Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι εντυπώσεις ενός Αμερικάνου από το σοσιαλισμό

Συνέ­ντευ­ξη στον Anton Saefkov //

Δημο­σιεύ­ου­με σήμε­ρα το δεύ­τε­ρο μέρος της συνέ­ντευ­ξης που παρα­χώ­ρη­σε, με τη μορ­φή γρα­πτών ερω­το­α­πα­ντή­σε­ων, ο Βίκτορ Γκρό­σμαν (ή Στέ­φεν Βέχ­σλερ), ο Αμε­ρι­κά­νος που δρα­πέ­τευ­σε στο Ανα­το­λι­κό Βερο­λί­νο και κατέ­γρα­ψε τις ανα­μνή­σεις του στο βιβλίο “Crossing the river”, στο συνερ­γά­τη του Ατέ­χνως Αντόν Σαέφ­κοβ. Το πρώ­το μέρος της συνέ­ντευ­ξης μπο­ρεί­τε να το θυμη­θεί­τε εδώ. Η ομα­δο­ποί­η­ση των ερω­τή­σε­ων κατά τις απα­ντή­σεις (και κάποια κενά που μπο­ρεί να προ­κύ­πτον κατά συνέ­πεια) είναι επι­λο­γή του ίδιου του Β. Γκρό­σμαν, που ακό­μα κι έτσι, πάντως, δίνει πολύ ενδια­φέ­ρου­σες πλη­ρο­φο­ρί­ες για τον υπαρ­κτό σοσια­λι­σμό και τα οφέ­λη που απο­λάμ­βα­ναν οι λαοί αυτών των χωρών, που είναι αξιο­ζή­λευ­τα για τη συντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία στο σημε­ρι­νό “ανε­πτυγ­μέ­νο δυτι­κό κόσμο”.

Πες μας λίγα πράγ­μα­τα για το Μπά­ου­τσεν και τις προ­σπά­θειές σου να δεθεί­τε οι λιπο­τά­κτες και μετα­νά­στες εκεί με την τοπι­κή κοι­νω­νία, να δρα­στη­ριο­ποι­η­θεί­τε πολι­τι­στι­κά, πολι­τι­κά κτλ. Πώς ήταν η ζωή σου εκεί ως εργά­τη βιο­μη­χα­νί­ας, συγκρι­τι­κά με τις ΗΠΑ; Σήμε­ρα μοιά­ζει απί­στευ­τη η ευκο­λία με την οποία εσύ –και κάθε εργά­της- μπο­ρού­σες να ξεκι­νή­σεις σπου­δές, ακό­μη και στη Νομι­κή! Εξή­γη­σέ το μας λίγο αυτό, πώς δηλα­δή ξεκί­νη­σες να σπου­δά­ζεις για δεύ­τε­ρη φορά.

Μετά την εγκα­τά­στα­σή μου στη ‑περί­που 45000 κατοί­κων- πόλη Μπά­ου­τσεν, πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα πως στη συγκε­κρι­μέ­νη πόλη οι Σοβιε­τι­κοί έφερ­ναν όλους τους λιπο­τά­κτες των δυτι­κών στρα­τιω­τι­κών δυνά­με­ων. Πιθα­νό­τα­τα για­τί ήταν μια πόλη τέτοιου μεγέ­θους που δεν επέ­τρε­πε να σε «χάσουν απ’ τα μάτια τους», ενώ ήταν στη μεγα­λύ­τε­ρη δυνα­τή από­στα­ση από τα δυτι­κά σύνο­ρα. Αρχι­κά εγκα­τα­στά­θη­κα μαζί με τρεις Βρε­τα­νούς σε ένα ξενο­δο­χείο, ενώ λίγο αργό­τε­ρα μας βρή­κα­νε υπε­νοι­κια­ζό­με­να δωμά­τια σε σπί­τια. Σύντο­μα έπια­σα δου­λειά σε μια βιο­μη­χα­νία που κατα­σκεύ­α­ζε βαγό­νια τρέ­νων, όπως και στις ΗΠΑ ως ανει­δί­κευ­τος εργά­της. Η δου­λειά δεν ήταν ιδιαί­τε­ρα εύκο­λη, αλλά έκα­να ό,τι μπο­ρού­σα. Δου­λεύ­α­με σε μια μικρή ομά­δα 4–5 ατό­μων, κομ­μά­τι μιας «μπρι­γά­δας» περί­που 30 ατό­μων. Μερι­κά πράγ­μα­τα που διέ­φε­ραν από την αντί­στοι­χη εμπει­ρία μου στις ΗΠΑ, ήταν πως υπήρ­χε ένα ‑σχε­δόν δωρε­άν- μεση­με­ρια­νό γεύ­μα για όλους, πως είχα­με ένα δωμά­τιο για το πρω­ι­νό και το κολα­τσιό μας με δωρε­άν καφέ για τα δια­λείμ­μα­τα, κατά το οποίο συχνά-πυκνά γίνο­νταν και μικρές συνε­λεύ­σεις προ­σω­πι­κού. Συνο­λι­κά, δεν υπήρ­χε αυτός ο καθη­με­ρι­νός αντα­γω­νι­σμός με τους προϊ­στα­μέ­νους και τους εργο­δό­τες που είχα ζήσει στις ΗΠΑ, όπου έπρε­πε να παλέ­ψεις για κάθε Cent. Επί­σης, οι μέρες αδεί­ας ήταν περισ­σό­τε­ρες, ενώ δε χανό­ντου­σαν όταν άλλα­ζες χώρο εργα­σί­ας. Το πιο εντυ­πω­σια­κό ήταν όμως οι στιγ­μές που ακού­γο­νταν στο εργο­στά­σιο από τα μεγά­φω­να η ανα­κοί­νω­ση εκ της διοι­κή­σε­ως: «Όποιος εργα­ζό­με­νος ενδια­φέ­ρε­ται να σπου­δά­σει νομι­κή, παρα­κα­λεί­ται να το δηλώ­σει στο τμή­μα προ­σω­πι­κού». Εκεί­νη την επο­χή, 1952–53, μιας και είχαν απο­λυ­θεί όλοι οι δικα­στι­κοί που υπήρ­ξαν μέλη του ναζι­στι­κού κόμ­μα­τος ή εφάρ­μο­ζαν συνει­δη­τά τη πολι­τι­κή του, υπήρ­χε τερά­στια ανά­γκη για νέους…

Ήμα­σταν περί­που 40 λιπο­τά­κτες στη πόλη. Αμε­ρι­κα­νοί, Βρε­τα­νοί, Γάλ­λοι και Βορειο­α­φρι­κα­νοί, οι οποί­οι κυρί­ως θέλα­νε ν’ απο­φύ­γουν την απο­στο­λή στο πόλε­μο του Βιετ­νάμ (το Μαρό­κο, η Αλγε­ρία και η Τυνη­σία ήταν ακό­μη αποι­κί­ες), συν ένας Ολλαν­δός και κάποιοι ακό­μη. Αν και κατα­βάλ­λο­νταν κάθε προ­σπά­θεια για να παρέ­χε­ται σε όλους κατοι­κία, δου­λειά και οικο­νο­μι­κή βοή­θεια, προ­κύ­πτα­νε συνε­χώς προ­βλή­μα­τα. Εκεί­νη την επο­χή, 1952–54, η ζωή στην DDR και ειδι­κά στην επαρ­χία ήταν κάπως μονό­το­νη. Τηλε­ό­ρα­ση δεν υπήρ­χε ακό­μη, οπό­τε πολ­λοί εκ των λιπο­τα­κτών ξημε­ρο­βρα­διά­ζο­νταν στα μπαρ και συχνά τρι­γυρ­νού­σαν μεθυ­σμέ­νοι. Γι αυτό οι σοβιε­τι­κές αρχές –και μετά το 1953 αυτές της DDR- απο­φά­σι­σαν να ξεκι­νή­σουν τη λει­τουρ­γία μιας λέσχης για τους λιπο­τά­κτες και γενι­κό­τε­ρα τους μετα­νά­στες που ζού­σαν στη πόλη, στην οποία ορί­στη­κα ως «υπεύ­θυ­νος πολι­τι­σμού» (εκτός των άλλων για­τί πέρα από αγγλι­κά μιλού­σα καλού­τσι­κα γερ­μα­νι­κά και ‑σε έναν βαθ­μό- γαλλικά).

Οργά­νω­να τουρ­νουά πινγκ-πονγκ, μπι­λιάρ­δου, σκά­κι, είχα­με μαθή­μα­τα αγγλι­κών για τις νέες γερ­μα­νί­δες συζύ­γους όσων από εμάς εν τω μετα­ξύ είχαν παντρευ­τεί εκεί, βρα­διές κινη­μα­το­γρά­φου και χορού, εκδρο­μές για σκι και διά­φο­ρα άλλα. Δεν ήταν πάντα εύκο­λο. Οι άντρες αυτοί μιλού­σαν δια­φο­ρε­τι­κές γλώσ­σες, μόνο λίγοι ξέρα­νε γερ­μα­νι­κά, ενώ πολ­λοί από αυτούς δεν είχαν λιπο­τα­κτή­σει για πολι­τι­κούς λόγους, αλλά λόγω προ­βλη­μά­των με το αλκο­όλ, επει­δή δεν άντε­χαν τη στρα­τιω­τι­κή πει­θαρ­χία, ή λόγω άλλων σημα­ντι­κό­τε­ρων παρα­βα­τι­κών συμπε­ρι­φο­ρών. Παράλ­λη­λα, το 1953 οργα­νώ­θη­κε ένας ετή­σιος κύκλος εκπαί­δευ­σης για όλους μας, στό­χος του οποί­ου ήταν αφε­νός να μάθου­με καλύ­τε­ρα γερ­μα­νι­κά κι αφε­τέ­ρου να επι­λέ­ξου­με ανά­με­σα σε τέσ­σε­ρα επαγ­γέλ­μα­τα, του κλει­δα­ρά, του ξυλουρ­γού ή του τορ­να­δό­ρου (εγώ διά­λε­ξα το τελευ­ταίο). Κάποιοι έπει­τα ενσω­μα­τώ­θη­καν αρκε­τά καλά στη τοπι­κή κοι­νω­νία, ειδι­κά όσοι είχαν φέρει μαζί τους γυναί­κες ή τις γνώ­ρι­σαν εκεί και ξεκί­νη­σαν οικο­γέ­νεια. Ένας, αφρο­α­με­ρι­κα­νός, έγι­νε αργό­τε­ρα από τους πιο αγα­πη­μέ­νους τρα­γου­δι­στές της DDR. Άλλοι όμως δεν τα κατά­φε­ραν ποτέ και εξα­φα­νί­στη­καν ξανά προς το δυτι­κό Βερο­λί­νο, παρ’ ότι γνω­ρί­ζαν πως εκεί τους περι­μέ­νει η ποι­νή για τη λιπο­τα­ξία τους. Εγώ κι άλλοι δύο σπου­δά­σα­με κιό­λας, με εμέ­να προ­σω­πι­κά να δια­λέ­γω τη δημο­σιο­γρα­φία στο Πανε­πι­στή­μιο Karl Marx στη Λειψία.

Υπο­τρο­φί­ες για όλους· βρε­φο­νη­πια­κοί σταθ­μοί για γονείς που σπου­δά­ζα­νε· σπου­δές σε μικρές ομά­δες που είχαν διά­φο­ρες κοι­νές δρα­στη­ριό­τη­τες σ’ όλη τη διάρ­κεια των σπου­δών· συχνή πρα­κτι­κή άσκη­ση, ώστε να εφαρ­μο­στεί η θεω­ρη­τι­κή γνώ­ση στη πρά­ξη· συμ­με­το­χή των φοι­τη­τών στο μάζε­μα της σοδειάς στη περιο­χή κ.ά. Πώς αξιο­λο­γείς το εκπαι­δευ­τι­κό σύστη­μα στα ΑΕΙ της DDR, έχο­ντας και την αντί­στοι­χη εμπει­ρία του Harvard;

Οι σπου­δές διέ­φε­ραν πολύ από το Harvard. Εκεί οι περισ­σό­τε­ροι παρα­κο­λου­θού­σα­με μαθή­μα­τα άσχε­των μετα­ξύ τους ειδι­κο­τή­των και ουσια­στι­κά ειδι­κευό­μα­σταν σε συγκε­κρι­μέ­νο επι­στη­μο­νι­κό πεδίο ‑όπως ιατρι­κή, νομι­κή ή διοί­κη­ση- μετά τα 4 πρώ­τα χρό­νια, που θεω­ρού­νταν “Bachelor“. Δε νομί­ζω δηλα­δή πως από το Harvard απο­φοί­τη­σα όντας προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος ν’ ασκή­σω κάποιο συγκε­κρι­μέ­νο επάγ­γελ­μα. Στη Λει­ψία αντί­θε­τα, τα πράγ­μα­τα ήταν εξ’ αρχής χωρι­σμέ­να· όλοι οι φοι­τη­τές του ‑αυτο­διοι­κού­με­νου- τμή­μα­τός μου θ’ απο­φοι­τού­σαν ως δημο­σιο­γρά­φοι, ενώ τα δύο πρώ­τα χρό­νια όλοι παρα­κο­λου­θού­σα­με υπο­χρε­ω­τι­κά τα ίδια μαθή­μα­τα. Μεγά­λη δια­φο­ρά ήταν και ότι χωρι­ζό­μα­σταν εξαρ­χής σε σχε­τι­κά μικρές ομά­δες των 25 ατό­μων (μικτές αντρών και γυναι­κών), στις οποί­ες διε­ξά­γο­νταν μαθήματα/σεμινάρια κτλ. Οι ομά­δες αυτές όμως γίνο­νταν και ο πυρή­νας της κοι­νω­νι­κής, πολι­τι­στι­κής και πολι­τι­κής ζωής κάθε φοι­τη­τή. Κάθε τέτοια ομά­δα εξέ­λε­γε κάθε τόσο τους εκπρο­σώ­πους της, συνε­δρί­α­ζε, δρα­στη­ριο­ποιού­νταν πολι­τι­κά ως ομά­δα, οργά­νω­νε πολι­τι­στι­κές εκδη­λώ­σεις, πήγαι­νε πού και πού στο σινε­μά ή στο θέα­τρο μαζί κτλ.

Όπως όλοι οι φοι­τη­τές τότε, πηγαί­να­με κι εμείς στα χωριά και στους ‑μόλις δημιουρ­γη­θέ­ντες- παρα­γω­γι­κούς συνε­ται­ρι­σμούς (σ.μ. τα γνω­στά ως κολ­χόζ στην ΕΣΣΔ, στην DDR είχαν το ακρω­νύ­μιο LPG) για να βοη­θή­σου­με στο μάζε­μα της σοδειάς. Μια φορά είχα­με συμ­με­τά­σχει στην απο­μά­κρυν­ση των τελευ­ταί­ων μπά­ζων από την επο­χή του πολέ­μου, παράλ­λη­λα με το χτί­σι­μο ενός νέου στα­δί­ου. Άλλη μία πήγα­με για δύο εβδο­μά­δες σ’ ένα εργο­στά­σιο επε­ξερ­γα­σί­ας λιθάν­θρα­κα, βοη­θώ­ντας στη γραμ­μή παρα­γω­γής. Τέτοιες δρά­σεις δεν ήταν υπο­χρε­ω­τι­κές, ενώ λαμ­βά­να­με και κάποια πλη­ρω­μή γι αυτές ‑ειδι­κά για το λιθάν­θρα­κα ήταν το κανο­νι­κό ημε­ρο­μί­σθιο-. Ωστό­σο όσοι ήταν σωμα­τι­κά υγιείς σίγου­ρα αισθά­νο­νταν μια κοι­νω­νι­κή πίε­ση προ­κει­μέ­νου να συμμετέχουν. 

Οι σπου­δές ήταν εντε­λώς δωρε­άν, ενώ όλοι λαμ­βά­να­με και μια συμ­βο­λι­κή υπο­τρο­φία. Όχι πολ­λά λεφτά. Αφού όμως το ενοί­κιο στις εστί­ες, τα γεύ­μα­τα στις λέσχες και οι μετα­κι­νή­σεις για φοι­τη­τές κόστι­ζαν ελά­χι­στα, κανείς δε χρεια­ζό­ταν να δου­λεύ­ει παράλ­λη­λα με τις σπου­δές. Για όσους φοιτητές/φοιτήτριες είχαν μωρά, υπήρ­χε ‑σχε­δόν δωρε­άν- βρε­φο­νη­πια­κός σταθ­μός εντός του πανε­πι­στη­μί­ου, όπου κρα­τού­νταν και μωρά λίγων μηνών· εγώ και η γυναί­κα μου τον αξιο­ποι­ή­σα­με. Κάθε χρο­νιά πριν τις καλο­και­ρι­νές δια­κο­πές είχα­με μια πρα­κτι­κή διάρ­κειας έξι εβδο­μά­δων: Το πρώ­το έτος σε τυπο­γρα­φείο· το δεύ­τε­ρο ανα­λάμ­βα­νες σ’ ένα χωριό την έκδο­ση τοπι­κής εφη­με­ρί­δας· το τρί­το πήγαι­νες σε μία καθη­με­ρι­νή εφη­με­ρί­δα ή ραδιο­φω­νι­κό σταθμό.

Επί­σης κάτι ενδια­φέ­ρον ακό­μα: Όταν σπού­δα­ζα στο Harvard υπήρ­χαν ακό­μη χωρι­στές εστί­ες αντρών και γυναι­κών, που είχαν μεγά­λη από­στα­ση μετα­ξύ τους. Οι κανό­νες ήταν εξαι­ρε­τι­κά αυστη­ροί: Στις γυναι­κεί­ες εστί­ες απο­γο­ρεύ­ο­νταν οποια­δή­πο­τε επί­σκε­ψη από άλλο φοι­τη­τή, ενώ στις αντρι­κές μόνο περιο­ρι­σμέ­να και μόνο νωρίς το από­γευ­μα! Στη Λει­ψία ήταν μια ευχά­ρι­στη έκπλη­ξη το γεγο­νός ότι οι εστί­ες αντρών και γυναι­κών ήταν κολ­λη­τά η μία στην άλλη, ενώ δεν υπήρ­χε κανέ­νας περιο­ρι­σμός στη μετα­ξύ τους επικοινωνία.

Στο Harvard όσο «ωρί­μα­ζε» η επο­χή του Μακαρ­θι­σμού, τόσο βάρυ­νε η ατμό­σφαι­ρα για κάθε αρι­στε­ρό φοι­τη­τή, ενώ οι κομ­μου­νι­στές ανα­γκα­ζό­μα­σταν να κρα­τά­με κρυ­φή την ιδιό­τη­τα και τις οργα­νώ­σεις μας. Και στη Λει­ψία όμως, κυρί­ως μετά τα γεγο­νό­τα στην Ουγ­γα­ρία το 1956, επί­σης «βάρυ­νε η ατμό­σφαι­ρα»: Συζη­τή­σεις πάνω σε πολι­τι­κά προ­βλή­μα­τα, είτε αφο­ρού­σαν την ίδια τη χώρα είτε τις άλλες χώρες του Συμ­φώ­νου της Βαρ­σο­βί­ας, δε μπο­ρού­σαν να γίνουν δημό­σια· το ίδιο και συζη­τή­σεις σχε­τι­κά με την περί­φη­μη έκθε­ση του Χρου­στσόφ για το Στά­λιν. Κατά μία έννοια η DDR (κι ακό­μη περισ­σό­τε­ρο η μονα­δι­κή σχο­λή δημο­σιο­γρα­φί­ας της χώρας) θύμι­ζε λίγο κάστρο υπό πολιορ­κία, συγκρί­σι­μο ίσως με τη Κων­στα­ντι­νού­πο­λη πριν από 500 χρό­νια. Αυτό βέβαια άλλα­ζε κατά δια­στή­μα­τα, ανά­λο­γα με τις πολι­τι­κές εξελίξεις.

Τα αστι­κά ΜΜΕ περι­γρά­φουν την DDR σαν μια μου­ντή, μου­γκή χώρα, στην οποία ο κόσμος φοβό­ταν να εκφρα­στεί. Εσύ περι­γρά­φεις ‑με τα σκα­μπα­νε­βά­σμα­τά της- μια κοι­νω­νία εκφρα­στι­κό­τα­τη και πλού­σια σε πολι­τι­στι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες, στη μου­σι­κή, στο θέα­τρο, το κινη­μα­το­γρά­φο κ.ά. Πες μας κάτι παρα­πά­νω γι αυτή τη πτυ­χή της ζωής στην DDR.

Την επο­χή που χτί­στη­κε το τεί­χους του Βερο­λί­νου ζού­σες πλέ­ον στη πόλη. Μπο­ρείς να μας περι­γρά­ψεις λίγο τη κατά­στα­ση εκεί­νων των ημε­ρών; Τι οδή­γη­σε τη κυβέρ­νη­ση της DDR να πάρει ένα τέτοιο μέτρο;

Μετά τις σπου­δές ήρθα στο Βερο­λί­νο, όπου αρχι­κά έμει­να σ’ ένα υπε­νοι­κια­ζό­με­νο δωμά­τιο, ενώ η γυναί­κα μου έμει­νε στη Λει­ψία. Έπει­τα, μέσα σε περί­που ένα χρό­νο μας παρα­χω­ρή­θη­κε ως νέο ζευ­γά­ρι με παι­δί, δικό μας δια­μέ­ρι­σμα, ενώ άλλα δύο χρό­νια αργό­τε­ρα, μετά την έλευ­ση και του δεύ­τε­ρου γιου μας, μας δόθη­κε ένα πιο όμορ­φο κι ευρύ­χω­ρο δια­μέ­ρι­σμα, στο οποίο κατοι­κώ μέχρι και σήμε­ρα. Σαν παι­δί της πόλης από τη Νέα Υόρ­κη, ταί­ρια­ξα πολύ καλά στο (ανα­το­λι­κό) Βερολίνο. 

Μόνο μετά το 1961 και το τεί­χος, επήλ­θε η καθο­λι­κή διαί­ρε­ση της πόλης, όπως είναι γνω­στή σήμε­ρα· μέχρι τότε πρα­κτι­κά οι άνθρω­ποι κινού­νταν ελεύ­θε­ρα ανά­με­σα στη δυτι­κή και την ανα­το­λι­κή πλευ­ρά της πόλης, είτε πεζοί είτε με οχή­μα­τα. Επει­δή όμως το «δυτι­κό» μάρ­κο είχε πολύ μεγα­λύ­τε­ρη αξία από το «ανα­το­λι­κό», υπήρ­χαν συνε­χή κι εντει­νό­με­να κρού­σμα­τα λαθρε­μπο­ρί­ου. Πολ­λοί Ανα­το­λι­κο­βε­ρο­λι­νέ­ζοι δού­λευαν για χαμη­λό­τε­ρους μισθούς στη δυτι­κή πλευ­ρά της πόλης· όμως, μπο­ρού­σαν εκεί να μετα­τρέ­ψουν τα «δυτι­κά» τους μάρ­κα σε «ανα­το­λι­κά», μπο­ρού­σε λ.χ. μια καθα­ρί­στρια από το ανα­το­λι­κό Βερο­λί­νο, αν δού­λευε στο δυτι­κό, να φέρ­νει εν τέλει σπί­τι περισ­σό­τε­ρα χρή­μα­τα από έναν μηχα­νι­κό που επέ­λε­γε να παρα­μέ­νει και να εργά­ζε­ται κανο­νι­κά στην ανα­το­λι­κή πλευ­ρά. Ανα­τρο­φο­δο­τού­νταν έτσι φαι­νό­με­να μαζι­κής δια­φθο­ράς, τα οποία αντα­να­κλού­νταν και σε πολι­τι­κό επί­πε­δο. Μόνο με το τεί­χος μπή­κε ένα τέλος σε αυτά. Προ­σω­πι­κά βέβαια ακό­μη και πριν χτι­στεί το τεί­χος, ως λιπο­τά­κτης του αμε­ρι­κά­νι­κου στρα­τού, δεν είχα τολ­μή­σει ποτέ να περά­σω στο δυτι­κό Βερο­λί­νο, από φόβο μην με πιά­σει η αμε­ρι­κά­νι­κη στρα­το­νο­μία, έστω και κατά λάθος. Γι αυτό το λόγο κι επει­δή και η γυναί­κα μου δεν είχε συγ­γε­νείς στα δυτι­κά, το τεί­χος δε μας στοί­χι­σε τρομερά.

Άλλω­στε, το ανα­το­λι­κό Βερο­λί­νο είχε πάρα πολ­λά να προ­σφέ­ρει. Το θέα­τρο του Bertolt Brecht, που μετά το θάνα­τό του συνέ­χι­σε να το διευ­θύ­νει η γυναί­κα του, ήταν εκεί­νη την επο­χή από τα καλύ­τε­ρα στο κόσμο, κι εμείς δεν χάνα­με ούτε μία παρά­στα­ση. Δύο εξαι­ρε­τι­κές σκη­νές όπε­ρας –η όπε­ρα είναι πολύ αγα­πη­τή στη Γερμανία‑, μία από τις οποί­ες, η «παρά­ξε­νη όπε­ρα» (“Komische Oper”), είναι πιθα­νό­τα­τα η καλύ­τε­ρη της Ευρώ­πης. Δεκά­δες ακό­μη υψη­λού επι­πέ­δου θέα­τρα, όλα πολύ φτη­νά. Ο κινη­μα­το­γρά­φος είχε ται­νί­ες από όλο τον κόσμο – σχε­δόν όλες τις νέες ποιο­τι­κές ται­νί­ες από τη δυτι­κή Ευρώ­πη, τη Δυτι­κή Γερ­μα­νία και τις ΗΠΑ μπο­ρού­σε να τις δει ο καθέ­νας πολύ φτη­νά στα σινε­μά (και ό,τι δεν παι­ζό­ταν όποιος ήθε­λε το έβλε­πε στη «δυτι­κή τηλε­ό­ρα­ση»). Λόγω αυτής της γκά­μας επι­λο­γών σε ται­νί­ες, αλλά και στην ενη­μέ­ρω­ση τόσο από τη Δύση όσο και από την Ανα­το­λή –όπου τα πάντα ήταν μετα­γλωτ­τι­σμέ­να στα γερμανικά‑, πολ­λοί λέγα­νε τότε πως οι Ανα­το­λι­κο­γερ­μα­νοί «ήταν ο καλύ­τε­ρα πλη­ρο­φο­ρη­μέ­νος λαός του κόσμου»!

Όμως υπήρ­χαν πάντα και προ­βλή­μα­τα, κυρί­ως σε σχέ­ση με τη ποι­κι­λία των κατα­να­λω­τι­κών αγα­θών. Τα κύρια προ­ϊ­ό­ντα δια­τρο­φής πάντα ήταν υπε­ραρ­κε­τά, όπως και τα βασι­κά είδη ρού­χων· αν όμως ήθε­λες κάτι πιο μοδά­το κι εξε­ζη­τη­μέ­νο, έπρε­πε να ήσουν τυχε­ρός και να ‘χεις το νου σου πότε και πού θα ήταν δια­θέ­σι­μο προς πώλη­ση. Αρκε­τοί είχαν συγ­γε­νείς στη Δυτι­κή Γερ­μα­νία που τους στέλ­να­νε δώρα, πολ­λές φορές εντε­λώς περιτ­τά, πολι­τι­κά όμως απο­τε­λε­σμα­τι­κά. Βασι­κά, το πρό­βλη­μα ήταν πως οι άνθρω­ποι είχαν περισ­σό­τε­ρα χρή­μα­τα, απ’ όσα μπο­ρού­σαν εύκο­λα να ξοδέ­ψουν· η παρα­γω­γή δηλα­δή ποτέ δε κατά­φερ­νε να καλύ­ψει τη ζήτη­ση. Αφού τα ενοί­κια, τα προ­ϊ­ό­ντα δια­τρο­φής και τα πάγια έξο­δα ήταν τόσο φτη­νά (όπως και βιβλία ή δίσκοι) πάντα ο κόσμος ανα­ζη­τού­σε κάτι παρα­πά­νω. Έδι­νε αρκε­τά χρή­μα­τα σε ταξί­δια, στη θάλασ­σα στο βορ­ρά και προς τη Βαλ­τι­κή, στα βου­νά, στην Ουγ­γα­ρία, Βουλ­γα­ρία, την Πολω­νία και την Τσε­χο­σλο­βα­κία· έχτι­ζε ή ανα­καί­νι­ζε μικρές εξο­χι­κές κατοι­κί­ες, σε σημείο που πάνω από το μισό πλη­θυ­σμό διέ­θε­τε τέτοιες μέχρι τη δεκα­ε­τία του ‘80· ή μάζευε λεφτά για ένα νέο αυτο­κί­νη­το (χωρίς ποτέ να υπάρ­χει ανά­γκη για δάνειο, πίστω­ση ή δόσεις), αλλά συνή­θως δια­θέ­σι­μα ήταν μόνο τα μικρά μοντέ­λα δίχρο­νων κινη­τή­ρων που κατα­σκευά­ζο­νταν στη χώρα (Trabant) και κάποια σοβιε­τι­κά και τσέχικα.

Παρό­τι πάντως πού και πού υπήρ­χαν τέτοιου τύπου ελλεί­ψεις στα μαγα­ζιά, η ζωή ήταν τόσο φτη­νή και πολιτιστικά/δημιουργικά τόσο πλού­σια, που προ­σω­πι­κά μπο­ρώ να πω ότι ζού­σα ευτυ­χι­σμέ­νος – αν και εκνευ­ρι­ζό­μου­να με διά­φο­ρες επι­λο­γές που έκρι­να λανθασμένες.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο