Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νίκος Παπάζογλου, ταξιδευτής στη ρωγμή του χρόνου

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

papazoglou11Πολ­λοί οι καλ­λι­τέ­χνες που αγα­πή­θη­καν στο πέρα­σμα του χρό­νου· αρκε­τοί κι αυτοί που δημιούρ­γη­σαν, και ας μην το επε­δί­ω­ξαν πάντα οι ίδιοι,  αυτό που απο­κα­λεί­ται από πολ­λούς  «φανα­τι­κό κοι­νό»· λίγοι όμως κατα­φέρ­νουν να στε­ριώ­σουν βαθιά στο μέσα των ανθρώ­πων «παρα­βιά­ζο­ντας» την από­στα­ση μετα­ξύ σκη­νής και ανω­νυ­μί­ας του ακρο­α­τή-θεα­τή και σπά­ζο­ντας τα ―συνή­θως― προ­κα­θο­ρι­σμέ­να όρια διάρ­κειας της παρου­σί­ας τους. Όταν αυτό συμ­βεί τότε το σύνη­θες δού­ναι και λαβείν παρα­με­ρί­ζε­ται ως μια σύμ­βα­ση χωρίς αντί­κρι­σμα και μετα­ξύ πομπού και απο­δέ­κτη χτί­ζο­νται δεσμοί που αντέ­χουν στις κακου­χί­ες που επι­φέ­ρει ο χρόνος.

Αυτή η δια­πί­στω­ση μπο­ρού­με να πού­με ότι ισχύ­ει στην περί­πτω­ση του Νίκου Παπά­ζο­γλου, έστω και αν είναι μικρό ακό­μα το χρο­νι­κό διά­στη­μα από τη μέρα που έφυ­γε, πρό­ω­ρα, από τη ζωή. Η πορεία αυτού του καλ­λι­τέ­χνη, που απο­τε­λεί μια ξεχω­ρι­στή περί­πτω­ση στο χώρο του τρα­γου­διού, είναι που πιστο­ποιεί ότι τα χνά­ρια του χαρά­χτη­καν αρκε­τά βαθιά για να τα σκε­πά­σει σύντο­μα η αδη­φά­γα σκό­νη της λήθης. Άλλω­στε η επι­τυ­χία για τον Νίκο Παπά­ζο­γλου δεν μετριό­ταν με αριθ­μούς ή το χρώ­μα (χρυ­σός-πλα­τί­να) των δίσκων. Ο ίδιος επέ­με­νε μονό­το­να να φτιά­χνει και να ονο­μά­ζει τους δίσκους του «στρόγ­γυ­λους»· όχι βέβαια για να τονί­σει το σχή­μα τους (όλοι οι δίσκοι έχουν το σχή­μα του κύκλου!), αλλά για να δώσει έμφα­ση στα υλι­κά από τα οποία είναι φτιαγμένοι.

Οι μου­σι­κές του που κατα­φέρ­νουν  ν’ ανα­κα­τεύ­ουν σε γοη­τευ­τι­κά χαρ­μά­νια τη συγκί­νη­ση του  μπου­ζου­κιού με τον παφλα­σμό των νερών του Θερ­μαϊ­κού, τους λυγ­μούς της Σμύρ­νης και του Αϊβα­λιού με τ’ ανοι­χτά πανιά του δοξα­ριού ενός βιο­λιού, και τον πόνο με την αψά­δα των χορ­δών της ηλε­κτρι­κής κιθά­ρας, οι δια­λεγ­μέ­νοι στί­χοι, οι εξαί­ρε­τοι μου­σι­κοί συνερ­γά­τες του, οι ενορ­χη­στρώ­σεις, ακό­μα και τα μηχα­νή­μα­τα εγγρα­φής του ―δικού του― «εργα­στη­ρί­ου ηχο­γρα­φή­σε­ων “Αγρο­τι­κόν”», όλα φέρουν την αυθε­ντι­κή σφρα­γί­δα του χει­ρο­ποί­η­του, τη γνώ­ση, την επι­λο­γή, τη μαστο­ριά και το μερά­κι του Νίκου Παπάζογλου.

Και, βέβαια, η ιδιαί­τε­ρη ερμη­νεία του· αυτή η ανό­μοια­στη  εκφο­ρά ηχο­χρω­μά­των, η βγαλ­μέ­νη από βιώ­μα­τα και μακρι­νές θύμη­σες, που δωρί­ζει  απλό­χε­ρα στον ακρο­α­τή εικό­νες, πέρα από αυτές των στί­χων, και μυρω­διές και συναι­σθή­μα­τα, και τον ταξι­δεύ­ει εκεί όπου οι ζωο­γό­νες ρίζες μας χώνο­νται βαθιά για να μας κρα­τά­νε ζωντανούς.

papazoglou7Το πέρα­σμά του από τα μου­σι­κά πράγ­μα­τα ήταν ήσυ­χο  και χαμη­λό­βλε­πο, ντυ­μέ­νο με φτη­νό μπλου­τζίν και πολύ­τι­μους μελω­δι­κούς ήχους, που έρε­αν απ’ την πηγή της ψυχής του. Θεσ­σα­λο­νι­κιός παλιο­μο­δί­της, είχε διαρ­κώς στραμ­μέ­νη την πλά­τη του στις μόδες που εναλ­λάσ­σο­νταν  σκε­πά­ζο­ντας με την χρυ­σό­σκο­νη της ευτέ­λειας και της ματαιο­δο­ξί­ας κάθε τι, από την τέχνη μέχρι την καθη­με­ρι­νό­τη­τα των ανθρώ­πων. Ο Νίκος Παπά­ζο­γλου ντυ­νό­ταν χωρίς τη «φαντα­σία» πολ­λών άλλων «επω­νύ­μων»· φορού­σε ξεβαμ­μέ­να τζιν και που­κά­μι­σα σαν αυτά των φυλα­κι­σμέ­νων και μια κόκ­κι­νη μπα­ντά­να στο λαι­μό ή την κωλό­τσε­πη συμπλή­ρω­νε μια,  «εμμο­νι­κή» για πολ­λούς,  «στι­λι­στι­κή» επι­λο­γή, που δεν «έγρα­φε» στα  φώτα του «σταρ-σίστεμ»· για το οποίο ο ίδιος δεκά­ρα δεν έδι­νε. Θα τον έβρι­σκες πίσω από την λάμ­ψη των προ­βο­λέ­ων· να σκα­λί­ζει τις χορ­δές των οργά­νων του, να μαστο­ρεύ­ει τα μηχα­νή­μα­τα του στού­ντιο, να σκά­βει τη γη, να πιλο­τά­ρει κάποιο μικρό αερο­πλά­νο, ή να παλεύ­ει με τον Βαρ­δά­ρη στο τιμό­νι ενός ιστιο­πλοϊ­κού. Σε πεί­σμα του και­ρού που που­λά­ει και αγο­ρά­ζει ―σχε­δόν― τα πάντα αυτός ανα­ζη­τού­σε στα «υπό­γεια», και τα έβρι­σκε,  κάποια από κεί­να τα στοι­χεία που έχει ανά­γκη ο άνθρω­πος για να μην ξεχνά­ει ότι είναι άνθρωπος.

Όταν ένιω­σε να πνί­γε­ται από τους επι­βαλ­λό­με­νους «καρ­πούς» της  «επι­τυ­χί­ας», απο­τί­να­ξε τους κανό­νες που πέρ­να­γαν μέσα από τις νυχτε­ρι­νές πίστες, τα φώτα της τηλε­ό­ρα­σης και τις σελί­δες του σκαν­δα­λο­θη­ρι­κού τύπου, και που ήθε­λαν τον καλ­λι­τέ­χνη να παρά­γει, σαν μηχα­νή, έναν και περισ­σό­τε­ρους δίσκους κάθε χρό­νο για να παρα­μέ­νει στην «επι­και­ρό­τη­τα»· ως γνή­σιος  τζώ­ρας δεν δίστα­σε να βαδί­σει το δικό του δρό­μο. Όσοι στά­θη­καν έστω και μια φορά σε κάποια μου­σι­κή σκη­νή, ένα ανοι­χτό θέα­τρο, κάποιο γήπε­δο, ένα δρο­σε­ρό ντα­μά­ρι ή παρα­λία που έδω­σε συναυ­λία  ο Νίκος Παπά­ζο­γλου, θα θυμού­νται έναν λιγο­μί­λη­το καλ­λι­τέ­χνη που μιλού­σε με την τέχνη του και με την ―ευγε­νι­κή και σεμνή― σκη­νι­κή παρου­σία του. Για τα «άλλα» παρέ­με­νε σιω­πη­λός, όχι για­τί δεν είχε και γι’ αυτά κάτι να πει, αλλά προ­τι­μού­σε να παρα­χω­ρεί το «χώρο» του στους «πολυ­λο­γά­δες» για να εκτίθενται.

papazoglou44

Ο Νικό­λας, όπως τον απο­κα­λού­νε ακό­μα οι φίλοι του και όσοι γνω­στοί και άγνω­στοί του, τόσα χρό­νια, «μυη­μέ­νοι» τον νιώ­θουν φίλο τους, δεν έτα­ξε ποτέ κάτι άλλο  από αυτά που είχε να δώσει. Δεν κορόι­δε­ψε, δεν πρό­δω­σε δεν απο­γο­ή­τευ­σε ποτέ αυτούς που τον εμπι­στεύ­τη­καν και τον αγά­πη­σαν. Δεν απα­σχό­λη­σε τα ΜΜΕ με την προ­σω­πι­κή του ζωή, δεν σύχνα­ζε στα «μπου­ζού­κια» και στα πάρ­τι της «σόου­μπιζ», δεν φωτο­γρα­φή­θη­κε με τα παι­διά του στις δια­κο­πές του σε κάποιο νησί, όπως «οφεί­λει» να κάνει κάθε  «επώ­νυ­μος»… που σέβε­ται τον εαυ­τό του, δεν έβγαι­νε στο γυα­λί αν δεν υπήρ­χε λόγος που να αφο­ρά τη δου­λειά του.

Από το 1973 που για πρώ­τη φορά ηχο­γρα­φή­θη­κε τρα­γού­δι του, στα 1978 όπου ο ίδιος ξεχω­ρί­ζει για τις ερμη­νεί­ες του στην Εκδί­κη­ση της γυφτιάς, το  1984 που ηχο­γρά­φη­σε τον πρώ­το προ­σω­πι­κό του δίσκο (το μονα­δι­κό… χαρά­τσι που θα αγα­πά­με για πάντα) μέχρι το 2010 με τη μια και μονα­δι­κή συμ­με­το­χή του σε δίσκο με παρα­δο­σια­κά τρα­γού­δια της Κιμώ­λου· πότε με την «Ταχεία Θεσ­σα­λο­νί­κης», πότε με τη «Λοξή Φάλαγ­γά» του και πότε μονα­χι­κά, ο Νίκος Παπά­ζο­γλου τοπο­θέ­τη­σε αθό­ρυ­βα και με μαστο­ριά το δικό του λιθα­ρά­κι στο οικο­δό­μη­μα του ελλη­νι­κού τραγουδιού.

Και αθό­ρυ­βα έφυ­γε, πριν την ώρα του, στις 17 Απρί­λη του 2011, αυτός ο ντό­μπρος και ταλα­ντού­χος καρ­ντά­σης, αφή­νο­ντας πίσω τρα­γού­δια,  θύμη­σες και εικό­νες που αντι­στέ­κο­νται στο χρό­νο. Ερω­τευ­μέ­νος με μια «Καρυά­τι­δα» μελω­δός του «Αυγού­στου», «μέσω νεφών» ή με το «βαρ­κά­κι» του, «ό,τι και­ρό κι αν κάνει», πότε «μονα­χός άνθρω­πος» και πότε «δρα­πέ­της», ο Νίκος Παπά­ζο­γλου κρα­τώ­ντας τη «βαριά βαλί­τσα» με τα μυρο­βό­λα τρα­γού­δια του θα κρα­τά­ει ζωντα­νές «τις ομορ­φιές που πήγαν άδι­κα» και θα μας ταξι­δεύ­ει για κει που, κάτω απ’ το φως της «Μά’ισσας σελή­νης»,  «γίνο­νται ένα, θάλασ­σα και ουρανός».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο