Γράφει ο Anton Saefkow //
Victor Grossman. Ή μήπως Stephen Wechsler; Με όποιο όνομα κι αν τον φωνάξει κανείς, η ουσία είναι αυτή που γράφει και στο οπισθόφυλλο του γερμανόγλωσσου βιβλίου του „Crossing the river“, που κυκλοφόρησε στα τέλη του 2014: «ο μόνος άνθρωπος που έχει ταυτόχρονα πτυχίο του Χάρβαρντ και του Πανεπιστημίου Κάρλ Μάρξ (πανεπιστήμιο της Λειψίας, που άλλαξε όνομα μετά το 1991)».
Ένας άνθρωπος, η ιστορία του οποίου τέμνει τόσες και τόσες στιγμές του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος στον 20ο αιώνα, τουλάχιστον αυτό του λεγόμενου «δυτικού κόσμου», μάλιστα με έναν τρόπο ιδιαίτερα σπάνιο.
Εβραϊκής καταγωγής Αμερικανός, μεγαλώνει στην προπολεμική Νέα Υόρκη με το όνομα Stephen Wechsler. Γνωρίζει βετεράνους του ισπανικού εμφυλίου, επηρεάζεται από το δυναμικό εργατικό κίνημα της εποχής, οργανώνεται στην κομμουνιστική νεολαία των ΗΠΑ.
Το 1944, μαθητής ακόμη, συγκλονίζεται από τα Δεκεμβριανά, σε βαθμό που συνθέτει ένα τραγούδι για τον αγώνα του ελληνικού λαού. Περνά φοιτητής στο Harvard, όπου συγκροτεί μαζί με άλλους την πρώτη κομματική οργάνωση του ΚΚ ΗΠΑ στο ίδρυμα. Δίνει μαζί με τους συντρόφους του σημαντικές και δύσκολες μάχες ενάντια στον αντισοβιετικό μιλιταρισμό και στον αυξανόμενο αντικομμουνισμό. Παίρνει μέρος στην αντιπροσωπία των ΗΠΑ στο (επεισοδιακό, όπως περιγράφει) 1ο Φεστιβάλ Νεολαίας και Φοιτητών της ΠΟΔΝ στη Πράγα το 1947.
Μετά την αποφοίτησή του ακολουθεί το κάλεσμα του κόμματος, να μην αρχίσει μία σταδιοδρομία στο αντικείμενο σπουδών του, αλλά να πιάσει δουλειά ως βιομηχανικός εργάτης, σε εργοστάσιο που είχε ιεραρχηθεί για τη κομματική οικοδόμηση. Αποκτά το διάστημα αυτό σημαντικές εμπειρίες, τόσο για την εργατική τάξη των ΗΠΑ γενικότερα, όσο και ειδικότερα για την αφροαμερικανική κοινότητα, αφού ζει και δραστηριοποιείται σε ένα γκέτο μαύρων.
Με τον πόλεμο της Κορέας καλείται υποχρεωτικά στο στρατό ‑όπου ας σημειωθεί πως υπήρχαν χωριστά κέντρα εκπαίδευσης για λευκούς και μαύρους-. Για καλή του τύχη όμως, όπως περιγράφει γλαφυρά «κάποια βύσματα τον καιρό της εκπαίδευσης κίνησαν γη και ουρανό για να τους βάλουν σιτιστές, πόστο για το οποίο μέχρι τότε προορίζανε εμένα. Και τυχαίνει ξαφνικά να υπάρχει ανάγκη για σιτιστές στο μέτωπο! Έφυγαν αυτοί λοιπόν για Κορέα κι εγώ βρέθηκα στη βόρεια Βαυαρία…». Βρίσκεται λοιπόν στη Δυτική Γερμανία, ως μέλος των αμερικανικών στρατευμάτων που στρατοπέδευαν στη χώρα μέχρι και τη δεκαετία του 1990.
Οι μήνες περνούν. Κάποια στιγμή όμως ανακαλύπτεται το «κόκκινο» παρελθόν του. Είναι η εποχή που η δίκη των Ρόζενμπεργκ είναι σε πλήρη εξέλιξη, ενώ χιλιάδες μέλη του ΚΚ ΗΠΑ και μετωπικών οργανώσεων διώκονται και φυλακίζονται. Ο Stephen παίρνει την απόφαση να το σκάσει προς την ανατολική Ευρώπη, στις λίγες μέρες ελευθερίας που του απομένουν.
Περνάει κολυμπώντας το Δούναβη, περνώντας κυριολεκτικά και μεταφορικά στην «απέναντι όχθη», αναζητώντας τον Κόκκινο Στρατό. Όπως γράφει για τον καιρό που ήταν «αιχμάλωτος» των Σοβιετικών, έως ότου διασταυρωθεί η ιστορία του, «μου έκαναν φοβερή εντύπωση οι σοβιετικοί στρατιώτες. Δύσκολα έβρισκες αμερικανό φαντάρο να μπορείς να σταυρώσεις σοβαρή κουβέντα. Αντίθετα εδώ όχι απλά ήξεραν τη δική τους κλασσική ρωσική/σοβιετική λογοτεχνία. Πολλοί ξέρανε και αμερικανούς προοδευτικούς λογοτέχνες, που εγώ δεν είχα προλάβει να διαβάσω!»
Καταλήγει στην Ανατολική Γερμανία με νέα ταυτότητα, ως Victor Grossman. Ξεκινά εκεί να εργάζεται σε εργοστάσιο, προσπαθώντας ταυτόχρονα να δραστηριοποιήσει πολιτικά και πολιτιστικά μια σειρά νεαρούς, που είχαν αυτομολήσει κι εκείνοι στην Ανατολική Γερμανία. Με την απίστευτη απλότητα που περιγράφεται και στο βιβλίο, ξεκινά ως βιομηχανικός εργάτης και με την προτροπή της «επιχειρήσεως» σπουδές στο Πανεπιστήμιο Κάρλ Μάρξ, στη σχολή δημοσιογραφίας.
Μετά την αποφοίτησή του (εν τω μεταξύ έχει παντρευτεί κι αποκτήσει ένα παιδί με μία Ανατολικογερμανίδα) ξεκινά να δουλεύει ως δημοσιογράφος, σε διάφορα έντυπα και ραδιόφωνα. Σημαντικότερο εξ αυτών το “German Democratic Report”, αγγλόφωνη εφημερίδα στη DDR, που αφενός ενημέρωνε τη δυτική Ευρώπη και τη βόρεια Αμερική για όσα συνέβαιναν στη χώρα, αφετέρου ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτική σχετικά την (ανύπαρκτη) «αποναζιστικοποίηση» της Δυτικής Γερμανίας.
Παράλληλα αναπτύσσει στην DDR συνεχώς δραστηριότητες σχετικές με ένα από τα μεγάλα πάθη του, την προοδευτική λαϊκή μουσική των ΗΠΑ: Οργανώνει χοροεσπερίδες και συναυλίες, μιλά σε εκδηλώσεις, αποκτά ραδιοφωνική εκπομπή, εκδίδει βιβλία, γίνεται διευθυντής του «αρχείου Paul Robeson», ενός σπουδαίου αφροαμερικανού κομμουνιστή ηθοποιού και τραγουδιστή, περιθωριοποιημένου στις ίδιες τις ΗΠΑ.
Τα γεγονότα του 1989 τον βρίσκουν στο Ανατολικό Βερολίνο, ν’ αγωνιά όσο λίγοι για το τι θ’ ακολουθούσε: Άλλωστε ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε καπιταλισμός, τι σήμαινε ιμπεριαλισμός. Ζει τα επόμενα χρόνια, όπως όλοι οι αριστεροί της Ανατολικής Γερμανίας: Αφενός παρακολουθώντας τα παιδιά του να ζουν στην ανεργία και στην εργασιακή περιπλάνηση, μακριά από τ’ αντικείμενα σπουδών τους. Αφετέρου, ζώντας από πρώτο χέρι το ξαναγράψιμο της ιστορίας, την αποδόμηση κάθε προοδευτικής δομής και σκέψης που είχε δημιουργηθεί τις τελευταίες δεκαετίες.
Δεν υπήρξε ποτέ μέλος του SED, του κομμουνιστικού κόμματος της DDR, παρ’ ότι του είχε προταθεί 1–2 φορές. Είχε πάντα τις διαφωνίες του σχετικά με διάφορες πτυχές της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην DDR, τις οποίες εξέφραζε όποτε το έκρινε απαραίτητο. Από μόνο του αυτό είναι και μία (ακόμη) απάντηση σε όσους προσπαθούν να εμφανίσουν τη DDR σα μια γκρίζα, μουντή χώρα, ένα μεγάλο σιωπηρό «σοσιαλιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης». Ήξερε όμως και ποτέ δεν έπαψε να κατανοεί πως οι αδυναμίες και τα λάθη είχαν σαν πρώτη και κυρίαρχη αιτία την τεράστια πίεση, σε όλα τα επίπεδα, που δεχόταν ‑περισσότερο ίσως από κάθε άλλη λαϊκή δημοκρατία- η συγκεκριμένη χώρα από τον ιμπεριαλισμό, έχοντας κυριολεκτικά στο απέναντι πεζοδρόμιο την πιο ισχυρή καπιταλιστική οικονομία της Ευρώπης. Δεν παρασύρθηκε από τις φωνές για «μεταρρύθμιση» και «δημοκρατικό σοσιαλισμό» που ήχησαν στη DDR στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με τα γνωστά αποτελέσματα, γιατί έβλεπε το πώς αυτές άλλοτε καθοδηγούνταν και άλλοτε αξιοποιούνταν από τον ιμπεριαλισμό, προκειμένου να ενσωματώσουν την DDR στην ΟΔΓ. Σήμερα, όπως η τεράστια πλειοψηφία των προοδευτικών ανθρώπων της πρώην DDR, παραμένει εγκλωβισμένος στο PDS και μετέπειτα „die Linke“, το οπορτουνιστικό αδερφό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ που διαδέχθηκε το SED. Αναμφίβολα με τις αυταπάτες του, πάντα όμως υπερασπιζόμενος εν τέλει το σοσιαλιστικό εγχείρημα του «πρώτου και μόνου γερμανικού κράτους, που δε διεξήγαγε ποτέ κανέναν πόλεμο», όπως και συνολικά του υπαρκτού σοσιαλισμού, αντιιμπεριαλιστής κι αγωνιστής μέχρι και σήμερα, στο κατώφλι των 90 του χρόνων.
Το βιβλίο του „Crossing the River“ είναι μια ιδιαίτερα ζωντανή περιγραφή όλης αυτής της διαδρομής. Δεν είναι το βιβλίο που θα προσθέσει πολλά σε επίπεδο θεωρίας για τις αιτίες των ανατροπών στην DDR και γενικότερα στην ανατολική Ευρώπη. Είναι όμως ένας μικρός θησαυρός όσον αφορά τη ζωή των ανθρώπων στην DDR. Πώς δουλεύανε, πώς σπουδάζανε, πώς κάνανε οικογένεια παράλληλα με τις σπουδές τους, πώς γλεντούσανε και ανοίγονταν ‑ή όχι- σε άλλους πολιτισμούς. Πώς καλλιεργούσαν τον αντιφασισμό και την αλληλεγγύη στη πάλη των λαών σε ένα έθνος που λίγα χρόνια πριν κυριαρχούσε ο ναζισμός, πώς προσπαθούσαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με αξίες ανθρωπιστικές και σοσιαλιστικές, την ώρα που βομβαρδίζονταν πολιτιστικά από το Δυτικό Βερολίνο και την ΟΔΓ. Προηγουμένως βέβαια ‑το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη- μας δίνει μια εξαιρετική εικόνα, πάντα με χιούμορ και σε πρώτο ενικό, για το δύσκολο αγώνα των κομμουνιστών των ΗΠΑ, ειδικά τη περίοδο του Μακαρθισμού.
Εν τέλει, ο αναγνώστης μένει με μια εικόνα μιας DDR που, παρά τα προβλήματά της ‑στην περιγραφή των οποίων κάθε άλλο παρά τσιγκουνεύεται ο συγγραφέας- ήταν μια κοινωνία που για κάθε πτυχή της ζωής των λαϊκών στρωμάτων υπήρξε αρκετές τάξεις μεγέθους μπροστά, συγκριτικά με τη καταθλιπτική καπιταλιστική κοινωνική πραγματικότητα του σήμερα.
Τέλος, αξίζει να σημειωθούν και οι προοδευτικές βερολινέζικες εκδόσεις που κυκλοφόρησαν το βιβλίο, «Verlag Wiljo Heinen» ( www.gutes-lesen.de ), όπου μπορεί κανείς να βρει αρκετούς παρόμοιους τίτλους με θέμα την DDR, όπως κι άλλα ενδιαφέροντα ζητήματα του παγκόσμιου αντιιμπεριαλιστικού κινήματος.