­ντα», εκδό­σεις ΣΕ, τόμος 2ος, σελ. 12
    19. Isaiah Berlin: «Καρλ Μαρξ», εκδό­σεις, SCRIPTA, σελ. 302
    20. Φράν­σις Γουίν: «Κάρο­λος Μαρξ — Η ζωή του», εκδό­σεις «Ωκε­α­νί­δα», σελ. 16
    21. «Ο ”Μαύ­ρος” — Ανα­μνή­σεις για τον Καρλ Μαρξ», εκδό­σεις ΣΕ, σελ. 169
    22. «Ανα­μνή­σεις Για τον Μαρξ», εκδό­σεις DIETZ ΓΛΔ — Gutenberg, σελ. 21
    23. Μαρξ — Ένγκελς : «Δια­λε­χτά έργα», έκδο­ση της ΚΕ του ΚΚΕ, τόμος Β’, σελ. 187 – 189
    24. «Ανα­μνή­σεις Για τον Μαρξ», εκδό­σεις DIETZ ΓΛΔ — Gutenberg, σελ. 21
    25. Φράν­σις Γουίν: «Κάρο­λος Μαρξ — Η ζωή του» εκδό­σεις «Ωκε­α­νί­δα», σελ. 505
    26. Β. Ι. Λένιν: «Φρί­ντριχ Ένγκελς », «Απα­ντα», εκδό­σεις ΣΕ, τόμος 2ος, σελ. 12
    27. Μαρξ — Ένγκελς : «Δια­λε­χτά Εργα», έκδο­ση της ΚΕ του ΚΚΕ, τόμος β’, σελ. 447

Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες είναι από το Ριζοσπάστη
Δεί­τε και ΚΟΜΕΠ
“Το κεφά­λαιο” του Μαρξ και ο σύγ­χρο­νος καπιταλισμός
Συνέ­ντευ­ξη με τον Καρλ Μαρξ
Καρλ Μαρξ- Η μεγά­λη εικό­να (Βίκτορ Κοζε­μιά­κο)

Για τον Μαρξ και τον Μαρ­ξι­σμό έχουν γρα­φτεί πολ­λά ‑πάρα πολ­λά βιβλία. Άλλα επι­στη­μο­νι­κά τεκ­μη­ριω­μέ­να, άλλα σημα­ντι­κά, καλο­γραμ­μέ­να και με ενδια­φέ­ρον άλλα απλώς για να γρα­φτούν και άλλα για να τον ανα­θε­ω­ρή­σουν (με το γάντι –κυρί­ως σε αντι­πα­ρά­θε­ση με τον Λένιν ή στά­ζο­ντας δηλητήριο)
Πάνω από 50 έργα, ορι­σμέ­να σε συνερ­γα­σία με τον Ένγκελς μπο­ρεί­τε να βρεί­τε στα βιβλιο­πω­λεία –και­νούρ­για ή μεταχειρισμένα

Πρό­κει­ται για τον άνθρω­πο εκεί­νο που με το ανε­κτί­μη­το επι­στη­μο­νι­κό του έργο έκα­νε πρά­ξη αυτό που ο ίδιος είχε γρά­ψει στις «Θέσεις για τον Φόϊ­ερ­μπαχ» την άνοι­ξη του 1845: Δεν ερμή­νευ­σε μόνο τον κόσμο, αλλά κατά­φε­ρε να τον αλλά­ξει. Και το κατά­φε­ρε αυτό θεμε­λιώ­νο­ντας, για πρώ­τη φορά, την επι­στη­μο­νι­κή αντί­λη­ψη της πάλης των τάξε­ων ως κινη­τή­ρια δύνα­μη της κοι­νω­νι­κής εξέ­λι­ξης σε όλες τις ταξι­κές κοι­νω­νί­ες. «Η μεγα­λο­φυ­ΐα του Μαρξ», γρά­φει ο Λένιν, «συνί­στα­ται στο ότι μπό­ρε­σε νωρί­τε­ρα απ’ όλους να βγά­λει από δω το συμπέ­ρα­σμα που μας διδά­σκει η παγκό­σμια ιστο­ρία και να το εφαρ­μό­σει με συνέ­πεια. Το συμπέ­ρα­σμα αυτό είναι η διδα­σκα­λία για την ταξι­κή πάλη» (Β.Ι.Λένιν. Για το Μαρξ και το μαρ­ξι­σμό, Σύγ­χρο­νη Εποχή).

Η σκέ­ψη και το έργο του Μαρξ απο­τέ­λε­σαν τομή στην ιστο­ρία της φιλο­σο­φί­ας, της πολι­τι­κής οικο­νο­μί­ας και ευρύ­τε­ρα των κοι­νω­νι­κών επι­στη­μών. Όπως ανα­φέ­ρει ο Λένιν, ο Μαρξ «είναι νόμι­μος διά­δο­χος ό,τι πιο καλού δημιούρ­γη­σε η ανθρω­πό­τη­τα στο 19ο αιώ­να με τη μορ­φή της γερ­μα­νι­κής φιλο­σο­φί­ας, της αγγλι­κής πολι­τι­κής οικο­νο­μί­ας, του γαλ­λι­κού σοσια­λι­σμού» — των τριών δηλα­δή πηγών που απο­τέ­λε­σαν τα συστα­τι­κά μέρη της μαρ­ξι­στι­κής σκέψης.

«Η προ­μαρ­ξι­κή “κοι­νω­νιο­λο­γία” και ιστο­ριο­γρα­φία», σημειώ­νει ο Λένιν, «δεν έκα­ναν στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση τίπο­τε άλλο από το να συσ­σω­ρεύ­ουν ακα­τέρ­γα­στα στοι­χεία, μαζε­μέ­να, απο­σπα­σμέ­να και να απει­κο­νί­ζουν ορι­σμέ­νες πλευ­ρές του ιστο­ρι­κού προ­τσές. Ο μαρ­ξι­σμός έδει­ξε το δρό­μο για μια καθο­λι­κή, ολό­πλευ­ρη μελέ­τη του προ­τσές της γέν­νη­σης, της ανά­πτυ­ξης και της παρακ­μής των κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κών σχη­μα­τι­σμών, εξε­τά­ζο­ντας όλες τις αντι­φα­τι­κές τάσεις στο σύνο­λο τους, ανά­γο­ντες τες στους όρους ζωής και παρα­γω­γής των δια­φό­ρων τάξε­ων της κοι­νω­νί­ας…».

«Η συνει­σφο­ρά του Μαρξ είναι πως ξαφ­νι­κά παρή­γα­γε μία ποιο­τι­κή αλλα­γή στην ιστο­ρία της κοι­νω­νι­κής σκέ­ψης. Ερμη­νεύ­ει την ιστο­ρία, κατα­νο­εί τη δυνα­μι­κή της και προ­βλέ­πει το μέλ­λον (πράγ­μα που από μόνο του ικα­νο­ποιεί την επι­στη­μο­νι­κή του υπο­χρέ­ω­ση), αλλά επί πρό­σθε­τα εκφρά­ζει μία επα­να­στα­τι­κή αντί­λη­ψη: ο κόσμος δεν αρκεί να ερμη­νευ­τεί αλλά θα πρέ­πει να μετα­βλη­θεί. Ο άνθρω­πος παύ­ει να απο­τε­λεί δού­λο και εργα­λείο του περι­βάλ­λο­ντός του, μετα­τρέ­πο­ντας τον εαυ­τό του σε αρχι­τέ­κτο­να της μοί­ρας του. Εκεί­νη τη στιγ­μή, ο Μαρξ θέτει τον εαυ­τό του στό­χο όλων εκεί­νων που ενδια­φέ­ρο­νται να δια­τη­ρή­σουν την παλιά τάξη…».
Ερνέ­στο Τσε Γκεβάρα,
Σημειώ­σεις για τη μελέ­τη της Κουβανικής
Επα­νά­στα­σης,
1960
                   

Ο Μαρξ πήγε τη δια­λε­κτι­κή του Χέγκελ ένα βήμα παρα­πέ­ρα. «Η φιλο­σο­φία του Μαρξ είναι ο ολο­κλη­ρω­μέ­νος φιλο­σο­φι­κός υλι­σμός, που έδω­σε στην ανθρω­πό­τη­τα- και ιδιαί­τε­ρα στην εργα­τι­κή τάξη- ισχυ­ρά όργα­να γνώ­σης» γρά­φει ο Β.Λένιν. Ο ίδιος Μαρξ φώτι­σε αυτό που επι­φα­νείς αστοί οικο­νο­μο­λό­γοι και μελε­τη­τές δεν είχαν ανα­δεί­ξει. «Εκεί που αστοί οικο­νο­μο­λό­γοι έβλε­παν σχέ­σεις πραγ­μά­των (ανταλ­λα­γή εμπο­ρεύ­μα­τος με εμπό­ρευ­μα), ο Μαρξ απο­κά­λυ­ψε σχέ­σεις ανά­με­σα σε ανθρώ­πους […] Η διδα­σκα­λία της υπε­ρα­ξί­ας είναι ο ακρο­γω­νιαί­ος λίθος της οικο­νο­μι­κής θεω­ρί­ας του Μαρξ» παρα­τη­ρεί ο Βλ.Λένιν.

Ανα­φε­ρό­με­νος στο έργο του στε­νού του συνερ­γά­τη, ο Φρ.Ένγκελς επι­ση­μαί­νει: «Όπως ο Δαρ­βί­νος ανα­κά­λυ­ψε το νόμο εξέ­λι­ξης της οργα­νι­κής φύσης, λέει ο Ενγκελς, έτσι ο Μαρξ ανα­κά­λυ­ψε το νόμο της εξέ­λι­ξης της ανθρώ­πι­νης ιστο­ρί­ας: (…) Μα αυτό δεν είναι όλο. Ο Μαρξ ανα­κά­λυ­ψε επί­σης τον ειδι­κό νόμο κίνη­σης του σημε­ρι­νού κεφα­λαιο­κρα­τι­κού τρό­που παρα­γω­γής και της αστι­κής κοι­νω­νί­ας που προ­έρ­χε­ται απ’ αυτόν. Με την ανα­κά­λυ­ψη της υπε­ρα­ξί­ας φωτί­στη­καν μεμιάς όλα, ενώ όλες οι προη­γού­με­νες έρευ­νες, τόσο των αστών οικο­νο­μο­λό­γων, όσο και των σοσια­λι­στών κρι­τι­κών, είχαν πλα­νη­θεί στο σκο­τά­δι» (Επι­κή­δεια ομι­λία, Μάρ­της 1883, «Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, «Δια­λε­χτά Έργα», τόμος Α).

Ο ίδιος ο Μαρξ, ανα­φε­ρό­με­νος στο έργο του έγρα­φε: “Ο,τι και­νού­ριο έκα­να εγώ, ήταν για να απο­δεί­ξω:

  1. Ότι η ύπαρ­ξη των τάξε­ων συν­δέ­ε­ται απλώς με ορι­σμέ­νες φάσεις ανά­πτυ­ξης της παραγωγής.
  2. Ότι η ταξι­κή πάλη οδη­γεί ανα­γκα­στι­κά στη δικτα­το­ρία του προλεταριάτου.
  3. Ότι η ίδια αυτή η δικτα­το­ρία απο­τε­λεί μονά­χα το πέρα­σμα στην κατάρ­γη­ση όλων των τάξε­ων και σε μια ατα­ξι­κή κοι­νω­νία». (Κ. Μαρξ — Φ. Ενγκελς, «Δια­λε­κτά Εργα», τ. 1).

kapitalismos ftoxeia

Η πνευ­μα­τι­κή κλη­ρο­νο­μιά του Κ.Μαρξ είναι αντι­στρό­φως ανά­λο­γη των υλι­κών αγα­θών που άφη­σε στους απο­γό­νους του. Ο ίδιος έφυ­γε απ’ τη ζωή όπως έζη­σε: φτω­χός και χωρίς την ανα­γνώ­ρι­ση της οποί­ας έτυ­χαν δια­νοη­τές και επι­στή­μο­νες της επο­χής του. Με την σπου­δαία αρω­γή του Φρί­ντριχ Ένγκελς άφη­σε ωστό­σο πίσω του ότι πιο πλού­σιο, ότι πιο ισχυ­ρό και σημα­ντι­κό έργο θα μπο­ρού­σε να κλη­ρο­νο­μή­σει η εργα­τι­κή τάξη. Από το «Κεφά­λαιο», (το αξε­πέ­ρα­στα μεγα­λο­φυ­ές αυτό έργο της ανθρώ­πι­νης δια­νό­η­σης) μέχρι την «Κρι­τι­κή της Πολι­τι­κής Οικο­νο­μί­ας» και από το «Μανι­φέ­στο του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος» μέχρι την «Κρι­τι­κή του Προ­γράμ­μα­τος της Γκό­τα» δίνο­νται απα­ντή­σεις σε θεμε­λιώ­δη ερω­τή­μα­τα που είχαν τεθεί από την πρω­το­πό­ρα σκέ­ψη της ανθρωπότητας.

«Αν ο Μαρξ και ο Λένιν ήταν σήμε­ρα ζωντα­νοί, θα ήταν βασι­κοί διεκ­δι­κη­τές του βρα­βεί­ου Νόµπελ για την οικο­νο­µία. Ο Μαρξ προ­έ­βλε­ψε την προϊ­ού­σα εξα­θλί­ω­ση των εργα­ζο­µέ­νων και ο Λένιν προ­εί­δε την υπο­τα­γή της υλι­κής παρα­γω­γής στη συσ­σώ­ρευ­ση κερ­δών του χρη­µα­το­πι­στω­τι­κού κεφα­λαί­ου. Οι προ­βλέ­ψεις τους είναι κατά πολύ ανώ­τε­ρες από τα “οικο­νο­µι­κά µοντέ­λα” που σήµε­ρα βρα­βεύ­ο­νται µε Νόµπελ και από τις προ­βλέ­ψεις των κεντρι­κών τρα­πε­ζι­τών, των υπουρ­γών Οικο­νο­µι­κών και των νοµπε­λι­στών οικονοµολόγων…».

–Πωλ Γκρεγκ Ρόμπερτς, υφυ­πουρ­γός οικο­νο­μι­κών ΗΠΑ
επί προ­ε­δρί­ας Reagan, Counterpunch.org, 7/10/2009.

Στην κλη­ρο­νο­μιά αυτού του έργου στη­ρί­χθη­κε ένας άλλος μεγά­λος της Ιστο­ρί­ας, ο ηγέ­της της Οχτω­βρια­νής Σοσια­λι­στι­κής Επα­νά­στα­σης, Βλ. Λένιν, για να συν­θέ­σει την ολο­κλη­ρω­μέ­νη θεω­ρία του μαρ­ξι­σμού-λενι­νι­σμού, του επι­στη­μο­νι­κού σοσια­λι­σμού. Στη βάση αυτών των ιδε­ών χτί­στη­κε το πρώ­το σοσια­λι­στι­κό κρά­τος στον κόσμο, καταρ­γή­θη­κε η εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο, κατα­κτή­θη­καν εργα­σια­κά δικαιώ­μα­τα. Στη βάση των ιδε­ών του Μαρξ ανα­πτύ­χθη­καν σε όλον τον κόσμο κινή­μα­τα με στό­χο την κοι­νω­νι­κή χει­ρα­φέ­τη­ση- με τη μελέ­τη του Μαρξ γαλου­χή­θη­καν και σφυ­ρη­λα­τή­θη­καν επα­να­στά­τες-σύμ­βο­λα του 20ου αιώ­να από τη Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ και τον Ερνστ Τέλ­μαν μέχρι τον Φιντέλ Κάστρο και τον Ερνέ­στο Τσε Γκεβάρα.

Ο Μαρξ διέ­ψευ­σε όσους, μετά τις αντε­πα­να­στα­τι­κές ανα­τρο­πές στην ΕΣΣΔ και την ανα­το­λι­κή Ευρώ­πη, προ­έ­βλε­ψαν το «τέλος της Ιστο­ρί­ας» και θέλη­σαν να βάλουν το μαρ­ξι­σμό στα σκο­νι­σμέ­να χρο­νο­ντού­λα­πα των βιβλιο­θη­κών. Σήμε­ρα, παρά την ύφε­ση των τελευ­ταί­ων δύο δεκα­ε­τιών στην οποία βρί­σκε­ται το διε­θνές κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα, ο Μαρξ είναι επί­και­ρος όσο ποτέ. Ιδιαί­τε­ρα σε συν­θή­κες παρα­τε­τα­μέ­νης βαθιάς συστη­μι­κής κρί­σης του καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος, την περιο­δι­κό­τη­τα της οποί­ας ο Κάρο­λος είχε τη διο­ρα­τι­κό­τη­τα να προβλέψει.

Στις μέρες μας, ο Καπι­τα­λι­σμός, μοιά­ζει να είναι βγαλ­μέ­νος απ’ τις σελί­δες του «Κομ­μου­νι­στι­κού Μανι­φέ­στου»: ολο­έ­να και πιο συγκε­ντρω­τι­κός, σάπιος και παρω­χη­μέ­νος, γεν­νά μονά­χα κρί­σεις, φτώ­χεια και πολέ­μους. Ο Μαρξ δικαιώθηκε.

Ο Μαρξ και η αισθητική του Mikhail Lifshitz _Μιχαήλ Λίφσιτς

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο