Γράφει ο Νίκος Μόττας //
Η πανδημία του κορωνοϊού αναδεικνύει την συνεχή, επί δεκαετίες, υποβάθμιση της δημόσιας Υγείας από τις αστικές κυβερνήσεις.
Οι επικοινωνιακές καμπάνιες περί «ατομικής ευθύνης» αδυνατούν να κρύψουν τις τραγικές ελλείψεις του ΕΣΥ. Τα μεγαλόστομα φληναφήματα του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης για τους «ήρωες με τις λευκές και πράσινες μπλούζες» μόνο ως ωμή υποκρισία μπορούν να εκληφθούν, όταν οι γιατροί, οι νοσηλευτές, το ιατρικό προσωπικό, αυτοί που βρίσκονται καθημερινά στην πρώτη γραμμή της μάχης, αγωνίζονται χωρίς τον απαραίτητο «οπλισμό» που το κράτος είναι υποχρεωμένο να τους παρέχει.
Μόλις πριν λίγους μήνες, στις 18 Δεκέμβρη, ψηφίστηκε κατά πλειοψηφία από τη Βουλή ο κρατικός προϋπολογισμός για το νέο έτος. Η κυβέρνηση της ΝΔ, πιάνοντας το νήμα από ‘κει που το άφησαν οι προκάτοχοι της του ΣΥΡΙΖΑ, ήρθε να μειώσει κι’ άλλο τις ήδη πετσοκομμένες δαπάνες για την Υγεία [1]:
— Μόλις το 5% του ΑΕΠ είναι οι δημόσιες δαπάνες για την Υγεία (ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 7,5% και στην Κούβα 28%).
— Από το 2010 μέχρι σήμερα, οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για την υγεία έχουν μειωθεί στο μισό (-50%). Την ίδια στιγμή, στο πλαίσιο της εμπορευματοποίησης της υγείας, αυξάνονται διαρκώς οι ιδιωτικές δαπάνες (3,5% του ΑΕΠ).
— Μείωση κατά 37 εκατομμύρια ευρώ της κρατικής χρηματοδότησης για τα δημόσια νοσοκομεία και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας
— Μείωση κατά 22 εκατομμύρια της μισθοδοσίας του προσωπικού που υπάγεται στο Υπ. Υγείας.
— Η επιχορήγηση του ΕΣΥ από τον Κρατικό Προϋπολιγισμό για το 2020 ανέρχεται σε περίπου 780 εκατομ. ευρώ, το μισό σε σχέση με το 2014.
— Μηδενική κρατική χρηματοδότηση για τον ΕΟΠΥΥ, το οποίος χρηματοδοτείται αποκλειστικά από τις εισφορές των εργαζόμενων.
Φτάνουμε στο σήμερα και στη μάχη ενάντια στην πανδημία του Covid-19. Μεταξύ άλλων ελλείψεων, έχουμε τα εξής [2]:
— Περίπου 30.000 κενές θέσεις ιατρικού-νοσηλευτικού προσωπικού στα δημόσια νοσοκομεία. Κάθε χρόνο το προσωπικό μείωνεται, ενώ τα χρόνια των μνημονίων υπήρξε μείωση προσωπικού κατά 25.000. Τη διετία 2018–2019 υπήρξαν 3.500 αποχωρήσεις και μηδενικές προσλήψεις.
— Σε 12.000 ανέρχονται οι συμβασιούχοι (επικουρικοί, ΟΑΕΔ, ΕΣΠΑ, πρώην εργολαβικοί, κλπ.) που εργάζονται στα νοσοκομεία καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Η κυβέρνηση αρνείται τη μονιμοποίηση τους, αρκούμενη σε διαρκείς παρατάσεις κρατώντας ουσιαστικά ομήρους τους συμβασιούχους.
— Πριν την πανδημία υπήρχαν λιγότερα από 600 κρεβάτια ΜΕΘ, ενώ οι ανάγκες απαιτούν 3.500. Σήμερα, μόλις 210 κρεβάτια είναι διαθέσιμα για ασθενείς με κορωνοϊό.
— Στην Ελλάδα του 2020, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόλις 6 κρεβάτια ΜΕΘ αντιστοιχούν ανά 100.000 κατοίκους!
— Σύμφωνα με την ΠΟΕΔΗΝ, το ετήσιο κόστος για την ενοικίαση ΜΕΘ από ιδιωτικές κλινικές ανέρχεται σε 20 εκατ. ευρώ, ποσό που θα μπορούσε να διατεθεί για την πρόσληψη 1500 εργαζομένων για την στελέχωση κλειστών ΜΕΘ στα δημόσια νοσοκομεία.
- Σημαντικές ελλείψεις σε υγειονομικό υλικό, μάσκες, γάντια, προστατευτικές στολές, αντισηπτικά, κλπ.
Η ίδια πολιτική που έχει απαξιώσει τη δημόσια υγεία, καταδικάζοντας την στην υποχρηματοδότηση και τις ελλείψεις, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την ίδια την υγεία του λαού, είναι αυτή που ξοδεύει δισεκατομμύρια σε «στρατιωτικές δαπάνες» για το λογαριασμό του ΝΑΤΟ. Πρόκειται για την ίδια πολιτική, διαχρονικά όλων των αστικών κυβερνήσεων (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και των «συγκυβερνώντων» τους), που έχει αναδείξει την Ελλάδα σε πρωταθλήτρια των ΝΑΤΟικών δαπανών, κατατάσσοντας την σταθερά στην πρώτη τριάδα των χωρών-μελών της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας σε στρατιωτικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Μπορεί χρήματα για νοσοκομεία, ΜΕΘ, επαρκή αριθμό υγειονομικού προσωπικού και κατάλληλο εξοπλισμό να μην υπάρχουν. Κάθε χρόνο, ωστόσο, σχεδόν 4 δισεκατομμύρια ευρώ (πάνω από 2% του ΑΕΠ) δίνονται για στρατιωτικές δαπάνες στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Τα στοιχεία μαρτυρούν, μεταξύ άλλων, πως [3]:
— Το 2019 η Ελλάδα δαπάνησε το 2,28% του ΑΕΠ (περίπου 4,3 δισεκατομμύρια ευρώ) για «αμυντικές δαπάνες» στο πλαίσιο της λυκοσυμμαχίας. Πρόκειται για το 2ο μεγαλύτερο ποσό ανάμεσα στα κράτη-μέλη, μετά τις ΗΠΑ.
— Την επταετία 2010–2017, καθ’ όλη δηλαδή τη διάρκεια της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, ο ελληνικός λαός πλήρωσε για στρατιωτικές δαπάνες περίπου 44 δισεκατ. δολάρια (37,5 δις ευρώ).
— Από το 2013 μέχρι σήμερα, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και μνημονιακής λιτότητας, σε μια περίοδο που οι κρατικές δαπάνες για την υγεία πετσοκόβονταν με περίσσια ευκολία, οι στρατιωτικές δαπάνες διατηρήθηκαν σταθερά πάνω από το 2% του ΑΕΠ που ορίζει η οδηγία του ΝΑΤΟ.
— Αν κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν, θα διαπιστώσουμε ότι από το 1974 μέχρι σήμερα η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μεγαλύτερους εισαγωγείς οπλικών συστημάτων στον κόσμο, όντας στην πρώτη δεκάδα. Από το 1974 μέχρι το 2010 οι εισαγωγές όπλων στην Ελλάδα άγγιξαν τα 32 δισεκατ. δολάρια (τιμές 1990), καταστώντας τη χώρα έναν απ’ τους «καλύτερους πελάτες» των αμυντικών βιομηχανιών των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Σε τι συμπέρασμα μας οδηγούν τα παραπάνω;
Πως η αναγκαιότητα που εκφράζει το σύνθημα «δώστε λεφτά για την υγεία και όχι για του ΝΑΤΟ τα σφαγεία» είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ. Όπως επιτακτική και αναγκαία, τώρα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, είναι η σύγκρουση με την πολιτική εκείνη που βάζει σε δεύτερη μοίρα την υγεία των εργαζόμενων και του λαού, που απαξιώνει τη δημόσια υγεία για χάρη των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Αποδεικνύεται περίτρανα ότι το αίτημα για ένα δημόσιο, δωρεάν καθολικό σύστημα υγείας που θα ικανοποιεί τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες πάει χέρι-χέρι με την πάλη για αποδέσμευση της χώρας από τη μέγγενη των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Για μια άλλη εξουσία όπου ο λαός θα είναι αφέντης του πλούτου που παράγει, για μια κοινωνία που θα ‘χει στο επίκεντρο της τις ανθρώπινες ανάγκες.
[1] & [2]: Στοιχεία ΠΟΕΔΗΝ, ΟΕΝΓΕ.
[3]: Επίσημα στοιχεία ΝΑΤΟ, Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών της Στοκχόλμης για την Ειρήνη (SIPRI), Κρατικός Προϋπολογισμός (minfin.gr).
Νίκος Μόττας Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτορας (Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.