Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

H ΤΕΤΑΡΤΗ ΡΟΜΦΑΙΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Δεν χωρά­ει αμφι­βο­λία ότι είναι δύσκο­λο να γρά­φει κανείς με ουδέ­τε­ρο τρό­πο για γεγο­νό­τα που συγκλο­νί­ζουν και κλο­νί­ζουν μια χώρα σε βαθ­μό που να δια­λύ­σει αυτό που λέμε «ομα­λή ζωή», «ειρη­νι­κή καθη­με­ρι­νό­τη­τα» ή/και για να μεί­νου­με στη λεκτι­κή μόδα της ελλη­νι­κής κυβέρ­νη­σης «κανο­νι­κό­τη­τα» με ό, τι αυτό σημαί­νει για την πλειο­νό­τη­τα των πολι­τών σε μια κοι­νω­νία με μικρό­τε­ρες ή μεγα­λύ­τε­ρες, πόσο μάλ­λον ακραί­ες ανι­σό­τη­τες. Το δύσκο­λο δεν βρί­σκε­ται μόνο στα πρα­κτι­κά προ­βλή­μα­τα που ανή­κουν στη σύν­θε­ση ενός βιβλί­ου, αλλά κυρί­ως στα όρια του επι­τρε­πό­με­νου που καθο­ρί­ζο­νται σε κάθε κοι­νω­νία με τρό­πο λιγό­τε­ρο ή περισ­σό­τε­ρο ρητό. Στις κοι­νω­νί­ες στις οποί­ες δεν υπάρ­χει ρητή απα­γό­ρευ­ση βιβλί­ων, υπάρ­χει η υπο­νο­ού­με­νη, σιω­πη­λή διά­κρι­ση από εκεί­νους που απο­φα­σί­ζουν την προ­ώ­θη­ση ή μη κάποιων βιβλί­ων. Δηλα­δή, κάτι σαν κατευ­θυ­νό­με­νη προ­τί­μη­ση, επι­λο­γή, ακό­μα και «γού­στο». Η εμπο­ρι­κή επι­τυ­χία που ονο­μά­ζε­ται συχνά ως κρι­τή­ριο καθο­ρί­ζε­ται πάλι από αυτό που η κατευ­θυ­νό­με­νη «δεξα­με­νή σκέ­ψης» έχει κάνει με το μυα­λό και τα κρι­τή­ρια του ανα­γνω­στι­κού κοι­νού. Κι αυτή δεν θέλει με κανέ­ναν τρό­πο να καλ­λιερ­γη­θεί κλί­μα εξέ­γερ­σης στην κοι­νω­νία και σε κάθε άτο­μο ξεχω­ρι­στά. Τι να κάνει λοι­πόν ένας συγ­γρα­φέ­ας που θέλει να φέρει ένα θέμα που «έκα­ψε» και εξα­κο­λου­θεί να «καί­ει» την πατρί­δα του; Θα έχει τα μάτια του δεκα­τέσ­σε­ρα και θα κρα­τά­ει «ίσες απο­στά­σεις» που στην ουσία δεν υπάρ­χουν; Δηλα­δή, να μην πάρει θέση, που στην ουσία σημαί­νει ότι παίρ­νει θέση. Αυτό έκα­νε ο Περου­βια­νός συγ­γρα­φέ­ας Σαντιά­γο Ρον­κα­λιό­λο στο βιβλίο του Κόκ­κι­νος Απρί­λης που κυκλο­φό­ρη­σε το 2007 στα ελλη­νι­κά από τις εκδό­σεις «Καστα­νιώ­της» και για το οποίο έγρα­ψα στο «Ατέ­χνως» ( για κάποια ιστο­ρι­κά στοι­χεία παρα­πέ­μπω εκεί). Αυτό έκα­νε και στο βιβλίο του Η τέταρ­τη ρομ­φαία που κυκλο­φό­ρη­σε το 2010 στα ελλη­νι­κά από τις ίδιες εκδό­σεις και που στέ­κε­ται στο επί­κε­ντρο της παρού­σας παρου­σί­α­σης. Το ότι το θέμα της θέσης που παίρ­νει κανείς είναι προ­βλη­μα­τι­κό, φαί­νε­ται αμέ­σως από την αρχή όπου ο συγ­γρα­φέ­ας επέ­λε­ξε να παρα­θέ­σει τα εξής αντε­πα­να­στα­τι­κά λόγια του Τ.Μ. Κού­τσι*: «Ο επα­να­στά­της είναι ένας άνθρω­πος κατα­δι­κα­σμέ­νος. Δε ενδια­φέ­ρε­ται για τίπο­τα, δεν έχει αισθή­μα­τα, δεν έχει δεσμούς που να τον ενώ­νουν με κάτι, δεν έχει καν όνο­μα. […] Δεν το λέει ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας, αλλά ωστό­σο επέ­λε­ξε ακρι­βώς αυτό. Στο βιβλίο αυτή η θέση «μαζεύ­ε­ται» κάπως από τις ίδιες τις συνε­ντεύ­ξεις με επα­να­στά­τες, προ­φα­νώς για χάρη του… πλου­ρα­λι­σμού των από­ψε­ων, στον οποίο μπλέ­κε­ται ο συγ­γρα­φέ­ας στις ίδιες τις αντι­φά­σεις του. Όπως θα δού­με παρακάτω. 

*John Maxwell Coetzee, Νοτιο­α­φρι­κα­νός μυθι­στο­ριο­γρά­φος, γλωσ­σο­λό­γος, κρι­τι­κός, μετα­φρα­στής που ζει στην Αυστρα­λία. Βρα­βευ­μέ­νος με Νόμπελ Λογο­τε­χνί­ας το 2003.

Πώς κατευθύνεται η σκέψη των αναγνωστών

Ο Ρον­κα­λιό­λο έχει αισθαν­θεί στο πετσί του τη «δημο­κρα­τι­κή» λογο­κρι­σία μιας χώρας σαν την Ισπα­νία, όταν μετά από έξι μήνες έρευ­να σχε­τι­κά με το ΚΚ Περού-Φωτει­νό Μονο­πά­τι και ιδιαί­τε­ρα σχε­τι­κά με την ηγε­τι­κή του ομά­δα και δη τον ιδρυ­τή του Αμπι­μα­έλ Γκου­σμάν για την ισπα­νι­κή εφη­με­ρί­δα Ελ Παϊς, το ρεπορ­τάζ του θα δημο­σιευό­ταν μετά από μεγά­λη καθυ­στέ­ρη­ση σε συνέ­χειες. Ο Ρον­κα­λιό­λο νόμι­ζε πως επι­τέ­λους είχαν λυθεί όλα τα προ­βλή­μα­τά του και ότι είχε τελειώ­σει το βιβλίο του. Ακού­με τον ίδιο στη σελί­δα 200: «Αλλά η ψευ­δαί­σθη­ση κρά­τη­σε μόνο είκο­σι δευ­τε­ρό­λε­πτα πριν γίνει τρό­μος. Πράγ­μα­τι, η ιστο­ρία ήταν εκεί, στη σελί­δα 15. Αλλά αντί για τον τίτλο που είχα επι­λέ­ξει εγώ, είχε έναν πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κό, πιο ελκυ­στι­κό για τους ανα­γνώ­στες: “Ο πιο επι­κίν­δυ­νος τρε­λός της Αμε­ρι­κής» για να σχο­λιά­σει στη συνέ­χεια «Ένα ολό­κλη­ρο εξά­μη­νο έρευ­νας πήγε στα σκου­πί­δια» . Ο δικη­γό­ρος του Γκου­σμάν του έστει­λε ένα οργι­σμέ­νο μέιλ και παρ’ όλες τις προ­σπά­θειες του Ρον­κα­λιό­λο να του εξη­γή­σει ότι δεν είχε επι­λέ­ξει ο ίδιος τον τίτλο και ότι για να δου­λέ­ψει κανείς σε εφη­με­ρί­δα πρέ­πει να απο­δε­χτεί τους κανό­νες (!) της, ο δικη­γό­ρος δεν τον πίστε­ψε… Όμως, δεν κάνει πίσω το κεί­με­νο του οπι­σθό­φυλ­λου της ελλη­νι­κής έκδο­σης μιλώ­ντας για το «τρο­μο­κρα­τι­κό κίνη­μα «Φωτει­νό Μονο­πά­τι», «την πιο θανα­τη­φό­ρα αντάρ­τι­κη οργά­νω­ση στην ιστο­ρία της αμε­ρι­κα­νι­κής ηπεί­ρου» και τον πόλε­μο ανά­με­σα σε αυτό και το κρά­τος («κρά­τος» χωρίς το δια­κο­σμη­τι­κό επί­θε­το «τρο­μο­κρα­τι­κό») του Περού τις δεκα­ε­τί­ες του 80 και 90 του περα­σμέ­νου αιώ­να. Ο Αμπι­μα­έλ Γκου­σμάν, σύμ­φω­να με το οπι­σθό­φυλ­λο «καθο­δή­γη­σε όλη αυτή τη βία» θεω­ρώ­ντας τον εαυ­τό του «τέταρ­τη ρομ­φαία του διε­θνούς κομ­μου­νι­σμού μετά τον Λένιν, τον Στά­λιν και τον Μάο» χωρίς ο ίδιος να φέρει όπλα. Ούτε υπο­στή­ρι­ξη από ξένες κυβερ­νή­σεις δεν πήρε ποτέ ο Γκου­σμάν, ούτε πήγε στο πεδίο της μάχης, αλλά «για δώδε­κα όμως ολό­κλη­ρα χρό­νια, πίσω από ένα γρα­φείο, οπλι­σμέ­νος με μια άκαμ­πτη ιδε­ο­λο­γία, προ­σπα­θού­σε να ελέγ­ξει μια ολό­κλη­ρη χώρα» κατα­λή­γο­ντας το κεί­με­νο ότι «η ιστο­ρία του απο­τε­λεί ένα ανα­τρι­χια­στι­κό παρά­δειγ­μα της κατα­στρο­φι­κής δύνα­μης των ιδε­ών». Των ιδε­ών γενι­κά και αόρι­στα. Κρί­νει το κεί­με­νο ότι το βιβλίο απο­τε­λεί «εμβά­πτι­ση στο μυα­λό ενός σφα­γέα, ένα πορ­τρέ­το του Κακού». Το κεί­με­νο του οπι­σθό­φυλ­λου συν­δυά­ζε­ται με την εικό­να που επι­λέ­χθη­κε στο μπρο­στι­νό εξώ­φυλ­λο που δεί­χνει έναν Γκου­σμάν με μαύ­ρα γυα­λιά, ριγέ (των φυλα­κών) μπλού­ζα και σηκω­μέ­νη τη γρο­θιά υπο­βάλ­λο­ντας την ιδέα της φυλα­κι­σμέ­νης πια τρο­μο­κρα­τι­κής αγριά­δας τη στιγ­μή που στο βιβλίο βγαί­νει μια αρκε­τά δια­φο­ρε­τι­κή εικό­να. Διό­τι ο ανα­γνώ­στης που θα επι­χει­ρή­σει να δια­βά­σει αυτό το σύμ­φω­να με το οπι­σθό­φυλ­λο «συντα­ρα­κτι­κό μυθι­στό­ρη­μα-δημο­σιο­γρα­φι­κό ντο­κου­μέ­ντο» θα σχη­μα­τί­σει μια αρκε­τά δια­φο­ρε­τι­κή εικό­να. Παρ’ όλο που ο συγ­γρα­φέ­ας προ­σπα­θεί να κρα­τά­ει ίσες απο­στά­σεις αφή­νο­ντας τους μάρ­τυ­ρες από τους οποί­ους πήρε τις συνε­ντεύ­ξεις να μιλά­νε προ­σθέ­το­ντας ελά­χι­στα σχό­λια δικά του σε μια προ­σπά­θεια να μην πάρει θέση, αδι­κεί­ται από το κεί­με­νο του οπι­σθό­φυλ­λου της ελλη­νι­κής έκδο­σης. Ο Γκου­σμάν δεν βγαί­νει από τα ντο­κου­μέ­ντα ούτε «σφα­γέ­ας» ούτε «ο πιο επι­κίν­δυ­νος τρε­λός της Αμε­ρι­κής».

H αμηχανία ενός δημοσιογράφου

Ο συγ­γρα­φέ­ας δεί­χνει μια κατα­νό­η­ση γνω­ρί­ζο­ντας πολύ καλά την απελ­πι­στι­κή κατά­στα­ση των περισ­σό­τε­ρων Περου­βια­νών, στην ύπαι­θρο, αλλά και στην πόλη. Ο ίδιος γόνος μεσαί­ου στρώ­μα­τος δεν κατα­κρί­νει, αλλά παρα­κο­λου­θεί με λύπη τις κατα­στρο­φές στη χώρα του. Σε πολ­λά σημεία του βιβλί­ου δεί­χνει ακό­μα ότι τα έχει χαμέ­να, αλλά και δια­κρί­νου­με ίχνη θαυ­μα­σμού ανα­κα­τε­μέ­να με απο­ρία για τα μέλη του Μονο­πα­τιού στη διάρ­κεια των συνε­ντεύ­ξε­ων στις φυλα­κές. Ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον του προ­κά­λε­σαν οι γυναί­κες-ηγέ­τι­δες. Κανείς δεν αμφι­βάλ­λει ότι στο Περού τα πράγ­μα­τα είχαν ξεφύ­γει σε αυτό τον ιδιό­μορ­φο εμφύ­λιο της δεκα­ε­τί­ας του 80 με τους σχε­δόν συνο­λι­κά 70.000 νεκρούς. Μακριά μας να δικαιο­λο­γού­με τις σφα­γές, αλλά πόσες έγι­ναν από την αστυ­νο­μία, το στρα­τό, το επί­ση­μο κρά­τος δηλα­δή, κάτι το οποίο έκα­νε να ξεφεύ­γουν από κάθε έλεγ­χο τα αντί­ποι­να; Είπα­με, ο συγ­γρα­φέ­ας προ­σπα­θεί να κατα­λά­βει και εδώ κι εκεί εκφρά­ζει κάποιες δικές του φιλο­σο­φί­ες γύρω από «τον» άνθρω­πο και την κοι­νω­νία που δεν απο­τε­λούν με κανέ­ναν τρό­πο απά­ντη­ση, πόσο μάλ­λον ανά­λυ­ση. Συχνά τον προ­σγειώ­νουν οι συνε­ντεύ­ξεις με παρά­γο­ντες της αστυ­νο­μί­ας, του στρα­τού, του δικα­στι­κού σώμα­τος, αλλά και του ίδιου του «Φωτει­νού Μονο­πα­τιού» και ενδε­χο­μέ­νως συγ­γε­νείς των μελών του. Για παρά­δειγ­μα, ανα­φέ­ρε­ται μια συζή­τη­ση με τον αδερ­φό του Αμπι­μα­έλ Γκου­σμάν που δεν τόλ­μη­σε έως τότε να επι­σκε­φτεί τον αδερ­φό του στη φυλα­κή, αλλά ομο­λό­γη­σε ότι θα τολ­μού­σε πια μην κρύ­βο­ντας το θαυ­μα­σμό για τον αδερ­φό του.

«Ο Αμπι­μα­έλ άφη­σε τη δυνα­τό­τη­τα μιας άνε­της ζωής, μιας αξιο­σέ­βα­στης θέσης στο πανε­πι­στή­μιο για να ηγη­θεί ενός έπους».

«Και συμ­φω­νεί­τε με τον αδερ­φό σας;» ρώτη­σα. «Θέλω να πω… στα πάντα;»

«Έχε­τε δει πώς ζουν οι χωρι­κοί;» είπε ήρε­μα, με επαρ­χια­κή βρα­δύ­τη­τα. «Χωρίς νερό, χωρίς ηλε­κτρι­κό, χωρίς σχο­λεία, χωρίς νοσο­κο­μεία. Δεν συμ­φω­νεί­τε ότι πρέ­πει να υπάρ­ξει κοι­νω­νι­κή δικαιο­σύ­νη σε αυτή τη χώρα;»

«Δεν συμ­φω­νώ με τη χωρίς δια­κρί­σεις χρή­ση βίας για την επί­τευ­ξή της»

«Αχ, δεν συμ­φω­νεί­τε με τα μέσα. Και τι προ­τεί­νε­τε στους αγρό­τες; Να τη ζητή­σουν ευγενικά;»

«Αν η επα­νά­στα­ση βελ­τί­ω­νε πραγ­μα­τι­κά τη ζωή των αγρο­τών, θα το κατα­λά­βαι­να. Αλλά αν δού­με την ιστο­ρία της, τα κομ­μου­νι­στι­κά καθε­στώ­τα σε όλο τον κόσμο απέ­τυ­χαν. Σκε­φτεί­τε τη Ρωσία ή τη Βόρεια Κορέα».

«Νεα­ρέ μου, εγώ δεν έχω πάει στη Ρωσία ή στη Βόρεια Κορέα. Αλλά εδώ το μόνο πράγ­μα που έχει απο­τύ­χει είναι αυτό που εσείς ονο­μά­ζε­τε δημο­κρα­τία. Για να μην το βλέ­πει κανείς, θα πρέ­πει να είναι φανα­τι­σμέ­νος» (σελ. 40)

Η βία έχει ασκη­θεί για αιώ­νες από τα πάνω και αν υπάρ­ξει σαν αντί­δρα­ση πια η βία από τα κάτω, αυτό σημαί­νει ότι κάθε άλλη μέθο­δος για από­κτη­ση δικαιο­σύ­νης έχει ναυα­γή­σει. Η ρήση ότι η βία είναι κατα­δι­κα­στέα απ’ όπου κι αν προ­έρ­χε­ται, είναι υπο­κρι­σία βλέ­πο­ντας την ιστο­ρία και των Ευρω­παϊ­κών χωρών με τις πολ­λές αιμα­τη­ρές αστι­κές επα­να­στά­σεις και την κατα­κτη­τι­κή και συχνά ληστρι­κή και φονι­κή επέ­κτα­ση σε όλη τη γη σε βάρος των ντό­πιων πλη­θυ­σμών. Ο Ρον­κα­λιό­λο φεύ­γει από την συζή­τη­ση με τον αδερ­φό του Γκου­σμάν «απο­γοη­τευ­μέ­νος», διό­τι «αντί για ένα αρπα­κτι­κό, έχω βρει μόνο έναν επαρ­χιώ­τη και καθό­λου απει­λη­τι­κό μικρο­α­στό, με ευγε­νείς προθέσεις». 

Ο Ρον­κα­λιό­λο οχυ­ρώ­νε­ται στα ντο­κου­μέ­ντα και στις ιστο­ρί­ες των μαρ­τύ­ρων από τις αντί­θε­τες πλευ­ρές τονί­ζο­ντας το «μη μυθο­πλα­στι­κό μέρος της ιστο­ρί­ας που πρό­κει­ται να αφη­γη­θεί» αντι­πα­ρα­βάλ­λο­ντάς τα με ένα προ­φίλ του Γκου­σμάν στο περιο­δι­κό «Granta» το 1988. Αργό­τε­ρα είχε πρό­σβα­ση σε μια συνο­πτι­κή βιο­γρα­φία του αρχη­γού του «Φωτει­νού Μονο­πα­τιού» γραμ­μέ­νη από το Πολε­μι­κό Ναυ­τι­κό του Περού. Μαθαί­νει ο ανα­γνώ­στης την ιστο­ρία ζωής του Γκου­σμάν από την παι­δι­κή ηλι­κία. Κι εδώ ο δημο­σιο­γρά­φος αφή­νει τα ντο­κου­μέ­ντα και τους μάρ­τυ­ρες να μιλούν, αν και υπάρ­χει μια ασθε­νής προ­σπά­θεια παρα­πο­μπής της ευθύ­νης στην παι­δι­κή ηλι­κία που ο δημο­σιο­γρά­φος Ρον­κα­λιό­λο αφή­νει, ωστό­σο, ανοιχτή.

Ιδεολογία και αγώνας

Πνευ­μα­τι­κός και ιδε­ο­λο­γι­κός ταγός του «Φωτει­νού Μονο­πα­τιού» ο Χοσέ Κάρ­λος Μαριά­τε­γκι, σύμ­φω­να με κάποιους ο «πατέ­ρας του μαρ­ξι­σμού στη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή». Το Φωτει­νό Μονο­πά­τι είναι το μονο­πά­τι του Μαριά­τε­γκι. Σύμ­φω­να με τον τελευ­ταίο η επα­νά­στα­ση στο Περού δεν θα ήταν εργα­τι­κή, αλλά αγρο­τι­κή, επει­δή το Περού δεν είχε βιο­μη­χα­νία. Άρα ούτε βιο­μη­χα­νι­κό προ­λε­τα­ριά­το. Οι κατα­πιε­σμέ­νοι ζού­σαν κυρί­ως στην ύπαι­θρο. Ιδού και η προ­σκόλ­λη­ση στη διδα­σκα­λία του Μάο-τσε-Τουνγκ. Ωστό­σο, ο Μαριά­τε­γκι που ο ίδιος ήταν αυτο­δί­δα­κτος ήθε­λε να εδραιω­θεί η επα­νά­στα­ση στο πανε­πι­στή­μιο ώστε να γίνει το πανε­πι­στή­μιο εργα­λείο της ταξι­κής πάλης. Ο ιστο­ρι­κός Φερ­νά­ντο Ιουα­σά­κι θα πει σχε­τι­κά με αυτό: «Ο Μαριά­τε­γκι αντι­λαμ­βα­νό­ταν το πανε­πι­στή­μιο σαν φάμπρι­κα και τους φοι­τη­τές σαν εργά­τες. Ο στό­χος των ακα­δη­μαϊ­κών αμφι­θε­ά­τρων ήταν να συνερ­γα­στούν με τα εργα­τι­κά συν­δι­κά­τα, απο­κτώ­ντας αγω­νι­στι­κές εμπει­ρί­ες ενά­ντια στις συντη­ρη­τι­κές δυνά­μεις και ασκώ­ντας αυτο­κρι­τι­κή ώστε να παρα­μεί­νουν στην πρω­το­πο­ρία της ιδε­ο­λο­γι­κής καθο­δή­γη­σης» (στο βιβλίο, σελ. 45).

Ο Γκου­σμάν τοπο­θε­τή­θη­κε μέσα σε αυτά τα πλαί­σια «αρι­στε­ρό­τε­ρος της Αρι­στε­ράς» εκφρα­ζό­με­νος απα­ξιω­τι­κά για την Κού­βα ως «προηγ­μέ­νο αστι­κό κρά­τος» και για τον Τσε Γκε­βά­ρα, παρα­κα­λώ, ως «γελοίο ανθρω­πά­κι». Το κεφά­λαιο με τίτλο Το Φωτει­νό Μονο­πά­τι του Μαριά­τε­γκι ο Ρον­κα­λιό­λο το ξεκι­νά­ει ως εξής: «Τώρα ας μιλή­σου­με για ιδε­ο­λο­γία» (σελ. 56). Φαί­νε­ται ότι τη δεκα­ε­τία του 90 του περα­σμέ­νου αιώ­να στο Περού δεν χρη­σι­μο­ποιού­σαν πια τη λέξη «ιδε­ο­λο­γία». Και, θα προ­σθέ­τα­με, πού δεν ήταν υπό διωγ­μό η έννοια αυτή μέσα στη θύελ­λα της «από-ιδε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­σης» που ακο­λού­θη­σε τις ανα­τρο­πές του 1989–91; Δεν υπήρ­χε, βέβαια, παντού δικτα­το­ρία, όπως στο Περού με το καθε­στώς του Φου­χι­μό­ρι της τελευ­ταί­ας δεκα­ε­τί­ας του περα­σμέ­νου αιώ­να, όταν είχαν γίνει οι ανα­τρο­πές της για 40 δεκα­ε­τί­ες παγιω­μέ­νης κατά­στα­σης στον κόσμο. Σε άλλες χώρες η κατα­δί­ω­ξη της κάθε έννοιας της ιδε­ο­λο­γί­ας γινό­ταν με πιο πονη­ρό τρό­πο. Δεν απα­γο­ρεύ­τη­κε, αλλά την έκα­ναν να πέφτει σε δυσμέ­νεια μέσα από έναν θεω­ρη­τι­κό ιδε­ο­λο­γι­κό πόλε­μο και μιας γερής στρέ­βλω­σης μαρ­ξι­στι­κών θεω­ρη­τι­κών βάσε­ων προ­βάλ­λο­ντας ακό­μα και το «τέλος της ιστο­ρί­ας». Στις σελί­δες που ακο­λου­θούν, η κου­βέ­ντα με κάποιο πρώ­ην στέ­λε­χος του «Φωτει­νού Μονο­πα­τιού» περι­στρέ­φε­ται γύρω από την κίνη­ση των ιδε­ών και την πολι­τι­κή ζωή σε διε­θνές επί­πε­δο στις δεκα­ε­τί­ες που προη­γή­θη­καν και την αντι­πα­ρά­θε­σή του με τον Αμπι­μα­έλ σε φοι­τη­τι­κό συνέ­δριο στα τέλη του 1963. Ξέρου­με ότι τη δεκα­ε­τία του 60 ήταν ιδιαί­τε­ρα παρα­γω­γι­κή σε εξε­γέρ­σεις και απο­δε­σμεύ­σεις (ή του­λά­χι­στον προ­σπά­θειες απο­δέ­σμευ­σης) πρώ­ην αποι­κιο­κρα­τού­με­νων χωρών από την ιμπε­ρια­λι­στι­κό επιρ­ροή. Ήταν και χρό­νια που ετοι­μα­ζό­ταν να γεν­νη­θεί το κίνη­μα που θα εξε­λισ­σό­ταν σε Φωτει­νό Μονο­πά­τι. Η εκτί­μη­ση που επι­κρά­τη­σε τότε ήταν ότι η τακτι­κή του Τσε Γκε­βά­ρα δεν ήταν κατάλ­λη­λη για το Περού. 

Μια μεθοδολογική παραχώρηση

Ο συγ­γρα­φέ­ας του Η τέταρ­τη ρομ­φαία αφη­γεί­ται την ιστο­ρία της σύλ­λη­ψης και της φυλά­κι­σης του Γκου­σμάν με νότες θρί­λερ. Δεν κρύ­βει –έστω σε λίγες φρά­σεις – την ενερ­γή βοή­θεια της CIA: «Οι Αμε­ρι­κά­νοι συνερ­γά­στη­καν (για την αντι­με­τώ­πι­ση του αντάρ­τι­κου) μέχρι την τελευ­ταία στιγ­μή με εξο­πλι­σμό υψη­λής τεχνο­λο­γί­ας Μέχρι που εντο­πί­στη­κε ο Γκου­σμάν. Μια μέρα πριν από τη σύλ­λη­ψη απο­σύρ­θη­καν σιω­πη­λά από το πεδίο» (σελ. 148/149). Προς το τέλος ο Ρον­κα­λιό­λο ανα­ρω­τιέ­ται αν μπο­ρεί να τα γρά­ψει όλα αυτά χωρίς να πάρει θέση και αν υπάρ­χει αλή­θεια ανε­ξάρ­τη­τη από τον αφη­γη­τή! Στο τελευ­ταίο κεφά­λαιο με τίτλο Κώδι­κας Μηδέν θα πει ότι μεθο­δο­λο­γι­κά πιστεύ­ει όλες τις πλευ­ρές και ότι παίρ­νεις θέση ανά­λο­γα με το λεξι­λό­γιο που χρη­σι­μο­ποιείς: «Δεν υπάρ­χει μια ουδέ­τε­ρη γλώσ­σα, απο­στει­ρω­μέ­νη, η οποία να στε­ρεί­ται θέσεις. Δεν υπάρ­χει ένας κώδι­κας μηδέν, χωρίς άπο­ψη, χωρίς προ­σω­πι­κές απο­χρώ­σεις» (σελ. 191). Σε άλλα σημεία ο λόγος του αντι­φά­σκει με αυτά και επι­δί­δε­ται σε διά­φο­ρα ιδε­ο­λο­γι­κά και πολι­τι­κά «φάλ­τσα». Κατα­λα­βαί­νει περισ­σό­τε­ρα απ’ ό, τι θέλει να μας δεί­ξει ο δημο­σιο­γρά­φος και ήθε­λε να κρα­τή­σει το βιβλίο στα όρια του επι­τρε­πτού της συγκα­λυμ­μέ­νης λογο­κρι­σί­ας των «δημο­κρα­τι­κών» χωρών; Για να δια­βά­ζε­ται και να μην ρίχνε­ται στη λήθη; Πάντως, όπως και να έχει το πράγ­μα, καλά έκα­νε και έπια­σε ένα τόσο ευαί­σθη­το και καυ­τό θέμα της περου­βια­νής ιστο­ρί­ας εφι­στώ­ντας την προ­σο­χή του ανα­γνω­στι­κού κοι­νού σε πλευ­ρές που αλλιώς θα θάβο­νταν. «Εκτι­μά ότι, για πρώ­τη φορά, ένας συγ­γρα­φέ­ας μιλά για μας χωρίς να μας βρί­ζει. Ωστό­σο, πιστεύ­ει ότι είναι πολύ ουδέ­τε­ρο. Στο θέμα αυτό πρέ­πει κανείς να τοπο­θε­τη­θεί, πρέ­πει να πάρει θέση» θα πει η συντρό­φισ­σα του Γκου­σμάν, η Ελέ­να Ιπα­ρα­γί­ρε, όταν ο Ρον­κα­λιό­λο τη ρώτη­σε για τη γνώ­μη του Γκου­σμάν σχε­τι­κά με το βιβλίο του Κόκ­κι­νος Απρί­λης (σελ. 205).

Ο γυναικείος παράγοντας

Η συζή­τη­ση αυτή περι­λαμ­βά­νε­ται στον Επί­λο­γο του Η τέταρ­τη ρομ­φαία με τίτλο Η βασί­λισ­σα των μελισ­σών, στον οποίο ο δημο­σιο­γρά­φος συνα­ντιέ­ται με φυλα­κι­σμέ­νες γυναί­κες μέλη του Φωτει­νού Μονο­πα­τιού και δη με τις τρεις ηγε­τι­κές μορ­φές. Ένα εξαι­ρε­τι­κά ενδια­φέ­ρον θέμα, για­τί θα μπο­ρού­σε να ανα­πτυ­χθεί σαν θέμα χωρι­στό γύρω από το ερώ­τη­μα «για­τί παγκο­σμί­ως, στα αντάρ­τι­κα κινή­μα­τα το ποσο­στό των γυναι­κών είναι πάντα τόσο ανε­βα­σμέ­νο ιδιαί­τε­ρα λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη την πλή­ρη αντί­θε­ση της συμ­με­το­χής αυτής με το παρα­δο­σια­κό ρόλο των γυναι­κών, ιδιαί­τε­ρα σε καθυ­στε­ρη­μέ­νες κοι­νω­νί­ες; Μήπως έτσι μπο­ρεί να εξη­γη­θεί η από­λυ­τη αφο­σί­ω­σή τους – ιδιαί­τε­ρος φανα­τι­σμός, σύμ­φω­να με πιο συντη­ρη­τι­κές από­ψεις – που φτά­νει στο να εγκα­τα­λεί­πουν ακό­μα και τις οικο­γέ­νειές τους, κάτι που «συγ­χω­ρεί­ται» ευκο­λό­τε­ρα στους άντρες αντάρ­τες παρά στις γυναί­κες, του­λά­χι­στον στην ύστε­ρη κατε­στη­μέ­νη ιστο­ριο­γρα­φία. Και σε αυτό το σημείο ο Ρον­κα­λιό­λο μένει αμή­χα­νος. Ψάχνει την απά­ντη­ση στον «τύπο» του ανθρώ­πι­νου χαρα­κτή­ρα. Ούτε ο παραλ­λη­λι­σμός με θρη­σκευ­τι­κούς λει­τουρ­γούς δεν στέ­κει, αν και πολυ­δο­κι­μα­σμέ­νος από κατα­σκευα­στές της κοι­νής γνώ­μης δια­φό­ρων πολι­τι­κών απο­χρώ­σε­ων. Δεν ξεφεύ­γει από τον γνω­στό αυτό παραλ­λη­λι­σμό ούτε ο Σαντιά­γο Ρον­κα­λιό­λο, στο Η τέταρ­τη ρομ­φαία του: «Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ορι­σμέ­να μέλη του Μονο­πα­τιού όπως η Νέλι Έβανς είχαν φορέ­σει ράσα πριν πάρουν τα όπλα. Δεν είναι τυχαίο. Καθώς συζη­τού­σα μαζί τους, μου έδω­σαν την ίδια αίσθη­ση που μου δίνουν συχνά οι φίλοι μου οι ιερείς: ανθρώ­πων που έχουν ανά­γκη από μια υπερ­βα­τι­κή λογι­κή στη ζωή τους. Είναι άνθρω­ποι που αγκα­λιά­ζουν έναν λόγο για τον οποίο ζουν και πεθαί­νουν, και ως εκ τού­του, ένα πρό­τυ­πο δρά­σης σαφές, άκαμ­πτο, χωρίς αμφι­βο­λί­ες, ρωγ­μές ή απο­χρώ­σεις. Με λίγα λόγια, μια αλή­θεια» (σελ. 202/203).

Όχι Σαντιά­γο, δεν μπαί­νουν στον αγώ­να με κίν­δυ­νο για τη ζωή τους απλώς από ανά­γκη μιας αλή­θειας. Παρά­θε­σες τα λόγια του αδερ­φού του Γκου­σμάν και κατα­λά­βα­με, παρ’ όλο το κάπως χαο­τι­κό ύφος του βιβλί­ου, μια συνέ­πεια του οποί­ου είναι ότι ο ανα­γνώ­στης θα κατα­λά­βει το βιβλίο ανά­λο­γα με την ιδε­ο­λο­γι­κή και μορ­φω­τι­κή συγκρό­τη­σή του. Δηλα­δή, το μήνυ­μα που ενδε­χο­μέ­νως βγαί­νει, είναι ότι ο καθέ­νας έχει την αλή­θειά του κι αυτό, όμως, αντι­κρού­ε­ται από την ίδια την ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και την επι­στη­μο­νι­κά αντι­κει­με­νι­κή ανα­ζή­τη­σή της!

Το βιβλίο περι­λαμ­βά­νει χάρ­τη του Περού με τα κύρια θέα­τρα επι­χει­ρή­σε­ων του Φωτει­νού Μονο­πα­τιού μέχρι το 1988 και μετά το 1988, χρο­νο­λό­γιο από το 1934 (ημε­ρο­μη­νία γέν­νη­σης του Αμπι­μα­έλ Γκου­σμάν) μέχρι το 2006 με πολι­τι­κά και ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα. Επί­σης υπάρ­χει φωτο­γρα­φι­κό υλι­κό και μια βιβλιο­γρα­φία με τις πηγές που χρη­σι­μο­ποί­η­σε ο συγγραφέας.

_______________________________________________________________________________________________________

Άννεκε Ιωαννάτου, Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο