Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Τάσος Λειβαδίτης και η Ποίηση του Στρατοπέδου

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

livaditis4bΟ Τάσος Λει­βα­δί­της ανή­κει σε εκεί­νη την ποι­η­τι­κή γενιά που ξεπή­δη­σε μέσα από τον πόλε­μο του 1940 και την ενερ­γή συμ­με­το­χή της στην αντί­στα­ση. Φοι­τη­τής στη Νομι­κή Σχο­λή του Πανε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών το 1940. Τον πρό­λα­βε η Κατο­χή και οι σπου­δές δια­κό­πη­καν. Οργα­νώ­θη­κε στην ΕΠΟΝ.

Μετά τα Δεκεμ­βρια­νά συνε­λή­φθη και φυλα­κί­στη­κε. Αφέ­θη­κε ελεύ­θε­ρος μετά τη Συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας το 1945, αλλά συνε­λή­φθη ξανά τον Ιού­νιο του 1948 και βρέ­θη­κε εξό­ρι­στος στο Μού­δρο. Από εκεί το 1949 μετα­φέρ­θη­κε στη Μακρό­νη­σο και καθώς δεν υπέ­γρα­ψε δήλω­ση μετα­νοί­ας τον έστει­λαν στον Άη – Στρά­τη και στη συνέ­χεια στις φυλα­κές Χατζη­κώ­στα στην Αθή­να. Το 1951 βγή­κε από τη φυλακή.

Η Σόνια Ιλίν­σκα­για στην εργα­σία της, Η μοί­ρα μιας γενιάς. Συμ­βο­λή στη μελέ­τη της μετα­πο­λε­μι­κής πολι­τι­κής ποί­η­σης στην Ελλά­δα, παρου­σιά­ζει  και τον Τάσο Λει­βα­δί­τη. Στο δεύ­τε­ρο κεφά­λαιο της εργα­σί­ας της εξε­τά­ζει  τη συμ­βο­λή του στην Ποί­η­ση του Στρα­το­πέ­δου. Μια ποί­η­ση που εμπνεύ­στη­κε κυρί­ως από τη Μακρό­νη­σο. Η Μακρό­νη­σος ήταν το στρα­τό­πε­δο που ξεπέ­ρα­σε σε φρί­κη όλους τους τόπους εξο­ρί­ας. Έγι­νε τόπος σκο­τει­νός και εφιαλ­τι­κός για τους χιλιά­δες αγω­νι­στές που πέρα­σαν από εκεί, ανά­με­σά τους πολ­λοί σπου­δαί­οι, παλιοί και νέοι ποιητές.

Το από­σπα­σμα που ακο­λου­θεί είναι από το κεφά­λαιο «Το Στρατόπεδο»

ilinskaya2

«Ασφα­λώς  στον Λει­βα­δί­τη οφεί­λε­ται ένα από τα πιο αντι­προ­σω­πευ­τι­κά κεφά­λαια της τρα­χιάς Ποί­η­σης του Στρα­το­πέ­δου. Οι σκλη­ρές προ­σω­πι­κές εμπει­ρί­ες έχουν μετου­σιω­θεί σε συγκλο­νι­στι­κές ποι­η­τι­κές μαρ­τυ­ρί­ες και είναι, οπωσ­δή­πο­τε, αξιο­ση­μεί­ω­το ότι μέσα στη συναι­σθη­μα­τι­κή τρι­κυ­μία που προ­ξε­νεί τού­τη η εφιαλ­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δε χάνε­ται η διαύ­γεια μιας φιλέ­ρευ­νης σκέ­ψης, η αρε­τή να βλέ­πει κανείς τα πράγ­μα­τα σφαι­ρι­κά, σ’ όλες τις κρυ­φές και φανε­ρές δια­στά­σεις τους. Για την και­νού­ρια άρθρω­ση, όπου φέρ­νει κατα­νά­γκη μια δρα­μα­τι­κό­τη­τα ασυ­νή­θι­στα δυνα­μι­κή, η εμμο­νή στη μου­σι­κή οργά­νω­ση του στί­χου δεν ήταν πια μέσα στις ποι­η­τι­κές επι­διώ­ξεις. Χρειά­ζο­νταν άλλοι ευλύ­γι­στοι ρυθ­μοί, που νάδι­ναν απλά την πλημ­μύ­ρα των εντυ­πώ­σε­ων, ο ποι­η­τι­κός λόγος έπρε­πε να προ­σεγ­γί­σει όσο το δυνα­τόν τη χει­ρα­φε­τη­μέ­νη από εξω­τε­ρι­κές δεσμεύ­σεις κίνη­ση μιας πεζής εκμυ­στή­ρευ­σης, καθη­με­ρι­νής κου­βέ­ντας. Έτσι, τα νέα ποι­η­τι­κά δεδο­μέ­να που προ­έ­κυ­ψαν από την καλ­λιέρ­γεια του ελεύ­θε­ρου στί­χου, όπως και ορι­σμέ­να στοι­χεία από την τεχνι­κή του υπερ­ρε­α­λι­σμού, τα εντο­πί­ζου­με οργα­νι­κά ενσω­μα­τω­μέ­να και στην ποί­η­ση του Λει­βα­δί­τη, από­λυ­τα δικαιω­μέ­να από ανά­γκες οργα­νι­κές στην ανά­πτυ­ξη του θέμα­τος. Ο πυρε­τός, που συνέ­χει τη σκέ­ψη, αφή­νει τα σημά­δια του στο κοφτό λαχά­νια­σμα των φρά­σε­ων, στο κυνη­γη­τό μιας βια­στι­κής στιγ­μής, σε σκη­νές που σκι­τσά­ρο­νται από χέρι νευ­ρι­κό κι από­το­μο και μπο­ρούν να μας φανούν ασύν­δε­τες, στα­μα­τη­μέ­νες αθέ­λη­τα, ασυ­νει­δη­το­ποί­η­τα‘ κι όμως αυτή η αλυ­σί­δα από γυμνές, συγκε­κρι­μέ­νες, απο­κα­λυ­πτι­κά υλι­κές εντυ­πώ­σεις φιξά­ρουν με τρό­πο απα­ρά­μιλ­λα φυσιο­λο­γι­κό όλο το εύρος των αισθη­μά­των και το πολύ­πτυ­χο των λεπτομερειών.

Τα περισ­σό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα του Λει­βα­δί­τη αρθρώ­νο­νται στον τύπο του επει­σο­δί­ου. Στα πολύ­στι­χα ποι­ή­μα­τά του το δομι­κό σχή­μα είναι στη­ριγ­μέ­νο στην πλο­κή. Μια επι­πλέ­ον από­δει­ξη ότι κάθε άλλο παρά ανε­ξέ­λεγ­κτη, χαω­τι­κή είναι εδώ η «αυτό­μα­τη γρα­φή», που μετα­δί­νει όχι σφυγ­μι­κά σήμα­τα του δημιουρ­γι­κού υπο­συ­νεί­δη­του, όχι υπερ­ρε­α­λι­στι­κά « όνει­ρα σε εγρή­γορ­ση», αλλά την ίδια της « εγρή­γορ­ση» στην περί­πλο­κη δρα­μα­τι­κό­τη­τά της. Στα πρώ­τα του κιό­λας ποι­ή­μα­τα, πολύ­στι­χα και μη, είναι φανε­ρά τα δρα­μα­τουρ­γι­κά στοι­χεία στη λύση του θέμα­τος, τα κεφά­λαια στα μεγά­λα ποι­ή­μα­τά του περ­νάν από μπρο­στά μας σαν αλλε­πάλ­λη­λες σκη­νές ενός κινη­μα­το­γρα­φι­κού έργου κι η φωνή του ποι­η­τή παίρ­νει συχνά της θέση μιας σύντο­μης επεξήγησης.

«Θάθε­λα να μιλή­σω απλά», — λέει ο Λει­βα­δί­της στο ποί­η­μά του «Απλή κου­βέ­ντα», γραμ­μέ­νο στη Μακρό­νη­σο το 1950.

…με τ’ όνο­μα του νεκρού συντρόφου
σαν ένα πηρού­νι καρ­φω­μέ­νο στη γλώσ­σα σου
πώς να τραγουδήσεις;

Μας φτά­νει να μιλήσουμε
απλά
όπως πει­νά­ει κανείς απλά
όπως αγαπάει
όπως πεθαίνουμε
απλά.

Και το επό­με­νο ποί­η­μά του «Παρα­μο­νή Χρι­στου­γέν­νων» γρά­φε­ται σα μια εκπλή­ρω­ση, θα έλε­γε κανείς, της προ­γραμ­μα­τι­κής τού­της εξαγ­γε­λί­ας. Το ποί­η­μα ανοί­γει με τη σκη­νή του προ­σκλη­τη­ρί­ου των μελ­λο­θα­νά­των. Ούτε μια λέξη για το θάνα­το. Είναι μια σκη­νή σύντο­μη, τόσο που ο δυνα­τός , φαρ­μα­κω­μέ­νος άνε­μος δεν προ­λα­βαί­νει να ξεκολ­λή­σει ένα χαρ­τά­κι αγκι­στρω­μέ­νο στο συρ­μα­τό­πλεγ­μα. Τους μελ­λο­θά­να­τους τους έβγα­λαν και τους πήραν, το χαρ­τά­κι εξα­κο­λου­θεί να δέρ­νε­ται και να παγώνει.

Παγω­νιά
στον ουρα­νό ένα χρώ­μα βρώ­μι­κης φανέλλας
στε­κό­μα­στε στη γραμμή
όρθιοι
κάποιος χνω­τί­ζει τα νύχια του
ένα παι­δί με σπυ­ριά δίπλα σου
δε μιλάει
κρυώνει
ένα χαρ­τά­κι κολ­λη­μέ­νο στο συρματόπλεγμα
κ’ εκεί­νο κρυώνει
καθώς μας πλευ­ρί­ζουν τα καμιόνια
μια μυρου­διά μπενζίνας
οι πόρ­τες που ξανακλείνουνε
ο λοχα­γός έχει δυο μάτια από κατράμι
η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκω­μέ­νου γιακά
ένας – ένας
ακού­ει τ’ όνο­μά του
και βγαίνει
αντίο, αντίο
το χώμα τρί­ζει κάτω απ’ τις αρβύλες
κάποιος σηκώ­νει το χέρι του
τίποτ’ άλλο
το παι­δί με τα σπυ­ριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνά­ρια από αρβύλες
που σε λίγο θα τα σβύ­σει η βροχή
ένα χέρι γλυ­στρά­ει το ρολόι του στην παλά­μη σου
δε θα μου χρεια­στεί, λέει – αντίο
το χαρ­τά­κι κολ­λη­μέ­νο στο συρματόπλεγμα
κρυώ­νει ακόμα.
Ξεκι­νά­νε τα φορτηγά.

Όταν κι ο θάνα­τος έχει γίνει καθη­με­ρι­νό­τη­τα, οι ηχη­ρές λέξεις είναι φοβε­ρή ανορ­θο­γρα­φία. Τα πολ­λά κλεί­νο­νται μέσα στα πιο λίγα, σε μια λέξη «αντίο» ή σε μια φρά­ση, σαν εκεί­νη που λέει ο μελ­λο­θά­να­τος δίνο­ντας το ρολόι του στο σύντρο­φό του: «Δε θα μου χρεια­στεί». Ακρι­βώς αυτή η λακω­νι­κό­τη­τα είναι ένας ανώ­τε­ρος ανδρι­σμός κι ανώ­τε­ρη αξιο­πρέ­πεια, αυτό υπο­γραμ­μί­ζει κι ο χαμη­λός πεζός τόνος στις επεμ­βά­σεις  του ίδιου του ποιητή[…] 

Όλη η σκη­νή είναι γραμ­μέ­νη στα περι­θώ­ρια μιας ανα­πνο­ής. Δεν υπάρ­χουν σημεία στί­ξης‘ οι λεπτο­μέ­ρειες, που έχουν επι­ση­μαν­θεί με πολ­λή ακρί­βεια, αλλά φαί­νε­ται πάρ­θη­καν στην τύχη, διο­χε­τεύ­ο­νται σ’ έναν  εξαι­ρε­τι­κά πυκνό σύνο­λο που περιέ­χει το τοπίο, διά­φο­ρα πορ­τραί­τα, δρά­ση, διά­λο­γο, επε­ξη­γη­μα­τι­κές σημειώσεις…Το φινά­λε μόνο, σαν ένα τελευ­ταίο ακόρ­ντο, ξεχω­ρί­ζει σ’ ένα στί­χο με κεφα­λαίο το πρώ­το γράμ­μα: «Ξεκι­νά­νε τα φορ­τη­γά». Ξεκι­νά­νε παίρ­νο­ντας αυτούς που μόλις προ ολί­γου ήταν εδώ στη γραμ­μή, ανθρώ­πους που διό­λου δε μοιά­ζουν με ήρω­ες, ωστό­σο το θάνα­το τον δέχο­νται σαν ήρωες.

Δεν ήταν στο χέρι τους να υπε­ρα­σπί­σουν τη ζωή τους, μα μπο­ρού­σαν να υπε­ρα­σπί­σουν ό,τι κατά πρώ­το λόγο ήθε­λαν να πλή­ξουν οι άλλοι – την ψυχι­κή τους ανω­τε­ρό­τη­τα, την αίσθη­ση της κοι­νής τους μοί­ρας, την ελπί­δα τους που θα προ­χω­ρή­σει πέρα από τού­τα τα σημε­ρι­νά σκο­τά­δια, έστω κι αν αυτοί οι ίδιοι δε θάναι πια στη ζωή.

Τον πήραν νύχτα, ξαφ­νι­κά, και τον σκό­τω­σαν στο προαύλιο
η πατα­τού­κα του πετα­μέ­νη πάνω στο χώμα
μα δάγκω­σε σφυ­χτά στα δόντια το χαμόγελο
μη του το πάρουν
.

Νύχτα των Χρι­στου­γέν­νων. Χιο­νί­ζει. Στο θάλα­μο είκο­σι ξεπα­για­σμέ­να παλι­κά­ρια. Ο κου­λο­χέ­ρης Θωμάς καθα­ρί­ζει μια πατά­τα κρα­τώ­ντας την μες στα γόνα­τά του. Τα λόγια του: «Καλή νύχτα. Καλά Χρι­στού­γεν­να» — είναι μια θερ­μή χει­ρα­ψία, μια «τσέ­πη μάλ­λι­νη» όπου μπο­ρεί κανείς να ζεστά­νει τα παγω­μέ­να του δάχτυλα.

Ένα «μικρό καρ­βου­νά­κι» είναι αναμ­μέ­νο ακό­μα και στα πιο συγκλο­νι­στι­κά, τα πιο τρα­χιά από τα ποι­ή­μα­τα που γρά­φτη­καν στη Μακρό­νη­σο. Και δε σβή­νει. Υπάρ­χει πάντα εκεί κοντά ένας συνάν­θρω­πος που πάσχει και αγω­νί­ζε­ται. Η φυλα­κή και η εξο­ρία έκα­μαν να πετρώ­σει το χαμό­γε­λο στα πρό­σω­πά τους, κάτω όμως από την πέτρι­νη επι­φά­νεια έχει μεί­νει απεί­ρα­χτη από τη φθο­ρά η ανθρώ­πι­νη ζεστα­σιά, αυτή που στις κρί­σι­μες στιγ­μές βοη­θά να ξεπε­ρα­στεί η πίκρα κι η απελπισία[…] 

Πολ­λά ποι­ή­μα­τα γρά­φτη­καν στη Μακρό­νη­σο κι από διά­φο­ρες πλευ­ρές φωτί­ζουν το ανε­ξά­ντλη­το θέμα του αγώ­να με το θάνα­το, με το κακό που κατι­σχύ­ει και θριαμ­βεύ­ει, με τον πει­ρα­σμό που αισθά­νε­ται ο άνθρω­πος να κάνει μια παρα­χώ­ρη­ση και να γλυ­τώ­σει. Πρό­κει­ται ασφα­λώς για ένα μεγά­λο σχο­λείο ζωής. Το πραγ­μα­τι­κό βίω­μα με την τρο­με­ρή του από­κλι­ση από κάθε έννοια ανθρώ­πι­νης νόρ­μας, με τον έκτα­κτο δυνα­μι­σμό του, είναι από μόνο του , θάλε­γε κανείς, πρά­ξη που συντα­ρά­ζει συναί­σθη­μα και σκέ­ψη. Τα ποι­η­τι­κά όρια της ατο­μι­κής πεί­ρας ταυ­τί­ζο­νται με την πεί­ρα όλων , κερ­δί­ζο­ντας έτσι απε­ριό­ρι­στα σε συναι­σθη­μα­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα. Αυτό είναι πάλι ένα από τα αδρό­τε­ρα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της ποί­η­σης του Στρα­το­πέ­δου. Στο ποί­η­μα του Λει­βα­δί­τη «Μάχη στην άκρη της νύχτας» (1952) έχου­με μια πρώ­τη προ­σπά­θεια για συνό­ψι­ση και απο­λο­γι­σμό, το έργο είναι γραμ­μέ­νο στον τύπο μνη­μεια­κού συμπλέγ­μα­τος, σαν εκεί­να που έστη­σαν μετά τον πόλε­μο στα χιτλε­ρι­κά στρα­τό­πε­δα θανάτου.

Για να ζήσουμε
πρέ­πει ν’ αρνηθούμε
πως είναι νύχτα
ν’ αρνηθούμε
πως θα ξημε­ρώ­σει
.

Τα επει­σό­δια από τη ζωή στο Στρα­τό­πε­δο δίνο­νται σαν ατέ­λειω­τη σει­ρά από προ­σπά­θειες να καμ­φθεί το ηθι­κό φρό­νη­μα κι ο κατά­δι­κος ν’ αρνη­θεί «πως θα ξημε­ρώ­σει». Έτσι έχει οικο­δο­μη­θεί το έργο. Με κάθε κεφά­λαιο επι­χει­ρεί­ται νέα έφο­δος από τις δυνά­μεις που αντι­προ­σω­πεύ­ουν το σκο­τει­νό χώρο και στο τέλος υπο­χρε­ώ­νο­νται σε υποχώρηση.

Γύρω πηχτό σκο­τά­δι. Τα βήμα­τα βου­λιά­ζουν στις λάσπες. Μοιά­ζει σαν όλος ο κόσμος να έχει πέσει στις λάσπες, δύσκο­λο να πιστέ­ψουν πως

Κάπο­τε περπατούσαν
τα παπού­τσια τους τρίζαν
πάνω στα φύλλα
συλλογιστείτε
πάνω στα φύλλα.

Τώρα πάνε ο καθέ­νας βυθι­σμέ­νος στις έγνοιες του. Με το φως ενός προ­βο­λέα ο ποι­η­τής κάνει πρώ­τα να προ­βά­λουν οι άντρες που βαδί­ζουν στην πρώ­τη σειρά:

ο ένας κρυώνει
ο άλλος κρα­τά­ει έναν μπόγο
ο ένας θυμά­ται τον ήλιο
ο άλλος μ’ ένα πόδι ξύλινο.

Ύστε­ρα το φως περ­νά­ει στη δεύ­τε­ρη σει­ρά, μετά στην τρί­τη. Αυτός ο τρό­πος να παρου­σιά­ζο­νται τα πρό­σω­πα πλάι – πλάι στην ίδια σει­ρά με χαρα­χτη­ρι­σμούς ποιο­τι­κά διά­φο­ρους είναι αρκε­τά πρό­σφο­ρος για να δοθεί μια πολυ­μορ­φία από χαρα­κτή­ρες και δρό­μους ζωής που συνέ­χο­νται τώρα εδώ από την ίδια μοί­ρα κι εκβάλ­λουν στο ίδιο φινάλε.

«Δος μου το χέρι σου» — λέει ο ένας στον άλλον. Αυτή η φρά­ση, πολυ­σή­μα­ντη, εμφα­νί­ζε­ται κάμπο­σες φορές, είναι σαν ένα γύρι­σμα τρα­γου­διού σ’ αυτό το κεφά­λαιο, όπου ακο­λου­θού­με τους κατά­δι­κους στον τόπο της εκτέ­λε­σης. Η ίδια κλεί­νει όλο το κεφά­λαιο. Απο­μο­νω­μέ­νη σ’ ένα στί­χο ηχεί σα λύση: τους μελ­λο­θά­να­τους τους έφε­ραν, τους έστη­σαν μπρο­στά στις κάν­νες των όπλων, είναι τα τελευ­ταία τους λόγια.

Το επό­με­νο κεφά­λαιο σα να ολο­κλη­ρώ­νει το προη­γού­με­νο. Έξι φαντά­ροι με τα όπλα τους κι ένας άνθρω­πος , ο μελ­λο­θά­να­τος, που σκά­βει τον τάφο του. Ούτε που ξέρει τι έφται­ξε. Δεν το ξέρουν κι οι φαντά­ροι – « όμως πρέ­πει από­ψε πριν πεθά­νει να σκά­ψει ο ίδιος τον τάφο του». Ανε­βο­κα­τε­βαί­νει η αξί­να, κάθε χτύ­πη­μα είναι κι ένα βήμα, μια στιγ­μή που χάνε­ται. Θυμά­ται τι όμορ­φα είναι τα σαβ­βα­τό­βρα­δα, όταν οι δρό­μοι πλημ­μυ­ρί­ζουν παι­διά και φυσαρ­μό­νι­κες, όταν όλος ο κόσμος γίνε­ται στρογ­γυ­λός «σαν ένα τσίγ­γι­νο πλυ­μέ­νο τρα­πε­ζά­κι» στην ταβέρ­να. Μα τώρα τρι­γύ­ρω του απλώ­νε­ται η νύχτα,

πικρή νύχτα
σαν την αδι­κία πικρή.

Λίγο πιο κάτω η φρά­ση επα­να­λαμ­βά­νε­ται με την προ­σθή­κη – «σαν τη λησμο­νιά πικρή», σε συνέ­χεια – «σαν την ταπεί­νω­ση πικρή» και, τέλος, όταν το έγκλη­μα θα έχει δια­πρα­χθεί – «σαν την υπο­τα­γή πικρή». Λόγια πια που ανα­φέ­ρο­νται όχι στο μελ­λο­θά­να­το και στον εκτε­λε­σμέ­νο, που έπε­σε χωρίς να υπο­τα­γεί, αλλά σε κεί­νους τους έξι που τον τουφέκισαν.[…] 

Ανα­φο­ρι­κά με το Λει­βα­δί­τη δε φαί­νε­ται να τρο­μά­ζει μπρο­στά στη νατου­ρα­λι­στι­κή ωμό­τη­τα κάποιων λεπτο­με­ρειών. Η τάση είναι να ειπω­θούν όλα, ώστε να σχη­μα­τί­σει ο ανα­γνώ­στης γιο­μά­τες παρα­στά­σεις, να δει με τα μάτια του τι γεύ­τη­καν οι άνθρω­ποι εκεί μέσα, από τι δοκι­μα­σί­ες πέρα­σε και άντε­ξε η πίστη τους. Δε βλέ­που­με διά­θε­ση να ηρω­ποι­η­θούν τα πρό­σω­πα[…] μα η σκέ­ψη είναι πως πρέ­πει κανείς να τους εκτι­μή­σει την ευψυ­χία που την κρά­τη­σαν , περ­νώ­ντας την μέσα από τους αλλε­πάλ­λη­λους κύκλους μιας αλη­θι­νής κόλασης:

Πέντε δίκω­χα γύρω
ο λοχα­γός δίχως όνομα
ένα παι­δί γυμνό
κρε­μα­σμέ­νο απ’ τα χέρια
αυλα­κω­μέ­νο το σώμα του
κου­ρε­λια­σμέ­νο απ’ τις βουρδουλιές
μόλις πατάν τα νύχια του στο πάτωμα
όπως σηκώ­νε­ται κανείς να δει
ένα κορί­τσι που γελά­ει πίσ’ απ’ το φράχτη.

Τις σύντο­μες νευ­ρι­κές πινε­λιές, που ανα­πλά­θουν τις ωμές λεπτο­μέ­ρειες του μαρ­τυ­ρί­ου, ακο­λου­θούν φρά­σεις ορι­ζο­ντιω­μέ­νες που έρχο­νται εδώ από έναν άλλον κόσμο, γαλή­νιον, όπου δεν έχει πόνο, μήτε καμιά σπου­δή, όπου αντη­χούν γέλια κορι­τσιών και το γέλιο τους κάνει τον κόσμο χαρού­με­νο. Έτσι που έρχο­νται κοντά η μια στην άλλη, οι δυο τού­τες φωνές θέλουν ίσως να μας πουν, πόσο η μια εχθρεύ­ε­ται την άλλη, πόσο η θηριω­δία είναι ασυμ­βί­βα­στη με την ανθρω­πιά, η πίκρα με την ευτυ­χία. Ας θυμη­θού­με επί­σης: λάσπες αντί για φύλ­λα κάτω από τα πόδια των κατά­δι­κων, το σκο­τά­δι γύρω στο μελ­λο­θά­να­το που σκέ­φτε­ται τα χαρού­με­να σαβ­βα­τό­βρα­δα της παλιάς ειρη­νι­κής ζωής του!

Υπάρ­χει και στο κεφά­λαιο αυτό ένα ρεφραίν. Αρχί­ζει με τους στίχους:

Τώρα πρέ­πει να μιλήσει
για να σωθεί…

τελειώ­νει όμως με δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους υπο­γραμ­μί­ζο­ντας την ανα­πτυσ­σό­με­νη υπε­ρέ­ντα­ση της σκη­νής. Ο νέος για να σωθεί

- πρέ­πει να πάψει να θυμάται

- πρέ­πει να πάψει να ονειρεύεται

- πρέ­πει να πάψει ν’ αγαπάει.

Ποια όμως είναι η από­φα­ση που τελι­κά παίρ­νει; Στην πρώ­τη στροφή:

θέλει να ζήσει
όπως θέλε­τε κι εσείς

Στη δεύ­τε­ρη:

Φοβά­ται μη γονατίσει
όπως φοβό­σα­στε κι εσείς.

Και, τέλος όταν κλεί­νει το επεισόδιο:

Ο λοχα­γός λέει: μίλησε
ο βούρ­δου­λας λέει: μίλησε
η νύχτα τού λέει: μίλησε
μα  η νύχτα είναι λίγη
οι σύντρο­φοι πολλοί
κι έκο­ψε με τα δόντια του τη γλώσσα
όπως θα κάνα­τε κι εσείς.

Ο τελευ­ταί­ος στί­χος κάνει να στρα­φού­με από­το­μα σ’ άλλη κατεύ­θυν­ση. Γίνε­ται απευ­θεί­ας ανα­φο­ρά στον ανα­γνώ­στη. Όχι τόσο για να διευ­κο­λυν­θεί η κατα­νό­η­ση των προη­γου­μέ­νων, όσο για να εξα­σφα­λι­στεί η ουσια­στι­κή σημα­σιο­δό­τη­ση μέσα από μια αιφ­νί­δια ταρα­χή, ένα συναι­σθη­μα­τι­κό τρά­νταγ­μα. Ακού­γε­ται στη φρά­ση αυτή βαθιά κι απαι­τη­τι­κή από μέρους του ποι­η­τή βεβαιό­τη­τα στο φρό­νη­μα των συντρό­φων του, πρό­σκλη­ση που δεν προ­φέ­ρε­ται, αλλά ηχεί καθα­ρά, να κρα­τη­θούν ακλό­νη­τοι‘ και μαζί μ’ αυτά αφα­νής κι όμως τόσο συντρι­πτι­κή περι­φρό­νη­ση στη δει­λία, στη λιπο­τα­ξία, σ’ όσους προ­δώ­σουν. Σ’ όλο τού­το το κεφά­λαιο, ο νέος που υπο­βάλ­λε­ται στη δοκι­μα­σία είναι μάλ­λον ένας μάρ­τυ­ρας, παρά ήρω­ας. Μόνο οι τελευ­ταί­ες σει­ρές, εξαι­ρε­τι­κά λιτές, λόγια ειπω­μέ­να βια­στι­κά, διό­λου υψη­λό­φω­να, ρίχνουν ξαφ­νι­κά απά­νω του ένα άλλο φως για να δού­με ότι έχει μέσα του μια σπά­νια θέλη­ση και ψυχι­κό σθένος.

Δια­βλέ­που­με στο ποί­η­μα ένα πραγ­μα­τι­κό υπό­στρω­μα από τη ζωή του Στρατοπέδου[…] 

Δε μένει αμφι­βο­λία ότι η ποι­η­τι­κή μαρ­τυ­ρία είναι πιο κοντά στην αλή­θεια, παρά η πολι­τι­κή, που βέβαια δε φρο­ντί­ζει να κατα­γρά­φει αλή­θειες. Η Ποί­η­ση του Στρα­το­πέ­δου μάς έχει αφή­σει ένα μνη­μείο συγκλο­νι­στι­κό ακρι­βώς με την τρο­με­ρή της αλή­θεια για το καλά μελε­τη­μέ­νο σύστη­μα κατα­να­γκα­σμού, που με πολ­λούς τρό­πους – έως τους πλέ­ον ωμούς κι απάν­θρω­πους – σκό­πευε στην ψυχή των κρα­του­μέ­νων, στην ανα­δια­παι­δα­γώ­γη­σή τους για την επα­νέ­ντα­ξη ύστε­ρα στο κατε­στη­μέ­νο. Έπρε­πε να δια­θέ­σει κανείς ασυ­νή­θι­στο σθέ­νος για να μπο­ρέ­σει ν’ αντα­πε­ξέλ­θει. Από την πλευ­ρά των θυμά­των ο αγώ­νας μπο­ρού­σε να είναι μόνον ηθι­κός, άλλα μέσα δεν υπήρ­χαν. Ό,τι διέ­θε­τε το ένα μέρος, οι άλλοι τα είχαν στε­ρη­θεί από­λυ­τα. Αυτή τη δύσκο­λη ανα­μέ­τρη­ση δίνει η Ποί­η­ση του Στρα­το­πέ­δου σαν ένα χρο­νι­κό με τα συγκλο­νι­στι­κά του περι­στα­τι­κά που λαβαί­νουν χώραν ανά­με­σα στους δήμιους και στα θύμα­τά τους. Τα πρό­σω­πα είναι φυσι­κό να προ­βά­λουν κυρί­ως μ’ αυτές τις δύο ιδιό­τη­τες: θύτες και θύμα­τα, νικη­τές και νικη­μέ­νοι, κατη­γο­ρί­ες όμως που δεν συμπί­πτουν πάντα, αλλά ουσια­στι­κά αντι­στρέ­φο­νται. Τους πρώ­τους , για να συνε­χί­σου­με με το πολύ­στι­χο ποί­η­μα του Λει­βα­δί­τη «Μάχη στην άκρη της νύχτας», τους βλέ­που­με στην αρχή να περ­νάν γρή­γο­ρα, μέσα από σύντο­μες σκη­νές, που σκι­τσά­ρο­νται μόνο, χωρίς ιδιαί­τε­ρες υπο­γραμ­μί­σεις, όμως από κεφά­λαιο σε κεφά­λαιο σημειώ­νε­ται στα­θε­ρή ανέ­λι­ξη και σ’ αυτό το θέμα, οι μορ­φές τους απο­χτούν ολο­έ­να περισ­σό­τε­ρο βάρος, οντό­τη­τα, χρω­μα­τί­ζο­ντας με δικούς τους αντι­τό­νους τις μορ­φές των φυλα­κι­σμέ­νων, και οξύ­νο­ντας τον χαρα­κτή­ρα της σύγκρου­σης. Δεν είναι τίπο­τα τυπο­ποι­η­μέ­νες μάσκες, δυνά­μεις του κακού σε αφη­ρη­μέ­νη γενί­κευ­ση. Είναι άνθρω­ποι κι αυτοί, ζωντα­νοί, εθε­λο­ντι­κά ή ανί­δεα όργα­να βίας. Το ξεδί­πλω­μα της ψυχο­λο­γί­ας τους μας οδη­γεί στο συμπέ­ρα­σμα ότι ηθι­κά σ’ αυτήν τη μονο­μα­χία των δημί­ων με τα ανυ­πε­ρά­σπι­στα θύμα­τά τους κερ­δι­σμέ­νοι βγαί­νουν οι τελευ­ταί­οι‘ ότι η βία κι ο σατρα­πι­σμός μεγά­λα ιστο­ρι­κά περι­θώ­ρια δεν διαθέτουν.

Σε μια σκη­νή μαζι­κής εκτέ­λε­σης σε πρώ­το πλά­νο είναι αρα­δια­σμέ­να τα πολυβόλα:

Τότε ένα σφύριγμα
και ξαφνικά
ακού­στη­καν τα πολυβόλα
τα – τα – τα
μια κραυγή
ένα ουρλιαχτό
τα πολυ­βό­λα δεν ακούνε
τα- τα – τα
τα – τα

Η απου­σία του τρί­του «τα» στην τελευ­ταία σει­ρά αφή­νει την εντύ­πω­ση πως η ριπή ξαφ­νι­κά κόπη­κε. Ύστε­ρα όμως μια μικρή παύ­ση, που τη γιο­μί­ζουν κραυ­γές κι ανα­στε­ναγ­μοί, αντη­χεί νέα ομο­βρο­ντία: τα πολυ­βό­λα μένουν ασυ­γκί­νη­τα στον πόνο και στους θρή­νους, «τα πολυ­βό­λα δεν ξέρουν πως έχου­με μητέ­ρα», «οι σφαί­ρες δεν βλέ­πουν στο σκοτάδι».

Αλλά οι άνθρω­ποι πίσω από τα πολυ­βό­λα; Δεν είναι τυχαίο που διό­λου δεν τους βλέ­που­με σε τού­τη τη σκη­νή. Δε θα βλέ­πα­με άλλω­στε τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο από μια προ­έ­κτα­ση, άψυ­χη κι αδί­στα­χτη, των όπλων.

Τα πρό­σω­πα θα μας δοθούν στο επό­με­νο κεφάλαιο:

Πρό­σω­πα με κράνη
πρό­σω­πα από στάχτη
πρό­σω­πα δίχως ουρανό
πρό­σω­πα δίχως πρόσωπο
χτυ­πά­νε τις αρβύ­λες τους
να μην ακού­νε την καρ­διά τους
σφίγ­γο­νται στη ζωστή­ρα τους
για να μη σωριαστούν
τους λένε για πατρίδα
μα δε φτά­νει να ζεσταθούνε
τους δώσαν έν ΄αυτό­μα­το
για να φοβού­νται να πεθάνουν.

Οι πρώ­τοι τέσ­σε­ρεις στί­χοι πέφτουν ο ένας στον άλλον σα γορ­γές ζωη­ρές πινε­λιές που δια­γρά­φουν τα όρια της μάζας – τού­των των ανθρώ­πων που έχα­σαν από μέσα νου και καρ­διά κι έγι­ναν πράγ­μα­τα για βασα­νι­στή­ρια και θανά­τους. Ο ξηρός κρό­τος αυτών των γραμ­μών («πρό­σω­πα με κρά­νη – πρό­σω­πα δίχως πρό­σω­πα») κάνει ν’ ανα­κα­λέ­σου­με στο νου μας στυ­γνές σκη­νές που έχου­με δει ή ακού­σει, όπως τη σκη­νή ενός μαστι­γώ­μα­τος από χέρι ασκη­μέ­νο να τεμα­χί­ζει με ψυχρή ακρί­βεια το χρό­νο ή το μακά­βριο βημα­τι­σμό ενός εκτε­λε­στι­κού απο­σπά­σμα­τος πάνω στο πλα­κό­στρω­το ενός στρα­τώ­να. Μα να μέσα στο σκο­τει­νό προ­πλα­σμό κάποια ανοίγ­μα­τα κάνουν να προ­βά­λει το κρυ­φό λαχά­νια­σμα, ο φόβος, ίσως και κάποιες θολές ακό­μα τύψεις. Τρυ­πώ­νει και μέσα εκεί το κρύο, ο τρό­μος, ίσα­με το διοι­κη­τή τους

(«τρο­μά­ζει το σκο­τά­δι, δε βγαί­νει ποτέ τη νύχτα απ’ το δωμά­τιο») ή τον αξιω­μα­τι­κό της υπη­ρε­σί­ας που

έκα­νε να θυμη­θεί τη μάνα του
μα δε μπορούσε
το πρό­σω­πο της μάνας του
κρυμμένο
πίσω από μια κηλί­δα μαύρη
μια κηλί­δα αίμα
άνοι­ξε την πόρτα
η απο­θή­κη σκοτεινή
ένοιω­θε να κρυώνει
και κρεμάστηκε
μήπως ζεσταθεί.

Σ’ όλους που «μπο­ρούν ακό­μα να κοι­τά­νε τον ουρα­νό» («εσείς που τρέ­με­τε όταν πυρο­βο­λεί­τε»), ο ποι­η­τής, εν ονό­μα­τι του δικού του κόσμου, δίνει το χέρι του. Δεν είναι μια μεγα­λό­ψυ­χη χει­ρο­νο­μία αυτή, άφε­ση αμαρ­τιών, παρά σωστή συναί­σθη­ση σε τι τερα­τώ­δεις συγκρού­σεις φέρ­νει τους ανθρώ­πους ένας εμφύ­λιος πόλε­μος που μετα­μορ­φώ­νει σε εχθρούς τους χτε­σι­νούς γεί­το­νες, φίλους κι αδελφούς.[…] 

Σ’ ένα από τα μικρό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα του Λει­βα­δί­τη γραμ­μέ­νο στη Μακρό­νη­σο, «Μη σημα­δέ­ψεις την καρ­διά μου», ο κατά­δι­κος βρί­σκει την ψυχι­κή δύνα­μη να πει αδελ­φό του το φαντά­ρο σκο­πό, έναν από κεί­νους που αύριο μπο­ρεί να τον σκο­τώ­σει. Εκεί σ’ αυτόν τον φαντά­ρο βλέ­πει ένα φίλο του, τον παλιό συμ­μα­θη­τή που έβγαι­ναν και χάρα­ζαν μαζί στον τοί­χο με την κιμω­λία τα παι­δι­κά τους όνειρα.

Γέρα­σε η μάνα σου σφουγ­γα­ρί­ζο­ντας τις σκά­λες των υπουργείων
το βρά­δι στα­μα­τά­ει στη γωνιά
κι αγο­ρά­ζει λίγα κάρ­βου­να απ’ το καρό­τσι του πατέ­ρα μου
κοι­τά­ζο­νται μια στιγ­μή και χαμογελάνε
την ώρα που εσύ γεμί­ζεις τ’ όπλο σου
κ’ ετοι­μά­ζε­σαι να με σκοτώσεις.

Λακω­νι­κά, με τρό­πο απλό που αλή­θεια αφο­πλί­ζει, δόθη­κε εδώ η τρα­γω­δία του αδελ­φο­σπα­ραγ­μού εκεί­νων των χρό­νων κι η υψη­λή ηθι­κή στάθ­μη των ανθρώ­πων που δίχως μίση, δίχως τη δίψα μιας εκδί­κη­σης μπο­ρού­σαν να πού­νε στους άλλους:

Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις
χτύ­πα με αλλού
μη σημα­δέ­ψεις την καρ­διά μου.
Κάπου βαθιά της ζει το παι­δι­κό σου πρόσωπο.
Δε θάθε­λα να το λαβώσεις.

Ωστό­σο το χέρι που απλώ­νε­ται για μια και­νού­ρια συνα­δέλ­φω­ση δεν μπο­ρεί , μόνο του, να σβή­σει για λογα­ρια­σμό του άλλου την προ­σω­πι­κή ευθύ­νη που μοι­ραία φέρ­νει η συμ­με­το­χή σ’ ένα έγκλη­μα. Τού­τες οι κακές στιγ­μές θα τελειώ­σουν μαζί με τον πόλε­μο και μπο­ρεί κανείς τίπο­τα ποτέ να μη μάθει – οι ίδιοι θα θελή­σουν να μεί­νει κρυ­φή η συμ­με­το­χή τους στις νυχτε­ρι­νές δολο­φο­νί­ες. Ωστό­σο ο χρό­νος θα κρα­τή­σει – για κεί­νους τους ίδιους – τη συναί­σθη­ση της ευθύ­νης, θα κρα­τή­σει το ερώτημα:

Όμως αυτά τα έξη παιδιά
πώς δέχτη­καν να πυροβολήσουν;

[…] Το ποί­η­μα του Λει­βα­δί­τη κλεί­νει μ’ ένα επει­σό­διο συμ­βο­λι­κό: δυο από τους φυλα­κι­σμέ­νους, άγνω­στοι ο ένας στον άλλον, το ίδιο ταλαι­πω­ρη­μέ­νοι απ’ τα μαρ­τύ­ρια, μα δίχως να υπο­χω­ρή­σουν, περι­μέ­νουν τη μοι­ραία ώρα ν’ ακού­σουν τα ονό­μα­τά τους. Βρί­σκο­νται σε πλαϊ­νά κελιά. Μέσα από τον τοί­χο που τους χωρί­ζει προ­σπα­θούν να στεί­λουν ο ένας στον άλλον ένα σινιά­λο συμπαράστασης:

Ακό­μα λίγο
ο τοί­χος είναι δίπλα
σύντρο­φε μ’ ακούς
ο άλλος χαμο­γε­λά­ει πίσω απ’ τον τοίχο
ένα μικρό βασα­νι­σμέ­νο γέλιο
ένα γέλιο
σαν μια χαρα­μά­δα φως
ένα γέλιο που φέρ­νει το θάνατο
σ’ όσους ξεχά­σουν αυτό το γέλιο
σύντρο­φε σ’ ακούμε
αυτό το γέλιο ταπεί­νω­σε τους εχθρούς.

Δυο άγνω­στοι κι αύριο θάρ­θουν να τους πάρουν για να μην ξανα­γυ­ρί­σουν ποτέ, που­θε­νά, θα πάνε άγνω­στοι μες στους αγνώ­στους, όμως σήμε­ρα τα πλη­για­σμέ­να τους δάχτυ­λα «κάνουν τον τοί­χο να ξυπνάει»:

ο ένας λέει: ο ήλιος για όλους τους ανθρώπους
ο άλλος λέει: η μέρα είναι κοντά
και οι δυο λένε: θα βαδίσουμε.

«Βασα­νι­σμέ­να μου αδέλ­φια, — απευ­θύ­νε­ται και στους δυο ο ποι­η­τής, — χαμη­λώ­στε, βάλ­τε τ’ αυτί σας στον τοί­χο, σ’ όλους τους τοί­χους του κόσμου ν’ ακού­σε­τε την ίδια σας φωνή»:

Ο ήλιος για όλους τους ανθρώπους
η μέρα είναι κοντά.
Θα βαδίσουμε.

Αυτός ο τελευ­ταί­ος στί­χος σφρα­γί­ζει όλο το ποί­η­μα σαν ένα συμπέ­ρα­σμα, όρθιοι στη γραμ­μή πορεί­ας με τις πλη­γές ανοι­χτές

Σόνια Ιλίν­σκα­για, Η μοί­ρα μιας γενιάς. Συμ­βο­λή στη μελέ­τη της μετα­πο­λε­μι­κής πολι­τι­κής ποί­η­σης στην Ελλά­δα. Μετα­φρα­στι­κή επι­μέ­λεια: Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος Κέδρος 1976

ilinskayia(Η Σόνια Ιλίν­σκα­για γεν­νή­θη­κε το 1938 στη Μόσχα. Σπού­δα­σε κλα­σι­κή φιλο­λο­γία στο Πανε­πι­στή­μιο Λομο­νό­σοφ της Μόσχας με παράλ­λη­λη ειδί­κευ­ση στη νεο­ελ­λη­νι­κή και τη ρωσι­κή φιλο­λο­γία. Ασχο­λή­θη­κε με τη διά­δο­ση ‑μελέ­τη και μετά­φρα­ση- της σύγ­χρο­νης ελλη­νι­κής λογο­τε­χνί­ας. Έχει εκλε­γεί τακτι­κό μέλος της Ένω­σης Συγ­γρα­φέ­ων της ΕΣΣΔ ως κρι­τι­κός και μετα­φρά­στρια της Νέας Ελλη­νι­κής Λογο­τε­χνί­ας. Το 1971 υπο­στή­ρι­ξε τη διδα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή της με θέμα Συμ­βο­λή στη μελέ­τη της μετα­πο­λε­μι­κής ποί­η­σης στην Ελλά­δα. Η μοί­ρα μιας γενιάς. Μέχρι το 1938 υπήρ­ξε ερευ­νή­τρια του Ινστι­τού­του Σλα­βι­κών και Βαλ­κα­νι­κών Μελε­τών της Ακα­δη­μί­ας Επι­στη­μών της ΕΣΣΔ. Το 1983, για οικο­γε­νεια­κούς λόγους (από το 1959 είναι παντρε­μέ­νη με τον Έλλη­να πεζο­γρά­φο Μήτσο Αλε­ξαν­δρό­που­λο), εγκα­τα­στά­θη­κε μόνι­μα στην Ελλά­δα. Είναι καθη­γή­τρια της Νέας Ελλη­νι­κής Φιλο­λο­γί­ας της Φιλο­σο­φι­κής Σχο­λής του Πανε­πι­στη­μί­ου Ιωαν­νί­νων. Πηγή: BiblioNet)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο