Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μέρες ανά(σ)τασης, παράξενες μέρες…

Γρά­φει ο ΠΑΡΑ-ΛΟΓΟΣ  //

Σ τα κατα­πρά­σι­να βου­νά  και τους μπα­ξέ­δες των Τρι­κά­λων, ταξι­δεύ­ει ο νους μου κάθε Πάσχα .Ίδια και απα­ράλ­λα­χτη η εικό­να τους, όπως την  πρώτ’ αντί­κρυ­σα μικρός.  Ένας πολύ­χρω­μος κόσμος , ξεπρο­βάλ­λει αχνί­ζο­ντας τον πρω­ι­νό ήλιο  καθώς απο­μα­κρύ­νε­ται ιερο­τε­λε­στι­κά η παγε­ρή νυχτε­ρι­νή υγρα­σία από τα φύλ­λα των φυτών  , φανε­ρώ­νο­ντας το «βασί­λειο» του βλα­στι­κού Θεού.  Εδε­μι­κοί κήποι με μέλισ­σες και πολύ­χρω­μες πετα­λού­δες, χώμα που ευω­διά­ζει , γεμά­το θέλ­ξη, που σε συμπα­ρα­σύ­ρει σε ένα αρχέ­γο­νο, άνευ ορί­ων, παι­γνί­δι·  μια λαμπη­δό­να συνύ­παρ­ξης  με την κατα­γω­γή μας, το χώμα· ένα αγλάι­σμα της παμ­μή­τει­ρας Γης, μια γιορ­τή διο­νυ­σια­κή και απολ­λώ­νια ταυ­τό­χρο­να [πόσο περή­φα­νος θα ήταν  ο Νίτσε για αυτή την δια­τύ­πω­ση (!) ], μια ωδή στη ζωή, ένα θαύ­μα· ένα «ετή­σιο» θαύ­μα γεμά­το χρώ­μα­τα, χώμα­τα και αρώματα.

Ακού­στη­κε τότε, «μια δυνα­τή φωνή από τον ουρα­νό να λέει: Τώρα πια η κατοι­κία του Θεού είναι μαζί με τους ανθρώ­πους. Θα κατοι­κή­σει μαζί τους, κι αυτοί θα απο­τε­λούν το λαό του. Ο ίδιος ο Θεός θα είναι μαζί τους»*. Ένας Θεός «ανθρώ­πι­νος», δίπλα στο δύστυ­χο, δίπλα στον άνθρω­πο, δίπλα σε όλους, ένας «δικός» μας παναν­θρώ­πι­νος  Θεός. Ένας Θεός για τα παι­διά όλου του κόσμου. Ένας Θεός λάβρος, απέ­να­ντι στην πεί­να, τη φτώ­χεια, τη δυστυ­χία και την αδι­κία. Ένας Θεός για εμάς, από εμάς· ένας «συγκά­τοι­κος» στο ενδιαί­τη­μα της οικου­με­νι­κής φιλί­ας. Αυτός είναι ο Θεός μας.   …«οι δει­λοί όμως, οι άπι­στοι , οι βλε­δυ­ροί, οι φονιά­δες, οι πόρ­νοι, οι μάγοι , οι ειδω­λο­λά­τρες κι όσοι αντι­στρα­τεύ­ο­νται την αλή­θεια, θα ‘χουν το μερί­διό τους στη λίμνη που καί­γε­ται με φωτιά και θειά­φι»** . .. ή μήπως όχι;

Ι ησούς ο Ναζω­ραί­ος ο βασι­λε­ὺς των Ιου­δαί­ων,  ανα­γρά­φει η πινα­κί­δα άνω­θεν του Εσταυ­ρω­μέ­νου, που με τόση απλό­τη­τα – σχε­δόν περι­φρο­νη­τι­κά – κοι­τά το θάνα­το κατά­μα­τα. Αυτή η νίκη της ζωής ένα­ντι του φόβου,  δια­πνέ­ει τις ημέ­ρες Μεγά­λης Εβδο­μά­δας. Μια ιερή απλό­τη­τα, μια κατά­φα­ση στη ζωή κι ένας χλευα­σμός του θανά­του, που σημα­το­δο­τεί την ανα­γέν­νη­ση, την ανά­στα­ση  της φύσης, της  ψυχής, του πνεύ­μα­τος … ένα μεγά­λο «ναι», μια νίκη του καθε­νός απέ­να­ντι στο σκο­τά­δι, μια ευκαι­ρία για ανα­στο­χα­σμό και αυτάρ­κεια, μια ιστο­ρι­κή στιγ­μή για την ανθρω­πό­τη­τα· αυτό σημα­το­δο­τεί η Ανά­στα­ση του Θεαν­θρώ­που. Ένα γεγο­νός, που ξεπερ­νά τις  ευφρό­συ­νες υπαρ­κτι­κές κραυ­γές, τους ψαλ­μούς και τα εγκώ­μια των ημε­ρών. Ένα δια­χρο­νι­κό, πανε­θνι­κό μήνυ­μα: κοι­τά­τε το θάνα­το στα μάτια και στα­θεί­τε όρθιοι.

Ξεκά­θα­ρο σε όλους είναι πια, χωρίς θυσί­ες δεν χαρί­ζε­ται η λευ­τε­ριά.  «Όταν ο άνθρω­πος δίνει τη ζωή του για ανώ­τε­ρα ιδα­νι­κά, δεν πεθαί­νει ποτές» γρά­φει στην πορεία του προς  την εκτέ­λε­ση ο Μήτσος Ρεμπού­τσι­κας. Ενώ ο Νίκος Μαρια­κά­κης, θυμί­ζο­ντας τα λόγια του Ρήγα Φεραί­ου,  έγρα­ψε: «Καλύ­τε­ρα να πεθά­νει κανείς στον αγώ­να για τη λευ­τε­ριά παρά να ζει σκλά­βος». Τέτοια ψυχή είχαν, όσοι στή­θη­καν στον τοί­χο του σκο­πευ­τη­ρί­ου της Και­σα­ρια­νής  την 1 Μαΐ­ου του 1944. Έτσι γίνε­ται καλύ­τε­ρος ο κόσμος , με τον αγώ­να και το αίμα. Πρώ­τος απ’ όλους το δίδα­ξε ο Χρι­στός! Όχι, ο Χρι­στός του Ιερα­τεί­ου, που μετέ­τρε­ψε τον Χρι­στια­νι­σμό σε κρα­τι­κο­δί­αι­τη ιδε­ο­λο­γία και τις  γιορ­τές σε ένα όργιο κατα­νά­λω­σης και σπα­τά­λης. Ο Χρι­στός, ο δικός  , ήταν γιός του μαρα­γκού Ιωσήφ και της  νοι­κο­κυ­ράς  Παρ­θέ­νου – για να απο­δώ­σου­με επα­κρι­βώς  τον όρο της ορθό­δο­ξης υμνο­γρα­φί­ας- Μαρί­ας. Είχε ταπει­νή κατα­γω­γή, και κυκλο­φο­ρού­σε με ταπει­νά ρού­χα, χωρίς τα χρυ­σα­φέ­νια, κοσμη­μέ­να με πολύ­τι­μους λίθους, άμφια των μεγα­λό­σχη­μων όμως Εκκλη­σί­ας.  Ο Χρι­στός, ο δικός , «ήταν ένας ξένος που δεν είχε που να γύρει το κεφά­λι του». Δια­κή­ρυτ­τε πως, ο δρό­μος Του είναι δύσκο­λος και ανη­φο­ρι­κός, και πως, όποιος θέλει να Τον ακο­λου­θή­σει «πρέ­πει να αρνη­θεί τα πάντα. Τον πατέ­ρα, τη μητέ­ρα του, τα παι­διά του, τα πάντα. Μόνο αν είναι ικα­νός να αντέ­ξει το «βάρος» του Σταυ­ρού μπο­ρεί να ‘ναι μαθη­τής του». Ο δρό­μος της ελευ­θε­ρί­ας, δεν σηκώ­νει τον εγω­ι­σμό. « Αν θέλεις να λέγε­σαι άνθρωπος/ Δεν έχεις καιρό/δεν έχεις  και­ρό για τον εαυ­τό σου/αν θέλεις να λέγε­σαι άνθρωπος»***.

«ΠΗΡα το δρό­μο για το ‘’βου­νό’’ αδελ­φέ μου, εδώ θα βρω τον εαυ­τό μου. Οσμή μισο­σβη­μέ­νου ξύλου, μ’ ακο­λου­θεί σε όλη την πορεία μου, σημαί­νει θαλ­πω­ρή· ψάχνω  για έναν άλλο τόπο, για μιαν άλλη Ελλά­δα, για μια άλλη Ευρώ­πη· για μια άλλη οικου­μέ­νη. Μακριά από το κέρ­δος, αδελ­φέ μου, το σιχά­θη­κα. Είναι βου­τηγ­μέ­νο στο αίμα και στα σκα­τά! Θέλω να ταξι­δέ­ψω ‘’μακριά’’. Μακριά απ’ τα παχιά λόγια των λου­στρα­ρι­σμέ­νων ‘’επα­να­στα­τών’’.  Εδώ είναι η κόλα­ση, εδώ και ο παρά­δει­σος, αδελ­φέ μου. Ποιοι αγα­πούν περισ­σό­τε­ρο, αυτό το χώμα; Εμείς, που αγα­πά­με αυτούς που το πατούν, και που, τού­το εδώ το χώμα είναι ό,τι έχου­με ή οι άλλοι, που σαν τα κορά­κια ορμούν, ποτί­ζο­ντας τον τόπο με δηλη­τή­ριο και πόνο; Αυτοί, ξανα­σταυ­ρώ­νουν το Χρι­στό!  Μη μου μιλάς για κόλα­ση, αδελ­φέ μου,  στην Ειδο­μέ­νη την είδα όλη. Ξέρω, θα πουν πολ­λά για εμάς, θα μας κατη­γο­ρή­σουν για όλα, τον κόσμο, όμως, που έχω εγώ στο μυα­λό μου δεν θα μου τον πάρουν. Σε λίγες μέρες, έχου­με Πάσχα. Πες στη μάνα μου, να μη με περι­μέ­νει. Εδώ, «εκκλη­σιά­ζο­μαι» καθη­με­ρι­νά. Σε φιλώ, Κώστας».

 

* Και­νή Δια­θή­κη, Απο­κά­λυ­ψις Ιωάν­νου 20,13- 21,9, σελ. 647

** Και­νή Δια­θή­κη, Απο­κά­λυ­ψις Ιωάν­νου 20,13- 21,9, σελ. 647

*** Αν θέλεις να λέγε­σαι άνθρω­πος, Ο Άνθρω­πος με το ταμπούρ­λο, ΚΕΔΡΟΣ, Αθή­να 2009

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο