Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μανουσομαρία, στα χέρια το πρόσφορο και το μεγάλο ξόδι στην ψυχή

Κατά­μο­νη μα όχι λησμο­νη­μέ­νη στην κορ­φή στην Κεφά­λα. Κοι­τάς στα περα­σμέ­να. Μέσα από ένα θαμπό γυα­λί ψάχνεις το Λασί­θι που αγά­πη­σες, το Λασί­θι στην ψίχα της ψυχής σου μια κλω­στή κόκ­κι­νη, τυλιγ­μέ­νη στην λαθρα­κια­σμέ­νη ανέ­μη της Κοκο­λί­νας. Με την όρα­ση πολιορ­κείς τα κοντι­νά και τα μακρι­νά, όλα όσα χορεύ­ουν σε τού­το το απά­νω δώμα της γης. Στην κάψα του μεση­με­ριού αγνα­ντεύ­εις την πυρ­κα­γιά της θημω­νιάς στα στα­ρο­χώ­ρα­φα, στο Μέσα Λασί­θι, στο Μέσα Λασι­θά­κι και στον Άγιο Κωνσταντίνο.

Η για­γιά σού ’λεγε, πως τού­το τον θερι­σμό που θα δεις εσύ, ποτέ δεν προ­λα­βαί­νουν να τον δουν οι ψυχές που έχουν φύγει, για­τί την ημέ­ρα που θα γονα­τί­ζουν οι ζωντα­νοί, αυτές θα παίρ­νουν ξανά τον δρό­μο του γυρι­σμού για τον άλλο κόσμο.

«Ο νεκρός είναι ένας στρό­βι­λος από αόρα­τες δυνά­μεις, που ο ζωντα­νός πρέ­πει να τις εξι­λε­ώ­σει με θυσί­ες και προ­σευ­κές, αλλιώς αλί­μο­νό του. Όλοι οι πρό­γο­νοι, παρό­μοιοι με ανε­κτί­μη­τους θησαυ­ρούς, είναι θαμ­μέ­νοι στη γη, ζώντας εκεί μέσα μιαν παντο­δύ­να­μη ζωή» , έγρα­ψε ο Νίκος Καζαν­τζά­κης κι όσο το θυμά­σαι, τόσο πιο πολύ στε­νεύ­ει μέσα σου ο και­ρός κι όλα γίνο­νται στε­νό­καρ­δα με τού­τη την περι­πλά­νη­ση και τ’ ανα­λα­μπί­σμα­τα του άλλου κόσμου.

Όπως παλιά, έτσι και σήμε­ρα στο Λασί­θι, οι γυναί­κες άφη­σαν τ’ ασπρό­ρου­χα στο σκοι­νί, εκεί κρύ­βο­νται οι ψυχές, έτσι λένε, τέτοια μέρα του Ιου­νί­ου, ανά­με­σα στα κου­μπιά, σε ραφές και στις παλιές δαντέ­λες, κρύ­βο­νται από τον άλι­κο ήλιο, μήπως και κατα­φέ­ρουν να τον ξεγε­λά­σουν, είναι που δεν θέλουν να επι­στρέ­ψουν και να ξανα­θα­φτούν στη γη.

Έθι­μο παλιό, ν’ αφή­νουν στο γεί­σο ψηλά στο πανω­πόρ­τι ένα ποτή­ρι νερό, να ξεδι­ψούν οι ψυχές, οι στρα­το­λά­τισ­σες του Άδη, αυτές που όσο κι αν κρυ­φτούν, σαν τελεύ­ει η προ­θε­σμία, στο τέλος θ’ ακο­λου­θή­σουν τον ήλιο, τού­τη την μέρα της γονατιστής.
manousomaria2
Στο Μονα­στή­ρι της Κρου­σταλ­λέ­νιας, στον πρί­νο με τους δεκα­ο­κτώ μεγά­λους κλώ­νους, θα γονα­τί­σεις κι εσύ, πάνω στα πικρά φύλ­λα της καρυ­διάς, με την καρ­διά να τρέ­μει, τη φλό­γα στο βλέμ­μα, στα χέρια το πρό­σφο­ρο, το μαυ­ρο­μά­νι­κο στο σοφρά και το μεγά­λο ξόδι μέσα σου.

«Θ’ ανταμώσουμε τάχατε μια μέρα;»

Ρωτά ο δάσκα­λος, ο Ορφα­νός, ο Γιάν­νης, το ίδιο ανα­ρω­τιού­νται όλοι, και πριν αγγί­ξει το αχ ουρα­νό, μαζί θα δια­κο­νή­σε­τε τα παλιά μοι­ρο­λό­για με και­νού­ρια δάκρυα, με λόγια ξεχα­σμέ­να σε αλα­ζό­νες και­ρούς, να σηκώ­σουν κι άλλο μπόι τα δέντρα, ν’ ανα­στη­θούν και­νούρ­γιες φυλ­λω­σιές και κλα­διά, να ξαπο­σταί­νουν τ’ αγρί­μια, να βρί­σκει ο άνε­μος αιτία να στα­θεί, να κελαη­δούν τα πουλιά…

Μια γυναί­κα δίπλα σου μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νη, η Μανου­σο­μα­ρία από το Μαγου­λά, μουρ­μου­ρί­ζει ψιθυ­ρι­στά, αργά – αργά, ονό­μα­τα, πολ­λά ονό­μα­τα, κι ύστε­ρα, άξαφ­να στυ­λώ­νει το βλέμ­μα, στο σαβα­νω­μέ­νο ίσκιο που αχνο­τρέ­μει στην πόρτα.

«Πολύ­βιε, Πολύ­βιε υγιέ μου…» , με πόνο.

Κλαί­ει διπλω­μέ­νη στα δυο, η Μανου­σο­μα­ρία. Πάνω στα ξερά στά­χυα η μνή­μη γδύ­νει τη ζωή, κυλά­ει το δάκρυ, κυλά­ει. Η αρμπα­ρό­ρι­ζα καί­ει τον ουρα­νί­σκο, διά­βη­κε ο και­ρός, καλές, κακές πέρα­σαν και οι πρα­μά­τειες μαζί του. Ένα κομ­μά­τι σύν­νε­φο της από­μει­νε φορ­τω­μέ­νο βρο­χή ανά­με­σα στις ρυτί­δες. Ταξι­δεύ­ει η σκέ­ψη σιω­πη­λά, πασκί­ζεις τώρα που έχει πλα­τύ­νει η καρ­διά, να αιχ­μα­λω­τί­σεις τον πόνο, να μην βρει χαρα­μά­δα κι αλη­τέ­ψει. Οι ραγι­σμέ­νες πέτρες ποτί­στη­καν δάκρυ και κόκ­κι­νο κρα­σί, τα μνή­μα­τα γέμι­σαν τριαντάφυλλα.

Ένα ριζί­τι­κο, με τη φωνή του Νίκου Ξυλού­ρη σε φέρ­νει πιο κοντά με τα αόρατα:

«Στον ουρα­νό χορεύ­ου­νε στον Άδη κάνουν γάμο 
και βγή­καν και καλού­σα­νε όλους τους πικραμένους.
Χρι­στέ να με καλού­σα­νε και εμέ το πικραμένο 
να φτιά­ξω πρά­σι­να κεριά και αλε­ξι­μνιές λαμπάδες 
να τσ’ άνα­βα να γύρι­ζα τον Άδη γύρου — γύρου 
να δω τσι νιούς πώς κοί­του­νται τσι γέρους πώς κοιμούνται 
να δω και τα μωρά παιδιά.»

Δίνεις φτε­ρά στη σκέ­ψη σου. Ο κόσμος, με μεγα­λύ­τε­ρη απαί­τη­ση παίρ­νει τις κανο­νι­κές του δια­στά­σεις και δεν σου αρέ­σει. Επι­στρέ­φεις στο παι­δί μέσα σου, στο εδώ και στο τώρα που ζού­σες κάπο­τε, ελεύ­θε­ρη από τα πρέ­πει και τον φόβο. Ο ανα­στε­ναγ­μός γίνε­ται πετα­λού­δα στο άσπρο φου­στα­νά­κι της Ειρηάννας.

manousomaria4

Γυρί­ζεις κοι­τά­ζεις την και­νούρ­για υπό­σχε­ση της ζωής κατά­μα­τα, αξιο­λο­γείς την ευκαι­ρία που σού δίδε­ται, αυτή είναι η ένσαρ­κη υπεν­θύ­μι­ση για το πώς θα έπρε­πε να είσαι κι εσύ, μια Ειρηάν­να στην καρ­διά. Τώρα κοί­τα να μετρή­σεις δυο φορές τα λόγια σου. Δεν παί­ζεις με την αθω­ό­τη­τα. Το βλέμ­μα σου σμί­γει με το δικό της, συνω­μο­τι­κά κι ας μην αλλά­ζει γνώ­μη ο και­ρός. Βλέ­πεις τη σπιν­θη­ρο­βό­λα σιγου­ριά της ελπί­δας. Μαζί της ελπί­ζεις κι εσύ. Πόση αγά­πη χωρά­ει σε μια τόση δα μικρή καρδιά!

Το κέντρο του βάρους σου μετα­το­πί­ζε­ται από­το­μα. Προ­τε­ραιό­τη­τα έχει τώρα τού­τος ο αρο­δα­μός, αυτό το μικρο­σκο­πι­κό ανθρω­πά­κι που έρχε­ται να σου θυμί­σει πως η ζωή μπο­ρεί να είναι εύθραυ­στη, αλλά…

Σκέ­ψου ό,τι θέλεις εσύ για να συμπλη­ρώ­σεις αυτό το αλλά. Σκέ­ψου κάτι καλό. Έλα, μπο­ρείς να συμπλη­ρώ­σεις το κενό ανά­με­σα από τον δικό της κόσμο, μέχρι τον εαυ­τό σου, να χτί­σεις μια γέφυ­ρα, να την στο­λί­σεις με κισ­σούς και πετα­λού­δες, όπως αυτή στο φου­στα­νά­κι της. Κοί­τα πώς γέρ­νει το λεπτό κορ­μά­κι σαν να αφή­νε­ται στην τύχη, πιά­σε τώρα το χαμό­γε­λό της, αυτό που σκά­ει ντρο­πα­λά και γίνε­ται όλο και πιο γλυκό.

Την παρα­τη­ρείς να σκαρ­φα­λώ­νει ακού­ρα­στη, ανά­πο­δα στην τσου­λή­θρα της παι­δι­κής χαράς στην Πλά­τη, και ενώ φτά­νει όλο και πιο ψηλά, δεν πανη­γυ­ρί­ζει, παρά μόνο αφή­νε­ται γελώ­ντας να γλι­στρή­σει και κάνει το ίδιο από την αρχή, ξανά και ξανά. Θα σε κατα­δε­χτεί περισ­σό­τε­ρο. Θα σε κρα­τή­σει από το χέρι και θα σου γνω­ρί­σει τον Μήτσο και τον Κωστή τ’ αδέλ­φια της, την Μαριά­νε την ξαδέλ­φη της και τους φίλους της και έχει πολλούς.

Οι νέοι αρο­δα­μοί του Λασι­θιού έχουν ανα­τρο­φή και καλούς τρό­πους. Θα κάνουν το πρώ­το βήμα και θα σε πλη­σιά­σουν με εμπι­στο­σύ­νη, θα ενδια­φερ­θούν να σε γνω­ρί­σουν και θα συστη­θούν με περη­φά­νια πριν σου ζητή­σουν να παί­ξεις κι εσύ κρυ­φτό, κυνη­γη­τό, τυφλό­μυ­γα, μήλα. Θα κυλι­στείς μαζί τους ανέ­με­λα στα χόρ­τα, θα σου δώσουν την καρα­μέ­λα από το στό­μα τους, θα πέσουν πάνω σου και θα σε κάνουν βάρ­κα της χαράς.

Τα παι­διά και τα που­λιά ξέρουν να απο­λαμ­βά­νουν κάθε στιγ­μή. Η ζωή τους είναι χαρού­με­νη για­τί δεν ανα­βάλ­λε­ται η ομορ­φιά της και δεν αφή­νουν αυτό που μπο­ρούν να ζήσουν για αργό­τε­ρα. Η ζωή στο Ορο­πέ­διο γνω­ρί­ζει τι σημαί­νει μεγα­λο­ψυ­χία και γι’ αυτό συνε­χί­ζει να υπάρ­χει και να υπό­σχε­ται στη μονα­δι­κή αυτή φύση, σύμ­φω­να με τη φύση. Το Ορο­πέ­διο δεν θα πάψει ποτέ να είναι το λίκνο της ζωής, η φωνή ανα­πτε­ρω­μέ­νη μέσα σου σε καθησυχάζει.

«Τίς ἄρα μεί­ζων ἐστὶν ἐν τῇ βασι­λείᾳ τῶν οὐρα­νῶν; καὶ προ­σκα­λε­σά­με­νος ὁ ᾿Ιησο­ῦς παι­δί­ον ἔστη­σεν αὐτὸ ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ εἶπεν• ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στρα­φῆτε καὶ γένη­σθε ὡς τὰ παι­δία, οὐ μὴ εἰσέλ­θη­τε εἰς τὴν βασι­λεί­αν τῶν οὐρα­νῶν, ὅστις οὖν ταπει­νώ­σει ἑαυ­τὸν ὡς τὸ παι­δί­ον τοῦτο, οὗτός ἐστιν ὁ μεί­ζων ἐν τῇ βασι­λείᾳ τῶν οὐρα­νῶν, καὶ ὃς ἐὰν δέξη­ται παι­δί­ον τοιο­ῦτον ἓν ἐπὶ τῷ ὀνό­μα­τί μου, ἐμὲ δέχε­ται» , από το κατη­χη­τι­κό το θυμά­σαι αυτό…

Από­σπα­σμα από το υπό έκδο­ση βιβλίο «Λασί­θι, Τόπος Μέγας»

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα, Μάης 2020

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο