Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

22 Ιανουαρίου 1984: Αιματηρές συγκρούσεις στην Τυνησία

Στις 22 Γενά­ρη του 1984 η κυβέρ­νη­ση της Τυνη­σί­ας ανα­κοι­νώ­νει τον επί­ση­μο απο­λο­γι­σμό των μεγά­λων συγκρού­σε­ων που σάρω­σαν τη χώρα από την αρχή της χρο­νιάς, με αφορ­μή την από­φα­ση για τον τερ­μα­τι­σμό των κρα­τι­κών επι­δο­τή­σε­ων στα αγρο­τι­κά προ­ϊ­ό­ντα και το κύμα της ακρί­βειας που εξα­νέ­μι­σε τα λαϊ­κά εισο­δή­μα­τα. Σύμ­φω­να με τον απο­λο­γι­σμό οι νεκροί είναι 200 και οι τραυ­μα­τί­ες ξεπερ­νούν τους 800. Ταυ­το­χρό­νως, η κυβέρ­νη­ση ανα­κοι­νώ­νει ότι απο­σύ­ρει τα περισ­σό­τε­ρα από τα μέτρα που προ­κά­λε­σαν τη λαϊ­κή έκρη­ξη και κυρί­ως τις αυξή­σεις των τιμών στα τρό­φι­μα και ειδι­κά στο ψωμί.

Οι μεγά­λες κινη­το­ποι­ή­σεις του λαού της Τυνη­σί­ας ξεκί­νη­σαν με την αυγή του νέου έτους, όταν ο πρω­θυ­πουρ­γός της χώρας Μτζα­λί ανα­κοί­νω­σε στο πρω­το­χρο­νιά­τι­κο μήνυ­μά του την αύξη­ση της τιμής του ψωμιού κατά 125%!

Η απά­ντη­ση των εργα­ζο­μέ­νων ήταν άμε­ση. Χιλιά­δες δια­δη­λω­τές στην Τύνι­δα, το Σφαξ, το Κεφ και άλλες πόλεις της χώρας κατε­βαί­νουν στους δρό­μους, στή­νουν οδο­φράγ­μα­τα, περι­κυ­κλώ­νουν κυβερ­νη­τι­κά κτί­ρια, ενώ η αστυ­νο­μία επι­τί­θε­ται με ιδιαί­τε­ρη αγριό­τη­τα. Πραγ­μα­το­ποιεί­ται, έξω από το προ­ε­δρι­κό μέγα­ρο, τερά­στια δια­δή­λω­ση με αντι­κυ­βερ­νη­τι­κά συν­θή­μα­τα. Η εξέ­γερ­ση, που έμει­νε γνω­στή ως «εξέ­γερ­ση του ψωμιού» γρή­γο­ρα επε­κτά­θη­κε από τις πόλεις του Βορ­ρά στις φτω­χό­τε­ρες περιο­χές του Νότου όπου δρα­στη­ριο­ποιεί­ται και το παρά­νο­μο ισλα­μι­κό κίνη­μα (ΜΙΤ). Σε μια από τις δια­δη­λώ­σεις στην πόλη Γκά­σφα, ένο­πλοι ισλα­μι­στές ανοί­γουν πυρ κατά της Αστυνομίας.

Η κυβέρ­νη­ση και ο ισό­βιος πρό­ε­δρος της Τυνη­σί­ας Μπουρ­γκί­μπα ανη­συ­χούν για το ενδε­χό­με­νο ενός εμφυ­λί­ου πολέ­μου, στον οποίο επι­κε­φα­λής των λαϊ­κών μαζών θα τεθεί το ισλα­μι­κό κίνη­μα. Δέχο­νται, επί­σης, πιέ­σεις από τη Γαλ­λία που δεν ήθε­λε με κανέ­ναν τρό­πο την εκδή­λω­ση του ισλα­μι­κού φοντα­με­ντα­λι­σμού στη Βόρεια Αφρι­κή, μια περιο­χή γαλ­λι­κών συμ­φε­ρό­ντων. Ετσι, στις 3 Γενά­ρη η χώρα κηρύσ­σε­ται σε κατά­στα­ση έκτα­κτης ανά­γκης, απα­γο­ρεύ­ε­ται η κυκλο­φο­ρία και τεθω­ρα­κι­σμέ­να του στρα­τού παίρ­νουν θέσεις στο κέντρο της πρωτεύουσας.

Παρά τα μέτρα, οι δια­δη­λώ­σεις συνε­χί­ζο­νται και οι στρα­τιώ­τες ανοί­γουν πυρ, με απο­τέ­λε­σμα να χάσουν τη ζωή τους δεκά­δες δια­δη­λω­τές και να τραυ­μα­τι­στούν πολ­λοί περισ­σό­τε­ροι. Υπό την πίε­ση των εργα­ζο­μέ­νων και το βάρος των γεγο­νό­των η κυβερ­νη­τι­κή διοί­κη­ση της Γενι­κής Συνο­μο­σπον­δί­ας Εργα­τών κηρύσ­σει γενι­κή απερ­γία. Ο Πρό­ε­δρος Μπουρ­γκί­μπα και η κυβέρ­νη­ση, μπρο­στά στο ενδε­χό­με­νο μιας γενι­κής σύρ­ρα­ξης απο­φα­σί­ζουν να πάρουν πίσω τα μέτρα.

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο