Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Andrea Camilleri, η προσωποποίηση της αναζήτησης και της αμφιβολίας

Το όνο­μα Andrea Camilleri, για όσους το έχουν ακου­στά είναι σχε­δόν συνώ­νυ­μο με τον επι­θε­ω­ρη­τή Salvo Montalbano (βλ στο τέλος του σημειώ­μα­τος σύντο­μο βιο­γρα­φι­κό του, πλη­ρο­φο­ρί­ες κλπ. καθώς και λεπτο­μέ­ρειες για την ομώ­νυ­μη ιτα­λι­κή τηλε­ο­πτι­κή σει­ρά). Με την ευκαι­ρία του θανά­του του (πλή­ρης ημε­ρών και δρα­στη­ριό­τη­τας στα 93 του χρό­νια) δημο­σιεύ­τη­καν κάποια σημειώ­μα­τα, που επι­κε­ντρώ­νο­ντας στην πολι­τι­κή πλευ­ρά του συγ­γρα­φέα, μετα­ξύ άλλων και στο «Καμιλ­λέ­ρι Κομ­μου­νι­στής», μάλ­λον τον αδι­κούν… Από κει και πέρα από κομ­μου­νι­σμό των ιτα­λών κυριο­λε­κτι­κά μπου­χτί­σα­με, για πολ­λά-πολ­λά χρό­νια, οπό­τε -με πολύ σεβα­σμό στον πραγ­μα­τι­κά μεγά­λο Andrea Camilleri, «ευχα­ρι­στού­με αλλά δεν θα πάρου­με»! ‑κρα­τώ­ντας όλα τα υπό­λοι­πα του μεγά­λου λογοτέχνη

Εγώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είμαι ένας δολο­φό­νος …δεν αφή­νω ίχνη πίσω μου: Από­λαυ­σα την ικα­νο­ποί­η­ση αυτού που είπε ο Philip Roth «Κατα­στρέψ­τε τα πάντα». Το τέλος του Montalbano ήδη το έγρα­ψα 13 χρό­νια πριν για­τί δεν είναι ένα ρομάν­τζο αλλά «μετα-ρομά­τζο» …όταν κάποιος μιλά­ει με τον Montalbano είναι σα να μιλά­ει με μένα -ο επι­θε­ω­ρη­τής, θα φύγει μαζί μου, αλλά δε θα πεθά­νει, ούτε θα βγει στη σύντα­ξη θα μεί­νει σαν λογο­τε­χνι­κή γρα­πτή μαρ­τυ­ρία. Θέλε­τε να μάθε­τε για­τί υπάρ­χω, αυτή τη στιγ­μή; Είναι για­τί 93 χρό­νια μετά, έχο­ντας γρά­ψει πάνω από 100 βιβλία, δημιουρ­γώ­ντας συνε­χώς «κατα­στά­σεις» ‑σ’ αυτή τη σιω­πή γύρω μου, μου ήρθε η λαχτά­ρα, όχι να κατα­λά­βω την αιω­νιό­τη­τα, για­τί αυτό είναι πολύ δύσκο­λο αλλά του­λά­χι­στον να την ψηλα­φί­σω

Andrea Camilleri, η προ­σω­πο­ποί­η­ση της αμφι­βο­λί­ας: εγώ ήμουν πάντα ένας αμφι­σβη­τί­ας, το έψα­χνα πολύ πριν κάνω κάτι… μοιά­ζω στους έξω διπλή προ­σω­πι­κό­τη­τα. Για χρό­νια έπι­να το πρωί ένα ολό­κλη­ρο μπου­κά­λι ουί­σκι και μετά μέχρι το βρά­δυ τίπο­τε, έτσι όσοι με γνώ­ρι­ζαν το πρωί με θεω­ρού­σαν αλκο­ο­λι­κό και οι υπό­λοι­ποι εγκρα­τή, σχε­δόν ασκη­τή … το γεγο­νός ότι ζω ακό­μη εξα­κο­λου­θώ­ντας να καπνί­ζω 60 τσι­γά­ρα την ημέ­ρα στα 93 μου χρό­νια θα πει πως δια­θέ­τω κάποιο ειδι­κό ένζυ­μο, δεν εξη­γεί­ται αλλιώς ‑θα έπρε­πε να έχω απο­δη­μή­σει (εις κύριον)

Andrea Camilleri Η τελευ­ταία συνέ­ντευ­ξη (14-Δεκ-2018 / 17-Ιουν 2019 στη Roberta Scorranese για το corriere.it) ‑οι υπο­γραμ­μί­σεις δικές μας

«Θα μου επι­τρέ­ψε­τε να κάνω κάτι;» — «Φυσι­κά, κύριε»!. Ο Andrea Camilleri γέρ­νει λίγο από την πολυ­θρό­να στην οποία κάθε­ται, απλώ­νει το χέρι του και χαϊ­δεύ­ει το μάγου­λο μου. Στη συνέ­χεια, το μέτω­πο και τελι­κά τα μαλ­λιά. Χαμο­γε­λά­ει και λέει: «Έχω μάθει να ακούω τους ανθρώ­πους αφού δεν τους βλέ­πω πια. Προ­σπα­θώ να δώσω σάρ­κα και οστά σε μια φωνή, δια­μορ­φώ­νο­ντας τις απο­χρώ­σεις της… θα έχω αντα­πό­κρι­ση άρα­γε; Ίσως ναι, ίσως όχι... και μερι­κές φορές αισθά­νο­μαι την επεί­γου­σα ανά­γκη να αγγί­ξω τα μαλ­λιά ή το πρό­σω­πο αυτών που είναι μπρο­στά μου, ανα­ζη­τώ­ντας τα σημά­δια”».

Μιλά­νο. Ένας ήλιος χλω­μός σκο­νι­σμέ­νος στα σύν­νε­φα. Ελα­φρό αερά­κι ένα κομ­ψό, δια­κρι­τι­κό δωμά­τιο ξενο­δο­χεί­ου, που το δια­σχί­ζουν επι­χει­ρη­μα­τί­ες που μοιά­ζουν αόρα­τοι και γυναί­κες όλες ίδιες, τακού­νι και σκού­ρα ταγιέρ. Όλοι ψιθυ­ρί­ζουν, όλοι μοιά­ζουν απο­φα­σι­στι­κοί κάνο­ντας κάτι «σημα­ντι­κό». Καθι­σμέ­νος στην πολυ­θρό­να, ο Andrea Camilleri είναι μια όαση ανθρώ­πι­νης ζεστα­σιάς. Μιλά­ει με μια πολύ δυνα­τή και χαρού­με­νη φωνή — παίρ­νο­ντας την άδεια (μια από τις πολ­λές…) από την ηλι­κία των 93 του χρό­νων και από μια τύφλω­ση που «φορά­ει» με λογο­τε­χνι­κή κομ­ψό­τη­τα, ως άλλος Τει­ρε­σί­ας όμως πολύ καλ­λιερ­γη­μέ­νος και ειρω­νι­κά υπερ­βο­λι­κός.

  • Μοιά­ζεις με έναν ευτυ­χι­σμέ­νο άνθρω­πο.

«Είμαι. Για πολ­λούς λόγους. Επει­δή είχα μια τυχε­ρή ζωή, επει­δή έζη­σα από μια δου­λειά που μου αρέ­σει …μου άρε­σε πάντα τόσο πολύ. Αλλά ξέρεις ποιο είναι ένα από τα πράγ­μα­τα που με έκα­νε πολύ ευτυχισμένο; ”

  • Τι;

«Είχα την ευκαι­ρία να δω το προ­σω­πά­κι της 5χρονης εγγο­νής μου, της Matilda».

  • Ναι το παι­δί που ανα­φέ­ρε­τε στην αυτο­βιο­γρα­φία σας «Τώρα μίλα μου για σένα» εκδό­σεις Bompiani.

«Ναι. Ακού­στε, όταν κάποιος είναι τόσο γέρο­ντας όσο εγώ και έχει μικρά εγγό­νια ή δισέγ­γο­να, σκέ­φτε­ται με θλί­ψη ότι δεν θα μπο­ρέ­σε­τε να ακο­λου­θή­σει το μεγά­λω­μά τους, τις πρώ­τες απο­γοη­τεύ­σεις και τις πρώ­τες κατα­κτή­σεις τους. Και πάνω απ ‘όλα, ποτέ δεν ξέρει πως θα τον θυμού­νται. Πιστέψ­τε με, βασα­νί­ζο­μαι από το γεγο­νός ότι, μετά το θάνα­τό μου, κάποιος θα μπο­ρού­σε να μιλά­ει άσχη­μα για μένα. Γι ‘αυτό εμφα­νί­στη­κα γυμνός εκεί, απο­κα­λύ­πτο­ντας τα πάντα, ακό­μα και τα κακά του παρελ­θό­ντος μου, ακό­μα και τα λάθη».

  • Θα μου πεις κανέ­να από αυτά;

«Για παρά­δειγ­μα, θα μπο­ρού­σα και θα έπρε­πε να είχα πει ένα πιο απο­φα­σι­στι­κό όχι στο φασι­σμό, αλλά για να είμαι ειλι­κρι­νής, χρεια­ζό­ταν υπε­ράν­θρω­πο θάρ­ρος, πάνω από τις δυνά­μεις μου. Το είπα το όχι, αλλά αργά, όταν το πήρα είδη­ση σαν όλους τους άλλους. Κοι­τά­ζο­ντας πίσω μου μοιά­ζω με κάποιον που την πάτη­σε και μου φέρ­νει πολύ θυμό ‑λύσ­σα».Andrea Camilleri 1

  • Camilleri, είσθε ένας εξαι­ρε­τι­κός αφη­γη­τής με εντυ­πω­σια­κή εξοι­κεί­ω­ση με τη γρα­φή. Θα μπο­ρού­σα­τε να συντά­ξε­τε ένα μυθι­στό­ρη­μα σε χρό­νο μηδέν, αλλά δια­κρί­νε­στε από μια αυστη­ρή αδιαλ­λα­ξία προς τον εαυ­τό σας. Σαν να μην είσα­στε ποτέ ικα­νο­ποι­η­μέ­νος.

«Αυτή είναι μια μεγά­λη αλή­θεια. Κάθε φορά που επι­βά­λω στο εαυ­τό μου το βασα­νι­στή­ριο να ξανα­δια­βά­σω κάτι που έγρα­ψα, ανη­συ­χώ, λέω στον εαυ­τό μου “κοί­τα καρα­γκιό­ζη, ξέχα­σες αυτό σου ξέφυ­γε τ’ άλλο, δεν έδω­σες σημα­σία σε τού­το”. Τι φρί­κη το ξανα­διά­βα­σμα… τι φρί­κη να ξανα­περ­νάς τη δια­δρο­μή του “τελειω­μέ­νου”»

  • Και πώς το κάνετε;

«Απλό: Μη αφή­νο­ντας ίχνη. Μόλις τελειώ­σω ένα μυθι­στό­ρη­μα, πετάω τα πάντα μακριά. Σημειώ­σεις, σχέ­δια, διορ­θώ­σεις, σημειώ­σεις έμπνευ­σης. Δεν θέλω να αφή­σω τίπο­τα από την προ­σπά­θεια, τίπο­τα που να μην μου θυμί­ζει ένα λάθος, μια έλλει­ψη. Ξέρε­τε ποιο είναι ένα από τα βασα­νι­στή­ρια της ζωής μου; Όταν ένας μετα­φρα­στής, ας πού­με στα ελλη­νι­κά, μου ζητά­ει να του εξη­γή­σω ένα από­σπα­σμα. Αυτό είναι παρα­πά­νω από κατα­νοη­τό και όλοι όσοι γνω­ρί­ζουν τα βιβλία μου το ξέρουν. Αλλά σημαί­νει ότι θα πάω να ξανα­δια­βά­σω μια σελί­δα μου. Πανα­γία μου! τι μεγά­λο ζόρι!»

  • Γρά­φε­τε πολ­λά.

«Ναι. Επει­δή στα ενε­νή­ντα τρία μου πρέ­πει να κάνω πράγ­μα­τα, να ακούω ανθρώ­πους, να γελάω. Κάθε στιγ­μή γίνε­ται πολύ­τι­μη. Και έπει­τα θέλω να γρά­ψω στη μέση του σαμα­τά των παι­διών, των εγγο­νιών και των δισέγ­γο­νων και των μικρών φίλων των εγγο­νιών. Η γυναί­κα μου λέει ότι δεν είμαι συγ­γρα­φέ­ας, αλλά ένας αντα­πο­κρι­τής πολέ­μου, για­τί γρά­φω μέσα από κραυ­γές και γέλιο. Αλλά πώς μπο­ρώ να σας εξη­γή­σω ότι η γρα­φή μου προ­έρ­χε­ται από το χάος της ζωής;»

  • Η μονα­ξιά σας φοβίζει;

«Την μισώ, την απο­φεύ­γω, την πολε­μάω με πολ­λή βαβού­ρα και με τις ιστο­ρί­ες μου».

  • Με ποια έννοια;

«Είμαι γέρο­ντας, τυφλός και λίγο βαρια­κούω τώρα. Αυτοί σαν κι εμέ­να αισθά­νο­νται διπλά μονά­χοι τους. Να σας πω τι κάνω; Λέω ιστο­ρί­ες στον εαυ­τό μου. Σχε­διά­ζω ιστο­ρί­ες και μυθι­στο­ρή­μα­τα μόνο για τον εαυ­τό μου, τα οποία δεν θα δημο­σιεύ­σω ποτέ και τα κατα­στρέ­φω όταν παύ­ουν να μου κρα­τά­νε παρέα. Ανα­κα­λύ­πτω κατα­στά­σεις, κομ­μά­τια ται­νιών, παίρ­νω ένα χαρα­κτή­ρα και του παρα­μορ­φώ­νω το πεπρω­μέ­νο του, αρπά­ζω έν’ άλλο και δια­σκε­δά­ζω να τον βλέ­πω να εκπλήσ­σε­τε και “να τα παίρ­νει” από την ανα­κα­τω­σού­ρα που επι­βά­λω, στη ζωή­ςτου. Τι αίσθη­ση δύνα­μης δίνει η γρα­φή! Να το θυμά­σαι».

  • Θα μου πεί­τε κάποια από αυτές τις ιστο­ρί­ες, που ξεκι­νή­σα­τε και στη συνέ­χεια πετά­ξα­τε;

«Θα σας διη­γη­θώ για το μυθι­στό­ρη­μα που άρχι­σα να γρά­φω και δεν έχω τελειώ­σει. Του έδω­σα τίτλο ερη­μο­ποί­η­ση. Όλα ξεκί­νη­σαν με έναν προ­βλη­μα­τι­σμό για τον κόσμο γύρω μας. Είναι ολο­έ­να και πιο ερη­μω­μέ­νος, οι πάγοι  λιώ­νουν, το κλί­μα αλλά­ζει για­τί υπάρ­χουν τμή­μα­τα του πλα­νή­τη που διψούν. Και τότε είπα στον εαυ­τό μου: τι θα συνέ­βαι­νε αν αυτή η απε­ρή­μω­ση συνέ­βαι­νε στην καρ­διά μιας γυναί­κας; Αν, ξαφ­νι­κά, τα συναι­σθή­μα­τά της στε­γνώ­σουν και οι επι­θυ­μί­ες της γίνουν σαν ξηρά εδά­φη

  • Μου φαί­νε­ται μια όμορ­φη ιδέα. Για­τί δια­κό­ψα­τε το μυθιστόρημα;

«Θα μπο­ρού­σα να απα­ντή­σω: για­τί το σημείο εκκί­νη­σης δεν με πεί­θει. Ή θα μπο­ρού­σα να σας πω ότι είχα λίγο χρό­νο. Αλλά θα σας πω την αλή­θεια: το διέ­κο­ψα για­τί ήταν πολύ δύσκο­λο».

  • Λίγα πράγ­μα­τα φαί­νο­νται τόσο δύσκο­λα για έναν τόσο ευπρο­σάρ­μο­στο συγγραφέα.

«Ωστό­σο, η ειλι­κρί­νεια με τον εαυ­τό μας έγκει­ται επί­σης στην κατα­νό­η­ση όταν κάτι ξεπερ­νά το όριο. Όχι, αυτή ήταν πολύ λυπη­ρή ιστο­ρία για τον Camilleri του σήμε­ρα, που θέλει να δια­σκε­δά­σει, να νιώ­σει τη ζωή γύρω του».

  • Τι σας λεί­πει σήμερα;

«Τα χρώ­μα­τα. Χωρίς να είμαι σε θέση να δω την ακρι­βή από­χρω­ση της ημέ­ρας όταν είναι βρά­δυ, το κοκ­κί­νι­σμα στο πρό­σω­πο ενός κορι­τσιού, μου λεί­πουν εκεί­να τα χρώ­μα­τα που εμφα­νί­ζο­νται ξαφ­νι­κά και μετα­τρέ­πο­νται σε ένα σφί­ξι­μο στην καρ­διά μου. Φοβού­μαι μήπως χάσω την ανά­μνη­σή σους: πώς ήταν αυτή η βιο­λε­τί από­χρω­ση; Ανα­ρω­τιέ­μαι… Και σε ποια σκιά οριο­θε­τούν το σκο­τει­νό κόκ­κι­νο; Και τότε, μέσα μου, σε μια από εκεί­νες τις στιγ­μές αυτο-απο­μυ­θο­ποί­η­σης, εκπαι­δεύω τον εαυ­τό μου να θυμη­θώ τα χρώ­μα­τα, ίσως να συν­θέ­σω δια­φο­ρε­τι­κές απο­χρώ­σεις. Και ξέρε­τε πού τα βρί­σκω; Στα όνει­ρα. Έχω πολύ πολύ­χρω­μα όνει­ρα, όπως ποτέ δεν είχα τον και­ρό που έβλε­πα καλά».

  • Μπο­ρεί­τε να μου πείτε;

«Είμαι στο σταθ­μό του Μιλά­νου, βιά­ζο­μαι ‑τρέ­χω να προ­λά­βω το τρέ­νο στην πλατ­φόρ­μα αλλά δεν μπο­ρώ, κάτι με εμπο­δί­ζει. Τι; Κοι­τάω τον εαυ­τό μου: είμαι ντυ­μέ­νος σαν κλό­ουν, με μεγά­λα παπού­τσια, πολύ­χρω­μες πιτζά­μες, δεν μπο­ρώ να τρέ­ξω. Κοι­τά­ζω προς τα πάνω και προς τα δεξιά μου βλέ­πω ένα στα­μα­τη­μέ­νο. Αλλά είναι γεμά­το πολύ­χρω­μους κλό­ουν που κοι­τά­ζουν τα παρά­θυ­ρα και φωνά­ζουν “έλα μαζί μας, έλα μαζί μας”. Στη συνέ­χεια, απο­γοη­τευ­μέ­νος, γυρί­ζω προς τα αρι­στε­ρά και βλέ­πω ένα άλλο τρέ­νο γεμά­το επι­βά­τες. Και αυτοί στα παρά­θυ­ρα, αλλά γελούν, γελούν, γελούν …».

  • Ένα όνει­ρο αλα Φελί­νι.

«Λοι­πόν, μια ζωή που την ξοδεύω με το Sciascia, την Elvira Sellerio, τον Massimo Bontempelli και πολ­λούς άλλους πρέ­πει κάποια στιγ­μή να γεν­νή­σει κάτι. Όταν καλ­λιερ­γείς τη γνώ­ση, αυτό συνε­χώς μεγα­λώ­νει και ποτέ δεν σ’ αφή­νει μονά­χο. Όποιος έχει την περιέρ­γεια, τον ιό της ανα­ζή­τη­σης, δεν υπο­φέ­ρει από μονα­ξιά. Είμαι πεπει­σμέ­νος ότι οι πραγ­μα­τι­κές μεγά­λες κοι­νω­νι­κές δια­φο­ρές δεν είναι οικο­νο­μι­κές, αν και ‑για τ’ό­νο­μα του Θεού, υπάρ­χουν και έχουν τη σημα­σία τους. Νομί­ζω ότι η βαθύ­τε­ρη ρήξη είναι μετα­ξύ εκεί­νων που είναι ικα­νοί να μην είναι “κατά μόνας” και εκεί­νων που δεν μπο­ρούν να ζουν με τους άλλους».

  • Μήνυ­μα λεπτής από­χρω­σης ανθρω­πιάς, εκ μέρους σας.

«Μιλάω έτσι για­τί ήμουν τυχε­ρός. Φρό­ντι­σα, ποτί­στη­κα. Και δεν μιλάω μόνο για τα 61 χρό­νια του γάμου μου. Για μένα “νερό” είναι επί­σης το αίμα μου, η γη μου, οι ρίζες μου, το ότι ανή­κω σε έναν κόσμο. Αυτό δεν το έχουν όλοι. Οι περισ­σό­τε­ροι το χάνουν χάνο­ντας την επα­φή με μια ταυ­τό­τη­τα η οποία, με τα χρό­νια και με τις δυσκο­λί­ες, μπο­ρεί να γίνει σπά­νια. Αλλά δεν χάνε­ται για πάντα. (δυνη­τι­κά) μας τρέ­φει, μας σώζει ».

  • Πώς φτά­νεις σε εξή­ντα ένα χρό­νο γάμου;

«Με την απο­δο­χή του γεγο­νό­τος ότι ο γάμος αλλά­ζει, από ανα­γκαιό­τη­τα και, σε ότι με αφο­ρά θα ήθε­λα να προ­σθέ­σω, από τύχη. Αν ενδια­φέ­ρε­στε ο ένας για τον άλλον, αν “ποτί­ζε­στε” αμφό­τε­ροι, θα συνα­ντή­σε­τε την υπέ­ρο­χη στιγ­μή, όταν ο άλλος‑η “γίνε­ται ακριβός‑ή σας”. Και η αίσθη­ση που έχε­τε είναι ότι ανή­κεις σε ένα, στο ίδιο σώμα. Κατα­λή­γει να μοιά­ζει ο ένας με τον άλλο. Τι έχει να κάνει με την αγά­πη, τον έρω­τα; Τίπο­τα και όλα!. Τα πάντα!»

  • Ποιο ζώο θα θέλα­τε να είστε;

«Ένας γάτος: αρι­βί­στας, τυχο­διώ­κτης, εγω­ι­στι­κός, εγω­κε­ντρι­κός, μερι­κές φορές ύπου­λος. Θα ήθε­λα, ακό­μη και για μία μόνο μέρα, να φορέ­σω αυτά τα ρού­χα και να αισθαν­θώ πως είναι το κακό. Και τότε, το ξέρω ήδη, θα γελά­σω και θα το τελειώ­σω μια για πάντα».

  • Παρα­τη­ρή­σα­τε ότι φτά­σα­με στο τέλος αυτής της συζή­τη­σης χωρίς ποτέ να ανα­φέ­ρου­με τον Montalbano;

«Δεν υπήρ­χε ανά­γκη. Τώρα ζει μόνος του και δεν με χρειά­ζε­ται».

  • Κύριε Camilleri, πώς θα θέλα­τε να σας θυμόμαστε;

 «Απλά ως ένα αξιο­πρε­πές πρό­σω­πο»…

Andrea Camilleri

Γεν­νή­θη­κε το 1925 στο Πόρ­το Εμπέ­ντο­κλε, στη νότια ακτή της Σικε­λί­ας, όπου και μεγά­λω­σε περ­νώ­ντας το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της ζωής του. Για μικρό χρο­νι­κό διά­στη­μα φοί­τη­σε σε επι­σκο­πι­κό κολέ­γιο, απ’ όπου απο­βλή­θη­κε για­τί πέτα­ξε αυγά σ’ έναν εσταυ­ρω­μέ­νο, το 1943 κατά την επι­χεί­ρη­ση Husky (από­βα­ση αμε­ρι­κά­νων στη Σικε­λία) κρύ­φτη­κε από προ­σώ­που γης «τρο­μο­κρα­τη­μέ­νος» και  το 1944 γρά­φτη­κε στο πανε­πι­στή­μιο, στο τμή­μα Λογο­τε­χνί­ας, απ’ όπου δεν πήρε ποτέ πτυ­χίο. Περί­που τότε, έγι­νε μέλος του Ιτα­λι­κού Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος και άρχι­σε να δημο­σιεύ­ει διη­γή­μα­τα και ποι­ή­μα­τα. Σπού­δα­σε σκη­νο­θε­σία στην Ακα­δη­μία Δρα­μα­τι­κής Τέχνης Silvio d’Amico, απ’ όπου βγή­κε (βοη­θός σκη­νο­θέ­τη) το 1952. Πρω­το­δη­μο­σί­ευ­σε στα περιο­δι­κά “L’Italia socialista” και “L’Ora — (Palermo)”. Από τις πρώ­τες του δου­λειές στο θέα­τρο είναι τα «ποι­ή­μα­τα του Majakovskij» εργά­στη­κε στη συνέ­χεια σαν σκη­νο­θέ­της και σενα­ριο­γρά­φος και το 1957 παντρεύ­τη­κε την Rosseta Dello, με την οποία απέ­κτη­σαν τρία παιδιά

Το 1958 ο Καμιλ­λέ­ρι έφε­ρε στην Ιτα­λία το θέα­τρο του παρα­λό­γου του Μπέ­κετ με το έργο «Το τέλος του παι­χνι­διού». Τη δεκα­ε­τία του ’60 εργά­στη­κε στη RAI και συμ­με­τεί­χε σε πολ­λές παρα­γω­γές της ιτα­λι­κής τηλε­ό­ρα­σης. Η συγ­γρα­φι­κή του καριέ­ρα ξεκί­νη­σε αργά το 1978, στα 60 του χρό­νια, (με την έκδο­ση του μυθι­στο­ρή­μα­τος «η ροή των πραγ­μά­των και το 1980 εξέ­δω­σε το «καπνός στον ορί­ζο­ντα», το πρώ­το με την υπό­θε­ση να τοπο­θε­τεί­ται σε μια φαντα­στι­κή πόλη στη Σικε­λία, τη Βιγκά­τα). Έχει δημο­σιεύ­σει πολ­λά δοκί­μια για το θέα­τρο καθώς και έναν τόμο με τίτλο Τα μόνι­μα θέα­τρα στην Ιτα­λία (1898–1918). Από το 1977 ως το 1997 ήταν καθη­γη­τής στην Accademia “Silvio D’Amico”, κατέ­χο­ντας την έδρα σκη­νο­θε­σί­ας. Στα ελλη­νι­κά κυκλο­φο­ρούν τα βιβλία του: Η άλλη άκρη του νήμα­τος, (εκδ. Πατά­κη 2019), Το ολο­δι­κό μου, (Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα 2019), Η ανα­φο­ρά τού Μάου­ρο, (εκδ. Πατά­κη 2018), Το γκρι ταγιέρ, (Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα 2018), Η εξα­φά­νι­ση της Λάου­ρα, (Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα 2017), Θάνα­τος στα ανοι­χτά, (εκδ. Πατά­κη 2017), Ο ζυθο­ποιός του Πρέ­στον, (εκδ. Πατά­κη 2017), Ο χορός των παρε­ξη­γή­σε­ων, (εκδ. Πατά­κη 2017), Η φωλιά της οχιάς, (εκδ. Πατά­κη 2016), Πυρα­μί­δα από λάσπη, (εκδ. Πατά­κη 2016), Ακτί­να φωτός, (εκδ. Πατά­κη 2015), Μια φωνή τη νύχτα, (εκδ. Πατά­κη 2015), Το παι­χνί­δι με τους καθρέ­φτες (εκδ. Πατά­κη 2015), 3 υπο­θέ­σεις για τον επι­θε­ω­ρη­τή Μονταλ­μπά­νο (εκδ. Πατά­κη 2014), Το νόμι­σμα του Ακρά­γα­ντα (εκδ. Καστα­νιώ­τη 2014), Το χαμό­γε­λο της Αντζέ­λι­κα (εκδ. Πατά­κη 2014), Το κυνή­γι του θησαυ­ρού (εκδ. Πατά­κη 2013), Τριά­ντα ημέ­ρες με τον επι­θε­ω­ρη­τή Μονταλ­μπά­νο (εκδ. Πατά­κη 2013), O χορός του γλά­ρου (εκδ. Πατά­κη 2012), Ο κλεμ­μέ­νος ουρα­νός (εκδ. Καστα­νιώ­τη 2012), Προ­σω­ρι­νή δια­κο­πή (εκδ. Πατά­κη 2012), Η ηλι­κία της αβε­βαιό­τη­τας (εκδ. Πατά­κη 2011), Ίχνη στην άμμο (εκδ. Πατά­κη 2010), Το ματω­μέ­νο χωρά­φι (εκδ. Πατά­κη 2010), Οι έρευ­νες του αστυ­νό­μου Κολ­λού­ρα (εκδ. Πατά­κη 2009), Τα φτε­ρά της πετα­λού­δας (εκδ. Πατά­κη 2009), Το χρώ­μα του ήλιου (εκδ. Πατά­κη 2008), Η εξα­φά­νι­ση του Πατό (εκδ. Καστα­νιώ­τη 2007), Ήλιος του Αυγού­στου (εκδ. Πατά­κη 2007), Παν­σιόν Εύα (εκδ. Πατά­κη 2007), Χάρ­τι­νο φεγ­γά­ρι (εκδ. Πατά­κη 2007), Η άλω­ση του Μακαλ­λέ (εκδ. Πατά­κη 2006), Η υπο­μο­νή της αρά­χνης (εκδ. Πατά­κη 2006), Ο ζυθο­ποιός του Πρέ­στον (εκδ. Πατά­κη 2005), Υπο­χρε­ω­τι­κή πορεία (εκδ. Πατά­κη 2005), Εκδρο­μή στο Τίντα­ρι (εκδ. Πατά­κη 2004), Καπνός στον ορί­ζο­ντα (εκδ. Καστα­νιώ­τη 2004), Λουί­τζι Πιρα­ντέ­λο (Μεταίχ­μιο 2004), Τα πορ­το­κά­λια του Μονταλμπάνο(εκδ. Πατά­κη 2004), Το άρω­μα της νύχτας (εκδ. Πατά­κη 2003), Η φωνή του βιο­λιού (εκδ. Πατά­κη 2002), Αίτη­ση για τηλέ­φω­νο (Ωκε­α­νί­δα 2001), Ο κλέ­φτης της μεσημ­βρί­ας (εκδ. Πατά­κη 2001), Η ροή των πραγ­μά­των (εκδ. Καστα­νιώ­τη 2000), Σκύ­λος από τερα­κό­τα (εκδ. Πατά­κη 2000), Την επο­χή του κυνη­γιού (Ωκε­α­νί­δα 1999), Το σχή­μα του νερού (εκδ. Πατά­κη 1999), καθώς και η δια­σκευή που έκα­νε στο έργο του Νικο­λάι Γκό­γκολ, Η μύτη (εκδ. Πατά­κη 2015) — βλ & |>εδώ<|

Comissario Montalbano«Απέ­τυ­χα ως Ιτα­λός πολί­της»

Πριν από ένα χρό­νο (με Λέγκα του Βορ­ρά & Ματέο Σαλ­βί­νι στην εξου­σία), ο Καμι­λέρ­ρι είχε εκφρά­σει την πικρία του και την ανη­συ­χία του για τον αυξα­νό­με­νο ρατσι­σμό στις τάξεις των συμπα­τριω­τών του (εφη­με­ρί­δα Repubblica).
«Υπάρ­χει μια κακή συναί­νε­ση για τις εξτρε­μι­στι­κές θέσεις του Ματέο Σαλ­βί­νι, και μου θυμί­ζουν την κατά­στα­ση του 1937» …«δυστυ­χώς ο ρατσι­σμός κάνει και πάλι την εμφά­νι­ση του στην Ιτα­λία ενά­ντια στους μετανάστες».
«Συμ­με­ρί­ζο­μαι τις ανη­συ­χί­ες του τελευ­ταί­ου μου Μονταλ­μπά­νο. Ποτέ δεν ήθε­λα να δω τον αντί­πα­λό του στην κυβέρ­νη­ση», εξή­γη­σε ο Καμιλ­λέ­ρι, κατη­γο­ρώ­ντας τον υπουρ­γό Εσω­τε­ρι­κών της Ιτα­λί­ας και ηγέ­τη της Λέγκας για τις θέσεις του κατά των μεταναστών.
«Ο Λεο­νάρ­ντο Σάσα ‑συνέ­χι­σε- είπε ότι την παρα­μο­νή της ανό­δου του φασι­σμού στην Ιτα­λία, ζήτη­σαν από έναν τυφλό αγρό­τη να πει πώς βλέ­πει το μέλ­λον. Και ο αγρό­της απά­ντη­σε: Αν και είμαι τυφλός, το βλέ­πω μαύ­ρο. Το ίδιο θα έλε­γα και εγώ σήμερα».
Σύμ­φω­να με τον Καμι­λε­ρι, «ο Σαλ­βί­νι είναι άνθρω­πος της υπαί­θρου, δεν γνω­ρί­ζει τη θάλασ­σα. Αν την γνώ­ρι­ζε, θα είχε περισ­σό­τε­ρο σεβα­σμό για εκεί­νους που ανα­γκά­ζο­νται να επι­βι­βά­ζο­νται σε άθλια πλοιά­ρια προ­ο­ρι­ζό­με­να να ναυα­γή­σουν». «Η συγκα­τά­θε­ση των Ιτα­λών στις πιο ακραί­ες θέσεις απο­κα­λύ­πτει τη χει­ρό­τε­ρη πλευ­ρά μας, ξεκι­νώ­ντας από τον ρατσι­σμό», λέει και προ­σθέ­τει: «Στα 93 μου, ευρι­σκό­με­νος σε από­στα­ση ανα­πνο­ής από τον θάνα­το, αφή­νω μια χώρα που δεν περί­με­να. Και για το λόγο αυτό αισθά­νο­μαι ότι απέ­τυ­χα ως Ιτα­λός πολίτης»

Andrea Camilleri Montalbano

«Ispettore Montalbano»: Ο επι­θε­ω­ρη­τής Montalbano είναι ιτα­λι­κή τηλε­ο­πτι­κή σει­ρά, παρα­γω­γής του 1998, που ξεκί­νη­σε να προ­βάλ­λε­ται από τις 6‑Μαΐ-1999 στην τηλε­ό­ρα­ση της Rai (παρα­γω­γής  της εται­ρεί­ας Palomar), σαν σει­ρά μυθο­πλα­σί­ας που απο­τε­λεί­το από έναν μικρό αριθ­μό αυτο­τε­λών επει­σο­δί­ων σε κύκλους. Βασι­σμέ­νη  στα μυθι­στο­ρή­μα­τα του Andrea Camilleri, αφη­γεί­ται την ιστο­ρία του Σάλ­βο Μονταλ­μπά­νο αστυ­νο­μι­κού διευ­θυ­ντή στη φαντα­στι­κή πόλη Βιγκά­τα της Σικε­λί­ας, που το παλεύ­ει σε κάθε επει­σό­διο ενά­ντια σε εγκλή­μα­τα της μαφί­ας, δολο­φο­νί­ες ‚απα­γω­γές και γενι­κά στην παρα­βα­τι­κό­τη­τα της Ραγκού­ζα. Ο Camilleri επέ­λε­ξε να βαφτί­σει τον επι­θε­ω­ρη­τή του Montalbano, προς τιμήν του Ισπα­νού ‑Κατα­λα­νού, συγ­γρα­φέα Manuel Vázquez Montalbán, εργά­τη του λόγου και όχι μόνο: δημο­σιο­γρά­φου, μυθι­στο­ριο­γρά­φου, ποι­η­τής, δοκι­μιο­γρά­φου, ανθο­λό­γου, συντά­κτη προ­λό­γων, ευθυ­μο­γρά­φου, κρι­τι­κού, αλλά και γαστρο­νό­μου! Χάρη στη βαθειά του διαί­σθη­ση και το ισχυ­ρό ερευ­νη­τι­κό του δαι­μό­νιο, ο αντι-ήρω­ας Μονταλ­μπά­νο κατα­φέρ­νει πάντα να οσφραί­νε­ται τη σωστή πίστα. Ανα­γνω­ρι­σμέ­νη από την τηλε­ο­πτι­κή κρι­τι­κή (πχ. από τις εφη­με­ρί­δες εθνι­κής κυκλο­φο­ρί­ας «Corriere della Sera», «Il fatto Quotidiano» κλπ), έχουν επαι­νέ­σει πολ­λές φορές τη μυθο­πλα­σία κυρί­ως αλλά και τις τοπο­θε­σί­ες, τις ιστο­ρί­ες καθώς και τους χαρι­σμα­τι­κούς χαρα­κτή­ρες, πρω­τα­γω­νι­στές και μη. Στο επί­πε­δο της τηλε­θέ­α­σης, είναι πολύ ψηλά (και το αξί­ζει) μετα­δί­δε­ται σε περισ­σό­τε­ρες από 20 χώρες στον κόσμο, και το 2016, ήταν η σει­ρά με τη μεγα­λύ­τε­ρη τηλε­θέ­α­ση στην ιτα­λι­κή τηλε­ό­ρα­ση και ένα από τα δέκα πιο δημο­φι­λή προ­γράμ­μα­τα στην Αγγλία ‑με ότι αυτό σημαί­νει. Αν και σει­ρά, κάθε επει­σό­διο γυρί­ζε­ται σαν μια αυτο­τε­λής (τηλε­ο­πτι­κή) ται­νία που συν­δέ­ε­ται με τις προη­γού­με­νες (μέχρι σήμε­ρα έχουν προ­βλη­θεί ~32 επει­σό­δια χωρι­σμέ­να σε 13 κύκλους ‑ο τελευ­ταί­ος το 2019).

commissario montalbanoΥπό­θε­ση: Ο Salvo Montalbano, δύστρο­πος στο χαρα­κτή­ρα, αλλά υπεύ­θυ­νος και σοβα­ρός στη δου­λειά του και ανοι­κτός-φιλι­κός με ανθρώ­πους που ξέρει ότι μπο­ρεί να εμπι­στευ­τεί, διε­ρευ­νά­ει τις πιο ποι­κί­λες εγκλη­μα­τι­κές πρά­ξεις της περιο­χής του, των οποί­ων – χάρη στην μεγά­λη εφευ­ρε­τι­κό­τη­τα και τη βοή­θεια πολ­λών συνερ­γα­τών, ακό­μη και έξω από το αστυ­νο­μι­κό τμή­μα, είναι πάντα σε θέση να ανα­κα­τα­σκευά­σει τα ακρι­βή γεγο­νό­τα και να βρει τη λύση. Μετα­ξύ των συνα­δέλ­φων του είναι ο ανα­πλη­ρω­τής του DomenicoMimìAugello, ο επι­θε­ω­ρη­τής Giuseppe Fazio, ο αδέ­ξιος αστυ­νο­μι­κός Agatino Catarella και άλλοι αστυ­νο­μι­κοί του τμή­μα­τος. Από την άλλη πλευ­ρά μετα­ξύ των εξω­τε­ρι­κών συνερ­γα­τών του είναι η Σου­η­δέ­ζα φίλη του Ingrid Sjöström που ζει στη Vigata, ο δημο­σιο­γρά­φος Nicolò Zito, και πιο σπά­νια, η special μαγεί­ρισ­σά του  Adelina μάνα δυο παρα­βα­τι­κών στοι­χεί­ων ‑συχνά και πλη­ρο­φο­ριο­δό­τες και μόνι­μα σε κόντρα με τη Livia… για­τί στην ιδιω­τι­κή του ζωή, ο Σάλ­βο έχει μια σχέ­ση εξ απο­στά­σε­ως με την Livia Burlando, μια σχέ­ση μερι­κές φορές θυελ­λώ­δης, αλλά όπου πάντα επι­κρα­τεί στο τέλος η αγά­πη. Προ­βάλ­λο­ντας έξο­χα ‑όπως και γενι­κά στα βιβλία του την ανθρώ­πι­νη πλευ­ρά, με τις λεπτές απο­χρώ­σεις ηθών, παρά­δο­σης και καθη­με­ρι­νό­τη­τας της πατρί­δας του της Σικε­λί­ας, το φαγη­τό, οι άνθρω­ποι ‑μέσα από συγκε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα / συν­δε­τι­κούς κρί­κους, το δέσι­μο με τη θάλασ­σα ‑τον δεί­χνει συχνά να κολυ­μπά­ει τον Μονταλ­μπά­νο, προς το που­θε­νά αλλά κυρί­αρ­χο του νερού και της όλης κατά­στα­σης, της λιτής ζωής με το χαρα­κτη­ρι­στι­κό σαρα­βα­λά­κι αυτο­κί­νη­το, η «αιώ­νια» αρρα­βω­νια­στι­κιά κλπ. Κάπως σαν την ται­νία (1972) του Billy Wilder «Che cosa è successo tra mio padre e tua madre»? (γνω­στή περισ­σό­τε­ρο ως «Avanti»!), με το κυρί­ως story να φαντά­ζει δευ­τε­ρεύ­ον, μπρο­στά στην κατα­γρα­φή κατα­στά­σε­ων που έχουν να κάνουν με την ‑αδια­νό­η­τη για τον αμε­ρι­κά­νο, καθη­με­ρι­νό­τη­τα του ιτα­λού εκεί­νης της εποχής…

Andrea Camilleri

Ο «κομ­μου­νι­σμός» του Andrea Camilleri

(γρά­φει ο ίδιος…) Ο Leonardo Sciascia με μια δόση κακί­ας για τους κομ­μου­νι­στές, υπο­στή­ρι­ξε ότι ο καθο­λι­κι­σμός και ο κομ­μου­νι­σμός ήταν δύο «κοντι­νές ενο­ρί­ες» συγκοι­νω­νού­ντα δοχεία. Στο μετα­ξύ, ο κομ­μου­νι­σμός έλε­γε και ενερ­γού­σε προ­σπα­θώ­ντας να κάνει καλύ­τε­ρη τη ζωή στη γη καλύ­τε­ρα και όχι στη μετά θάνα­τον ζωή. Έτσι οι δύο ενο­ρί­ες δεν ήταν τόσο ενορίες.
Εγώ ήμουν και εξα­κο­λου­θώ να είμαι κομ­μου­νι­στής. Βεβαί­ως, το τίμη­μα ήταν βαρύ, σε ανθρώ­πι­νες ζωές και σε πολ­λά άλλα πράγ­μα­τα ‑στην πρα­κτι­κή εφαρ­μο­γή του, ήταν λάθος και μετα­τρά­πη­καν σε τρα­γι­κά λάθη ιδί­ως στη σημα­σία που δίνε­ται για την ανθρώ­πι­νη ζωή. Αλλά εξα­κο­λου­θώ να πιστεύω ότι η φιλο­δο­ξία για ισό­τη­τα, για ίσα δικαιώ­μα­τα για όλους είναι η πιο χρι­στια­νι­κή υπα­γό­ρευ­ση που έχω ακού­σει ποτέ, εγώ ένας μη καθο­λι­κός χριστιανός.
Δυστυ­χώς είναι μια επί­γεια εφαρ­μο­γή και ως εκ τού­του προ­ο­ρί­ζε­ται για τερά­στια λάθη και δεν ξέρω πώς θα μπο­ρού­σαν να απα­λει­φτούν, όταν μάλι­στα πολ­λές από αυτές τις κοι­νω­νι­κές αρχές, που απο­τέ­λε­σαν τη βάση του κομ­μου­νι­σμού, έχουν μπει απροει­δο­ποί­η­τα σε ορι­σμέ­να ορά­μα­τα του υφι­στά­με­νου κρά­τους πρό­νοιας. Τόσα πράγ­μα­τα που δεν μπο­ρού­σαν καν να γίνουν αντι­λη­πτά στις αρχές του εικο­στού αιώ­να έχουν πλέ­ον πραγ­μα­το­ποι­η­θεί για­τί είναι απα­ραί­τη­τα στην κοι­νω­νι­κή πορεία της ανθρωπότητας.
Δεν ήταν ουτο­πία. Απλά κατα­να­λώ­θη­κε και μετα­τρά­πη­κε σε ουτο­πία επει­δή εφαρ­μό­στη­κε λαθεμένα.
Όταν βρι­σκό­μα­στε αντι­μέ­τω­ποι με την κομ­μου­νι­στι­κή επα­νά­στα­ση στην Κίνα και με από­λυ­τη πεί­να, κατα­φέρ­νου­με να δώσου­με σε όλους ένα μπολ με ρύζι, τι είναι αυτό αν όχι ένα βήμα μπρο­στά στη ζωή;
Ο κομ­μου­νι­σμός είναι απώ­λεια ελευ­θε­ρί­ας, επει­δή εκδη­λώ­νε­ται ως δικτα­το­ρία. Είναι δυνα­τόν να υπο­θέ­σου­με τον κομ­μου­νι­σμό χωρίς δικτα­το­ρία; Φαί­νε­ται ότι δεν είναι δυνα­τόν. Εγώ αντί­θε­τα πιστεύω ότι είναι (δυνα­τό).
Όταν, στο όχι πολύ μακρι­νό μέλ­λον, θα σημειω­θούν τρο­με­ρές οικο­νο­μι­κές κρί­σεις, διό­τι τώρα είμα­στε μόνο στην αρχή μικρών κρί­σε­ων που επη­ρε­ά­ζουν τα χρη­μα­το­πι­στω­τι­κά, όταν σε ένα όχι τόσο μακρι­νό μέλ­λον, θα αρχί­σει να λεί­πει το νερό ‑ήδη ζού­με, βιώ­νου­με μια τερα­τώ­δη κλι­μα­τι­κή αλλα­γή, πέφτουν τερά­στια μπλοκ, γίνο­νται παγό­βου­να επει­δή ο πολι­κός θόλος δεν αντέ­χει τότε θα αγω­νι­ζό­μα­στε για ένα ποτή­ρι νερό και τότε ίσως θα βρού­με μια αλλη­λεγ­γύη που η ευη­με­ρία και ο καπι­τα­λι­σμός μας έχουν κάνει να ξεχά­σου­με. Έχου­με καταρ­γή­σει όχι μόνο τις αρχές του κομ­μου­νι­σμού, αλλά και εκεί­νες του Χρι­στια­νι­σμού και ακό­μη και της κοι­νω­νι­κής ζωής (πηγή) |> Abecedario di Andrea Camilleri, Derive Approdi εκδ. 2010
Σε μια αυτο­βιο­γρα­φι­κή ιστο­ρία που περι­λαμ­βα­νό­ταν στον τόμο «I racconti di Nené», ο συγ­γρα­φέ­ας εξη­γεί ότι ήταν «παι­δί που μεγά­λω­σε στο φασι­στι­κό καθε­στώς» και, ακο­λου­θώ­ντας το παρά­δειγ­μα του πατέ­ρα του, άκου­γε μαγε­μέ­νος …αιχ­μα­λω­τι­σμέ­νος, τις ομι­λί­ες του Μου­σο­λί­νι που μετα­δί­δο­νταν από τα μεγάφωνα.
Τότε η πολι­τι­κή προ­πα­γάν­δα δεν γινό­ταν στην τηλε­ό­ρα­ση ή στα κοι­νω­νι­κά μέσα μαζι­κής ενη­μέ­ρω­σης, αλλά με την τεχνο­λο­γία εκεί­νου του και­ρού που επέ­τρε­ψαν στον Duce (ΣΣ |> Μου­σο­λί­νι) να παρα­κο­λου­θεί κάθε γωνιά της Ιτα­λί­ας, επα­να­λαμ­βά­νο­ντας ξανά την μεγά­λη ιδέα της Ιταλίας.
Για το σκο­πό αυτό, οι διά­φο­ροι φασι­στι­κοί σύλ­λο­γοι που από τη βρε­φι­κή ηλι­κία οδή­γη­σαν τους νέους ανθρώ­πους στις γραμ­μές του Φασι­στι­κού Κόμ­μα­τος, σαν κύρια ενσάρ­κω­ση της Πατρί­δας στην οποία όλα ήταν — ή έπρε­πε να είναι — υπο­ταγ­μέ­να, ακό­μη και η οικο­γε­νεια­κή, κοι­νω­νι­κή και συνε­ται­ρι­στι­κή ζωή, με έναν άκρα­το μιλι­τα­ρι­σμό. Έτσι και ο νεα­ρός Camilleri έγι­νε μια «μπα­λί­τσα», γεμί­ζο­ντας ένα μου­σκέ­το με μπρο­στά μια ξιφολόγχη.
Ήταν στα χρό­νια που η Ιτα­λία έβλε­πε στο εξω­τε­ρι­κό — και κυρί­ως στη Μεσό­γειο — ακο­λου­θώ­ντας το παρά­δειγ­μα άλλων ευρω­παϊ­κών αποι­κια­κών δυνά­με­ων, όπως η Γαλ­λία και το Ηνω­μέ­νο Βασί­λειο, που προ­σέ­θε­ταν νέα αφρι­κα­νι­κά κρά­τη στις παγκό­σμιες αυτο­κρα­το­ρί­ες τους, σαν «θέση στον ήλιο». Έτσι, το 1935, το φασι­στι­κό καθε­στώς — το οποίο είχε ήδη κατα­κτή­σει τη Λιβύη, την Ερυ­θραία και τη Σομα­λία — απο­φά­σι­σε να ξεκι­νή­σει μια αιμα­τη­ρή στρα­τιω­τι­κή εκστρα­τεία για να κατα­κτή­σει την Αιθιοπία.
Ο νεα­ρός Camilleri, πήρε χαρ­τί και καλα­μά­ρι και έγρα­ψε στο Duce να του επι­τρέ­ψει να συμ­με­τά­σχει στον πόλε­μο στην Αβησ­συ­νία και «να πετύ­χει εκεί που οι προη­γού­με­νες γενιές ιτα­λι­κών στρα­τιω­τών είχαν ταπει­νω­θεί από τον βασι­λιά Menelik II».
Και ο Duce απάντησε:
«Να γνω­ρί­σε­τε στον νεα­ρό Andrea Camilleri (ήταν 14–15 χρο­νών τότε) πως είναι πολύ νέος για να πολε­μή­σει, αλλά δεν θα υπάρ­ξει έλλει­ψη ευκαι­ριών. Υπο­γρα­φή M ‑από Mussolini ».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο