Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Έφυγε» ο Αντώνης Σουρούνης

Έφυ­γε από τη ζωή σε ηλι­κία 74 ετών ο συγ­γρα­φέ­ας Αντώ­νης Σου­ρού­νης, ύστε­ρα από μακρο­χρό­νια ασθένεια.

Πολυ­βρα­βευ­μέ­νος πεζο­γρά­φος ο Αντώ­νης Σου­ρού­νης γεν­νή­θη­κε το 1942 στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και το 1960 μετα­νά­στευ­σε στη Γερ­μα­νία. Εκεί και στην Αυστρία σπού­δα­σε κοι­νω­νιο­λο­γία και πολι­τι­κές επι­στή­μες, ενώ στη συνέ­χεια εργά­στη­κε σε ποι­κί­λα επαγ­γέλ­μα­τα. Έζη­σε στη Φραν­κφούρ­τη έως το 1970. Στην πεζο­γρα­φία άντλη­σε τα θέμα­τά του από την περι­πε­τειώ­δη ζωή του ως μετα­νά­στης στη Γερ­μα­νία, δια­κω­μω­δώ­ντας με ένα γλυ­κό­πι­κρο χιού­μορ τις καθη­με­ρι­νές του ιστορίες.

Δημο­σί­ευ­σε τα μυθι­στο­ρή­μα­τα «Ένα αγό­ρι γελά­ει και κλαί­ει» (1969), «Οι συμπαί­χτες» (1977), «Οι πρώ­τοι πεθαί­νουν τελευ­ταί­οι» (1985), «Πάσχα στο χωριό» (1991), «Υπ’ όψιν της Λίτσας» (1992), «Ο χορός των ρόδων» (1994), «Γκας ο γκάν­γκ­στερ (2000)» και «το μονο­πά­τι στη θάλασ­σα» (2006). Στα έργα του περι­λαμ­βά­νο­νται επί­σης το αφή­γη­μα «Το μπα­στού­νι» (2007)  και οι συλ­λο­γές διη­γη­μά­των «Μερό­νυ­χτα Φραγ­κφούρ­της» (1982), «Τα τύμπα­να της κοι­λιάς και του πολέ­μου» (1983), «Μισόν αιώ­να άνθρω­πος» (1996), «Κυρια­κά­τι­κες ιστο­ρί­ες» (2002) και «Νύχτες με ουρά» (2010).

Από το 1987 ήταν μόνι­μος κάτοι­κος Αθη­νών. Το 1995 τιμή­θη­κε με το Κρα­τι­κό Βρα­βείο Μυθι­στο­ρή­μα­τος για τον «Χορό των ρόδων». Το 2006 βρα­βεύ­τη­κε από το περιο­δι­κό «Να ένα μήλο» ενώ έναν χρό­νο αργό­τε­ρα πήρε το Βρα­βείο Μυθι­στο­ρή­μα­τος του περιο­δι­κού «Δια­βά­ζω» για το έργο του «Το μονο­πά­τι στη θάλασσα».

Η κηδεία του θα γίνει στις 4 το από­γευ­μα, στην Αγία Ανα­στα­σία Θεσσαλονίκης.

Ένα εξαι­ρε­τι­κό αυτο­βιο­γρα­φι­κό διή­γη­μα του Αντώ­νη Σου­ρού­νη, από παλαιό­τε­ρο αφιέ­ρω­μά μας, μπο­ρεί­τε να δια­βά­σε­τε ΕΔΩ. Ο Έλλη­νας μετα­νά­στης στη Γερ­μα­νία και οι δυο Ελλά­δες που κου­βα­λά­ει μαζί του. Μια που τρο­μά­ζει τους ντό­πιους και μια που πλη­γώ­νει τον ίδιο.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο